Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 641/2018

Αριθμός 641/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από  15-12-2017 (ΓΑΚ …., ΕΑΚ …..) κλήση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες νομότυπα επαναφέρουν προς συζήτηση την από 4-2-2009 (αριθ. κατ. ………) έφεσή τους κατά της υπ’ αριθ. 3354/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί της από 10-3-1999 αγωγής  τους (αριθ.κατ. …….) αντιμωλία των διαδίκων κατά την ισχύουσα κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως ενώπιόν του ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ ΚΠολΔ), η οποία, αν και ήδη καταργηθείσα από τον ν.4335/2015,  θα εφαρμοστεί και από το παρόν Δικαστήριο ενόψει του ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016 (αρθ.1 αρθ. 9 παρ. 2 ν 4335/2015). Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα γιατί δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε τριετία (αρθ.518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015). Με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 17-5-2018 προτάσεις τους,  οι εκκαλούντες ασκούν παραδεκτώς (αρθ. 674 παρ. 1 ΚΠολΔ) πρόσθετο λόγο.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 εδ. α`, 73, 313§1 εδ. δ`, 516 ΚΠολΔ και 35 ΑΚ συνάγεται ότι η έφεση που ασκήθηκε στο όνομα διαδίκου ήδη αποβιώσαντος κατά την άσκησή της (κατάθεσή της- άρθ. 495 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋποθέσεως, δηλαδή της ικανότητας του προσώπου να είναι διάδικος (ΑΠ 369/2013, 658/2012, 1611/2011, ΑΠ 1641/2006 κ.α.- “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, οι καλούντες-εκκαλούντες δηλώνουν με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους ότι ο πρώτος εκκαλών ……….. απεβίωσε και ότι αυτοί συνεχίζουν τη δίκη ως καθολικοί του διάδοχοι. Ωστόσο, από το μετ΄επικλήσεως προσκομιζόμενο από τους ίδιους πιστοποιητικό της Δημοκρατίας των Μαλδίβων (με αριθμό ………), πολίτες της οποίας είναι οι προαναφερόμενοι, προκύπτει ότι ο ανωτέρω ………. -πρώτος των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων (που, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανωτέρω αγωγής, ήταν ο πατέρας του θανόντος κατά το ένδικο ναυάγιο ………) απεβίωσε στις 23 Μαρτίου 2003, δηλαδή πριν την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, που έλαβε χώρα στις 4-2-2009 (βλ. την υπ’ αριθ…… έκθεση καταθέσεως αυτής στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η υπό κρίση έφεση ως προς τον πρώτο εκκαλούντα είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο πρόσθετος λόγος ως προς τον πρώτο  των ασκούντων. Κατ’ ακολουθία, δεν τίθεται θέμα βίαιης διακοπής της δίκης λόγω του θανάτου του προαναφερόμενου προσώπου και η σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των λοιπών εκκαλούντων, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά, στερείται έννομων συνεπειών (βλ. ΕφΠειρ 56/2016 – “Νόμος”). Ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 532, 533 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, με τον πρόσθετο λόγο.  Με την  υπό κρίση έφεση, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, θεωρείται ότι έχει προσβληθεί και η μη οριστική υπ΄αριθ. 5458/2000 απόφαση  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επί της ανωτέρω αγωγής και διέταξε να συμπληρωθεί η έλλειψη της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου που εκπροσώπησε τους ενάγοντες. Σημειώνεται ότι η υπό κρίση έφεση αν και στρέφεται κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Τριμελούς Εφετείου καθόσον κατά το χρόνο ασκήσεώς της (4-2-2009) δεν είχε ακόμα ιδρυθεί το Μονομελές Εφετείο (αρθ 4 παρ. 2 Ν. 3994/2011).

Οι καθών η κλήση, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά την ακροαματική διαδικασία (βλ. ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά), η οποία περιέχεται και στις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 17-5-2018 έγγραφες προτάσεις τους, δηλώνουν ότι ο αρχικώς πρώτος εναγόμενος-εφεσίβλητος, ………., πατέρας τους, απεβίωσε στις 11-12-2016 και ότι οι ίδιοι είναι μοναδικοί εκ διαθήκης κληρονόμοι του με το ευεργέτημα της απογραφής. Μετά τον θάνατο του αρχικώς εναγομένου-εφεσίβλητου, η δίκη παραδεκτώς (286επ ΚΠολΔ) επαναλαμβάνεται από τους προαναφερόμενους, τη δε ιδιότητά τους ως κληρονόμων του αρχικώς εναγομένου-εφεσιβλήτου, την οποία εξάλλου δεν αμφισβητούν οι καλούντες-εκκαλούντες, αποδεικνύουν προσκομίζοντας τη σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου, πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών και εκθέσεις αποδοχής κληρονομίας. Με τις ίδιες προτάσεις, οι καθών υποβάλλουν το αίτημα να υποχρεωθούν οι καλούντες-εκκαλούντες στην παροχή εγγυοδοσίας λόγω υπάρξεως προφανούς κινδύνου αδυναμίας εισπράξεως των δικαστικών εξόδων που ενδέχεται να επιδικασθούν σε βάρος τους σε περίπτωση ήττας τους.        Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του.   Σύμφωνα, όμως, με το επόμενο άρθρο, 170 αριθ. 6 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται εγγυοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 169, μεταξύ άλλων και στις εργατικές διαφορές. Το αίτημα αυτό, το οποίο έχει χαρακτήρα δικονομικής αναβλητικής της δίκης ενστάσεως που ως δικονομικό ζήτημα, ερευνάται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο διότι, όπως προαναφέρεται, εγγυοδοσία δεν επιτρέπεται στις εργατικές διαφορές. Η ένδικη δε διαφορά είναι εργατικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 663 αριθ. 1 ΚΠολΔ ως πηγάζουσα από ναυτεργατικό ατύχημα, δηλαδή βίαιο συμβάν που έγινε με αφορμή την παροχή εργασίας, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη του θανόντος εργαζομένου ναυτικού και με αυτή οι συγγενείς του τελευταίου διώκουν τη διάγνωση του πταίσματος του υπό του εναγομένου – εργοδότη προστηθέντος προσώπου (πλοιάρχου του αναφερόμενου πλοίου) στην πρόκληση του ατυχήματος και του εξ αυτού θανάτου του ναυτικού αφετέρου την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και αποζημιώσεως από στέρηση διατροφής (βλ. ΑΠ 1530/2004 ΕλλΔνη 2005.788, ΕφΚρήτης 473/2007, Δνη 2008, 1474, ΕφΠειρ 878/1999 – “Νόμος”).  Περαιτέρω, οι ανωτέρω με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι τα δικόγραφα της εφέσεως, της κλήσεως και της αγωγής πάσχουν ακυρότητας διότι δεν αναγράφονται σε αυτά οι διευθύνσεις κατοικίας και το ΑΦΜ των εναγόντων-εκκαλούντων-καλούντων, όπως απαιτεί το άρθρο 118 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η έλλειψη των ανωτέρω στοιχείων, που πράγματι λείπουν από τα υπό κρίση δικόγραφα, δεν οδηγεί σε ακυρότητα αυτών αφού τέτοια κύρωση δεν προβλέπεται στο άρθρο 118 ΚΠολΔ ούτε στο άρθρο 119, η σχετική δε υποχρέωση έχει τεθεί αφενός για να μην ανακύπτει αμφιβολία για την ταυτότητα των διαδίκων, πράγμα που δεν επικαλούνται οι καθών ούτε άλλωστε ανακύπτει εν προκειμένω αφετέρου για να μη δημιουργείται δυσχέρεια στις επιδόσεις.

Με την ως άνω αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι αποτελούσαν την οικογένεια του ……., ο οποίος απεβίωσε κατά το ναυάγιο που προκλήθηκε εξαιτίας της συγκρούσεως του υπό κυπριακή σημαία πλοίου “S.”, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ως καθαριστής, με το επίσης κυπριακής σημαίας πλοίο “N.”, σύγκρουση που έλαβε χώρα στα Στενά του Βοσπόρου, στις 13-3-1994,  υπό τις λεπτομερώς περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι το πλοίο “S.”  ανήκε κατά κυριότητα στην κυπριακή εταιρεία  “……….”, διαχειρίστρια αυτού ήταν η παναμαϊκή εταιρεία “………….” και τον εφοπλισμό του  ασκούσε από τον Πειραιά ο ήδη  αποβιώσας εναγόμενος . ……  Ότι ο θάνατος του ανωτέρω ναυτικού, που επήλθε  κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε αμέλεια του προστηθέντος από τον εναγόμενο πλοιάρχου του πλοίου S., ο οποίος δεν τήρησε τις αναφερόμενες διατάξεις νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών σχετικά με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, την ασφαλή ναυσιπλοΐα και την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα. Ζήτησαν δε μετά παραδεκτή παραίτησή τους από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον δεύτερο εναγόμενο …….. ως προς τον οποίο θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η αγωγή και περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό (βλ. υπ’ αριθ. 3354/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εναγόμενος, εργοδότης του θανόντος, υποχρεούται να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης  και για στέρηση διατροφής (των γονέων του – πρώτου και δεύτερου των εναγόντων και της ανήλικης τότε αδελφής του -ήδη ενήλικης) το ποσό των 61.400.000 δραχμών στον πρώτο ενάγοντα (πατέρα του θανόντος), το ποσό των 70.400.000 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα (μητέρα του θανόντος), των 34.000.000 δραχμών στη δεύτερη ενάγουσα για λογαριασμό της ανήλικης κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής θυγατέρα της (αδελφή του θανόντος), η οποία ήδη ενηλικιώθηκε και παρίσταται ατομικώς, και από ποσό 10.000.000 δραχμών σε καθένα από τους τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων (αδέλφια του θανόντος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 5458/2000 μη οριστική απόφασή του, μετά από ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας που πρότειναν παραδεκτώς οι εναγόμενοι, διέταξε να συμπληρωθεί η έλλειψη πληρεξουσιότητας του δικηγόρου που εκπροσώπησε ενώπιόν του τους ενάγοντες εντός δύο μηνών από την επίδοση της αποφάσεως. Ο προαναφερόμενος δικηγόρος επιχείρησε να συμπληρώσει την πληρεξουσιότητα εννέα έτη μετά την κατάθεση της αγωγής, σε νέα συζήτηση αυτής το έτος 2008. ‘Ομως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η χορήγηση πληρεξουσιότητας στον ανωτέρω δικηγόρο και ακολούθως κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της αγωγής και τις μετέπειτα ασκηθείσες διαδικαστικές πράξεις (αρθ. 104, 105 ΚΠολΔ) και καταδίκασε τον παραστάντα δικηγόρο στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων (105 παρ. 3 ΚΠολΔ), την οποία όρισε στο ποσό των 11.500 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής τους, με τον πρόσθετο δε λόγο εφέσεως επικαλούνται νέα πληρεξούσια στα οποία περιλαμβάνεται ρητή έγκριση της ασκηθείσης αγωγής. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι καθών ανακάλεσαν την ένσταση της πληρεξουσιότητας που πρωτοδίκως είχε υποβάλει  ο ήδη θανών πατέρας τους δηλώνοντας ότι έλεγξαν τα νέα πληρεξούσια που τους επέδειξαν οι εκκαλούντες και ότι διατηρούν αυτή μόνο ως προς τον πρώτο εκκαλούντα (βλ. ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά), ως προς τον οποίο, όμως, όπως προαναφέρεται, η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και συνεπώς στερείται εννόμων συνεπειών η κατ΄αυτού ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ.1, 96, 97 παρ. 1 και 2 και 98 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα, που δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση του διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες για τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104 του ίδιου Κώδικα, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, καθώς και η υπέρβασή της εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 159 αρ. 1, 544 αριθ. 4 του ΚΠολΔ, 211, 219 και 238 του ΑΚ προκύπτει ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε, ως δικηγόρος, πρόσωπο που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενέστερα τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου που προηγήθηκαν. Η έγκριση μπορεί να γίνει είτε ρητά είτε σιωπηρά, με πράξεις εμφαίνουσες πρόθεση ισχυροποιήσεώς τους, έχει αναδρομική ενέργεια και η ύπαρξή της ερευνάται από το δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 1408/1984, ΟλΑΠ 626/1980, AΠ 344/2014, ΑΠ 254/2016, ΑΠ 1152/2017 – “Νόμος”). Κατ’ επέκταση, το απαράδεκτο ή η ακυρότητα, που προκαλεί η έλλειψη πληρεξουσιότητας, καλύπτονται αναδρομικά, ακόμη και αν πρόκειται για ειδική πληρεξουσιότητα (ΟλΑΠ 1408/1984), αν ο διάδικος, που εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο χωρίς πληρεξουσιότητα, εγκρίνει στη συνέχεια τις μέχρι τότε πράξεις του δικηγόρου, και μάλιστα είναι αδιάφορο αν παρίσταται με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο, αφού η έγκριση αφορά τις πράξεις και όχι το πρόσωπο (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 818/2017 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, όλοι οι εκκαλούντες (πλην, φυσικά, του αποβιώσαντος πρώτου) προσκομίζουν με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένα και μεταφρασμένα αντίγραφα πέντε έγγραφα πληρεξούσια (ένα για τον καθένα) ενώπιον του δικηγόρου που εκτελεί και καθήκοντα Συμβολαιογράφου Μαλδίβων …………., με τα οποία χορηγούν πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο …………. και εγκρίνουν την από αυτόν άσκηση της ανωτέρω αγωγής και της υπό κρίση εφέσεως καθώς και όλες τις πράξεις που έχει ενεργήσει ενώπιον των Δικαστηρίων Πειραιώς σχετικά με τον θάνατο του …………..  Μετά ταύτα οι καθών με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφες προτάσεις τους (βλ. σελ 14) αλλά και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά ανακαλούν, ως προς όλους τους εκκαλούντες πλην του πρώτου, την ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας που πρωτοδίκως υπέβαλε ο ήδη θανών εναγόμενος πατέρας τους. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, μετά την έχουσα αναδρομική ισχύ ανωτέρω έγκριση, θεραπεύεται αναδρομικώς η ακυρότητα τόσο της ανωτέρω αγωγής όσο και όλων των μεταγενεστέρων αυτής διαδικαστικών πράξεων.  Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη η υπό κρίση έφεση και ο πρόσθετος λόγος και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη που κήρυξε άκυρες τις ανωτέρω πράξεις αφού η ακυρότητα αυτών θεραπεύθηκε αναδρομικώς. Εξυπακούεται ότι η εκκαλουμένη εξαφανίζεται ως προς όλες τις διατάξεις της εκτός από αυτή που κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της αγωγής και τις μετέπειτα διαδικαστικές πράξεις ως προς τον πρώτο εναγόμενο, μαζί δε με την εκκαλουμένη εξαφανίζεται και η συνεκαλουμένη υπ΄αριθ. 5458/2000 μη οριστική απόφαση. Ακολούθως πρέπει να κρατηθεί η αγωγή και να δικασθεί ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών προσώπων εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Έτσι, υπάρχει δικαιοδοσία των παραπάνω Δικαστηρίων όταν η έδρα ή η κατοικία του εναγομένου είναι στην ημεδαπή (ΕφΠειρ 516/2009 ΔΕΕ 2009 1373 ΕΝΔ 37.389, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝΔ 33.331). Περαιτέρω, με τη σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία επικυρώθηκε με το Ν. 1814/1988 και άρχισε να ισχύει από 1.4.1989, όταν πρόκειται για υπόθεση που οι διάδικοι κατοικούν ή εδρεύουν σε διάφορα κράτη, το Δικαστήριο θα εξετάσει αν η υπόθεση υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως αυτής και σε καταφατική περίπτωση, θα εξετάσει αν συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία του λόγω της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου  κατ` άρθρο 2 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλης ειδικής δωσιδικίας από τις αναφερόμενες στα άρθρα 5 έως 15 ΚΠολΔ ή λόγω ρητής παρεκτάσεως κατά το άρθρο 17 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, οι διάδικοι κατοικούν σε διαφορετικά κράτη, οι μεν ενάγοντες στη Δημοκρατία των Μαλδίβων, ο δε πρώτος εναγόμενος κατοικούσε, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, στον  Πειραιά  (οδός …………). Συνεπώς αρμόδια για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς  είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια και συγκεκριμένα τα Δικαστήρια του Πειραιά, ως Δικαστήρια του τόπου γενικής δωσιδικίας του αρχικώς  εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ), ως αρμόδια δε Δικαστήρια έχουν και διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ) προς επίλυση της επίδικης ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (ΕφΠειρ 220/2010 – “Νόμος”).  Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ,  1, 2, 3 επ. της Συμβάσεως της Ρώμης του έτους 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988 και αποτελεί, από 1-4-1991, εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σ`αυτή το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές ,  914 του ΑΚ, 1,16 του Ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η από ναυτεργατικό ατύχημα ευθύνη του εργοδότη, έναντι του υπ’ αυτού απασχολουμένου παθόντος ναυτικού, που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 1-4-1991) από τις διατάξεις της παραπάνω Συμβάσεως της Ρώμης (βλ. ΑΠ 1486/95 ΕΝΔ 24.222, ΑΠ 1023/96 Δ/νη 39.838, ΑΠ 1078/98 ΕΕργΔ 1999, 996). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίσθηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (βλ. ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία, από το άρθρο 25 του ΑΚ, να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της ανωτέρω Συμβάσεως της Ρώμης. Με τη διάταξη του άρθρου 3 της συμβάσεως αυτής, τίθεται ο γενικός κανόνας ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται κατ` αρχήν το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβασή τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της συμβάσεως, “το καθοριζόμενο από την παρούσα σύμβαση δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν πρόκειται για δίκαιο μη συμβαλλόμενου κράτους”, δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει η Σύμβαση εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τη Σύμβαση, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 7 παρ. 2, 5 παρ. 2 και 6 παρ. 1 αυτής, από τις οποίες, οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του FORUM ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά την ατομική σύμβαση εργασίας, ορίζεται ότι “1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή. 2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της συμβάσεως, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, το οποίο δίκαιο σε περίπτωση συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι αυτό της σημαίας του πλοίου, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας”. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 ορίζεται, συναφώς με τα παραπάνω, ότι “οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολογήσεως, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της συμβάσεως (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία , τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου “ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου”, εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολογήσεως) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα (βλ. ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29, 283 – ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29, 286 – ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27, 355 ή ΕλΔνη 41, 724 – ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25, 372 – ΑΠ 515/98 ΕΕΔ 58, 646 και ΕΝΔ 26, 375) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ` άρθρο 7 παρ. 2 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως.  Την τελευταία αυτή κατηγορία αποτελούν οι λεγόμενοι “κανόνες αμέσου εφαρμογής” του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποίοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 της Συμβάσεως αυτής, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (Ολ ΑΠ 47/1987, ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29, 283 – ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29,286 – ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25, 372 – ΑΠ 515/1998 ΕΝΔ 26,375 – ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27, 355, ΑΠ 668/85, ΕΝΔ 1476, ΕφΠειρ 520/1993, ΕΝΔ 21.431, ΕφΠειρ 731/2000, αδημ.,  Ζωή Παπασιώπη-Πασιά: Η κοινοτική σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, όπως ισχύει στην Ελλάδα σελ. 16 – 17, 27, 50, 52, 61, 62, Αναστ. Γραμματικάκη-Αλεξίου: Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ατομική σύμβαση εργασίας κατά την κοινοτική σύμβαση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του 1980, σελ. 28, 31, 32, 37, 41, 50 – 52, 62, 63, 80 – 81, 110, 111 – 112, Σπυρ. Βρέλλης προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη σύμβαση εργασίας σελ. 23 – 24, 33, 34, 44 – 45, 52 – 53). Όσον αφορά στο Ελληνικό δίκαιο, στους “κανόνες αναγκαστικού δικαίου” και “αμέσου εφαρμογής” περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915, που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή, σε περίπτωση θανάτου του, στους συγγενείς του, λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (βλ. ΕφΠειρ. 299/98 ΕΝΔ 26.391, ΕφΠειρ. 59/98 αδημ.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 εδ. α` του Εισαγωγικού του Νόμου, έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 ιδίου νόμου και 66 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), προκύπτει ότι ο παθών εκ ναυτικού ατυχήματος, δηλαδή ατυχήματος εργατικού από βίαιο συμβάν κατά τη διάρκεια και εξ αφορμής της εργασίας του ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενείς του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298, 914 και 922 του ΑΚ πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών. Διαφορετικά, δηλαδή αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, ο παθών μπορεί να ασκήσει μόνο την παρεχόμενη από τις διατάξεις του ν. 551/1915 αγωγή αποζημιώσεως (ΑΠ 166/1996 Δ/νη 37.1343). Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, ήτοι προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων (ΟλΑΠ 26/1995 Δ/νη 37.38, ΕΕΔ 55.459, ΑΠ 1132/1997 Δ/νη 40.621). Σε κάθε όμως περίπτωση, οι συγγενείς του παθόντος διατηρούν και την αξίωση κατά του εργοδότη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτού ή προστηθέντος υπό τούτου προσώπου (ΟλΑΠ 1117/1986 Δ/νη 28.113, ΑΠ 600/1996 Δ/νη 40.117, ΑΠ 1486/1995 ΕΝΔ 24.222, ΑΠ 80/2016, 88/2018 218/2018 -”Νόμος” ). Η  επιλογή από τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ναυτικής εργασίας του εφαρμοστέου δικαίου δεν ισχύει για τους κληρονόμους του ναυτικού όταν ασκούν δική τους, αυτοτελή αξίωση κατ`άρθρ. 1,6 του Ν. 551/1915 (βλ. ΑΠ 1078/1998 ΕΝΔ 27,1, ΕφΠειρ 220/2010- “Νόμος”). Από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16§1 του ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι` αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ` αυτούς (άρθρ. 922 ΑΚ) με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας και παράνομης πράξης ή παράλειψης. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 81/2013, ΑΠ 88/2018,  ΑΠ 218/2018  – “Νόμος”). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως, που απορρέει από τον σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύματος ως αόριστης νομικής έννοιας περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, οι παππούδες, ενώ, σημειωτέον, η επιδίκασή της, από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπομένης, χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της υπάρξεως, κατ` εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ. ΑΠ 21/2000). Επομένως, ο προσδιορισμός, τελικώς, από το δικαστήριο, των συγκεκριμένων εναγόντων, ως ανηκόντων στον κύκλο των προστατευομένων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων και η αντίστοιχη νομιμοποίησή τους, θα κριθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. και ειδικώς με βάση την προαναφερθείσα έννοια της “οικογένειας”, όπως προσδιορίζεται αποκλειστικώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την αντίστοιχη ερμηνεία της ίδιας διατάξεως που προαναφέρθηκε,  ανεξαρτήτως του εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση το (μη εφαρμοστέο όμως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγενείας του θανόντος και εκείνων που ζητούν την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης, προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου, του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος (ΟλΑΠ 10/2011 -”Νόμος”). Τέλος, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 Κ.Ι.Ν.Δ., ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 5/2009, κ.α.- “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εφόσον η υπό κρίση αγωγή ασκείται από την οικογένεια του θανόντος σε ναυτεργατικό ατύχημα ναυτικού κατά του εργοδότη του και με αυτή διώκεται η επιδίκαση σε αυτούς χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και διατροφής, το εφαρμοστέο δίκαιο θα κριθεί με βάση το άρθρο 25 ΑΚ και όχι με βάση το 26 ΑΚ, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι καθών. Επομένως,  εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή,  ο πρώτος εναγόμενος-εφοπλιστής του ένδικου πλοίου κατοικούσε στην Ελλάδα απ’ όπου διοικούσε το σύνολο των επιχειρήσεών του, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 346, 481, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, 53,66, 84,105,106 ΚΙΝΔ και 1,2,3,6 και 16 ν. 551/1915, στις οποίες και ερείδεται οι αγωγή, και όχι, όπως ισχυρίζονται οι καθών, το Κυπριακό Δίκαιο ως δίκαιο της σημαίας του πλοίου αφού δεν πρόκειται για ενοχή από αδίκημα αλλά για διαφορά με αφορμή τη σύμβαση εργασίας, όπως προεκτέθηκε, ούτε το δίκαιο των Μαλδίβων, που ισχυρίζονται οι καθών ότι επέλεξαν τα μέρη με τη σύμβαση ναυτολογήσεως του θανόντος, προεχόντως διότι με την αγωγή οι συγγενείς του παθόντος ασκούν δική τους αξίωση και συνεπώς δεν δεσμεύονται από την ανωτέρω επιλογή. Επιπλέον η αγωγή ερείδεται επί των διατάξεων των άρθρων 70, 176 ΚΠολΔ ενώ το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως ως μέσου εκτελέσεως κατέστη μη νόμιμο μετά τον περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό. Σημειώνεται ότι η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη καθόσον περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες του ναυτικού ατυχήματος, το πταίσμα του υπαιτίου και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και αποτελέσματος, απορριπτομένων όσων αντίθετων υποστηρίζουν οι καθών.

Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. …. και ….. ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μ.Ι, που προσκομίζουν με επίκληση οι καθών η κλήση και των οποίων  προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων (βλ. ….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ.Φ.) και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………, υιός της δεύτερης ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και αδελφός της τρίτης, τέταρτου, πέμπτης και έκτης των εκκαλούντων (βλ. το υπ’ αριθ. ………. πιστοποιητικό της Δημοκρατίας των Μαλδίβων που βεβαιώνει την ανωτέρω συγγένεια), δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας   που συνήψε με την εταιρεία “………”, η οποία είχε την καταστατική έδρα της στον …. αλλά την πραγματική στον ….. και η οποία ενεργούσε για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου ………, που ασκούσε τον εφοπλισμό του ένδικου πλοίου, όπως ειδικότερα θα εκτεθεί κατωτέρω, ναυτολογήθηκε, στις 16-3-1993, σε ηλικία 22 ετών,  με την ειδικότητα του καθαριστή, αρχικά στη πλοίο “E.” και ακολούθως μετατέθηκε στο υπό κυπριακή σημαία πλοίο “S.”, που ανήκε κατά κυριότητα στην εταιρεία “………..”, η οποία είχε την καταστατική της έδρα στη …. αλλά την πραγματική στον ……, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Ο μηνιαίος μισθός του συμφωνήθηκε σε  220 δολλάρια ΗΠΑ και 80 δολλάρια μηνιαίως για υπερωρίες και τον μήνα Μάρτιο του έτους 1994 είχε ανέλθει στα 380 δολλάρια ΗΠΑ. Ο ……. εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την προαναφερόμενη ειδικότητα έως τις 13-3-1994, ημεροχρονολογία κατά την οποία το εν λόγω πλοίο συγκρούσθηκε κατά το διάπλου του Βοσπόρου με το αντιθέτως κινούμενο, υπό κυπριακή επίσης σημαία, πλήρες φορτίου δεξαμενόπλοιο “N.”, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη και στη συνέχεια πυρκαϊά, που επέφερε την ολοσχερή σχεδόν καταστροφή και των δύο πλοίων και τον θάνατο έξι μελών του πληρώματος του δεξαμενόπλοιου και είκοσι έξι μελών του πληρώματος του ένδικου πλοίου, μεταξύ των οποίων και ο υιός και αδελφός των εναγόντων. Το ένδικο πλοίο ανήκε κατά κυριότητα στην κυπριακή εταιρεία ………. και από το έτος 1992 διαχειρίστρια αυτού ήταν η παναμαϊκή εταιρεία ……….. , η οποία είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα βάσει των ΑΝ 89/67, 378/68 και 27/75 (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ. 1241.1967/25/10-1-1995 βεβαίωση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας). Το εν λόγω πλοίο ήταν ελληνικών συμφερόντων αφού η κυρία του πλοίου, η ως άνω διαχειρίστρια αυτού αλλά και η εταιρεία που προσέλαβε τον θανόντα ναυτικό, που, όπως αναγράφεται στη ρηθείσα σύμβαση εργασίας του θανόντος, λειτουργούσε ως μεσίτρια για τις προσλήψεις των πληρωμάτων (recruting agent)  αλλά πάντως ως εκπρόσωπος και για λογαριασμό της εργοδοσίας, είχαν την πραγματική έδρα τους στον Πειραιά (μάλιστα η ως άνω διαχειρίστρια είχε εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά), όπως κάτοικος Πειραιώς ήταν και ο πρώτος εναγόμενος για λογαριασμό του οποίου προσελήφθη ο ναυτικός. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος, κατά τον ένδικο χρόνο, ουσιαστικά εκμεταλλευόταν από τον Πειραιά το πλοίο “S.”, όπως και άλλα πλοία, προβαίνοντας στις εκναυλώσεις αυτού, στην πρόσληψη των πληρωμάτων, στην καταβολή των μισθών τους και είχε εν γένει τη βούληση να ασκεί και ασκούσε για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτούσε το πλοίο και εκτός από την απολαβή των κερδών επωμιζόταν απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Η ιδιότητά του αυτή του εφοπλιστή ήταν γνωστή στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιά και του εξωτερικού, ιδιότητα η οποία έγινε δεκτή και με προηγούμενες αποφάσεις αυτού του Δικαστηρίου επί αγωγών συγγενών άλλων ναυτικών που απεβίωσαν εξαιτίας του ενδίκου ναυαγίου (βλ. ΕφΠειρ. 939/1999, 257/2002, 288/2002, 979/2005, 1038/2007 – προσκομιζόμενες). Επιπροσθέτως, ‘Ελληνας ήταν και ο πλοίαρχος του πλοίου καθώς και άλλοι αξιωματικοί και μέλη του πληρώματος (συνολικά 7 μέλη ενώ τα υπόλοιπα ήταν αλλοδαποί διαφόρων εθνικοτήτων). Επομένως, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η ένδικη σύμβαση παρουσιάζει από το σύνολο των περιστάσεων  στενότερο σύνδεσμο με το ελληνικό δίκαιο και όχι με εκείνο των Μαλδίβων, όπως ισχυρίζονται οι καθών η κλήση, ανεξαρτήτως του ότι στην ανωτέρω σύμβαση ναυτολογήσεως προβλέφθηκε ότι αυτή θα υπαγόταν στο δίκαιο των Μαλδίβων, συμφωνία που εξάλλου δεν δεσμεύει τους συγγενείς του θανόντος ναυτικού που ασκούν την αξίωση για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Εξάλλου, το δίκαιο που συμφωνήθηκε ως εφαρμοστέο δεν επιτρέπεται να στερήσει τον εργαζόμενο ναυτικό από την εφαρμογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του ελληνικού δικαίου μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και εκείνες του ν. 551/1915 που προαναφέρονται έστω και εάν στην υπό κρίση αγωγή δεν γίνεται ρητή μνεία  σε αυτές. Το ελληνικό δίκαιο είναι επίσης εφαρμοστέο και με το κριτήριο της επιχείρησης που προσέλαβε τον παθόντα ναυτικό εφόσον στην Ελλάδα βρισκόταν η εγκατάσταση της επιχείρησης που τον προσέλαβε υπό την έννοια ότι στην Ελλάδα βρισκόταν  η πραγματική έδρα της αφού από εκεί διεξαγόταν η πραγματική της διαχείριση και η όλη διεύθυνση την εργασιών της. Το προαναφερόμενο πλοίο, με πλοίαρχο τον ……….. και πλήρωμα είκοσι εννέα μελών απέπλευσε στις 12-3-1994 από τον Πειραιά, κενό φορτίου, με προορισμό τη Σεβαστούπολη της Ουκρανίας. Στις 13-3-2994 και περί ώρα 20.00, το υπό Κυπριακή σημαία δεξαμενόπλοιο “N.”  , με πλοίαρχο τον ………… και πλήρωμα είκοσι εννέα μελών, το οποίο είχε αποπλεύσει την προηγουμένη από τον λιμένα Νοβοροσίσκ (Novorossisk ) του Ευξείνου Πόντου, έμφορτο με 98.600 μετρικούς τόνους αργού πετρελαίου, με προορισμό τη Γένοβα της Ιταλίας, προσέγγισε την είσοδο των στενών του Βοσπόρου. Ο πλοίαρχος αφού έδωσε τις απαραίτητες εντολές και επικοινώνησε με τον πλοηγικό σταθμό Rumelikavagi, ζήτησε πλοηγό  προκειμένου να πλοηγήσει το πλοίο στα στενά. Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και στις 21.40 το πλοίο “N.” εισήλθε στο Βόσπορο. Η ταχύτητα του πλοίου μειώθηκε σταδιακά στο “ημιταχώς” και από ώρα 22.00 στο “αργά” ενώ ήδη από τις 21.00 ο πλοίαρχος βρισκόταν σε συνεχή  επικοινωνία με τον πλοηγικό σταθμό προκειμένου να επιβιβασθεί στο πλοίο ο πλοηγός. Στις 22.23 ο πλοίαρχος σήμανε “πρόσω ήρεμα” για να επιβιβασθεί ο πλοηγός ενώ ο υποπλοίαρχος με τον ναύκληρο είχαν μεταβεί στη δεξιά πλευρά του πλοίου και στο μέσον της για να κρεμάσουν τη σκάλα του πλοηγού. Κατά τον ίδιο χρόνο και από την αντίθετη κατεύθυνση έπλεε το Φ/Γ “S.”, το οποίο είχε φτάσει στην περιοχή Kavagi και συνέχισε να κινείται στο δίαυλο της κυκλοφορίας του με κατεύθυνση προς τον Εύξεινο Πόντο. O πλοίαρχος του N. αντιλήφθηκε τον πλοηγό να φεύγει από το πλοίο  S. περί ώρα 22.23 και αμέσως μετά, περί ώρα 22.25, αιφνιδίως το τελευταίο πλοίο άλλαξε πορεία, έστριψε αριστερά με ταχύτητα και άρχισε να κατευθύνεται προς το N. σε πορεία σύγκρουσης. Αμέσως, ο πλοίαρχος του Ν. έκανε “ανάποδα ολοταχώς-κινδύνου” και έθεσε το πηδάλιο “όλο δεξιά” ενώ παράλληλα προσπάθησε να ειδοποιήσει το άλλο πλοίο με συνεχείς συριγμούς και οπτικά σήματα. Το “S.” δεν ανταποκρίθηκε και συνέχισε την επικίνδυνη πορεία του με αποτέλεσμα να επιπέσει με την πλώρη του σχεδόν καθέτως στο μέσον περίπου της αριστερής πρωραίας Νο 1 δεξαμενής του N.. Εξαιτίας της συγκρούσεως προκλήθηκε έκρηξη και στη συνέχεια πυρκαϊά. Το φορτίο της δεξαμενής πήρε φωτιά που μεταδόθηκε και στο “S.”, το οποίο αμέσως τυλίχθηκε στις φλόγες. Τα δύο πλοία φλεγόμενα παρασύρθηκαν κολλημένα προς τα νότια. Σε κάποια στιγμή αποκολλήθηκαν και το μεν S. αφού διέγραψε δύο κύκλους προσάραξε στη θέση ANADOLU KAVAGI της Ασιατικής ακτής ενώ οι μηχανές του  συνέχιζαν να λειτουργούν στο “πρόσω”, το δε N. εξώκειλε στα αβαθή του Dikilikaya της Ευρωπαϊκής ακτής και συνέχισε να καίγεται. Συνέπεια της συγκρούσεως και της πυρκαϊάς που ακολούθησε ήταν να χάσουν τη ζωή τους έξι μέλη του πληρώματος του N. και 26 μέλη του πληρώματος του “S.”, μεταξύ των οποίων και ο …., υιός της δεύτερης ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και αδελφός των λοιπών. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπεύθυνο για τη σύγκρουση των ανωτέρω πλοίων και των όσων επακολούθησαν ήταν το πλοίο “S…”, το οποίο αναιτιολόγητα, από αμέλεια του πλοιάρχου του, έστριψε αιφνίδια αριστερά και συγκρούσθηκε σε κάθετη πορεία με το κανονικά κινούμενο εντός της ζώνης κυκλοφορίας του (τραφικ) δεξαμενόπλοιο “N.”. Tα περιστατικά αυτά έγιναν δεκτά και στην από 24-8-94 “πορισματική έκθεση ένορκης προανάκρισης” που διενήργησε ο πλωτάρχης ΛΣ …….. Ομοίως, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το Δικαστήριο αυτό με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του. Να σημειωθεί ότι στην προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 18-3-1994 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνετάγη κατόπιν εντολής του τοπικού  Τούρκου Εισαγγελέα καταλογίζεται μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης στο πλοίο “S……” (λόγω της αιφνίδιας και αναίτιας στροφής του αριστερά) , καταλογίζεται όμως ευθύνη και στο πλοίο “N…..”. Ειδικότερα αποδίδεται ευθύνη στον πλοίαρχο του τελευταίου διότι διέπραξε ορισμένα “λάθη”, όπως π.χ. ότι το πλοίο δεν μείωσε αρκετά την ταχύτητα στα Στενά (διότι δεν έγινε αντιληπτή η άκατος που μετέφερε τον πλοηγό), ότι αγνοούσε την ακριβή θέση του πλοίου του, ότι δεν παρακολουθούσε προσηκόντως την κυκλοφορία στα Στενά (διότι ο πλοηγός που θα συνόδευε το πλοίο δεν ήταν εκείνος που αρχικά είχε νομίσει ο πλοίαρχος), ότι το πλοίο βρισκόταν πλησίον της διαχωριστικής λωρίδας κυκλοφορίας και όχι στα δεξιά, ότι δεν είχε τις άγκυρες σε ετοιμότητα να τις ρίψει αμέσως και ότι δεν έκανε τους κατάλληλους ελιγμούς δεξιά, όπως θα έπρεπε). ‘Ομως, ενόψει των περιστατικών που έγιναν δεκτά προηγουμένως, οι αποδιδόμενες στον πλοίαρχο του Ν.  παραλείψεις και “λάθη” είτε δεν αποδείχθηκαν (όπως η μη διενέργεια των κατάλληλων ελιγμών, ταχύτητα, μη παρακολούθηση της κυκλοφορίας στα Στενά) είτε δεν συνδέονται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την υπ’ αριθ……… έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Ένωσης Πραγματογνωμόνων Νέας Υόρκης που συνετάγη από τον μηχανολόγο-μηχανικό Δ.Α. μετά από παραγγελία της κυρίας του πλοίου …………  Σύμφωνα με προαναφερθέντα, ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων συνιστά ναυτεργατικό ατύχημα με την έννοια που ανωτέρω αναλύεται καθόσον αποτελεί αναμφισβήτητα βίαιο συμβάν, που επήλθε από εξωτερικά αίτια εξαιτίας των συνθηκών εργασίας του και κατά τη διάρκεια αυτής. ‘Ομως, δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος αυτός ήταν αποτέλεσμα μη τηρήσεως ισχυόντων διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικά με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ένεκα μη τηρήσεως τούτων, δηλαδή της ειδικής αμέλειας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 και επομένως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη στήριξη της αγωγής στις διατάξεις περί αδικοπραξίας του κοινού αστικού δικαίου. Επομένως, η αγωγή κατά το μέρος της που η μητέρα του θανόντος και η ανήλικη κατά το χρόνο θανάτου του αδελφή του αξιώνουν επιδίκαση σε αυτές, ως αποζημίωση, διατροφής, την οποία θα τους παρείχε ο θανών μέχρι να συμπληρώσει το  76ο έτος της ζωής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω, η σύγκρουση των ανωτέρω πλοίων , που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, μεταξύ άλλων, του ……., οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια του προστηθέντος υπό του πρώτου εναγομένου πλοιάρχου του πλοίου “S….” , ο οποίος, από έλλειψη της προσοχής  που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει αλλά και κατά παράβαση των διεθνώς ισχυόντων κανόνων θαλάσσιας κυκλοφορίας, ενήργησε αιφνίδια στροφή αριστερά κατά την πορεία του πλοίου και οδήγησαν αυτό προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας στο οποίο εκινείτο κανονικά το πλοίο “N..” . Το ζημιογόνο δε αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την αμελή αυτή συμπεριφορά του προστηθέντος από τον εναγόμενο πλοιάρχου. Λόγω ακριβώς της αμελούς αυτής συμπεριφοράς (πταίσματος) του προστηθέντος από τον πρώτο εναγόμενο, οι ενάγοντες δικαιούνται κατ’ αρχήν να λάβουν χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του υιού και αδελφού τους καθόσον αυτοί περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος υπό την έννοια που ανωτέρω αναφέρθηκε, η σχετική δε αξίωσή τους εκ των άρθρων 914, 922, 932 ΑΚ δεν αποτελεί ναυτική απαίτηση ώστε να υπόκειται στην  ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 παρ. 6 ΚΙΝΔ, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι καθών προβάλλοντας την σχετική ένσταση, η οποία είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, αλλ’ υπόκειται  στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΚΠολΔ. Ο πρώτος  εναγόμενος με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του καθώς και οι καθολικοί του διάδοχοι με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους ισχυρίστηκαν ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων έχουν ρητώς δηλώσει ότι εξοφλήθηκαν ολοσχερώς για κάθε απαίτησή τους έναντι του εργοδότη από τον ένδικο θάνατο και ότι η σχετική δήλωσή τους αποτελεί “άφεση χρέους”, επικαλούνται δε προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού τους τις υπογεγραμμένες από τους δύο πρώτους ενάγοντες (πατέρα και μητέρα του θανόντος) εξοφλητικές αποδείξεις καθώς και βεβαίωση των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας των Μαλδίβων ότι καταβλήθηκε στους ανωτέρω δικαιούχους η αποζημίωση εξαιτίας του θανάτου του ναυτικού.

Στις διατάξεις των άρθρων 416 επ. ΑΚ, προβλέπονται οι τρόποι απόσβεσης της ενοχής. Μεταξύ αυτών είναι η καταβολή (άρθρο 416 ΑΚ) και η με συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη άφεση του χρέους (άρθρο 454 ΑΚ). Με την άφεση χρέους ο δανειστής παραιτείται από το ενοχικό δικαίωμα, δηλαδή από την απαίτησή του κατά του οφειλέτη για να αποσβεσθεί η ενοχή και να απαλλαγεί ο οφειλέτης από την υποχρέωση της παροχής. Ως παραίτηση δε από ενοχικό δικαίωμα μπορεί να γίνει μόνο με σύμβαση. Η σύμβαση αυτή είναι αναιτιώδης και δεν απαιτείται για το κύρος της τήρηση τύπου και έτσι μπορεί να συναφθεί ρητά αλλά και να συναχθεί σιωπηρά από πραγματικά γεγονότα. Πρέπει να είναι σαφής και αναμφίβολη και δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται. Εάν παρά την άφεση χρέους ο δανειστής επιχειρήσει να ασκήσει το δικαίωμά του, θα αποκρουστεί από τον οφειλέτη με την προβολή σχετικής ουσιαστικής ανατρεπτικής ενστάσεως (ΑΠ 1694/2017 – “Νόμος”).

Από την εκτίμηση των εγγράφων που επικαλούνται προς απόδειξη της ανωτέρω ενστάσεώς τους οι καθών αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. αποφάσεως του Δικαστηρίου Gn.fuah Mulaku της Δημοκρατίας των Μαλδίβων, οι γονείς του θανόντος, πρώτος και δεύτερη των εναγόντων, αναγνωρίστηκαν δικαιούχοι της αποζημιώσεως εξαιτίας του θανάτου του προαναφερόμενου υιού τους, ο πρώτος κατά ποσοστό 5/6 που αντιστοιχούσε στο πληρωτέο ποσό των 12.000 δολλαρίων ΗΠΑ και  η δεύτερη κατά ποσοστό 1/6 που αντιστοιχούσε στο πληρωτέο ποσό των 2.400 δολλαρίων ΗΠΑ. Οι προαναφερόμενοι δικαιούχοι εισέπραξαν τα ανωτέρω ποσά από την εταιρεία  ………, που ως αντισυμβαλλομένη στη ρηθείσα σύμβαση ναυτικής εργασίας για λογαριασμό του εργοδότη, ενήργησε και εν προκειμένω με την ανωτέρω ιδιότητα δηλαδή για λογαριασμό του εργοδότη. Ταυτοχρόνως με την καταβολή και την είσπραξη των εν λόγω ποσών, οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων χορήγησαν, χωριστά ο καθένας τους, στην ανωτέρω εταιρεία έγγραφη απόδειξη, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1996, υπογεγραμμένη τόσο από τους ίδιους όσο και από εκπρόσωπο της ανωτέρω εταιρείας αλλά και από υπάλληλο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών των Μαλδίβων. Στην από 3-3-1996 απόδειξη που χορήγησε η δεύτερη ενάγουσα (για τον πρώτο δεν εξετάζεται η ένσταση αφού αυτός έπαυσε να είναι διάδικος) περιλαμβάνεται η δήλωση ότι η υπογράφουσα εισπράττει το κατά 1/6 μερίδιό της στην αποζημίωση που είναι πληρωτέα βάσει του δικαίου των Μαλδίβων σχετικά με τον θάνατο του ………, το οποίο (μερίδιο) αντιστοιχεί στο ποσό των 2.400 δολλαρίων ΗΠΑ και μόνο, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση  της οφειλόμενης αποζημιώσεως σχετικά με τον ανωτέρω θάνατο και ότι απαλλάσσει από την ευθύνη τους εργοδότες και τους κυρίους του πλοίου S., δηλαδή την εταιρεία …….., την εταιρεία ……   καθώς και τους πράκτορες, υπαλλήλους, ασφαλιστές,  θυγατρικές εταιρείες και κάθε άλλο μέρος που αντλεί συμφέρον από την εκμετάλλευση του πλοίου, “καλούμενο στο παρόν  εφεξής ως εργοδότης” (“herein after collectively called the employer”).  Δήλωσε επίσης ότι με τη χορήγηση της ανωτέρω αποδείξεως αναγνωρίζει ότι απαλλάσσει τον εργοδότη από κάθε ευθύνη του που πηγάζει από τη σύγκρουση μεταξύ των πλοίων N. και  S., που έλαβε χώρα περί την 13η Μαρτίου 1994. Ακολούθως, το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών  της Δημοκρατίας των Μαλδίβων απέστειλε επιστολή τόσο προς την εταιρεία …… (με ημερομηνία  16-11-1997), όσο και την εταιρεία ……. (με ημερομηνία 7-1-1998), στην οποία διαβεβαιώνει ότι καταβλήθηκαν στους κληρονόμους των θανόντων οι οφειλόμενες από το ανωτέρω ναυτικό ατύχημα αποζημιώσεις λόγω θανάτου. Η περιεχομένη στην προαναφερόμενη από 3-3-1996 απόδειξη δήλωση της δεύτερης ενάγουσας φέρει όλα τα στοιχεία της αφέσεως χρέους, όπως αυτά ανωτέρω καθορίζονται, καθόσον είναι ρητή, σαφής και ανεπιφύλακτη και απευθύνεται προς την προσυπογράφουσα την απόδειξη εταιρεία ………….. ως εκπρόσωπο του εργοδότη του θανόντος καθώς και προς κάθε άλλο μέρος που αντλούσε συμφέρον από το πλοίο. Ταυτόσημο περιεχόμενο έχει και η από 3-3-1996 απόδειξη του πατέρα του θανόντος, ο οποίος εισέπραξε το ποσό των 12.000 δολλαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχούσε στο κατά 5/6 μερίδιο της οφειλομένης αποζημιώσεως. Επομένως, μετά και την καταβολή του ανωτέρω ποσού των 2.400 δολλαρίων ΗΠΑ στη δεύτερη ενάγουσα, η οποιαδήποτε, έναντι αυτής (δεύτερης ενάγουσας) οφειλή του εργοδότη του θανόντος ………… εξαιτίας του θανάτου του έχει αποσβεσθεί και πρέπει κατ΄αποδοχή της περί αφέσεως χρέους ενστάσεως που προτείνουν οι καθών προς απόρριψη της αγωγής, να απορριφθεί η τελευταία ως προς τη δεύτερη ενάγουσα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, της τελευταίας καταδικαζομένης στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, αδέλφια του θανόντος,  συγγένεια που αποδεικνύεται από το υπ΄αριθ. (OTHR) ………… πιστοποιητικό της Δημοκρατίας των Μαλδίβων,  οι οποίοι, κατά το χρόνο θανάτου του ηλικίας τότε 23 ετών αδελφού τους, ήταν η τρίτη 11 ετών, ο τέταρτος 18, η πέμπτη 16 και η έκτη 15, πρέπει, λαμβάνοντας  υπόψη τις συντρέχουσες περιστάσεις, δηλαδή το βαθμό πταίσματος του προστηθέντος υπό του πρώτου εναγομένου πλοιάρχου,  τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο θάνατος του προαναφερόμενου προσώπου, τον βαθμό συγγενείας, τους δεσμούς αγάπης που τους συνέδεε με τον παθόντα,  καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, όχι μόνο του υπόχρεου εφοπλιστή αλλά και των εναγόντων, οι οποίοι είναι πολίτες ενός κράτους στο οποίο ο κατώτερος μηνιαίος μισθός ενός δημοσίου υπαλλήλου ανερχόταν το έτος 2014, σύμφωνα με σχετική έκθεση του τμήματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Εργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ (United States Department of State, Bureau of Democracy, Human Rights and Labour)  στα 200 δολλάρια ΗΠΑ, το δε νόμισμα αυτής  (“rufiyaa”-ρουφίγια) ισοδυναμεί με έξι λεπτά (0,06) του ευρώ περίπου, ο δε θανών ναυτικός αμειβόταν με 380 δολλάρια ΗΠΑ μηνιαίως το έτος 1994, το Δικαστήριο κρίνει ότι  εύλογο για τη χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ψυχικής οδύνης  είναι το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ για τον καθένα .

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή  ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των καλούντων-εναγόντων και να αναγνωρισθεί ότι οι καθών, υπό την ιδιότητά τους των καθολικών διαδόχων του αρχικώς πρώτου εναγόμενου, …………., υποχρεούνται, ο καθένας κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, να καταβάλουν σε καθένα από τους προαναφερόμενους ενάγοντες ποσό επτά χιλιάδων (7.000)  ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος, ανάλογο της νίκης των ανωτέρω εναγόντων, σε βάρος του ηττηθέντος εναγομένου (176,  178, 183 ΚΠολΔ), στην καταβολή των οποίων υποχρεούνται οι καθών, ο καθένας  κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, σύμφωνα με τα ειδικότερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει την έφεση και τον πρόσθετο λόγο, που ασκήθηκε με τις προτάσεις, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Απορρίπτει την έφεση και τον πρόσθετο λόγο ως προς τον πρώτο των εκκαλούντων  ………

-Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση και τον πρόσθετο λόγο ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3354/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την υπ’ αριθ.  5458/2000 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ως προς όλους τους διαδίκους πλην του πρώτου ενάγοντος  ……………

-Κρατεί και δικάζει την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 10-03-1999 (αριθ.κατ. ………..) αγωγή ως προς τους λοιπούς διαδίκους πλην του πρώτου ενάγοντος.

-Θεωρεί την αγωγή μη ασκηθείσα ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ………….

-Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα ……….

-Καταδικάζει την ανωτέρω ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγομένου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

-Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόντων, ………….

-Αναγνωρίζει ότι οι καθών η κλήση, υποχρεούνται ως καθολικοί διάδοχοι του πρώτου εναγομένου, …………., να καταβάλουν, ο καθένας κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, σε καθένα από τους ανωτέρω ενάγοντες ποσό επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

-Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου ……….. τη δικαστική δαπάνη των ανωτέρω εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, στην καταβολή της οποίας υποχρεούνται οι καθών ως καθολικοί του διάδοχοι, έκαστος κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  4η Σεπτεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ