Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 387/2021

Αριθμός     387/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την  δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ, Ζωή Τσιούρδα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του, αποβιώσαντος την ………… (αρχικώς πρώτου εφεσίβλητου) και 2) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Χαριτίνη Σωτηριάδου.

Οι αρχικώς ενάγοντες ……… και ……….., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.10.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.  4219/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που, αφού  απέρριψε ό,τι στο σκεπτικό αυτής κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν  με την από 14.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 14-10-2019 (αριθμ. κατάθ. ………../2019) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου απευθύνεται προς το Μονομελές Εφετείο Πειραιά κατά της υπ’ αριθμ. 4219/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την με αριθμ. κατάθ. ………./2015 αγωγή των εναγόντων …………… και ……………, από τους οποίους ο πρώτος (………….. / πρώτος ενάγων – πρώτος εφεσίβλητος), απεβίωσε στις 14/09/2020, ήτοι μετά την έκδοση της ως άνω (πρωτόδικης) απόφασης (13-9-2018) και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης κατά την ως άνω έκθεση κατάθεσης (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../2020 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Δ.Ε. Νίκαιας).  Ο ανωτέρω διάδικος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την θυγατέρα του ………… (βλ. το υπ’ αριθμ. ……../2020 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Παγωνίου Ν. Ιωαννίνων και το υπ’ αριθμ. ………/2020 πιστοποιητικό μη  δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας.  Η ως άνω μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος ανακοίνωσε τον επισυμβάντα θάνατο του πρώτου ενάγοντος και δήλωσε στο ακροατήριο ότι συνεχίζει τη δίκη ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, κατέθεσε προτάσεις για τη παρούσα δικάσιμο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της υπόθεσης (ΑΠ 1282/2019) και υπεισήλθε αυτοδικαίως στη δικονομική θέση που αποβιώσαντα.  Η ιδιότητα δε της ανωτέρω εφεσιβλήτου ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου, του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή δεν αμφισβητείται από τους λοιπούς διαδίκους, και επομένως υπό την ανωτέρω ιδιότητά της νομιμοποιείται στην παρούσα δίκη (ΚΠολΔ 286 περ. Α΄,  287, 290, 292).  Εξάλλου η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση εφέσεως εντός τριάντα ημερών (αριθμ. κατάθ. ………/19-10-2019) από την επίδοση της εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη, όπως προκύπτει από τη σχετική από 30-7-2019 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, ……….., επί του αντιγράφου αυτής, (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513  παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 276 παρ. 1 εδ. β ν. 3463/2006 και άρθρο 11 κδ 26-06/10-7-1944, ΟλΑΠ 12/2002, ΑΠ 1337/2014, ΕφΠειρ. 68/2021, ΕφΠειρ 248/2014 ΝΟΜΟΣ και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2004.  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012), αφού το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849).

Στην από 30-10-2015 (αριθμ. κατάθ. …………./2015) αγωγή τους ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι ιστορούσαν ότι, έχουν στην κυριότητά και νομή τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το επαρκώς περιγραφόμενο αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «………» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, του τέως Δήμου Πειραιά, εκτός σχεδίου πόλεως, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ……….. και έχει εμβαδόν 228 τ.μ.  Ότι την κυριότητα απέκτησαν από το 1965 τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο, όσο και με πρωτότυπο τρόπο ως νεμόμενοι τούτο από την περιέλευσή του σε αυτούς (πρώτο ενάγοντα – δικαιοπάροχο δεύτερου ενάγοντα) συνεχώς, αδιατάρακτα, με καλή πίστη ασκώντας τις αναφερόμενες στο ένδικο δικόγραφο πράξεις νομής (επίβλεψη, εποπτεία, καθαρισμός κ.λ.π.), με τα προσόντα της τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας.  Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω αγροτεμάχιο, παρά το ότι οι  συγκύριοι υπέβαλαν σχετική δήλωση ιδιοκτησία, στο ως άνω αγροτεμάχιο εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο.  Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες επικαλούμενοι ότι η πρώτη αυτή εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά τους επί του επιδίκου, ζήτησαν να αναγνωριστούν κύριοι του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστούν οι ίδιοι ως κύριοι του ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό.  Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 999, 1000, 1033, 1041, 1045, 1051, 1192, 1193, 1198, 1199 ΑΚ, 68, 70 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη τη βάση της αγωγής ως προς την επίκληση θεμελίωσής της στις διατάξεις του ν. 3127/2003,  δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες είναι αποκλειστικά κύριοι του επίδικου αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι κατά το παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

I) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον – επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφομένου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκταση χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα– ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση)-, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής.  Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία.  Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο :  α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (π.χ. σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (π.χ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κ.λ.π.) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του χρονικού σημείου (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.).  Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1945 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του.  Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2016 όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ),  β) Ο Κωδικός Αριθμός  Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998).  Πρόκειται για μια ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασαφής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου.  Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998).  Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο έκδ. 2013 σελ. 687).  Κάθε ένα από τα ψηφία  που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (π.χ. συνοικία), τα δύο προτελευταία ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (π.χ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (π.χ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο).  Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη.  Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή.  Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομιστεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και  γ) Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (ΕφΠειρ 68/2021, ΕφΠειρ 121/2021, ΕφΑθ 2375/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του παραπονείται, επαναφέροντος σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της και ως προς την περιγραφή του αγροτεμαχίου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται τμήμα και τη σαφή επίκληση των περιστατικών που θεμελιώνουν τον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας στο επίδικο αγροτεμάχιο.  Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά των πλευρικών διαστάσεών του, την αναφορά του ΚΑΕΚ.  Εξάλλου, η περιγραφή του επιδίκου ακινήτου γίνεται και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής από Σεπτεμβρίου 2019 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ……………  Το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μείζονος ακινήτου – γεωτεμαχίου.  Επιπλέον, για τη στοιχειοθέτηση του παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά της κτήσης αυτής, ήτοι την μεταβίβαση με σύμβαση, λόγω πώλησης, και λόγω κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχή, την μνεία περί νόμιμης μεταγραφής τους και ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοί τους ήταν κύριοι του μεταβιβασθέντος ακινήτου και ότι αυτοί (ενάγοντες) κατέστησαν κύριοι κατά τα άνω ποσοστά με παράγωγο τρόπο που αποκτήθηκε πριν την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Κερατσινίου (11-6-2007), επίσης, καθ’ υποφορά στην αγωγή, αναφέρουν ότι αυτοί (πρώτος ενάγων – δικαιοπάροχος δευτέρου ενάγοντα) είχαν φυσική εξουσία διανοία κυρίων αδιατάρακτα και με καλή πίστη από το χρόνο που περιήλθε η κατοχή του σε αυτούς (πρώτο ενάγοντα – δικαιοπάροχο δευτέρου ενάγοντα), οι οποίοι ασκούσαν τις αναφερόμενες υλικές εμφανείς πράξεις (επίβλεψη, εποπτεία, καθαρισμός κ.λ.π.) με εμφανή τη βούληση να το έχουν δικό τους και έτσι απέκτησαν το επίδικο ακίνητο και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018, ΕφΑθ 212/2018, ΝΟΜΟΣ).  Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθά έκρινες το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσης (ΚΠολΔ) και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

II) Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.2-3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/ 1 Ιουλίου 1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου 21 Ιουνίου / 10 Ιουλίου 1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 454/2011, ΑΠ 1992/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τις άνω ρυθμίσεις το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος του κάθε Οθωμανού ξεχωριστά, αλλά διαδέχθηκε το Οθωμανικό Δημόσιο μαζικά με τη γενόμενη δήμευση «πολεμικά δικαιώματι», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και κατέχονταν (χωρίς σχετικό οθωμανικό τίτλο «ταπί») μόνο από Οθωμανούς κατά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 3-2-1830 και τα κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων («μούλκια»), τα οποία ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, εγκαταλείφθηκαν όμως από τους πρώην κυρίους τους Οθωμανούς και δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς.  Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας («μούλκια»), που δεν είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, ούτε τα δικαιώματα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ»), τα οποία είχαν αποκτηθεί από Οθωμανούς επί των δημοσίων γαιών νόμιμα, σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο.  Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της …/16-6-1830 στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα «…..» και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (ΟλΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Τα ίδια ισχύουν και καθόσον αφορά στα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττικής, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, δηλαδή όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσιες γαίες (αγροί, λειμώνες, λιβάδια, θέρετρα, ήτοι χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και τα παρόμοια) και δεν κατέχονταν νόμιμα (με «ταπί») από Οθωμανούς, καθώς και όσα ήσαν αδέσποτα, περιήλθαν βάσει της ίδιας πιο πάνω Συνθήκης (πρωτοτύπως) στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 52/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όσα από τα παραπάνω κτήματα (δημόσιες γαίες) κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες νόμιμα με «ταπί», που τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως «τεσσαρούφ», καθώς και όσα κτήματα ανήκαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε Οθωμανούς ιδιώτες («μούλκια» – πλήρεις ιδιοκτησίες) και δεν είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά κατέχονταν από αυτούς, κατά τον χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων (3-2-1830), παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες.  Όμως, όσον αφορά στα ακίνητα που βρίσκονταν εντός όλων των εδαφών, τα οποία τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως, κατά την ημερομηνία Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας (3-2-1830) και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίστηκαν ως ανήκοντα στους ιθαγενείς Έλληνες, οι οποίοι και αποτέλεσαν τους πρώτους υπηκόους του νέου Ελληνικού Κράτους (βλ. και ΑΠ 52/2014 ό.π., ΕφΑθ 5279/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικοί) έτους 1856 βλ. ΑΕΙ 80/2015, ΑΕΙ 710/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31-03-1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες :  (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας («μούλκια»-οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης,  (β) τις δημόσιες γαίες («μιριγιέ»-καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως («τεσσαρούφ»),  (γ) τις αφιερωμένες γαίες («βακούφια»), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής,  (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες («μετρουκέ» – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και  (ε) τις νεκρές γαίες («μεβάτ» – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1647/2016).  Από τις διακρίσεις αυτές προκύπτει ότι κυριότητα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ιδιώτες μόνο στις γαίες της πρώτης κατηγορίας και το δικαίωμά τους αυτό κυριότητας αποδεικνυόταν με τη χορήγηση «χοτζέτι», δηλαδή άτυπης μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, που συντασσόταν ενώπιον μουσουλμάνου ιεροδικαστή, ο οποίος και την επικύρωνε, ενώ η κυριότητα επί των λοιπών κατηγοριών γαιών, πλην των βακουφιών (αφιερωμένων γαιών), που εθεωρούντο πράγματα εκτός συναλλαγής, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» – οιονεί επικαρπίας) μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται «ταπί», και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της (βλ. ΑΠ 449/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1989, ΕλλΔνη 31,1258, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, έκδ. 1989, τ. Α΄, σελ. 529), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε βάρος του Οθωμανικού Δημοσίου δεν αναγνωριζόταν (βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 92/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο («ταπί») αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως «δια ωρισμένης χρήσιν των δημοσίων γαιών», καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο «εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας δια 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε είχε είτε δεν είχε έγκυρο τίτλο, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος».  Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης.  Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί μόνο επί καλλιεργήσιμου – γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κλπ, τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου ταπίου (ΑΠ 390/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επιπρόσθετα, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με την δε πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών).  Σε εκτέλεση  των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών και μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων).  Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17-11-1836 Δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28-3-1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης (που εγκρίθηκε με το από 4/16-4-1835 Β.Δ.) του από …/16-10-1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της από 1/13-11-1835 διαταγής των επί του Βασ. Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικιών, από τους αποχωρούντες Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών.  Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της, λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δε δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω 17-11-1836 Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου.  Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του βδ/τος της 17/29-11-1836, πρέπει να διακρίνονται από τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής.  Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4-5-1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29-11/1-12-1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος .  Τις δε αποφάσεις της επί των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ, με τις οποίες αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες, σε δάσος υφιστάμενο το 1836, στις οποίες περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικράτειας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικράτειας, μπορούν οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, να επικαλεσθούν, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΓ1 573/2015 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσής τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31 Μαρτίου 1833 με βάση την από 27 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλ. από 25 Μαΐου 1827 έως 31 Μαρτίου 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830 Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1354/2014, ΕφΑθ 2516/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1162/2002, ΝοΒ 50,1281).

Με δεδομένη δε την προαναφερόμενη διάκριση των γαιών σε πέντε κατηγορίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο, η κυριότητα που ο άνω σουλτάνος παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, δεν αφορούσε τις καθαρές ιδιοκτησίες («μούλκια»), που κατά τα άνω, αποδεικνύονταν από την ύπαρξη σχετικού οθωμανικού τίτλου «χοτζέτι», αφού, πρώτον η κυριότητα αυτή ανήκε ήδη σε ιδιώτες και δεύτερον δεν επρόκειτο, σύμφωνα με την άνω Συνθήκη, να θιγεί από την διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου.  Ούτε, άλλωστε, η κυριότητα που παραχώρησε ο σουλτάνος μπορούσε να αφορά στις αφιερωμένες γαίες της τρίτης κατηγορίας, τα λεγόμενα «βακούφια» αφού αυτές θεωρούντο ως πράγματα εκτός συναλλαγής, αλλά αφορούσε μόνον τις δημόσιες γαίες, που ανήκαν στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου και επί των οποίων όσοι υπήκοοί του, Έλληνες και Οθωμανοί, τις κατείχαν νόμιμα (με σχετικό επίσημο οθωμανικό τίτλο «ταπί»), ασκούσαν μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» – οιονεί επικαρπίας).  Η παραχώρηση αυτή της κυριότητας έγινε μόνο σε όσους υπηκόους του κατείχαν νόμιμα οθωμανικά κτήματα και επομένως κυρίως Οθωμανούς, προκειμένου να τους προστατεύσει, επειδή αυτοί κυρίως κατείχαν δημόσιες γαίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο νόμιμα με «ταπί», το οποίο τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ» – οιονεί επικαρπίας), ώστε αν ήθελαν να αναχωρήσουν, να τις εκποιήσουν ως πλήρεις ιδιοκτησίες και όχι ως υποτιμημένες οιονεί επικαρπίες.  Τα ιδιοκτησιακά αυτά δικαιώματα, αργότερα, με την περιέλευση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, – αναγνωρίστηκαν και από αυτό, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3-2-1830 (βλ. ΑΠ 52/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 257/2016 αδημ.).  Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ. της 16-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία εντός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου.  Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγιο διατάγματος (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν επρόκειτο για δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις.  Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλά με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου για χρονικό διάστημα τριάντα ετών, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της νομής του και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού.  Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/10-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», με το άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις».  Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/26-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» και του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26-5-1926 και εφεξής, συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915.  Αντίθετα, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος σε δημόσιο δάσος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (1041, 1045, 974 ΑΚ), αφού αυτό είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1054 ΑΚ (ΑΠ 712/2015, ό.π.).  Άσκηση νομής διανοία κυρίου, προκειμένου για απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 1114/2014, ΑΠ 1077/2012, δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ειδικότερα, ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ των άλλων, η βοσκή ζώων, η καλλιέργεια, η εκμίσθωση, η επίβλεψη, η οριοθέτηση, η επιμέλεια καθορισμού του, η χρήση ως βοσκοτόπου (ΑΠ 1365/2014, ΑΠ 1291/2011 δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ’ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ καλή πίστη, εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1355/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα (ΑΠ 1355/2014, ό.π.).  Από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν απαιτείτο, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη «ταπίου» υπέρ του χρησιδεσπόζοντος, ή στην περίπτωση δάσους, η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17 Νοεμβρίου 1836 Β.Δ. «περί ιδιωτικών δασών» (ΑΠ 1355/2014, ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004, ΑΠ 546/2003 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή δαφική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι την 11-9-1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», με την οποία ορίζεται ότι «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του» (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 52/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1249/2013, ΝοΒ 2014, 94, ΑΙ4 1182/2013 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφορικών ΔΣΑ, ΑΠ 4/2013, ΝοΒ 2013, 1267, ΑΓ1 923/2012, ΝοΒ 2013, 148), ούτε η εκδιδόμενη, με βάση το άρθρο 191 του ν.δ 86/1969, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 998/1977, και με βάση το άρθρο 43 του ν. 998/1979 απόφαση της Διοίκησης με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κύρυξή της ως αναδασωτέας (ΟλΑΠ 21/2005, ΑΠ 975/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η κήρυξη, δε έκτασης ως αναδασωτέας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του ν. 998/1979, στην περίπτωση που αποβλέπει στην ανάκτηση της αλλοιωθείσης δασικής της μορφής δεν υποχρεώνει τη Διοίκηση στην κήρυξή της και ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που ο σκοπός της κήρυξης της έκτασης ως «αναδασωτέας» δεν αποτελεί η αναδημιουργία της δασικής της βλάστησης, που έχει καταστραφεί και η εν γένει ανάκτηση της μορφής, αλλά η δάσωσή της και η πρόσδοση σ’ αυτήν δασικού χαρακτήρα, που δεν είχε προηγουμένως, η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 2729/2014, ΣτΕ 713/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 και 1054 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντος στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως.  Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε σ’ αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένστασή του.  Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 712/2015 ό.π., ΑΠ 1527/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).  Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ’ αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ’ αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ’ αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού, ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 712/2015, ό.π.).  Περαιτέρω, δάσος, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 «περί δασικού Κωδικός» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 ν. 998/1979.  Κατ’ αυτές «ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφάνειας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος» και ως δασική έκταση νοείται «πάσα έκτασις της επιφάνεις του εδάφους, καλυπτόμενη από αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παράγραφο λειτουργειών» (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 400/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/1997, ΕλλΔνη 38,1544, απ 1296/1993, ΕλλΔνη 36,201).  Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιοσδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατε κλιτύες αυτών.  Δεν ασκεί δε, επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 2173/2014, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 312/2008, ΕφΑθ 212/2018 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ……… και …………., αντίστοιχα, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρ. 444 παρ. 1 περ. γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000 Δνη 2001.711), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στη θέση «…..» της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, με ΚΑΕΚ ……………, εκτός σχεδίου πόλης και εκτός ζώνης, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, εμφαίνεται στο από Σεπτεμβρίου 2014 διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ………… με τους αριθμούς 1, 2, 3, 4, 1 και συνορεύει ανατολικά με ανώνυμο δρόμο, δυτικά με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………., βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστων εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….., και εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……… και νότια με ιδιοκτησία αγνώστων εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….. και εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….  Με το υπ’ αριθμ. ………/17-11-1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….. ……. που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. και με α.α. …., μεταβιβάστηκε, λόγω πωλήσεως από τον ………., στους,  1) …….. (καθολική διάδοχος του οποίου είναι η ……..) και  2) ………… (μητέρα του δεύτερου ενάγοντα – κληρονόμου εκ διαθήκης) και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, η νομή και κατοχή του επίδικου αγροτεμαχίου με αριθμό 5 του με αριθμ. 11 τετραγώνου εκτάσεως μ.τ. 228, συνορευόμενο «Ανατολικώς με δρόμο επί προσώπου μέτρων 12 (δώδεκα), Δυτικώς με το υπ’ αριθμ. 4 του ιδίου τετραγώνου αγροτεμάχιο επί πλευράς μέτρων 12 (δώδεκα), Βορείως με τα υπ’ αριθμούς 2 και 3 αγροτεμάχια του αυτού τετραγώνου επί συνολικής πλευράς μέτρων 19 (δέκα εννέα) και Νοτίως με τα υπ’ αριθμούς 7 και 8 αγροτεμάχια του ιδίου τετραγώνου επί συνολικής πλευράς μέτρων 19 (δέκα εννέα)» όπως εμφαίνεται «υπό τα ψηφία Α.Β.Γ.Δ.Α. στο από Αυγούστου 1964 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …………, συνημμένου στο υπ’ αριθμ. ……../1964 συμβόλαιο» του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιά.  Στον πωλητή και άμεσο δικαιοπάροχο των εναγόντων, ………. ., περιήλθε, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή με το υπ’ αριθμ. …../24-7-1965 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά στον τόμο …. και με α.α. ….., «από το τμήμα της ιδιοκτησίας του Συνεταιρισμού της εκτάσεως των 28.900 τετραγωνικών μέτρων ένα τεμάχιο τούτου εμφαινόμενο από τα αλφαβητικά στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Α. στο από Αυγούστου 1964 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….., συνημμένο στο υπ’ αριθμ. ……./1964 προσύμφωνο συμβόλαιο, έκτασης μέτρων τετραγωνικών 15.005, κείμενη στη θέση «…..» της Κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου και συνορευόμενη Ανατολικά με ιδιοκτησία του πωλητού Συνεταιρισμού επί πλευράς μέτρων 60, Δυτικά με ρέμα …. επί πλευράς μέτρων 60, Αρκτικώς με Εθνικής Γαίας επί πλευράς μέτων 241,50 και Μεσημβρινώς με ιδιοκτησία του αυτού πωλητού επί πλευράς μέτρων 258,50».  Την αγροτική τούτη ως άνω εδαφική έκταση εκ μέτρων τετραγωνικών 15.005 την διαίρεσε (πωλητής ………..) σε μικρότερα αγροτεμάχια, «εκ των αγροτεμαχίων τούτων το μέρος του αριθμ. 5 του υπ’ αριθμ. 11 τετραγώνου, εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών 228», μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, στους ενάγοντες ήδη εφεσίβλητους με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο.  Στον πωλητή – απώτερο δικαιοπάροχο «Οικοδομικό Συνεταιρισμό Αναπήρων Πολέμου 1940 – 1941 και εντεύθεν Πειραιώς και Περιχώρων» περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, με το υπ’ αριθμ. ……./1958 Παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά στον τόμο … και με α.α. …., δημόσια οικοπεδική έκταση «εκ μέτρων τετραγωνικών 95.060,30 κείμενη στη θέση «……….» Αμφιάλης της Κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου τέως Δήμου Πειραιά, συνορευομένη Ανατολικά με ιδιοκτησία Συνεταιρισμού Αστυνομικών Υπαλλήλων, Δυτικώς με ρέμα ……., Αρκτικώς με Εθνικές Γαίες και Μεσημβρινώς, αρχικώς μεν, προ τη γενόμενης ανταλλαγής τμήματος, ως κατωτέρω ……../16-9-1964 προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου), με την εγκεκριμένη οδό ……, μετά δε την ανταλλαγή εν μέρει με την οδό …. και εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ………., με σταθερό μεσημβρινό όριο κατ’ ευθεία γραμμή οριζοντίως το υφιστάμενο Παλαιό Λατομείο εμφαινομένης της εκτάσεως αυτής στα από 15/10/1957 και 7-9-1957 κτηματολογικά διαγράμματα του παρά τη Διεύθυνση ΕΑ/4 της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων Νομομηχανικού ……….., θεωρηθέντα την 19-10-1957 και 25-9-1957 υπό του Διευθυντού της Διευθύνσεως αυτής κ. Ι. Ιουλίου και καταχωρηθέντα στο Αρχείο σχεδίων Δημοσίων Κτημάτων της αυτής Διευθύνσεως, υπ’ αύξ. Αριθμ. αντιστοίχως ……. και ……….., σε μεν το πρώτο κατά το τμήμα αυτής υπό λατινικούς αριθμούς I, II, III, IV, σε δε το δεύτερο κατά το «έτερον τμήμα αυτής» (προ της ανταλλαγής) υπό τον λατινικό αριθμό VI».  Στο τμήμα ιδιοκτησίας του Συνεταιρισμού που εμφαίνεται στο υπ’ αριθμ. ………. διάγραμμα υπό τον αριθμό εκτάσεως μ.τ. 48.200 «όταν κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1958 άρχισε ο Συνεταιρισμός να το οροσημαίνει και να το διαχωρίζει σε οικόπεδα – αγροτεμάχια, εμφανίσθηκαν οι κληρονόμοι ……….. αξιούντες δικαιώματα κυρίου, νομέα και κατόχου, και ήγειραν αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου κατά του Συνεταιρισμού, μετά δε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 37/1958 απόφασης του Ειρηνοδικείου άσκησαν έφεση εκδοθείσας της υπ’ αριθμ. 1819/1958 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Πειραιά – δικάζοντος ως Εφετείου – με την οποία οι κληρονόμοι αναγνωρίσθηκαν προσωρινά νομείς και κάτοχοι επί της επιδίκου εκτάσεως που φθάνει προς βορρά, κατ’ ευθεία οριζόντια γραμμή, μέχρι του υφισταμένου παλαιού λατομείου.  Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως του Πρωτοδικείου Πειραιά, το δικαιοπάροχο του Συνεταιρισμού Ελληνικό Δημόσιο, του αντάλλαξε έκταση μ.τ. 19.300 εκ του άνω τμήματος της ιδιοκτησίας του των 48.200 τ.μ., με άλλη δική του κείμενη στην ίδια περιοχή και θέση δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά στον τόμο …. και α.α. ….. και έτσι απέμεινε στον Συνεταιρισμό από το τμήμα αυτό της ιδιοκτησίας του (μετά την αφαίρεση της ανταλλαγείσας) έκτασης μ.τ. 28.900», τμήμα της οποίας, όπως προαναφέρθηκε εκτάσεως μ.τ. 15.005, μεταβιβάστηκε, λόγω πωλήσεως στον ………., ο οποίος την διαίρεσε σε μικρότερα αγροτεμάχια, ένα εκ των οποίων (αριθμ. 5 του υπ’ αριθμ. 11 τετραγώνου) μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως στους ενάγοντες.  Η ανταλλαγείσα στον Συνεταιρισμό έκταση των 19.300 τ.μ. με άλλη έκταση, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../1962 συμβολαίου, βρίσκεται στην αυτή θέση «……» της περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, εμφαίνεται δε στο από 10 Νοεμβρίου 1959 σχεδιάγραμμα του Νομομηχανικού ….. …… υπό τον αριθμό ……….., κατατεθειμένο στο Αρχείο Σχεδίων Δημοσίων Κτημάτων της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.

Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι έχει την κυριότητα έκτασης 1.396 στρεμμάτων (τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο ακίνητο) στην περιοχή «……….» Κερατσινίου, η οποία έκταση αποτελεί το με Α.Β.Κ. ….. καταγεγραμμένο Δημόσιο Κτήμα, το οποίο (δημόσιο κτήμα εμβαδού 1.396 στρ.) αποτελεί τμήμα ευρύτερης εκτάσεως με εμβαδόν 10.000 στρέμματα γνωστό υπό το όνομα «……..» ή «……..» και επιπλέον το επίδικο γεωτεμάχιο εμφανίζεται με ΚΑΕΚ …….. να εμπίπτει σε ευρύτερη δασική έκταση με κωδικό ΔΔ ….. και αποτελεί τμήμα του ορεινού όγκου που υπέρκειται του πολεοδομικού ιστού του Κερατσινίου που περιλήφθηκε στη με αριθμό ………/19-9-2002 δήλωση ιδιοκτησίας που υποβλήθηκε για τις δασικές εκτάσεις του Ο.Τ.Α. Κερατσινίου.  Ωστόσο,  α) στο προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. ………./1958 παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών, αναφέρεται η παραχώρηση δημόσιας οικοπεδικής έκτασης για τη στέγαση των αναπήρων και θυμάτων πολέμου 1940 – 1941 και επίσης αναφέρεται η καταχώρηση της παραχωρηθείσας κατά κυριότητα, νομή και κατοχή (τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο ακίνητο) στο «Αρχείο Σχεδίων Δημοσίων Κτημάτων»,  β) στο υπ’ αριθμ. ……/2016 έγγραφο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής, του Τμήματος Δημοσίων και Ανταλλάξιμων Κτημάτων, αναφέρεται ότι  «το δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. … έκτασης 1.396 στρεμμάτων είναι τμήμα του εθνικού λιβαδιού ή «…….», εκτάσεως 10.000 στρεμμάτων αλλά εντός αυτού έχουν δοθεί από το Ελληνικό Δημόσιο Παραχωρητήριο»,  γ) στην από Ιανουαρίου 2018 Μελέτη φωτοερμηνείας για το επίδικο αγροτεμάχιο που συνέταξε, κατ’ εντολή των εναγόντων ο Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος …….. ., αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «Σύμφωνα με τους διαθέσιμους για τη μελετώμενη έκταση Ορθοφωτοχάρτες των ετών 1945 και 2007 και τις αεροφωτογραφίες του 1960, καταλήγουμε …… στο συμπέρασμα ότι μέσα στο επίδικο κτήμα δεν εμφανίζεται σε καμία χρονολογία δασική βλάστηση ικανή ώστε να χαρακτηρίζεται το τμήμα ως δασικού χαρακτήρα ….. Σε όλες τις χρονολογίες θέασης παρατηρούμε ότι η έκταση του κτήματος είναι πάντοτε μη δασικού χαρακτήρα …. Το επίδικο κτήμα δεν χαρακτηρίζεται ως «Δασική έκταση …..». Τα πλήρως αιτιολογημένα συμπεράσματα της άνω φωτοερμηνείας δεν δύναται να αμφισβητηθούν από το υπ’ αριθμ. ……./286 έγγραφο του Δασάρχη Δασαρχείου Πειραιά, στο οποίο αορίστως και ασαφώς αναφέρεται ότι «η έκταση είναι τμήμα ευρύτερης με όμοια χαρακτηριστικά, έχει δασικό χαρακτήρα και διέπεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας»,  δ) τα ακίνητα με ΚΑΕΚ ….. και ΚΑΕΚ …………… που είναι όμορα με το επίδικο ακίνητο, έχουν καταχωρηθεί στο κτηματολόγιο με κύριους φυσικά πρόσωπα – ιδιώτες.  Από την εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, σε συνδυασμό με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει με βεβαιότητα και ασφαλώς ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν δάσος με την έννοια που δίνει πρώτο ο νόμος ΑΧΝ/1888, ούτε ότι το Ελληνικό Δημόσιο νεμήθηκε την επίδικη εδαφική έκταση με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως από της απελευθερώσεως της Αττικής μέχρι της εγέρσεως της αγωγής (4-12-2015), αφού καμία πράξη νομής δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου.  Περαιτέρω, από την εκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα της ευρύτερης έκτασης του δημοσίου κτήματος με Α.Β.Κ. ……… κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα ήταν δασική έκταση, ούτε ότι το έτος 1836 κατά το χρόνο δηλαδή, ισχύος του ΒΔ/τος της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», ήταν δάσος, ώστε να υπάρχει υποχρέωση του ιδιοκτήτη αυτού να δηλώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας του, προκειμένου να αναγνωριστεί ως ιδιοκτήτης ιδιωτικού δάσους, ώστε να μην περιληφθεί στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται το εναγόμενο, ενώ σε κανένα στοιχείο δεν προσκομίζεται για θεμελίωση του ισχυρισμού του περί του χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως δασικής έκτασης.  Ομοίως, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δεν προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο κατά το έτος 1833, υπό την ισχύ δηλαδή του ΒΔ της 13/15-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 – 1834» είχε χαρακτήρα βοσκοτόπου ή λιβαδιού.  Ομοίως, από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγομένου ότι,  α) το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του ως «αείποτε αδέσποτο», ήτοι ότι ουδέποτε πριν κατά την ισχύ του προϊσχύσαντος άρθρου 16 του από 21-6/10-7-1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», όπως και του ισχύοντος δικαίου, δυνάμει του άρθρου 972 ΑΚ, υπήρξε επ’ αυτού οποιοδήποτε δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου,  β) ότι το ίδιο είναι κύριο του επίδικου ακινήτου (ως τμήμα της έκτασης του δημοσίου κτήματος Α.Β.Κ. 83) διότι αυτό (επίδικο) κατά το έτος 1836 ήταν δασική έκταση και περιήλθε σ’ αυτό, επειδή δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του μέσα στη προβλεπόμενη από το ΒΔ της 16-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους ή διότι, ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι για την επικαρπία του οποίου δεν παρουσίασε έγγραφο «ταπί», το οποίο είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία ή διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους ως «αείποτε αδέσποτο» και επομένως όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί και η ένσταση ιδίας κυριότητας που πρόβαλλε το Ελληνικό Δημόσιο, και επαναφέρει με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση έφεσης, είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

Κατά συνέπεια, η επίδικη εδαφική έκταση, ενταγμένη στο με Α.Β.Κ. ….. δημόσιο κτήμα, αποτελούσε τμήμα της παραχωρηθείσας κατά κυριότητα, νομή και κατοχή από το Ελληνικό Δημόσιο δημόσιας οικοπεδικής έκτασης στον ως άνω Συνεταιρισμό και ειδικότερα του τμήματος ………. εκτάσεως αρχική μ.τ. 48.200 και μετά την αφαίρεση της ανταλλαγείσας έκτασης, εκτάσεως μ.τ. 28.900, από την οποία (τμήμα παραχωρηθείσας έκτασης) περιήλθε (το επίδικο  αγροτεμάχιο) από τους αληθείς κυρίους στους ενάγοντες το έτος 1965, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, και ειδικότερα :  1) στον ……. κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, καθολική διάδοχος του οποίου, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, είναι η . ………….., η οποία συνεχίζει νομίμως τη δίκη και 2) στην ……… ………, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, η οποία απεβίωσε την 7-12-2003 και περιήλθε το ως άνω ποσοστό συγκυριότητάς της στον υιό της, δεύτερο ενάγοντα, δυνάμει της από 6-10-1999 ιδιόγραφης διαθήκης της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα την 7-4-2014 με το υπ’ αριθμ. …../2014 Πρακτικό Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, την οποία (κληρονομία εκ διαθήκης) αποδέχθηκε νόμιμα με την υπ’ αριθμ. …/2015 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Ιωαννίνων ………., νομίμως καταχωριθείσας στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με αριθμό καταχώρησης …../15-12-2015 και έτσι οι ενάγοντες με αδιάκοπη σειρά τίτλων από το έτος 1958 απέκτησαν τη νομή και κατοχή του επίδικου ακινήτου από τους αληθείς κυρίους, νομείς και κατόχους με συνέπεια να καταστούν κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά τα άνω ποσοστά συγκυριότητας με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο, η οποία (κυριότητα) είχε αποκτηθεί πολύ πριν την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Κερατσινίου που έλαβε χώρα την 11-6-2007.

Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (ΚΠολΔ 535, ΑΠ 298/2010 ΝΟΜΟΣ), και δέχθηκε, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας επί του περιγραφομένου ανωτέρω επιδίκου γεωτεμαχίου δυνάμει ανωτέρω αναφερομένου παραγώγου τρόπου και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά, ώστε να καταχωριστούν οι ενάγοντες συγκύριοι σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στο ΚΑΕΚ ……., δυνάμει των ως άνω τίτλων κτήσης (……/1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……. και ………/2015 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Ιωαννίνων ………), απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου και τους προταθέντες παραδεκτά με τις προτάσεις του ισχυρισμούς, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί ως άνω λόγοι αυτού (εναγομένου), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία.  Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 14-10-2019 (αριθμ. καταθ. ………/2019) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 4219/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    30 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου των εφεσιβλήτων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ