Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 429/2021

Αριθμός  429/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών,   Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Θωμά.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………… και 2) ………… οι οποίες υπήχθησαν στο καθεστώς παροχής νομικής βοήθειας και παραστάθηκαν μετά της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Ελένης Μαγειροπούλου.

Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  18.1.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 3164/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η δεύτερη εκ των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα με την από  12.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η  19η.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2019), οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 55/2020 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  της 9ης.7.2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12-09-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………../2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3164/2018  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 19-03- 2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-05-2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.55/ 2020  Πράξη της ορισθείσας από την  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Σπυριδούλας Μακρή Πρόεδρο Εφετών Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την δικάσιμο της 09-07-2020 και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/ 2020 (ΦΕΚ Α΄104/ 30-05-2020), κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (03-06-2021). Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.

Από τη διάταξη του άρθρου 75 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, επί απλής ομοδικίας, η οποία υπάρχει στη δίκη, όπως η προκείμενη, που ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον υπόχρεοι, για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους υπόλοιπους, τα δε δικαιώματα του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζονται από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, ούτε από τις ενέργειες εκείνου στη δίκη (ΑΠ 106/2019, ΑΠ 1306/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρ. 513§1 περ. β΄ ΚΠολΔ, με τις διατάξεις των άρθρ. 74, 75 και 76 §§ 1, 4 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, οπότε σωρεύονται υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία περισσότερες, ανεξάρτητες μεταξύ τους δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσοι και οι απλοί ομόδικοι, η εκδοθείσα οριστική απόφαση καθίσταται αυτοτελώς τελεσίδικη για κάθε έναν από τους ομοδίκους (πρβλ. ΑΠ 1228/2014 ,ΑΠ 747/2014 ,ΑΠ 505/2011,ΕφΘεσ 718/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΚΠολΔ I(2000) 75 αριθ.1, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 75 αρ.1 , ΕφΔωδ 17/2020, ΕφΠειρ 569/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ, η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός, με την έννοια της ενδιάθετης διάθεσης του υπαιτίου να μην εκτελέσει μελλοντική του υποχρέωση (ΑΠ 457/2011 ΝΟΜΟΣ).Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 926 εδ.1 Α.Κ., με το οποίο καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, ως κοινή πράξη νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξεως ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες πράξεις ή παραλείψεις, των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας, ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσοτέρους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρο ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των περισσοτέρων των ενεχομένων από την αδικοπραξία κατά το άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 457/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες με την από 18- 01- 2017 (γεν.αριθμ.καταθ………./2017) αγωγή τους ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στρεφόμενες  κατά των : 1. …………., 2. ………… και ήδη εκκαλούσας, 3. ……….. και 4. ………….. εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι ο πρώτος των εναγομένων εκμεταλλευόμενος τη φιλική σχέση που είχε αναπτύξει μ΄αυτές (ενάγουσες) τις οποίες γνώρισε στο κατάστημα ένδυσης, υποδηματοποιίας κλπ στο οποίο απασχολείται στον Πειραιά, απέσπασε από αυτές διαδοχικά μεγάλα χρηματικά ποσά με το πρόσχημα ότι θα προέβαινε στην επωφελή τοποθέτησή τους εξασφαλίζοντας υψηλά επιτόκια, πράγμα που ισχυριζόταν ψευδώς ότι είχε τη δυνατότητα να πράξει, χάρη σε γνωριμίες που δήθεν διέθετε σε τράπεζες και σε επενδυτικές επιχειρήσεις. Ότι ειδικότερα, οι ενάγουσες γνώρισαν τον πρώτο εναγόμενο στον Πειραιά στο κατάστημα που διατηρεί ο θείος του με την επωνυμία «………..», στο οποίο εργάζεται τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του, δεύτερη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα. Ότι ο τρίτος των εναγομένων είναι παππούς του πρώτου και πεθερός της δεύτερης και ο τέταρτος των εναγομένων είναι λογιστής του πρώτου. Ότι οι ίδιες (ενάγουσες) στις 14-09-2012 επισκέφθηκαν το ως άνω κατάστημα για την αγορά ειδών ένδυσης και εκεί γνώρισαν τον πρώτο των εναγομένων με τον οποίο ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις μαζί του. Ότι στη συνέχεια, ο πρώτος εναγόμενος αφού πληροφορήθηκε από αυτές σχετικά με την περιουσία της πρώτης εξ αυτών, τους ασκούσε πιέσεις να του μεταβιβάσουν χρηματικά ποσά προκειμένου να τα επενδύσει και αυτά να αποφέρουν, κατά τα λεγόμενά του, μεγαλύτερο τόκο. Ότι στη συνέχεια έγιναν διαδοχικά εκταμιεύσεις ποσών από διάφορες τράπεζες από λογαριασμούς της πρώτης των εναγουσών, στους οποίους συνδικαιούχος ήταν και η δεύτερη, τα οποία στη συνέχεια μεταβίβασαν στον πρώτο των εναγομένων, προκειμένου εκείνος να τα επενδύσει. ‘Ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων υποσχόταν γάμο στη δεύτερη των εναγουσών με την προϋπόθεση να διαχειρίζονται την χρηματική κινητή και ακίνητη περιουσία τους. Ότι σε μία από τις επισκέψεις σε κατάστημα πιστωτικού ιδρύματος και δη σε εκείνο της «Εμπορικής Τράπεζας Α.Ε» και ήδη «Alpha BankΑ.Ε» που βρίσκεται στην ……… Αττικής, στις 24-10-2012 μετέβησαν από κοινού ο πρώτος και ο τρίτος των εναγομένων μαζί με αυτές (ενάγουσες), οι οποίες ανέλαβαν το ποσό των 5.000,00 ευρώ το οποίο και παρέδωσαν στον πρώτο των εναγομένων. Ότι ο τρίτος των εναγομένων, κατά την επίσκεψη αυτή, ήταν παρών καθ΄όλη τη διάρκεια της συναλλαγής. Ότι στη συνέχεια, ο πρώτος των εναγομένων κατέθεσε σε λογαριασμό της πρώτης των εναγουσών στις 16-11-2012 το ποσό των 1.210,00 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι το εν λόγω ποσό προερχόταν από την εκταμίευση των τόκων των χρημάτων των εναγουσών, προκειμένου οι τελευταίες να πεισθούν να του καταβάλουν και τα υπόλοιπα χρήματα που τους είχαν απομείνει στους λογαριασμούς τους. Ότι με τον τρόπο αυτό ο πρώτος των εναγομένων τους απέσπασε συνολικά το ποσό των 240.600,00 ευρώ. Ότι στις 21-02-2014 ο πρώτος των εναγομένων σύστησε στις ενάγουσες τον τέταρτο εξ αυτών, ο οποίος είναι λογιστής, προκειμένου να τακτοποιήσει τις φορολογικές τους εκκρεμότητες. Ότι στη συνέχεια, μετά από προτροπή του πρώτου εναγομένου, η πρώτη των εναγουσών υπέγραψε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με το οποίο διορίσθηκε ως ειδικός πληρεξούσιος ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) ώστε να παρίσταται και αντιπροσωπεύει αυτήν στην Τράπεζα Πειραιώς, να εμφανίζεται σε οποιοδήποτε υποκατάστημά της και να υποβάλλει σχετική αίτηση για να πληροφορηθεί όλους τους λογαριασμούς καταθέσεών της και τα ποσά που περιέχουν αυτοί, να υπογράφει κάθε σχετικό έγγραφο, κάθε δήλωση και κάθε απόδειξη που είναι αναγκαία. Ότι η ως άνω πληρεξουσιότητα δόθηκε προκειμένου ο τελευταίος να τακτοποιήσει το ζήτημα της δικαιολόγησης ενώπιον της τράπεζας των ποσών που είχαν εκταμιευθεί από την πρώτη ενάγουσα. Ότι παρά τις επίμονες οχλήσεις τους, ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων δεν τους επέστρεψαν ούτε τα ποσά που τους είχε αποσπάσει ο πρώτος εξ αυτών, ούτε και τους τόκους που είχε υποσχεθεί ότι θα τους κατέβαλε, παρά μόνο μικρά ποσά από 5 έως 100 ευρώ τη φορά, κατά το διάστημα από τον Ιούνιο του 2014 έως τον Ιούλιο του 2016 και συνολικά, το ποσό των 6.000,00 ευρώ. Ότι στις 26-01-2016 ο πρώτος των εναγομένων δήλωσε στις ενάγουσες ότι έχει χάσει τα χρήματά τους, αρνούμενος παρά τις οχλήσεις τους, να τους αποδώσει οποιοδήποτε ποσό.

Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, οι ενάγουσες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν ο καθένας εις ολόκληρον, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις α) το συνολικό ποσό των 320.600,00 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά, ήτοι 240.600,00 ευρώ + 80.000,00 ευρώ αντίστοιχα καθώς και β) το χρηματικό ποσό των 80.000,00 ευρώ για την δεύτερη ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, νομιμοτόκως όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επιφυλασσόμενες να αξιώσουν επιπλέον η κάθε μία ποσό 44 ευρώ από τον κάθε εναγόμενο χωριστά, παριστάμενες ως πολιτικώς ενάγουσες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Επίσης ζήτησαν να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της αδικοπραξίας, διάρκειας ενός (1) έτους και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων ως αόριστη και επέβαλε σε βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα των άνω εναγομένων τα οποία όρισε στο ποσό των 8.200,00 ευρώ, κατόπιν αφού απέρριψε ως αόριστο το αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και ως μη νόμιμα τα παρεπόμενα αγωγικά αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης των εναγομένων, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 340, 345, 346, 481 επ., 914, 926, 932 ΑΚ,άρθρ.386 ΠΚ και 176 ΚΠολΔ και δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων οφείλουν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν στην πρώτη των εναγουσών το ποσό των 233.390,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επέβαλε σε βάρος του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών τα οποία όρισε στο ποσό των 7.400,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – δεύτερη των εναγομένων με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί ως προς αυτήν η αγωγή.

Από την υπ΄αριθμ………/ 2017 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα των εναγουσών, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων τους – εναγομένων, από τις υπ΄αριθμ. …, …. και ………../2017 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγομένων, που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγουσών, μη ληφθείσας υπόψη της υπ΄αριθμ. ……../19-4-2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβ/φου Καρπάθου ………… καθόσον δεν τηρήθηκε η νόμιμη προθεσμία των δύο (2) εργάσιμων ημερών κατ΄άρθρο422 παρ.1 ΚΠολΔ και για το λόγο αυτό συνιστά αποδεικτικό μέσο ανυπόστατο το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ.424 ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς στα οποία συμπεριλαμβάνονται και φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρ.444, 445 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας ,που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 οι ενάγουσες ήδη εφεσίβλητες, μητέρα και θυγατέρα αντίστοιχα, οι οποίες κατά τη χρονική εκείνη περίοδο διέμεναν μόνιμα στη νήσο ……., πλην όμως μετέβαιναν τακτικά στον Πειραιά, γνώρισαν για πρώτη φορά τον πρώτο των εναγομένων στο κατάστημα ενδυμάτων και λοιπών ειδών, στο οποίο απασχολούνταν ως υπάλληλος, με το διακριτικό τίτλο «………….» που βρίσκεται στον Πειραιά και επι της οδού ……………… Σύντομα και ενόψει προσωπικών και οικογενειακών προβλημάτων που αυτές αντιμετώπιζαν, ανέπτυξαν φιλική σχέση με τον πρώτο εναγόμενο, στο πλαίσιο της οποίας του εκμυστηρεύθηκαν τα προβλήματά τους αυτά, αλλά και την περιουσιακή τους κατάσταση. Εκμεταλλευόμενος δε την ευάλωτη συναισθηματική τους κατάσταση, λόγω των παραπάνω προβλημάτων τους, αλλά και την απειρία τους στις συναλλαγές, ο πρώτος εναγόμενος σε συνεννόηση και με την βοήθεια της δεύτερης εναγομένης ήδη εκκαλούσας, μητέρας του, κατέστρωσαν σχέδιο προκειμένου να αποσπάσουν από τις ενάγουσες όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα από τις οικονομίες τους, που είχαν πληροφορηθεί από τις ίδιες ότι διέθεταν σε διάφορα πιστωτικά ιδρύματα. Έτσι, παρέστησαν σ΄αυτές (ενάγουσες) ψευδή γεγονότα ως αληθινά, και συγκεκριμένα παρέστησαν ψευδώς ότι λόγω γνωριμιών που διέθεταν, ήταν σε θέση να επενδύσουν τα χρήματα που οι ενάγουσες είχαν κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, με τρόπο ώστε αυτά να αποδώσουν επιτόκιο πολύ υψηλότερο από το σύνηθες. Οι διαβεβαιώσεις αυτές των εναγομένων αποδείχθηκε ότι ήταν απολύτως ψευδείς και σκοπός τους ήταν να μην επιστρέψουν τα παραπάνω χρηματικά ποσά στις ενάγουσες, αλλά να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Στο πλαίσιο του εγκληματικού τους σχεδίου που καταστρώθηκε από κοινού από αυτούς, οι ενάγουσες με διαδοχικές επισκέψεις στα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων όπου διέθεταν καταθέσεις, εκταμίευσαν όλη τη χρηματική περιουσία τους και την παρέδωσαν στον πρώτο εναγόμενο. Ειδικότερα, εκταμιεύθηκαν τα εξής ποσά: στις 4-10-2012 από το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ» που βρίσκεται στον Πειραιά στην ………, πραγματοποιήθηκε ανάληψη του ποσού των 3.500,00 ευρώ το οποίο και παρέλαβε σε κλειστό φάκελο ο πρώτος των εναγομένων. Στις 5-10-2012 στο ίδιο υποκατάστημα έγινε ανάληψη ποσού 18.000,00ευρώ,το οποίο παραδόθηκε σε κλειστό φάκελο στα χέρια του. Στις 23-10-2012 στο υποκατάστημα της «ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Α.Ε» και ήδη «ALPHA BANK Α.Ε» στον Πειραιά επί της ………., το ποσό των 2.000,00 ευρώ, στις 24-10-2012 στο υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας που βρίσκεται στην ……… Αττικής, το ποσό των 5.000,00 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε σε κλειστό φάκελο εις χείρας του πρώτου εναγομένου. Στις 26-10-2012 στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ» υποκατάστημα Πειραιά επί της ………, ποσό 23.000,00 ευρώ σε επιταγή, η οποία εξαργυρώθηκε στις 29-10-2012 σε υποκατάστημα της «ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Α.Ε» ήδη «ALPHA BANK A.E» και το ποσό παραδόθηκε σε φάκελο στον πρώτο των εναγομένων. Ο εναγόμενος δε, προκειμένου να πείσει τις ενάγουσες σχετικά με την βασιμότητα των ισχυρισμών του ότι είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει υψηλά επιτόκια, στις 16-11-2012 κατέθεσε το ποσό των 1.210,00 ευρώ σε λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος παριστώντας ψευδώς σ΄αυτές ότι το ως άνω ποσό προερχόταν από την δήθεν επωφελή διαχείριση των χρημάτων που οι ενάγουσες ήδη του είχαν εμπιστευθεί, ώστε να του παραδώσουν και τα υπόλοιπα χρήματα που διέθεταν. Πράγματι, οι ενάγουσες, πειθόμενες από τις ψευδείς παραστάσεις του πρώτου εναγομένου εξακολούθησαν να του παραδίδουν τις οικονομίες τους. Έτσι, στις 29-11-2012 ανέλαβαν από λογαριασμό τους στην Εμπορική Τράπεζα και ήδη «ALPHA BANK» ποσό 30.000,00 ευρώ, το οποίο και παρέδωσαν στον πρώτο των εναγομένων και στη συνέχεια στις 16-4-2013, στις 18-4-2013 και στις 22-4-2013, αντίστοιχα, διαδοχικά ποσά των 50.000,00,  20.000,00  και 30.000,00 ευρώ από υποκαταστήματα της Τράπεζας Πειραιώς στον Πειραιά. Επίσης, στις 17-4-2013 το ποσό των 2.100,00 ευρώ από υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και στις 14-6-2013 τα ποσά των 2.000,00 ευρώ και 15.000,00 ευρώ σε επιταγή, από υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς. Τέλος, την 1-7-2013 και 3-3-2013 ποσά 20.000,00 και 20.000,00 ευρώ αντίστοιχα, από τα υποκαταστήματα της Τράπεζας Πειραιώς στην ….. και στην ………… Όλα δε τα ως άνω ποσά συνολικού ύψους 240.600,00  ευρώ έλαβε ο πρώτος εναγόμενος από τις ενάγουσες, σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε καταστρώσει από κοινού με τη δεύτερη των εναγομένων, μητέρα του, προκειμένου να τα επενδύσει δήθεν για λογαριασμό των εναγουσών και να τους τα επιστρέψει στη συνέχεια μαζί με τους τόκους που θα αποκόμιζε. Στις 26-01-2016 οι ενάγουσες, έχοντας πλέον αντιληφθεί τις προθέσεις των εναγομένων, ζήτησαν από τον πρώτο εξ αυτών να τους αποδώσει τα παραπάνω χρηματικά ποσά που του είχαν καταβάλει, πλην όμως ο τελευταίος τους δήλωσε ότι έχει χάσει τα χρήματά τους και δεν πρόκειται να τους αποδώσει κανένα ποσό. Στη συνέχεια και μετά από επίμονες οχλήσεις των εναγουσών, η δεύτερη των εναγομένων συνέταξε και παρέδωσε στην πρώτη των εναγουσών, επιστολή στην οποία εξέθετε ότι και οι ίδιοι (οι εναγόμενοι) έπεσαν θύματα απάτης από τρίτο πρόσωπο με το όνομα ΄………..΄, τον οποίο τους είχε συστήσει ένας ιερέας με το όνομα ΄…………….΄. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγομένων απορριπτέοι κρίνονται ως αβάσιμοι καθόσον αφενός μεν δεν προσκομίζεται από αυτούς κανένα αποδεικτικό περι αυτών έγγραφο, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι έχουν στραφεί με οποιονδήποτε τρόπο κατά των προσώπων που φέρονται ότι εξαπάτησαν και τους ίδιους, αφετέρου δε οι εν λόγω ισχυρισμοί τους έρχονται σε αντίθεση με την επιστολή της δεύτερης των εναγομένων, η γνησιότητα της οποίας ουδόλως αμφισβητήθηκε, αφού με βάση τους ισχυρισμούς τους, όπως εκτίθενται στις κατατεθειμένες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προτάσεις τους, η πρώτη επαφή με τον ¨……… ¨ έγινε περί τα τέλη του έτους 2012, ενώ στη χειρόγραφη επιστολή της δεύτερης των εναγομένων αναφέρεται ότι ο ¨…………¨ «προσέλκυσε» τους εναγόμενους τον Ιούνιο του έτους 2014. Η κρίση δε του παρόντος Δικαστηρίου για όλα τα ανωτέρω, δεν αναιρείται ουσιωδώς από τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων οι οποίες είναι πανομοιότυπες, και δεν εκθέτουν με ποιόν τρόπο γνωρίζουν όσα κατέθεσαν, ενώ ουδέν αναφέρουν σχετικά με τη σχέση που τους συνδέει με τους εναγόμενους και το πώς γνωρίστηκαν με αυτούς, έτσι ώστε να δικαιολογείται επαρκώς η γνώση από αυτούς πληθώρα λεπτομερειών για τα ένδικα περιστατικά.

Περαιτέρω, οι ίδιες οι ενάγουσες συνομολογούν ότι οι εναγόμενοι τους απέδωσαν μερικά ποσά από αυτά που τους απέσπασαν και δη, αρχικά το ποσό των 1.210,00 ευρώ στις 16-11-2012 και στη συνέχεια το ποσό των 6.000,00 ευρώ που τους κατέβαλαν τμηματικά από τον Ιούνιο του 2014 έως τον Ιούλιο του 2016, ήτοι συνολικά το ποσό των 7.210,00 ευρώ, ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί από το αιτούμενο.

Έτσι, όπως αποδείχθηκε, τα προαναφερόμενα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν αδικοπραξία, με την μορφή της ποινικώς κολάσιμης πράξεως της απάτης (άρθρ.386 ΠΚ), από την οποία οι ενάγουσες – εφεσίβλητες υπέστησαν θετική ζημία, ισόποση προς το ποσό των 233.390,00 ευρώ (240.600,00 –  7.210,00) σύμφωνα με τα προεκτεθέντα καθόσον, η αποδιδόμενη στον πρώτο εναγόμενο (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) και στη δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα, απλή ομόδικο του πρώτου, υπαιτιότητά τους πληροί την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της ποινικής απάτης και μάλιστα από κοινού, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Επομένως η υπό κρίση αγωγή καθό μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων οφείλουν εις ολόκληρον ο καθένας να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 233.390, 00 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της δεύτερης των εναγομένων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 3164/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………./2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Αυγούστου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 31 Αυγούστου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα, λόγω αποσπάσεως και μεταθέσεως της Γραμματέως Ελένης Τσίτου, την   Λαμπροπούλου Τριανταφυλλιά με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ