Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 365/2021

Αριθμός     365/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Μιχαήλ Λαζαρίδη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   ………………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Σπυρίδωνος Ζιώγα.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 14.2.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 187/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 18.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2019) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 44 του ν. 3994/13-7-2011, συνάγεται, ότι και υπό τη νέα της διατύπωση, που αποτελεί ουσιαστικά επαναφορά της διάταξης του ως άνω άρθρου 528, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 2915/2001 (βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν.3994/2011 σε ΚνοΒ 59.1723), η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης εκ μέρους του διαδίκου που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι η έφεση λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από  το Εφετείο, ενώπιον του οπίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά (ΑΠ 907/2014 δημοσιευμένη στον ηλεκτρονικό τύπο ΝΟΜΟΣ) και το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί  ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, μπορούν να εξεταστούν και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση (ΑΠ 907/2014, ΑΠ 1075/2013, Εφ.Αθ. 2120/2014 δημοσιευμένες στον ηλεκτρονικό τύπο ΝΟΜΟΣ). Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 1015/2005, Ελλ.Δνη 2004.1078, Εφ.Αθ. 361/2020, Εφ.Αθ. 5224/2003, Ελλ.Δνη 2004.555, ΕφΔωδ 19/2016 δημοσιευμένη στον ηλεκτρονικό τύπο ΝΟΜΟΣ) πάντοτε μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης.

Η υπό κρίση από 18.4.2019 (αρ.καταθ. …………/2019) έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 187/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην αυτού, κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 14.2.2017 (αρ.καταθ. …………../2017) αγωγή της ενάγουσας ήδη εφεσιβλήτου κατά του εναγομένου ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, εντός 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης, καθόσον επιδόθηκε στις 19/3/2019 (όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση επί της εκκαλούμενης απόφασης του δικαστικού επιμελητή, ………………), έχει δε κατατεθεί και το οριζόμενη για το παραδεκτό της ασκήσεώς της (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ) νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (σχετ.υπ’ αριθ. ……………… e-Παράβολο). Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται για λόγους που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, περαιτέρω δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα (άρθ. 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 Κ.ΠολΔ), κατά την ίδια, ως άνω, τακτική διαδικασία.

Με την από 14.2.2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) αγωγή της, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι είναι συγκυρία σύμφωνα με τους αναφερόμενους  σε αυτή (αγωγή) νόμιμους τίτλους κυριότητας, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του περιγραφομένου κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας που βρίσκεται επί της οδού …………… στον Πειραιά. Ότι συγκύριος κατά το λοιπό ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σύμφωνα με τους τίτλους κτήσης κυριότητας, ο οποίος αρνείται να συναινέσει στην εξώδικη διανομή του. Ότι ο εναγόμενος ήδη εκκαλών από τον Αύγουστο του έτους 2014 χρησιμοποιεί αποκλειστικά για δική του χρήση το επίκοινο ακίνητο ως κατοικία του, στερώντας αυτή (ενάγουσα) τα ωφελήματα που αναλογούν στο ιδανικό της μερίδιο. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε, α)να αναγνωριστεί συγκυρία κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου, β)να διαταχθεί η λύση της υφιστάμενης μεταξύ αυτής και του εναγομένου κοινωνίας με την δια πλειστηριασμού πώληση του επιδίκου ακινήτου και να διορισθεί από το Δικαστήριο συμβολαιογράφος ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, γ)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό  των 4.030 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αναλογία της ωφέλειας που αποκόμισε ο τελευταίος από την αποκλειστική χρήση ως κατοικία του επίκοινου ακινήτου, με βάση τις διατάξεις περί κοινωνίας και επικουρικά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, νομιμοτόκως από τότε που το κάθε επί μέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δ)να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταλογιστούν τα δικαστικά έξοδα της δίκης διανομής σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της, που αφορούν την αξίωσή της για απόδοση των ωφελημάτων από την αποκλειστική χρήση του ακινήτου. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή Α) ως προς το αίτημά της να αναγνωριστεί η συγκυριότητα της κατά το άνω ποσοστό επί του επίκοινου-επίδικου ακινήτου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος (Κ.Πολ.Δ 70), καθόσον κατά τα ιστορούμενα περιστατικά, δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο το εμπράγματο δικαίωμα συγκυριότητάς της (ΑΠ 819/2020, ΑΠ 908/2019, ΑΠ 1054/2019, Εφ.Αθ. 5341/2010, ΑΠ 1442/2019, ΑΠ 1701/2018, Εφ.Θεσσαλ. 2471/2014, Εφ.Αθ. 5341/2010 ΝΟΜΟΣ). Μη νόμιμη και απορριπτέα, ως 1)το παρεπόμενο αίτημα ενάρξεως της τοκοφορίας του ανωτέρω ποσού των 4.030 ευρώ, για απόδοση των ωφελημάτων από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, από τότε που το κάθε επί μέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό, καθόσον προκειμένου περί αστικού ακινήτου, που προορίζεται από κατασκευής για κατοικία ή κατάστημα, το όφελος αυτού συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση ωφέλεια (βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη το δίκαιο των καρπών σελ. 212, Σκούρα, ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου 787 αριθ. 6, ΑΠ 1761/2008, ΑΠ 1302/2006, ΑΠ 238/2006, ΑΠ 74/2004, Εφ.Δυτ.Μακ. 95/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και κατά συνέπεια τόκοι οφείλονται κατόπιν προηγούμενης όχλησης (ΑΚ 340, 345) ή από της επιδόσεως της αγωγής, 2) ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει τη νομική βασιμότητα της αξίωσής της για τα ωφελήματα από την αποκλειστική χρήση του κοινού στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό,  καθόσον δεν επικαλέσθηκε για τη θεμελίωσή της πρόσθετα ή διαφορετικά περιστατικά από εκείνα της κύριας βάσης (ΑΠ 1208/2018, ΑΠ 1114/2013, ΑΠ 1527/2013, ΑΠ 1627/2010, Εφ.Λαμίας 5/2011, Εφ.Πειρ. 232/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962, 346, 795, 798, 799, 800, 801, 1113, 1167, 1192, 1193, 1198, 1509, 1710, 1813, 1846, 1884 ΑΚ, 478, 480, 481, 484, 907, 908, 176 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος ,καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ. ΑΠ 6/2016, Ολ. ΑΠ 5/2011, Ολ.ΑΠ 16/2006, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 1871/2014, ΑΠ 1504/2013, ΑΠ 1623/2012, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 1130/2011, Εφ.Λαμίας 5/2021, Εφ.Δωδ. 172/2020, ΕφΠατρ 67/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενες ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι από το έτος 1994, όταν αποχώρησε η ενάγουσα και εγκαταστάθηκε στην ……….. Ευρυτανίας λόγω γάμου, μέχρι και τον Ιούλιο του 2014 που απεβίωσε η μητέρα χρησιμοποιεί το κοινό ακίνητο ως οικογενειακή στέγη φροντίζοντας συγχρόνως και την ηλικιωμένη μητέρα τους και ότι καθόλο το άνω χρονικό διάστημα της διαμονής του αυτός προέβη σε όλες τις αναγκαίες δαπάνες στα πλαίσια της τακτικής διαχείρισης, αλλά και στις αναφερόμενες επωφελείς δαπάνες (αντικατάσταση κουφωμάτων, δημιουργία εξωτερικής μεταλλικής σκάλας, τοποθέτηση ντουλαπιών, κουζίνας, τοποθέτηση κάγκελων στην ταράτσα), λαμβάνοντας για τη διενέργειά τους τοκοχρεωλυτικό τραπεζικό δάνειο, για το χορήγηση του οποίου συναίνεσε αυτή (ενάγουσα-συγκυρία) στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του επίκοινου ακινήτου. Ότι η ενάγουσα καθόλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα δεν προέβαλλε καμμία διαμαρτυρία για τις ως άνω ενέργειες, ούτε συμμετείχε στην διενέργεια αυτών (δαπανών), είτε στην εξόφληση του δανείου, ούτε ζήτησε ποτέ ωφελήματα για το ποσοστό συγκυριότητάς της. Η ως άνω περιγραφόμενη συμπεριφορά της ενάγουσας μέχρι και την αποστολή της εξωδίκου δηλώσεως της την 8/12/2016, με την οποία ζήτησε την καταβολή ποσού εκ 120 ευρώ για την αποκλειστική χρήση από αυτόν του επίκοινου ακινήτου από τον Αύγουστο του 2014, του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν την ενδιαφέρει το επίδικο ακίνητο και ότι έχει παραιτηθεί από οποιοδήποτε δικαίωμα ποσοστό συγκυριότητας, και εύλογα πίστευσε ότι δεν θα ασκούσε ποτέ την ένδικη αγωγή για ωφελήματα από το επίκοινο-επίδικο ακίνητο. Ότι από την μακροχρόνια αδράνεια της δικαιούχου ενάγουσας συνέτρεξαν τα ανωτέρω περιστατικά, δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε η ανωτέρω πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες και δημιουργεί έντονη εντύπωση αδικίας αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ενόψει των ανωτέρω, ο εκκαλών, ισχυρίζεται ότι το κατ’ αυτού δικαίωμα της ενάγουσας για αποζημίωση της ως συγκοινωνού, από την εκ μέρους του αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, για το επίδικο χρονικό διάστημα, ασκείται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, και η ένδικη αγωγή ως προς το αίτημά της αυτό είναι καταχρηστική και απορριπτέα. Ο ισχυρισμός του εναγομένου (Κ.Πολ.Δ 528) συνιστά ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες (άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ), χωριστά και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες διατάξεις, ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση απόδειξη αλλά και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 και 529 ΚπολΔ καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), την υπ’ αρ. ……../8.10.2020 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια  του εναγομένου-εκκαλούντος ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. Την υπ’ αριθ. ……/2.10.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Λαμίας . ……….),  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το υπό διανομή επίδικο ακίνητο, το οποίο ανήκει κατά συγκυριότητα στους διαδίκους, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, βρίσκεται στον Πειραιά, στην περιφέρεια Δήμου Πειραιώς, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, στη θέση “………” και στην οδό ……. στην οποία φέρει τον αριθμό …….., είναι αστικό ακίνητο, ήτοι οικόπεδο, εκτάσεως μ.τ 112,50 μετά της επ’ αυτού ισογείου οικίας, επιφανείας μ.τ 84,04, αποτελούμενης από δύο (2) δωμάτια επί της προσόψεως και δύο δωμάτια στο βάθος, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο εισόδου και δύο μικρές αποθήκες, συνολικού εμβαδού 40,33 τ.μ στον πρώτο (1ο) όροφο. Οι διάδικοι απέκτησαν την συγκυριότητα επί αυτού, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής του αποβιώσαντα στην Νίκαια Πειραιά την 12.10.1975 πατέρα τους …………….. . και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από αυτούς και κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η σύζυγος του αποβιώσαντα και μητέρα τους ………………..,  κληρονομία την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθ. ……../12.2.1997 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά (Τ. ….. αρ. ……../21.3.1997) και κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και κατά ψιλή κυριότητα από τη μητέρα τους …………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./12.2.1997 συμβολαίου γονικής παροχής των 2/8 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του ακινήτου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (Τ. ……… αριθ. ………../21.3.1997), στην οποία (μητέρα τους) το άνω ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, είχε περιέλθει κατά τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο (κληρονομική εξ αδιαθέτου διαδοχή του αποβιώσαντα συζύγου της), παρακρατώντας η ιδία την επικαρπία του εν λόγω ποσοστού της επί το επίδικου – επίκοινου ακινήτου και μετά τον θάνατό της την 31/7/2014 συνενώθηκε αυτοδίκαια η ψιλή κυριότητα με την επικαρπία και έτσι κατέστησαν αυτοί (διάδικοι αδελφοί) αποκλειστικοί κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Η αντικειμενική αξία του εν λόγω ακινήτου, όπως προκύπτει από τα φύλλα υπολογισμού της Δ.Ο.Υ Πειραιά, ανέρχεται του οικοπέδου σε 20.963,35 ευρώ, της αποθήκης στο ποσό των 19.600,38 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία του οικοπέδου μετά των κτισμάτων ανέρχεται σε 77.322,83 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος δεν συμφωνεί στην εκούσια διανομή του ως άνω ακινήτου, όπως συνάγεται με σαφήνεια, γνώση και πειστικότητα και από τον μάρτυρα – υιό της ενάγουσας, …………….., του οποίου κρίνεται η κατάθεση αξιόπιστη, “………Αρνήθηκε……στο να προσπαθήσουν να βρουν μια λύση μαζί. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη……..δεν γνωρίζω τη συγκεκριμένη πρόταση………μέσω τηλεφώνου και μέσω μηνυμάτων….προσπαθώντας βρίσκοντας κάποια προσχήματα στο να καθυστερεί τις διαδικασίες……….Όλο αυτό το διάστημα το οποίο υποτίθεται ότι ψαχνόταν τρόπο να πουληθεί ο κύριος ……….. έστειλε έναν…….μεσίτη στη μητέρα μου η οποία……….τον πήρε πολλάκις και δεν απάντησε ποτέ…….ήταν προσχηματικό…δεν είναι σοβαρή η πρόθεσή του και η βούλησή του να πουλήσουν……και από τη συμπεριφορά του…..δεν μπορούσε να βρεθεί μια ανθρώπινη λύση μεταξύ τους……….”, χωρίς να συνάγεται αντίθετη κρίση από τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, λαμβανομένων, του εμβαδού του επίκοινου ακινήτου (112,50 τ.μ του οικοπέδου, 84,04 τ.μ της επ’ αυτού ισογείου οικίας 40,33 τμ των δύο μικρών αποθηκών στο 1ο όροφο) των ανωτέρω ποσοστών συγκυριότητας των διαδίκων, τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι είναι προδήλως ανέφικτη η αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου σε δύο (2) μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών διαδίκων, χωρίς μείωση της αξίας των μερίδων δεδομένου ότι αυτά δεν δύνανται να έχουν λειτουργική αυτοτέλεια, ήτοι είναι αδύνατη η αξιοποίησή τους σε περίπτωση κατάτμησης του κοινού, ενώ συγχρόνως εκμηδενίζεται η αξία του, καθόσον το άθροισμά τους κατ’ αξία θα υπολείπεται κατά πολύ της συνολικής αξίας του όλου ακινήτου ως εκ τούτου καθίσταται προδήλως ανέφικτη η αυτούσια διανομή του επίκοινου ακινήτου χωρίς να είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να διατάξει αποδείξεις προς τούτο (άρθρο 481 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) καθώς θα έχει ως αποτέλεσμα την ουσιώδη μείωση της αξίας του και θα πρέπει να διαταχθεί η διανομή του επίδικου με πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό και η διανομή του πλειστηριάσματος στους διαδίκους κατά τα μερίδια της συγκυριότητάς τους, κατ’ άρθρο 484 Κ.Πολ.Δ, ώστε κάθε ένας (διάδικος) να λάβει μέρος του τιμήματος αντίστοιχο προς το μερίδιό του, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Ακολούθως, η μητέρα των διαδίκων, ……………, η οποία, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, είχε παρακρατήσει εφ’ όρου ζωής της την επικαρπία, οιονεί νομή και κατοχή των 2/8 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου δυνάμει της ως άνω ………/12.2.1997 γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………….., κατοικούσε στην εν λόγω κατοικία, μέχρι τον θάνατό της την 31/7/2014. Μετά το θάνατο της μητέρας των διαδίκων και εφεξής, ο εκκαλών χρησιμοποιεί αποκλειστικά για λογαριασμό του το επίκοινο ως οικογενειακή του στέγη. Το γεγονός τούτο, δεν αμφισβητείται από τον ίδιο (εναγόμενο – εκκαλούντος), όπως προκύπτει από την από 22/12/2016 Εξώδικη Δήλωση Απάντηση του ιδίου (εναγομένου – εκκαλούντος) στην από 25/11/2016 Εξώδικη Δήλωση που κοινοποιήθηκε σε αυτόν από την ενάγουσα – εφεσίβλητη, στην οποία (από 29/12/2016 Εξώδικη Δήλωση) μεταξύ άλλων αναφέρει ρητά και με σαφήνεια “……..Εγώ δε με τη δική μου οικογένεια, τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μας, από το θάνατο της μητέρας μας, πράγματι ζούμε στο ισόγειο της κοινής μας μονοκατοικίας στο Πειραιά……”, σε συνδυασμό με την επίκληση, τόσο από τον ίδιο ¨………..όπως γνωρίζεις πολύ καλά ότι και η δική του οικονομική κατάσταση είναι απελπιστική……”, όσο και από την μάρτυρα – σύζυγό του, ………… “……Όταν δεν υπάρχει οικονομική ευχέρεια πως θα μπορέσουμε να δώσουμε…….Αν είχατε οικονομική ευχέρεια θα το δίνατε, Μάλλον ναι……….¨, οικονομικής δυσχέρειας στην καταβολή της αξιούμενης αποζημίωσης, λόγω αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου ο μάρτυρας υιός της ενάγουσας – εφεσιβλήτου, ……………. με γνώση και πειστικότητα κατέθεσε ότι , αυτή (ενάγουσα – εφεσίβλητη) ζήτησε από τον αδελφό της (ενάγοντα – εκκαλούντα), μετά τον θάνατο της μητέρας τους και την εισαγωγή του υιού της τον Σεπτέμβριο του 2014 σε Τ.Ε.Ι Αθηνών – Τοπογράφων Μηχανικών, να διαμένει στην επίκοινη κατοικία και ο υιός της κατά το αναλογούν ποσοστό συγκυριότητάς της, ο οποίος αρνήθηκε και έκτοτε διαταράχθηκαν οι αδελφικές σχέσεις τους “……….χάλασαν οι σχέσεις την περίοδο που ο αδελφός μου αναζητούσε μια στέγη…..Το ΄14………”, και ακολούθως προέβη την 8/12/2016 στην αποστολή της από 25/11/2016 Εξώδικης Δήλωσης – Πρόσκλησης σε αυτόν (ενάγοντα – εκκαλούντα) στον οποίο γνωστοποίησε την βούλησή της να της καταβάλλει, λόγω της συνομολογούμενης και από τον ίδιο της αποκλειστικής χρήσης του επίδικου ακινήτου, από τον Αύγουστο 2014 μετά τον θάνατο της μητέρας τους “………..μικρό μίσθωμα, της τάξης των 120 ευρώ το μήνα το οποίο θεωρώ εύλογο και δίκαιο……..”. Κατά συνέπεια η ενάγουσα εγκαίρως εξωτερίκευσε και γνωστοποίησε τη βούλησή της περί σύγχρηση της επίκοινης κατοικίας είτε λήψης της ανάλογης προς το ποσοστό του δικαιώματος της μερίδας από το όφελος που αυτός (ενάγων – εκκαλών) εξοικονομεί και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού, ενώ δεν αποδείχθηκε η διενέργεια των επικαλούμενων από τον εναγόμενο – εκκαλούντα δαπανών (αναγκαίων/επωφελών) επί του επίκοινου ακινήτου, καθώς και ότι το χορηγηθέν τραπεζικό τοκοχρεωλυτικό δάνειο συνδέεται αιτιωδώς με την διενέργεια δαπανών επί του επίδικου ακινήτου με τις οποίες (δαπάνες) εξ ολοκλήρου και πλέον της ιδανικής του μερίδας αποκατέστησε τις υφιστάμενες φθορές και προέβη στις αναγκαίες και επωφελείς βελτιώσεις και ανακαινίσεις του επίδικου ακινήτου. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και των προεκτεθέντων στη νομική σκέψη (ΙΙ), προκύπτει ότι δεν συντρέχουν κατ’ ουσία οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα – εκκαλούντα προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και συνεπώς είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ως άνω ισχυρισμός, (ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ). Περαιτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της θέσης, της ηλικίας και της εν γένει κατάστασης στην οποία βρίσκεται η επίκοινη κατοικία του εναγομένου, η μισθωτική αξία αυτής ανέρχεται κατά το ποσοστό που αναλογεί σε αυτή (ενάγουσα) στο ποσό των 130 ευρώ μηνιαίως. Κατά συνέπεια ο εναγόμενος οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα στο πλαίσιο της υφιστάμενης κοινωνίας δικαιώματος συγκυριότητας την αναλογούσα στο ποσοστό συγκυριότητας αποζημίωση χρήσης για την επίδικη – επίκοινη κατοικία για το χρονικό διάστημα από Αύγουστο 2014 έως και 14/2/2017, ήτοι για χρονικό διάστημα τριάντα ενός (31) μηνών, όπου αυτή (ενάγουσα) διατηρούσε ποσοστό συγκυριότητας ½ εξ αδιαιρέτου, η οποία ανέρχεται σε 4.030 (130 Χ 31) ευρώ, και έτσι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.030 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, Α)να διαταχθεί κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η λύση της μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας με την δια πλειστηριασμού πώληση του επίκοινου-επίδικου ακινήτου, έτσι ώστε ο καθένας από τους κοινωνούς να λάβει από το εκπλειστηρίασμα ποσό ανάλογο με το ιδανικό του μερίδιο, ήτοι ½ ο καθένας. Επίσης πρέπει να διορισθεί η συμβολαιογράφος  Πειραιά, …………, οδός ……….. αριθμ. τηλεφ. ………, ………..) και σε περίπτωση κωλύματός της ο νόμιμος αναπληρωτής της ως υπάλληλος διενέργειας του ως άνω πλειστηριάσματος (Εφ.Πειρ. 68/2016, Εφ.Πειρ. 59/2014, Εφ.Αθ. 1675/2011, Εφ.Πατρών 966/2006 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα της δίκης περί διανομής βαρύνουν τη διενεμητέα περιουσία, συμψηφιζόμενα έτσι κατά το λόγο της συγκυριότητας των διαδίκων. Τέτοια έξοδα είναι τα αναγκαία κατά το άρθρο 189 Κ.Πολ.Δ, προς επίτευξη και περάτωση της διανομής, που έγιναν από έναν ή μερικούς διαδίκους με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν μετείχε στη δίκη αυτός που κατέβαλε το σύνολο ή ένα μέρος τους. Στη δίκη αυτή πρέπει να καθορίζονται τα έξοδα και το ποσό που βαρύνει κάθε διάδικο. Ο καθορισμός δε της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής διανομής και των επ’ αυτής προτάσεων καθορίζονται με βάση την αξία της αξιούμενης με την αγωγή ιδανικής μερίδας του ενάγοντος (Εφ.Δυτ.Μακ. 11/2020, Εφ.Πατρών 173/2019, Εφ.Πειρ. 104/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι η αξία του διανεμητέου επίδικου ακινήτου, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό συνολικά των 77.322,83 ευρώ, ενώ η αξία του ιδανικού μεριδίου κάθε διαδίκου, κατά τον ίδιο χρόνο, ανέρχεται σε 38.661,415 ευρώ. Ενόψει των προαναφερομένων, τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα, της ενάγουσας, εκκαθαριζόμενα χωρίς κατάλογο, όσον αφορά τη διανομή του ως άνω επίδικου ακινήτου, ανήλθαν, με βάση το αντικείμενο της δίκης (38.661,4150, το δικαστικό ένσημο που κατέβαλε και τις διαδικαστικές ενέργειες, σε 1550 ευρώ, στο πρώτο βαθμό και στο δεύτερο βαθμό [ (άρθρα 61, 63, 68, Παράρτημα ΙΙΙ Ν. 4194/2013) (σύνταξη προτάσεων, προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής – παράσταση (773,23 + 119)] σε 892,23 ευρώ και συνολικά σε (1550 + 892,23) 2442,23 ευρώ. Τα έξοδα του εναγομένου (ο οποίος στον πρώτο βαθμό δεν υποβλήθηκε σε δικαστική δαπάνη λόγω της ερημοδικίας του) ανήλθαν σε (σύνταξη προτάσεων, προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής – παράστασης) 892,23 ευρώ. Για αμφοτέρους τους διαδίκους, τα έξοδα πλην του δικαστικού ενσήμου ανήλθαν σε 2.971,23 ευρώ. Με βάση τα ποσοστό συγκυριότητας των διαδίκων επί του διανεμητέου ακινήτου (1/2 η ενάγουσα και ½ ο εναγόμενος) τα έξοδα βαρύνουν κατά το ήμισυ τον καθένα από αυτούς, δηλαδή κατά 1485,645 ευρώ.  Κατά αυτό τον τρόπο ο εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα τη διαφορά των 1550 (2442,23 – 892,23) ευρώ. Επιπροσθέτως δε, πρέπει ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα και τα δικαστικά έξοδα ως προς τη δεύτερη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή που αφορά την επιδίκαση απαίτησης για αποζημίωση χρήσης του επίκοινου ακινήτου, λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

Η απόφαση, και ως προς τα δύο σωρευόμενα αιτήματά της, δεν πρέπει να κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή, γιατί πιθανολογείται ότι η εκτέλεση δεν θα βλάψει ανεπανόρθωτα την ενάγουσα (Κ.Πολ.Δ 908 παρ 1). Τέλος, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα – εναγόμενο (Κ.Πολ.Δ 495 παρ. 3), όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 187/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 14.2.2017 (αριθ.καταθ. ……………./2017) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Διατάσσει τη πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό του επίκοινου ακινήτου, ήτοι οικοπέδου έκτασης 112,50 τ.μ, μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, επιφανείας 84,04 τ.μ, κείμενου στη θέση «……..» και επί της οδού ………… στον Πειραιά, το οποίο εμφαίνεται και αποτυπώνεται με περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από 20 Δεκεμβρίου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……….. και το οποίο συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησία ………, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία ………., βορειοδυτικά με ιδιοκτησία ……. και νότα με την οδό …………..

Διορίζει υπάλληλο του πλειστηριασμού τη συμβολαιογράφο Πειραιά, ………….., οδός …………. αριθμ. τηλεφ. …….., ……..) και σε περίπτωση κωλύματος της το νόμιμο αναπληρωτή της.

Καταδικάζει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα μέρος των δικαστικών εξόδων που τον βαρύνουν για δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε 1550 ευρώ.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριάντα ευρώ (4.030), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και την ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – εναγόμενο του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου, ποσού

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    21 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ