ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός αποφάσεως
642/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Α) Εισάγονται προς εκδίκασιν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η υπ’ αριθ. καταθ. …….. έφεση της πρώτης εκκαλούσης κοινοπραξίας και των λοιπών εκκαλουσών ναυτικών εταιρειών κατά της υπ’ αριθ. 3809/2014 οριστικής αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) οι υπ’ αριθ. καταθ. ……. πρόσθετοι λόγοι εφέσεως των ως άνω εκκαλουσών, γ) η υπ’ αριθ. καταθ. ………. πρόσθετη (υπέρ των εκκαλουσών και εναντίον του εφεσιβλήτου) παρέμβαση της εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………….» και δ) η υπ’ αριθ. καταθ. …… πρόσθετη (υπέρ των εκκαλουσών και εναντίον του εφεσιβλήτου) παρέμβαση της εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………». Β) Η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 19, 144§§1-3, 495 επ. , 511επ., 518§1, 520§§1-2 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 19 αντικατεστάθη διά του άρθρου 4§2 Ν. 3994 /2011)], δεδομένου ότι: α΄) η εκκαλουμένη επεδόθη προς τις εκκαλούσες την 25η Σεπτεμβρίου 2014, ενώ το δικόγραφο της εφέσεως κατετέθη στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29η Σεπτεμβρίου 2014 και β) το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αφορά κεφάλαια της εκκαλουμένης, τα οποία έχουν προσβληθεί διά της εφέσεως ή συνέχονται αναγκαστικώς προς αυτά και επικυρωμένο αντίγραφό του επεδόθη στον εφεσίβλητο την 16η Νοεμβρίου 2016, δηλαδή τριάντα και πλέον ημέρες προ της δευτεροβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως {άρθρα 520§2 και 674§1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της ενάρξεως ισχύος του διά τα από 1-1-2016 και εντεύθεν ασκούμενα ένδικα μέσα εφαρμοζομένου άρθρου 1 [υποάρθρων τετάρτου και ενάτου (παρ. 2)] Ν. 4335 /2015}. Επομένως, πρέπει οι έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι και οι πρόσθετες παρεμβάσεις να συνεκδικασθούν (άρθρα 31§1, 246, 591§1 ΚΠολΔ), να γίνουν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι τυπικώς δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά των επί μέρους λόγων αυτών κατά την αυτήν ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522 και 533§1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επιπροσθέτως, να επισημανθεί ότι η κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του διά του άρθρου 44§2 Ν. 3994 /2013) εξαφάνιση της εκκαλουμένης εντός των ορίων της εφέσεως και των προσθέτων λόγων εν περιπτώσει ασκήσεως εφέσεως από τον πρωτοδίκως ερήμην δικασθέντα διάδικο προϋποθέτει προσβολή της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά το σύνολον αυτής, όπως συμβαίνει, όταν ως λόγος εφέσεως προβάλλεται η εν γένει πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ, όταν ως λόγος εφέσεως προβάλλεται η αοριστία ή νομική αβασιμότης της αγωγής, η έρευνα των συγκεκριμένων ζητημάτων ερευνάται υπό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου άνευ εξαφανίσεως της εκκαλουμένης (βλ. ΕφΑθ 5998 /2007, ΕλλΔνη 50: 235 ή ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 482878 και ΜονΕφΛαρ 60 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 685866), δι’ ό και εις την προκειμένη περίπτωση οι αντίστοιχοι λόγοι εφέσεως ερευνώνται προ πάσης εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, η οποία είχε εκδοθεί κατ’ αντιμωλίαν της πρώτης και πέμπτης εκκαλουσών και ερήμην των λοιπών εκκαλουσών υπό την πρωτοβάθμιον ιδιότητα αυτών ως εναγομένων. Επί πλέον, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η πρώτη εκκαλούσα κοινοπραξία συνδέεται διά δεσμού αναγκαστικής ομοδικίας μετά των λοιπών εκκαλουσών μελών αυτής ως από κοινού εναχθείσες διά της ενδίκου αγωγής (βλ. ΑΠ 720 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 335 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΑθ 5698 /2011, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΔυτΜακ 9 /2006, ΤΝΠΔΣΑ), οπότε οι κατά το πρώτον βαθμόν μη εμφανισθείσες δευτέρα, τρίτη, πέμπτη και εβδόμη έως και δεκάτη πέμπτη εναγόμενες (ήδη δευτέρα, τρίτη, τετάρτη και έκτη έως και δεκάτη τετάρτη εκκαλούσες), ως αναγκαίες ομόδικοι, εθεωρήθησαν, κατ’ άρθρον 76§1 ΚΠολΔ, ότι αντιπροσωπεύθησαν υπό των παραστασών πρώτης και έκτης εναγομένων (ήδη πρώτης και πέμπτης εκκαλουσών), ήτοι ότι συμμετέσχον και ενήργησαν κατά την πρωτοβάθμιον συζήτηση κατά τον ίδιον τρόπον ενεργείας των παραστασών αναγκαίων ομοδίκων αυτών, δι’ ό και η πρωτόδικη απόφαση θεωρείται ως εκδοθείσα κατ’ αντιμωλίαν έναντι όλων των αναγκαίων ομοδίκων, παρέπεται ότι η ένδικη έφεσή κατά το μέρος ασκήσεως αυτής υπό των πρωτοδίκως μη εμφανισθεισών αναγκαίων ομοδίκων δεν δύναται να οδηγήσει εις την, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 528 ΚΠολΔ, αυτοδικαίαν εξαφάνισιν της αποφάσεως δι’ αυτές εν σχέσει προς τους λοιπούς λόγους εφέσεως (βλ. ΕφΑθ 205 /2002, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 335505 και Μιχαήλ Μαργαρίτη, «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», έκδοση 1η, άρθρο 528, σελ. 954, αριθ. 5). Γ) Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος (………..) διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……… αγωγή (την οποία άσκησε ομού μετά του ……….., ως προς τον οποίον η συζήτηση εκηρύχθη απαράδεκτη) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθη ότι διά συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη και απησχολήθη ως ελεγκτής εισιτηρίων από την πρώτη εναγομένη κοινοπραξία υπό την επωνυμία «………..», η οποία δραστηριοποιείται εις την μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τον Πειραιά στα Παλούκια Σαλαμίνος και αντιστρόφως και της οποίας μέλη τυγχάνουν οι λοιπές εναγόμενες – πλοιοκτήτριες, ότι οι ληφθείσες αποδοχές ήσαν μικρότερες των νομίμων και ότι την 29η Αυγούστου 2010 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση και τον απέλυσε καταβαλούσα εις αυτόν αποζημίωση μικροτέραν της προβλεπομένης νομίμου αντιστοίχου. Εζήτησε δέ να αναγνωρισθεί η ακυρότης της ανωτέρω καταγγελίας λόγω καταβολής μειωμένης αποζημιώσεως απολύσεως και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες (η πρώτη ως εργοδότις και οι λοιπές ως κοινοπρακτούντα μέλη της πρώτης) να καταβάλουν εις ολόκληρον προς αυτόν διά διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και διά μισθούς υπερημερίας τα διά του αγωγικού δικογράφου αναφερόμενα χρηματικά ποσά και επικουρικώς (εν σχέσει προς τους μισθούς υπερημερίας) την διά του ως άνω δικογράφου αναφερομένη διαφορά αποζημιώσεως απολύσεως. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 3809/2014 απόφαση ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας η αγωγή απερρίφθη έναντι της τετάρτης των εναγομένων και έγινε εν μέρει δεκτή κατά την κυρία βάση αυτής έναντι των λοιπών εναγομένων. Κατά της ως άνω αποφάσεως άσκησαν οι ηττηθείσες εναγόμενες την κρινομένη έφεση και τους προσθέτους λόγους, επιδιώκουσες την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής.Δ) Η υπό το ως άνω στοιχείο «δ» αναφερομένη υπ’ αριθ. καταθ. …….. πρόσθετη παρέμβαση ησκήθη παραδεκτώς εις δεύτερον βαθμόν, κατά τα άρθρα 80 και 81 ΚΠολΔ, αφού επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω προσθέτου παρεμβάσεως επεδόθη νομοτύπως και εμπροθέσμως τόσον προς τις υπέρ ών η πρόσθετη παρέμβαση εκκαλούσες όσον και προς τον καθ’ ού η πρόσθετη παρέμβαση εφεσίβλητο. Δι’ αυτής δέ της προσθέτου παρεμβάσεως η προσθέτως παρεμβαίνουσα, επικαλουμένη προς τούτο έννομο συμφέρον (ήτοι την εξιστορουμένην ιδιότητα αυτής ως μέλους της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης εκκαλούσης κοινοπραξίας), παρεμβαίνει υπέρ των εκκαλουσών (κοινοπραξίας και μελών αυτής) και ζητεί την παραδοχήν της υπ’ εκείνων ασκηθείσης εφέσεως. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση είναι αυτοτελής, αφού η ισχύς της εκδοθησομένης αποφάσεως επί της κυρίας δίκης επεκτείνεται και στις έννομες σχέσεις της παρεμβαινούσης μετά του αντιδίκου της, κρίνεται δέ νόμιμη (άρθρα 68, 76 επ., 80, και 82επ. ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Ε) Αντιθέτως, η υπό το ως άνω στοιχείον «γ» αναφερομένη υπ’ αριθ. καταθ. ……… πρόσθετη παρέμβαση δεν προκύπτει ότι επεδόθη προς τις υπέρ ών η πρόσθετη παρέμβαση εκκαλούσες ως διαδίκους της κυρίας δίκης, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση και προσκομιδή αντιστοίχων εκθέσεων επιδόσεως. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως της κατά νόμον απαιτουμένης προδικασίας, αφού η άσκησή της δεν έχει ολοκληρωθεί και ούτως δεν υφίσταται ακόμη παρέμβαση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΚΠολΔ ούτε επέρχεται κάποια έννομη συνέπεια εις την διαδικασία της δίκης (βλ. ΑΠ 1308 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 473120, ΑΠ 1420 /2005 ΕλλΔνη 47: 181 ή ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 389389, ΑΠ 863 /1999, ΝΟΜΟΣ: 301365 και Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ», σελ. 380, σημ. 30). Πάντως, από την πρόσθετη αυτή παρέμβαση ο καθ’ ού δεν υπεβλήθη σε ιδιαίτερα έξοδα, αφού παρέστη και υπό την ανωτέρω ιδιότητα και ως εφεσίβλητος διά του ιδίου πληρεξουσίου δικηγόρου και δεν κατέθεσε διαφορετικές προτάσεις. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση, κατ’ άρθρον 182 ΚΠολΔ, να επιβληθεί δικαστική δαπάνη εις βάρος της ως άνω προσθέτως παρεμβαινούσης. ΣΤ) Επειδή, στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων, οι οποίες συνίστανται διά συμβάσεως προς επιδίωξη κοινού σκοπού βάσει κοινής συμβολής των μελών αυτών, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία ως ιδιαίτερος τύπος εταιρείας. Αφ’ ότου, όμως, εις την πράξη ενεφανίσθη και δρά ως ένωσις φυσικών ή νομικών προσώπων, η κοινοπραξία είναι δυνατό να προσλάβει νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας (διεπομένη από τα άρθρα 741 επ. ΑΚ, εάν εκ της φύσεως και του σκοπού αυτής δεν είναι εμπορική) είτε εμπορικής εταιρίας (οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται εις έν εκ των υπ’ αυτού περιοριστικώς αναγνωριζομένων εταιρικών τύπων). Εκ τούτου, έπεται ότι εάν κατά την περίπτωσιν επιδιώξεως εμπορικού σκοπού δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις συντάξεως εγγράφου και δημοσιότητος, οι οποίες προβλέπονται από τα άρθρα 39, 42, 43 και 44 ΕμπΝ (προ της καταργήσεως των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 διά του άρθρου 294§2 Ν. 4072 /2012), η κοινοπραξία δύναται να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας με εμφανή εταίρο έν εκ των μελών της (οπότε προσομοιάζει εις την ετερόρρυθμη εταιρία μετ’ απεριορίστως ευθυνομένου του εμφανούς μόνον εταίρου) είτε ομορρύθμου εν τοις πράγμασιν εταιρίας μετ’ απεριορίστου και εις ολόκληρον ευθύνης πάντων των μελών αυτής διά τις εκ της δραστηριότητάς της απορρέουσες υποχρεώσεις (άρθρο 22 ΕμπΝ). Εις πάσαν περίπτωσιν, εν όσω η κοινοπραξία δεν προσλαμβάνει τυπικώς κάποια εταιρική μορφή, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα. Παρά ταύτα, αποκτά την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, επομένως και εργοδότης. Ακόμη δέ, δύναται να είναι διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο διά ή μετά των προσώπων, εις τα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείριση των υποθέσεών της (άρθρα 62 και 64§3 ΚΠολΔ). Κατά περίπτωσιν, όμως, διάδικοι δύνανται να είναι και τα μέλη της. Αποφασιστικό κριτήριον περί του εάν εις συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία (οπότε ευθύνεται μόνο το την συναλλαγήν επιχειρήσαν μέλος) ή ενήργησεν ως εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμος εταιρία (οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της) είναι ο τρόπος εξωτερικής εκδηλώσεως της συγκεκριμένης δραστηριότητος (βλ. ΑΠ 1245 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Ειδικώτερον, εάν κατά τις συναλλαγές η κοινοπραξία εμφανίζεται ως ομόρρυθμη εν τοις πράγμασιν εταιρία, δημιουργείται εις ολόκληρον ευθύνη των εμφανών εταίρων έναντι των τρίτων (άρθρο 22 ΕμπΝ) και εφαρμόζεται αναλογικώς το δίκαιον περί ομορρύθμων εταιρειών ως προς την διαχείριση της κοινοπραξίας, την ευθύνη των μελών της, την λύση και την εκκαθάρισή της. Εξ άλλου από τα άρθρα 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι διά να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το διοικητικό του όργανο, το οποίον ενεργεί εντός των ορίων της εξουσίας του κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού, είτε από άλλα φυσικά πρόσωπα, προς τα οποία έχει παρασχεθεί αντίστοιχη εξουσία από το διοικητικό όργανο του νομικού προσώπου, εκτός αν αυτό ενέκρινε την δικαιοπραξία, η οποία κατηρτίσθη από τον ψευδοαντιπρόσωπο, οπότε, κατ’ ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 229 ΑΚ, η έγκριση, η οποία ανατρέχει στο χρόνο της δικαιοπραξίας και αναπληρώνει την έλλειψη εξουσίας αντιπροσωπεύσεως. Όταν αμφισβητείται το κύρος καταρτισθείσης συμβάσεως λόγω ελλείψεως εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος την σύμβαση πρέπει να προτείνει και να αποδεικνύει ότι αυτή κατητρίσθη μετά του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, το οποίον εδήλωσε διά νομίμου τρόπου την περί ταύτης βούλησίν του. Ο ενάγων, δηλαδή, δεν έχει υποχρέωση να κατονομάσει τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατά τον νόμον ή το καταστατικό εξεπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση και, εάν αμφισβητηθεί, δύναται να προταθεί και αποδειχθεί από τον ενάγοντα (βλ. ΕφΛαρ 404 /2005, ΤΝΠΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προεξετέθη, διά της ενδίκου αγωγής εξιστορείται, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη εκκαλούσα (πρώτη εναγομένη) εργοδότις κοινοπραξία, της οποίας μέλη τυγχάνουν οι λοιπές εναγόμενες [εκ των οποίων έχουν συνασκήσει την ένδικη έφεση οι δευτέρα, τρίτη και πέμπτη έως και δεκάτη πέμπτη εναγόμενες ναυτικές εταιρείες (δευτέρα έως και δεκάτη τετάρτη εκκαλούσες)], δραστηριοποιείται εις την μεταφορά οχημάτων και επιβατών διά των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων αυτής. Επί πλέον εξιστορείται ότι τα μέλη της κοινοπραξίας ευθύνονται εις ολόκληρον μετ’ αυτής διά τις εργατικές αξιώσεις του ενάγοντος ως προσληφθέντος υπό της κοινοπραξίας εργοδότιδος διά σχέσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, εκτίθεται διά της αγωγής, κατ’ ορθήν εκτίμησιν του δικογράφου αυτής, τόσον ότι η κοινοπραξία είναι εμπορικού σκοπού όσον και ότι εν τοις πράγμασιν λειτουργεί ως ομόρρυθμός εταιρεία μετά των συνεναγομένων μελών αυτής ευθυνομένων απεριορίστως και εις ολόκληρον μετ’ εκείνης. Υπό δέ των εναγομένων δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας ήτο ισχυρά από της εξιστορουμένης συνάψεως αυτής και ότι η επίδικη καταγγελία αφεώρα και απεσκόπει εις την λύσιν εγκύρου και ισχυράς (μέχρι της καταγγελίας) συμβάσεως εργασίας μεταξύ της πρώτης εκκαλούσης εργοδότιδος κοινοπραξίας και του εφεσιβλήτου μισθωτού αυτής, οπότε δεν ήτο αναγκαία η διά της αγωγής εξιστόρηση του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εκκαλούσης, μετά του οποίου συνεβλήθη ο εφεσίβλητος διά την σύναψη της συμβάσεως εργασίας και συνακολούθως ο περί αοριστίας της αγωγής πρώτος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος.Ζ) Από το άρθρο 7§1 Ν. 1876 /1990, διά του οποίου ορίζεται ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συµβάσεως εργασίας έχουν άµεση και αναγκαστική ισχύν, εν συνδυασµώ προς το άρθρο 22§2 του Ελληνικού Συντάγματος, κατά το οποίον οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους υπό του νόμου καθοριζομένους γενικούς όρους εργασίας, συνάγεται ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά την σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας νοµοθετική (κανονιστική) εξουσία, η οποία έχει παραχωρηθεί σέ αυτές από το άρθρο 22§2 του Ελληνικού Συντάγματος. Είναι, δηλαδή, φορείς δημοσίας εξουσίας κατά παραχώρησιν από το κράτος και συνεπώς οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ως προς το κανονιστικό µέρος αυτών έχουν ισχύν ουσιαστικού νόµου. Διά τον λόγον αυτόν δεν απαιτείται να αναφέρονται ειδικώς διά του δικογράφου της αγωγής, διά της οποίας ζητείται η καταβολή ή η συμπλήρωση των νομίμων αποδοχών του εργαζομένου, οι εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφ’ όσον εκτίθενται διά της αγωγής τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία επισύρουν την εφαρμογήν αυτών, όπως είναι η υφισταμένη µεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκουμένης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, το επάγγελµα ή η ειδικότης του εργαζομένου και ο χρόνος, διά τον οποίον αξιώνονται οι αποδοχές. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8§2 Ν. 1876/1990, οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας (πλην των εθνικών γενικών) και επομένως και οι προς αυτές, κατ’ άρθρον 16§3 του ιδίου ως άνω Νόμου, εξομοιούμενες διαιτητικές αποφάσεις, δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες, οι οποίοι είναι µέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη, ο οποίος συνάπτει την συλλογική σύµβαση εργασίας ατομικώς, και τους εργοδότες, οι οποίοι συνάπτουν συλλογική σύµβαση εργασίας µε κοινούς εξουσιοδοτημένους εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στο άρθρο 43§3 του ως άνω Νόμου. Εξ άλλου κατά το άρθρο 11§2 Ν. 1876 /1990, διά αποφάσεως εκδιδομένης μετά γνώμην του ανωτάτου συμβουλίου εργασίας ο υπουργός εργασίας δύναται να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική διά όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύµβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες απασχολούντες ποσοστόν 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Η επέκταση οµοιοεπαγγελµατικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας δεσμεύει όλους τους εργαζομένους του επαγγέλματος, ανεξαρτήτως του είδους της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 10, κατά την οποίαν κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύµβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής µετά ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας. Ακόµη, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 11 (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του διά του άρθρου 37 Ν. 4024 /2012) την επέκταση δύναται να ζητήσει και αρµοδία συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων ή των εργοδοτών δι’ αιτήσεώς της, την οποίαν υποβάλλει στον υπουργόν εργασίας. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του υπουργού και εν περιπτώσει υποβολής αιτήσεως από της ημερομηνίας υποβολής της. Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγεται ότι η συλλογική σύµβαση εργασίας ισχύει µόνο έναντι των µελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, οι οποίες την έχουν συνάψει. Άν αυτή επεκταθεί δι’ αποφάσεως του υπουργού εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των προσώπων αυτών και συγκεκριμένως στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος, εις τους οποίους η σύµβαση αφορά και οι οποίοι ηδύναντο βάσει των δραστηριοτήτων αυτών να είναι µέλη των οργανώσεων, οι οποίες μετείχαν εις την σύναψη αυτών. Την επέκταση δύναται να ζητήσει και η αρµοδία συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων ή των εργοδοτών δι’ αιτήσεώς της προς τον υπουργόν εργασίας. Η επέκταση αυτή ισχύει από της χρονολογίας εκδόσεως της αποφάσεως του υπουργού (ουχί αναδρομικώς) και εν περιπτώσει υπάρξεως αιτήσεως, από της χρονολογίας υποβολής της. Ειδικώτερον, ο χρόνος διαρκείας της δεσμεύσεως από την κηρυσσομένη ως γενικώς υποχρεωτική συλλογική σύµβαση εργασίας ταυτίζεται προς τον χρόνο ισχύος της τελευταίας, αρχίζει, όµως, ουχί από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος αυτής αλλά από τον χρόνο δημοσιεύσεως στην εφημερίδα της κυβερνήσεως της σχετικής υπουργικής αποφάσεως, η οποία επεκτείνει την ισχύ της, οπότε η εν λόγω υπουργική απόφαση αποκτά νοµική ισχύν. Επίσης, εάν η κήρυξη ως υποχρεωτικής της κλαδικής ή οµοιοεπαγγελµατικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας αποφασισθεί κατόπιν αιτήσεως αρμοδίας συνδικαλιστικής οργανώσεως κατά το άρθρον 11§3 Ν. 1876 /1990, τότε η έναρξη της δεσμεύσεως από την επέκταση αρχίζει από τη χρονολογία υποβολής της εν λόγω αιτήσεως. Εν τέλει, εν όψει και του άρθρου 16§3 Ν. 1876 /1990, διά του οποίου ορίζεται ότι η απόφαση του διαιτητού εξομοιούται προς συλλογική σύµβαση εργασίας και ισχύει από την εποµένη της υποβολής της αιτήσεως διά μεσολάβηση, διά την κατάθεση και την έναρξη της τυπικής ισχύος των διαιτητικών αποφάσεων εν περιπτώσει κηρύξεως αυτών ως γενικώς υποχρεωτικών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν όλες οι προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αφορούν εις τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Βάσει των ανωτέρω, η ιδιότης του µέλους των προαναφερομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων, τα οποία απορρέουν από αυτές, και συνακολούθως τυγχάνει στοιχείο απαιτούμενο διά την θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο, όµως, τούτο, λαμβανομένης υπ’ όψιν της προπεριγραφείσης φύσεως των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικώς διά του δικογράφου της αγωγής αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του. Τούτο συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική η ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, ή διά χρόνον προγενέστερον της κηρύξεώς της ως υποχρεωτικής, θεωρών ούτως αυτήν δεσμευτική για τον εργοδότη του. Κατά την περίπτωσιν ταύτην, εάν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικώς την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως µελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατήρτισαν την συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων μισθωτός δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί -κατ’ επιτρεπτήν συμφώνως προς το άρθρο 224εδ.β΄ ΚΠολΔ, συμπλήρωση της αγωγής διά των προτάσεων- και να αποδείξει (άρθρα 335 και 338§1 ΚΠολΔ) ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι µέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο, όμως, δεν απαιτείται, καθ’ ήν περίπτωση η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή της διαιτητικής αποφάσεως, επί της οποίας ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα ειδικώτερον ανωτέρω αναφερόμενα, διά της κηρύξεώς της ως γενικώς υποχρεωτικής βάσει υπουργικής αποφάσεως και πέραν των προσώπων, τα οποία είναι µέλη των συναψασών αυτήν εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, οπότε αρκεί να αναφέρονται διά της αγωγής τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, κατά τα προεκτεθέντα, η υφισταμένη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκουμένης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, το επάγγελμα ή η ειδικότης του εργαζομένου και ο χρόνος, διά τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ διά το προηγούμενον της κηρύξεως της συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή διαιτητικής αποφάσεως ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση, η οποία ήδη είχε κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από τον χρόνο κηρύξεως της ως γενικώς υποχρεωτικής (βλ. ΑΠ 1561 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 561396 και ΑΠ 74 /2009 ΕλλΔνη 50: 1712). Εξάλλου, από τα άρθρα 522, 527, 532 και 535§1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έρευνα ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται αρχικώς το παραδεκτόν της ασκηθείσης εφέσεως (άρθρο 532§1 ΚΠολΔ), ακολούθως το παραδεκτόν ενός εκάστου των λόγων αυτής και εν τέλει το κατ’ ουσίαν βάσιμο των ως άνω επί μέρους λόγων (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται υπό του εφετείου από την εκτίμηση του εν γένει αποδεικτικού υλικού, το οποίον συνεκεντρώθη εις αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένου και του, κατ’ άρθρον 529 ΚΠολΔ το πρώτον εις την κατ’ έφεσιν δίκην προσκομισθέντος αντιστοίχου. Το εφετείον, όμως, εφ’ όσον υπό του νόμου δεν ορίζεται το αντίθετον, κατά την ορθήν έννοιαν των ως άνω διατάξεων δεν κωλύεται διά την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της ερεύνης περί της βασιμότητος των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς να διατάξει, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση: α) νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις διά των εν τω άρθρω 339 ΚΠολΔ αναφερομένων αποδεικτικών μέσων εις την κατ’ έφεσιν δίκη (βλ. ΜονΕφΠειρ 134 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 653142) και β) επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υποθέσεως παρουσιάσθηκαν κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία χρειάζονται συμπλήρωση ή διευκρίνιση (άρθρο 254 524§1 ΚΠολΔ – βλ. ΕφΘεσ 925 /2000, Αρμ 54: 1132), ώστε μετά την εκτίμηση και των νέων ή συμπληρωματικών αποδείξεων, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η διά της εφέσεως πληττομένη απόφαση και εν καταφατική περιπτώσει να αποφανθεί περί της βασιμότητος των λόγων της εφέσεως, συνακολούθως δέ, κατ’ επιταγή πλέον του άρθρο 535§1 ΚΠολΔ, να εξαφανίσει την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εφ’ όσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγουμένη από το εφετείο διάγνωση της βασιμότητος των λόγων εφέσεως (βλ. ΟλΑΠ 30 /1997, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 187588, ΑΠ 2155 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 652513, ΑΠ 1325 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 616029, ΑΠ 41 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 600452, Εφ. Πειρ. 140/2016, 1844/2011, ΕφΛαμ 139 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 585821, ΕφΑθ 1597 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 550820, ΕφΘεσσ 91 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 500754 και ΕφΔωδ 131 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 380433). Αναφορικώς δέ προς τα προαναφερόμενα ζητήματα το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, κατόπιν εκτιμήσεως ελευθέρως της χρησιμότητος του επιλεγομένου μέτρου διά την διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (βλ. ΕφΑθ 248 /2012 ΕλλΔνη 54: 453). Εις την προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία οι διάδικοι μετά νομίμου επικλήσεως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: την 1ην Ιανουαρίου 2006 ο εφεσίβλητος προσελήφθη διά συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εκκαλούσα κοινοπραξία υπό την επωνυμία «………….», μέλη της οποίας τυγχάνουν οι λοιπές εκκαλούσες πλοιοκτήτριες και η οποία δραστηριοποιείται εις την (διά πλοίων των μελών της) μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τον Πειραιά στα Παλούκια Σαλαμίνας και τανάπαλιν. Από της προσλήψεώς του απησχολήθη ως ελεγκτής εισιτηρίων μέχρι την απόλυσή του (διά καταγγελίας της εργοδότιδος) την 29ην Αυγούστου 2012. Όπως ισχυρίζεται ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) και έγινε δεκτόν διά της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά την διάρκειαν της ως άνω εργασιακής συμβάσεως η πρώτη εναγομένη (ήδη πρώτη εκκαλούσα) κατέβαλλε στον ενάγοντα αποδοχές κατώτερες των νομίμων, βάσει δέ των κατωτέρων τούτων αποδοχών υπολόγισε την αποζημίωση απολύσεως, η οποία ούτως είναι, επίσης, κατώτερη από τη νόμιμη. Ειδικώτερον, διά της εκκαλουμένης έγινε δεκτό ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1-1-2007 έως 29-8-2012) εφαρμοστέες ήταν οι από 22-4-2005, 26-6-2007 και 3-6-2008 κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας «διά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», οι οποίες εκηρύχθησαν υποχρεωτικές και βάσει των οποίων προσδιωρίσθησαν πρωτοδίκως οι υπό του ενάγοντος δικαιούμενες αποδοχές και υπελογίσθη η αιτουμένη διαφορά αποδοχών και η οφειλομένη αποζημίωση απολύσεως, αφού εκρίθη εν τέλει ότι λόγω της εις τον ενάγοντα καταβολής μικροτέρας από τη νόμιμη αποζημιώσεως είναι άκυρη η καταγγελία της επίδικης συμβάσεως εργασίας. Αντιθέτως, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες ισχυρίσθησαν πρωτοδίκως και επαναλαμβάνουν δευτεροβαθμίως διά του αντιστοίχου λόγου εφέσεως ότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοστέες είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διά τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας, οι οποίες προβλέπουν μικρότερες αποδοχές των προβλεπομένων αντιστοίχων από τις προαναφερθείσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας «διά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», καθώς και ότι οι τελευταίες δεν είναι εφαρμοστέες, διότι αυτές (εναγόμενες) δεν ήσαν ούτε ηδύναντο να είναι μέλη των εργοδοτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες συνεβλήθησαν σε αυτές. Ωστόσο, ως προς αυτό το ζήτημα και συνεπώς ως προς το ζήτημα της εφαρμοστέας εδώ συλλογικής συμβάσεως εργασίας κατά τη μελέτη της υποθέσεως ενεφανίσθησαν ορισμένα κενά και αμφίβολα σημεία, λαμβανομένου ιδίως υπ’ όψιν ότι: α) διά του υπό του ενάγοντος προσκομιζομένου υπ’ αριθ. πρωτ. 15142 /12-1-1995 εγγράφου του Υπουργείου Εργασίας, το οποίο απευθύνεται στην Διεύθυνση Επιθεωρήσεως Εργασίας Περάματος, αναφέρεται ότι οι εις την πρώτην εναγομένην απασχολούμενοι μισθωτοί υπάγονται στην προγενέστερη ΔΑ 33 /1994 «διά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», ενώ διά του μεταγενεστέρου υπ’ αριθ. πρωτ. 1091 /22 /13-1-2016 εγγράφου του ιδίου Υπουργείου (Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας Διευθύνσεως Αμοιβής Εργασίας), το οποίο εξεδόθη κατόπιν αιτήσεως της πρώτης των εναγομένων (εκκαλουσών), ανεφέρθη ότι «εφ’ όσον» η ως άνω εναγομένη δεν είναι ούτε ηδύνατο να είναι μέλος της Ενώσεως Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας, η οποία είναι μία από τις εργοδοτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες συνεβλήθησαν εις την από 3-6-2008 ΣΣΕ «διά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής αυτής και β) δεν προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία (καταστατικό ή άλλο σχετικό έγγραφο), από τα οποία να προκύπτει ότι οι εναγόμενες κατά τον χρόνο συνάψεως των προαναφερομένων από 22-4-2005, 26-6-2007 και 3-6-2008 κλαδικών ΣΣΕ ήσαν ή μη μέλη της ανωτέρω αναφερομένης Ενώσεως Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας ή ηδύναντο βάσει των δραστηριοτήτων αυτών να είναι µέλη της συνδικαλιστικής αυτής οργανώσεως. Εν όψει τούτων, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός εδραίας δικανικής πεποιθήσεως διά το εν λόγω ζήτημα, το οποίον, όμως, είναι ουσιώδες και κρίσιμο διά την διάγνωση της υποθέσεως και την έκβαση της δίκης. Επομένως, πρέπει, κατά τα προεκτιθέμενα εις την μείζονα σκέψη, προ της περαιτέρω ερεύνης της υποθέσεως να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθούν μερίμνη του επιμελεστέρου των διαδίκων τα ανωτέρω εις το σκεπτικό και κατωτέρω εις το διατακτικό αναφερόμενα έγγραφα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων της κυρίας δίκης και των προσθέτως παρεμβαινουσών: α) την υπ’ αριθ. καταθ. …….. (κατατεθείσα ενώπιον της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3809 /2014 οριστικής αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) τους υπ’ αριθ. καταθ. ……… (κατατεθέντες ενώπιον της Γραμματέως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) προσθέτους λόγους εφέσεως, γ) την υπ’ αριθ. καταθ. …….. (κατατεθείσα ενώπιον της Γραμματέως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) πρόσθετη υπέρ των εκκαλουσών παρέμβαση της εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……» και δ) την υπ’ αριθ. καταθ. …….. (κατατεθείσα ενώπιον της Γραμματέως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) πρόσθετη υπέρ των εκκαλουσών παρέμβαση της εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………».
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. ……. πρόσθετη (υπέρ των εκκαλουσών) παρέμβαση της εταιρείας υπό την επωνυμία « …….».
Δέχεται τυπικώς την έφεση και τους προσθέτους λόγους εφέσεως.
Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.
Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί μερίμνη του επιμελεστέρου των διαδίκων το καταστατικό της συνδικαλιστικής οργανώσεως υπό την επωνυμία «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» ή οιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο, διά του οποίου να προκύπτει ότι κατά τον χρόνο συνάψεως των από 22-4-2005, 26-6-2007 και 3-6-2008 κλαδικών ΣΣΕ «διά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», οι εναγόμενες ήσαν (ή μη) μέλη της ανωτέρω συνδικαλιστικής οργανώσεως ή ηδύναντο βάσει των δραστηριοτήτων αυτών και των σχετικών προβλέψεων του καταστατικού να είναι μέλη αυτής.
Εκρίθη, απεφασίσθη και δημοσιεύθη στο ακροατήριο σε έκτακτη δημοσία συνεδρίαση την 25ην Οκτωβρίου 2018, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ