Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 640/2018

Αριθμός  640/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  η από 24-11-2016 έφεση (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………) των εναγομένων κατά της 1732/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου αυτής, άλλωστε οι διάδικοι  δεν  επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης,  ενώ  δεν έχει παρέλθει η διετία από τη δημοσίευσή της, την 2-8-2016. Συνεπώς και δεδομένου ότι αρμόδια φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και έχει κατατεθεί το κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ  απαιτούμενο για το παραδεκτό της άσκησής της, παράβολο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522  ΚΠολΔ), κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία.

ΙΙ. Mε την με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……. αγωγή η ενάγουσα ισχυρίστηκε  ότι έχει υπεισέλθει ως διάδοχος εκ του νόμου  (άρθρο 63 του ν.3601/2007), στη θέση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «………..», η οποία μετονομάστηκε σε «………» και  σύναψε  σύμβαση δανείου με τις δυο πρώτες των εναγόμενων εταιριών σε εκτέλεση της οποίας και, όπως αυτή τροποποιήθηκε, αφενός μεν με την από 21.1.2011 «Πρώτη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση» και αφετέρου με την από 7.6.2011 «Δεύτερη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση», εκταμίευσε και χορήγησε, στις 14.12.2010, στις δύο πρώτες εναγόμενες δανειολήπτριες εταιρίες, έντοκο δάνειο ποσού 9.150.000 δολ ΗΠΑ, τετραετούς διάρκειας, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που αναφέρονται στη Σύμβαση. Ότι σκοπός του δανείου ήταν α) η αναχρηματοδότηση μέχρι του ποσού των 1.750.000 δολ ΗΠΑ, υφιστάμενου δανείου που είχε χορηγηθεί στην πρώτη δανειολήπτρια εταιρεία και β) η χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς και μέχρι του ποσού των  δολ ΗΠΑ 7.400.000 του φορτηγού πλοίου «S.» (πρώην «Ε.S.»)  Ότι, ως ημερομηνία τελικής εξόφλησης του δανείου ορίστηκε η αντίστοιχη ημερομηνία μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από την εκταμίευση, ενώ για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση του δανείου τηρήθηκε αντίστοιχος λογαριασμός. Ότι, δυνάμει των από 10.12.2010 συμβάσεων εγγύησης, την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων της πρώτης και δεύτερης των εναγόμενων εταιρειών από τη σύμβαση δανείου και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτού, εγγυήθηκαν α) η τρίτη των εναγομένων – Α΄ Εταιρική Εγγυήτρια, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας πλοίου «P.», β) η τέταρτη των εναγομένων – Β΄ Εταιρική Εγγυήτρια, διαχειρίστρια όλων των πλοίων, η οποία εκχώρησε στην δανείστρια Τράπεζα όλα τα έσοδα και τις ασφάλειες από τα πλοία, καθώς και γ) ο πέμπτος των εναγομένων – προσωπικός εγγυητής, ο οποίος δυνάμει της από 10.12.2010 σύμβασης προσωπικής εγγύησης που συνήψε με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα, ενεχόμενος σε ολόκληρον με τις δανειολήπτριες και ως αυτοφειλέτης, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του δανείου, των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων, υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση, ενώ, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η σύμβαση εγγύησης από το ελληνικό δίκαιο και να υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα οι εναγόμενες δανειολήπτριες κατέστησαν υπερήμερες και στις 9.7.2014, κοινοποιήθηκε σ’ όλους τους ανωτέρω η  από 8.7.2014 εξώδικη καταγγελία της σύμβασης δανείου, με την οποία προσκλήθηκαν αυτοί, ταυτόχρονα,  να της καταβάλουν το συνολικά οφειλόμενο υπόλοιπο, για την ως άνω αιτία, ποσό των 5.123.351,25 δολ ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων. Με βάση το ιστορικό αυτό και τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ζητά να καταδικασθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και σε ολόκληρον ο καθένας εξ αυτών, να της καταβάλουν  το ποσό των 5.127.157,96 Δολ ΗΠΑ, επικουρικά το ισόποσο αυτού σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης και περαιτέρω, (επικουρικά επίσης), το ισόποσο αυτού σε ευρώ, το οποίο κατά την ημερομηνία σύνταξης της υπό κρίση αγωγής (13.3.2015) ανέρχεται σε 4.846.189,70 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας του δανείου ήτοι από τις 10.7.2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΙΙΙ. Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ.1, 237 παρ. 1 και 3, όπως οι τελευταίες  ισχύουν μετά την αντικατάσταση του άρθρου 237 με το άρθρο 23 του ν. 3994/2011 και 269 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 2915/2001, προκύπτει, ότι, κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, τα μέσα επίθεσης και άμυνας, δηλαδή οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, όπως είναι και εκείνοι που στοιχειοθετούν τις ενστάσεις του εναγομένου, προβάλλονται με τις προτάσεις αυτού, που κατατίθενται το αργότερο, είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ενώ με την προσθήκη των προτάσεων, που κατατίθεται δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, μπορούν να προβληθούν νέοι ισχυρισμοί μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου, όπως είναι και η αντένσταση του ενάγοντος στην ένσταση του εναγομένου ή η επαντένσταση του εναγομένου στην αντένσταση του ενάγοντος. Τέλος οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 332/2016, 1660/2014).   Στη συνέχεια  κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου ισχυρισμού απόκειται στο δικαστή να κρίνει, σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση ή μη του διαδίκου και από το σύνολο των ισχυρισμών του, ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής ή της ένστασης και του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση, είναι η μη αμφισβήτηση από αυτόν του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Επομένως, αν υπάρχει τέτοια αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 261 ΚΠολΔ και αν το δικαστήριο συνήγαγε ομολογία, παρά την ειδική αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού από το διάδικο, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β` του ΚΠολΔ, δηλαδή της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε (ΑΠ 1371/2017, 447/2015, 530/2015, 1573 /2007,  335/2006 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επί συναγωγής δε ομολογίας από τη μη αμφισβήτηση των αγωγικών ισχυρισμών ο Άρειος Πάγος, επισκοπώντας τις προτάσεις (άρθρο 561 ΚΠολΔ), ελέγχει μόνο αν πράγματι αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός, δεν μπορεί όμως να ελέγξει την κρίση του δικαστηρίου ως προς το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνάγεται ή όχι ομολογία από την παράλειψη αμφισβήτησης (ΑΠ 530/2015, 1307/2006, ΑΠ 802/2005 δημοσ ως άνω).

Β. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους, εταιρίες και φυσικό πρόσωπο,  να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, του αιτουμένου από την τελευταία ποσού, νομιμοτόκως  από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής, οι ηττηθέντες διάδικοι με την  ένδικη έφεσή τους και για τους λόγους που αναφέρουν σ’ αυτήν ζητούν την παραδοχή της  και, ακολούθως, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.

Γ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενοι-εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι με βάση όρο της δανειακής σύμβασης που καταρτίστηκε με την δικαιοπάροχο του  ενάγοντος-εφεσίβλητο νομικού προσώπου, δανείστρια Τράπεζα,  υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αγγλίας και συγκεκριμένα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λονδίνου να δικάσουν την μεταξύ τους διαφορά με εφαρμογή του αγγλικού δικαίου και παραπονούνται για την απόρριψη του ισχυρισμού τους ότι δεν έχουν οι τέσσερις εξ αυτών, εκκαλούσες εταιρίες, πραγματική έδρα στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με την με αριθμό ………  Αρχική Σύμβαση Δανείου και τον όρο 13.12 (γ) αυτής, τα εκεί συμβαλλόμενα πρόσωπα, ήτοι η δικαιοπάροχος του ενάγοντος, «……….» αφενός και η πρώτη και δεύτερη των εναγόμενων εταιριών, αφετέρου, συμφώνησαν ότι «Προς αποκλειστικό όφελος της Τραπέζης, οι Δανειολήπτριες με την παρούσα υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λονδίνου, Αγγλία.» Και στη συνέχεια αφού καθορίζεται ο τρόπος κλήτευσης των δανειοληπτριών για οποιαδήποτε νομική διαδικασία κινηθεί στην Αγγλία, στο τέλος του εδ. γ του όρου 13.12, συμφωνήθηκε ότι τα «Τα προεκτεθέντα δεν περιορίζουν το δικαίωμα της Τράπεζας να κινήσει τις νομικές διαδικασίες σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή να επιδώσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιτρεπτό από το νόμο. Τέλος, οι Δανειολήπτριες με την παρούσα παραιτούνται οποιασδήποτε ένστασής τους ως προς την καταλληλότητα της Αγγλίας ως δικαστηρίου». Απολύτως όμοιος  όρος (με αριθμ. 15.02, 15.03 και 14.β, 14.γ, αντίστοιχα) εμπεριέχεται και στις από 10.12.2010 συμβάσεις «εταιρικής εγγύησης», που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ίδιας, όπως και άνω,  δικαιοπαρόχου του ενάγοντος νομικού προσώπου, αφενός και κάθε μιας των  τρίτης και τέταρτης των εναγόμενων, αφετέρου, που συμβλήθηκαν ως εγγυήτριες υπέρ της Τραπέζης, ως εξασφάλιση για την πληρωμή όλων των ληξιπρόθεσμων οφειλών που εκπηγάζουν από τη σύμβαση δανείου. Και σε αυτούς τους όρους επαναλαμβάνεται ότι  «προς αποκλειστικό όφελος της Τραπέζης, η Εγγυήτρια με την παρούσα χωρίς όρους και ανέκκλητα υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λονδίνου, Αγγλία … Τα προεκτεθέντα δεν περιορίζουν το δικαίωμα της Τράπεζας να κινήσει τις νομικές διαδικασίες σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή να επιδώσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιτρεπτό από το νόμο. Τέλος, η Εγγυήτρια με την παρούσα παραιτείται οποιασδήποτε ένστασης τους ως προς την καταλληλότητα της Αγγλίας ως δικαστηρίου. Η εγγυήτρια δεν θα ξεκινήσει νομικές διαδικασίες σε άλλη χώρα εκτός της Αγγλίας αναφορικά με ζήτημα που θα προκύψουν από ή σε σχέση με την παρούσα Εγγύηση. … Εάν αποφασιστεί από την Τράπεζα ότι οιεσδήποτε νομικές διαδικασίες θα πρέπει να κινηθούν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η Εγγυήτρια με την παρούσα παραιτείται από την προβολή οιωνδήποτε αντιρρήσεων σχετικά με την δικαιοδοσία ή εναντίωση ως προς την καταλληλότητα του δικαστηρίου και συμφωνείται και αναλαμβάνεται από την Εγγυήτρια η υποχρέωση να διορίσει και αναθέσει σε δικηγόρους σε εκείνη τη χώρα να παραλάβουν ό,τι τους επιδίδεται και να μην αμφισβητήσουν την εγκυρότητα τέτοιων νομικών διαδικασιών ως προς την δικαιοδοσία του/ων δικαστηρίων…». Η ίδια ακριβώς ρύθμιση-ευχέρεια της δανείστριας άλλωστε εμπεριέχεται στον όρο  10 παρ. 2 της από 10.12.2010 σύμβασης εγγύησης που καταρτίστηκε  μεταξύ της ίδιας δικαιοπαρόχου του ενάγοντος νομικού προσώπου  και του πέμπτου των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία : «Κάθε διαφορά των συμβαλλομένων που απορρέει από την παρούσα σύμβαση ή σχετίζεται με αυτή υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Η αποκλειστική αυτή δικαιοδοσία ενεργεί μόνο υπέρ της Τράπεζας, η οποία δικαιούται να προσφύγει σε οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο δικαστήριο».

Σύμφωνα με το σαφές  περιεχόμενο των ανωτέρω όρων,  σχετικών με τον καθορισμό αρμόδιων δικαστηρίων προς επίλυση όσων διαφορών αναφυούν από τις προαναφερόμενες συμβάσεις, συνάγεται αναμφισβήτητα ο συντρέχων χαρακτήρας της αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Λονδίνου της Αγγλίας και όχι ο αποκλειστικός χαρακτήρας αυτής, αναφορικά με τις δικαστικές ενέργειες που ξεκινά η δανειολήπτρια τράπεζα, δικαιοπάροχος του ενάγοντος νομικού προσώπου, όπως αυτό  έπραξε με την έγερση της κρινόμενης αγωγής, ειδικά δε  στην σύμβαση εγγύησης που συνήψε  με τον πέμπτο εναγόμενο, καθορίστηκε  συντρέχουσα αρμοδιότητα για τα δικαστήρια του Πειραιά, αφού σύμφωνα με τον όρο 10 αυτής συμπεριελήφθη  συμφωνία παρέκτασης, στις περιπτώσεις που η Τράπεζα, υπέρ της οποίας παρασχέθηκε η εγγύηση, ξεκινά διαδικασίες κατά του εγγυητή σε οποιοδήποτε άλλο, πλην των δικαστηρίων του Πειραιά, αρμόδιο δικαστήριο.

Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία, με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν  στο μεν  δικονομικό πεδίο αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο ως lex fori, ενώ στο  πεδίο του ουσιαστικού δικαίου το, από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο, αλλοδαπό, δίκαιο (ΑΠ 613/2017, 803/2000, ΝοΒ 2001 σ. 1312, ΕφΑθ 6359/2003, ΕλλΔνη 2004, σ.1466, ΕφΠειρ 267/2016 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά τα άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων, όπως της σύμφωνα με το άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγομένου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του, προκειμένου περί νομικών προσώπων τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού ή, αναφορικώς με δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος καταρτίσεώς της (ΕφΠειρ 381/2015 δημος στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3965/1999 ΔΕΕ 1999 726). Επί παθητικής ομοδικίας αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (άρθρο 37 ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 447/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2004.331).

Περαιτέρω από την ίδια ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλειστεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων, και αν η συμφωνία γίνεται εγγράφως, και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον, από ορισμένη έννομη σχέση, εφόσον αυτό  καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους και  προβαίνουν έγκυρα στον καθορισμό του συγκεκριμένου, κατά τόπο αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της εν λόγω συμφωνίας (ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 1542/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995, σελ. 215, ΕφΑθ 6359/2003, ΕλΔνη 2004, σ.1466, ΕφΠειρ 142/1995, ΕΝΑΥΤΔ 1996, σ.170). Το δικαστήριο που συμφωνήθηκε (άρθρα 42, 43 ΚΠολΔ) ως αρμόδιο, παραμερίζει όχι μόνο τις συντρέχουσες, αλλά και τις αποκλειστικές δωσιδικίες. Επιτρέπεται, πάντως, να συμφωνηθεί ή και να προκύπτει απλώς έμμεσα, ο συντρέχων χαρακτήρας της αρμοδιότητας του δικαστηρίου που επιλέχθηκε (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 44, παρ.1, ΕφΘεσσαλ 1330/1998, Αρμ 1998, σ.849-850). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της οποίας κρίνεται κατά τη lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεώς της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1288/1994 όπ.π., ΕφΑθ 6359/2003, όπ.π.).

Τέλος  και όσον αφορά τους κατοίκους των κρατών μελών της ΕΕ, εφαρμόζεται, ως προς τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σύμφωνα με  το άρθρο 2 παρ. 1 αυτού, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 της 22-12-2000 του Συμβουλίου, «για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε από 1-3-2002 τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27-9-1968 που κυρώθηκε με τον ν. 1814/1988 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Με τη διάταξη αυτή (άρθρο 2 παρ. 1), καθιερώνεται ο πρωταρχικός κανόνας της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, σύμφωνα με τον οποίο  τα πρόσωπα που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος, χωρίς να έχουν την ιθαγένεια αυτού, υπάγονται στο εν λόγω κράτος, σύμφωνα με τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται και στους ημεδαπούς, δηλαδή ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο οποίο κατοικούν. Κατά δε το άρθρο 60 παρ.1 του ιδίου Κανονισμού για την εφαρμογή αυτού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίον έχει : α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της. Ως πραγματική έδρα νοείται ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΟλΑΠ, 2/2003, 2/1999, ΑΠ 186/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 549/2006, ΔΕΕ 2006, σ.1027, 267/2016). Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 44/2001 του Συμβουλίου, τα μέρη από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να συμφωνήσουν έγκυρα την υπαγωγή των μεταξύ τους διαφορών από συγκεκριμένη έννομη σχέση στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων συμβαλλόμενου κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι μια τέτοια συμφωνία καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ` αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μια τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονται μεν στενά ωστόσο  καταλείπεται ευχέρεια στα  συμβαλλόμενα μέρη να συμφωνήσουν ότι η αρμοδιότητα του δικαστηρίου που καθορίζεται στη ρήτρα παρέκτασης δεν είναι αποκλειστική (αντίστοιχη δυνατότητα παρέχει και το ελληνικό δίκαιο, στα πλαίσια του άρθρου 44 ΚΠολΔ). Η ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας έχει αποκλειστικά δικονομικές επενέργειες, που συνίστανται στον αποκλεισμό ή στη θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου και το κύρος και η ισχύς της θα κριθεί από το δίκαιο της χώρας του δικαστή που δικάζει την υπόθεση (ΑΠ 8/2015, 313/2015, Εφ Πειρ 272/2016, 62/2013 ΝΟΜΟΣ).

Με βάση τα όσα αναλύονται παραπάνω, σε συνδυασμό με το ότι οι εναγόμενοι δεν αρνήθηκαν νομότυπα και παραδεκτά με τις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προτάσεις τους, όπως αναλύθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙΙ. Α σκέψη, την αγωγή που φέρει αυτούς και ειδικά τις τέσσερις πρώτες εναγόμενες εταιρίες  ως έχουσες καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, αλλά πραγματική στον Πειραιά, όπου και το κέντρο λήψης των αποφάσεων που αφορούν τη διοίκησή τους, ο εν λόγω αγωγικός ισχυρισμός, επομένως,  εμμέσως πλην σαφώς συνομολογείται από όλους τους εναγόμενους σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα  οι εναγόμενες εταιρίες και ο πέμπτος εναγόμενος φυσικό πρόσωπο,  με τις, κοινές, προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 237  παρ. 1 ΚΠολΔ, είκοσι ημέρες πριν την ορισθείσα για την εκδίκαση της εναντίον τους αγωγής του ενάγοντος νομικού προσώπου, αλλά και με την προσθήκη-αντίκρουση που κατέθεσαν δεκαπέντε ημέρες πριν την  ίδια δικάσιμο, περιορίστηκαν α] να δηλώσουν ότι υφίσταται αναρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου να εκδικάσει αυτήν καθώς με βάση την δανειακή σύμβαση αρμόδια προς τούτο είναι τα δικαστήρια της Αγγλίας αφού σύμφωνα με αυτήν καθορίστηκε να διέπεται η σύμβαση από το αγγλικό δίκαιο, στη συνέχεια β] να αμφισβητήσουν την πληρεξουσιότητα της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος και γ] να αμφισβητήσουν  το περιεχόμενο αλλά και την ίδια την προσκομισθείσα από το ενάγον  γνωμοδότηση της δικηγόρου στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας …………  περί του αρμοδίου δικαστηρίου, χωρίς, πλην των ανωτέρω ισχυρισμών που αφορούν αποκλειστικά την  διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να εκδικάσει την σε βάρος τους αγωγή, με τη δυνατότητα να εφαρμόσει αλλοδαπό δίκαιο και την πληρεξουσιότητα της δικηγόρου του ενάγοντος νομικού προσώπου,  να αρνηθούν, όπως όφειλαν σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ, γενικά ή ειδικά, με σαφήνεια και ρητά την αλήθεια των εμπεριεχόμενων στο δικόγραφό της ισχυρισμών του ενάγοντος νομικού προσώπου, μεταξύ άλλων και του τόπου όπου η έδρα των εταιριών. Δεν συνιστά δε νομότυπη και παραδεκτή άρνηση  από τους εναγομένους, κατά το εν λόγω άρθρο, των αγωγικών ισχυρισμών, η τελευταία παράγραφος των ως άνω προτάσεών τους στην οποία αναφέρουν ότι προσκομίζουν το από 3-4-2015 σημείωμά τους στην προηγηθείσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων το οποίο επικαλούνται αυτούσιο καθ’ όλους τους ισχυρισμούς τους, θεωρώντας αυτό ενιαίο κείμενο με τις (παρούσες) προτάσεις τους. Το σημείωμα αυτό ωστόσο, πέραν του ότι δεν είχαν  προσκομίσει σε προηγούμενη της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συζήτηση, αλλά σε άλλη, ξεχωριστή δίκη-εκείνης των ασφαλιστικών μέτρων- δεν ενσωμάτωσαν στις εν λόγω προτάσεις τους, με συνέπεια να μην αποτελεί το σημείωμα ενιαίο κείμενο με αυτές (τις προτάσεις)  και με περαιτέρω συνέπεια να μην ανταποκριθούν στην δικονομική υποχρέωσή τους, εκ του άρθρου 261 ΚΠολΔ, να αρνηθούν ειδικά τον αγωγικό ισχυρισμό περί πραγματικής τους έδρας στον Πειραιά αλλά και γενικά όλους τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Επομένως υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων του Πειραιά να δικάσουν την προκείμενη διαφορά  αφενός λόγω της δωσιδικίας της (πραγματικής)  έδρας των τεσσάρων πρώτων εναγομένων  σε συνδυασμό και με τον μεταξύ των εναγομένων  δεσμό ομοδικίας, αλλά και του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης δανείου και των τροποποιήσεων αυτής, στο υποκατάστημα που διατηρούσε η δανείστρια Τράπεζα στον Πειραιά (άρθρα 25 παρ.2, 33 και 37 ΚΠολΔ), επιπρόσθετα δε και με βάση τις άνω αναφερόμενες διατάξεις του  Καν44/2001, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα. Κατά συνέπεια  όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους είναι αβάσιμα και θα πρέπει ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Σε συνέχεια των ανωτέρω απορριπτέος είναι και ο τέταρτος, τελευταίος λόγος της έφεσής τους με τον οποίο και όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο,  οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει χωρήσει αναγνώριση και αποδοχή από μέρους τους της ένδικης οφειλής. Σε κανένα σημείο των πρωτόδικων προτάσεών τους και της προσθήκης αυτών που κατατέθηκαν νομότυπα πριν τη συζήτηση της σε βάρος τους αγωγής,  δεν αναφέρουν οτιδήποτε για την ένδικη οφειλή τους και ουδόλως αναφέρονται ή αρνούνται την επίδικη σύμβαση δανείου και τις τροποποιήσεις της, την εξ αυτής απαίτηση του ενάγοντος νομικού προσώπου, τις επί μέρους εγγραφές του λογαριασμού που τηρούνταν από την δανείστρια Τράπεζα προς εξυπηρέτηση του δανείου, ούτε, τέλος, και αυτό ακόμα το ύψος της επίδικης απαίτησης. Επομένως και σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις, η από μέρους τους έλλειψη οποιασδήποτε άρνησης της ένδικης απαίτησης, δεν οδηγεί απλώς σε έλλειψη αμφισβήτησή της, αλλά σε σαφή από μέρους τους συνομολόγησή της και συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια με την εκκαλουμένη απόφαση, ότι έχουν οι εναγόμενοι  αναγνωρίσει και αποδεχτεί την εν λόγω οφειλή πλην με, εν μέρει, διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τους διαδίκους με τον τέταρτο λόγο της  έφεσης είναι ουσία αβάσιμα και απορριπτέα .

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της εκκαλουμένης που απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί αοριστίας της αγωγής, κυρίως, όπως εκθέτουν στο εφετήριο, ως προς την ενσωματωμένη κίνηση του μεταξύ των αντιδίκων τηρουμένου λογαριασμού, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι «τα μαθηματικά αποτελέσματα των κινήσεων του λογαριασμού ουδόλως προκύπτουν και συνεπώς ο λογαριασμός αυτός είναι άκυρος και εξ ορισμού καθιστά αόριστη την υπό κρίση αγωγή».

Σύμφωνα με  τη διάταξη του άρθρου 806 του ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και ο τελευταίος  έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα, της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από το δανειστή προς τον οφειλέτη, κατά κυριότητα, ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου. Επομένως δεν είναι  αναγκαίο για το ορισμένο της σχετικής αγωγής να παρατίθενται άλλα, πλην των ανωτέρω,  στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση  και τη λειτουργία της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής (ΑΠ 1510/2011, 889/2010, 1598/2003, ΕφΘεσσ 2253/2014, ΕφΑθ 5954/2011, ΕφΛαρ 163/2011, ΕφΑθ 4295/2008 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΛαρ 305/2004 Δικογ. 2004.501).Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, προκύπτει με σαφήνεια ότι, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής,  όρια (ΑΠ 419/2004 ΕλλΔνη 47. 146). Το Εφετείο, επιλαμβανόμενο της διαφοράς, εξετάζει εάν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή, όπως το πρωτοβάθμιο διαδικασία (ΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 29. 112). Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή (εισαγωγικό δικόγραφο), την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξουσία δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το ορισμένο και το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει, αν ελλείπουν τα κατά νόμο, απαιτούμενα για την θεμελίωσή της στοιχεία (ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 481/2014, ΕφΑθ 1778/2011 δημοσ  στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 110/2006 ΕλλΔνη 48. 1477). Συνακόλουθα όλων αυτών, η υπό κρίση αγωγή έχουσα το προαναφερόμενο, με στοιχείο ΙΙ της παρούσας απόφασης, ιστορικό και αίτημα, περιέχει όλα τα σύμφωνα με το  άρθρο 216 ΚΠολΔ αναγκαία στοιχεία για τη νομική θεμελίωσή της στις διατάξεις των άρθρων 806 και 807 του Α.Κ. και, αληθών υποτιθεμένων αυτών,  για τη γέννηση του δικαιώματος απόδοσης δανείου και τη δικαστική της εκτίμηση, αφού αναφέρεται σ’ αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων, υπό τις αναλυτικά αναφερόμενες σ’ αυτό ιδιότητές τους, σύμβασης δανείου,  την παράδοση και μεταβίβαση στις δανειολήπτριες (πρώτη και δεύτερη των εναγομένων εταιριών), κατά κυριότητα, του χρηματικού ποσού των 9.150.000 δολ ΗΠΑ και τη συμφωνία των ανωτέρω για την απόδοσή του, τέλος και των απαιτουμένων κατά το άρθρο 847 Α.Κ. στοιχείων που αφορούν τις συμβάσεις εγγύησης που καταρτίστηκαν μεταξύ της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και των λοιπών εναγομένων,  και ως εκ τούτου είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ο περί του αντιθέτου δεύτερος  λόγος της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή λόγω αοριστίας, συνιστάμενη, αποκλειστικά  στο  ακατάληπτο του εμπεριεχόμενου στο αγωγικό δικόγραφο  λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση του ένδικου δανείου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Άλλωστε οι ισχυρισμοί των εναγομένων που αφορούν τον εν λόγω λογαριασμό και τις εγγραφές σ’ αυτόν,  σχετίζονται με την από μέρους τους άρνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής την οποία, όπως εκτίθεται ανωτέρω, στον πρώτο λόγο της έφεσης, ουδόλως αμφισβήτησαν πρωτοδίκως, αφού δεν αρνήθηκαν ούτε γενικά ούτε ειδικά, ρητά και σαφώς  την ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών κατά παραδεκτό τρόπο, όπως αναλύθηκε παραπάνω (σχετ. σκέψη με στοιχείο Α).Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4,  520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ  το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων, τους λόγους της, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια οι πλημμέλειες ή οι αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης που αναφέρονται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή, διαφορετικά οι λόγοι απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπάγγελτα (ΑΠ 1003/2017, 305/2001, ΕΠ 381/2015, ΕφΘεσσ 1191/2009, 379/2004, ΕφΔωδ 39/2004 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, χωρίς να αναφέρονται οι συγκεκριμένες διατάξεις που παραβιάστηκαν αλλά και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, παρ. 540επ). Συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα, ο τρίτος  λόγος της υπό κρίση έφεσης σύμφωνα με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα, κακώς και παρά το νόμο απέρριψε την ένσταση περί ακυρότητας της ενσωματωμένης στην αγωγή της αντιδίκου κίνησης λογαριασμού γιατί φέρει απολύτως άκυρη επικύρωση, διότι «υπογράφεται απλώς και μόνο από τον κ. ……..» και δεν έχει, όπως απαιτεί ο νόμος, επικύρωση από δικηγόρο ή από δυο άλλους υπαλλήλους της τράπεζας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας αφού δεν μνημονεύονται σ’ αυτόν   ποιες συγκεκριμένες διατάξεις παραβίασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την κατά τα άνω κρίση του.  Δεν εκθέτουν, ούτε στοιχειωδώς ή έστω επιγραμματικά ή ακόμη και υπαινικτικά, τις  φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, τα αποδιδόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση νομικά σφάλματα του δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτών, καθώς και οι παραδοχές, υπό τα οποία φέρεται ότι συντελέσθηκε η παραβίαση αυτή.Εν όψει όλων αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, όπως εκτίθεται παραπάνω, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, αναγνωρίζοντας την διεθνή δικαιοδοσία αυτού να δικάσει την κρινόμενη υπόθεση και κρίνοντας ότι οι εναγόμενοι έχουν αναγνωρίσει και αποδεχθεί την ένδικη οφειλή τους. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης και στη συνέχεια, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως  ουσία αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος νομικού προσώπου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου άσκησης της έφεσης στο δημόσιο ταμείο, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της απόφασης.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει αντιμωλία των διαδίκων.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-11-2016 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……….) έφεση των εναγομένων κατά της 1732/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων.Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου νομικού προσώπου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 4η Σεπτεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις  24 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ