Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 421/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   421/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ειρήνη Ανδρουλάκη και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας ……………… την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ……….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./24.10.2018  αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 904/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 7.4.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./21.5.2020 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 15.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../16.6.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 7.4.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./21.5.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./22.5.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 15.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/16.6.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./16.6.2020 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 904/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 15.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../24.10.2018 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 3.3.2020, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διευκρινίστηκε με τις προτάσεις του, ο ενάγων …………….. ισχυρίστηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά πέντε [5] φορές με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 8.1.2017 έως και 20.7.2018 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό [Ε/Γ – Ο/Γ] πλοίο BS1, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός κόρων (16.391 κ.ο.χ.), της πλοιοκτησίας της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……………», αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) των ετών 2016 και 2017 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεταξύ του Πειραιώς και λιμένων του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαέξι [16] ώρες μέχρι τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με την εναγόμενη. Προσθέτως επικαλέστηκε ότι, μολονότι η πρώτη των ενδίκων σύμβαση εργασίας του λύθηκε στις 15.1.2017 λόγω ασθενείας του, που τον κατέστησε ανίκανο προς εργασία μέχρι τις 19.2.2017, η εναγομένη δεν του κατέβαλε πλήρη το νόμιμο μισθό ασθένειάς του. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατά το ήμισυ εκάστου αγωγικού κονδυλίου, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων επτακοσίων δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (33.702,93 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν, για μισθούς ασθένειάς του και για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τη συμβατική όμως μόνον βάση της και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε ένδεκα [11] ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή δέκα χιλιάδων εννιακοσίων οκτώ ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (10.908,98 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και ως διαφορές εορταστικών επιδομάτων, πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 των ΣΣΝΕ και μισθού ασθενείας του, καθώς και για αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν και, αφετέρου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς τον ενάγοντα καταβολή εξακοσίων πενήντα δύο ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (652,64 €), «που συνιστά το ήμισυ του κονδυλίου εξπρές δρομολογίων», με το νόμιμο τόκο από την τελευταία αποναυτολόγηση του ενάγοντος, πλην της απαιτήσεως στο επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2018, που κρίθηκε τοκοφόρα από 1.1.2019, ενώ απορρίφθηκαν οι ενστάσεις της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση χρηματικού ποσού χιλίων τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (1.346,68 €), που του είχαν καταβληθεί ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής η μεν πρώτη ρητά ως αβάσιμη και η δεύτερη σιωπηρά. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως …………, θαλαμηπόλου στο πλοίο BS1, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της με αριθμό …../19.4.2019 ένορκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… βεβαιώσεως του …………, που ως αρχιθαλαμηπόλος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2017 και 2018, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου της, με δήλωση του πληρεξουσίου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ως αγωγής (ως προς το ότι στις ειδικές διαδικασίες διατηρείται και μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015 η και προηγουμένως υφιστάμενη δυνατότητα του διαδίκου να κλητεύσει τον αντίδικό του για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης μετά την παρέλευση τουλάχιστον δύο εργασίμων ημερών με δήλωση του δικηγόρου του στο ακροατήριο που καταγράφεται στα πρακτικά βλ. ΜονΕφΑιγ. 35/2020, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ και Γ. Λαζαρίδη, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη, 2019, σελ. 575, σημ. 88), καθώς και των υπ’ αριθμ. …/16.1.2019, …/16.1.2019 και …/15.4.2019 τριών [3] ενόρκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Χίου …….. η πρώτη και της Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι λοιπές βεβαιώσεων του ……….., του …………. και του …………, αντίστοιχα, που απασχολήθηκαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου οι δύο [2] πρώτοι και του πρώτου μάγειρα ο τρίτος, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……../11.1.2019 και ………./10.4.2019 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στα Πρωτοδικεία Πειραιώς και Αθηνών …….. και …….., αντίστοιχα, οι οποίες όλες (κατάθεση και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος …………, που γεννήθηκε στην Αθήνα στις …….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …………… ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής ………, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός [16.391] κόρων, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……….. και αριθμό ΙΜΟ ….., ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2008 ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ίδια ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 8.1.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 15η.1.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λόγω ασθενείας του. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 19.2.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 10η.6.2017, οπότε και απολύθηκε επειδή έλαβε άδεια μηνιαίας διάρκειας. Ακολούθησαν τρεις [3] ακόμα ναυτολογήσεις του στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσαν η πρώτη από τις 16.7.2017 έως τις 2.11.2017 οπότε έλαβε άδεια έως 2.12.2017, η δεύτερη από τις 4.1.2018 έως τις 24.2.2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου και η τρίτη από την 1η.4.2018 μέχρι τις 20.7.2018, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε με αμοιβαία συναίνεση, όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Για δύο [2] από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 19.2.2017 και από 4.1.2018 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται εκατέρωθεν, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη, των δύο χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.080,74 €) και, με τη δεύτερη, των δύο χιλιάδων εκατόν δέκα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (2.110,92 €). Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (8.1.2017 έως 20.7.2018) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε αποκλειστικώς η από 23.8.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2796/5.9.2016),  οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, μολονότι ίσχυσαν μέχρι τις 31.12.2016, κατά το άρθρο 39 αυτής, κατέλαβαν και τους διαδίκους, όχι μόνον για το έτος 2017, όπως και ο ενάγων ορθώς επικαλείται [περί του ότι, επί παραπομπής με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας στις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, την εργασιακή σχέση που συνάπτεται μετά τη λήξη της οικείας ΣΣΝΕ, διέπει, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα βλ. ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και για το έτος 2018, αφού η επόμενη από 17.8.2017 ΣΣΝΕ, που κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, η οποία, λεκτέον παρεμπιπτόντως, δεν αύξησε έναντι εκείνης του έτους 2016 τους μηνιαίους μισθούς ενέργειας των κατωτέρων πληρωμάτων των επιβατηγών πλοίων ούτε τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, μολονότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, επειδή κατά το χρόνο της υπογραφής της  η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως δεν αμφισβητείται, λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου (θαλαμηπόλου) ορίστηκε σε εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (928,36 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (204,24 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(928,36 € + 204,24 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 353,45 €}, το δε ωρομίσθιο του επίκουρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (5,37 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (6,71 €) και σε οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (8,06 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του τα έτη 2017 και 2018 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.097,57 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπερτερούσε του συμβατικού μισθού του (2.080,74 €), που συνομολογήθηκε με ρήτρα της από 19.2.2017 έγγραφης ατομικής συμβάσεώς του, η οποία, όπως δεν αμφισβητείται, διείπε και τις υπόλοιπες του έτους εκείνου (τις από 8.1.2017 και από 16.7.2017 άτυπες όμοιες), ενώ υπολείπονταν του συμβατικού κλειστού μισθού του που συνομολογήθηκε με ρήτρα της από 4.1.2018 έγγραφης ατομικής του συμβάσεως (2.110,92 €), η οποία, όπως δεν αμφισβητείται, διείπε και την από 1.4.2018 άτυπη όμοια. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1 στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως ομοίως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε είκοσι [20] θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις [14] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα καθήκοντα των επίκουρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά το άρθρο 120 του οποίου οι επίκουροι βοηθούν τους θαλαμηπόλους στα ειδικά καθήκοντά τους ασχολούμενοι ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με την παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών των επιβατών κατά την επιβίβαση και της αποβίβασή τους και με την εκτέλεση κάθε ανατιθέμενης σ’ αυτούς από τον αρχιθαλαμηπόλο βοηθητικής εργασίας της ειδικότητας των θαλαμηπόλων, οι οποίοι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του ιδίου νομοθετήματος, διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο BS1 διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και κύριους προορισμούς τις Νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.1.2017 έως 15.1.2017, από 19.2.2017 έως 10.6.2017, από 6.9.2017 έως 2.11.2017, από 4.1.2018 έως 24.2.2018 και από 1.4.2018 έως 10.6.2018, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στα Ψαρά και στις Οινούσσες, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 02:05 της Τρίτης. Στους ενδιάμεσους λιμένες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως και κατά τους πλόες από τον Πειραιά. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2018 έως 16.5.2018 το πρόγραμμα των δρομολογίων του πλοίου δεν προέβλεπε προσεγγίσεις του στα Ψαρά και στις Οινούσσες. Στο δρομολόγιο της Κυριακής 8.10.2017 από τον Πειραιά το πλοίο προσέγγισε ενδιαμέσως και το λιμένα της Μυκόνου, όπου αφίχθη στις 00:05 της Δευτέρας και αναχώρησε μετά από δεκαπεντάλεπτη παραμονή. Σημειώνεται εδώ ότι δεν πραγματοποιήθηκαν τα δρομολόγια του πλοίου στις 16 και 18.5.2017 (από Πειραιά) και στις 17 και 19.5.2017 (από Μυτιλήνη), λόγω συμμετοχής, κατά τις ημερομηνίες αυτές, του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία [ΠΝΟ], ενώ ανεκτέλεστα παρέμειναν και τα δρομολόγια της Μεγάλης Παρασκευής 14.4.2017 από Μυτιλήνη και της Κυριακής του Πάσχα 16.4.2017 από Πειραιά. Το ίδιο συνέβη και με τα δρομολόγια του πλοίου της Μεγάλης Παρασκευής 6.4.2018 από Μυτιλήνη και της Κυριακής του Πάσχα 8.4.2018 από Πειραιά, τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν και με τα δρομολόγια της Τετάρτης 18.4.2018 από Μυτιλήνη και της Πέμπτης 19.4.2018 από Πειραιά, τα οποία παρέμειναν ανεκτέλεστα λόγω συμμετοχής, κατά τις ημερομηνίες αυτές, του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η ΠΝΟ. Στις 22.4.2017, 13.5.2017 και 20.5.2017 το πλοίο εκτέλεσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Κως – Ρόδος με επιστροφή, αναχωρώντας από τον Πειραιά στις 12:00 εκάστης ημέρας και καταπλέοντας στις 20:30 και στις 00:00 της επομένης διαδοχικά στην Κω και στη Ρόδο, για να αποπλεύσει από εκεί στις 02:00 και να αφιχθεί στον Πειραιά στις 14:00 το μεσημέρι. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 16.7.2017 έως 5.9.2017 το πλοίο παρέμεινε κατά βάση δρομολογημένο στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όμως πύκνωσαν οι πλόες του από και προς τη Μυτιλήνη, ενώ παρεμβλήθηκαν δρομολόγια και προς Σύρο – Μύκονο. Ειδικότερα, κατά το χρονικό αυτό διάστημα το πλοίο, πρώτον, κάθε Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά νωρίτερα (στις 06:25) και αναχωρούσε αργότερα (στις 21:00), δεύτερον, αποεπιβιβάσεις επιβατών στα Ψαρά και στις Οινούσσες πραγματοποιούσε στο δρομολόγιο της Πέμπτης από Πειραιά και της Κυριακής από τη Μυτιλήνη, τρίτον, κάθε Παρασκευή το πλοίο μετά την άφιξή του στη Μυτιλήνη στις 07:40 αναχωρούσε αμέσως στις 08:45 για το ταξίδι της επιστροφής και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 11:00 και αναχώρηση στις 11:20) κατέπλεε στον Πειραιά στις 18:00 το απόγευμα, για να αναχωρήσει εκ νέου στις 21:00 της ιδίας ημέρας (Παρασκευή) και δια μέσου της Μυκόνου, όπου αφικνείτο στις 01:00 και από όπου απέπλεε στις 01:30 και της Χίου (άφιξη στις 05:00 και αναχώρηση στις 05:30) να καταπλεύσει στη Μυτιλήνη το πρωί του Σαββάτου στις 07:50, για να ακολουθήσει νέα άμεση αναχώρηση στις 08:45, εικοσάλεπτης διάρκειας παραμονή στη Χίο και κατάπλους στον Πειραιά στις 18:00 το απόγευμα του Σαββάτου. Το τελευταίο δρομολόγιο της εβδομάδας εκκινούσε από την αφετηρία στις 21:00 το βράδυ του Σαββάτου και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 03:30 και αναχώρηση στις 04:00) κατέληγε στο λιμένα προορισμού (τη Μυτιλήνη) στις 06:30 το πρωί της Κυριακής, για να αποπλεύσει ξανά από εκεί αμέσως (στις 08:45) και μετά από αποεπιβιβάσεις επιβατών στους λιμένες της Χίου (άφιξη στις 11:00 και αναχώρηση στις 11:20), των Οινουσσών (άφιξη στις 11:45 και αναχώρηση στις 12:05) και των Ψαρών (άφιξη στις 13:35 και αναχώρηση στις 13:55) να καταλήξει στην αφετηρία (στον Πειραιά) στις 19:10 το απόγευμα της ίδιας ημέρας (Κυριακής), προκειμένου να εκτελέσει στη συνέχεια το δρομολόγιο των 21:00 για Χίο – Μυτιλήνη. Επιπλέον, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το πλοίο κάθε Τρίτη μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε μέχρι τις 13:45, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το απογευματινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. Να σημειωθεί εδώ, πρώτον, ότι κατά το δρομολόγιο της Τρίτης 1.8.2017 και 8.8.2017 από Πειραιά (αναχώρηση στις 21:00) το πλοίο προσέγγισε και το λιμένα της Νάξου, όπου αφίχθη στις 01:15 και από όπου αναχώρησε στις 01:30 με προορισμό τη Χίο και τη Μυτιλήνη, δεύτερον, ότι κατά τις Πέμπτες του χρονικού διαστήματος από 16.7.2017 έως και 5.9.2017 το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 06:25 δεν εκτελούσε παρεμβαλλόμενο δρομολόγιο μέχρι τις 21:00 της ιδίας ημέρας, οπότε αναχωρούσε για Ψαρά – Οινούσσες – Χίο – Μυτιλήνη και, τρίτον, ότι τούτο δε συνέβη κατά τις Πέμπτες του μηνός Αυγούστου του έτους 2017, κατά τις οποίες το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά εκτελούσε δρομολόγια προς Πάρο και Νάξο. Συγκεκριμένα, στις 3.8.2017 και στις 10.8.2017 αναχώρησε στις 08:30 με προορισμό την  Πάρο, όπου αφίχθη στις 12:30 και από όπου απέπλευσε στις 12:45 και τη Νάξο, όπου αφίχθη στις 13:30 και από όπου απέπλευσε στις 13:45 για να καταπλεύσει στην αφετηρία του στις 18:00, ενώ στις 17 και 24.8.2017 αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08:30 με προορισμό τη Νάξο (άφιξη στις 13:15 και απόπλους στις 13:30 και την Πάρο (άφιξη στις 14:15 και αναχώρηση στις 14:45) με επιστροφή απευθείας στον Πειραιά στις 18:45. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2018 έως και 10.6.2018  το πλοίο BS1 απασχολήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ρόδος με επιστροφή, πραγματοποιώντας τα ακόλουθα δρομολόγια με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου της Καλύμνου και της Κω: Από τον Πειραιά αναχωρούσε στις 19:00 της Δευτέρας, της Τετάρτης, της Παρασκευής και του Σαββάτου και, αφού προσέγγιζε στους λιμένες της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35 κατέπλεε στη Ρόδο στις 10:10 της Τρίτης και της Πέμπτης, στις 10:20 του Σαββάτου και στις 08:30 της Κυριακής. Η διαφορά στην ώρα άφιξης στο λιμένα προορισμού (Ρόδος) οφείλεται στο γεγονός, πρώτον, ότι στο δρομολόγιο της Παρασκευής από Πειραιά το πλοίο μετά τη Λέρο προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 05:45 του Σαββάτου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η άφιξή του στην Κω (07:00) και, δεύτερον, ότι το δρομολόγιο του Σαββάτου από Πειραιά δεν περιελάμβανε προσεγγίσεις σε άλλους λιμένες πλην της Κω (άφιξη στις 05:00) και της Ρόδου (άφιξη στις 08:30). Από τη Ρόδο το πλοίο αναχωρούσε στις 17:00 εκάστης Τρίτης, Πέμπτης, Σαββάτου και Κυριακής για να προσεγγίσει τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες με αντίστροφη πορεία και να ολοκληρώσει το δρομολόγιο στον λιμένα του Πειραιώς, όπου αφικνούταν στις 08:05 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής και στις 06:30 της Κυριακής. Κατά τον πλου της επιστροφής το πλοίο προσέγγιζε στην Κω στις 20:35, στη Λέρο στις 22:35, στην Πάτμο στις 23:55 και στη Σύρο στις 04:20, ενώ κατ’ εξαίρεση στο δρομολόγιο της Κυριακής προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου (άφιξη στις 21:40), ενώ το δρομολόγιο του Σαββάτου μετά την Κω δεν περιελάμβανε προσέγγιση σε άλλον ενδιάμεσο λιμένα. Να σημειωθεί ότι στις 17.5.2018, ημέρα Πέμπτη, πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο από Πειραιά (αναχώρηση στις 10:00) για Κω (άφιξη στις 18:45 και απόπλους μετά ημίωρο) και Ρόδο (άφιξη στις 22:15) με επιστροφή από εκεί (αναχώρηση στις 23:59) δια μέσου της Κω (άφιξη στις 03:00 και απόπλους στις 03:30) στον Πειραιά (κατάπλους στις 13:30 της Παρασκευής 18.5.2018. Να σημειωθεί ακόμα ότι το δρομολόγιο της Κυριακής 27.5.2018 από Ρόδο δεν εκτελέστηκε, ενώ την επομένη (28.5.2018), ημέρα Δευτέρα και εορτή του Αγίου Πνεύματος, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 07:00 για Κω (άφιξη στις 09:45 και αναχώρηση στις 10:15), Λέρο (άφιξη στις 11:40 και αναχώρηση στις 11:55), Πάτμο (άφιξη στις 12:50 και αναχώρηση στις 13:05), Σύρο (άφιξη στις 16:45 και αναχώρηση στις 17:00) και Πειραιά (κατάπλους στις 20:30), από όπου αναχώρησε εκ νέου στις 23:30 της ιδίας ημέρας για το αντίστροφο δρομολόγιο με τελικό προορισμό το λιμένα της Ρόδου στον οποίο κατέπλευσε στις 12:15 της Τρίτης 29.5.2018. Τέλος, Δ] κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως και 20.7.2018 το πλοίο εκτέλεσε εναλλασσόμενα ανά εβδομάδα δρομολόγια και, συγκεκριμένα, κατά τη μία εβδομάδα (αρχής γενομένης από Δευτέρα 11.6.2018) αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από τον Πειραιά στις 19:00 και προσέγγιζε στο λιμάνι της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 10:10 το πρωί της Τρίτης, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί εικοσάλεπτο της ώρας στους τρείς [3] πρώτους και επί ημίωρο στον τελευταίο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της ιδίας ημέρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Τετάρτης, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (άφιξη 20:05 και απόπλους 20:35), στη Λέρο (άφιξη 22:15 και απόπλους 22:35), στην Πάτμο (άφιξη 23:35 και απόπλους 23:55) και στη Σύρο (άφιξη 04:00 και απόπλους 04:20). Στις 19:00 της Τετάρτης το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:20), Πάτμο (άφιξη στις 02:05 της Πέμπτης), Λέρο (άφιξη στις 03:15), Κω (άφιξη στις 05:00) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 08:30, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες ισόχρονα, όπως και στο προηγούμενο δρομολόγιο, χρονικά διαστήματα. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 21:30, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών μόνο στο λιμένα της Κω, όπου κατέφθανε στις 13:05 της ημέρας εκείνης και απέπλεε μετά από είκοσι πέντε λεπτά της ώρας. Από την αφετηρία του αναχωρούσε αυθημερόν στις 23:55 με διαδοχικούς προορισμούς το Βαθύ, όπου κατέπλεε στις 07:15 το πρωί της επομένης και όπου παρέμενε επί είκοσι λεπτά της ώρας, την Κω, όπου κατέπλεε στις 10:45 και παρέμενε επί ημίωρο και τη Ρόδο, όπου αφικνείτο στις 14:00 το μεσημέρι της Παρασκευής, για να αναχωρήσει και πάλι στις 17:00 το απόγευμα με τελικό προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 07:00 το πρωί του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως προσεγγίσει τους ίδιους λιμένες (Κω στις 19:45 και Βαθύ στις 23:25). Η επόμενη αναχώρησή του από τον Πειραιά γινόταν μετά από τριάντα πέντε [35] ώρες, στις 18:00 το απόγευμα της Κυριακής, οπότε το πλοίο απέπλεε για τα δρομολόγια της επόμενης εβδομάδας, για να καταπλεύσει διαδοχικά στους λιμένες της Θήρας στις 00:35, της Κω στις 05:45, της Σύμης στις 08:25 και της Ρόδου στις 10:00 το πρωί της Δευτέρας, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί δεκαπέντε λεπτά στη Θήρα και τη Σύμη και επί τριάντα λεπτά στην Κω. Από τη Ρόδο το επόμενο δρομολόγιο εκκινούσε στις 16:00 και κατέληγε στον Πειραιά στις 06:00 το πρωί της επομένης (Τρίτη), έχοντας το πλοίο ακολουθήσει αντίστροφη πορεία με αποεπιβιβάσεις επιβατών στη Σύμη (άφιξη στις 17:00 και αναχώρηση στις 17:15), στην Κω (άφιξη στις 19:15 και αναχώρηση στις 19:45) και στη Θήρα (άφιξη στις 00:15 και αναχώρηση στις 00:30). Από τον Πειραιά το πλοίο αναχωρούσε άμεσα στις 07:30 της Τρίτης για Σύρο, όπου κατέπλεε στις 11:00 και παρέμενε επί εικοσάλεπτο της ώρας και Μύκονο, όπου κατέφθανε στις 12:10 και παρέμενε τριάντα πέντε λεπτά, για να επιστρέψει στη Σύρο στις 14:35 και μετά από εικοσιπεντάλεπτη παραμονή να αποπλεύσει για τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 18:30. Επόμενη αναχώρηση γινόταν στις 21:30 της ιδίας ημέρας με προορισμούς ενδιαμέσους μεν τη Θήρα (άφιξη στις 02:55 και απόπλους στις 03:20) και την Κω (άφιξη στις 07:50 και απόπλους στις 08:30) και τελικό τη Ρόδο (κατάπλους στις 11:10 το πρωί της Τετάρτης), από όπου στις 16:00 αναχωρούσε και πάλι και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο, με προσεγγίσεις στην Κω (άφιξη 18:40 και απόπλους στις 19:10) και στη Θήρα (κατάπλους στις 23:40 και απόπλους στις 23:59), κατέπλεε στον Πειραιά στις 05:30 το πρωί της Πέμπτης, για να αναχωρήσει άμεσα στις 09:00 με προορισμό και πάλι την Κω (άφιξη στις 17:00 και αναχώρηση στις 17:30) και τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 20:15, για να αποπλεύσει και πάλι αμέσως, στις 23:59, για Κω (άφιξη στις 02:35 και απόπλους στις 03:00), Λέρο (άφιξη στις 04:25 και απόπλους στις 04:45), Πάτμο (άφιξη στις 05:35 και απόπλους στις 05:55), Σύρο (άφιξη στις 09:20 και αναχώρηση στις 09:40) και Πειραιά (κατάπλους στις 12:55 το μεσημέρι της Παρασκευής). Στις 19:00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από την αφετηρία του και κατέπλεε διαδοχικά στη Σύρο στις 22:30, στην Κάλυμνο στις 03:20 του Σαββάτου, στην Κω στις 04:40 και στη Ρόδο στις 08:10, για να αναχωρήσει ξανά στις 09:30 με προορισμό την Κω (άφιξη στις 12:05 και αναχώρηση στις 12:30), τα Κατάπολα της Αμοργού (άφιξη στις 15:35 και αναχώρηση στις 15:55) και τον Πειραιά (κατάπλους στις 21:10 το βράδυ του Σαββάτου). Ακολούθως, το πλοίο αναχωρούσε άμεσα στις 23:55 και κατέπλεε διαδοχικά στα Κατάπολα (άφιξη στις 05:05 και απόπλους στις 05:25), στην Πάτμο (άφιξη στις 07:25 και απόπλους στις 07:45), στη Λέρο (άφιξη στις 08:35 και απόπλους στις 08:55), στην Κω (άφιξη στις 10:20 και απόπλους στις 10:50) και στη Ρόδο, όπου κατέφθανε στις 13:25 το μεσημέρι της Κυριακής, για να αναχωρήσει εκ νέου στις 17:00 της ιδίας ημέρας και προσεγγίζοντας διαδοχικά την Κω στις 20:05, την Κάλυμνο στις 21:20, τη Λέρο στις 22:30, την Πάτμο στις 23:40 και τη Σύρο στις 04:00 της Δευτέρας, να καταλήξει στο λιμάνι του Πειραιά στις 08:05. Να σημειωθεί ότι στις 14.6.2018, ημέρα Πέμπτη, το πλοίο απέπλευσε από τον Πειραιά στις 18:00 και δια μέσου της Θήρας (άφιξη στις 00:35 και αναχώρηση στις 00:50), της Ανάφης (άφιξη στις 01:55 και αναχώρηση στις 02:10) και της Κω (άφιξη στις 05:45 και αναχώρηση στις 06:15) κατέπλευσε στη Ρόδο στις 09:00 της επομένης, για να εκτελέσει στη συνέχεια το αντίστροφο δρομολόγιο αναχωρώντας από εκεί στις 16:00 και δια μέσου των ιδίων λιμένων να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 07:45 το πρωί του Σαββάτου. Να σημειωθεί ακόμα ότι τις Κυριακές του χρονικού διαστήματος του πρώτου εικοσαημέρου του μηνός Ιουλίου του έτους 2018 το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά, όπου είχε καταπλεύσει το πρωί του προηγούμενου Σαββάτου στις 07:00, μετά από συνεχή παραμονή εκεί διάρκειας σαράντα και πλέον ωρών (στις 21:30). Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κάθε ημέρα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο και, συγκεκριμένα, επί διακόσιες εβδομήντα τρεις [273] καθημερινές ημέρες, επί πενήντα έξι [56] Κυριακές, επί πενήντα δύο [52] Σάββατα και επί δεκαέξι [16] αργίες, συνολικώς δε επί τριακόσιες ενενήντα επτά [397] ημέρες. Ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος τουλάχιστον όσον αφορά τις είκοσι πέντε [25] ημέρες που, όπως προαναφέρθηκε, το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί (ΜονΕφΠειρ. 647/2014,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή που, όπως πιο κάτω υπό στοιχ. V της παρούσας θα αναφερθεί, ο ίδιος δεν βρισκόταν σ’ αυτό τελώντας σε άδεια. Επομένως, οι ημέρες κατά τις οποίες πρέπει να ερευνηθεί αν εργάστηκε υπερωριακά δεν υπερβαίνουν τις τριακόσιες εξήντα εννέα [394 οι ημέρες των ενδίκων ναυτολογήσεων – 25 ημέρες χωρίς υπερωριακή εργασία = 369]. Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο ενάγων υποστηρίζει ότι η συνολική ημερήσια απασχόλησή του στο πλοίου διαρκούσε δεκαέξι [16] ώρες, κατά τις οποίες, όπως παραδεκτώς με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό διευκρίνισε (για το ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο του είδους των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από τη μνεία της ειδικότητας και του βαθμού του ναυτικού που ενάγει για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, υποκειμένης, επομένως, της αγωγής του σε διόρθωση, συμπλήρωση και διευκρίνιση, βλ. ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.), ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή των επιβατών από τις 17:00 κάθε ημέρας αναχώρησης του πλοίου, ακολούθως με την παροχή υπηρεσιών στο μπαρ του πλοίου από τον απόπλου του και μέχρι τις 01:00, στη συνέχεια από τις 05:00 της επομένης με την αφύπνιση και την αρωγή των επιβατών κατά την αποβίβασή τους στο λιμένα προορισμού και εν τέλει με την καθαριότητα των κοιτωνίσκων τους, από τον κατάπλου του πλοίου και μέχρι τις 13:00 καθ’ εκάστη. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα που περιγράφει αλλά η εργασία του παρεχόταν καθημερινά κατά το χρονικό διάστημα από 23:00 έως 05:00 αποκλειστικά στο εξωτερικό μπαρ του πλοίου, που παρέμενε σε λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου και τις νυκτερινές ώρες και στη συνέχεια συμπλήρωνε το οκτάωρό του απασχολούμενος με τον ευπρεπισμό των κοιτωνίσκων των επιβατών επί δύο [2] ώρες μετά την άφιξη του πλοίου στον προορισμό του, ενώ μόνον κατ’ εξαίρεση εργαζόταν υπερωριακά, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης και της εκτέλεσης δρομολογίων εξπρές, παρίστατο σχετική ανάγκη αλλά και τότε η διάρκεια της υπερωρίας του δεν υπερέβαινε τη μία [1] ώρα ημερησίως. Οι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα αλληλοαναιρούμενοι να μην παρέχουν βάση ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες διεκδικούν την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγομένη, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ οι υπέρ της καταθέτοντες εξακολουθούν να απασχολούνται στο πλοίο BS1 και να μισθοδοτούνται από αυτήν. Για το λόγο αυτό και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) το γεγονός της καταβολής στον ενάγοντα για καθένα των μηνών από τον Ιούνιο του έτους 2017 και έως τον Ιούλιο του έτους 2018 χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του, γ) την ειδικότητα του ενάγοντος και εντεύθεν τη φύσης και το αντικείμενο της απασχόλησής του και δ) το γεγονός ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου BS1 και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Την εξαγωγή του αποδεικτικού αυτού πορίσματος στηρίζουν κυρίως τα έγγραφα του «αρχείου ωρών αναπαύσεως ναυτικών» των μηνών Μαΐου και Ιουνίου 2018, που προσκομίζει ο ενάγων και στα οποία εμφανίζεται (κατά τις εγγραφές των προεστημένων οργάνων της εναγομένης) συνεχής απασχόλησή του μεταξύ των ωρών 21:00 έως 09:00 σε ημερήσια βάση. Βέβαια, τα έγγραφα αυτά αποτυπώνουν την ημερήσια εργασία του ενάγοντος κατά τη διάρκεια μηνών με αυξημένη επιβατική κίνηση, ενώ τα αντίστοιχα αρχεία της εναγομένης για τους χειμερινούς μήνες δεν προσκομίζονται. Το συμπέρασμα όμως του Δικαστηρίου δεν παραλλάσσει, δεδομένου ότι ούτε οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί του είδους και της διάρκειας της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος διαφοροποιούνται ανάλογα με την εποχή του έτους και την αντίστοιχη επιβατική κίνηση. Ενόψει των ανωτέρω ο αγωγικός ισχυρισμός περί δεκαεξάωρης καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης, δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών της σε ημερήσια βάση απασχόλησής του μέρος του. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της Β έφεσης της εναγομένης, στα πλαίσια του οποίου αυτή επαναλαμβάνει τους και πρωτοδίκως προβληθέντες αμυντικούς ισχυρισμούς της, χωρίς όμως να αντικρούει (ή να εξηγεί) τις εγγραφές στο αρχείο ωρών αναπαύσεως ναυτικών. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της Β έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα απασχολήθηκε υπερωριακά επί τρεις [3] ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, δεκτού καθισταμένου του πρώτου λόγου της Α έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του: Α] Για τις διακόσιες πενήντα τρεις [253] καθημερινές ημέρες και τις σαράντα εννέα [49] Κυριακές (συγκεκριμένα δε τις 8.1, 19, 26.2, 5, 12, 19, 26.3, 2, 9, 30.4, 7, 14, 21, 28.5, 4.6, 16, 23, 30.7, 6, 13, 20, 27.8, 3, 10, 17, 24.9, 1, 15, 22, 29.10.2017 και 7, 14, 21, 28.1, 4, 11, 18.2, 1, 15, 22, 29.4, 13, 20.5, 3, 10, 17, 24.6, 1 και 8.7.2018) του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δηλαδή για συνολικά τριακόσιες δύο [253 + 49 = 302] ημέρες που εργάστηκε υπερωριακά και για τις, αντίστοιχες, χίλιες διακόσιες οκτώ [302 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 1208] ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων διακοσίων οκτώ ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (1208 ώρες Χ 6,71 € το ωρομίσθιο = 8.105,69 €) και Β) για τα πενήντα δύο [52] Σάββατα (συγκεκριμένα δε τις 14.1, 25.2, 4, 11, 18.3, 1, 8, 15, 22, 29.4, 6, 13, 20, 27.5, 3, 10.6, 22, 29.7, 5, 12, 19, 26.8, 2, 9, 16, 23, 30.9, 7, 14, 21.10.2017 και 13, 20, 27.1, 3, 10, 17, 24.2, 7, 14, 21, 28.4, 5, 12, 19, 26.5, 2, 9, 16, 23, 30.6, 7 και 14.7.2018) και τις δεκαπέντε [15] αργίες (συγκεκριμένα δε τις 27.2.2017, Καθαρή Δευτέρα, 25.3.2017, 17.4.2017, Δευτέρα του Πάσχα, 23.4.2017, εορτή του Αγίου Γεωργίου, 1.5.2017, 25.5.2017, εορτή της Αναλήψεως, 15.8.2017, 14.9.2017, 28.10.2017, 6.1.2018, εορτή των Θεοφανίων, 19.2.2018, Καθαρή Δευτέρα, 9.4.2018, Δευτέρα του Πάσχα, 23.4.2018,  εορτή του Αγίου Γεωργίου, 1.5.2018 και 17.5.2018, εορτή της Αναλήψεως), δηλαδή για τις εξήντα επτά (52 + 15 = 67) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις συνολικά οκτακόσιες τέσσερις (67 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 804) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (804 ώρες Χ 8,06 € το ωρομίσθιο = 6.480,24 €). Έναντι του ποσού που δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, όπως ο ίδιος συνομολογεί, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις αποδείξεις πληρωμής του, το συνολικό χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (4.756,13 €), ενώ, επιπλέον, από το ποσό που δικαιούται ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές του ίδιου χρονικού διαστήματος πρέπει να αφαιρεθούν τριακόσια ένδεκα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (311,18 €), που συνομολογείται ότι έλαβε από την εναγομένη. Επομένως, στον ενάγοντα για την αιτία αυτή (αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης) εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και εξήντα δύο λεπτών [(8.105,69 € + 6.480,24 € =) 14.585,93 € – (4.756,13 € + 311,18 € =) 5.067,31 € = 9.518,62 €).

IV. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Σε κάθε περίπτωση, ο συμψηφισμός του επιμισθίου στις αποδοχές που οφείλονται στον εργαζόμενο για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του, πέραν της συνομολόγησης κλειστού μισθού και την έγκυρη κατάρτιση συμφωνίας καταλογισμού προϋποθέτει επιπλέον και την καταβολή του από τον εναγόμενο και ενιστάμενο εργοδότη και όχι από τρίτον. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, βασικό όρο του συμψηφισμού αποτελεί η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες.

Με τον πρώτο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος χίλια τριακόσια σαράντα έξι ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (1.346,68 €), που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις λοιπές των επιδίκων άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Και τούτο ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι, όσον αφορά το έτος 2017, η συμφωνία αυτή δεν ήταν έγκυρη, αφού ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος δεν κάλυπτε το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του, όπως ήδη εκτέθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγόμενη κατέβαλε σ’ αυτόν ως «έκτακτες αμοιβές» του πέραν των νομίμων αποδοχών του, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση και, δεύτερον, του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τις εταιρίες … και ….., στις οποίες είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και οι οποίες εισέπρατταν το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλαν ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως (που το εισέπρατταν ως «έκτακτες αμοιβές» τους μέσω της μισθοδοσίας τους από την εναγομένη), ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών τους επί του πλοίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και, αφού συμπληρωθούν οι συνοπτικές σχετικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης Β έφεσης.

V. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία ουδέποτε του παρείχε διανυκτέρευση χωρίς μάλιστα να του καταβάλει πλήρες το νόμιμο αντάλλαγμα για τις μη παρασχεθείσες διανυκτερεύσεις και ζήτησε να αποζημιωθεί για είκοσι έξι (26) διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του κατά ένα μέρος και του επιδίκασε αποζημίωση ύψους διακοσίων σαράντα ενός ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (241,99 €). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ BS1 και τις αντίστοιχες αιτήσεις του, που εγκρίθηκαν με την υπογραφή του προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου, του Υπάρχου και του Πλοιάρχου του πλοίου, προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε ανά δύο [2] συνεχόμενες άδειες διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2017 και ανά δύο συνεχόμενες [2] άδειες διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του επομένου έτους 2018, συγκεκριμένα δε στις 4 και 5 Απριλίου 2017 (ημέρες Τρίτη και Τετάρτη, στις 4 και 5 Μαΐου 2017 (ημέρες Πέμπτη και Παρασκευή), στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 2017 (ημέρες Τετάρτη και Πέμπτη), στις 8 και 9 Οκτωβρίου 2017 (ημέρες Κυριακή και Δευτέρα), στις 6 και 7 Μαΐου 2018 (ημέρες Κυριακή και Δευτέρα), στις 11 και 12 Ιουνίου 2018 (ημέρες Δευτέρα και Τρίτη) και στις 15 και 16 Ιουλίου 2018 (ημέρες Κυριακή και Δευτέρα). Μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές εξήλθε του πλοίου στον Πειραιά (και στις 6.9.2017 στη Μυτιλήνη) και δεν επανήλθε σ’ αυτό παρά μόνο μετά διήμερο κάθε φορά, επειδή κατά το μεσοδιάστημα το πλοίο ταξίδευε, με αποτέλεσμα να μην εργαστεί καθόλου την επόμενη της άδειας που κάθε φορά έλαβε. Επομένως, ο ενάγων για τους ως άνω μήνες έλαβε τις προβλεπόμενες άδειες διανυκτέρευσης και δεν δικαιούται αποζημιώσεως, αφού εξαντλήθηκε η νόμιμη υποχρέωση της εναγομένης να του χορηγήσει δύο [2] διανυκτερεύσεις για καθένα των μηνών Απριλίου, Μαΐου, Οκτωβρίου του έτους 2017 και Μαΐου, Ιουνίου του έτους 2018, καθώς και από μία [1] διανυκτέρευση για τους μήνες Σεπτέμβριο 2017 και Ιούλιο 2018, μολονότι εκείνος κατά τους μήνες αυτούς παρέμεινε εκτός πλοίου επί διήμερο κάθε φορά, χωρίς η παρασχεθείσα δεύτερη διανυκτέρευση να μπορεί να συμψηφιστεί με μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση άλλου μηνός, όπως εσφαλμένα η εκκαλουμένη έπραξε κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι προς τούτο δεν υπάρχει νόμιμη βάση. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκαν όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις, όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας», καθόσον όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στον Πειραιά οι λόγοι αυτοί εξέλιπαν. Προς τον ισχυρισμό της δε αυτό συνάδει η κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος αναφέρει ότι ο ενάγων συμμετείχε στην κυκλική εναλλαγή των διανυκτερεύσεων όπως και κάθε άλλο μέλος του πληρώματος. Από μόνη την κατάθεση, όμως, αυτή δεν κλονίζεται το αποδεικτικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους, απορριπτομένου, επομένως, του συναφούς τρίτου λόγου της ένδικης Β έφεσης. Συνεπώς, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και εξήντα έξι λεπτών [(μισθός ενέργειας 928,36 € Χ 1/22 =) 42,19 € X 14 διανυκτερεύσεις [26 κατά το αγωγικό αίτημα – 12 χορηγηθείσες] = 590,66 €], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν διακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτά (264,29 €), που του έχουν καταβληθεί, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, χωρίς άλλωστε, να αμφισβητείται, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της απαιτήσεώς του από την αιτία αυτή να ανέρχεται σε τριακόσια είκοσι έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (590,66 € – 264,29 € = 326,37 €). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο υπόλοιπο της σχετικής απαιτήσεως του ενάγοντος στο ποσόν των διακοσίων σαράντα ενός ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (241,99 €) πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο συναφής τρίτος λόγος της ένδικης Α έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ ουσία.

VI. Στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη [6] ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, πρβλ ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου σε λιμάνι σαφώς ορίζεται ότι ανακύπτει μία και μόνη φορά σε κάθε κυκλικό δρομολόγιο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι πριν από κάθε απόπλου του, αφού δεν προβλέπεται χρόνος αναπαύσεως και στην αφετηρία και στον προορισμό. Το λιμάνι στο οποίο θα παραμείνει αγκυροβολημένο το πλοίο για έξι [6] τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου του σ’ αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το αφετήριο, όπως καταρχήν προδιαθέτει η διάταξη της § 1, αφού τούτο μπορεί να συμβεί και στο λιμάνι του προορισμού, σύμφωνα με τη σαφή πρόβλεψη της § 3, που δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση (ΜονΕφΠειρ. 211/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενόψει του ότι και τότε ο νομοθετικός σκοπός πληρούται. Στην περίπτωση αυτή, δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του σ’ αυτό (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Το ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται μόνον όταν το πλοίο δεν παρέμεινε σε κανέναν από τους δύο [2] λιμένες (αφετηρίας ή προορισμού) επί έξι [6] ώρες σε κάθε ταξίδι προκύπτει και από τον τρόπο υπολογισμού της, όπως αυτός διαγράφεται στην § 7, όπου τίθεται ως βάση η πλήρης διάρκεια του δρομολογίου, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον απόπλου του από την αφετηρία μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμένει επί εξάωρο σε καθέναν από τους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και, επομένως, να μην ταξιδεύει επί συνολικά δώδεκα [12] ώρες κάθε ημέρα, δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της § 7 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού κανένα ημερήσιο κυκλικό δρομολόγιο δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών (ΤριμΕφΠειρ. 359/2013, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 85/2015, ΜονΕφΠειρ. 192/2015, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 545/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996) τουλάχιστον πέντε [5] κάθε εβδομάδα. Βέβαια, κατ’ αυτά τα μέχρι πέντε [5] δρομολόγια ανά εβδομάδα το πλοίο πρέπει να εκτελεί το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, να πραγματοποιεί δηλαδή αλληλοδιάδοχους πλόες μεταξύ των ιδίων λιμένων αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να μην παραλλάσσει και η πλήρης διάρκεια εκάστου ταξιδιού, αφού η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ρητώς συναρτάται με το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του κυκλικού δρομολογίου, χωρίς να παρέχεται νόμιμη δυνατότητα συνυπολογισμού περισσοτέρων δρομολογίων διαφορετικού κύκλου και χρονικής διάρκειας ανά εβδομάδα, δεδομένου ότι για την εξαγωγή του γινομένου του αριθμού των δρομολογίων εξπρές επί του ποσοστού των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού, κατά την έννοια των §§ 4 και 7 του άρθρου 33, ένας [1] μόνον πολλαπλασιασμός πραγματοποιείται. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του ιδίου άρθρου, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, ΕφΠειρ. 740/2005, ΕΝαυτΔ 2005/341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας (ΜονΕφΠειρ. 630/2014, ο.π.). Έτσι, αν εκτελούνται έξι [6] τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα [1] επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά [7] τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε [5] ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α] περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι [6] έως δώδεκα [12] ώρες ή την έως έξι [6] ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β] επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία βάση (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ] το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι στη γένεση της αξίωσης στην πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συντελούν περισσότερα βιοτικά συμβάντα, ανόμοια κατά το ποιόν τους, γεγονός που επιδρά στη θεμελίωσή της όταν η ικανοποίησή της επιδιώκεται δικαστικά. Πράγματι, από το άρθρο 33, που θεσπίζει περισσότερους κανόνες δικαίου με διαφορετικό πραγματικό ο καθένας, απορρέουν τρεις [3] βάσεις αγωγής, που διαφοροποιούνται ως προς τα δικαιοπαραγωγικά τους γεγονότα και η υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών στην προσήκουσα διάταξη νόμου γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Αν, όμως, ο ενάγων δια της ρητής επικλήσεως συγκεκριμένης νομικής βάσης εκφράσει με το αγωγικό δικόγραφο τη βούλησή του να θεμελιώσει την αξίωσή του μόνο σ’ αυτήν, το δικαστήριο δε δικαιούται σε άλλη υπαγωγή, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΜονΕφΠειρ. 243/2019, αδημ., ΕφΠειρ. 345/2002, ΕΝαυτΔ 2002/6 = ΠειρΝομ 2002/199, ΕφΠειρ. 1015/2000, ΔΕΕ 2001/637, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 16, σελ. 302 επομ., Στ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 9, πρβλ Σπ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία, 2016, § 5, σελ. 218). Τέλος, για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., 265/2016, 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον.

Εν προκειμένω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 17.7.2017 έως και 5.9.2017 το πλοίο BS1 εκτελούσε κάθε εβδομάδα έξι [6] κυκλικά δρομολόγια με αφετηρία τον Πειραιά (με αναχώρηση κάθε Τρίτη στις 07:30 και στις 21:00 και κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00) και προορισμό στα μεν πέντε [5] τελευταία τη Μυτιλήνη και στο πρώτο τις Σύρο – Μύκονο. Κατά το δρομολόγιο αυτό, που πραγματοποιούταν κάθε Τρίτη από 07:30 έως 18:30, το πλοίο λειτουργούσε ως ημερόπλοιο, χωρίς να επεκτείνει τους πλόες του και κατά τις νυκτερινές ώρες. Επομένως, ως προς το δρομολόγιο αυτό, που διαρκούσε λιγότερο από δώδεκα [12] ώρες, δεν εφαρμόζονται στο πλήρωμά του οι διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Αντιθέτως, κατά την εκτέλεση των λοιπών δρομολογίων, το πλοίο είχε πρόωρες αναχωρήσεις από την αφετηρία του στα τέσσερα [4], καθώς απέπλεε από το λιμένα του Πειραιώς κάθε Τρίτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00, πριν δηλαδή τη συμπλήρωση εξάωρης παραμονής του εκεί. Συγκεκριμένα, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, κάθε Τρίτη το πλοίο αφικνούμενο στις 18:30 από τη Σύρο αναχωρούσε για Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00, κάθε Παρασκευή και Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 18:00 και αναχωρούσε στις 21:00 και κάθε Κυριακή έφτανε στην αφετηρία του στις 19:10 και αναχωρούσε στις 21:00. Συνεπώς, σε εβδομαδιαία βάση είχε δεκατρείς και μισή [13,5] ώρες πρόωρης αναχώρησης, γεγονός που σημαίνει ότι εκτελούσε [13,5/8 =] 1,69 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία το πλήρωμά του δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης κατά το άρθρο 33 § 7 περ. α της ΣΣΝΕ, αφού η διάρκεια κάθε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. Κατά το χρονικό διάστημα από 16.7.2017 έως και 5.9.2017, που ο ενάγων απασχολήθηκε σ’ αυτό, δηλαδή επί πενήντα δύο [52] ημέρες ή 7,42 εβδομάδες (52/7 = 7,42), το πλοίο εκτέλεσε 12,54 εξπρές δρομολόγια [7,42 Χ 1,69 = 12,54].

Με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς εννιακόσια εβδομήντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτά [(14.585,93 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 369 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες / μήνα = 975,60 €], οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας (απορριπτομένου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης που επαναφέρεται με το συναφές σκέλος του τέταρτου λόγου της Β έφεσής της), ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες εβδομήντα τρία ευρώ και δεκαεπτά λεπτά [2.097,57 € + 975,60 € = 3.073,17 €], δικαιούται αυτός ως αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2017 το χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (3.073,17 € Χ 1/30 Χ 12,54 = 1.284,47 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την ίδια αιτία στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (1.617,66 €), θέτοντας ως βάση του συλλογισμού του, πρώτον, ότι το πλοίο κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εκτέλεσε 2,18 εξπρές δρομολόγια, δεύτερον, ότι μεταξύ αυτών έπρεπε να περιληφθούν και οι ημερινοί πλόες της Τρίτης προς Σύρο – Μύκονο, μολονότι αυτοί ολοκληρώνονταν αυθημερόν και δεν διαρκούσαν πάνω από δώδεκα [12] ώρες και, τρίτον, ότι οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ήσαν ελαττωμένες έναντι των ανωτέρω, επειδή οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του ήταν λιγότερες των δώδεκα [12], έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τους βάσιμους τέταρτο της Α και ταυτάριθμο της Β λόγους των ενδίκων εφέσεων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας να σημειωθεί εδώ ότι άλλως θα είχε το πράγμα εάν ο ενάγων επεδίωκε την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του για το έτος 2017 σύμφωνα με την § 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, την οποία, όμως, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο δε δύναται να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως. Πράγματι, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα το πλοίο BS1 εκτελούσε έξι [6] κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, όπως αυτά παραπάνω περιγράφονται, εκ των οποίων κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της § 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ως εξπρές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ένα [1], με αποτέλεσμα ο αριθμός των εξπρές πλόων της § 5 να ανέλθει σε 7,42 (1 δρομολόγιο Χ 7,42 εβδομάδες = 7,42) με δικαίωμα αμοιβής υπολογιζόμενης κατά την § 7 περ. β, πλέον των 12,54 δρομολογίων των §§  3 και 4 με δικαίωμα αμοιβής κατά την § 7 περ. α του άρθρου 33. Περαιτέρω, ως αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου BS1 κατά το επόμενο έτος 2018, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα ενός ευρώ και πενήντα τεσσάρων ευρώ (451,54 €), χωρίς κατά της κρίσεως αυτής να προβάλλεται λόγος έφεσης εκ μέρους της εναγομένης. Επομένως, για πρόσθετη αμοιβή του για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές του πλοίου κατά τα έτη 2017 και 2018 ο ενάγων δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ενός λεπτού [1.284,47 € + 451,54 € = 1.736,01 €]. Όμως, για την ίδια αιτία έχει ήδη κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του λάβει το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων σαράντα τριών ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (2.043,24 €), όπως υποστήριξε η εναγόμενη και όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη χωρίς ούτε αυτό το αποδεικτικό της πόρισμα να πλήττεται, με αποτέλεσμα η απαίτησή του να είναι εξοφλημένη και το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο ουσιαστικά αβάσιμο.

VII. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της  προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της ένδικης Β έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης συνιστά, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της Α έφεσης και απορριπτομένων των αντιθέτων αιτιάσεων του πέμπτου λόγου της Β έφεσης κατά το αντίστοιχο μέρος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του επί τη βάσει αμοιβών ελαττωμένων έναντι αυτών που εδικαιούτο. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, συνυπολογιζομένης της μέσης μηνιαίας αμοιβής του για την υπερωριακή απασχόλησή του, ύψους εννιακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών [14.585,93 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 369 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 975,60 €], ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα σε τρεις χιλιάδες εβδομήντα τρία ευρώ και δεκαεπτά λεπτά [2.097,57 € το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, χωρίς όμως συνυπολογισμό της μέσης αναλογίας των «έκτακτων αμοιβών» του, που του κατέβαλαν τρίτοι και όχι η εναγόμενη + 975,60 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του = 3.073,17 €], ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών [3.073,17 € ÷ 2 = 1.536,58 € ÷ 15 = 102,43 € Χ 9,75 οκταήμερα (78 ημέρες ÷ 8) = 998,69 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, καταβάλει τετρακόσια ενενήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (498,99 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα λεπτών (998,69 € – 498,99 € = 499,70 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων πενήντα δύο ευρώ και επτά λεπτών [3.073,17 € Χ 2/25 = 245,85 € Χ 7,94 δεκαεννεαήμερα (151 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 1.952,07 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, καταβάλει χίλια εννιακόσια ένα ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (1.901,57 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των πενήντα ευρώ και πενήντα λεπτών (1.952,07 € – 1.901,57 € = 50,50 €), Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018 το χρηματικό ποσόν των χιλίων σαράντα εννέα ευρώ και ενενήντα λεπτών [3.073,17 € ÷ 2 = 1.536,58 € ÷ 15 = 102,43 € Χ 10,25 οκταήμερα (82 ημέρες ÷ 8) = 1.049,90 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, καταβάλει πεντακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και επτά λεπτά (528,07 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των πεντακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (1.049,90 € – 528,07 € = 521,83 €) και Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2018 το χρηματικό ποσό των χιλίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα ενός λεπτών [3.073,17 € Χ 2/25 = 245,85 € Χ 4,31 δεκαεννεαήμερα (82 ημέρες ναυτολόγησης, όπως επικαλείται ο ενάγων ÷ 19) = 1.059,61 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, καταβάλει τετρακόσια δεκατέσσερα ευρώ και τρία λεπτά (414,03 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εξακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (1.059,61 € – 414,03 € = 645,58 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των χιλίων επτακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (499,70 € + 50,50 € + 521,83 € + 645,58 € = 1.717,61 €).

VIII. Στις διατάξεις των §§ 1 – 3 του άρθρου 66 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΚΙΝΔ, ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) ορίζεται ότι «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθενείας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών (§ 1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βιαίου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (§ 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (§ 3)». Ο ειδικός μισθός ασθενείας των ναυτικών που απασχολούνται στα ελληνικά ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία καθορίζεται στο άρθρο 2 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, κατά το οποίο «Ο μισθός ασθενείας είναι σε κάθε περίπτωση ίσος με το μισθό ενέργειας του άρθρου 1 παραγρ. 1, σε περίπτωση δε νοσηλείας εκτός νοσοκομείου ή κλινικής στην ξηρά, καταβάλλεται και το αντίτιμο τροφής». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός (ΜονΕφΠειρ. 323/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 984/2001, ΠειρΝομ 2002/277), παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του Π.Δ. 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2652/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α 299/9.10.1981). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, υπό την έννοια ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΜονΕφΠειρ. 360/2017, 330/2016, 619/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 251/2013, ΕΝαυτΔ 2013/300, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 56, βλ. σχετ. και Ι. Ρόκα – Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 147, σελ. 80). Πάντως, η προστασία του άρθρου 66 δεν παρέχεται εάν η ασθένεια δεν επηρεάζει την εργασιακή ικανότητα του ναυτικού (ΜονΕφΠειρ. 553/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αποτελούν αφενός η σύναψη σύμβασης ναυτικής εργασίας και αφετέρου η λύση της σύμβασης αυτής λόγω ασθένειας, υπό την έννοια ότι η αξίωση καταβολής μισθού ασθενείας γεννάται μόνον στο πρόσωπο ναυτολογημένου ναυτικού και μάλιστα το πρώτον με τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας (ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έναρξη της υποχρέωσης για την καταβολή του μισθού ασθενείας αρχίζει επομένως από την αποναυτολόγηση, η οποία συμπίπτει κατά το πλείστον με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στη ξηρά (ΕφΠειρ.499/2011, ΕΝαυτΔ 2011/393 = Αρμ. 2012/752, ΕφΠειρ. 498/2000, ΕΝαυτΔ 2008/281, Δ. Καμβύσης,  Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255), ενώ ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθενείας (και των λοιπών εργοδοτικών παροχών) είναι το τετράμηνο από την ημέρα της απολύσεως συνεπεία αυτής (ΜονΕφΠειρ. 216/2021, αδημ., ΕφΠειρ. 333/2003, ΕΝαυτΔ 2003/270). Η εργοδοτική υποχρέωση παύει εάν ο ασθενήσας ναυτικός θεραπευτεί σε συντομότερο χρονικό διάστημα (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, σελ. 350), όπως συνάγεται από τη διατύπωση του νόμου, που συναρτά την εκπλήρωσή της με τη διάρκεια της νόσου θέτοντας το απώτατο όριό της (Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 219), μετά το οποίο υποχρέωση δεν υφίσταται ακόμα και αν η νόσος δεν έχει θεραπευτεί. Ο μισθός ασθένειας ισούται με το μισθό ενέργειας και υπολογίζεται με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν έχει συμφωνηθεί κλειστός μισθός (ΜονΕφΠειρ. 363/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 951/2013, Δνη 2014/151, ΕφΠειρ. 648/2008, ΕΝαυτΔ 36/388), το δε αντίτιμο τροφής συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του μισθού ασθένειας μόνον εφόσον ο ναυτικός που ασθένησε και βρίσκεται εκτός πλοίου δεν νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κλινική, αφού τότε το κόστος της διατροφής του καλύπτεται από το νοσηλευτικό ίδρυμα και από τον ασφαλιστικό του φορέα (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 54, σελ. 251).

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στις 15.1.2017, κατά τη διάρκεια της πρώτης από τις επίδικες ναυτολογήσεώς του, ο ενάγων ασθένησε υποστάς λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος (πνευμονία από μη καθορισμένους μικροοργανισμούς) και διακομίσθηκε αυθημερόν στο Γενικό Νοσοκομείο «Άγιος Παντελεήμων», όπου έλαβε την προσήκουσα φαρμακευτική αγωγή, παρέμεινε δε νοσηλευόμενος έως την 19η.1.2017, οπότε και έλαβε εξιτήριο. Τα ανωτέρω προκύπτουν ιδίως από το από 19.1.2017 ιατρικό εξιτήριο του ως άνω δημόσιου νοσηλευτηρίου, που φέρει την υπογραφή της πνευμονολόγου …………., Διευθύντριας του Πνευμονολογικού Τμήματός του και το από 30.1.2017 έγγραφο ιατρικό σημείωμα της …………, παθολόγου, που εξέτασε τον ενάγοντα και τον έκρινε ικανό προς εργασία από τις 30.1.2017. Στο ναυτικό του φυλλάδιο αναγράφεται ότι απολύθηκε λόγω ασθενείας στις 15.1.2017 και ότι ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 19.2.2017. Ενόψει, επομένως, του ότι η αποναυτολόγηση του ενάγοντος πραγματοποιήθηκε λόγω της ασθένειάς του αλλά και του γεγονότος ότι για την προστασία του διαρκούσης της ναυτολογήσεώς του ασθενήσαντος ναυτικού δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εργασίας του και της ασθένειάς του, ο ενάγων δικαιούται μισθό ασθένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66 § 1 ΚΙΝΔ και 2 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, στις οποίες άλλωστε γίνεται παραπομπή από τις συνδυασμένες διατάξεις των περί «επιδομάτων προστασίας της υγείας και κοινωνικής ασφάλειας που παρέχονται από τον πλοιοκτήτη» και περί «συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας που έχει εφαρμογή» όρων της από 8.1.2017 ατομικής του συμβάσεως, που καταρτίστηκε μεν ατύπως, δεν αμφισβητείται όμως ότι διεπόταν από τους όρους των εντύπων συμβάσεων ναυτολόγησης που χρησιμοποιούσε η εναγόμενη κατά το έτος εκείνο. Ο μισθός αυτός καλύπτει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η νόσος του ενάγοντος, δηλαδή χρονική περίοδο δεκαέξι [16] ημερών (από 15.1.2017 που αποβιβάστηκε στην ξηρά μετά την αποναυτολόγησή του έως τις 30.1.2017 που κρίθηκε ικανός προς εργασία) και συνίσταται στο μισθό ενέργειας της ΣΣΝΕ που οφείλεται για το σύνολο των ημερών αυτών και στο αντίτιμο τροφής, που οφείλεται για δώδεκα [12] ημέρες, αφού από 15.1.2017 έως 19.1.2017 ο ενάγων νοσηλευόταν σε δημόσιο νοσοκομείο. Συνεπώς, για την αιτία αυτή δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών ([928,36 € ο μισθός ενέργειας ÷ 30 ημέρες Χ 16 ημέρες =] 495,13 € + [19,21 € το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 12 ημέρες =] 230,52 € = 725,65 €). Έναντι αυτού η εναγόμενη, υπολογίζοντας τη διάρκεια της ασθένειάς του σε δεκατέσσερις [14] ημέρες και της εκτός νοσοκομείου νοσηλείας του σε ένδεκα [11] ημέρες, του έχει καταβάλει, όπως και ο ενάγων ήδη δεν αμφισβητεί, το χρηματικό ποσό των εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (644,54 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο το ποσό της διαφοράς, ύψους ογδόντα ενός ευρώ και ένδεκα λεπτών  (81,11 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφενός, θεώρησε ότι η ασθένεια του ενάγοντος διήρκεσε επί τριάντα τέσσερις [34] ημέρες (έως τις 19.2.2017, που ναυτολογήθηκε ξανά) και, αφετέρου, συνυπολόγισε το αντίτιμο τροφής ακόμα και για τις ημέρες της νοσηλείας του σε νοσοκομείο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή του έκτου λόγου της ένδικης Β έφεσης ως βάσιμου.

IΧ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και σιγή απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού παρατεθούν οι παραλειφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, με την επισήμανση ότι κανένα από τα επιδικαζόμενα κονδύλια δεν υπερβαίνει το ήμισυ του αντιστοίχως αιτηθέντος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (9.518,62 € + 326,37 € + 81,11 € + 1.717,61 € = 11.643,71 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών, αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης και μισθού ασθένειας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (21.7.2018), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των εξακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (645,58 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2019, όπως ορθώς και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται οποιαδήποτε αντίρρηση (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

ΧΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Β έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των τεσσάρων χιλιάδων  ευρώ (4.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (11.643,71 €), με το νόμιμο τόκο από την 21η.7.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου εξακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (645,58 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από 1ης.1.2019.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ