Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 423/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    423/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας …………………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Κουντούρης.

Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη ………….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../20.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3641/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε κατά ένα μέρος κατ’ ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 23.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/24.1.2020 έφεση και η ενάγουσα με την από 20.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/21.2.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ……….., αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας εταιρίας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 23.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/24.1.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../16.6.2020 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 20.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../21.2.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../27.2.2020 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 3641/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 19.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/20.12.2018 αγωγή της δεύτερης κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 5.11.2019, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή της η ……………….. ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός κόρων (16.391 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα της επίκουρης θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες της στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενη ημερησίως επί δεκατέσσερις [14] ώρες κατά τις ένδικες τρεις [3] διαδοχικές ναυτολογήσεις της εντός του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 18.11.2017, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή της με την εναγόμενη με κοινή συναίνεση αυτής και του πλοιάρχου του πλοίου. Προσθέτως επικαλέστηκε ότι μετά τη λήξη της μηνιαίας αδείας αναπαύσεως που της χορηγήθηκε ενδιαμέσως, στις 27.7.2017, η εναγομένη προέβη καθυστερημένα στην επαναπρόσληψή της, μόλις την 1η.10.2017, γεγονός που συνεπάγεται ότι η προηγούμενη αποναυτολόγησή της συνιστά λύση της συμβάσεώς της με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό της παράπτωμα. Εξάλλου, αναφερόμενη η ενάγουσα σε προηγούμενες του έτους 2017 ναυτολογήσεις της στο ίδιο πλοίο υποστήριξε, αφενός μεν, ότι κατά το έτος 2014 δεν έλαβε πλήρη την αποζημίωση που δικαιούτο λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς της προς εργασία, συνεπεία ατυχήματος που υπέστη κατά την εργασία της και, αφετέρου, ότι κατά τα έτη 2013 έως και 2016 απασχολήθηκε υπερωριακά επί χίλιες πεντακόσιες πενήντα οκτώ ώρες και τριάντα πρώτα λεπτά (1.558,5 ώρες) κατά τις καθημερινές και Κυριακές και επί χίλιες τριακόσιες εξήντα έξι ώρες και τριάντα πρώτα λεπτά (1.366,5 ώρες) κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για το λόγο αυτό δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και έξι λεπτών (13.153,06 €), το οποίο η εναγόμενη αρνείται να της καταβάλει, μολονότι την οφειλή της αυτή έχει αναγνωρίσει δια του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου, ο οποίος, ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτημένος από τον πλοίαρχο, κατάρτιζε τους έγγραφους μηνιαίους πίνακες αρχείου ωρών αναπαύσεως και εργασίας των ναυτικών, σύμφωνα με το άρθρο 157 του ΒΔ 683/1960 και το άρθρο 19 των τότε ισχυουσών ΣΣΝΕ. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη περαιτέρω ότι κατά το έτος 2017 απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών της που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας της κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2017, τα οποία δικαιούται ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή της για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε η ενάγουσα, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών της συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά της παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εβδομήντα τριών ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (16.073,74 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως υπόλοιπο αποζημίωσης απολύσεως και αποζημίωσης για πλήρη πρόσκαιρη εργασιακή ανικανότητα, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς της άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εργοδότριας εναγομένης στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των δεκατριών χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και έξι λεπτών (13.153,06 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής εργασίας των ετών 2013 έως 2016, με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τη συμβατική όμως μόνον βάση της, πλην του αναγνωριστικού αιτήματος που επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί σε συμβατική αναγνώριση χρέους και το οποίο απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο. Στη συνέχεια, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση της ενάγουσας ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες, η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, στην καταβολή οκτώ χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (8.364,71 €), συνολικώς, τόσο ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας, στο οποίο καταλογίστηκε, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως συμψηφισμού, το ποσό των πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και ενός λεπτού (555,01 €), που είχε καταβληθεί στην ενάγουσα ως επιμίσθιο, όπως κρίθηκε, όσο και ως διαφορά επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, αποζημίωσης απολύσεως και αποζημίωσης εργατικού ατυχήματος, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας της ενάγουσας, στις 19.11.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην των απαιτήσεων στο επίδομα δώρου Χριστουγέννων 2017 και στην αποζημίωση απολύσεως, που κρίθηκαν τοκοφόρες η μεν πρώτη από 1.1.2018 και η δεύτερη από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στην αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €) που η εκκαλουμένη της επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Με την εξαίρεση της μονομερούς δικαιοπραξίας, που περιορισμένα και όπου ειδικώς ρυθμίζεται από το νομοθέτη γεννά ενοχή,  δικαιοπαραγωγικό λόγο δικαιοπρακτικής δέσμευσης αποτελεί μόνον η σύμβαση, η οποία δια της αναγωγής της συμπτώσεως των βουλήσεων των υποκειμένων σε νόμιμο λόγο ευθύνης τους (άρθρα 192 και 361 ΑΚ), συνιστά τον κύριο και σημαντικότερο από κοινωνική και οικονομική άποψη δικαιϊκό μηχανισμό διακίνησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών, αφού παράγει ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 287 ΑΚ, δηλαδή υποχρέωση προς παροχή. Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, που αποτελεί θεσμό συνταγματικής περιωπής (άρθρο 5 § 1 Σ), το άρθρο 361 ΑΚ παρέχει στους ιδιώτες τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων με ποικίλο περιεχόμενο που τους δεσμεύει κατά νόμο, εφόσον δεν προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη ή στα χρηστά ήθη (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 678/2010, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση προκύπτει ως συνέπεια του δικαιώματος αυτοκαθορισμού του ιδιώτη μέσω της δήλωσης της βούλησής του, που κατευθύνεται στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, τα οποία επέρχονται ακριβώς επειδή είναι ηθελημένα (Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961, § 32, σελ. 106 επομ.). Στις περιπτώσεις αυτές η δήλωση βουλήσεως έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, αν οι έννομες συνέπειες, που η δήλωση βουλήσεως επισύρει, επέρχονται ex lege, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν ο δηλών απέβλεψε σ’ αυτές, πρόκειται για οιονεί δικαιοπρακτική δήλωση, που δε μπορεί να οδηγήσει σε σύναψη σύμβασης επειδή δε συνοδεύεται από πρόθεση παραγωγής νομικής δεσμεύσεως του δηλούντος (Μ. Καράσης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 127 – 200, αρ. 7, σελ. 4 επομ. και αρ. 9, σελ. 5, Εμμ. Μιχελάκης, ΕρμΑΚ, Εισαγ. Άρθρ. 127 – 200, αρ. 121 – 125). Πράγματι, όταν στον ιδιώτη επιβάλλεται από το νόμο υποχρέωση δηλώσεως και η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην προσυπογραφή εγγράφου δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες, πρόκειται ουσιαστικά για υποχρέωση δηλώσεως σε αποδεικτικό έγγραφο της κατά την παράσταση του δηλούντος πραγματικότητας, περί ανακοινώσεως δηλαδή γεγονότος αναγομένου στο παρόν ή στο παρελθόν, που αφορά τις προς τρίτους έννομες σχέσεις του (για την έννοια της ανακοίνωσης παραστάσεως βλ. και Ε. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, 1989, § 13 IV 1, σελ. 134 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ/α, Ειδικό Μέρος, 2017, § 50, αρ. 16, σελ. 82). Αυτή η [επιβεβαιωτική της κατά τη γνώμη ή τη γνώση του δηλούντος πραγματικότητας] δήλωση έχει κυρίως αποδεικτική αξία, χωρίς να αποκλείεται η επέλευση και άλλων συνεπειών που δεν απαιτούν δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, όπως η διακοπή της παραγραφής (άρθρα 260 και 272 § 2 εδαφ. β ΑΚ, ΑΠ 1402/2018, ΧρΙΔ 2019/180, Δ. Φλάμπουρας, Ζητήματα από την αιτιώδη αναγνώριση χρέους, σε ΧρΙΔ 2010/310 επομ. [311]) και δεν μπορεί να δημιουργήσει νέα, αυτοτελή ενοχή (Αθ. Λιακόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 873 – 785, αρ. 2, σελ. 435 επομ., Μ. Σταθόπουλος/Κ. Ρούσσος, Αναγνώριση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού και οι τραπεζικές ρήτρες ΓΟΣ για την πλασματική αναγνώριση [γνμδ], σε ΧρΙΔ 2006/363 επομ. [366]). Η ίδια ανακοίνωση μπορεί να παράξει δικαιοπρακτική (συμβατική) δέσμευση του δηλούντος και, συνεπώς, αντίστοιχη αξίωση του δέκτη της μόνον εάν προκύπτει σαφώς τέτοιος σκοπός των μερών (ΑΠ 294/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2015, ΕφΑΔ 2015/623, ΑΠ 1663/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 962/2012, ΧρηΔικ 2012/454, Β. Παναγιωτόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη [επιμ.] Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], τόμος Ι, 2010, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 873 – 875 ΑΚ, αρ. 2, 4, σελ. 1680), όπως δύσκολα μπορεί να συμβεί αν η δήλωση γίνεται κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που προσδιορίζει η ίδια και το (διαφορετικό) σκοπό της. Υποχρέωση τέτοιας ανακοινώσεως (χωρίς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα) ανακύπτει στην περίπτωση της καταχώρησης σε έγγραφο των υπερωριών και των προσθέτων αμοιβών που δικαιούνται γι’ αυτές οι ναυτικοί που απασχολούνται σε επιβατηγά πλοία υπό ελληνική σημαία, όπως επιβάλλεται από την § 7 του άρθρου 157 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» [ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), που ορίζει ότι «Δια την παρακολούθησιν και τον έλεγχον των κατά το παρόν άρθρον καταβαλλομένων χρηματικών ποσών τηρείται υπό του Υπάρχου “Βιβλίον υπερωριών και προσθέτων αμοιβών πληρώματος”, εις το οποίον υπογράφουσι προς εξόφλησιν οι δικαιούχοι». Την ίδια υποχρέωση υπενθυμίζουν διαχρονικά οι εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και, στην περίπτωση που κρίνεται, το υπό τον τίτλο «Βιβλίο Υπερωριών» άρθρο 19 της από 27.10.2017 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, με έναρξη ισχύος από 1.1.2017, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, για τους λόγους που πιο κάτω θα εκτεθούν, κατέλαβαν και τους διαδίκους. Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει ότι «Για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της υπερωριακής απασχόλησης του πληρώματος τηρείται επιμελώς το υπό του άρθρου 157 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών πλοίων προβλεπόμενο Βιβλίο υπερωριών και προσθέτων αμοιβών πληρώματος». Ο μη δικαιοπρακτικός χαρακτήρας της δηλώσεως του υπάρχου εκάστου ελληνικού ακτοπλοϊκού επιβατηγού πλοίου, που καταχωρείται στο υπό του νόμου προβλεπόμενο βιβλίο, προκύπτει καταρχάς από το ότι δεν ορίζεται δεσμευτική για τον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), αφού την τήρηση του βιβλίου ο νόμος δεν επιβάλει στον ίδιο ή στο νόμιμο εκπρόσωπό του αλλά σε προστηθέντα του (προεστημένο όργανό του), που δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του (άρθρα 67, 68 και 70 ΑΚ) και, επιπλέον, από το ότι ο νόμος δεν απαιτεί την υπογραφή του συντάκτη της εγγραφής αλλά μόνον του δικαιούχου της πρόσθετης αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας (του ναυτικού), γεγονός που υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη να παράσχει αποδεικτικό μέσο κυρίως στον εργοδότη έναντι του εργαζομένου που αναγνωρίζει την ακρίβεια της εγγραφής που γίνεται «προς εξόφλησή του». Αν πάντως ο τελευταίος δεν λάβει πράγματι τις απολαβές που στο τηρούμενο έγγραφο εμφανίζονται ως οφειλόμενες μπορεί με την επίκλησή του να προσφύγει στις αρχές που είναι αρμόδιες «δια την παρακολούθησιν και τον έλεγχον των καταβαλλομένων χρηματικών ποσών», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, αυτονοήτως, οι δικαστικές και αποδεικνύοντας την υστέρηση των καταβληθέντων εσόδων του έναντι των αναγραφομένων να επιδιώξει την ικανοποίηση της αντίστοιχης αξιώσεώς του από την εργασιακή του σύμβαση, όπως οι όροι της προσδιορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανακοίνωση της παράστασης του υπάρχου του πλοίου, περί των υπερωριών του απασχολούμενου σ’ αυτό ναυτικού και της εντεύθεν οφειλόμενης σ’ αυτόν πρόσθετης αμοιβής, απλώς συμβάλει στην ex lege παραγωγή, ως εννόμου αποτελέσματος, μόνον ενός αποδεικτικού εγγράφου, ενώ, αντιθέτως, δεν μπορεί να παράξει δικαιοπρακτική (συμβατική) δέσμευση του δηλούντος, αφού η δήλωση γίνεται για τους σκοπούς του νόμου, που συνίσταται μόνον στη διευκόλυνση της απόδειξης του ύψους της οφειλής του εργοδότη από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, ενδεχομένως δε και της εξοφλήσεώς της. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης του ΒΔ 683/1960 με τη διάταξη του άρθρου 157 αποσκοπούσε προσθέτως στην επιμήκυνση τη βραχείας παραγραφής του άρθρου 289 αρ. 1 ΚΙΝΔ όσον αφορά την απαίτηση του ναυτικού στην αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του. Ακόμα όμως και αν, παρά ταύτα, γινόταν δεκτό ότι πρόκειται για αναγνωριστική (επιβεβαιωτική) σύμβαση, αυτή κατά τη νομική της φύση θα συνιστούσε μη γνήσια αναγνώριση (περί της οποίας βλ. Π. Κορνηλάκη, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 2020, § 138, αρ. 6, σελ. 566, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 6, αρ. 54, σελ. 926), στα πλαίσια της οποίας οι συμβαλλόμενοι επιβεβαιώνουν απλώς την ύπαρξη προηγούμενης βασικής έννομης σχέσης τους, χωρίς να θέλουν να επέμβουν διαπλαστικά στο περιεχόμενό της και χωρίς να δημιουργούν νέα ενοχή και, δικονομικά, νέα βάση αγωγής, διαφορετική από την προϋφιστάμενη. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν η τήρηση του βιβλίου του άρθρου 157 του ΒΔ 683/1960 οδηγούσε στην κατάρτιση αναγνωριστικής σύμβασης, η αξίωση του ναυτικού που θα απέρρεε από αυτήν δεν θα αποτελούσε αντικείμενο νέας και αυτοτελούς ενοχής του εργοδότη του, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, όπως συμβαίνει με τις (γνήσιες αναγνωριστικές) συμβάσεις του άρθρου 873 ΑΚ, με τις οποίες αναγνωρίζεται προϋφιστάμενο χρέος και παράγεται ενοχή ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία της αναγνώρισης (ΑΠ 1125/2020, ΑΠ 913/2020, ΑΠ 51/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά θα συνιστούσε απαίτηση από τη σύμβαση της ναυτικής εργασίας από την εκτέλεση της οποίας παρήχθη η αξίωση στην πρόσθετη αμοιβή για την παροχή της υπερωριακής εργασίας, υποκείμενη σε όλες τις ενστάσεις του οφειλέτη από τη βασική έννομη σχέση, μεταξύ των οποίων και αυτή της παραγραφής. Άλλωστε, περί σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης μπορεί καταρχήν να γίνει λόγος μόνον όταν σ’ αυτήν δεν μνημονεύεται η αιτία του χρέους που αναγνωρίζεται (Π. Κορνηλάκης, ο.π., αρ. 10, σελ. 567), όπως δεν συμβαίνει με την εγγραφή στο βιβλίο του άρθρου 157 ΒΔ 683/1960, που έχει συγκεκριμένο αντικείμενο. Για να αποφύγει την προβολή των ενστάσεων από τη βασική σχέση, ο ενάγων που στηρίζει τις αξιώσεις του σε σύμβαση αναγνώρισης χρέους που μνημονεύει την αιτία του, μπορεί, βέβαια να υποστηρίξει ότι τα μέρη είτε θέλησαν να αποσυνδέσουν την οφειλή από την αιτία αυτήν είτε επιδίωξαν να διασφαλίσουν τη βασική σχέση από ενδεχόμενα ελαττώματά της δια της αναλήψεως εκ μέρους του οφειλέτη κάποιας πρόσθετης υποχρέωσης (ΑΠ 387/2019, ΧρΙΔ 2019/699, ΑΠ 294/2018, ο.π.), οπότε θα πρόκειται για γνήσια αναγνώριση, αφηρημένη ή αιτιώδη αντίστοιχα. Όμως, στην περίπτωση αυτή πρέπει να επικαλεστεί, εκτός από τη δήλωση του οφειλέτη για την υπόσχεση ή την αναγνώριση από αυτόν του χρέους που συνιστά την πρόταση για τη σύναψη σύμβασης και την αποδοχή εκ μέρους του της πρότασης αυτής, αφού η μη γενόμενη ακόμη αποδεκτή πρόταση δεν ιδρύει νέα ενοχή, καθώς και ότι παρά την ενδεχόμενη μνεία της αιτίας, οι συμβαλλόμενοι θέλησαν ενοχή είτε αφηρημένη, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία (ΑΠ 878/2018, ΧρΙΔ 2019/271) είτε νέα βάση αγωγής.

Εν προκειμένω, με την αγωγή της η ενάγουσα επικαλέστηκε ότι κατά τις περιόδους των προηγούμενων ναυτολογήσεών της στο πλοίο BS1 και, συγκεκριμένα, κατά τα χρονικά διαστήματα από 18.6.2013 έως 1.11.2013, από 21.12.2013 έως 3.2.2014, από 3.4.2014 έως 5.7.2014, από 10.8.2014 έως 21.8.2014, από 14.9.2014 έως 12.1.2015, από 18.3.2015 έως 31.10.2015, από 20.12.2015 έως 4.2.2016, από 17.4.2016 έως 8.10.2016 και από 24.11.2016 έως 31.12.2016, είχε απασχοληθεί υπερωριακά επί χίλιες πεντακόσιες πενήντα οκτώ ώρες και τριάντα πρώτα λεπτά (1.558,5 ώρες) κατά τις καθημερινές και Κυριακές και επί χίλιες τριακόσιες εξήντα έξι ώρες και τριάντα πρώτα λεπτά (1.366,5 ώρες) κατά τα Σάββατα και τις αργίες και υποστήριξε ότι από την αιτία αυτή δικαιούται το σύνολο της μη καταβληθείσας αμοιβής της για την εργασία της κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ύψους δέκα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (10.457,53 €) και το υπόλοιπο της μη καταβληθείσας αμοιβής της για την εργασία της κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (2.695,53 €). Την ικανοποίηση της απαιτήσεώς της στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των δεκατριών χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και έξι λεπτών (13.153,06 €) η ενάγουσα επεδίωξε ισχυριζόμενη ότι αυτό της οφείλεται δυνάμει έγγραφης αναγνώρισής του εκ μέρους της εναγομένης που κατέγραψε τις ώρες τις υπερωριακής απασχόλησής της στους μηνιαίους πίνακες αρχείου ωρών ανάπαυσης και εργασίας των μελών του πληρώματος του πλοίου, δια του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου, που ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότηση του πλοιάρχου του. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν νομικά έωλος. Καταρχάς ή ενάγουσα επικαλέστηκε μονομερή αναγνώριση χρέους, που κατά νόμο δε συνιστά αιτία ενοχικής δεσμεύσεως (Χ. Βρεττού, σε Ι. Καράκωστα [επιμ.] Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Σχόλια – Νομολογία, τόμος 6, Ειδικό Ενοχικό, 2009, άρθρο 873, αρ. 4, σελ. 644 επομ.), παρά μόνον τρόπο παραγωγής αποδεικτικού μέσου (Αθ. Λιακόπουλος, ο.π., άρθρο 873, αρ. 5, σελ. 441). Επιπλέον, οι εγγραφές στο βιβλίο υπερωριών του άρθρου 157 ΒΔ 683/1960, εφόσον καταχωρούνται νομότυπα, δηλαδή από τον ύπαρχο του πλοίου όπως ορίζει ο νόμος, δεν έχουν δικαιοπρακτικό χαρακτήρα και συνιστούν απλώς ανακοίνωση παραστάσεως του εργοδότη του ναυτικού ως προς τον αριθμό των ωρών της υπερωριακής του απασχόλησης και, εντεύθεν, με εφαρμογή του ωρομισθίου που ανά ειδικότητα προβλέπει η οικεία ΣΣΝΕ, του χρηματικού ποσού που του οφείλεται για την αιτία αυτή, γενόμενη για τη δημιουργία απλώς ενός αποδεικτικού μέσου, σύμφωνα με το σκοπό του νόμου και όχι για την παραγωγή νέας και αυτοτελούς ενοχής του εργοδότη και, αντίστοιχα, νέας και αυτοτελούς αξιώσεως του εργαζομένου, ανεξάρτητης από την αιτία του χρέους, δηλαδή από την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας. Περαιτέρω, ακόμα και αν κανείς προσέδιδε δικαιοπρακτικό χαρακτήρα στις εγγραφές του βιβλίου υπερωριών, για την κατάρτιση αναγνωριστικής συμβάσεως θα ήταν απαραίτητη, εκτός της νομότυπης υποβολής προτάσεως εκ μέρους του εργοδότη και η αποδοχή της προτάσεως αυτής από τον εργαζόμενο κατά τους όρους των άρθρων 189 επομ. ΑΚ. Όμως, εν προκειμένω η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι αποδέχθηκε την πρόταση αυτή, αφού πουθενά στην αγωγή της δεν αναφέρει ότι υπέγραφε στο βιβλίο υπερωριών. Για την πληρότητα της αιτιολογίας να σημειωθεί και ότι, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι τέτοια αποδοχή συνιστά η έγερση της υπό κρίση αγωγής, η έτσι καταρτισθείσα αναγνωριστική σύμβαση θα ήταν μη γνήσια, δηλαδή απλώς επιβεβαιωτική των αξιώσεων που παρήχθησαν στα πλαίσια της βασικής σχέσης των μερών και μη δυνάμενη να στηρίξει νέα βάση αγωγής, διαφορετική από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας της ενάγουσας. Και τούτο διότι κατάρτιση γνήσιας αναγνωριστικής σύμβασης η ενάγουσα δεν επικαλείται ούτε αναιτιώδους (αφηρημένης), αφού δεν αναφέρει ότι τα μέρη θέλησαν την παραγωγή ενοχής ανεξάρτητης από τις συμβάσεις ναυτολόγησης της ενάγουσας στα πλαίσια των οποίων γεννήθηκε η μνημονευόμενη στο βιβλίο υπερωριών και στην αγωγή απαίτησή της ούτε όμως και αιτιώδους, αφού δεν αναφέρει ότι με αυτήν η εναγόμενη ανέλαβε πρόσθετη υποχρέωση πέραν της ήδη υπάρχουσας από την υποκείμενη αιτία (την καταβολή της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας της ενάγουσας). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αξίωση της ενάγουσας ως νομικά αβάσιμη, θεωρώντας ότι η τήρηση από την εναγόμενη μηνιαίων πινάκων ωρών ανάπαυσης και εργασίας ναυτικών αποτελεί απλή συμμόρφωσή της σε διάταξη νόμου και όχι πρόταση κατάρτισης σύμβασης αναγνώρισης χρέους, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και, αφού συμπληρωθούν οι συνοπτικές αιτιολογίες της με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ο πέμπτος λόγος της Β έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο γίνεται επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 157 του ΒΔ 683/1960 και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά δε το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα μέμφεται την ίδια απορριπτική πρωτοβάθμια κρίση για πλημμελή εκτίμηση των μηνιαίων πινάκων και των μισθολογικών λογαριασμών της ο ίδιος λόγος είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού η αγωγή κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη, χωρίς το Δικαστήριο να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 323/1989, Δνη 1990/770 = ΕΔΠ 1990/52 = ΕΕμπΔ 1991/330 = ΕΕΝ 1990/77, ΤριμΕφΑθ. 172/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 120/2015, Δικογραφία 2015/300, ΤριμΕφΔωδ. 43/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 119, αρ. 53, σελ. 453, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1625]).

ΙV. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

V. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ………….., θαλαμηπόλου στο πλοίο BS1, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με την ενάγουσα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της με αριθμό ………./12.6.2019 ένορκης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του ……………., που με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου συνυπηρέτησε και αυτός με την ενάγουσα στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ετών από 2013 μέχρι 2017, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια της ενάγουσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …./7.6.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ……, οι οποίες αμφότερες (κατάθεση και βεβαίωση) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ………… τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας …………., Ελληνίδας απογεγραμμένης ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …….. ΑΑε ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός [16.391] κόρων, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….. και αριθμό ΙΜΟ …., η απασχολούμενη σ’ αυτό με την ειδικότητα της επίκουρης θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2013, όπως δεν αμφισβητείται, ενάγουσα ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 24.11.2016 και δυνάμει αυτής η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 20η.4.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 14.5.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 27η.7.2017, οπότε και απολύθηκε για την ίδια αιτία (άδεια αναψυχής έως 27.8.2017). Ακολούθησε μία [1] ακόμη ναυτολόγησή της στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα την 1η.10.2017, που διήρκεσε μέχρι τις 18.11.2017, οπότε αποναυτολογήθηκε με αμοιβαία συναίνεση αυτής και του πλοιάρχου. Για τις δύο [2] πρώτες από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.080,74 €). Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.2017 έως 18.11.2017) τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών στα υπό ελληνική σημαία ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία ρύθμιζε η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε μεν στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της να καταλαμβάνουν ενοχικώς και τους διαδίκους ήδη και πριν από την κύρωσή της, δεδομένου, πρώτον, του ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2017 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, η μεν ενάγουσα μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές της εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί και, δεύτερον, του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει και όσες ατομικές συμβάσεις είχαν καταρτιστεί πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ιδίας ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου (θαλαμηπόλου) ορίστηκε σε εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (928,36 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (204,24 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(928,36 € + 204,24 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 353,45 €}, το δε ωρομίσθιο του επίκουρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (5,37 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (6,71 €) και σε οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (8,06 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά τις ναυτολογήσεις της το έτος 2017 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.097,57 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπερτερούσε του συμβατικού μισθού της (2.080,74 €). Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1 στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε είκοσι [20] θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις [14] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα καθήκοντα των επίκουρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά το άρθρο 120 του οποίου οι επίκουροι βοηθούν τους θαλαμηπόλους στα ειδικά καθήκοντά τους ασχολούμενοι ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με την παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών των επιβατών κατά την επιβίβαση και της αποβίβασή τους και με την εκτέλεση κάθε ανατιθέμενης σ’ αυτούς από τον αρχιθαλαμηπόλο βοηθητικής εργασίας της ειδικότητας των θαλαμηπόλων, οι οποίοι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του ιδίου νομοθετήματος, διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων της ενάγουσας το πλοίο BS1 διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τις Νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως και 7.3.2017, από 3.4.2017 έως και 20.4.2017, από 14.5.2017 έως και 11.6.2017 και από 1.10.2017 έως και 31.10.2017 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στα Ψαρά και στις Οινούσσες, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 01:45 της Τρίτης. Στους ενδιάμεσους λιμένες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως και κατά τους πλόες από τον Πειραιά. Από τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά το πρωινό κάθε Σαββάτου μέχρι την επόμενη αναχώρησή του το βράδυ της Κυριακής μεσολαβούσε χρονικό διάστημα τριάντα επτά [37] περίπου ωρών. Σημειώνεται εδώ ότι τα δρομολόγια της Κυριακής 1.1.2017, της Μεγάλης Παρασκευής 14.4.2017 από Μυτιλήνη, της Κυριακής του Πάσχα 16.4.2017 από Πειραιά και του Σαββάτου 28.10.2017 παρέμειναν ανεκτέλεστα, ενώ δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε τα δρομολόγια του πλοίου στις 16 και 18.5.2017 (από Πειραιά) και στις 17 και 19.5.2017 (από Μυτιλήνη), λόγω συμμετοχής, κατά τις ημερομηνίες αυτές (Τρίτη έως Παρασκευή) του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία [ΠΝΟ]. Για τις ανάγκες του ελέγχου της ουσιαστικής βασιμότητας του κονδυλίου της αγωγής που αφορά στην πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων εξπρές θα σημειωθεί ακόμα ότι στους παραπάνω πλόες επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις. Ειδικότερα, τα Σάββατα 25.2.2017, 8.4.2017 και 20.5.2017 το πλοίο έχοντας καταπλεύσει στον Πειραιά στις 06:55 αναχώρησε εκ νέου, την πρώτη και την τρίτη φορά για Κω στις 12:00 και τη δεύτερη για Χίο – Μυτιλήνη στις 09:00, στις 9.4.2017, ημέρα Κυριακή, αφιχθέν στις 18:00 απέπλευσε στις 21:00, την Πέμπτη 13.4.2017 κατέπλευσε στον Πειραιά στις 06:55 και ακολούθως εκτέλεσε δρομολόγιο προς τη Θήρα με επιστροφή αναχωρώντας στις 08:00 και επιστρέφοντας στις 19:25, για να αποπλεύσει εκ νέου για Ψαρά – Οινούσσες – Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00 και την Τρίτη του Πάσχα 18.4.2017 εκτέλεσε έκτακτο δρομολόγιο στις 08:30 από Πειραιά για Νάξο – Πάρο – Σύρο και επέστρεψε στην αφετηρία του στις 19:00, για να αναχωρήσει εκ νέου για Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2017 έως και 18.11.2017 το πλοίο παρέμεινε δρομολογημένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, εκτελώντας τους ίδιους ακριβώς πλόες με τη διαφορά ότι κατά τα δρομολόγια της Δευτέρας από τη Μυτιλήνη και της Πέμπτης από τον Πειραιά δεν προσέγγιζε στους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 8.3.2017 έως και 2.4.2017 το πλοίο κάθε Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη εκτελούσε τα ίδια δρομολόγια που ανωτέρω υπό στοιχ. Α περιγράφονται, ενώ την Πέμπτη, προερχόμενο από τη Μυτιλήνη, κατέπλεε στον Πειραιά στις 05:30 και αναχωρούσε αμέσως (στις 08:00) με προορισμό τη Ρόδο, όπου αφικνείτο το απόγευμα της ιδίας ημέρας στις 19:45, έχοντας ενδιαμέσως αποεπιβιβάσει επιβάτες και στο λιμένα της Κω, όπου κατέπλεε στις 16:30 και απέπλεε μετά από δεκαπέντε πρώτα λεπτά της ώρας. Από τη Ρόδο αναχωρούσε αμέσως (στις 22:00) και αφού προσέγγιζε διαδοχικά την Κω (άφιξη στις 00:45 της Παρασκευής και αναχώρηση στις 01:15), τη Λέρο (άφιξη στις 02:45 και αναχώρηση στις 03:05) και την Πάτμο (άφιξη στις 04:00 και αναχώρηση στις 04:20) κατέπλεε στον Πειραιά στις 11:05, για να αναχωρήσει και πάλι στις 19:00 με προορισμούς τη Σύρο (άφιξη στις 22:50), την Πάτμο (άφιξη στις 03:15 και αναχώρηση στις 03:35), τη Λέρο (άφιξη στις 04:35 και αναχώρηση στις 04:55), την Κω (άφιξη στις 06:35 και αναχώρηση στις 07:05) και εν τέλει τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 10:10 το πρωί του Σαββάτου. Για το ταξίδι της επιστροφής το πλοίο αναχωρούσε από εκεί στις 17:00 και κατέπλεε στον Πειραιά στις 06:30 το πρωί της Κυριακής, έχοντας ενδιαμέσως προσεγγίσει και στην Κω, όπου κατέπλεε στις 19:45 και παρέμενε επί ημίωρο. Με βάση το πρόγραμμα των δρομολογίων του κάθε Πέμπτη του εν λόγω χρονικού διαστήματος το πλοίο είχε πρόωρη αναχώρηση από τον Πειραιά, υπολειπόμενη του εξαώρου κατά τρεις ώρες και τριάντα πρώτα λεπτά (3,5 ώρες). Δ] Τα ίδια περίπου δρομολόγια της χειμερινής περιόδου, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. Β περιγράφονται, εκτελούσε το πλοίο και κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως και 21.6.2017, με τη διαφορά, πρώτον, ότι κάθε Τρίτη και Πέμπτη κατέπλεε στον Πειραιά νωρίτερα (στις 06:25) και αναχωρούσε αργότερα (στις 21:00), δεύτερον, ότι αποεπιβιβάσεις επιβατών στα Ψαρά και στις Οινούσσες πραγματοποιούσε στο δρομολόγιο της Πέμπτης από Πειραιά και του Σαββάτου από τη Μυτιλήνη και, τρίτον, ότι οι πλόες του έγιναν πυκνότεροι, καθώς κάθε Παρασκευή το πλοίο μετά την άφιξή του στη Μυτιλήνη στις 07:40 αναχωρούσε αμέσως στις 08:45 για το ταξίδι της επιστροφής και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 11:00 και αναχώρηση στις 11:20) κατέπλεε στον Πειραιά στις 18:00 το απόγευμα, για να αναχωρήσει εκ νέου στις 21:00 της ιδίας ημέρας (Παρασκευή) και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 03:30 και αναχώρηση στις 04:00) να καταπλεύσει στη Μυτιλήνη το πρωί του Σαββάτου στις 06:30, για να ακολουθήσει νέα άμεση αναχώρηση στις 08:45, εικοσάλεπτης διάρκειας παραμονή στη Χίο και κατάπλους στον Πειραιά στις 18:00 το απόγευμα του Σαββάτου. Το τελευταίο δρομολόγιο της εβδομάδας εκκινούσε από την αφετηρία στις 21:00 το βράδυ του Σαββάτου και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 03:30 και αναχώρηση στις 04:00) κατέληγε στο λιμένα προορισμού (τη Μυτιλήνη) στις 06:30 το πρωί της Κυριακής, για να αποπλεύσει ξανά από εκεί αμέσως (στις 08:45) και μετά από αποεπιβιβάσεις επιβατών στους λιμένες της Χίου (άφιξη στις 11:00 και αναχώρηση στις 11:20), των Οινουσσών (άφιξη στις 11:45 και αναχώρηση στις 12:05) και των Ψαρών (άφιξη στις 13:35 και αναχώρηση στις 13:55) να καταλήξει στην αφετηρία (στον Πειραιά) στις 19:10 το απόγευμα της ίδιας ημέρας (Κυριακής), προκειμένου να εκτελέσει στη συνέχεια το δρομολόγιο των 21:00 για Χίο – Μυτιλήνη. Με βάση το πρόγραμμα των δρομολογίων του κατά το ερευνώμενο διάστημα το πλοίο είχε πρόωρες αναχωρήσεις από τον Πειραιά το Σάββατο στις 17.6.2017 (άφιξη 18:00 – αναχώρηση 21:00) και την Κυριακή 18.6.2017 (άφιξη 19:10 – αναχώρηση 21:00), ενώ τροποποιήθηκαν και τα δρομολόγιά του της Πέμπτης 15.6.2017, οπότε αφιχθέν στον Πειραιά στις 06:25 εκτέλεσε έκτακτο δρομολόγιο στις 07:30 για Σύρο – Τήνο – Μύκονο και επέστρεψε στην αφετηρία του στις 19:30, για να αναχωρήσει εκ νέου για Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00. Τέλος, Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως και 27.7.2017 το πλοίο εκτελούσε τα ίδια ακριβώς δρομολόγια όπως ανωτέρω υπό στοιχ. Δ περιγράφονται με τη διαφορά ότι κάθε Τρίτη μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε μέχρι τις 13:45, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00, για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το βραδινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. Εξάλλου, η ενάγουσα κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της απασχολούταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτήν καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητά της και, συγκεκριμένα, ήταν επιφορτισμένη με την επικουρία ενός [1] θαλαμηπόλου κατά την εκτέλεση εργασιών καθαριότητας στις καμπίνες των επιβατών, απασχολούμενη ως «διαμερίστρια» και συμμετείχε στη διαδικασία επιβίβασης και αποβίβασης των επιβατών στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού, ενώ κατά τη διάρκεια των δρομολογίων εργαζόταν σε κάποιο από τα μπαρ του πλοίου. Ειδικότερα, η εργασία της άρχιζε στις 06:00, οπότε συνέδραμε τους επιβάτες κατά την αποβίβασή τους είτε στον Πειραιά είτε στη Μυτιλήνη και συνεχιζόταν μέχρι τις 11:30 με την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των κοιτωνίσκων των επιβατών, σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, με βάση το οποίο χρεωνόταν κυμαινόμενες ως προς τον αριθμό τους (κατά μέσο όρο είκοσι πέντε [25]) καμπίνες, τις οποίες έπρεπε να ευπρεπίζει μεριμνώντας, μαζί με το θαλαμηπόλο τον οποίο επικουρούσε, για τη σάρωση του δαπέδου και τον καθαρισμό της τουαλέτας. Το απόγευμα η υπηρεσία της ξεκινούσε στις 17:00 με την υποδοχή των επιβατών, τους οποίους συνέδραμε κατά την άνοδό τους από τις κυλιόμενες σκάλες στο κατάστρωμα του πλοίου που ήταν προορισμένο για την παραμονή τους κατά τον πλου και τους καθοδηγούσε μέχρι την καμπίνα τους ή τη θέση τους στα σαλόνια του πλοίου. Η εργασία αυτή ολοκληρωνόταν με την αναχώρηση του πλοίου στις 20:00, οπότε η ενάγουσα αναπαυόταν επί δίωρο και στη συνέχεια εκτελούσε καθήκοντα σε κάποιο από τα μπαρ του πλοίου και, συγκεκριμένα, είτε στο επονομαζόμενο «…… bar», που βρισκόταν στην πρύμνη του πλοίου είτε στο επονομαζόμενο «….» που βρισκόταν στην πλώρη του, μέχρι τις 01:00, οπότε τα μπαρ διέκοπταν τη λειτουργία τους. Στη συνέχεια η ενάγουσα εργαζόταν επί ημίωρο ακόμη, προκειμένου να καθαρίσει το χώρο. Τα ανωτέρω, που ισχύουν για τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, προκύπτουν από την αξιολογική συσχέτιση των λεγομένων των μαρτύρων και των εγγραφών στο αρχείο ωρών αναπαύσεως και εργασίας για το έτος 2017. Με βάση το αρχείο αυτό ελέγχεται ως αβάσιμος τόσο ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα άρχιζε την απογευματινή εργασία της στις 18:00 και την ολοκλήρωνε χωρίς διακοπή στις 23:00, όσο και ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι τα απογεύματα εργαζόταν συνεχόμενα από τις 17:00 έως τις 01:30 της επομένης, αφού αυτό συνέβη μόνο κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2017. Το ίδιο κατά βάση ωράριο ακολουθούσε η ενάγουσα και κατά το χρονικό διάστημα από 8.3.2017 έως και 2.4.2017, οπότε το πλοίο κάθε Πέμπτη έως Σάββατο εκτελούσε δρομολόγια προς τη Δωδεκάνησο, ενώ, αντιθέτως, αυξημένος εμφανίζεται ο χρόνος της ημερήσιας εργασίας της κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως και 27.7.2017, οπότε μετά το πέρας των εργασιών καθαριότητας στις 11:30 αναλάμβανε καθήκοντα στις 13:00 και εργαζόταν συνεχώς μέχρι τις 21:00 και μετά από ωριαία διακοπή για δείπνο απασχολούταν μέχρι τις 01:30 στα μπαρ του πλοίου. Κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές των χρονικών διαστημάτων από 1.1.2017 έως 7.3.2017, από 3.4.2017 έως 20.4.2017, από 14.5.2017 έως 11.6.2017 και από 1.10.2017 έως και 18.11.2017 η ενάγουσα δεν απασχολήθηκε πέραν του οκταώρου, αφού η πρωινή εργασία του Σαββάτου ολοκληρωνόταν στις 12:00 το αργότερο και η εργασία της Κυριακής εκκινούσε στις 17:00, πλέον μιας δίωρης συμμετοχής σε πρωινή σύσκεψη τις Κυριακές, κατά την οποία ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος καθόριζε το πρόγραμμα και προέβαινε στον καταμερισμό των εργασιών της επόμενης εβδομάδας. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε και ότι η ενάγουσα εκτελούσε, πέραν του προπεριγραφέντος ωραρίου της, βάρδιες πυρασφάλειας στο πλοίο και, συγκεκριμένα, εκτελούσε μηνιαίως έξι [6] ημερήσιες βάρδιες δίωρης διάρκειας, ευρισκόμενη κατά τις μεσημβρινές ώρες στο χώρο υποδοχής των επιβατών (reception) και μία [1] βραδινή διάρκειας τριών ωρών και τριάντα πρώτων λεπτών (3,5 ώρες) απασχολούμενη στην ίδια θέση. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί εδώ και ότι ο το πρώτον με το εφετήριο προβαλλόμενος ισχυρισμός της εκκαλούσας – ενάγουσας περί εφαρμογής στην περίπτωσή της των διατάξεων των άρθρων 12 § 1 και 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που ορίζουν αντιστοίχως ότι «Ειδικώς για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία τους κατανέμεται από της 06:00 ώρας μέχρι 22:00 ώρας με μία διακοπή» και ότι «Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή…», οι οποίες (διατάξεις), κατά την άποψή της, άγουν στο συμπέρασμα ότι τα πέραν του ενός ημερησίου διαλείμματος της εργασίας της που της επέτρεπε το καθημερινό ωράριό της πρέπει να προσμετρηθούν ως χρόνος υπερωριακής απασχόλησής της, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 12 § 1 και 13 § 6 Δ της ΣΣΝΕ, στο προσωπικό γενικών υπηρεσιών δεν περιλαμβάνονται συλλήβδην οι θαλαμηπόλοι και οι επίκουροι, όπως εσφαλμένα η ενάγουσα υπολαμβάνει αλλά μόνον ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος.  Με βάση όσα προαναφέρθηκαν και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) της καταβολής για καθένα των μηνών από Μάιο έως και Νοέμβριο του έτους 2017 χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής της ενάγουσας, γ) της ειδικότητας αυτής και εντεύθεν της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής της, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της αυξημένης επιβατικής κίνησης ιδίως κατά τις θερινές περιόδους, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου BS1 και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς της, η ενάγουσα να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί πέντε (5) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δεκατρείς (13) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς της επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς, καθ’ όλες τις άλλες περιόδους, πλην εκείνης από 22.6.2017 έως και 27.7.2017, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών καθημερινής απασχόλησης μέρος του. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Α έφεσής της, κατά τον οποίο η πραγματική εργασία της ενάγουσας δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, ενώ το ωράριό της επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας της, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία της ενάγουσας, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι η ενάγουσα υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτής (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των μισθοδοτικών της καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτής από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά της. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των ως άνω αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας της και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις της από την προσφορά της εργασίας της, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της Α έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει από τους προαναφερθέντες λόγους των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, ο μεν πρώτος της Α έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δε δεύτερος της Β έφεσης να γίνει εν μέρει δεκτός. Σφάλμα, όμως, στο συγκεκριμένο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης εντοπίζεται και στον αριθμό των καθημερινών ημερών και των αργιών για τις οποίες έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε υπερωριακώς. Πράγματι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η τελευταία εργάστηκε υπερωριακά επί εκατόν εξήντα τρεις [163] καθημερινές ημέρες συνολικά και επί έξι [6] αργίες, ενώ τούτο δεν αληθεύει, δεδομένου ότι στις 16, 17, 18 και 19.5.2017 δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, ενώ το ίδιο συνέβη και στις 14.4.2017, οπότε δεν παρασχέθηκε υπερωριακή εργασία, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή της για την αιτία αυτή: Α] Για τις εκατόν εβδομήντα [159 + 11 = 170] καθημερινές ημέρες και Κυριακές του επιδίκου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις, αντίστοιχες, οκτακόσιες πενήντα (170 ημέρες Χ 5 ώρες ημερησίως = 850) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (850 ώρες Χ 6,71 € το ωρομίσθιο = 5.703,50 €), Β) για τις δεκαεπτά (12 + 5 = 17) συνολικά ημέρες Σαββάτου και αργιών του ιδίου χρονικού διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακά και για τις συνολικά διακόσιες είκοσι μία (17 ημέρες Χ 13 ώρες ημερησίως = 221) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων επτακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (221 ώρες Χ 8,06 το ωρομίσθιο = 1.781,26 €), Γ] για ενενήντα έξι ώρες ημερήσιας πυρασφάλειας (6 βάρδιες/μήνα Χ 8 μήνες Χ 2 ώρες/ημέρα = 96) το συνολικό χρηματικό ποσό των εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δεκαέξι λεπτών (96 ώρες Χ 6,71 το ωρομίσθιο = 644,16 €) και Δ] για είκοσι οκτώ ώρες βραδινής πυρασφάλειας (1 βάρδια/μήνα Χ 8 μήνες Χ 3,5 ώρες/βάρδια = 28) το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν ογδόντα επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (28 ώρες Χ 6,71 το ωρομίσθιο = 187,88 €). Από το σύνολο των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων δεκαέξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (5.703,50 € + 1.781,26 € + 644,16 € + 187,88 € = 8.316,80 €) αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων δεκαεπτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (2.717,69 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας της, δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί πλέον η ενάγουσα με την έφεσή της και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και ένδεκα λεπτών (8.316,80 € – 2.717,69 € = 5.599,11 €), στο οποίο ανέρχεται η διαφορά της οφειλόμενης από την καταβληθείσα αμοιβής της υπερωριακής της εργασίας και την οποία βασίμως αξιώνει η ενάγουσα. Στο [ελαττωμένο έναντι του ανωτέρω και ανερχόμενο συγκεκριμένα σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα επτά λεπτά (4.525,47 €)] ποσόν που για την αιτία αυτή έκρινε οφειλόμενο, η εκκαλουμένη καταλόγισε, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσας πρωτοδίκως ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και ενός λεπτού (555,01 €), το οποίο η τελευταία είχε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα καταβάλει τμηματικά στην ενάγουσα ως «έκτακτες αμοιβές» της, δεχόμενη ειδικότερα ότι αυτό αντιστοιχούσε σε ποσοστό επί των μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου και ότι για τον καταλογισμό του στις αξιώσεις της ενάγουσας για αμοιβή υπερωριακής εργασίας υπήρχε ειδική συμφωνία των διαδίκων. Την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει η ενάγουσα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της Β έφεσής της αιτιώμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από 24.11.2016 και 14.5.2017 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας της ενάγουσας που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και την από 1.10.2017 άτυπη σύμβασή της, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IV της παρούσας αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές της ενάγουσας, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες της ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) της ενάγουσας, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτήν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η συμφωνία αυτή δεν ήταν έγκυρη, αφού ο συμβατικός μισθός της ενάγουσας δεν κάλυπτε το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών της, όπως ήδη εκτέθηκε. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγόμενη κατέβαλε εντός του έτους 2017 στην ενάγουσα ως «έκτακτες αμοιβές» της πέραν των νομίμων αποδοχών της, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συναφή βάσιμο λόγο της ένδικης Β έφεσης.

VI. Στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη [6] ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, πρβλ ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996) τουλάχιστον πέντε [5] κάθε εβδομάδα. Βέβαια, κατ’ αυτά τα μέχρι πέντε [5] δρομολόγια ανά εβδομάδα το πλοίο πρέπει να εκτελεί το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο, να πραγματοποιεί δηλαδή αλληλοδιάδοχους πλόες μεταξύ των ιδίων λιμένων αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να μην παραλλάσσει και η πλήρης διάρκεια εκάστου ταξιδιού, αφού η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ρητώς συναρτάται με το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του κυκλικού δρομολογίου, χωρίς να παρέχεται νόμιμη δυνατότητα συνυπολογισμού περισσοτέρων δρομολογίων διαφορετικού κύκλου και χρονικής διάρκειας ανά εβδομάδα, δεδομένου ότι για την εξαγωγή του γινομένου του αριθμού των δρομολογίων εξπρές επί του ποσοστού των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού, κατά την έννοια των §§ 4 και 7 του άρθρου 33, ένας [1] μόνον πολλαπλασιασμός πραγματοποιείται. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του άρθρου 33, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, ΕφΠειρ. 740/2005, ΕΝαυτΔ 2005/341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας. Έτσι, αν εκτελούνται έξι [6] τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα [1] επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά [7] τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε [5] ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α] περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι [6] έως δώδεκα [12] ώρες ή την έως έξι [6] ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β] επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία βάση (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ] το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι στη γένεση της αξίωσης στην πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συντελούν περισσότερα βιοτικά συμβάντα, ανόμοια κατά το ποιόν τους, γεγονός που επιδρά στη θεμελίωσή της όταν η ικανοποίησή της επιδιώκεται δικαστικά. Πράγματι, από το άρθρο 33, που θεσπίζει περισσότερους κανόνες δικαίου με διαφορετικό πραγματικό ο καθένας, απορρέουν τρεις [3] βάσεις αγωγής, που διαφοροποιούνται ως προς τα δικαιοπαραγωγικά τους γεγονότα και η υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών στην προσήκουσα διάταξη νόμου γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Αν, όμως, ο ενάγων δια της ρητής επικλήσεως συγκεκριμένης νομικής βάσης εκφράσει με το αγωγικό δικόγραφο τη βούλησή του να θεμελιώσει την αξίωσή του μόνο σ’ αυτήν, το δικαστήριο δε δικαιούται σε άλλη υπαγωγή, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΕφΠειρ. 345/2002, ΕΝαυτΔ 2002/6 = ΠειρΝομ 2002/199, ΕφΠειρ. 1015/2000, ΔΕΕ 2001/637, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 16, σελ. 302 επομ., Στ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 9, πρβλ Σπ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία, 2016, § 5, σελ. 218). Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.), όχι όμως τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα».

Εν προκειμένω, με την αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 25.2.2017 έως και 18.6.2017 το πλοίο BS1 εκτέλεσε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, 7,71 δρομολόγια εξπρές, τα οποία υπολόγισε με βάση το άθροισμα των ωρών εκάστης πρόωρης αναχώρησής του από την αφετηρία του (το λιμένα του Πειραιώς), ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως και 27.7.2017 πραγματοποιούσε έξι [6] τακτικές ημερήσιες αναχωρήσεις από τον ίδιο λιμένα για ισάριθμα δρομολόγια, εκ των οποίων ως εξπρές θεωρείται το μοναδικό [1] πέραν του πέμπτου εβδομαδιαίως. Επικαλούμενη δε, αντιστοίχως, τις διατάξεις των §§ 3 και 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ζήτησε να της επιδικαστεί το υπόλοιπο της πρόσθετης αμοιβής που δικαιούτο για την αιτία αυτή, το οποίο προσδιόρισε στο συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (843,83 €). Με δεδομένο ότι την απαίτησή της για το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως και 27.7.2017 η ενάγουσα ρητώς θεμελίωσε στις πέραν των πέντε ανά εβδομάδα τακτικές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα (της § 5) και όχι στην εκτέλεση πέντε [5] ή λιγότερων δρομολογίων υπό συνθήκες που δεν εξασφάλιζαν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα πριν τον επόμενο απόπλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ ορθή εφαρμογή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ έκρινε την απαίτησή της αυτή νόμιμη, ακολούθως δε, με βάση ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές της, συμπεριλαμβανομένου σ’ αυτές και του επιδόματος αδείας, που της καταβαλλόταν, όπως ορθώς θεώρησε, παγίως και σταθερώς, ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια είκοσι ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (3.520,53 €) και με συνυπολογισμό α] του μέσου όρου της υπερωριακής εργασίας της ενάγουσας, καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών της, που κατά τις παραδοχές της ανερχόταν σε εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα λεπτά (928,50 €), β] της αναλογίας των «έκτακτων αμοιβών» που της καταβάλλονταν μονίμως, την οποία, ακολουθώντας τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υπολόγισε σε ογδόντα ένα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (81,74 €) και γ] της αναλογίας των εορταστικών επιδομάτων του έτους 2017 (275,15 € και 137,57 €), η εκκαλουμένη δέχθηκε περαιτέρω ότι η πρόσθετη αμοιβή της ενάγουσας ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (1.491,51 €) για 7,71 δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 25.2.2017 έως 18.6.2017 και για ένα [1] ανά εβδομάδα και συνολικώς πέντε [5] τέτοια δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως 27.7.2017, από το οποίο αφαίρεσε εννιακόσια σαράντα επτά ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (947,39 €), των οποίων την είσπραξη η ενάγουσα καθ’ υποφοράν με την αγωγή της συνομολογούσε, με αποτέλεσμα να της επιδικάσει για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δώδεκα λεπτών (544,12 €). Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης διαμαρτύρονται αμφότεροι οι εκκαλούντες αιτιώμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, επικαλούνται η μεν εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της Α έφεσής της, η δε ενάγουσα με τον δεύτερο λόγο της δικής του Β έφεσης, ότι για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίστηκε εσφαλμένα ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας της τελευταίας, ενώ η πρώτη επικαλείται επιπλέον α] λανθασμένο συνυπολογισμό του επιδόματος αδείας και β] εσφαλμένο τρόπο καθορισμού του αριθμού των ενδίκων εξπρές δρομολογίων με βάση το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και όχι ανά εβδομάδα. Από τις αιτιάσεις αυτές οι υπό στοιχ. α και β είναι απορριπτέες, η μεν πρώτη ως αβάσιμη, καθόσον για τον προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ συνυπολογίζεται πράγματι το επίδομα άδειας του ναυτικού, όπως προαναφέρθηκε, η δε δεύτερη προεχόντως ως αλυσιτελής και, επομένως, απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν εκτίθεται στην έφεση πώς ο διαφορετικός τρόπος υπολογισμού των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου (εξαγωγή του κατόπιν αθροίσεώς τους σε εβδομαδιαία βάση) θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό, ευμενέστερο, για την εκκαλούσα αποτέλεσμα. Ο συνολικός υπολογισμός,  τον οποίον υιοθέτησε η εκκαλουμένη (για τον τρόπο αυτό βλ. και ΜονΕφΠειρ. 215/2017, αδημ.), αφορά βέβαια στην περίοδο (25.2.2017 έως 18.6.2017) κατά την οποία το πλοίο πραγματοποιούσε λιγότερα από  πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό, κατά τα ειδικότερα πιο πάνω στην παρούσα εκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ώρες της πρόωρης αναχώρησής του να ανέλθουν σε εξήντα δύο περίπου (61,745), αντιστοιχούσες σε 7,71 δρομολόγια εξπρές (61,745 ÷ συντελεστή 8 = 7,71). Αντιθέτως, κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως και 27.7.2017 το πλοίο BS1 εκτελούσε έξι [6] κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, όπως αυτά παραπάνω περιγράφονται, εκ των οποίων κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της § 5 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ως εξπρές χαρακτηρίζεται το ένα [1] (και δη το υπερδωδεκάωρης διάρκειας τελευταίο εκάστης εβδομάδας), με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να ανέρχεται σε 5 (1 δρομολόγιο Χ 5 εβδομάδες = 5). Συνολικώς δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εκτελέστηκαν 12,71 δρομολόγια εξπρές (7,71 + 5 = 12,71), όπως ορθώς και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς η συγκεκριμένη κρίση να αμφισβητείται αποτελεσματικά από οποιονδήποτε διάδικο. Αντιθέτως, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμων των σχετικών αιτιάσεων της εκκαλούσας της Β έφεσης, εσφαλμένος κρίνεται ο προσδιορισμός του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής της, που αρκεί για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της. Επίσης σφάλμα κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας εμφιλοχώρησε, αφενός, κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου των ως άνω «πρόσθετων αμοιβών» της ενάγουσας, καθώς αυτός ανερχόταν σε εβδομήντα ένα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (555,01 € που της καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή ÷ 234 ημέρες απασχόλησής της Χ 30 ημέρες = 71,15 €) και, αφετέρου, με το συνυπολογισμό αναλογίας εορταστικών επιδομών, τα οποία για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δεν περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής της ενάγουσας, που ισούται προς χίλια εξήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά [8.316,80 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών της εντός του έτους 2017 ÷ 234 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 1.066,25 €] στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών της, όπως αυτές ανωτέρω υπό στοιχ. V της παρούσας προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών [2.097,57 €], στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, πλέον της αναλογίας των «έκτακτων αμοιβών» της, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (2.097,57 € + 1.066,25 € + 71,15 € = 3.234,97 €) και η πρόσθετη αμοιβή που αυτή δικαιούται για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων εβδομήντα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (3,234,97 € Χ 1/30 Χ 12,71 = 1.370,55 €), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσόν των εννιακοσίων σαράντα επτά ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (947,39 €), κατά το οποίο η ενάγουσα έχει εξοφληθεί, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί προς αυτήν οφειλόμενο για την ίδια αιτία το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δεκαέξι λεπτών (1.370,55 € – 947,39 € = 423,16 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο σχετικό δεύτερο λόγο της ένδικης Β έφεσης.

VII. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο η ενάγουσα προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών της συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με τη ρητή παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης Α έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης συνιστά, κατά παραδοχή του ιδίου λόγου κατά το αντίστοιχο σκέλος του και απορριπτομένου του αντιθέτου περιεχομένου και αιτήματος δεύτερου λόγου της Α έφεσης, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής της ενάγουσας για τη συμμετοχή της στα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το πλοίο BS1 κατά το έτος 2017, δεδομένου ότι αυτά δεν εκτελούνταν τακτικά και αδιαλείπτως κάθε μήνα ούτε η ενάγουσα λάμβανε τακτικά την αντίστοιχη πρόσθετη αμοιβή. Αποδεικτικό σφάλμα εντοπίζεται επίσης στον υπολογισμό της μέσης υπερωριακής αμοιβής της ενάγουσας για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών της κατά το έτος 2017 επί τη βάσει αμοιβών κατώτερων αυτών που εδικαιούτο, όπως και η τελευταία εν μέρει βασίμως υποστηρίζει με τον τρίτο λόγο της ένδικης Β έφεσής της. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές της, συνυπολογιζομένης της μέσης αμοιβής  για την υπερωριακή απασχόλησή της και της μέσης «έκτακτης αμοιβής» της ανέρχονταν, κατά τα προαναφερθέντα, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα σε τρεις χιλιάδες διακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (3.234,97 €), η ενάγουσα δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των χιλίων τετρακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτών [3.234,97 € ÷ 2 = 1.617,48 € ÷ 15 = 107,83 € Χ 13,75 οκταήμερα (110 ημέρες ÷ 8) = 1.482,70 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη της έχει, όπως συνομολογεί η ενάγουσα, καταβάλει επτακόσια τρία ευρώ και εβδομήντα τρία λεπτά (703,73 €), με αποτέλεσμα να της οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (1.482,70 € – 703,73 € = 778,97 €) και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και τριάντα έξι λεπτών [3.234,97 € Χ 2/25 = 257,79 € Χ 6,52 δεκαεννεαήμερα (134 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 1.687,36 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη της έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί η ενάγουσα, καταβάλει επτακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (788,93 €), με αποτέλεσμα να της οφείλεται η διαφορά των οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (898,43 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στην ενάγουσα το χρηματικό ποσόν των χιλίων εξακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και σαράντα λεπτών (778,97 € + 898,43 € = 1.677,40 €).

VIII. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 55, σελ. 253). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. § 57, σελ. 258, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια των συνταγματικών αρχών της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, από το συνδυασμό της οποίας προς εκείνες των άρθρων 72 και 75 εδαφ. δ του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Οι διατάξεις περί αποζημιώσεως του ναυτικού λόγω καταγγελίας της σύμβασης αντισταθμίζουν την εξουσία του πλοιάρχου να τον απολύει οποτεδήποτε και χωρίς λόγο και αποσκοπούν στην προστασία του απολυομένου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συντήρησή του για ορισμένο χρονικό διάστημα και να διευκολυνθεί αυτός στην ανεύρεση νέας εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 161/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΤριμΕφΠειρ. 185/2012, ο.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173, ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. δ και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση άδειας, η υπερωριακή αμοιβή του, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.α.π., άρθρο 76, σελ. 266), το άθροισμα των οποίων διαιρείται  δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220). Η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011/105).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η ενάγουσα στις 27.7.2017 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 27η.8.2017, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό της φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή της, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε αργότερα, την 1η.10.2017, με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, να παραμείνει κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργη. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν της χορήγησε νέα άδεια ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην την ναυτολογήσει στις 27.8.2017, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού, αν της χορηγούσε νέα άδεια, η ενάγουσα θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών της για το χρονικό διάστημα αυτής (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Επομένως, η τελευταία έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της Α έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται η ενάγουσα, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της κατά το τελευταίο πριν από την απόλυσή της μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό των οποίων άθροισε στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της πλέον του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής της, της πρόσθετης αμοιβής της για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και των «έκτακτων αμοιβών» της) και την αναλογία του δώρου εορτών, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 14 § 3 της ως άνω ΣΣΝΕ και από το σύνολο των τριών χιλιάδων επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (3.714,63 €) της επιδίκασε το ήμισυ (1.857,31 €). Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας, που οδήγησε σε εσφαλμένο υπολογισμό και της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών και, επιπλέον, η εναγόμενη, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου (τετάρτου) λόγου της Α έφεσης, ότι για την εξαγωγή του συνόλου των πάγιων αποδοχών της αντιδίκου της δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί το επίδομα αδείας της. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει το μεν ότι η τελευταία αυτή αιτίαση είναι αβάσιμη, το δε ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα προσδιόρισε την αποζημίωση απολύσεως της ενάγουσας. Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί κατά το συναφές κεφάλαιό της, αφού δεν συνυπολόγισε τον ορθό μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής της, ενώ λανθασμένα συνυπολόγισε και την αναλογία της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση εξπρές δρομολογίων, μολονότι, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. VII της παρούσας εκτέθηκε, η αμοιβή αυτή δεν είχε εν προκειμένω χαρακτήρα τακτικής παροχής. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση για την απόλυσή της, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, το χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών [3.234,97 € πάγιες μηνιαίες αποδοχές, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω + 404,37 € αναλογία δώρων εορτών =) 3.639,34 € ÷ 2 = 1.819,67 €].

IΧ. Περαιτέρω, από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 3 του Ν. 551/1915 «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών», που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920, προκύπτει ότι σε περίπτωση πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας προς εργασία, που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, η οποία δεν παρατείνεται πέραν της διετίας, η αποζημίωση του παθόντος είναι ημερήσια και ισούται προς το ήμισυ του μισθού τον οποίο αυτός ελάμβανε κατά την ημέρα του ατυχήματος, οφείλεται δε για κάθε ημέρα του χρονικού διαστήματος της πλήρους ανικανότητάς του (ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως αυτής υπολογίζεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος και κατά την εργασία του παθόντος ναυτικού, δηλαδή ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο τροφής, το επίδομα αδείας και η πρόσθετη αμοιβή για την τακτική παροχή υπερωριακής της εργασίας του (ΜονΕφΠειρ. 323/2015, 363/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με την αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι στις 21.8.2014, στα πλαίσια προηγούμενης ναυτολογήσεώς της στο ίδιο πλοίο και κατά την εκτέλεση της εργασίας της υπέστη θλαστικό τραύμα στον παράμεσο της αριστερής χειρός της, που είχε ως συνέπεια την πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητά της προς εργασία, που διήρκεσε μέχρι τις 5.9.2014 και, επικαλούμενη ότι το ήμισυ των ημερήσιων αποδοχών της κατά την ημέρα του ατυχήματος ανερχόταν σε πενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (58,46 €), ζήτησε να της επιδικαστεί το χρηματικό ποσό των διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (235,28 €), στο οποίο προσδιόρισε τη διαφορά της καταβληθείσας έναντι της κατ’ άρθρο 3 § 3 Ν. 551/1915 οφειλόμενης αποζημίωσής της λόγω της ανικανότητάς της αυτής επί δεκατέσσερις [14] ημέρες. Πρωτοδίκως η εναγομένη δεν αμφισβήτησε ούτε την εξαιτίας εργατικού ατυχήματος  επέλευση της εργασιακής ανικανότητας της ενάγουσας ούτε το ύψος των ημερήσιων αποδοχών της, αρνήθηκε μόνο τη διάρκεια της ανικανότητας αυτής, για την οποία υποστήριξε ότι δεν υπερέβη τις δώδεκα [12] ημέρες. Η εκκαλουμένη [νομίμως] συνήγαγε ομολογία των μη αμφισβητηθέντων πραγματικών περιστατικών και [ορθώς] θεώρησε αποδειχθείσα τη διάρκεια της εργασιακής ανικανότητας της ενάγουσας, η οποία επιβεβαιωνόταν άλλωστε από την προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση και με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε την αγωγή κατά το σύνολο του συγκεκριμένου κονδυλίου της, επιδικάζοντας στην ενάγουσα το αναζητηθέν χρηματικό ποσό [(58,46 € το ήμισυ των ημερήσιων αποδοχών της ενάγουσας Χ 14 ημέρες =) 818,44 € η οφειλόμενη αποζημίωση – 583,16 € η καταβληθείσα = 235,28 €]. Κατά της κρίσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – εναγόμενη και με τον πέμπτο λόγο της ένδικης Α έφεσής της επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί της διάρκειας της εργασιακής ανικανότητας της ενάγουσας, ενώ προσθέτως υποστηρίζει ότι εσφαλμένα συνυπολογίστηκε το επίδομα αδείας της για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης. Οι αιτιάσεις της είναι αβάσιμες, η μεν πρώτη κατ’ ουσία και η δεύτερη κατά το νόμο. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο περαιτέρω ισχυρισμός της, κατά τον οποίο η αιτηθείσα και επιδικασθείσα αποζημίωση είναι εξογκωμένη, επειδή η ενάγουσα συνυπολόγισε αμοιβές για υπερωριακή εργασία που ουδέποτε παρείχε κατά τη ναυτολόγησή της το έτος 2014 και έχει εξοφληθεί με την είσπραξη των πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και δεκαέξι ευρώ (583,16 €) που για την αιτία αυτή της κατέβαλε. Στην πραγματικότητα το ποσό που καταβλήθηκε αντιστοιχεί στην αποζημίωση για πλήρη πρόσκαιρη εργασιακή ανικανότητα διάρκειας δώδεκα [12] ημερών χωρίς συνυπολογισμό του επιδόματος άδειας μετά τροφοδοσίας, που η εναγόμενη αβασίμως επιμένει ότι δεν οφείλει και, αν αναχθεί σε διάρκεια ανικανότητας δεκατεσσάρων ημερών, όπως συνέβη, ανέρχεται ως έγγιστα στο ποσό που και η αντίδικος της αξίωσε, γεγονός που επιβεβαιώνει όχι μόνον ότι και η ίδια η εργοδότρια συνυπολόγισε αναλογία υπερωριακής αμοιβής για να προσδιορίσει την αποζημίωση που όφειλε στην ενάγουσα αλλά και ότι η το πρώτον στο δεύτερο βαθμό αμφισβήτηση εκείνων που πρωτοδίκως συνομολογήθηκαν είναι προσχηματική.

Χ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της Α έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, η ενάγουσα με θετικές ενέργειές της της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής της, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών της και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής της απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή της για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος της ενάγουσας αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτής της τελευταίας απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι την έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού η ενάγουσα, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός της στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών της από την παροχή της εργασίας της. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση της ενάγουσας συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά της, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΧΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (5.599,11 € + 423,16 € + 1.677,40 € + 1.819,67 € + 235,28 € = 9.754,62 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, ως υπόλοιπο επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και αποζημίωσης απολύσεως, καθώς και ως  διαφορά αποζημίωσης κατά το Ν. 551/1915, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης της ενάγουσας (19.11.2017), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για όλα τα κονδύλια, εκτός από α] το χρηματικό ποσό των οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (898,43 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017, που είναι τοκοφόρο από 1.1.2018 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές) και β] το χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.819,67 €), που αντιστοιχεί στην αποζημίωση απολύσεως της ενάγουσας, που είναι τοκοφόρο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, όπως ορθώς πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται οποιαδήποτε αντίρρηση.

ΧΙΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στην ενάγουσα του χρηματικού ποσού των τεσσάρων χιλιάδων  ευρώ (4.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (9.754,62 €) με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε εννιακόσια ευρώ (900 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ