Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 422/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    422/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ειρήνη Ανδρουλάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας ………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./14.11.2018  αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 831/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 5.4.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./21.5.2020 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 15.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/16.6.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 5.4.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./21.5.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./22.5.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 15.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/16.6.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./16.6.2020 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 831/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 30.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/14.11.2018 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 25.2.2020, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ……………… ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός κόρων (16.391 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων από την Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2016 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκατέσσερις [14] ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 30.9.2017, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη λόγω λήψεως αδείας. Προσθέτως επικαλέστηκε ότι μετά τη λήξη της μηνιαίας αδείας αναπαύσεως που του χορηγήθηκε η εναγομένη αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει, γεγονός που συνεπάγεται ότι η τελευταία αποναυτολόγησή του συνιστά λύση της συμβάσεώς του με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα, για την οποία δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2017, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (19.690,94 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για αποζημίωση απολύσεως, για διαφορές επιδομάτων εορτών και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή πεντακοσίων είκοσι έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (526,30 €) για αποζημίωση διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του συνολικώς και αδιακρίτως καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (7.516,93 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων, πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως αποζημίωση απολύσεως και, αφετέρου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς τον ενάγοντα καταβολή διακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (245,24 €), ως υπόλοιπο της αποζημιώσεώς του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν, με το νόμιμο τόκο γι’ αμφότερα τα κονδύλια από την επόμενη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις 30.9.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2017, που κρίθηκε τοκοφόρο από 1ης.1.2018, ενώ απέρριψε τις ενστάσεις της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση χρηματικού ποσού χιλίων τριακοσίων είκοσι δύο ευρώ και δέκα λεπτών (1.322,10 €) που έλαβε ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ………………., επίκουρου θαλαμηπόλου στο πιο κάτω πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των με αριθμούς …/23.4.2019 και …./2019 δύο [2] ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων του …………. και του …………., αντίστοιχα, που με την ειδικότητα του μάγειρα ο πρώτος και του επίκουρου θαλαμηπόλου ο δεύτερος συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το έτος 2017, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………../10.4.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, οι οποίες άπασες (κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ………. και ο ………… τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266),  καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος ……….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ………. ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …….., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός [16.391] κόρων, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα … και αριθμό ΙΜΟ ….., ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του  θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2008 τουλάχιστον, όπως δεν αμφισβητείται, ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε την 1η.1.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 18η.2.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 2.4.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 1η.7.2017, οπότε και απολύθηκε στον ίδια λιμένα και για το ίδιο λόγο. Ακολούθησε μία (1) ακόμη ναυτολόγηση του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα την 1η.8.2017, που διήρκεσε έως την 30η.9.2017, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε λόγω λήψεως άδειας αναψυχής με διάρκεια έως τις 31.10.2017. Για δύο [2] από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 1.1.2017 και από 2.4.2017 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα λεπτών (2.674,80 €). Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (1.1.2017 έως 30.9.2017) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε η από 23.8.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2796/5.9.2016),  οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, μολονότι ίσχυσαν μέχρι τις 31.12.2016, κατά το άρθρο 39 αυτής, κατέλαβαν και τους διαδίκους, όπως και οι ίδιοι ορθώς επικαλούνται [περί του ότι, επί παραπομπής με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας στις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, την εργασιακή σχέση που συνάπτεται μετά τη λήξη της οικείας ΣΣΝΕ, διέπει, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα βλ. ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δεκατρία λεπτά {[(1157,99 € + 254,76 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 417,13 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και σαράντα λεπτά (2.441,40 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού μισθού του. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1 στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε και εγγράφως, αριθμούσε είκοσι [20] θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις [14] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών–μεσογειακών– τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο BS1 διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό κυρίως τη Νήσο Μυτιλήνη του Βορείου Αιγαίου, δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 18.2.2017, από 3.4.2017 έως 11.6.2017 και από 6.9.2017 έως 30.9.2017 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στα Ψαρά και στις Οινούσσες, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 02:05 της Τρίτης. Στους ενδιάμεσους λιμένες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως και κατά τους πλόες από τον Πειραιά. Σημειώνεται εδώ ότι δεν πραγματοποιήθηκαν τα δρομολόγια του πλοίου στις 16 και 18.5.2017 (από Πειραιά) και στις 17 και 19.5.2017 (από Μυτιλήνη), λόγω συμμετοχής κατά τις ημερομηνίες αυτές του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία [ΠΝΟ], ούτε εκείνα της Μεγάλης Παρασκευής 14.4.2017 (από Μυτιλήνη) και Κυριακής του Πάσχα 16.4.2017 (από Πειραιά), ενώ στις 22.4.2017, 13.5.2017 και 20.5.2017 το πλοίο εκτέλεσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Κως – Ρόδος με επιστροφή, αναχωρώντας από τον Πειραιά στις 12:00 εκάστης ημέρας και καταπλέοντας στις 20:30 και στις 00:00 της επομένης διαδοχικά στην Κω και στη Ρόδο, για να αποπλεύσει από εκεί στις 02:00 και να αφιχθεί στον Πειραιά στις 14:00 το μεσημέρι εκάστης επόμενης ημέρας. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως 5.9.2017 το πλοίο παρέμεινε κατά βάση δρομολογημένο στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όμως πύκνωσαν οι πλόες του από και προς τη Μυτιλήνη, ενώ παρεμβλήθηκαν δρομολόγια και προς Σύρο Μύκονο. Ειδικότερα, πραγματοποιούσε πέντε [5] αναχωρήσεις από Πειραιά (στις 21:00 εκάστης Τρίτης, Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής και στις 20:00 της Πέμπτης) και ισάριθμες από Μυτιλήνη (στις 20:00 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 08:45 το πρωί της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής), για να καταπλεύσει στη Χίο στις 05:00 της Τετάρτης και της Δευτέρας, στις 03:30 του Σαββάτου και της Κυριακής και στις 03:50 το πρωί της Παρασκευής και στη Μυτιλήνη στις 07:55 της Δευτέρας και της Τετάρτης, στις 06:30 του Σαββάτου και της Κυριακής και στις 06:40 της Παρασκευής, κατά το δρομολόγιο από Πειραιά και στη Χίο στις 23:10 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 11:20 της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής και στον Πειραιά στις 05:30 της Τρίτης, στις 06:25 της Πέμπτης, στις 18:00 της Παρασκευής και του Σαββάτου και στις 19:10 της Κυριακής, κατά το δρομολόγιο της επιστροφής, προσεγγίζοντας επιπλέον τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών κατά μεν το δρομολόγιο από Πειραιά κάθε Παρασκευή (άφιξη στις 01:10 και στις 03:00 αντίστοιχα και απόπλους μετά από εικοσάλεπτο) και κατά το δρομολόγιο της επιστροφής κάθε Κυριακή (άφιξη στις 12:05 και στις 13:55 αντίστοιχα με ισόχρονη παραμονή σε καθένα) αλλά και τη Δευτέρα 12.6.2017, ενώ κάθε Τρίτη το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε επί εικοσιπέντε λεπτά, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το απογευματινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. Τέλος, Γ] κατά το χρονικό διάστημα από 19.7.2017 έως και 5.9.2017 κατά το δρομολόγιο της Παρασκευής από Πειραιά (αναχώρηση στις 21:00) το πλοίο προσέγγιζε και στο λιμένα της Μυκόνου, όπου αφικνείτο στις 01:00 και από όπου απέπλεε στις 01:30 με προορισμό τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Να σημειωθεί εδώ, πρώτον, ότι κατά το δρομολόγιο της Τρίτης 1.8.2017 και 8.8.2017 από Πειραιά (αναχώρηση στις 21:00) το πλοίο προσέγγισε και το λιμένα της Νάξου, όπου αφίχθη στις 01:15 και από όπου αναχώρησε στις 01:30 με προορισμό τη Χίο και τη Μυτιλήνη, δεύτερον, ότι κατά τις Πέμπτες του χρονικού διαστήματος από 12.6.2017 έως και 5.9.2017 το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 06:25 δεν εκτελούσε παρεμβαλλόμενο δρομολόγιο μέχρι τις 21:00 της ιδίας ημέρας, οπότε αναχωρούσε για Ψαρά – Οινούσσες – Χίο – Μυτιλήνη και, τρίτον, ότι τούτο δε συνέβη κατά τις Πέμπτες του μηνός Αυγούστου του έτους 2017, κατά τις οποίες το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά εκτελούσε δρομολόγια προς Πάρο και Νάξο. Συγκεκριμένα, στις 3.8.2017 και στις 10.8.2017 αναχώρησε στις 08:30 με προορισμό την  Πάρο, όπου αφίχθη στις 12:30 και από όπου απέπλευσε στις 12:45 και τη Νάξο, όπου αφίχθη στις 13:30 και από όπου απέπλευσε στις 13:45 για να καταπλεύσει στην αφετηρία του στις 18:00, ενώ στις 17, 24 και 31.8.2017 αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08:30 με προορισμό τη Νάξο (άφιξη στις 13:15 και απόπλους στις 13:30 και την Πάρο (άφιξη στις 14:15 και αναχώρηση στις 14:45) με επιστροφή απευθείας στον Πειραιά στις 18:45. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κάθε ημέρα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο και, συγκεκριμένα, επί διακόσιες πέντε [205] ημέρες. Ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος τουλάχιστον όσον αφορά τις έξι [6] ημέρες που, όπως προαναφέρθηκε, το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις τέσσερις [4] συνολικά ημέρες, περί των οποίων θα γίνει λόγος πιο κάτω υπό στοιχ. V της παρούσας και κατά τις οποίες ο ενάγων είχε λάβει άδεια διανυκτέρευσης και για το λόγο αυτό δε βρισκόταν στο πλοίο και δεν εργαζόταν. Και ταύτα ανεξαρτήτως του ότι οι ημέρες των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος δεν υπερέβησαν τις διακόσιες μία [201, εκ των οποίων 28 Κυριακές, 29 Σάββατα, 9 αργίες και 135 καθημερινές ημέρες]. Περαιτέρω, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η συνολική ημερήσια εργασία του στο πλοίου διαρκούσε επί δεκατέσσερις [14] ώρες, κατά τις οποίες, όπως με τις πρωτοβάθμιες προτάσεις του διευκρινίζει, απασχολούταν με την παραλαβή των επιβατών στο χώρο υποδοχής του πλοίου (reception), ως σερβιτόρος σε σαλόνι του πλοίου και ως καθαριστής των κοιτώνων των επιβατών. Η εναγομένη συνομολογεί το αντικείμενο της απασχόλησης του αντιδίκου της, υποστηρίζει, όμως, ότι η πραγματική εργασία του δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας του, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση εκάστης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανά λιμένα προσεγγίσεως. Αποδεικνύεται, όμως, περαιτέρω ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του ο ενάγων, κατ’ εντολή του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, εργαζόταν συχνά πέραν του νόμιμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που επιβεβαιώνεται από το ότι σύμφωνα με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος η εργοδότιδά του κατέβαλε σ’ αυτόν παγίως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δώδεκα [12] ωρών κατά τους χειμερινούς μήνες και δεκαεπτά [17] ωρών κατά τους θερινούς, ανερχόμενη σε εκατό ευρώ και σαράντα λεπτά (100,40 €) και σε εκατόν σαράντα δύο ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (142,24 €) για κάθε πλήρη μήνα αντίστοιχα. Τις αποδοχές αυτές η εναγομένη υπολόγιζε με βάση το ωρομίσθιο του ενάγοντος προσαυξημένο κατά ποσοστό 25% (100,40 € ÷ 12 ώρες και 142,24 € ÷ 17 ώρες = 8,37 €/ώρα). Ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι αυτός κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο BS1 απασχολούταν επί δίωρο πριν από κάθε απογευματινή αναχώρηση στην υποδοχή των επιβατών και στη συνέχεια, μετά από διακοπή για δείπνο και ανάπαυση, συνέχιζε την εργασία του ως σερβιτόρος στο σαλόνι του bar …… του πλοίου, όπου βρισκόταν από τις 22:30 έως τις 01:00, επιφορτισμένος με την εξυπηρέτηση των επιβατών και την καθαριότητα του χώρου. Η πρωινή εργασία του ενάγοντος συνίστατο, αφενός, στην αφύπνιση των επιβατών και στην παροχή βοήθειας κατά την αποβίβασή τους στο λιμένα της αφετηρίας ή του προορισμού και, αφετέρου, στον ευπρεπισμό και τον καθαρισμό των κοιτώνων των επιβατών, που άρχιζε μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα αυτόν και την αποβίβαση των χρηστών τους. Η πρωινή απασχόληση του ενάγοντος διαρκούσε περίπου τέσσερις και μισή [4,5] ώρες, αφού περί τις τρεις και μισή [3,5] διαρκούσαν οι εργασίες καθαριότητας στις είκοσι πέντε [25] καμπίνες των επιβατών, με τις οποίες ήταν επιφορτισμένος ο ενάγων, σύμφωνα με το πρόγραμμα που εκπονούσε ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, χρεώνοντάς του συγκεκριμένους κοιτώνες, τους οποίους έπρεπε να ευπρεπίζει με τη βοήθεια επίκουρου θαλαμηπόλου. Εξάλλου, ο ενάγων συμμετείχε, εντός του ανωτέρω ωραρίου, στην πυρασφάλεια του πλοίου όταν αυτό παρέμενε ελλιμενισμένο μία [1] φορά ανά εβδομάδα κατά τη χειμερινή περίοδο και τρεις [3] φορές το μήνα τη θερινή. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητας του ενάγοντος και εντεύθεν της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της αυξημένης επιβατικής κίνησης ιδίως κατά τις θερινές περιόδους, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου BS1 και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί μία (1) ώρα ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί εννέα (9) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της Β έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι αυτό κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει από τους προαναφερθέντες λόγους των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, ο με πρώτος της Α έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δε δεύτερος της Β έφεσης να γίνει δεκτός ως αληθής.  Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν και αφαιρουμένων των ημερών ακινησίας του πλοίου και απουσίας του ενάγοντος από αυτό, δικαιούται τούτος για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησής του: Α) Για τις εκατόν πενήντα εννέα [130 + 29 = 159] καθημερινές ημέρες και Κυριακές του επιδίκου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις, αντίστοιχες, εκατόν πενήντα εννέα (159 ημέρες Χ 1 ώρα ημερησίως = 159) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων τριάντα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (159 ώρες Χ 8,37 € το ωρομίσθιο = 1.330,83 €) και Β) για τις τριάντα τέσσερις (29 + 5 = 34) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις συνολικά τριακόσιες έξι (34 ημέρες Χ 9 ώρες ημερησίως = 306) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εβδομήντα δύο ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (306 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 3.072,24 €). Από το σύνολο των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τριών ευρώ και επτά λεπτών (1.330,83 € + 3.071,24 € = 4.403,07 €) αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι ευρώ και δεκαέξι λεπτών (2.995,17 € + 824,99 € = 3.820,16 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του, δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί πλέον ο ενάγων με την έφεσή του και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους πεντακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (582,91 €), στο οποίο ανέρχεται η διαφορά της οφειλόμενης από την καταβληθείσα αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας και την οποία βασίμως αξιώνει ο ενάγων.

IV. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Σε κάθε περίπτωση, ο συμψηφισμός του επιμισθίου στις αποδοχές που οφείλονται στον εργαζόμενο για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του, πέραν της συνομολόγησης κλειστού μισθού και την έγκυρη κατάρτιση συμφωνίας καταλογισμού προϋποθέτει επιπλέον και την καταβολή του από τον εναγόμενο και ενιστάμενο εργοδότη και όχι από τρίτον. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, βασικό όρο του συμψηφισμού αποτελεί η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες.

Με τον πρώτο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος χίλια τριακόσια είκοσι δύο ευρώ και δέκα λεπτά (1.322,10 €), που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και την έτερη άτυπη σύμβασή του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τις εταιρίες …… και ……, στις οποίες είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και οι οποίες εισέπρατταν το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλαν ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως (που το εισέπρατταν ως «έκτακτες αμοιβές» τους μέσω της μισθοδοσίας τους από την εναγομένη), ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών τους επί του πλοίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και, αφού συμπληρωθούν οι συνοπτικές σχετικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης Β έφεσης.

V. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία ουδέποτε του παρείχε διανυκτέρευση χωρίς μάλιστα να του καταβάλει πλήρες το νόμιμο αντάλλαγμα για τις μη παρασχεθείσες διανυκτερεύσεις και ζήτησε να αποζημιωθεί για δέκα (10) διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του κατά ένα μέρος και του επιδίκασε αποζημίωση ύψους διακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (245,24 €). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ BS1 και τις αντίστοιχες αιτήσεις του, που εγκρίθηκαν με την υπογραφή του προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου, του Υπάρχου και του Πλοιάρχου του πλοίου, προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε δύο [2] συνεχόμενες άδειες διανυκτέρευσης κατά το μήνα Μάιο του έτους 2017 και δύο συνεχόμενες [2] άδειες διανυκτέρευσης κατά το μήνα Αύγουστο του ιδίου έτους, συγκεκριμένα δε στις 30 και 31.5 και στις 25 και 26.8.2017. Μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές εξήλθε του πλοίου στον Πειραιά ημέρα Τρίτη και Παρασκευή αντίστοιχα και δεν επανήλθε σ’ αυτό παρά μόνο μετά διήμερο κάθε φορά, επειδή κατά το μεσοδιάστημα το πλοίο ταξίδευε, με αποτέλεσμα να μην εργαστεί καθόλου την επόμενη της άδειας που κάθε φορά έλαβε. Επομένως, ο ενάγων για τους μήνες Μάιο και Αύγουστο του έτους 2017 έλαβε τις προβλεπόμενες άδειες διανυκτέρευσης και δεν δικαιούται αποζημιώσεως, αφού εξαντλήθηκε η νόμιμη υποχρέωση της εναγομένης να του χορηγήσει δύο [2] και μία [1] διανυκτέρευση για κάθε αντίστοιχο μήνα, μολονότι εκείνος παρέμεινε εκτός πλοίου επί διήμερο τη δεύτερη φορά, χωρίς η παρασχεθείσα δεύτερη διανυκτέρευση του μηνός Αυγούστου 2017 να μπορεί να συμψηφιστεί με μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση άλλου μηνός, δεδομένου ότι προς τούτο δεν υπάρχει νόμιμη βάση, απορριπτομένου του σχετικού πέμπτου λόγου της Β έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις χορηγήθηκαν στο ενάγοντα, από αυτές όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας». Προς τον ισχυρισμό της δε αυτό συνάδει η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος αναφέρει ότι «…διανυκτερεύσεις παίρνουμε ένα διήμερο το μήνα… Όλοι. Κυλιόμενα…». Από μόνη την κατάθεση, όμως, αυτή δεν κλονίζεται το αποδεικτικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους.  Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και σαράντα ενός λεπτών [(μισθός ενέργειας 1.157,99 € Χ 1/22 =) 52,63 € X 7 διανυκτερεύσεις [10 κατά το αγωγικό αίτημα – 3 χορηγηθείσες] = 368,41 €], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν εκατόν είκοσι τρία ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (123,17 €), που από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος αποδεικνύεται ότι του έχουν καταβληθεί, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της απαιτήσεώς του από την αιτία αυτή να ανέρχεται σε διακόσια σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (368,41 € – 123,17 € = 245,24 €). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο για την αιτία αυτή υπόλοιπο της σχετικής απαιτήσεως του ενάγοντος στο ίδιο ποσό, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο πέμπτος λόγος της Β έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

VI. Στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη [6] ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, πρβλ ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996) τουλάχιστον πέντε [5] κάθε εβδομάδα. Βέβαια, κατ’ αυτά τα μέχρι πέντε [5] δρομολόγια ανά εβδομάδα το πλοίο πρέπει να εκτελεί το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, να πραγματοποιεί δηλαδή αλληλοδιάδοχους πλόες μεταξύ των ιδίων λιμένων αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να μην παραλλάσσει και η πλήρης διάρκεια εκάστου ταξιδιού, αφού η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ρητώς συναρτάται με το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του κυκλικού δρομολογίου, χωρίς να παρέχεται νόμιμη δυνατότητα συνυπολογισμού περισσοτέρων δρομολογίων διαφορετικού κύκλου και χρονικής διάρκειας ανά εβδομάδα, δεδομένου ότι για την εξαγωγή του γινομένου του αριθμού των δρομολογίων εξπρές επί του ποσοστού των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού, κατά την έννοια των §§ 4 και 7 του άρθρου 33, ένας [1] μόνον πολλαπλασιασμός πραγματοποιείται. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του ιδίου άρθρου, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, ΕφΠειρ. 740/2005, ΕΝαυτΔ 2005/341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας (ΜονΕφΠειρ. 630/2014, ο.π.). Έτσι, αν εκτελούνται έξι [6] τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα [1] επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά [7] τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε [5] ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α] περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι [6] έως δώδεκα [12] ώρες ή την έως έξι [6] ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β] επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία βάση (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ] το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι στη γένεση της αξίωσης στην πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συντελούν περισσότερα βιοτικά συμβάντα, ανόμοια κατά το ποιόν τους, γεγονός που επιδρά στη θεμελίωσή της όταν η ικανοποίησή της επιδιώκεται δικαστικά. Πράγματι, από το άρθρο 33, που θεσπίζει περισσότερους κανόνες δικαίου με διαφορετικό πραγματικό ο καθένας, απορρέουν τρεις [3] βάσεις αγωγής, που διαφοροποιούνται ως προς τα δικαιοπαραγωγικά τους γεγονότα και η υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών στην προσήκουσα διάταξη νόμου γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Αν, όμως, ο ενάγων δια της ρητής επικλήσεως συγκεκριμένης νομικής βάσης εκφράσει με το αγωγικό δικόγραφο τη βούλησή του να θεμελιώσει την αξίωσή του μόνο σ’ αυτήν, το δικαστήριο δε δικαιούται σε άλλη υπαγωγή, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΜονΕφΠειρ. 243/2019, αδημ., ΕφΠειρ. 345/2002, ΕΝαυτΔ 2002/6 = ΠειρΝομ 2002/199, ΕφΠειρ. 1015/2000, ΔΕΕ 2001/637, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 16, σελ. 302 επομ., Στ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 9, πρβλ Σπ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία, 2016, § 5, σελ. 218). Τέλος, για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., 265/2016, 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός, αν αυτές δεν καταβάλλονται από τον εργοδότη του αλλά από τρίτον.

Εν προκειμένω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2017 έως και 5.9.2017 το πλοίο BS1 εκτελούσε κάθε εβδομάδα έξι [6] κυκλικά δρομολόγια με αφετηρία τον Πειραιά (με αναχώρηση κάθε Τρίτη στις 07:30 και στις 21:00 και κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00) και προορισμό στα μεν πέντε [5] τελευταία τη Μυτιλήνη και στο πρώτο τις Σύρο – Μύκονο. Κατά το δρομολόγιο αυτό, που πραγματοποιούταν κάθε Τρίτη από 07:30 έως 18:30, το πλοίο λειτουργούσε ως ημερόπλοιο, χωρίς να επεκτείνει τους πλόες του και κατά τις νυκτερινές ώρες. Επομένως, ως προς το δρομολόγιο αυτό, που διαρκούσε λιγότερο από δώδεκα [12] ώρες, δεν εφαρμόζονται στο πλήρωμά του οι διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Αντιθέτως, κατά την εκτέλεση των λοιπών δρομολογίων, το πλοίο είχε πρόωρες αναχωρήσεις από την αφετηρία του στα τέσσερα [4], καθώς απέπλεε από το λιμένα του Πειραιώς κάθε Τρίτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00, πριν δηλαδή τη συμπλήρωση εξάωρης παραμονής του εκεί. Συγκεκριμένα, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, κάθε Τρίτη το πλοίο αφικνούμενο στις 18:30 από τη Σύρο αναχωρούσε για Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00, κάθε Παρασκευή και Σάββατο κατέπλεε στον Πειραιά στις 18:00 και αναχωρούσε στις 21:00 και κάθε Κυριακή έφτανε στην αφετηρία του στις 19:10 και αναχωρούσε στις 21:00. Συνεπώς, σε εβδομαδιαία βάση είχε δεκατρείς και μισή [13,5] ώρες πρόωρης αναχώρησης, γεγονός που σημαίνει ότι εκτελούσε [13,5/8 =] 1,69 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία το πλήρωμά του δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης κατά το άρθρο 33 § 7 περ. α της ΣΣΝΕ, αφού η διάρκεια κάθε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.6.2017 έως 1.7.2017 και από 1.8.2017 έως 5.9.2017, που ο ενάγων απασχολήθηκε σ’ αυτό, δηλαδή επί πενήντα τέσσερις [54] ημέρες ή 7,71 εβδομάδες [54/7 = 7,71], το πλοίο εκτέλεσε 13,03 εξπρές δρομολόγια [7,71 Χ 1,69]. Να σημειωθεί εδώ ότι ο ενάγων δεν επιδιώκει την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του σύμφωνα με την § 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ (την οποία, άλλωστε, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο δε θα μπορούσε να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως) και δεν ζητεί πρόσθετη αμοιβή για το πέραν του πέμπτου ανά εβδομάδα δρομολογίου, η οποία θα υπολογιζόταν χωρίς αναγωγή στις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου. Πάντως, με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς εξακόσια πενήντα επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτά [(1.330,83 € + 3.072,24 € =) 4.403,07 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 201 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες / μήνα = 657,17 €], οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες ενενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα επτά λεπτά [2.441,40 € + 657,17 € = 3.098,57 €], δικαιούται αυτός ως αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (3.098,57 € Χ 1/30 Χ 13,03 = 1.345,81 €). Για την αιτία αυτή ο ενάγων έχει ήδη κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του λάβει το χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (1.559,87 €), όπως υποστήριξε η εναγόμενη και όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη χωρίς το αποδεικτικό της αυτό πόρισμα να πλήττεται, με αποτέλεσμα η απαίτησή του να είναι εξοφλημένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την ίδια αιτία στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (353,41 €), θέτοντας ως βάση του συλλογισμού του, πρώτον, ότι το πλοίο κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εκτέλεσε 2,18 εξπρές δρομολόγια, δεύτερον, ότι μεταξύ αυτών έπρεπε να περιληφθούν και οι ημερινοί πλόες της Τρίτης προς Σύρο – Μύκονο, μολονότι αυτοί ολοκληρώνονταν αυθημερόν και δεν διαρκούσαν πάνω από δώδεκα [12] ώρες και, τρίτον, ότι οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ήσαν αυξημένες έναντι των ανωτέρω, επειδή οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του ήταν περισσότερες των εννέα [9], έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τους βάσιμους τρίτο της Α και τέταρτο της Β λόγους των ενδίκων εφέσεων.

VII. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της  προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης Β έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης συνιστά, κατά παραδοχή του ιδίου λόγου κατά το συναφές σκέλος του και απορριπτομένου του αντιθέτου περιεχομένου και αιτήματος δεύτερου λόγου της Α έφεσης, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του επί τη βάσει αμοιβών υπέρτερων αυτών που εδικαιούτο. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, συνυπολογιζομένης της μέσης αμοιβής  για την υπερωριακή απασχόλησή του ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα σε τρεις χιλιάδες ενενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (3.098,57 €), ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των χιλίων επτά ευρώ και τριών λεπτών [3.098,57 € ÷ 2 = 1.549.28 € ÷ 15 = 103,28 € Χ 9,75 οκταήμερα (78 ημέρες ÷ 8) = 1.007,03 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, καταβάλει εξακόσια σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (645,28 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων εξήντα ενός ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (361,75 €) και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαέξι λεπτών [3.098,57 € Χ 2/25 = 247,88 € Χ 6,31 δεκαεννεαήμερα (120 ημέρες ναυτολόγησης, όπως επικαλείται ο ενάγων ÷ 19) = 1.564,16 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, καταβάλει χίλια δεκαοκτώ ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (1.018,87 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των πεντακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (545,29 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων επτά ευρώ και τεσσάρων λεπτών (361,75 € + 545,29 € = 907,04 €).

VIII. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 55, σελ. 253). Πέραν όμως αυτών, στα πλαίσια των συνταγματικών αρχών της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. § 57, σελ. 258, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]). Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, από το συνδυασμό της οποίας προς εκείνες των άρθρων 72 και 75 εδαφ. δ του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Οι διατάξεις περί αποζημιώσεως του ναυτικού λόγω καταγγελίας της σύμβασης αντισταθμίζουν την εξουσία του πλοιάρχου να τον απολύει οποτεδήποτε και χωρίς λόγο και αποσκοπούν στην προστασία του απολυομένου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συντήρησή του για ορισμένο χρονικό διάστημα και να διευκολυνθεί αυτός στην ανεύρεση νέας εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 161/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΤριμΕφΠειρ. 185/2012, ο.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173, ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. δ και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση άδειας, η υπερωριακή αμοιβή του, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.α.π., άρθρο 76, σελ. 266), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220). Η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011/105).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων στις 30.9.2017 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 31η.10.2017, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, να παραμείνει άνεργος και να αναγκαστεί σε εξεύρεση εργασίας απευθυνόμενος σε άλλη ναυτιλιακή εταιρία, που τον προσέλαβε το έτος 2018. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε ούτε νέα άδεια και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει την 1η.11.2017, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του έκτου λόγου της Β έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό των οποίων άθροισε στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του) το μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής του και από το σύνολο των τριών χιλιάδων εξακοσίων δεκαεπτά ευρώ και πέντε λεπτών (3.617,05 €) του επιδίκασε το ήμισυ (1.808,52 €). Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας, που οδήγησε σε εσφαλμένο υπολογισμό και της αποζημίωσης και, επιπλέον, η εναγόμενη, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου (έκτου) λόγου της Β έφεσης, ότι για την εξαγωγή του συνόλου των πάγιων αποδοχών της αντιδίκου της δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί το επίδομα αδείας του. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει το μεν ότι η τελευταία αυτή αιτίαση είναι αβάσιμη, το δε ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα προσδιόρισε την αποζημίωση απολύσεως του ενάγοντος.  Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί κατά το συναφές κεφάλαιό της και να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση για την απόλυσή του, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, το χρηματικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών [3.098,57 ÷ 2 = 1.549,28 €]. Το ποσό αυτό οφείλεται νομιμοτόκως, ελλείψει προγενέστερης οχλήσεως, από την επίδοση της αγωγής και όχι από την τελευταία αποναυτολόγηση του ενάγοντος, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς όμως το σφάλμα της αυτό να πλήττεται με λόγο έφεσης εκ μέρους της εναγομένης.

IΧ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και σιγή απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού παρατεθούν οι παραλειφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συστοίχως προς τις αγωγικές διακρίσεις, Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριάντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (3.039,23 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών και αποζημίωσης απολύσεως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (1.10.2017), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (545,29 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2018, όπως ορθώς και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται οποιαδήποτε αντίρρηση (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές) και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του χρηματικού ποσού των διακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (245,24 €) για διαφορές αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης, με το νόμιμο τόκο από 1.10.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΧΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων τριάντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (3.039,23 €), με το νόμιμο τόκο από την 1η.10.2017, πλην κονδυλίου πεντακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (545,29 €), για το οποίο τόκος οφείλεται από την 1η.1.2018.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των διακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (245,24 €), νομιμοτόκως από 1.10.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε τριακόσια ευρώ (300 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ