Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 405 /2021

Αριθμός     405/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μάριο-Πααγιώτη Σκούρα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ευαγγελία Θέου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   την από  24.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) ανακοπή κατά της υπ΄ αριθμ ……./2-3-2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  42/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα  με την από 30.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2019) αρχικά η 16η.1.2020 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος τους εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 30.1.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ.  ……../1.2.2019) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………….» κατά του εφεσιβλήτου – ανακόπτοντος ……… και της υπ΄αριθ. 42/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Περιουσιακών Διαφορών), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την από 21.1.2019 επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας …………. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την από 1.2.2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.  Για δε το παραδεκτό της κατατέθηκε το υπ΄ αριθ. ……………. e– παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την από 24.4.2018 ανακοπή του ο εφεσίβλητος – ανακόπτων ζήτησε την ακύρωση της υπ΄αριθ. ……/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε με βάση τη δανειακή σύμβαση προσωπικού δανείου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων δυνάμει της οποίας διατάχθηκε να καταβάλει στην εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή  το ποσό των 130.353,67 € με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης εκ μέρους της καθ΄ης πλέον των δικαστικών εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς το 2ο λόγο αυτής που αφορούσε τον όρο για υπολογισμό των τόκων με βάση επιτόκιο 360 αντί 365  ημερών με το σκεπτικό ότι είναι παράνομος και καταχρηστικός διότι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, καθόσον έτσι ο δανειολήπτης δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο κι επιπλέον επιβαρύνεται με τη μεθόδευση αυτή για κάθε ημέρα με επιπλέον 1,3889 % τόκους,  υπολογίζοντας κονδύλια τόκων στον τηρούμενο από την καθ ής – Τράπεζα λογαριασμό, επιβαρύνοντας τον έτσι με ποσά αθέμιτων τόκων ανώτερων κατά 1,3889% τα οποία ανατοκίζονταν από την πρώτη ημέρα καθυστέρησής τους και μάλιστα τα ποσά που προέκυπταν από τον ως άνω παράνομο ανατοκισμό ενσωματώνονταν στο κεφάλαιο και επανατοκίζονταν ως μέρος του κεφαλαίου, ώστε εφόσον η επίμαχη διαταγή πληρωμής βασίστηκε σε σύμβαση η οποία περιείχε τον άκυρο και παράνομο αυτόν όρο, θα πρέπει να ακυρωθεί, δοθέντος ότι ο ανακόπτων δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα των κονδυλίων που αυτή περιέχει καθισταμένης ανεκκαθάριστης της ένδικης απαίτησης ανεκκαθάριστης και, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής, ακύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ανακοπή του εφεσιβλήτου ώστε να επικυρωθεί η υπ΄αριθ. ……/2018 ως άνω  διαταγή πληρωμής.

Η καταναλωτική πίστη εντάσσεται στην οικογένεια των χρηματοπιστωτικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Ο νομικός ορισμός της καταναλωτικής πίστης συνίσταται στην κάθε μορφής πιστωτική διευκόλυνση που παρέχεται από ένα πιστοδότη (τράπεζα, έμπορο, κλπ.) σε έναν καταναλωτή, σε πρόσωπο δηλαδή που παίρνει πίστωση για μη επαγγελματικούς λόγους. Τα προσωπικά δάνεια είναι προσωπικά καταναλωτικά δάνεια, που μπορούν να εξειδικεύονται περαιτέρω, όπως φοιτητικά δάνεια, κλπ. και αποτελούν χορηγήσεις χρηματικών ποσών για κάλυψη προσωπικών αναγκών για τις οποίες η Τράπεζα δεν απαιτεί δικαιολογητικά όπως τιμολόγια ή εξοφλητικά παραστατικά.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 632 KΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006 Τ ΝΠ ΝΟΜΟΣ), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 105/2019, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 753/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες, Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Z 1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 8/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ 8/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι αυτής εφαρμόζοντα` στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200,00 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000,00 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών” όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (Ολ. Α.Π. 15(2007), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της κα όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του Ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ιδίου ως άνω ν.2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή oι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν.2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/20091 ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν.2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή αναγκών (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο Γ,Ο.Σ, που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών. προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε,Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2Ο10 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ 8/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του v.2251/1994 και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών Ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ό,π., ΑΠ 105/2019 ο.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με το δεύτερο  λόγο της ανακοπής του, διώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι ο περιεχόμενος όρος της επίδικης σύμβασης δανείου (και ειδικότερα o όρος 4.3 αυτής), που προβλέπει τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος 360 ημερών αντί για το έτος των 365 ημερών, είναι παράνομος και καταχρηστικός, διότι προσκρούει στην καθιερωμένη με το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, με αποτέλεσμα η καθ `ης η ανακοπή τράπεζα να επιβαρύνει την οφειλή του με τόκους για κάθε μέρα μεγαλύτερους κατά ποσοστό υπέρτερους των νομίμων. Ενόψει τούτου υποστηρίζει ότι η απαίτηση που σε βάρος του με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει μη βέβαιη και ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος που αφορά στην παραβίαση των διατάξεων του Νόμου περί Προστασίας Καταναλωτών, παραδεκτά μεν προβάλλεται από τον ανακόπτοντα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ`ης η ανακοπή -εκκαλούσας με σχετικό λόγο έφεσης, καθόσον αυτός (ανακόπτων), σύμφωνα με όσα λεπτομερώς διαλαμβάνονται στις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του ως άνω νόμου, ως τελικός αποδέκτης των τραπεζικών υπηρεσιών της καθ`ης η ανακοπή και συγκεκριμένα ως δανειολήπτης σε σύμβαση προσωπικού δανείου, μη ενεργών στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 § 6 του ν.2251/1994, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στις προπαρατεθεσείσες νομικές σκέψεις, ωστόσο ο ανακόπτων δεν προσβάλλει επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και δεν προσδιορίζει το επιπλέον ποσό, με το οποίο παράνομα, όπως ισχυρίζεται επιβαρύνθηκε η οφειλή του, εξαιτίας του υπολογισμού αυτού και κατά το οποίο ωφελήθηκε αντίστοιχα, η καθ`ης τράπεζα, ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της διατάραξης και να κριθεί εάν εξ αυτού του λόγου είναι όντως σημαντική, αλλά αμφισβητεί γενικά και ασαφώς το ύψος της ένδικης οφειλής, χωρίς να εκτίθεται συγκεκριμένα ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό κατά το οποίο είναι άκυρη αυτή και ποιο είναι το αμφισβητούμενο ποσό τόκων. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος, επιπροσθέτως, όπως προεκτέθηκε, και διότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου του τηρηθέντος λογαριασμού συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της. Η ανωτέρω αοριστία δεν δύναται να θεραπευτεί από την μνεία από τον ανακόπτοντα της επιβάρυνσής του κατά ποσοστό καθώς, αφενός, δεν διευκρινίζεται το ποσό, επί του οποίου πρέπει να υπολογιστεί το εν λόγω ποσό και αφετέρου, δεν παρατίθενται τα πραγματικά δεδομένα από τα οποία προκύπτει το ποσοστό αυτό.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι απαράδεκτη θα ήταν και η διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, καθόσον η διενέργεια αυτής προϋποθέτει αοριστία του ποσού της απαίτησης για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και αναπόδεικτο αυτής από τα προσκομισθέντα έγγραφα, γεγονός που θα οδηγούσε, για τους προαναφερόμενους λόγους, στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι στην έκδοση απόφασης περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, με σκοπό την αναδρομική αναπλήρωση της διαπιστούμενης δικονομικής έλλειψης (βλ. και ΕφΑθ 327/2018, ΕφΠειρ 401/2015, ΕφΑθ 1159/2012 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένο και νόμιμο τον προαναφερόμενο λόγο της ένδικης ανακοπής στη συνέχεια τον δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα τράπεζα με το σχετικό λόγο της έφεσής της. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως κατ`ουσίαν βάσιμη η ένδικη έφεση, με την οποία προσβάλλεται ο πιο πάνω λόγος της ανακοπής και, αφού διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα τράπεζα παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3ΚΠολΔ), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του KΠολΔ), να εξετασθεί στην ουσία της η ένδικη από 24.4.2018 και υπ΄αριθ. κατάθ. …………../24.4.2018 ανακοπή, να απορριφθεί κατά τον ανωτέρω λόγο της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και να χωρήσει η έρευνα των λοιπών, μη εξετασθέντων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγων της τους οποίους το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση , αλλά η ανακοπή (ΑΠ 14/2010 ΑΠ 13/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1568/2009, ΑΠ 628/2001 NoB 2001 694% ΕλλΔνη 2002.1407, ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔνη 2000. 738, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, ΕφΑθ 117/2004 NoB 2004.1401, ΕφΘεσ 34/2012 ΕλλΔνη 2012, 1389), δεδομένου μάλιστα ότι η ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα.

Επειδή, κατά το άρθρο 623 του Κ.Πολ.Δ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 Κ.Πολ.Δ μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η περιλαμβανομένη στη δανειακή σύμβαση ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, 52 ν.δ 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 441/2007, 1117/2002 και 1022/2003, ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου η φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπούμενου εγγράφου. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπούμενου εγγράφου και επί πλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Αν το φωτοτυπούμενο έχει ή όχι το χαρακτήρα πρωτοτύπου εγγράφου κρίνεται από το δικαστήριο και όχι από τον βεβαιώνοντα τη γνησιότητα της φωτοτυπίας. Έτσι για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου θα πρέπει να υπάρχει: α) στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον Ηλεκτρονικόν υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία και β) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (βλ. ΑΠ 1094/2006 Ε.Ε.Ν. 2007.830, ΕλλΔ/νη 50.459, ΕφΔωδ 152/2013, ΝΟΜΟΣ).

Με τον 1ο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση που ενσωματώνεται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν αποδεικνύεται εγγράφως όπως απαιτεί το άρθρο 623 ΚΠολΔ, διότι  τα προσκομισθέντα από την καθ΄ης για την απόδειξη της απαίτησης έγγραφα, δηλαδή αποσπάσματα από τα βιβλία της Τράπεζας που τηρούνται μηχανογραφικά και εξήχθησαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή, σύμφωνα με τον όρο 7 της δανειακής σύμβασης, έχουν υπογραφεί και έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της εξαγωγής τους από τους αναφερόμενους υπαλλήλους, για τους οποίους όμως δεν προκύπτει η σχετική αρμοδιότητά τους, ενώ δεν υπάρχει βεβαίωση από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της Τράπεζας (στέλεχος), ότι οι ανωτέρω υπογράψαντες και βεβαιώσαντες υπάλληλοι είχαν σχετική αρμοδιότητα και ότι συνεπώς, τα έγγραφα αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν πληρούσαν τους όρους της δανειακής σύμβασης και τους όρους του νόμου σχετικά με την αποδεικτική τους αξία, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η ένδικη απαίτηση της Τράπεζας.

Από την ανωμοτί εξέταση του ανακόπτοντα που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται, σχετικά με τον ως άνω ερευνώμενο λόγο ανακοπής τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :Δυνάμει της υπ` αριθ. ……….. σύμβασης τοκοχρεωλυτικού προσωπικού δανείου που καταρτίσθηκε στις 25-7-2013 στην Αθήνα μεταξύ της καθ` ης τράπεζας και του ανακόπτοντα, ο ανωτέρω έλαβε το ποσό των 100.000 ευρώ για την κάλυψη προσωπικών αναγκών και το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από την ως άνω σύμβαση. Δηλαδή σε 72 τοκοχρεωλυτικές μηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβλητέας 24 μήνες μετά την εκταμίευση και των επομένων την αντίστοιχη ημερομηνία των επομένων μηνών, ενώ η τελευταία την αντίστοιχη ημερομηνία του έτους 2021 (όρος 4.2), ορίστηκε δηλαδή, χρονική  διάρκεια αποπληρωμής 8 ετών (όρος 4.1). Επίσης,  ορίστηκε ότι σε περίπτωση υπερημερίας του ανακόπτοντα η καθ΄ ης θα δικαιούται να καταγγείλει και να κηρύξει  ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο  μέρος του δανείου…. και να επιδιώξει  είτε την είσπραξη  των καθυστερουμένων δόσεων, πλέον τόκων και εξόδων,  είτε την είσπραξη του καταστάντος ληξιπρόθεσμου και απαιτητού αλήκτου μέρους του δανείου (όρορ 9.5). Τέλος, σύμφωνα με το 16ο όρο της σύμβασης, η καθ΄ ης εδικαιούτο να καταγγείλει αυτήν σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιουδήποτε ποσού…. και να  κηρύξει αμέσως το δάνειο ληξιπρόθεσμο και  απαιτητό, αξιούσα την εξόφληση ολοκλήρου του  ανεξόφλητου ποσού…. Σε καμία περίπτωση,  η παράλειψη ή καθυστέρηση της Τράπεζας ν΄ασκήσει νόμιμα ή συμβατικά δικαιώματά της,  δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση από  τα δικαιώματα αυτά. Σε εκτέλεση της ως άνω δανειακής σύμβασης ανοίχθηκε, τηρήθηκε και κινήθηκε στο όνομα του πιστούχου ο υπ` αριθ. ……… (προερχόμενος από μετατροπή του υπ` αριθ. ………. λογαριασμού) καθώς και ο υπ` αριθ. …….. λογαριασμός από μετατροπή του υπ` αριθ. ……….. λογαριασμού. Λόγω υπερημερίας του δανειολήπτη ως προς την πληρωμή των υποχρεώσεών του η δανείστρια τράπεζα, κατήγγειλε την εν λόγω δανειακή σύμβαση δια της από 11-10-2017 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 16-10-2017 όπως προκύπτει από την υπ` αριθ. ……/16.10.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… Κατά το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού αυτός εμφάνιζε χρεωστικό κατάλοιπο 130.353,67 ευρώ. Λόγω υπερημερίας του ανακόπτοντα ως προς την καταβολή του εν λόγω ποσού, η καθ` ης ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Με τον όρο 7 παρ. 2 της ανωτέρω σύμβασης ορίστηκε ότι : «… Το απόσπασμα που εξάγεται από τα βιβλία της Τραπέζης από την ίδια ή από άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και εμφανίζει τον/τους ως άνω λογιστικό/ούς λογαριασμό/ούς και το υπόλοιπο που οφείλεται συμφωνείται ότι θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαιτήσεώς της κατά του Οφειλέτη και του Εγγυητού και έγγραφο κατάλληλο για την έκδοση διαταγής πληρωμής…». Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα κίνησης των λογαριασμών ………… και ……… που τηρήθηκαν από την καθ΄ης η ανακοπή για την εξυπηρέτηση της ένδικης δανειακής σύμβασης, προκύπτει ότι αυτά υπογράφονται από τους αρμοδίους υπαλλήλους της καθ ΄ης η ανακοπή – Τράπεζας, …….. και ………….. και …….. και ………… αντίστοιχα, οι οποίοι βεβαιώνουν τη γνησιότητα της εκτύπωσης από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της Τράπεζας. Περιέχουν δε αναλυτική κίνηση του λογαριασμού του αντιδίκου όπου αναγράφεται ανά μήνα η αιτιολογία, η χρέωση, η πίστωση και το υπόλοιπο και επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο του οποίου έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον πρόκειται για μηχανογραφικώς τηρούμενα βιβλία που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο που ενήργησε την εκτύπωση και αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η Τράπεζα για να αποδείξει το περιεχόμενο του εξαχθέντος από τον υπολογιστή απόσπασμα των βιβλίων της. Τα ανωτέρω έγγραφα αποτελούν, κατά ρητό όρο της ένδικης σύμβασης, πλήρη απόδειξη της οφειλής του ανακόπτοντος και από τα οποία προκύπτει η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού καθώς και το υφιστάμενο κατάλοιπο του λογαριασμού που προέκυψε σε βάρος του, όπως προκύπτει από το σώμα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.  Εξάλλου,  πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανακόπτων δεν ισχυρίζεται ότι τα φωτοτυπικά αυτά αντίγραφα, είτε κατά την προσκομιδή τους για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, είτε κατά την επαναπροσκομιδή τους στα πλαίσια της παρούσας δίκης, δεν έχουν επικυρωθεί ούτε από δικηγόρο, ο οποίος να έχει βεβαιώσει την ακρίβεια αυτών, και να έχει επίσης θέσει σε πρωτότυπο τη σφραγίδα και την υπογραφή του. Συνεπώς, μη νόμιμα ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι τα αποσπάσματα αυτά δεν αποδεικνύουν την οφειλή του επειδή οι υπάλληλοι της καθ΄ης η ανακοπή που τα εκτύπωσαν και βεβαίωσαν το γνήσιο της εξαγωγής τους δεν είχαν σχετική αρμοδιότητα, ενώ ταυτόχρονα δεν ισχυρίζεται ότι αυτά  προσήχθησαν χωρίς επικύρωση από δικηγόρο που βεβαιώνει τη γνησιότητά τους με θέση της σφραγίδας και υπογραφής του εν πρωτοτύπω και ο σχετικός λόγος ανακοπής  πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αποτελεί τη βάση του ελέγχου της άσκησης των δικαιωμάτων, μεταξύ δε αυτών, και του δικαιώματος καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, με συνέπεια να απαγορεύεται αυτή, όταν ασκείται με τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού από την Τράπεζα (άρθ. 47 παρ. 2 του ΝΔ/τος της 17-07/13-08-1923), το οποίο επέρχεται με την καταγγελία (ΑΠ 1458/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μόνον όταν γίνεται, χωρίς κανένα συμφέρον της και κατά τρόπο, ο οποίος συνεπάγεται ζημία για τον πιστούχο, υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα οποία επιβάλλονται από την καλή πίστη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 και ΑΠ 758/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2000, ΔΕΕ 2001/169). Μόνο, δε, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο, αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υφίσταται, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός και, πάλι, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής, των αρχών της καλής πίστεως των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ό.α., ΑΠ 263/1998, ΔΕΕ 1998/614, ΑΠ 644/1997, ΕΕΝ 1998/693, ΑΠ 1260/1993, ΕλλΔ/νη 36. 135, ΑΠ 1524/1991, ΕπΕμπΔ 1993/378). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δε θα ασκούσε το δικαίωμά του, στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται, έτσι, αδικαιολόγητη. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων, απ`αυτές, επιχειρήσεων και προσώπων, φυσικών ή νομικών, έχουν αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν, αφού, από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε, να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Για το λόγο τούτο, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης, με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200, 288 ΑΚ) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που, όμως, υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη, από την πλευρά της τράπεζας, συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως, όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή, η τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης ή το οριστικό κλείσιμο του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, προπάντων, όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011, ΕΕμπΔ 2012/417, ΑΠ 567/1996 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 17/2017 ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η από 11.10.2017 καταγγελία της ως άνω δανειακής σύμβασης και η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ασκήθηκαν κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματος της καθ΄ης η ανακοπή – Τράπεζας, γιατί με τη συμπεριφορά της του είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θ΄ασκήσει τα σχετικά  δικαιώματά της μέχρι να έχει αυτός τη δυνατότητα να αποπληρώσει την οφειλή του καθώς, μέχρι την καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης τον Οκτώβριο 2017 δεν του είχε απευθύνει προφορικά ή εγγράφως οποιαδήποτε ειδοποίηση ή όχληση ή διαμαρτυρία σχετικά με την μη εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών του, ούτε του επεσήμανε ότι θα προχωρούσε σε καταγγελία, αλλ΄αντίθετα οι εκπρόσωποί της του δήλωναν ότι κατανοούν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, απότοκος της οποίας ήταν η αδυναμία του να εξυπηρετήσει την οφειλή του. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται περαιτέρω  ότι οι διάδικο κατήρτισαν την ένδικη σύμβαση δανείου το έτος 2013, ενώ ήδη, από το έτος 1995, ο ανακόπτων εκμίσθωνε στην καθ΄ ης η ανακοπή – Τράπεζα ένα μίσθιο κατάστημα στα …… Αττικής όπου η καθ΄ης στέγαζε το αντίστοιχο υποκατάστημά της. Η εν λόγω μίσθωση είναι ενεργή μέχρι και σήμερα. Το έτος 2014 ο ανακόπτων συνταξιοδοτήθηκε και σταμάτησε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του από την εν λόγω σύμβαση για χρονικό διάστημα περίπου 2 ετών (βλ. κατάθεσή του στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), ενώ παράλληλα εισέπραττε το μίσθωμα, ανερχόμενο στο ποσό των 4.500 € περίπου. Παράλληλα, εν όψει της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, με πρόταση της καθ΄ης η ανακοπή το μίσθωμα διαμορφώθηκε στο ποσό των 4.150 €, ενώ ο ανακόπτων συνέχισε να μην καταβάλει κανένα ποσό για την εξυπηρέτηση της δανειακής του σύμβασης. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι από την έναρξη της συνταξιοδότησής του είχε πραγματοποιήσει συζητήσεις με τους εκπροσώπους της καθ΄ης η ανακοπή, ώστε να μην υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες  από την ασυνέπειά του, καθώς και ότι οι εκπρόσωποι της καθ΄ης του είχαν εκφράσει την κατανόησή τους για την οικονομική δυσμένεια της χώρας. Δεν αποδείχτηκε, εν όψει και της άρνησης της καθ΄ης,  ότι οι παραπάνω συζητήσεις και αληθείς υποτιθέμενες, κατέληξαν σε συμφωνία ή έστω διαβεβαίωση προς τον ανακόπτοντα ότι η καθ΄ης δεν θ΄ασκήσει τα δικαιώματά της από τη σύμβαση εν όψει της παύσης καταβολής της μηνιαίας δόσης εκ μέρους του, ούτε ποιοι ήταν οι εκπρόσωποι της καθ΄ης με τους οποίους είχε σχετικές επαφές, ούτε το περιεχόμενο τυχόν επιτευχθείσας συμφωνίας σε σχέση με την ένδικη σύμβαση. Αντίθετα, δεν εξηγείται εκ μέρους του ανακόπτοντα ο λόγος για τον οποίο ενώ εισέπραττε το μηνιαίο μίσθωμα ύψους περίπου 4.150 €, δεν προέβη σε συμψηφισμό της μηνιαίας δόσης του δανείου με την αξίωσή του επί του μισθώματος, εν όψει του ότι η δόση αυτή μαζί με τους τόκους ανερχόταν σε περίπου 700 € μηνιαίως και είχε παύσει να καταβάλει τις δόσεις του δανείου από διετίας τουλάχιστον. Ειδικότερα, δεν προσκομίζεται εκ μέρους του έγγραφη αίτηση ή άλλο έγγραφο προς την καθ΄ης ή από αυτήν, από το οποίο να προκύπτει ότι ο ίδιος έστερξε σε διακανονισμό της οφειλής του αλλ΄απλώς ισχυρίζεται ότι η καθ΄ης δια των εκπροσώπων της τον διαβεβαίωνε προφορικά ότι δεν θα επιδιώξει να εισπράξει την απαίτησή της από το δάνειο  που δεν εξυπηρετούνταν επί δύο έτη και υπερέβαινε το ποσό των 100.000 €, χωρίς να κατονομάζει τους εκπροσώπους της καθ΄ής, την ιδιότητα και την αρμοδιότητά τους να δηλώνουν παραίτηση  των δικαιωμάτων της καθ΄ης από την ένδικη σύμβαση, ή έστω σχετική διαβεβαίωση. Επίσης ισχυρίζεται, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στα πρακτικά, ότι κατά τη χρονική περίοδο της συνταξιοδότησής του υποβλήθηκε σε εγχείριση καρδιάς και ότι είχε ρυθμίσει και τις φορολογικές του υποχρεώσεις καταβάλλοντας το ποσό των 3.800 ευρώ μηνιαίως, λόγος για τον  οποίο δεν μπορούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του από τη δανειακή σύμβαση, για τα οποία επίσης δεν  προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο. Και ναι μεν δεν προσκομίζεται επίσης από  την καθ΄ ης έγγραφα  όχληση ή διαμαρτυρία σχετικά με την επί δύο έτη παύση των μηνιαίων καταβολών του ανακόπτοντα, το γεγονός όμως αυτό δεν οδηγεί  στην κρίση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της  σύμβασης και έκδοσης διαταγής πληρωμής, εν όψει του ποσού του δανείου, του χρόνου της καθυστέρησης  και του γεγονότος ότι ο ανακόπτων δεν έστερξε σε οποιαδήποτε ρύθμιση ή διακανονισμό  της οφειλής του, ενόψει του ότι,  όπως ισχυρίζεται ο ανακόπτων, αυτός όφειλε και σε τρίτους (Εφορία).

Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη στον ανακόπτοντα δεν μπορεί να  αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως  συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο  αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον  τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη  συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της  καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού  σκοπού του δικαιώματος.

Εξάλλου, λόγω της ασυνέπειας του ανακόπτοντος, η καθ΄ης-Τράπεζα του κοινοποίησε την από 11.10.2017 εξώδικη καταγγελία συμβάσεως-πρόσκληση-δήλωση (βλ. υπ΄αριθ. ………./16.10.2017 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας) με την οποία του γνωστοποιούσε ότι το δάνειο είχε καταστεί  ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ανερχόμενο στις 30.9.2017 στο ποσό των 100.969 ευρώ, πλέον μη λογιστικοποιημένων  τόκων από 17.440,62 ευρώ και ότι λόγω αθέτησης   των από τη σύμβαση υποχρεώσεών του, σύμφωνα με  τους όρους αυτής, κατήγγειλε τη σύμβαση, το ανεξόφλητο  υπόλοιπο της οποίας ανερχόταν συνολικά κατά την 30.9.2017 στο ποσό των 130.353,67 ευρώ το οποίο  και τον καλούσε να καταβάλει εντός 15 ημερών (εργασίμων), άλλως τον καλούσε να ρυθμίσει, εφόσον επιθυμούσε, τον τρόπο αποπληρωμής, εντός της ίδιας προθεσμίας, προσκομίζοντας το έντυπο «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» μαζί με  τα δικαιολογητικά τα οποία μπορούσε ν΄ αναζητήσει στα υποκαταστήματα της καθ΄ης, καθώς και να  συνεργαστεί για την  εξεύρεση αμφίπλευρα βιώσιμης λύσης. Επίσης, τον πληροφορούσε ότι  μπορούσε να επικοινωνήσει με στέλεχος της καθ΄ ης ή ειδικό σημείο επικοινωνίας  του καταστήματός της και να συνεργαστεί μαζί της, διαφορετικά, μετά την άπρακτη παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας θα προχωρήσει σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την ικανοποίηση των αξιώσεών της.

Ωστόσο, καμία σχετική ενέργεια δεν πραγματοποιήθηκε από τον ανακόπτοντα, ο οποίος δεν επιθυμούσε να συνεργαστεί ώστε να ρυθμίσει ή να διακανονίσει  την ένδικη οφειλή του, όχι μόνο εντός της ως άνω ταχθείσας προθεσμίας,  αλλά ούτε και μέχρι την έκδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής  Πληρωμής, στις 2.3.2018, δηλαδή  για χρονικό διάστημα πέντε μηνών τουλάχιστον, σημειουμένου ότι η Διαταγή Πληρωμής επιδόθηκε  σε αυτόν στις 30.3.2018 (βλ ……. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών …………). Επομένως, το κλείσιμο  του λογαριασμού και η καταγγελία της σύμβασης,  καθώς και η έκδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής δεν έλαβαν χώρα κατά κατάχρηση των σχετικών δικαιωμάτων της καθ΄ ης, ούτε επικαλείται ο ανακόπτων οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά της η οποία να κατατείνει στη διάγνωση της  υπέρβασης εκ μέρους της και μάλιστα προφανώς των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη  ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του  δικαιώματος κατά την άσκηση των προαναφερθέντων δικαιωμάτων της. Δηλαδή, στην  προκειμένη περίπτωση, συνέτρεχε έννομο συμφέρον και συμβατικό δικαίωμα της καθ΄ ης να εισπράξει την απαίτησή της καταγγέλλοντας τη σύμβαση και  αξιώνοντας άμεση καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου, το δικαίωμά της δε αυτό είναι άμεσα  συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της την οποία η ίδια αποφασίζει, χωρίς να συντρέχει καταχρηστικότητα στην άσκηση των δικαιωμάτων της σε σχέση με τη βλάβη του ανακόπτοντα, αφού αυτός σε ουδεμία ενέργεια προέβη προς άρση της υπερημερίας του έναντι της  καθ΄ ής.

Επίσης, ο ανακόπτων εισέπραττε το ποσό του μισθώματος, που ήταν πολλαπλάσιο της οφειλόμενης μηνιαίας δόσης, όπως προαναφέρθηκε, ενώ δεν αποδείχθηκε η ισχυριζόμενη εκ μέρους του οικονομική αδυναμία. Μόνος ο ισχυρισμός του ότι  οι εκπρόσωποι της καθ΄ης τον διαβεβαίωναν ότι κατανοούν την  δυσμενή οικονομική συγκυρία που επηρεάζει τους  πολίτες, δεν αρκεί για τη δημιουργία σε αυτόν πεποίθησης και μάλιστα εύλογης, ότι η καθ΄ ης δεν  θ΄ ασκήσει τα δικαιώματά της, πράγμα που θα  ισοδυναμούσε  με παραίτηση από αυτά. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν΄ απορριφθεί ο κρινόμενος  3ος λόγος της ένδικης ανακοπής, ως ουσιασικά αβάσιμος.

Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή ν΄απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά  αβάσιμη και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη  διαταγή πληρωμής. Επίσης πρέπει  να επιβληθούν σε  βάρος του ανακόπτουντος τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (176,  183, 191 παρ  2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

Λόγω δε της παραδοχής της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου έφεσης στην εκκαλούσα, σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 30.1.2019 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ………../1.2.2019) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αριθ. 42/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 24.4.2018 (υπ΄ αριθ. κατάθ. …………./2018) ανακοπής.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την ανακοπτόμενη υπ΄ αριθ. ……/2.3.2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Διατάσσει την επιστροφή του υπ΄ αριθμ. ……… παραβόλου έφεσης στην εκκαλούσα.

Επιβάλλει σε βάρος του ανακόπτοντα τη δικαστική δαπάνη της καθ΄ης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    17 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ