Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 393/2021

Αριθμός    393 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου  Γεωργίου Κιαουλιά.

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Αντώνιο Ανούστη.

Ο καλών-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.6.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2011) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3280/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει  την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων  και ήδη καλών-εκκαλών με την από 28.8.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2012) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 23η.5.2013 και μετά από αναβολή, η  20η.2.2014, οπότε, συζητήσεως γενομένης εξεδόθη η υπ΄αριθμ. 596/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που  δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ΄ ουσίαν την ως άνω έφεση, απέρριψε την, με τις προτάσεις ασκηθείσα, αντέφεση κατά το δεύτερο λόγο της, δέχθηκε τυπικά αυτήν κατά τα λοιπά, και απέρριψε αυτήν κατ΄ ουσίαν.

Ο καλών-εκκαλών αιτήθηκε την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης  με την από 31.3.2015 σχετική αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπ΄ αριθμ.  896/2018 απόφασή του, με την οποία  αναίρεσε την υπ΄ αριθμ. 596/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  16.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ……./2018) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 23ης.5.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  14.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2019) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της  19ης .3.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής,  κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ.  60/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 9ης.7.2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ κατά  τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλΔ 42.81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 570/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1308/2004 ΕλΔ 46.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, μετά από κλήση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδάφιο β ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 7/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλΔ  46.1402 ΑΠ 137/2004 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46), ενώ οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτή, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το εφετείο. Οι διάδικοι κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής μπορούν να προτείνουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να προταθούν παραδεκτά κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 707/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ειδικότερα δε ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει με τις προτάσεις του της νέας, μετά την αναίρεση, συζητήσεως της εφέσεως νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, που δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1220/2007 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ») και υπό τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 659/1988 ΕλΔ 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλΔ 44.1563). Συνεπώς, αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς κάποιο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους εφέσεως που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 322 ΑΚ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν δε αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 7/2007 ο.π, ΑΠ 845/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 43/2005 ΕλΔ 46,1401, ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 2000.949, ΑΠ 674/1998 ΝοΒ 1999.1415). Ειδικότερα, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1899/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46, ΕφΘεσ 1287/1999 ΕπισκΕΔ 1999.1177). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κ.λπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το εφετείο. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι ως προς την ουσία της διαφοράς (ΑΠ 1614/2008, ΑΠ 1397/2008, ΑΠ 806/2008, ΑΠ 548/2008 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ούτε από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από ό,τι η αναιρεθείσα, εφόσον επιδέχονται διαφορετική νομική λύση (ΑΠ  79/1998 Δ 29.660) και αν δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1614/2008 ο.π., ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Επίλυση νομικών ζητημάτων δεν υπάρχει, εφόσον η αναιρετική απόφαση αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης  κατ’ άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, όπως είναι η μη αιτιολόγηση και η ανεπάρκεια αιτιολογιών αυτής (ΑΠ 988/2006, ΑΠ 896/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔ 41,51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ 2003. 145). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕφΑΔ 2008.968). Τέλος, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολο της α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), β) δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1070/2008 ΕλΔνη 49.731, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 107/1987 ΕλΔνη 20 294, ΕφΠειρ 1181/1995 ΕλΔνη 37.1414) και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντεφέσεως, κατά τη συζήτηση της μετ` αναίρεση εφέσεως (ΑΠ 1606/2007), γ) είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ολΑΠ 27/2007 ) και δ) είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 14.06.2019 κλήση (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……….//2019) του εκκαλούντος ……….., εισάγεται προς περαιτέρω εκδίκαση η από 28-8-2012 (αρ.εκθ.κατ. ………/30-8-2012) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμό 3280/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 7-6-2011 αγωγή του, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμό 896/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου (Β1 Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η εκδοθείσα επί της ανωτέρω έφεσης υπ’ αριθμό 596/2014 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

Όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, η προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης του εκκαλούντος, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αυτής, και συνεπώς πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, κατά τα σχετικά προεκτεθέντα στην προηγούμενη μείζονα πρόταση, αφού το εμπρόθεσμο της κρινόμενης έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.661). Η ως άνω κρινόμενη έφεση ασκήθηκε εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις(άρθρα 19,495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει δε να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

ΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και ως εκ τούτου οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκληση αυτών κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ. Επομένως, δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση, αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1070/2008, 1606/2007, 107/1987). Αντέφεση δεν ασκεί με τις παρούσες προτάσεις του ο εφεσίβλητος εναγόμενος, αφού σ’ αυτές δεν περιέχεται λόγος αντέφεσης, αλλ’ απλώς γίνεται αναφορά στις προτάσεις που κατέθεσε στο Εφετείο κατά την προηγούμενη συζήτηση, οι οποίες όμως μετά την αναίρεση δεν λαμβάνονται υπόψη και συνεπώς δεν θα ερευνηθεί και η αντέφεση, που άσκησε με τις προτάσεις κατά την προηγούμενη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση.

ΙΙΙ. Με την από 7-6-2011 (αριθμός κατάθεσης ……………/8-6-2011) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων (ήδη εκκαλών) εξέθεσε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου στις 2-9-2002, προσλήφθηκε με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄ στην επιχείρηση εστίασης (εστιατόριο με παραδοσιακή ελληνική κουζίνα), που διατηρεί ο εναγόμενος στη Νίκαια και παρείχε την εργασία του αντί συμφωνηθεισών «καθαρών» μηνιαίων αποδοχών, που κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2004 έως τον Αύγουστο του 2006 ανέρχονταν στο ποσό των 1.800 ευρώ και από το Σεπτέμβριο του 2006 και αφεξής ανέρχονταν στο ποσό των 2.400 ευρώ. Ότι ο ίδιος (ενάγων), καθόλη τη διάρκεια της ως άνω απασχόλησης του εργάσθηκε καθημερινά και όλα τα Σάββατα με ωράριο εργασίας από 07.00 έως 17.00, δηλαδή επί 10 ώρες ημερησίως, ενώ επίσης εργάσθηκε και 40 Κυριακές ετησίως κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008, καθώς και δύο Κυριακές μηνιαίως, κατά μέσο όρο, από το 2009 και εφεξής. Ότι, από τον Μάϊο του 2010 ο εναγόμενος άρχισε να του καταβάλει, έναντι των δεδουλευμένων αποδοχών του, ποσά μικρότερα από τα συμφωνηθέντα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι, για το λόγο αυτό διαμαρτυρήθηκε με εξώδικες δηλώσεις του προς τον εναγόμενο στις 22-2-2011 και 18-3-2011, με την τελευταία από τις οποίες διαμαρτυρήθηκε και για την βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, συνιστάμενη στη μείωση των ωρών εργασίας του και τη συνακόλουθη μείωση των αποδοχών του, και δήλωσε ότι, σε περίπτωση εξακολούθησης, μετά τις 6-4-2011, εκ μέρους του εναγομένου της βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του, θα θεωρήσει ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας έχει καταγγελθεί από τον εναγόμενο εργοδότη. Ότι στη συνέχεια, ο εναγόμενος ουδέν έπραξε, αλλά αντίθετα ασκούσε ψυχολογική πίεση στον ενάγοντα, προκειμένου να τον οδηγήσει σε παραίτηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 54.848,46 ευρώ και συγκεκριμένα :α) το ποσό των 17.361,08 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής λόγω παροχής υπερεργασίας και κατ΄ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, καθώς και αμοιβής λόγω παροχής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και αμοιβής λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 31-5-2011, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, β) το ποσό των 18.487,38 ευρώ, για διαφορές δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας για τα έτη 2006 έως και 2011, γ) το ποσό των 14.000 ευρώ, για αποζημίωση απόλυσης, λόγω της βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του και δ) το ποσό των 5.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την συμπεριφορά του εναγομένου, με την οποία επήλθε προσβολή της προσωπικότητάς του. Όλα τα ανωτέρω ποσά, ζήτησε να του καταβληθούν με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε α) ως αόριστο το αίτημα για καταβολή διαφορών αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας για τα έτη 2006, 2007, 2008, 2009 και 2010 και β) ως μη νόμιμα τα αιτήματα για επιδίκαση αμοιβής υπερεργασίας, υπερβαίνουσας το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 20% και αμοιβής κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, υπερβαίνουσας το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 80%, για το χρονικό διάστημα από 16-7-2010 έως τη λύση της σύμβασης εργασίας, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά τα λοιπά, είναι ορισμένη και νόμιμη και έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.809,89 ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής για υπερεργασία και κατ΄εξαίρεση υπερωριακή εργασία, αμοιβής για εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και αμοιβής λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως και Απρίλιο 2011, καθώς και σε διαφορές δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα έτη 2006 έως και 2011 και σε διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας για το έτος 2011, με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους κονδύλιο κατά τις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη διακρίσεις, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα λοιπά αγωγικά κονδύλια για διαφορές αποδοχών, καθώς και τα αγωγικά αιτήματα για αποζημίωση απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

ΙV.Κατά τη διάταξη του άρθρ. 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρ. 117- 118 του ίδιου κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας μισθωτού, με την οποία ζητούνται διαφορές μεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται (κατ’ εφαρμογή ΣΣΕ ή ΔΑ) και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται (μνημονευομένων και των τυχόν επιδομάτων) και εκείνες τις οποίες έλαβε, ώστε να προκύπτει υπέρ αυτού διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1133/2010, ΑΠ 1134/2010 και ΑΠ 881/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο II της παρούσας περιεχόμενό της, κρίνεται αόριστη ως προς τις αιτούμενες διαφορές μεταξύ καταβλητέων και καταβληθέντων αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας για τα έτη 2006, 2007, 2008, 2009 και 2010, γιατί δεν αναφέρονται σ’ αυτήν (αγωγή) τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα για εκάστη από τις επί μέρους ανωτέρω αιτίες, ενώ, από τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, προκύπτει ότι ζητείται η επιδίκαση διαφορών επί των συγκεκριμένων αξιώσεων. Το στοιχείο δε αυτό είναι απαιτούμενο για την πληρότητα της αγωγής ως προς τα ανωτέρω αίτημά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο, έτσι ώστε αφενός ο εναγόμενος να δύναται να αμυνθεί και αφετέρου το Δικαστήριο να δύναται να ερευνήσει ποιο επακριβώς ποσό οφείλεται για εκάστη από τις ως άνω αιτίες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι αόριστη ως προς το προαναφερόμενο επί μέρους αίτημά της, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

V.Κατά το άρθρο 7 εδ. α ν. 2112/1920 «Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθρο 281 Α.Κ.). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Βλαπτική μεταβολή θεωρείται και ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσεως στην επιχείρηση, που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή και ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες. Εξ άλλου από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 7 εδ. α ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 Α.Κ. προκύπτει ότι στην περίπτωση συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση τροποποιήσεως της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημιώσεως που προβλέπεται από το ν. 2112/1920, γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτές, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή δ) εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (Α.Π. 447/2015 δημ. Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).

VΙ. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και ………., που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα- εκκαλούντα υπ΄ αριθμ. ……… και ………./5-1-2012 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και …………, αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, οι οποίες λήφθηκαν μετά νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του (βλ. την υπ΄ αριθμ. ……../4-1-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….), από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εναγόμενο- εφεσίβλητο υπ΄ αριθμ. ……., …….. και ……./9-1-2012 ένορκες βεβαιώσεις των ……….., αντίστοιχα, ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ΄ αριθμ. …΄/5-1-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………), και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 2-9-2002, ο ενάγων …………… προσλήφθηκε από τον εναγόμενο ………., που διατηρεί επιχείρηση εστίασης (εστιατόριο με παραδοσιακή ελληνική κουζίνα) στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού …………, Πλατεία Δαβάκη, προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, έχοντας προϋπηρεσία επί διετία ως μάγειρας, όπως γνωστοποίησε στον εναγόμενο. Με την ως άνω σύμβαση συμφωνήθηκε να παρέχει ο ενάγων την εργασία του επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, και επί οκτάωρο, ήτοι από 08.00 έως 16.00 (βλ. την προσκομιζόμενη από 9-9-2002 γνωστοποίηση όρων ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες καταστάσεις απασχολουμένων στην επιχείρηση του εναγομένου των ετών 2007, 2008, 2009 και 2010). Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, ο ενάγων προσέφερε στην επιχείρηση του εναγομένου τις υπηρεσίες του συνεχώς και αδιαλείπτως, απασχολούμενος καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα κατά τις καθημερινές, πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά και κατά μέσο όρο επί δύο Σάββατα και επί δύο Κυριακές μηνιαίως, επί δεκάωρο ημερησίως. Συγκεκριμένα, κατά τις ημέρες εργασίας του, ο ενάγων προσερχόταν στην επιχείρηση του εναγομένου μία ώρα πριν την έναρξη του καθοριζομένου από το πρόγραμμα εργασίας του ωραρίου, ήτοι την 07.00 ώρα το πρωί, και αποχωρούσε μία ώρα μετά τη λήξη του ωραρίου του, ήτοι την 17.00 ώρα. Ο ενάγων ήταν ο μόνος απασχολούμενος ως μάγειρας στην ως άνω επιχείρηση, η οποία απασχολούσε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα άλλους 4 εργαζομένους, με τις ειδικότητες του βοηθού μάγειρα, της λαντζέρας και του βοηθού σερβιτόρου (2 εργαζόμενοι), ενώ, κατά διαστήματα, απασχολείτο και έκτος εργαζόμενος με την ειδικότητα του διανομέα. Ειδικότερα, ο ενάγων, καθ΄ όλο το πρωινό, απασχολείτο με την προετοιμασία των υλικών και την παρασκευή των φαγητών που προσέφερε το κατάστημα (περίπου 40 πιάτα), ενώ κατά τις μεσημβρινές και απογευματινές ώρες ασχολείτο με την κοπή του κιμά και του κρέατος που απαιτούνταν για την παρασκευή των φαγητών των επομένων ημερών και, τέλος, περί ώρα 16.00 έως 17.00 προετοίμαζε («έκοβε») τον «πατσά», τον οποίο σερβίριζε καθημερινά το κατάστημα. Επιπλέον, ο ενάγων απασχολείτο, κατά μέσο όρο, επί δύο Σάββατα και δύο Κυριακές το μήνα, χωρίς να λαμβάνει αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης εντός της εβδομάδας, επί δέκα ώρες καθ΄ εκάστη των ως άνω ημερών, απασχολούμενος καθημερινά με τις προαναφερθείσες εργασίες του. Τα ανωτέρω με σαφήνεια προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, ήτοι τόσο του μάρτυρα ………., αδελφού του ενάγοντος, ο οποίος εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κατέθεσε ότι ο ενάγων «πήγαινε στο πρωί στις 6.30 και έφευγε στις 16.30-17.00» και ότι «… Έκανε πολλά φαγητά 25-30 την ημέρα. Μπορεί να δούλευε ή 1 ή 2 ή 3 Κυριακές το μήνα», όσο και των ………. και ………, οι οποίοι στις υπ΄ αριθμ. ….. και …../5-1-2012 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντίστοιχα, κατέθεσαν, ο πρώτος ως προμηθευτής και ο δεύτερος ως πελάτης του καταστήματος του εναγομένου, ότι ο ενάγων εργαζόταν σ΄ αυτό καθημερινά τουλάχιστον επί δεκάωρο, ήτοι από 07.00 μέχρι 17.00. Οι παραπάνω καταθέσεις δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, ήτοι της ….., εργαζόμενης στο κατάστημα του εναγομένου, καθώς και των …….. και ………, επίσης εργαζομένων στο κατάστημα του εναγομένου, ενόψει του ότι αυτοί καταθέτουν τις αρχικά συμφωνηθείσες μεταξύ των διαδίκων ημέρες και ώρες εργασίας του ενάγοντος και όχι τις πραγματικά παρασχεθείσες εκ μέρους του ενάγοντος. Η παραπάνω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-1-2006 έως το Μάϊο 2010, ο εναγόμενος κατέβαλε στον ενάγοντα αποδοχές υπέρτερες των νομίμων, ήτοι των προβλεπομένων από τις οικείες εφαρμοζόμενες Σ.Σ.Ε, όπως επιβεβαίωσαν τόσο ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης, όσο και ο …………. στην από ………/5-1-2012 ένορκη βεβαίωσή του, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι αποδοχές αυτές καταβάλλονταν στον ενάγοντα αντί παροχής εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου του, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος, κατά τα προεκτεθέντα. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ο ενάγων εργαζόταν όλα τα Σάββατα εκάστου μηνός, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο ενάγων εργαζόταν στην επιχείρηση του εναγομένου κατά τις καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά και κατά μέσο όρο επί δύο Σάββατα και δύο Κυριακές μηνιαίως επί δεκάωρο ημερησίως καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, χωρίς να λαμβάνει αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης εντός της εβδομάδας, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος (κατά το πρώτο σκέλος τους) της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και συγκεκριμένα ότι αυτός εργαζόταν όλα τα Σάββατα εκάστου μηνός και όχι μόνο δύο Σάββατα.

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι από τον Μάϊο το έτους 2010, ο εναγόμενος άρχισε να καθυστερεί την καταβολή στον ενάγοντα των δεδουλευμένων αποδοχών του και συγκεκριμένα δεν του κατέβαλε το σύνολο των οφειλόμενων ποσών, λόγω παροχής εργασίας εκ μέρους του, πέραν του νομίμου ωραρίου και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Ως εκ τούτου, ο ενάγων με την από 22-2-2011 εξώδικη δήλωσή του, που κοινοποίησε αυθημερόν στον εναγόμενο διαμαρτυρήθηκε για τη μειωμένη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του, ισχυριζόμενος ότι αυτή αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του. Ο εναγόμενος απάντησε στον ενάγοντα με την από 25-2-2011 εξώδικη απάντηση-δήλωσή του, την οποία του κοινοποίησε στις 28-2-2011, αρνούμενος τις αιτιάσεις του ενάγοντος σε βάρος του. Ακολούθως, από τον Μάρτιο του ίδιου έτους (2011), ο εναγόμενος άρχισε πλέον να απασχολεί τον ενάγοντα μόνον εντός του νομίμου ωραρίου του, ήτοι επί οκτάωρο και μόνον κατά τις καθημερινές. Προς τούτο, ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε  εκ νέου στον εναγόμενο με την από 18-3-2011 εξώδικη δήλωσή του, που του κοινοποίησε στις 22-3-2011, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής «…Χαρακτηριστικό ότι μετά την αποστολή του εξωδίκου μου αρχίσατε να με απασχολείτε, εμένα μόνο από όλο το προσωπικό, επί οκτάωρο με πενθήμερον απασχόλησιν, για να με οδηγήσετε να φύγω οικειοθελώς από την επιχείρησιν Σας, ασκών ταυτόχρονα ψυχολογικό πόλεμο…Όπως Σας έχω δηλώσει στο προηγούμενο εξώδικό μου δε συμφωνώ με τους όρους της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της μεταξύ μας συμβάσεως…». Πρέπει να σημειωθεί ότι στις 11-3-2011 ο ενάγων, αντιμετωπίζοντας, πέρα από τη διατάραξη των σχέσεών του με τον εναγόμενο, και ψυχολογική πίεση από εργαζόμενους στο κατάστημα, διότι θεωρούσαν ότι με τη συμπεριφορά του θα «κλείσει» το κατάστημα και θα μείνουν χωρίς εργασία, αναγκάσθηκε να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας Νίκαιας, παραπονούμενος για την βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και τη μονομερή μείωση των αποδοχών του από τον Μάϊο του 2010 και εκλήθη εκεί ο εναγόμενος στις 6-4-2011 και μετ΄ αναβολή στις 26-4-2011, προκειμένου να προσκομίσει τα αιτηθέντα από την Υπηρεσία αυτή έγγραφα, συνταχθείσας της υπ΄ αριθμ. ……/26-4-2011 εργατικής διαφοράς της ανωτέρω Επιθεώρησης Εργασίας Νίκαιας, η οποία, αφού διαπίστωσε μετά από δειγματοληπτικό έλεγχο των προσκομισθεισών από πλευράς της επιχείρησης (εναγομένου) εξοφλητικών αποδείξεων των ετών 2009, 2010 και έως Φεβρουαρίου 2011 ότι ο ενάγων αμειβόταν βάσει της οικείας ΔΔ επισιτιστικών καταστημάτων με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄ και την καταβολή αντίστοιχων επιδομάτων, εκτός του επιδόματος τουριστικής σχολή, συνέστησε να παραπεμφθεί η υπόθεση στα Δικαστήρια για να αποδείξει η κάθε πλευρά τους ισχυρισμούς της και να διεκδικήσει ο ενάγων τις αξιώσεις του. Περαιτέρω, ο ενάγων στις 7-4-2011 προσέφυγε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, παραπονούμενος κατά του εναγομένου και άλλων πέντε ατόμων, ήτοι του …………, οικείων του εναγομένου και εργαζομένων στην επιχείρησή του, για κατ΄ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, εκδοθείσας σχετικώς της υπ΄ αριθμ. …….. Εισαγγελικής παραγγελίας. Τα άτομα αυτά, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα υπ΄ αριθμ. ………./7-4-2011 αντίγραφο του δελτίου συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Νίκαιας, εκλήθησαν στο αστυνομικό τμήμα αυθημερόν και αρνήθηκαν τα καταγγελλόμενα. Στις 19-4-2011 ο ενάγων αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας με τη μέση του, το οποίο γνωστοποίησε τηλεφωνικώς στον εναγόμενο, έλαβε δε προς τούτο σχετική γνωμάτευση από τον αρμόδιο ιατρό του ΙΚΑ, περί δυνατότητας απουσίας από την εργασία του, από τις 19-4-2011 έως τις 29-4-2011 (βλ. τις προσκομιζόμενες δύο γνωματεύσεις των ιατρών ΙΚΑ, ……… και ………, καθώς και την από 13-5-2011 απόφαση του ΙΚΑ περί χορήγησης στον ενάγοντα επιδόματος ασθενείας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα). Ωστόσο, μετά τις 29-4-2011, οπότε έληξε η περίοδος δικαιολογημένης απουσίας του, ο ενάγων δεν επέστρεψε στην εργασία του στην επιχείρηση του εναγομένου (βλ. τις καταθέσεις μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης περί του ότι μετά το Πάσχα του 2011, ο ενάγων δεν επέστρεψε στην εργασία του). Στις 29-4-2011, ο ενάγων εισήχθη στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιώς και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση δεξιάς βουβωνοκήλης, εξήλθε δε στις 3-5-2011, με σύσταση αναρρωτικής άδειας 10 ημερών  (βλ. το από 3-5-2011 εξιτήριο του ως άνω Νοσοκομείου). Ωστόσο, δεν ειδοποίησε προς τούτο τον εναγόμενο, αφού όπως και ο ίδιος ομολογεί στην κρινόμενη έφεσή του, έλαβε συνεχόμενες αναρρωτικές άδειες μέχρι 10-6-2011 την 13-5-2011 και 27-5-2011 από την αρμόδια επιτροπή του ΙΚΑ, έγγραφα τα οποία γνωστοποίησε στον εναγόμενο μετά την άσκηση της αγωγής του.

Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε σταθερά κατά το επίδικο χρονικό διάστημα μέχρι και το Φεβρουάριο του 2011 την εργασία του στην επιχείρηση του εναγομένου, πέραν του νομίμου ωραρίου και επί ορισμένα Σάββατα και Κυριακές καθ΄ έκαστο μήνα, όπως προεκτέθηκε, λαμβάνοντας προς τούτο αυξημένες αποδοχές μηνιαίως, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, σε τρόπο ώστε η προφορική συμφωνία  κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, ως προς τον χρόνο παροχής της εργασίας του ενάγοντος και τις μηνιαίες αποδοχές αυτού, είχε καταστεί συμβατικός όρος της εν λόγω ατομικής σύμβασης, αποδεκτός και δεσμευτικός για τις δύο διάδικες πλευρές,  με βάση τον οποίο η εργασία του ενάγοντος θα περείχετο σταθερά κατά το ανωτέρω ωράριο (ήτοι δεκάωρο ημερησίως, με παροχή εργασίας επί δύο Σάββατα και δύο Κυριακές καθ΄ έκαστο μήνα) και με μηνιαίες αποδοχές 2.400 ευρώ. Η αλλαγή του ωραρίου αυτού από τις αρχές Μαρτίου 2011, οπότε του ζητήθηκε από τον εργοδότη εναγόμενο να εργάζεται με βάση το νόμιμο ωράριο (ήτοι επί οκτώ ώρες ημερησίως, μόνο κατά τις καθημερινές) και η συνεπεία αυτής μείωση των αντίστοιχα καταβαλλόμενων αποδοχών (προσαυξήσεις λόγω παροχής υπερεργασίας, υπερωρίας, εργασίας κατά το Σάββατο και την Κυριακή), δεν αποδείχθηκε ότι έγινε εξ αιτίας προβλημάτων υγείας του ίδιου του εναγομένου και πτώση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης του τελευταίου εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, ναι μεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος, μετά από ένα έτος περίπου, ήτοι στις 24-1-2012, υπεβλήθη σε εγχείρηση για «διπλή αορτοστεφανιαία παράκαμψη και τοποθέτηση ενδοαορτικής αντλίας ασκού», πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι η κατάσταση της υγείας του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα επηρέαζε την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησής του. Ούτε, εξάλλου αποδείχθηκε ότι υπήρξε πτώση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης του εναγομένου, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, καθώς δεν προσκομίζονται τα αντίστοιχα σχετικά οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης, ενώ δεν υπήρξε μείωση του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών των λοιπών εργαζομένων της επιχείρησης του εναγομένου (βλ. σχετ. την κατάθεση της μάρτυρα ανταπόδειξης και εργαζόμενης στην επιχείρηση του εναγομένου ……….. στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο «…δεν είχαμε μείωση στο μισθό μας λόγω κρίσης… δεν υπήρξε μεταβολή στο ωράριο, στο μισθό…» ), ώστε να συναχθεί ότι η μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος συνδεόταν και αναγόταν στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο εναγόμενος και σχετιζόταν με την επίλυση των προβλημάτων αυτών. Εξάλλου, πριν την αποχώρηση του ενάγοντος από την εργασία του, εκτός από την καταγγελία του στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και την ανταλλαγή εξωδίκων με τον εναγόμενο, υπήρχε σοβαρή όξυνση των σχέσεών του με τον εναγόμενο, τους οικείους του και τους άλλους εργαζομένους στην επιχείρησή του και διαμαρτυρίες του για την τέλεση από αυτούς αξιόποινων πράξεων σε βάρος του. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κρίνεται ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του εναγομένου δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά την καλή πίστη και την αντικειμενική κρίση, ήταν πλέον αδύνατη στον ενάγοντα η συνέχιση της παροχής της εργασίας του στην πιο πάνω επιχείρηση του εναγομένου, με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας και ως εκ τούτου συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του ενάγοντος. Εξαιτίας της μεταβολής αυτής, την οποία ο ενάγων δεν αποδέχθηκε, αλλά τη θεώρησε δικαιολογημένα ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την εργασία του, όπως αυτός ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, και επαναφέρει με σχετικό λόγο της έφεσής του, ενώ υπέστη ηθική μείωση η προσωπικότητα του από την προαναφερόμενη συμπεριφορά του εναγομένου, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, που νομότυπα πρότεινε ο εναγόμενος πρωτοδίκως, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι άσκησε την κρινόμενη αγωγή προβάλλοντας ανύπαρκτες απαιτήσεις, λόγω μη ικανοποιήσεως του αιτήματός του να γίνει αρχιμάγειρας για να αυξηθούν οι αποδοχές. Συνεπώς τα αγωγικά αιτήματα περί καταβολής στον ενάγοντα αποζημίωσης απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ουσιαστικά βάσιμα για τους προαναφερόμενους λόγους. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα ανωτέρω αγωγικά αιτήματα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός (τρίτος) λόγος της έφεσης του ενάγοντος, είναι ουσιαστικά βάσιμος.

Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 28-2-2011, ο ενάγων εργαζόταν σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, 50 ώρες, από τις οποίες οι 5 ώρες εβδομαδιαίως αποτελούν υπερεργασία και αμείβονται, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 15-7-2010 με προσαύξηση 25% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου και για το χρονικό διάστημα από 16-7-2010 μέχρι τη λήξη της επίδικης σύμβασης εργασίας με προσαύξηση 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010- ΦΕΚ Α΄115/15-7-2010), δεδομένου ότι το νόμιμο ωράριο του ενάγοντος, ως εργαζόμενου σε επισιτιστικό κατάστημα, ήταν ημερησίως 8 ώρες και εβδομαδιαίως 40 ώρες, ήτοι ίσχυε η πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση, ενώ οι λοιπές 5 ώρες εβδομαδιαίως (μία ώρα καθ΄ εκάστη καθημερινή) αποτελούν κατ΄ εξαίρεση υπερωρία και αμείβονται, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 15-7-2010, με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου και για το χρονικό διάστημα από 16-7-2010 μέχρι τη λήξη της επίδικης σύμβασης εργασίας με προσαύξηση 80% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010). Επομένως και με βάση τις διατάξεις των ΣΣΕ των ετών 2006, 2008 και 2009 «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων όλης της χώρας», οι οποίες κηρύχθηκαν υποχρεωτικές δυνάμει των υπ΄ αριθμ. Υ.Α 12125/21-7-2007 (ΦΕΚ Β΄1252/8-9-2006), Υ.Α 69016/3227/6-10-2008 (ΦΕΚ Β΄2137/15-10-2008 και Υ.Α 25215/2057/6-8-2009 (ΦΕΚ Β΄1651/11-8-2009), ο ενάγων δικαιούται για διαφορές αποδοχών, αμοιβής λόγω υπερεργασίας και κατ΄ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, καθώς και αμοιβής λόγω εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως και Απρίλιο 2011, οπότε και αποχώρησε από την εργασία του κατά τα προεκτεθέντα, μη δεχόμενος τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, τα ακόλουθα ποσά: 1) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 30-6-2006, το ποσό 9.469,50 ευρώ {( β.μ. εγγάμου με 6 έτη προϋπηρεσία 746,38 ευρώ + επίδομα πολυετίας 26,05 ευρώ + επίδομα γάμου 77,24 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 77,24 ευρώ=) μηνιαίες αποδοχές 926,91 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 139 ευρώ (926,91 : 25 = 37,07 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6/40= 5,56 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,39 ευρώ= 6,95 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας Χ 20 ώρες)+ 20 ώρες κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως Χ 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως) το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 5,56 ευρώ + προσαύξηση κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας 5,56 ευρώ = 11,12 ευρώ ωρομίσθιο κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας Χ 20 ώρες=) 222,40 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 823,62 ευρώ :25= 32,95 ευρώ Χ 2=) 65,90 ευρώ + 4 (2 ώρες Χ 2 ημέρες ) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (ωρομίσθιο {32,95 ευρώ Χ 6/40=4,94 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 9,88 ευρώ Χ 4=}39,52 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, 32,95 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 24,71 ευρώ = 57,66 ευρώ Χ 2=) 115,32 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες Χ 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού 4,94 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 8,65 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 17,30 ευρώ Χ 4=) 69,20 ευρώ=] 1.578,25 ευρώ μηνιαίως Χ 6 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 10.800 ευρώ (1.800 ευρώ μηνιαίως Χ 6 μήνες), όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και επομένως δεν δικαιούται κανένα ποσό για την ως άνω αιτία. 2) Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2006 έως 31-12-2006, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 9.755,04 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 6 έτη προϋπηρεσία 768,77 ευρώ + επίδομα πολυετίας 26,85 ευρώ + επίδομα γάμου 79,56 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 79,56 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 954,74 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 143,20 ευρώ (954,74 : 25 = 38,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 5,73 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,43 ευρώ = 7,16 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 5,73 ευρώ + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 5,73 ευρώ = 11,46 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 229,20 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 848,33 ευρώ: 25 = 33,93 ευρώ X 2 =) 67,86 ευρώ) + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (ωρομίσθιο (33,93 ευρώ X 6/40 = 5.09 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 10,20 ευρώ) X 4 =) 40,80 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 33,93 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 25,45 ευρώ = 59,38 ευρώ X 2 =) 118,76 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως), ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 5,09 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 8,91 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 17,82 ευρώ X 4 =) 71,28 ευρώ =] 1.625,84 ευρώ X 6 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 13.200 ευρώ [(1.800 ευρώ μηνιαίως X 2 μήνες =) 3.600 ευρώ + (2.400 X 4 μήνες =) 9.600 ευρώ], όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, ουδέν του οφείλεται για την ως άνω αιτία. 3) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 30- 6-2008, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 10.868,70 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 8 έτη προϋπηρεσία 847,81 ευρώ + επίδομα πολυετίας 41,44 ευρώ + επίδομα γάμου 88,93 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 88,93 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 1.067,11 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 160 ευρώ (1.067,11 : 25 = 42,68 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 6,40 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,60 ευρώ = 8 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 6,40 ευρώ + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 6,40 ευρώ = 12,80 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 256 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 932,59 ευρώ : 25 = 37,30 ευρώ X 2 =) 74,60 ευρώ + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (37,30 ευρώ X 6/40 = 5,60 ευρώ) ωρομίσθιο Σαββάτου, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 11,20 ευρώ X 4 =) 44,80 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 37,30 ευρώ +προσαύξηση 75%, ποσού 27,97 ευρώ = 65,27 ευρώ X 2 =) 130,54 ευρώ) + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 5,60 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 9,80 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 19,60 ευρώ X 4 =) 78,40 ευρώ =] 1.811,45 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 14.400 ευρώ (2.400 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες), όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, ουδέν του οφείλεται για την ως άνω αιτία. 4) Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2008 έως 31-12-2008, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 11.253,12 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 8 έτη προϋπηρεσία 877,81 ευρώ + επίδομα πολυετίας 42,91 ευρώ + επίδομα γάμου 92,04 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 92,04 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 1.104,80 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 165,80 ευρώ (1.104,80 : 25 = 44,19 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 6,63 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,66 ευρώ = 8,29 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 6,63 ευρώ + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 6,63 ευρώ = 13,26 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 265,20 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 965,23 ευρώ : 25 = 38,61 ευρώ X 2 =) 77,22 ευρώ + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (38,61 ευρώ X 6/40 = 5,79 ευρώ ωρομίσθιο Σαββάτου, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 11,58 ευρώ X 4 =) 46,32 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 38,61 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 28,96 ευρώ = 67,57 ευρώ X 2 =) 135,14 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 5,79 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 10,13 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 20,26 ευρώ X 4 =) 81,04 ευρώ =] 1.875,52 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 14.400 ευρώ (2.400 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες), όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, ουδέν του οφείλεται για την ως άνω αιτία. 5) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 30-6-2009, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 11.710,56 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 9 έτη προϋπηρεσία 903,80 ευρώ + επίδομα πολυετίας 56,79 ευρώ + επίδομα γάμου 96,06 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 96,06 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 1.152,71 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 172,80 ευρώ (1.152,71 : 25 = 46,11ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 6,91 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,73 ευρώ = 8,64 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 6,91 ευρώ + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 6,91 ευρώ = 13,82 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 276,40 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 994,18 ευρώ : 25 = 39,77 ευρώ X 2 =) 79,53 ευρώ + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (39,77 ευρώ X 6/40 = 5,96 ευρώ ωρομίσθιο Σαββάτου, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 11,92 ευρώ X 4 =) 47,68 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 39,77 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 29,83 ευρώ = 69,60 ευρώ X 2 =) 139,20 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 5,96 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 10,43 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 20,86 ευρώ X 4 =) 83.44 ευρώ =] 1.951,76 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 14.400 ευρώ (2.400 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες), όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, ουδέν του οφείλεται για την ως άνω αιτία. 6) Για το χρονικό διάστημα από 1-7-2009 έως 31-12-2009, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 12.063 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 9 έτη προϋπηρεσία 930,92 ευρώ + επίδομα πολυετίας 58,50 ευρώ + επίδομα γάμου 98,94 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 98,94 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 1.187,30 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 178 ευρώ (1.187,30 : 25 = 47,49 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 7,12 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,78 ευρώ = 8,90 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 7,12 ευρώ + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 7,12 ευρώ = 14,24 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 284,80 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 1.024,01 ευρώ : 25 = 40,96 ευρώ X 2 =) 81,92 ευρώ + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (40,96 ευρώ X 6/40 = 6,14 ευρώ ωρομίσθιο Σαββάτου, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 12,28 ευρώ X 4 =) 49,12 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 40,96 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 30,72 ευρώ = 71,68 ευρώ X 2 =) 143,36 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 6,14 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 10,75 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 21,50 ευρώ X 4 =) 86 ευρώ =] 2.010,50 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 14.400 ευρώ (2.400 ευρώ μηνιαίως X 6 μήνες), όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, ουδέν του οφείλεται για την ως άνω αιτία. 7) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 15-7-2010, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 13.139,75 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 10 έτη προϋπηρεσία 930,92 ευρώ + επίδομα πολυετίας 65 ευρώ + επίδομα γάμου 99,59 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 99,59 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 1.195,10 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 179,20 ευρώ (1.195,10 Ευρώ : 25 = 47,80 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 7,17 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 25% ποσού 1,79 ευρώ = 8,96 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 7,17 ευρώ) + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 7,17 ευρώ = 14,34 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 286,80 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 1.024,01 ευρώ: 25 = 40,96 ευρώ X 2 =) 81,92 ευρώ + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία ωρομίσθιο Σαββάτου, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 12,28 ευρώ X 4 =) 49,12 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 40,96 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 30,72 ευρώ = 71,68 ευρώ X 2 =) 143,36 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 6,14 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 10,75 ευρώ, προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι ποσό 21,50 ευρώ X 4 =) 86 ευρώ =] 2.021,50 ευρώ μηνιαίως X 6,5 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το μείζον ποσό των 14.600 ευρώ [(2.400 ευρώ μηνιαίως X 4 μήνες =) 9.600 Ευρώ + (2.000 X 2,5 μήνες =) 5.000 Ευρώ =], όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, ουδέν του οφείλεται για την ως άνω αιτία. 8) Για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 28-2-2011, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 14.791,42 ευρώ {[(β.μ. εγγάμου με 10 έτη προϋπηρεσία 930,92 ευρώ + επίδομα πολυετίας 65 ευρώ + επίδομα γάμου 99,59 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 99,59 ευρώ =) μηνιαίες αποδοχές 1.195,10 ευρώ + 20 ώρες υπερεργασία (5 ώρες εβδομαδιαίως X 4 εβδομάδες μηνιαίως), το ποσό των 172 ευρώ (1.195,10 ευρώ : 25 = 47,80 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6/40 = 7,17 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο + προσαύξηση 20% ποσού 1,43 ευρώ = 8,60 ευρώ ωρομίσθιο υπερεργασίας X 20 ώρες) + 20 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (1 ώρα ημερησίως X 20 εργάσιμες ημέρες μηνιαίως), το ποσό των (νόμιμο ωρομίσθιο 7,17 ευρώ + προσαύξηση κατ’ εξαίρεση υπερωρίας 80%, ποσού 5,74 ευρώ = 12,91 ευρώ ωρομίσθιο κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 20 ώρες =) 258,20 ευρώ + 2 Σάββατα (οκτάωρο) μηνιαίως (ημερομίσθιο Σαββάτου 1.024,01 ευρώ : 25 = 40,96 ευρώ X 2 =) 81,92 ευρώ + 4 (2 ώρες X 2 ημέρες) ώρες υπερωρία Σαββάτου μηνιαίως (40,96 ευρώ X 6/40 = 6,14 ευρώ ωρομίσθιο Σαββάτου, προσαυξημένο κατά 80%, ήτοι 11,05 ευρώ X 4=) 44,21 ευρώ + 2 Κυριακές (οκτάωρο) μηνιαίως, χωρίς να χορηγηθεί αντίστοιχη αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης (ημερομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 40,96 ευρώ + προσαύξηση 75%, ποσού 30,72 ευρώ = 71,68 ευρώ X 2 =) 143,36 ευρώ + 4 ώρες (2 ώρες X 2 Κυριακές μηνιαίως) υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές, ποσού (ωρομίσθιο, καταβαλλόμενο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, 6,14 ευρώ, προσαυξημένο κατά 75%, ήτοι ποσό 10,75 ευρώ, προσαυξημένο κατά 80%, ήτοι ποσό 19,35 ευρώ X 4 =) 77,40 ευρώ =] 1.972,19 ευρώ μηνιαίως X 7,5 μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το ποσό των 14.000 ευρώ [(2.000 ευρώ μηνιαίως X 5,5 μήνες =) 11.000 ευρώ + (1.500 X 2 μήνες =) 3.000 Ευρώ =], όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, του οφείλεται η διαφορά, ποσού 791,42 ευρώ (ήτοι 14.791,42 – 14.000) και 9) Για το χρονικό διάστημα από 1-3-2011 έως 30-4-2011, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 2.390,20 ευρώ [1.195,10 ευρώ (β.μ. εγγάμου με 10 έτη προϋπηρεσία 930,92 ευρώ + επίδομα πολυετίας 65 ευρώ + επίδομα γάμου 99,59 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 99,59 ευρώ) X 2 μήνες εργασίας]. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο το ποσό των 1.500 ευρώ (1.000 + 500), όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και, επομένως, του οφείλεται η διαφορά ποσού 890,20 ευρώ (ήτοι 2.390,20 – 1.500). Σημειώνεται, επίσης, ότι ο ενάγων, με την ως άνω αγωγή του, δεν ζητεί διαφορές αποδοχών για το έτος 2007, ενόψει του ότι, όπως ο ίδιος εκθέτει σ’ αυτήν, κατά το εν λόγω έτος, έλαβε αποδοχές που υπερβαίνουν τις νόμιμες, με συνέπεια να μην υπάρχει διαφορά για το έτος αυτό. Δηλαδή, ο ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία (διαφορές αποδοχών και αμοιβών για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωρία, καθώς και για εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές) και για το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2006 έως και 30-4-2011) το συνολικό ποσό των 1.681,62 ευρώ (791,42 + 890,20). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε στον ενάγοντα το προαναφερόμενο ποσό για την ίδια ως άνω αιτία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος (πρώτος κατά το τρίτο σκέλος του) της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση ποσού υπέρτερου του ήδη επιδικασθέντος, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον πρώτο λόγο (κατά το δεύτερο σκέλος του), ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι συμψήφισε την αμοιβή του για την παράνομη υπερωριακή εργασία του που παρείχε στον εναγόμενο με τις καταβληθείσες από τον τελευταίο υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι απορριπτέος, καθώς στην προκείμενη δεν τίθεται θέμα συμψηφισμού, αφού, όπως αποδείχθηκε ο ενάγων λάμβανε τις ανωτέρω μηνιαίες αποδοχές του, όπως αυτός στην αγωγή του τις προσδιορίζει, που ήταν υπέρτερες των νομίμων, λόγω παροχής εκ μέρους του επιπλέον εργασίας επί δίωρο κατά τις καθημερινές και επί δύο Σάββατα και δύο Κυριακές εκάστου μηνός, και όχι λόγω συμφωνίας περί καταβολής σ΄ αυτόν αυξημένου μισθού για την εργασία του εντός του νομίμου ωραρίου του, ήτοι επί οκτώ ώρες ημερησίως και επί πενθήμερο, όπως εσφαλμένα αυτός υπολαμβάνει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούται ως επίδομα αδείας του έτους 2011, το ποσό των 597,55 ευρώ (τακτικές αποδοχές ποσού 1.195,10 Χ ½) και ως αποδοχές αδείας του ίδιου έτους το ποσό των 1.051,69 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αποδοχές πλήρους αδείας (1.195,10 ευρώ : 25= ημερομίσθιο 47,80 ευρώ Χ 22 ημέρες). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα τα ανωτέρω ποσά για τις ίδιες ως άνω αιτίες, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος (δεύτερος κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση ποσού υπέρτερου του ήδη επιδικασθέντος, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Σημειωτέον, ότι για το επιδικασθέν με την εκκαλούμενη απόφαση ποσό των 1.479,03 ευρώ για διαφορές δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα για τα έτη 2006 έως και 2011 η εκκαλούμενη απόφαση δεν πλήττεται ως προς το κεφάλαιο αυτό με λόγο έφεσης. Επίσης, ο ενάγων δικαιούται, κατά τα προαναφερθέντα, ως αποζημίωση απόλυσης, ενόψει των ετών υπηρεσίας του στην πιο πάνω επιχείρηση (ημερομηνία πρόσληψης 2-9-2002) και του συνόλου των καταβαλλόμενων τον Φεβρουάριο του 2011 μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, πριν την μεταβολή των όρων εργασίας του, το ποσό των 11.667 ευρώ (2.000 ευρώ Χ 5 μήνες= 10.000 ευρώ + {1/6 Χ 10.000} 1.667 ευρώ), το οποίο δεν του καταβλήθηκε κατά την αποχώρησή του. Περαιτέρω, εξαιτίας της προαναφερθείσας συμπεριφοράς του εναγομένου, επήλθε ηθική μείωση και προσβολή στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ενάγοντος, του οποίου εθίγη η επαγγελματική αξία, η τιμή και η υπόληψή του και εκτέθηκε στο εργασιακό του περιβάλλον. Ως εκ τούτου, υπέστη ηθική βλάβη, το ανάλογο δε χρηματικό ποσό για την ικανοποίησή της, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, ανέρχεται σε 1.000 ευρώ.

VΙΙ. Κατόπιν τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση (όχι μόνον ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου -βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009 σελ/ 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) να ερευνηθεί η από 7-6-2011 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.476,89 ευρώ (791,42 +891,20 +6,16 +52,67 +110,12 +172,58 +97,59+203,48+713,99+122,44+597,55+1.051,69+11.667+1.000), με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1) Οι διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, από την πρώτη του επόμενου μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, 2) οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, από την επομένη της λήξης του ημερολογιακού έτους μέσα στον οποίο αφορούν, 3) το επίδομα Χριστουγέννων, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους στο οποίο αφορά και το επίδομα Πάσχα, από την 1η Μαΐου του ιδίου έτους στο οποίο αφορά και 4) η αποζημίωση απόλυσης και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ο εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, λόγω της μερικής ήττας και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 28-8-2012 (με αριθμ. έκθ. κατ. ………./30-8-2012) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄ αριθμ. 3280/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 7-6-2011 (με αρ. έκθ. κατ. ………./8-6-2011) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων, τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (17.476,89 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.

Καταδικάζει τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  6 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ