Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 379/2021

Αριθμός     379/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Παναγιώτη Σαπουντζάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας και παραστάθηκε διά της πληρεξουσία του δικηγόρου Άννας Βάλβη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 2.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 3038/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να προσκομισθούν τα  αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής έγγραφα και  η υπ΄ αριθμ. 1803/2019 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 7.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………./2019)  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 7-11-2019 (αριθμ. καταθ. …………../2019) έφεση του εναγομένου ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 1803/2019 οριστικής απόφασης και της υπ’ αριθμ. 3038/2018 συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής απόφασης, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρο 592 παρ. 3, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης ούτε έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της (εκκαλουμένης απόφασης   /20-5-2019) που περάτωσε τη δίκη (άρθρα 495 παρ. 1, 418, 511, 513 παρ,. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚπολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2014).  Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚπολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚπολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 2-12-2016 (αριθμ. καταθ. …………/2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πατέρας του, του οποίου ο γάμος με την μητέρα του, ………….., έχει λυθεί αμετάκλητα, να καταβάλει στον ίδιο (τον ενάγοντα) διατροφή σε χρήμα, διότι λόγω των σπουδών του αδυνατεί να εργαστεί, στερείται περιουσίας και αδυνατεί να αυτοδιατραφεί, το ποσό των 1.240 ευρώ, προκαταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης αυτής (διατροφής).  Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη δέχθηκε αυτή εν μέρει και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης αγωγής, ως διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 450 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής και της συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής (ΚπολΔ 513 παρ. 2) παραπονείται τώρα ο εκκαλών, με το λόγο που αναφέρει σε αυτή (έφεση) που ανάγεται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1489 και 1493 του ΑΚ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν τούτο έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του.  Περαιτέρω, οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, η δε αντίστοιχη έναντι αυτού υποχρέωση αυτών, η οποία προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486, 1489 εδ. Β΄ και 1493 του ΑΚ, υφίσταται με την συνδρομή των προϋποθέσεων της ΑΚ 1486 παρ. 1, η οποία προβλέπει ότι «δικαίωμα διατροφής έχει μόνο όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του» (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΜΝΟΜΑΚ, άρθρο 1486 ΑΚ, σελ. 742 – 743).  Για την κάλυψη των δαπανών διατροφής του τέκνου με την ανωτέρω έννοια επιβαρύνονται και οι δύο γονείς του, κάθε ένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να καλύψει ένα ποσοστό από τις ανάγκες του τέκνου του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του, που πηγάζουν από τα εισοδήματα ή τους πόρους του ή την περιουσία του υπόχρεου, που λαμβάνεται υπόψη, εφόσον οι πρόσοδοι απ’ αυτήν είναι επαρκείς (ΑΠ 212/1999 ΝοΒ 48.640).  Με σαφήνεια δηλαδή συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις ότι και το ενήλικο τέκνο έχει διατροφική αξίωση, εφόσον αδυνατεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες και τις ανάγκες της εκπαίδευσής του (ΑΠ 1060/93 ΕλλΔνη 35, σελ. 1292, ΕφΠειρ 267/98 ΕλλΔνη 39 σελ. 896, Γεωργιάδη -Σταθοπούλου ΑΚ, υπ’ αρθρο 1486, αριθμ. 94 επ.).  Άλλωστε, ο νόμος δεν εξαρτά το δικαίωμα διατροφής του τέκνου από κάποιο όριο ηλικίας και δη αυτό της ενηλικίωσής του, με συνέπεια και το ενήλικο τέκνο να μπορεί να αξιώσει την παροχή διατροφής από τους γονείς του.  Συνεπώς, καθιερώνεται υποχρέωση των γονέων για διατροφή του τέκνου τους, η οποία δεν διαρκεί μόνο μέχρι την ενηλικίωσή του, αλλά αυτοί υποχρεούνται να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, εάν αυτό δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βασικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεώς του (ΑΠ 1060/1993, Δνη 35/1251, ΕφΑθ 977/1986, Δνη 27/516, ΕφΑθ 6133/1983 Δνη 25/475, ΕφΘεσ 2510/2000/Αρμ. 5548, ΕφΑθ 4299/1993/Δνη 35, σ. 451).

Αν ο ενήλικος επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια ή την επαγγελματική εκπαίδευση τότε δικαιούται διατροφής από τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 1485 ΑΚ, αν δεν έχει περιουσία, στην περίπτωση όμως αυτή συνεκτιμώνται οι μέχρι τώρα σπουδές του ενήλικου τέκνου σε σχέση με τη δυνατότητά του να εργασθεί.  Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστού συνεπάγεται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παραλλήλως οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετωπίσεως των σπουδών του (ΕφΘεσ 510/2000, ΕφΑθ 3689/1985, Δνη 261169).  Η διατροφή του ενηλίκου περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 1493 του ΑΚ, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του.  Ως εκπαίδευση νοείται όχι μόνο η κατώτερη, αλλά και η μέση γενικά εκπαίδευση, καθώς και η ανώτερη ή ανώτατη.  Λαμβάνονται δε προς τούτο υπόψη οι επιδόσεις του δικαιούχου, δηλαδή η ικανότητα του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου βαθμού και επιπέδου σπουδών.  Μάλιστα, πρέπει να αναγνωρισθεί διατροφική αξίωση του ενηλίκου τέκνου και μετά το πέρας των σπουδών του, εφόσον καθίσταται αδύνατη η εξεύρεση κατάλληλης εργασίας, γι’ αυτό και συνεχίζεται η περαιτέρω επιμόρφωσή του (π.χ. μεταπτυχιακές σπουδές στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, απόκτηση δεύτερου πτυχίου), αν αυτή δικαιολογείται από τις προηγούμενες επιδόσεις του και τις κρατούσες συνθήκες και αντιλήψεις γενικότερα στον κλάδο της επιστήμης που ακολουθεί.  Προϋπόθεση για να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετάλθει κατάλληλης εργασίας.  Η ευπορία του υπόχρεου δεν αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης διατροφής.  Συνεπώς, δεν λαμβάνεται υπόψη αν ο υπόχρεος είναι εύπορος ή άπορος, αφού και η απορία, συντρεχόντων των κρινόμενων όρων, γεννά υποχρέωση διατροφής.  Δικαιούχος διατροφής είναι και εκείνος που, ενόψει των αναγκών της εκπαίδευσής του, δεν μπορεί να μετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του.  Οι ανάγκες της εκπαίδευσης εξαρτώνται από τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του δικαιούχου (ΑΠ 212/1999 ΕλλΔνη 40, σελ. 2043, ΕφΘεσ 2943/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για την εν γένει συντήρηση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου.  Το ζήτημα επίσης του αν το ενήλικο τέκνο πρέπει να εργαστεί ή αντιθέτως να σπουδάσει κρίνεται σε πρώτη φάση από τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλειά του, ενώ έχει κριθεί νομολογιακά ότι η προοπτική εκπαίδευσης του τέκνου προέχει προκειμένου αυτό να αποκτήσει τα αναγκαία τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την διεκδίκηση μίας θέσης στην αγορά εργασίας, έστω και ανάλογης με την οικονομική και κοινωνική θέση των γονέων του, ώστε να μην είναι εν τέλει υποχρεωμένο να εργαστεί, στο μέτρο που η εργασία θα αποτελέσει πρόσκομμα στη συνέχιση των σπουδών του.  Επομένως, υποχρέωση για εργασία δεν υπάρχει, εφόσον το ενήλικο τέκνο έχει την πρόθεση να σπουδάσει (Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», Θεωρία – Νομολογία -Πράξη, Τόμος Β΄, 2003, σελ. 154).  Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστή συνήθως αποκλείει τη δυνατότητα να ασκήσει τούτου παράλληλα εργασία, γιατί αυτό θα έχει δυσμενή επίδραση στις σπουδές του.  Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αξιώσει το Δικαστήριο από τους μαθητευόμενους προς εκμάθηση τέχνης ή φοιτητές να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους, προκειμένου να εργαστούν (Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 154).  Η διατροφή που δικαιούται να λαμβάνει το ενήλικο τέκνο που στερείται περιουσιακών στοιχείων, είναι εν προκειμένω, όπως και στην περίπτωση του ανηλίκου, ανάλογη, υπό την έννοια ότι οριοθετείται, όπως ελέχθη ανωτέρω, από τις ανάγκες του και συνίσταται στην παροχή όλων των απαραίτητων μέσων για τη συντήρησή του και των αναγκαίων δαπανών για την εκπαίδευσή του.  Ειδικότερα, περιλαμβάνεται η δαπάνη για τροφή, στέγαση και εν γένει συντήρηση του, επιπλέον δε και η δαπάνη για την επαγγελματική του εκπαίδευση, θεωρητική ή τεχνική, οποιασδήποτε εκπαιδευτικής βαθμίδος, περιλαμβανομένης και της πανεπιστημιακής και των μεταπτυχιακών σπουδών (βλ. ΑΠ 884/2003, ΕλλΔνη 45, σελ. 117, ΑΠ 212/1999, ΕλλΔνη 40 σελ. 1043). Περαιτέρω, για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής, αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις.  Είναι χαρακτηριστικό, όπως έχει κριθεί νομολογιακά, ότι η διατροφή περιλαμβάνει ακόμη και την δαπάνη εκμάθησης ξένης γλώσσας με σκοπό την εγγραφή και παρακολούθηση μαθημάτων σε αλλοδαπό πανεπιστήμιο από το τέκνο, το οποίο έλαβε μέρος σε πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή σε ανώτατη πανεπιστημιακή σχολή στην Ελλάδα και απέτυχε, εκτός εάν η αποτυχία αυτή οφείλεται σε έλλειψη εργατικότητας και επιμέλειας του τέκνου ή σε πρόδηλη πνευματική ανικανότητά του (ΑΠ 1486/2016, ΕφΠειρ 23/2017, ΕφΛαμίας 44/2013, ΕφΠειρ 292/2015, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ………. και ………… και την ανωμοτί κατάθεση του εναγομένου, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται, στα προσαγόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους ταυτάριθμα πρακτικά, της υπ’ αριθμ. 3038/2018 συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής απόφασης του (Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), εκτιμώμενες (άρθρο 340 ΚΠολΔ) χωριστά και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αποδείξεις, ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και την αξιοπιστία κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση απόδειξη αλλά και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 ΚΠπολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος είναι νόμιμο τέκνο του εναγομένου …….. και της ……….., ο γάμος των οποίων λύθηκε με διαζύγιο με την υπ’ αριθμ. 6780/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει καταστεί αμετάκλητη.  Ο ενάγων είναι ενήλικος καθόσον έχει γεννηθεί την 1-7-1995.  Ο ενάγων, εγγράφηκε στο Α΄ εξάμηνο του προγράμματος Ιερατικών σπουδών της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης, στο οποίο εισήχθη κατόπιν πανελλαδικών κατά το ακαδημαϊκό έτος 2013 – 2014, και στο οποίο η φοίτηση είναι υποχρεωτική και διαρκεί τέσσερα έτη.  Ακολούθως, ανανέωσε την εγγραφή του κανονικά κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2014 – 2015 (Γ΄ και Δ΄ εξάμηνα), 2015 – 2016 (Ε΄ και ΣΤ΄ εξάμηνα) και στη συνέχεια διαγράφηκε από το μητρώο φοιτητών του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών της ως άνω Ακαδημίας, ύστερα από αίτησή του λόγω έγκρισης της μετεγγραφής του στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών, στην οποία εγγράφηκε την 22-6-2016, και στην οποία η φοίτηση διαρκεί, τέσσερα (4) έτη (8 εξάμηνα) και η παρακολούθηση των μαθημάτων είναι από Δευτέρα έως και Παρασκευή από ώρα 8:00π.μ. έως και ώρα 16:00μ.μ., σύμφωνα με το ωρολόγιο πρόγραμμα σπουδών ανά εξάμηνο.  Ο ενάγων, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα εγέρσεως της ένδικης αγωγής διατηρεί την φοιτητική ιδιότητα και διανύει το Ε΄ εξάμηνο (τρίτο έτος) σπουδών.  Ο ενάγων ανταποκρίνεται με επιτυχία και άριστες επιδόσεις στις απαιτήσεις της ως άνω Ακαδημίας και στο επίπεδο σπουδών της, όπως τούτο συνάγεται με βεβαιότητα από τα ατομικά δελτία επίδοσης των ακαδημαϊκών ετών από το έτος 2016 έως και το έτος 2020, και τα πιστοποιητικά αυτής  (Ακαδημίας), α) από 29-11-2018, στο οποίο βεβαιώνεται «…..  Ο φοιτητής ενεγράφη …. το Ακαδημαϊκό έτος 2016 – 2017 και έχει ολοκληρώσει με επιτυχία τα δύο πρώτα Ακαδημαϊκά έτη καλύπτοντας το 95% των υποχρεωτικών μαθημάτων.  Συγκεκριμένα έχει εξεταστεί επιτυχώς σε 24 υποχρεωτικά μαθήματα από τα 26 προβλεπόμενα».  Ο ενάγων, διαμένει μαζί με τη μητέρα του σε μισθωμένη οικία στο Κερατσίνι Αττικής αντί μηνιαίου μισθώματος 260 ευρώ.  Είναι ασφαλισμένος ως προστατευόμενο μέλος στον ασφαλιστικό οργανισμό του εναγομένου πατέρα του, ενώ επίσης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στερείται περιουσίας και εισοδημάτων και δεν είναι δυνατόν να εργαστεί, λόγω των ως άνω σπουδών, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του.  Επομένως διατηρεί κατά το επίδικο χρονικό διάστημα νόμιμη αξίωση διατροφής έναντι των γονέων του ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός από αυτούς.  Ο εναγόμενος πατέρας του είναι μόνιμος υπάλληλος από 1-11-1985 στην εταιρεία «Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών Πειραιά ΑΕ» (ΗΣΑΠ) σήμερα «Σταθερές Συγκοινωνίες Ανώνυμη Εταιρεία (ΣΤΑΣΥ) με την ειδικότητα του εκδότη εισητηρίων και οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε 2.200 ευρώ.  Επίσης, ο εναγόμενος διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία στη Καλλιθέα Αττικής και επομένως δεν βαρύνεται με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος, ενώ η δαπάνη ποσού 600 ευρώ μηνιαίως για την εξυπηρέτηση στεγαστικού δανείου που του έχει χορηγηθεί από την τράπεζα «Eurobank AE», ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του, λαμβάνεται υπόψη ως μία επιπλέον βιοτική του ανάγκη (ΑΠ 1486/2018, ΕφΑθ 500/2018, ΕφΑθ 493/2018 ΝΟΜΟΣ).  Επίσης, έχει στην κυριότητά του τα εξής περιουσιακά στοιχεία :  1) Είναι κύριος ενός διαμερίσματος 77 τμ στην Καλλιθέα Αττικής επί της οδού …………..,  2) Είναι ψιλός κύριος μιας μονοκατοικίας 153 τμ κατά ποσοστό 50% στο Δήμο …….. Αχαΐας,  3) Είναι κύριος οικοπέδου/δικαιώματος υψούν με επιφάνεια 25 τμ με ποσοστό συνιδιοκτησίας 33,33% κατά πλήρη κυριότητα στο Δήμο ………. Αχαΐας,  4) Είναι κύριος οικοπέδου/δικαιώματος υψούν με επιφάνεια 15 τμ κατά πλήρη κυριότητα στο Δήμο ……. Αχαΐας,  5) Είναι κύριος κατά πλήρη κυριότητα των εξής αγροτεμαχίων στο Δήμο…….. Αχαΐας :  α) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 1.017,50 τμ στη θέση ……, β) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 406,61 τμ στη θέση  ……….,  γ) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 4.000 τμ στη θέση ……… στη ……,  δ) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 1.000 τμ στη θέση ……… ….,  ε) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 10.000 τμ  στη θέση ………., στ) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 500 τμ στη θέση ……….., ζ) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 1.000 τμ κατά ποσοστό 50%  στη θέση ……….,  η) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 1.000 τμ στη θέση ……….. και θ) ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 1.500 τμ στη θέση ………. και  6) Είναι κύριος κατά πλήρη κυριότητα ενός αγροτεμαχίου επιφάνειας 4.800 τμ κατά ποσοστό 50% στο Δήμο ………. στη θέση …….. Σπάτων.  Από τα ως άνω ακίνητα ο εναγόμενος δεν αποκομίζει, κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης, εισοδήματα, ωστόσο, αφενός εξοικονομεί δαπάνες, καθώς καλύπτει τη οικογενειακή του στέγαση, αφετέρου λαμβάνονται υπόψη τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματά του επί των ως άνω ακινήτων για τον προσδιορισμό των οικονομικών του δυνατοτήτων, ως στοιχεία της περιουσίας του, δεδομένου ότι αυτά, χωρίς να είναι ανάγκη να αναλωθούν ή να ρευστοποιηθούν, συνυπολογίζονται κατ’ άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ γα τη συνεισφορά του στη διατροφή του ενηλίκου τέκνου του (ΟλΑΠ 9/1991, Δνη 33.1429, ΑΠ 272/2004, ΑΠ 13638/2002, ΑΠ 284/2001, ΕφΑθ 257/2019, ΕφΠειρ 48/2016, ΝΟΜΟΣ).  Έχει επίσης, στην κυριότητά του το υπ’ αριθμ. ………… ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ΤΟΥΟΤΑ τύπου STARLET, το οποίο τέθηκε γα πρώτη φορά σε κυκλοφορία το έτος 1988 και βαρύνεται με τα ανάλογα έξοδα κίνησης, συντήρησης και ασφάλισής του. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει άλλη περιουσία ή βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής ετέρου προσώπου.  Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος, ………., ηλικίας 48 ετών (κατά το χρόνο συζητήσεως της υπό κρίσης αγωγής), είναι απόφοιτος Γυμνασίου, δεν έχει ιδιαίτερες επαγγελματικές γνώσεις, ούτε κάποια προϋπηρεσία, ούτε και εργάστηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, συνεπεία των οποίων να καθίσταται ανίκανη ή περιορισμένα ικανή προς εργασία.  Επομένως, μπορεί να εξεύρει κάποια εργασία, από την οποία να αποκερδαίνει το ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη.  Περαιτέρω, έχει το δικαίωμα ψιλής κυριότητας ενός διαμερίσματος 120 τμ περίπου Κερατσίνι Αττικής, την επικαρπία του οποίου έχουν οι γονείς της.  Δεν αποδείχθηκε, βέβαια, ότι έχει περιουσία ή εισοδήματα από άλλη πηγή και ότι βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής ετέρου προσώπου πλην του ………..  Κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας του τέκνου, της κατάστασης της υγείας και της κοινωνικής θέσεως των γονέων του τέκνου, το ποσό της μηνιαίας δαπάνης διατροφής του ενάγοντος θα πρέπει να συνάδει και να είναι ανάλογο της οικονομικής κατάστασης των γονέων του. Με βάση τα παραπάνω, τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των γονέων του ενάγοντος, όπως αυτές προκύπτουν από τις πιο πάνω συνθήκες της ζωής τους, η ανάλογη διατροφή που δικαιούται αυτός έναντι αμφοτέρων των γονέων του, η οποία περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την συντήρησή του και επιπλέον τα έξοδα για την εκπαίδευσή του, την κάλυψη των δαπανών διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας, ανέρχεται στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ μηνιαίως.  Από το συνολικό αυτό ποσό ο εναγόμενος πατέρας του ενάγοντος είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας του, να καλύψει, ποσό τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ και το ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150,00) μηνιαίως υποχρεούται να το καλύψει η μητέρα του ενήλικου τέκνου.  Περίπτωση διακινδύνευσης της διατροφής του εναγόμενου με την καταβολή της διατροφής του ενάγοντος, όπως οι δυνατότητες και οι υποχρεώσεις του αναλύθηκαν ανωτέρω δεν υφίσταται και επομένως, η σχετική, νομίμως προβληθείσα ένσταση του (ΑΚ 1487 παρ. 1), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη.

Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του αναφορικά με ότι το σύνολο της απαιτούμενης ανάλογης διατροφής του ενάγοντα – ενηλίκου τέκνου που ανέρχεται σε  600 ευρώ και υποχρέωσε τον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα να καταβάλλει, ως συμμετοχή του στη διατροφή αυτού (ενηλίκου τέκνου του) το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της τριετίας από την επίδοση της από 2-12-2016 αγωγής, κατέληξε στα ίδια ως άνω συμπεράσματα και δέχτηκε εν μέρει την από 2-12-2016 αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, και υποχρέωσε τον εναγόμενο, να καταβάλλει, ως συμμετοχή του στη διατροφή του ενηλίκου τέκνου του Γεωργίου το ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ την πρώτη ημέρα κάθε μήνα για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της αγωγής, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι αντίστοιχοι λόγοι της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου ήδη εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ακολούθως η έφεσή του, στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 2 και 9 του Ν. 3226/2004 «Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 24) προκύπτει ότι η παροχή νομικής βοήθειας στους δικαιούχους αυτής, (χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι σε εκείνους που το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετησίων ατομικών εισοδημάτων που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας), ύστερα από αίτησή τους, για την εξέταση της οποίας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα αρμόδιος είναι ο ειρηνοδίκης, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη κλπ, συνίσταται στην απαλλαγή αυτών από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στον διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπισθούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν την βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις.  Η ανωτέρω απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζομένου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.  Ο διορισμός δικηγόρου ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97 ΚΠολΔ, εκτός εάν η απόφαση με αίτηση του δικαιούχου την επεκτείνει ή την περιορίζει.  Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι :  α) η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νόμο αυτόν, το Δημόσιο και  β) εάν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το Δημόσιο επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.  Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 1-3 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»,  που ισχύει κατά το άρθρο 166 παρ. 3 αυτού από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α΄ 208/27-9-2013) και εφαρμόζεται στην κρινόμενη υπόθεση ως εκ του εδώ κρισίμου χρόνου της συζήτησης της υπόθεσης, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του, της μεν παραγράφου 1 με το άρθρο 7 παρ. 8 α΄ του Ν. 4205/2013, της δε παραγράφου 3 με το άρθρο 7 παρ. 8 β΄του Ν. 4205/2013, ο δικηγόρος που εκπροσωπεί δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με το Ν. 3226/2004 απαλλάσσεται από την υποχρέωση προκαταβολής στον οικείο ΔΣΑ των οριζομένων στο Παράρτημα ΙΙΙ του ως άνω νόμου ποσών που  προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών του Συλλόγου, την απόδοση ως πόρου στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων κλπ, ποσά τα οποία σε κάθε περίπτωση αποτελούν μέρος της καταβλητέας στον δικηγόρο νόμιμης αμοιβής.  Τέλος, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α΄ του αυτού νόμου 3226/2004 με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νόμιμες αμοιβές, η δε αμοιβή μπορεί να υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε περίπτωση αναίρεσης.  Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. πρωτοκ. 98535/18-12-2014 (ΦΕΚ Β 3578/31-12-2014) Κοινή Απόφαση των άνω Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το άρθρο μόνο περ. Α  της οποίας η ως άνω αποζημίωση ορίσθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά νόμιμες αμοιβές, στο ποσό αυτής προστίθεται ο ΦΠΑ με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή, ενώ σε περίπτωση αναίρεσης, η αποζημίωση θα υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).  Με το άρθρο 58 παρ. 4 περ. β΄ του Ν. 4194/213 (Κώδικας Δικηγόρων), ορίζεται ότι με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα αυτού προσδιορίζεται η αμοιβή του δικηγόρου κατά την παροχή νομικής βοήθειας σύμφωνα με τον ως άνω ν. 3226/2004 ή κάθε άλλο σχετικό νόμο κλπ, σύμφωνα δε με το Παράρτημα αυτό η αμοιβή του δικηγόρου σε εργατικές υποθέσεις ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπως η υπό κρίση υπόθεση, ανέρχεται για παράσταση σε 342 ευρώ και για κατάθεση προτάσεων σε 310 ευρώ (ΑΠ 1317/2019, ΑΠ 334/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 75/2016, ΑΠ 2236/2013 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 163/2020 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και κατά παραδοχή σχετικής αίτησης του εφεσιβλήτου περί παροχής σε αυτόν νομικής βοήθειας, ορίσθηκε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 2 και 9 του Ν. 3226/2006, η δικηγόρος Πειραιά ………., προκειμένου να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής συνεδρίαση της 5-11-2020 για τη συζήτηση της ένδικης έφεσης του εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 1803/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.  Με την ίδια ως άνω Πράξη ο εφεσίβλητος απηλλάγη από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 9 παρ. 1 και 2 ν. 3226/2004.  Πραγματικά, και όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο αυτή ο εφεσίβλητος παρέστη δια της προαναφερόμενης δικηγόρου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.  Επομένως, τα δικαστικά έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο εφεσίβλητος και τα οποία επιβάλλονται σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), ταυτίζονται με την αποζημίωση της δικηγόρου του εφεσίβλητου για την παράστασή της και την κατάθεση προτάσεων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ανέρχονται στο ποσό των (νόμιμη αμοιβή 192 για παράσταση συν 214 για σύνταξη προτάσεων επί 24% ΦΠΑ επ’ αυτών = 238,08 + 265,36 αντίστοιχα και συνολικά 503,44 μείον συντελεστή αποζημίωσης 20%) 402,7 ευρώ.  Τα ως άνω δικαστικά έξοδα πρέπει κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 3226/2004 να επιδικασθούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 7-11-2019 (αριθμ. καταθ. …………./2019) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1803/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία συνεκκαλείται και η υπ’ αριθμ. 3038/2018 μη οριστική απόφαση του ιδίου αυτού Δικαστηρίου.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων δύο ευρώ και επτά λεπτών (402,7) που επιδικάζει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 23 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ