Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 639/2018

Αριθμός  639/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αριθ. 2051/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 29.9.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……….) αγωγή της ήδη εκκαλούσας, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς οι διάδικοι δεν προσκομίσουν ούτε επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει Συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, χωρίς να απαιτείται η προσκομιδή παραβόλου έφεσης, λόγω του είδους της διαδικασίας.

Με την ως άνω αγωγή η ενάγουσα εξέθετε ότι : Στις 14.4.2011 κατήρτισε με την εναγομένη εταιρία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως καθαρίστρια της επιχείρησης που εκμεταλλευόταν η εναγόμενη εταιρεία μεγάλων κτιρίων. ΄Οτι στα πλαίσια της εργασίας της, στις 3.10.2011, στο εστιατόριο της …………., περί ώρα 09.30, εξήλθε από το εν λόγω κτίριο για να απορρίψει τις σακούλες απορριμμάτων στο δημοτικό κάδο. Ότι στην προσπάθειά της αυτή γλίστρησε και έπεσε στο οδόστρωμα με αποτέλεσμα να υποστεί, μεταξύ άλλων, κάταγμα στο δεξί χέρι, όπως λεπτομερέστερα αναφέρεται στην αγωγή. Ότι για το ατύχημα αυτό ενημέρωσε αυθημερόν την αρμόδια προστηθείσα υπάλληλο της εναγομένης, η οποία όμως της επέβαλε να συνεχίσει την εργασία της κανονικά αν και της χορήγησε νάρθηκα. Ότι εκτός από την παραπάνω προστηθείσα υπάλληλο, η ενάγουσα επικοινώνησε περισσότερες φορές και με τη νόμιμη εκπρόσωπο της εναγομένης, πλην όμως και οι δύο αρνήθηκαν να της χορηγήσουν αναρρωτική άδεια, με αποτέλεσμα λόγω της εργασίας της να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας της. Ότι, καθ υπόδειξη του θεράποντος ιατρού της που επισκέφτηκε στις 4.10.2011,  η ενάγουσα, στις 10.11.2011 επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Αττικής ΚΑΤ, όπου διαγνώστηκε κάταγμα σκαφοειδούς οστού δεξιάς χειρός με εικόνα πώρωσης σε πλημμελή θέση, για την αποκατάσταση του οποίου χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις, χωρίς όμως να αποκατασταθεί η υγεία της, όπως ειδικότερα στην αγωγή. Ότι η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά της εναγομένης η οποία παρότι άμεσα πληροφορήθηκε τον τραυματισμό της, αξίωσε από την ενάγουσα να παρέχει ανελλιπώς την εργασία της από την ημέρα του τραυματισμού της μέχρι τη διάγνωση στο νοσοκομείο ΚΑΤ, χωρίς να λάβει οποιοδήποτε μέτρο πρόνοιας για την αποκατάσταση της υγείας της. Ότι εξαιτίας της βλάβης της υγείας της που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παραπάνω περιγραφόμενη υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής της υγείας των συνθηκών υπό τις οποίες αυτές συντελέσθηκε του βαθμού του πταίσματος της εναγομένης της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, των προσωπικών συνθηκών και της ανάλγητης συμπεριφοράς της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 500.000, επιφυλασσόμενης να αναζητήσει ως πολιτικώς ενάγουσα, το ποσό των 45 ευρώ στα ποινικά δικαστήρια. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση Για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 499.955 € νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, συμψηφίζοντας τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει δεκτή σε όλα της τα αιτήματα η αγωγή.

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με 1,2 και 3 του ν.551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Εργατικό ατύχημα από βίαιο συμβάν αποτελεί σωματική βλάβη η οποία είχε ως συνέπεια ανικανότητα για εργασία, ή το θάνατο του εργαζόμενου, εφόσον υπήρχε από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο γεγονός θεωρείται και η νόσος που προκλήθηκε, εκδηλώθηκε ή και επιδεινώθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, άσχετο προς την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και προς τη βαθμιαία και Προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσης και του είδους της εργασίας και των συνδεόμενων με αυτή της μένουν όρων παροχής της. Τέτοια έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου υφίσταται, είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και υγεία του εργαζόμενου, δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησής του και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, οι συνθήκες παροχής της εργασίας αποβαίνουν εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος. Στην τελευταία περίπτωση βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζόμενου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη και για αυτό ακριβώς Δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα δεν υπάρχει εργατικό ατύχημα με την παραπάνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει,  ούτε αγνοεί υπαίτια ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχόλησής του. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη, ή των από αυτόν προστηθέντων, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή να συντρέχει αμέλεια αυτών και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει αιτιώδης συνάφεια όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας οι φερόμενοι ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο  αποτέλεσμα και επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, (ΑΠ 1602/2012, 792/2008, 154/2006, ΕφΠειρ282/2011, 1029/2002, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα έστω και αν αυτό δεν μνημονεύεται ειδικά, καθώς και τις υπ΄ αριθ. …… και …… ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …… και ……, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Ο., που λαμβάνονται παραδεκτά υπόψιν, καθώς λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων των διαδίκων που τις συνέταξαν, (βλ. υπ΄αριθ.   …. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιώς Δ. Σ. και δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου εναγομένης στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αντίστοιχα),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης εταιρείας στη Νίκαια στις 14.4.2011, η ενάγουσα προσλήφθηκε για να εργαστεί ως καθαρίστρια κτιρίων επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και 4 ώρες ημερησίως από ώρα 06.00 έως 10.00, με ημερομίσθιο 25,75 €. Τόπος παροχής εργασίας συμφωνήθηκε ο Πειραιάς και συγκεκριμένα το κτίριο της ……., επί της οδού ……, το κτίριο της ……., επί της οδού …….. στην ……. και ακόμη ένα κτίριο στην οδό ……. στον Πειραιά. Στις 20.6.2011, τροποποιήθηκαν οι όροι εργασίας της ενάγουσας ως προς τον τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών της και συμφωνήθηκε πως θα εξακολουθούσε να εργάζεται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως Παρασκευή και τέσσερις ώρες ημερησίως, αλλά από ώρα 15.30 εως και 19.30 σε κτίριο επί της οδού …… και στο κτίριο της …… στην οδό …… Ωστόσο, παρά την τυπική αλλαγή των όρων εργασίας ως προς τον τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών της, η ενάγουσα εξακολουθούσε και μετά την ανωτέρω ημερομηνία να εργάζεται, κατ΄ εντολή της εργοδότριας της, στην καθαριότητα τόσο του κτιρίου της …… όσο και της ………. τις πρωινές ώρες, (βλ. Κατάθεση μάρτυρα απόδειξης). Στις 3.10.2011 και περί ώρα 09.30 , η ενάγουσα εξήλθε από το κτίριο της …….. για να αποθέσει τα απορρίμματα σε δημοτικό κάτω στο απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ την ίδια στιγμή διερχόταν το λεωφορείο στο οποίο επιθυμούσε να επιβιβαστεί και για το λόγο αυτό έτρεξε, αλλά γλίστρησε και έπεσε στο οδόστρωμα, (βλ. περιγραφή περιστατικών από την ενάγουσα στην από 18.11.2011 δήλωση ατυχήματος στο ΙΚΑ). Αποτέλεσμα της πτώσης της ήταν να τραυματιστεί στο γόνατο και στο δεξί καρπό της όπου υπέστη κάταγμα σκαφοειδούς οστού, το οποίο δεν έγινε άμεσα αντιληπτό, όπως και η ίδια η ενάγουσα παραδέχεται και παραθέτει μάλιστα για το λόγο αυτό, ιατρικές δημοσιεύσεις από το διαδίκτυο. Ειδικότερα, όπως και ο μάρτυρας της κατέθεσε, η ενάγουσα με δική της πρωτοβουλία δεν έλαβε άμεση ιατρική βοήθεια και ότι την επομένη παρατήρησε ότι κούτσαινε, δηλαδή σύμπτωμα άσχετο με τον τραυματισμό του άνω άκρου. Μάλιστα, στην από 13.11.2017 ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου του νοσοκομείου “Μεταξά”, Γρ. Β., που προσκομίζει ίδια, αναφέρεται για το ένδικο ατύχημα, ότι της προξένησε κρανιοεγκεφαλική κάκωση, (“Κ.Ε.Κ.”), από την οποία απέρρευσαν και άλλες, συναφείς βλάβες και όχι ο ένδικος τραυματισμός. Παρόλα αυτά ο μάρτυράς της που κατέθεσε ενόρκως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ανέφερε ότι η ενάγουσα θεώρησε τον τραυματισμό, “επιπόλαιο”. Επιπλέον, με βάση, αναρτήσεις στο διαδίκτυο που η ίδια η ενάγουσα προσκομίζει, ισχυρίζεται ότι η κάκωση που προαναφέρθηκε και  υπέστη στο δεξί άκρο της, (κάταγμα του σκαφοειδούς οστού), είναι “ύπουλη”, υπό την έννοια ότι δεν εκδηλώνεται άμεσα, αλλά μετά την παρέλευση περίπου ενός μηνός. Επίσης, στην ανωτέρω δήλωση ατυχήματος, η ίδια η ενάγουσα αναφέρει, ότι δεν το είπε αμέσως στην εναγομένη θεωρώντας ότι είναι μια απλή θλάση, ενώ μόλις της χορηγήθηκε η από 10.11.2011 ιατρική γνωμάτευση του νοσοκομείου ΚΑΤ, (βλ. προσκομιζόμενη), τότε ενημέρωσε την εργοδότιδα. Περαιτέρω η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ενημέρωσε άμεσα την προστηθείσα από την εναγομένη υπεύθυνη εργασίας, …………, πράγμα που η τελευταία, με την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση της, αρνείται. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατέστησε σαφές στην προαναφερθείσα προστηθείσα της εναγομένης, ότι υπέστη σοβαρό τραυματισμό, ώστε αυτή να ενημερώσει τη νόμιμη εκπρόσωπο της εναγομένης για την ανάγκη παραπομπής της στο γιατρό εργασίας, είτε σε οποιοδήποτε άλλο υγειονομικό σχηματισμό, ή σε ιδιώτη γιατρό, πριν την 10.11.2011. Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι συνάντησε την ως άνω προστηθείσα και της εξέθεσε ότι τραυματίστηκε από την προαναφερθείσα πτώση, πλην όμως η τελευταία δεν την πίστεψε και απλώς της χορήγησε ένα νάρθηκα.  Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα ενημέρωσε σχετικά και τη νόμιμη εκπρόσωπο της εναγομένης, στη δε  ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης της, αναφέρεται αόριστα και γι΄αυτό όχι πειστικά,  ότι  η ενάγουσα “όχι λίγες φορές”, ζήτησε αναρρωτική άδεια εξαιτίας του τραυματισμού της, πλην όμως η   νόμιμη εκπρόσωπος της εναγομένης, αρνήθηκε να της χορηγήσει άδεια, λόγω έλλειψης αντικαταστάτριας. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν αποδείχτηκαν, καθώς η εναγόμενη, δια της νομίμου εκπροσώπου της ή της εξ αυτής προστηθείσας, μπορούσε να την παραπέμψει στο γιατρό εργασίας, ή σε άλλο γιατρό, ακόμη και σε ώρα εκτός του ωραρίου της, ώστε να μην χρεωθεί τη, δυσανάλογη σε σχέση με την παραπομπή στο γιατρό, υπαιτιότητα από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προαναφέρθηκαν. Ούτε, άλλωστε η ίδια η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι προσκόμισε στην εναγόμενη έγγραφη διάγνωση για τον τραυματισμό της, ούτε προσέτρεξε, αν και μπορούσε σε οποιοδήποτε νοσοκομείο ή και ιδιώτη γιατρό, εν όψει της σοβαρότητας της κατάστασής της και των πόνων που δοκίμαζε, η οποία εκδηλωνόταν με την πάροδο του χρόνου, ώστε να διενεργηθεί πλήρης κλινικός και διαγνωστικός έλεγχος. Αντίθετα, από την από 4.10.2011 εγγραφή το βιβλιάριο υγείας του ΙΚΑ της ενάγουσας, προκύπτει ότι αυτή, την επομένη επισκέφτηκε τον ειδικό γιατρό γενικής οικογενειακής ιατρικής, Ν. Κ., ο οποίος της χορήγησε τα σκευάσματα, Lodrec 20 mg, Melice 15 mg και Norgesic, εκ των οποίων το πρώτο ενδείκνυται σε παθήσεις έλκους του στομάχου, ενώ τα άλλα δύο είναι αναλγητικά-αντιφλεγμονώδη και μυοχαλαρωτικά. Ωστόσο η ενάγουσα δεν προσκομίζει έγγραφη διάγνωση από τον εν λόγω ιατρό, ούτε οποιοδήποτε ιατρικό σημείωμα από το οποίο να προκύπτει  συγκεκριμένα ο λόγος της επίσκεψής της και ότι αυτός την παρέπεμψε σε ορθοπεδικό γιατρό, πράγμα που είναι εύλογο, αφού της χορήγησε τα ανωτέρω σκευάσματα, θεωρώντας δηλαδή και αυτός, αν και γιατρός, ότι τα συμπτώματα θα παρέλθουν με την κατανάλωση αυτών. Επίσης η ενάγουσα, αν και ισχυρίζεται ότι υπέφερε εξαιτίας του τραυματισμού της και επιπλέον φοβόταν μήπως πρόκειται για κάτι σοβαρό, δεν φρόντισε να λάβει οποιαδήποτε ειδική, (ορθοπεδική) ιατρική διάγνωση, ή βοήθεια, αλλά συνέχιζε να εργάζεται και παράλληλα να ζητά αναρρωτική άδεια, μόνο μετά από 35 περίπου μέρες, στις 10.11.2011, διαγνώστηκε στο νοσοκομείο ΚΑΤ όπου μετέβη, ότι είχε υποστεί κάταγμα σκαφοειδούς οστού στο δεξί άκρο της με συνέπεια το σοβαρό τραυματισμό της, ο οποίος συνετέλεσε σε ποσοστό 10% στη διαμόρφωση ποσοστού αναπηρίας της από 53% συνολικά, συνυπολογιζομένων και άλλων ψυχικών και νευρολογικών παθήσεων (βλ. από 17.6.2017 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης  αναπηρίας Ε.Φ.Κ.Α.).  Ωστόσο η προφορική αίτηση απουσίας από την εργασία της, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχτηκε και  πάντως, δεν συνοδευόταν από έγγραφη ιατρική διάγνωση, σε συνδυασμό με την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας της σε καθημερινή βάση, ευλόγως δεν δημιούργησαν οποιαδήποτε υπόνοια στην εναγόμενη περί σοβαρού τραυματισμού της ενάγουσας, λαμβανομένου υπ΄όψιν του είδους της εργασίας, (χειρωνακτική) και της συχνότητας των μικροτραυματισμών που λαμβάνουν χώρα κατ΄αυτήν. Τότε, στις 17.11.2011 και παρά το γεγονός ότι είχαν μεσολαβήσει περισσότερες από τριάντα ημέρες, δεδομένης της προσκομιδής έγγραφης ιατρικής βεβαίωσης, η εναγομένη προέβη σε δήλωση εργατικού ατυχήματος στο ΙΚΑ, καθόσον υπήρχε αναμφισβήτητη διάγνωση. Σε καμία δε περίπτωση, η υποχρέωση της εργοδότιδας εναγομένης δεν φτάνει μέχρι του σημείου να επιβάλλει η ίδια (η εναγομένη) στην ενάγουσα εργαζόμενη να επισκεφθεί το γιατρό, ούτε και να αξιώσει από αυτήν να υποβληθεί σε εξετάσεις προκειμένου να συνεχίσει την εργασία της (βλ. ΑΠ 1690/2013, ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η ενάγουσα δεν ζήτησε να εξεταστεί από το γιατρό εργασίας, όπως ισχυρίζεται στην κρινόμενη έφεση, καθώς δεν γνώριζε την ύπαρξή του, όπως αναφέρει στην αντίκρουση των προτάσεών της επί της έφεσης, (σελ. 2, στιχ. 6 προ του τέλους). Με βάση όλα τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη δεν γνώριζε το είδος, την έκταση  και τη σοβαρότητα του τραυματισμού της ενάγουσας, καθώς ούτε η τελευταία τα γνώριζε, αλλά τα πληροφορήθηκε στις 10.10.2011, όταν επισκέφθηκε το νοσοκομείο ΚΑΤ, οπότε και ενημέρωσε με τη σειρά της την εναγομένη. Επομένως, ο ένδικος τραυματισμός, έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας της ενάγουσας, χωρίς υπαιτιότητα της εναγομένης, είτε ως προς την επέλευσή του, είτε ως προς την επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας, καθόσον η εξακολούθηση της απασχόλησής της από την εναγομένη από τις 3.10.2011 έως και τις 10.10.2011, υπό κανονικές, έστω και δυσμενείς, αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντά της, συνθήκες εργασίας, δεν γεννά υποχρέωση αποζημίωσης εις βάρος της εναγομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, καθόσον αυτή αγνοούσε την κατάσταση της υγείας της ενάγουσας, πολλώ δε μάλλον την αγνοούσε η ίδια  ενάγουσα η οποία και δεν την ενημέρωσε, μέχρι τις 10.11.2011, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα της εναγομένης που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το προπεριγραφέν συμβάν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία παραδεκτά συμπληρώνεται με την παρούσα, (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε, καθ΄ο απορριπτέοι τυγχάνουν, ο 1ος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως κρίθηκε ότι δεν ενημέρωσε εγκαίρως την εναγομένη εργοδότιδα και ο συναφής με αυτόν, 2ος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εναγόμενη δεν ευθύνεται διότι το πρώτον, πληροφορήθηκε τον τραυματισμό της στις 10.11.2011, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης για εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους λόγω της δυσχέρειας των νομικών κανόνων που εφαρμόστηκαν, (179, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 16.5.2017, (υπ. αριθ. καταθ. ………….) έφεση.

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ