Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 356/2021

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                 

Αριθμός απόφασης      356/2021

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ. .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων : 1) ………… και 2) …………., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παντελή Κοκοτό βάσει δήλωσης και

Του εφεσίβλητου: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Κουνέλη, βάσει δήλωσης.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 17.6.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2014 αγωγή σε βάρος των εκκαλούντων Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 5249/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εκκαλούσες με την από 30-1-2019 έφεση που  κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../1.2.2019 και εν συνεχεία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019. Δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε αρχικά η 19.3.2020, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη δε, η υπόθεση επαναφέρεται αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατ’ άρθρο 74 § 2 του ν. 4690/2020 (περί κυρώσεως : α) της από 13.4.2020 Π.Ν.Π. «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (A’ 84) και β) της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α’ 90) και άλλες διατάξεις), με την υπ’ αριθμ. 74/2020 Πράξη του Εφέτη, Ιωάννη Αποστολόπουλου, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου υπό α.α. 6 και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της  με αριθμό 5249/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 17.6.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2014 αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 παρ.1 και 144 παρ.1 και 3 του Κπολ.Δ) αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 9.1.2019 όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………., σε ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης, και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εντός της προβλεπόμενης τριακονθήμερης προθεσμίας ήτοι στις 1.2.2019. Επίσης, κατά την άσκηση της έφεσης οι εκκαλούντες κατέθεσαν το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. Α στ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, και δη το με κωδικό . ………. ηλεκτρονικό παράβολο, σε συνδυασμό με την από 1.2.2019 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, η έφεση εισαγόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ)  να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  ο   ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε οτι δυνάμει σύμβασης δανείου που κατάρτισε με τον ………………, την 30.6.2009, του μεταβίβασε κατά κυριότητα το ποσό των 35.000 ευρώ, αυτός δε ανέλαβε την υποχρέωση να του το αποδώσει, είτε εφάπαξ μέχρι την 1.7.2011, είτε δια δόσεων κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στην αγωγή μέχρι την 1.7.2017. Οτι ο οφειλέτης – εναγόμενος κατά το διάστημα από 8.8.2011 μέχρι και την 11.7.2012 κατέβαλε το συνολικό ποσό των 7.000 ευρώ, ενώ έκτοτε δεν προέβη σε καμμία καταβολή, παρά τις επανηλειμμένες οχλήσεις του ενάγοντος. Οτι για το λόγο αυτό ο ενάγων την 1.11.2012 προέβη σε προφορική καταγγελία της σύμβασης και έταξε προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής την 1.1.2013, χωρίς ο οφειλέτης να προβεί σε κάποια καταβολή. Οτι δυστυχώς την 23.9.2013 ο τελευταίος απεβίωσε, με αποτέλεσμα να μην έχει εξοφληθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό του δανείου, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 28.000 ευρώ. Μετά δε από νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό ζήτησε να αναγνωρισθεί οτι οι εναγόμενες ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος …………., και δη η πρώτη ως σύζυγος και η δεύτερη ως μοναδικό τέκνο του θανόντος, αποδεχθείσες την κληρονομία του αποβιώσαντος υποχρεούνται να του καταβάλλουν κατά την κληρονομική μερίδα εκάστης το ποσό των 7.000 ευρώ η πρώτη και το ποσό των 21.000 ευρώ η δεύτερη, νομιμότοκα από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού δίκασε την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθμό 5249/2018 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε οτι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.000 ευρώ και η δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 21.000 ευρώ νομιμότοκα από 2.7.2017 και καταδίκασε τις εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των 900 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, με την υπό κρίση έφεσή τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η αγωγή και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 368 KΠολΔ  προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης (Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση» Τόμος Η, άρθρο 368, αριθμ. 1, ΑΠ 37/2014 ΧΡΙΔ 2014 451, ΑΠ 274, 1009/2014, 49/2013 ΤΝΠ Νόμος). Όμως η άρνηση ή η παράλειψη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 1, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2, θεμελιώνει λόγο έφεσης οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αν διαπιστώσει την ανάγκη της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης μπορεί να τη διατάξει αναβάλλοντάς την για την ουσία της έφεσης απόφαση του (Εφ Δωδ. 109/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ΕΙωαν 95/2005 ΑρχΝ 2006, 327, ΕΑ 1987/2004 ΕΔνη 2005, 274, ΕΘ 10/2000 Αρμ 2001, 827, ΕΘ 2183/1999 Αρμ 2001, 1375, ΕΚρητ 541/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΕΑ 9387/86 Δ.18/132, ΕΑ 9197/1982 ΕΔνη 22, 1000). Με τον πρώτο λόγο έφεσης η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη απόφαση κατ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση πλαστότητας που πρόβαλε ως προς την υπογραφή του αποβιώσαντος ………… στο ιδιωτικό συμφωνητικό δανείου που προσκόμισε ο ενάγων και απέρριψε το αίτημα περί διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με την επισκόπηση της εκκαλουμένης απόφασης, ως προς το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου έφεσης, προκύπτει οτι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε οτι δεν υπήρχε ανάγκη διεξαγωγής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του γνήσιου ή μη της αμφισβητούμενης υπογραφής από τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις, χωρίς να εμπεριέχει παραδοχή  ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν  αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης ως προς το σκέλος του αυτό τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης η δεύτερη εκκαλούσα, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης επειδή παρά το νόμο δίκασε αίτηση που δεν υποβλήθηκε. Συγκεκριμένα με το λόγο αυτό η δεύτερη εκκαλούσα εκθέτει οτι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα υπέλαβε οτι η ίδια υπέβαλε ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του …………., την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ειδικού πληρεξουσίου καθώς και αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, ενώ μετά την απόρριψη της ένστασης πλαστότητας προχώρησε σε κρίση περί δήθεν προβληθέντος επικουρικού ισχυρισμού από την ίδια εκκαλούσα περί άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του αποβιώσαντος τον οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενώ ποτέ δεν προέβαλε τους ισχυρισμούς αυτούς. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας στην υποβολή του, καθώς αφενός η ένσταση και ο ισχυρισμός που κατά τα εκτιθέμενα εσφαλμένα υπέλαβε η εκκαλουμένη οτι προέβαλε, σε περίπτωση κατάφασής τους θα οδηγούσαν σε επωφελές για την ίδια αποτέλεσμα και αφετέρου δεν αναφέρει οτι ύπέστη κάποια βλάβη από την σχετική διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, την με αριθμό ………/2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καβάλας   ………., η οποία λήφθηκε επιμrλεία των εκκαλουσών, μετά από νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος (βλ. την με αριθμό ………/5.3.2020 έκθεση επίδοσης  του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………..), όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποίο είναι πρόσφορά είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Την 30 Ιουνίου 2009, μεταξύ του ενάγοντος και του αποβιώσαντος, την 23.9.2013, ………… .,συζύγου της πρώτης εναγομένης και πατέρα της δεύτερης, συνήφθη σύμβαση δανείου ποσού 35.000 ευρώ. Ο ενάγων χορήγησε το ως άνω ποσό σε μετρητά στον οφειλέτη, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να του αποπληρώσει το δάνειο  άτοκα είτε με την εφάπαξ καταβολή του εως την 1.7.2011, είτε με δόσεις εκ των οποίων η πρώτη ποσού 10.000 ευρώ θα καταβαλόταν την 1.7.2011 και οι λοιπές δόσεις ποσού 400 ευρώ έκαστη με μηνιαίες καταβολές την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου ημερολογιακού μήνα και μέχρι 1.7.2017. Συμφωνήθηκε επίσης οτι το ποσό του δανείου μπορούσε να προεξοφληθεί σε οποιοδήποτε χρόνο. Τη συμφωνία τους αυτή αποτύπωσαν εγγράφως υπογράφοντας την 30.6.2009 την με αυτή ημερομηνία σύμβαση δανείου. Η κατάρτιση της σύμβασης έλαβε χώρα στην πατρική οικία του αποβιώσαντος στην οποία ήταν παρόντες η μητέρα, ο μεγαλύτερος αδελφός και η αδελφή του. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται οτι αφενός η φερόμενη ως υπογραφή του αποβιώσαντος συγγενή τους στην ως άνω σύμβαση είναι πλαστή, πλαστογραφηθείσα από τον ενάγοντα αλλά και οτι ο ο αποβιώσας ουδέποτε έλαβε το εν λόγω ποσό από τον ενάγοντα. Η μάρτυρας του ενάγοντος η οποία τυγγχάνει και αδελφή του αποβιώσαντος, κατέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα, βεβαιώνοντας οτι η τεθείσα στη σύμβαση δανείου υπογραφή είναι η γνήσια υπογραφή του αδελφού της και οτι η ίδια ήταν παρούσα κατά την  υπογραφή του ως άνω εγγράφου. Επιπλέον από την επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν και δη α) την από 19.8.2005 υπεύθυνη δήλωση του αποβιώσαντος, β) των από 7.10.2011 και 8.8.2011 δελτίων κατάθεσης της Τράπεζας Κύπρου, με καταθέτη τον αποβιώσαντα, γ) της με αριθμό ΓΓ επιταγής της ΕΤΕ, δ) του δελτίου ταυτότητας του αποβιώσαντος, ε) την από 2.5.2006 υπεύθυνη δήλωση που αντίγραφό της έχει κατατεθεί στην Ε ΔΟΥ Πειραιά, προκύπτει οτι οι υπογραφή που έχει τεθεί στη σύμβαση δανείου στη θέση υπογραφής του οφειλέτη, ομοιάζει με την υπογραφή του αποβιώσαντος ……………….. Ο μάρτυρας των εναγομένων αναγνώρισε την υπογραφή του αποβιώσαντο σε δελτίο κατάθεσης της Τράπεζας Κύπρου που του επιδείχθηκε, αλλά δήλωσε οτι η τεθείσα στη σύμβαση δανείου δεν ομοιάζει με αυτή, εκφράζοντας μόνο την εντύπωσή του, χωρίς να εκθέτει τις διαφορές που του προκάλεσαν την εντύπωση αυτή, μαρτυρία που λόγω της γενικότητάς δεν αρκεί για να αποδυναμώσει την κατάθεση της αυτόπτη μάρτυρα, που όπως προαναφέρθηκε με σαφήνεια και κατηγορηματικά βεβαίωσε για την υπογραφή της σύμβασης δανείου ενώπιόν της από τον αποβιώσαντα αδελφό αυτής. Περαιτέρω, οι εναγόμενες προσκομίζουν το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, παραδεκτά κατ άρθρο 529  ΚΠολΔ, την από 17.9.2019 αναφορά εξέτασης εγγράφου του Δικαστικού Γραφολόγου ………………, ο οποίος, δεδομένου οτι δεν είχε στη διάθεσή του το πρωτότυπο έγγραφο αλλά και του οτι είχε στη διάθεσή του φωτοαντίγραφο μέσω συσκευής τηλεομοιοτυπίας, αναφέρεται σε ενδεχόμενο δημιουργίας εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοσύνθεσης με αναλογικό ή ψηφιακό τρόπο, ήτοι την τοποθέτηση υπογραφής ληφθείσας από άλλο έγγραφο κάτω  από την ένδειξη αυτή, ώστε να κατασκευαστεί ένα νέο έγγραφο. Στην ως άνω αναφορά δεν επιχειρήθηκε σύγκριση της επίδικης υπογραφής με υπογραφές του αποβιώσαντος σε άλλα έγγραφα, που συνιστά και τον αρχικό ισχυρισμό των εναγομένων, ήτοι οτι η υπογραφή που έχει τεθεί στο εν λόγω έγγραφο δεν έχει καμία σχέση με την υπογραφή του αποβιώσαντος (σελ 2 των πρωτόδικων προτάσεών τους). Είναι απορίας άξιο δε το γεγονός οτι ο ως άνω ειδικός δεν εξέφρασε καμμία άποψη περί της ομοιότητας η μη της υπογραφής του αποβιώσαντος, επιφυλασσόμενος της διερεύνησης του ενδεχομένου της φωτοσύνθεσης, ή των εν γένει ζητημάτων που παρουσιάζουν οι γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες σε περίπτωση εξέτασης φωτοτυπίας υπογραφών.   Περαιτέρω, από την επισκόπηση του πρωτοτύπου εγγράφου της σύμβασης δανείου δεν τίθεται ζήτημα φωτοσύνθεσης, καθώς δεν παρατηρείται καμμία αλλοίωση της συνέχειας, της υφής, της καθαρότητας, της έντασης της γραφής, ούτε στην υπογραφή αλλά ούτε και στον υλικό φορέα στον οποίο ετέθη, ητοι στο χαρτί που υπεγράφη. Από όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση οτι η τεθείσα στην από  30.6.2009 σύμβαση δανείου υπογραφή είναι γνήσια χωρίς να απαιτείται για τη διακρίβωση του γεγνότος αυτού, η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του αποβιώσαντος ……………… χωρίς να διατάξει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε στην σχετική του κρίση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου έφεσης. Περαιτέρω, αντιφατικά με τον ισχυρισμό τους περί πλαστότητας της υπογραφής του αποβιώσαντος, αλλα παραδεκτώς αφού προβλήθηκε επικουρικά, οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν οτι η σύμβαση αυτή είναι εικονική. Επιπλέον αποδείχθηκε οτι δυνάμει του με αριθμό ……../8.6.2009 συμβολαίου αγοραπωλησίας που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένου, ο αποβιώσας ………….. αγόρασε από την ………….., σύζυγο του ενάγοντος ένα διαμέρισμα αντί αναγραφόμενου τιμήματος 60.000 ευρώ. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται οτι το πραγματικό τίμημα ήταν 85.000 ευρώ  και οτι οι καταβολές που πραγματοποίησε ο αποβιώσας αφενός μέσω της οπισθογράφησης στον ενάγοντα της εκδοθείσας σε διαταγή του με αριθμό ………… και ημερομηνία 9.8.2011, επιταγή της ΕΤΕ, ποσού 5.000 ευρώ την οποία εισέπραξε ο ενάγων και αφετέρου με μερικότερες μηνιαίες καταβολές ποσού 200 ευρώ εκάστη, και συνολικού ποσού 2.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 8/2011 έως 12.7.2012, οι οποίες εγίναν μέσω κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό που τηρεί ο ενάγων με τη σύζυγό του, αφορούν την εξόφληση του τιμήματος πώλησης του εν λόγω ακινήτου και οχι τη σύμβαση δανείου, τη σύναψη της οποίας αρνούνται. Κατά τα αναγραφόμενα στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας 10.000 ευρώ παραδόθηκαν στην πωλήτρια εκτός του Συμβολαιογραφικού γραφείου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 50.000 ευρώ, πιστώθηκε και ο αγοραστής ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει το ως άνω ποσό και η πωλήτρια δέχθηκε να το λάβει άτοκα από το προιόν δανείου που θα λάβει ο αγοραστής το αργότερο μέχρι την 18.7.2009, αλλιώς ο αγοραστής θα πληρώσει το ποσό αυτό άτοκα με δικά του χρήματα το αργότερο μέχρι τις 18.8.2009. Οι εναγόμενες συνομολογούν τόσο οτι ο αποβιώσας κατέβαλε το ποσό των 10.000 ευρώ όσο και  οτι το 2009 έλαβε και στεγαστικό δάνειο για το υπόλοιπο ποσό, οπότε και εξοφλήθηκε το αναγραφόμενο τίμημα. Εξάλλου σε περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος η αγοράστρια είχε διατηρήσει το δικαίωμα να εγγράψει υποθήκη στο πωληθέν ακίνητο, όπως προβλέπεται στο εν λόγω συμβόλαιο, χωρίς να αποδεικνύεται οτι προέβη στην ενέργεια αυτή. Ουδόλως αποδείχθηκε οτι το αληθές τίμημα αγοράς του ακινήτου ανήλθε στα 85.000 ευρώ και οχι στο αναγραφόμενο στο συμβόλαιο, αφού κανένα λόγο δεν είχε η πωλήτρια η οποία μάλιστα μερίμνησε να εξασφαλίσει την εγγραφή υποθήκης στο πωληθέν ακίνητο, να μην εξοπλιστεί με έγγραφο για το υπολοιπο, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, τίμημα της πώλησης. Ο μάρτυρας των εναγομένων, αναφέρει μεν το ποσό των 85.000 ευρώ ως τίμημα αγοράς του ακινήτου, χωρίς όμως να φαίνεται να γνωρίζει για διαφορετική αναγραφόμενη τιμή, μαρτυρία που λόγω της έλλειψης άλλων αποδεικτικών στοιχείων δεν επαρκεί για να σχηματίσει το Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση περί ύπαρξης μεγαλύτερου από το αναγραφόμενο τιμήματος. Επιπλέον οι εναγόμενες ισχυρίζονται όλως αορίστως οτι συμφωνήθηκαν οι δόσεις και ο τρόπος καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος των 25.000 ευρώ, και βάσει της συμφωνίας καταβλήθηκε και το ποσό των 5.000 ευρώ μέσω της επιταγής που προαναφέρθηκε, χωρίς να αναφέρουν ούτε μεταξύ ποιών, ούτε  πότε έγινε η συμφωνία αυτή, ούτε τον τρόπο καταβολής και τις δόσεις που καθορίστηκαν, ούτε το συνολικά καταβληθέν ποσό, για να μπορεί να εκτιμηθεί ο σχετικός ισχυρισμός τους. Ούτε μπορεί να εκτιμηθεί, οτι η σύμβαση δανείου, ουσιαστικά αφορούσε την αποπληρωμή του μη αναγραφέντος στο συμβόλαιο τιμήματος, καθώς αφενός ο ισχυρισμός αυτός δεν προβάλλεται ρητά από τις εναγόμενες αφετέρου δε η σύμβαση αναφέρεται σε ποσό 35.000 ευρώ και οχι σε 25.000 ευρώ που κατά τους ισχυρισμούς τους ανερχόταν το μη αναγραφόμενο τίμημα της αγοράς του ακινήτου. Ο ισχυρισμός των εναγομένων οτι το δάνειο που έλαβε ο αποβιώσας για την αγορά του ακινήτου το έτος 2009 εξοφλήθηκε το έτος 2013 και οχι πριν το έτος 2011, είναι αληθής, αλλά δεν συνδέεται με την εξόφληση του τιμήματος της αγοράς του ακινήτου, καθώς διαφορετικός είναι ο χρόνος εξόφλησης του τιμήματος αυτού, (έτος 2009) που λαμβάνει χώρα με την εφάπαξ εκταμίευση του ποσού του δανείου και  διαφορετικός ο χρόνος αποπληρωμής του ληφθέντος τραπεζικού δανείου με δόσεις. Από την πώληση δε ακινήτου της πρώτης εναγομένης στην Τασκένδη το 2010 έναντι τιμήματος 40.000 δολλαρίων, αποπληρώθηκε το τραπεζικό δάνειο ενώ μέρος του ποσού που εισπράχθηκε από την πώληση αυτή εξυπηρέτησε την κάλυψη άλλων αναγκών τους. Τέλος, σημειώνεται οτι  η μάρτυρας των εναγομένων ………………, η οποία καταθέτει οτι είχε ακούσει οτι το ποσό της αγοράς του ακινήτου ανήλθε στα 85.000 ευρώ αντιφατικά αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή της οτι ουδέποτε δανείστηκαν χρηματα ο αποβιώσας και η σύζυγός του από την …………. ή από τον ενάγοντα, και σε προηγούμενη περικοπή ίδιας κατάθεσής της αναφέρει οτι γνωρίζει οτι έχει εξοφληθεί και το δάνειο του σπιτίου που αγόρασαν από την …………. και το τραπεζικό δάνειο, υπονοώντας σαφώς και την ύπαρξη άλλου δανείου πέραν του τραπεζικού χωρίς να διευκρινίζει ποιό είναι αυτό, με αποτέλεσμα η μαρτυρία της να στερείται αξιοπιστίας. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνάγεται οτι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την ένσταση εικονικότητας που προέβαλαν οι εναγόμενες και δέχθηκε οτι οι καταβολές που πραγματοποίησε ο αποβιώσας κατά το έτος 2011 έως 2012 με τον τρόπο που προαναφέρθηκαν, συνολικού ποσού 7.000 ευρώ  αφορούσαν την επίδικη σύμβαση δανείου, με αποτέλεσμα η πρώτη των εναγομένων να οφείλει να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.000 ευρώ και η δεύτερη εναγομένη το ποσό των 21.000 ευρώ, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος ………….., ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκησή της παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστούν οι εκκαλούσες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης  του εφεσίβλητου, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της απόρριψης της έφεσής τους (αρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ ουσίαν

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την εισαγωγή του, κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στο Δημόσιο ταμείο.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  τον εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων για τον παρόντα δεύτερο βαθμο δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις   16-7-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                                                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,

η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα,

 Πρόεδρος Εφετών