Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 348/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 348/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:

Α. Της εκκαλούσας ενάγουσας: ……………., ως προς την οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο δικηγόρος Αναστάσιος Γρύλλης, και δήλωσε ότι η ως άνω διάδικος απεβίωσε στις 24.7.2019 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους α) …………. και β) …………. μητέρα και αδελφό της αντίστοιχα, καθώς και ότι οι ανωτέρω επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.

Των εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) Της …………. Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία “…………”, 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Σταμούλη.

Β. Των εκκαλούντων εναγομένων: 1) Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, 2) ………….οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Σταμούλη.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: …………ως προς την οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο δικηγόρος Αναστάσιος Γρύλλης, και δήλωσε ότι η ως άνω διάδικος απεβίωσε στις ………. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους α) ……….., και β) ………, μητέρα και αδελφό της αντίστοιχα, καθώς και ότι οι ανωτέρω επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.

Η ενάγουσα ………. άσκησε κατά των: 1) Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία “……….”, 2) …………, και 3) ………. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22.1.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/31.1.2013) αγωγή της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.2057/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, και έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών: 1) Η από 20.11.2014 (με αυξ.αριθμ. καταθ………../5.12.2014) έφεση της ενάγουσας, και 2) η από 9.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ ………/13.1.2015) έφεση των εναγομένων. Επί των ως άνω εφέσεων, οι οποίες συζητήθηκαν ενώπιον του 15ου Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2074/2018 οριστική απόφαση αυτού, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αμφότερες αντιμωλία των διαδίκων, και έγιναν τυπικά δεκτές, στη συνέχεια έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η εξ αυτών από 9.1.2015 (με αριθμ.εκθ.καταθ………../13.1.2015) έφεση (ως προς την έτερη έφεση το ως άνω Δικαστήριο απείχε από την εκδίκαση αυτής κατ’ουσίαν), εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κηρύχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, και παραπέμφθηκε η υπόθεση για να συζητηθεί στο Ναυτικό Τμήμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς. Ακολούθως η υπόθεση επί της ανωτέρω αγωγής εισήχθη προς συζήτηση στο Ναυτικό Τμήμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 4.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2018) κλήση της ενάγουσας, και εκδόθηκε σχετικώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 1947/2019 οριστική απόφαση αυτού, με την οποία αφενός μεν απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο ως αόριστη, αφετέρου δε έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τους πρώτη και τρίτο των εναγομένων.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 28.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./6.12.2019 και ……./6.12.2019) έφεσή της, η οποία απευθύνεται κατά των πρώτης και τρίτου των εναγομένων, και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 20ης.2.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 21ης.5.2020, όταν και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 13.5.2020, προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση ως προς τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο αυτής κεφάλαια.

Οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό πρώτη και τρίτος εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 3.2.2020  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../6.2.2020 και ………./6.2.2020) έφεσή τους, η οποία απευθύνεται κατά της ενάγουσας, και αρχικά προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 21ης.5.2020, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 13.5.2020, επίσης προσέβαλαν την ανωτέρω απόφαση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο αυτής κεφάλαια.

Κατά τη συζήτηση των προαναφερθεισών εφέσεων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ. 57/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών του ιδίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/2020, και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του πινακίου αυτού, εμφανίσθηκαν οι ανωτέρω Δικηγόροι, οι οποίοι, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν, η εξ αυτών Μαρία Σταμούλη ως πληρεξούσια δικηγόρος των πρώτης και τρίτου των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων/εκκαλούντων, όπως και ο έτερος Αναστάσιος Γρύλλης, ο οποίος επίσης κατέθεσε τις προτάσεις του, αφού προηγουμένως δήλωσε ότι η εκ των διαδίκων (ενάγουσα/εκκαλούσα/εφεσίβλητη) ………. απεβίωσε στις 24.7.2019 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους α) ………. και β) …………., μητέρα και αδελφό της αντίστοιχα, καθώς και ότι οι τελευταίοι επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη λόγω του θανάτου της αρχικής διαδίκου, εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι δικόγραφα: α) Η από 28.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/6.12.2019 και …………/6.12.2019) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας …………. της από 22.1.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../31.1.2013) αγωγής κατά των 1) Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία “…………”, 2) …………., και 3) ……….., και β) η από 3.2.2020  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./6.2.2020 και ………../6.2.2020) έφεση των ομοίως εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό πρώτης και τρίτου των εναγομένων της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ.1947/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αγωγή, αφενός μεν απορρίφθηκε ως προς το δεύτερο εναγόμενο ως αόριστη, αφετέρου δε έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τους πρώτη και τρίτο των εναγομένων, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, και στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, καθώς και, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 και 524 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 62 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, η οποία ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρο 73 του ΚΠολΔ αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με το θάνατό του (άρθρο 35 του ΑΚ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 313 παρ.1 εδαφ.δ΄του ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διεξαχθείσα κατά ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που απεβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες διακοπή της δίκης συνεπεία μεταβολής στο πρόσωπο διαδίκου επέρχεται, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, μόνον αν η μεταβολή συμβεί έως ότου τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, συνάγεται ότι, εάν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (προτού αποπερατωθεί η δίκη αμετακλήτως), εάν μεν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε τηρουμένων και των λοιπών νομίμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επανάληψης διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες. Αν, όμως, ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της συζήτησης εκείνης, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής επ’αυτής απόφασης, τότε, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ένδικα μέσα ασκούνται από τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του αποβιώσαντος ή, αντίστοιχα, απευθύνονται κατά των καθολικών διαδόχων αυτού. Εξ όσων προεκτέθηκαν συνάγεται ότι διαδικαστική πράξη, που ασκήθηκε στο όνομα προαποβιώσαντος προσώπου, είναι απαράδεκτη και πρέπει αυτή να είχε ασκηθεί από τους κληρονόμους του, όπως για την έφεση ειδικότερα ορίζει το άρθρο 516 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, η έφεση που ασκήθηκε στο όνομα διαδίκου ήδη αποβιώσαντος κατά την άσκησή της (και δη κατά την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά το άρθρο 495 του ΚΠολΔ), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή του ίδιου του υποκειμένου της διαδικαστικής πράξης (βλ. σχετ. επί αναίρεσης ΑΠ 45/2018, ΑΠ 672/2018, ΑΠ 1611/2011, ΑΠ 448/2011, ΑΠ 1641/2006, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, στάδιο συνέχισης της δίκης από τους κληρονόμους του ήδη αποβιώσαντος εκκαλούντος, είτε αυτοβούλως με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ότι συνεχίζουν τη δίκη, είτε με κλήτευση αυτών εκ μέρους του αντιδίκου τους, δεν υφίσταται, διότι οι διατάξεις των άρθρων 286, 287, 290 και 291 του ΚΠολΔ προϋποθέτουν επελθόντα θάνατο του διαδίκου μετά την άσκηση της διαδικαστικής πράξης, και νομίμως αρξαμένη εκκρεμή δίκη, και κατά συνέπεια αυτοί απαραδέκτως συμμετέχουν στη δίκη ως κληρονόμοι του προαποβιώσαντος διαδίκου (βλ. σχετ. ΑΠ 1446/2019, ΑΠ 1729/2019, ΑΠ 234/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση στον αντίδικο του λόγου της διακοπής, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση γίνεται από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που, μέχρι τη στιγμή του θανάτου του διαδίκου, ήταν πληρεξούσιός του. Η επανάληψη μπορεί να γίνει εκουσίως από τους κληρονόμους του θανόντος, με δήλωσή τους στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης για συζήτηση, ακόμη και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, αλλά και με την επίδοση ιδιαίτερου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση, ακόμη και σιωπηρά με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 517 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ’εκείνων, που ήταν διάδικοι στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, σε περίπτωση θανάτου κάποιου απ’αυτούς, κατά των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων του, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο εκκαλών, πριν από την άσκηση της έφεσης, είχε λάβει, με οποιονδήποτε τρόπο, γνώση του θανάτου του. Διαφορετικά, η έφεση που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς, δηλαδή, ο εκκαλών να γνωρίζει το θάνατό του, δεν είναι άκυρη και χωρεί νόμιμα η συζήτησή της με τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του θανόντος, οι οποίοι καλούνται ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή και προβάλλουν υπεράσπιση για την ουσία της υπόθεσης. Αν, όμως, ο θάνατος του διαδίκου είχε γνωστοποιηθεί στον εκκαλούντα πριν από την άσκηση της έφεσης με οποιονδήποτε τρόπο και, παρόλα αυτά, η έφεση ασκήθηκε κατά του θανόντος, τότε είναι άκυρη, αφού στρέφεται κατά ανύπαρκτου, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ΑΚ, προσώπου, και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω ακυρότητας του δικογράφου της. Η ακυρότητα, για τις παραπάνω αιτίες, επειδή ανάγεται στην έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος (άρθρο 62 του ΚΠολΔ), εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρα 73, 517, 524 του ΚΠολΔ), εφόσον από τα στοιχεία που προσκομίζονται από τους διαδίκους προκύπτουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ήτοι να προηγήθηκε της άσκησης της έφεσης ο θάνατος του εφεσιβλήτου και ο εκκαλών, κατά την άσκηση της έφεσης, να γνώριζε το γεγονός τούτο, ενώ, προκειμένου να ασκηθεί έγκυρα η έφεση κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, δεν απαιτείται να γνωρίζει ο εκκαλών ότι ο αντίδικός του αυτός βρίσκεται, κατά την άσκηση της έφεσης, στη ζωή, αφού, αντίθετα, ο νόμος απαιτεί τη γνώση του θανάτου του, ως προϋπόθεση ακυρότητας της έφεσης, όταν αυτή ασκείται, παρά το θάνατό του, εναντίον του (ΑΠ 715/2020, ΑΠ 304/2018, βλ. επίσης επί αναίρεσης ΑΠ 109/2019, ΑΠ 617/2019, ΑΠ 584/2019, ΑΠ 1124/2019, ΑΠ 1257/2019, ΑΠ 1338/2019, ΑΠ 45/2018, ΑΠ 204/2018, ΑΠ 433/2017, ΑΠ 86/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ………, Ιταλικής υπηκοότητας, κάτοικος …. Ιταλίας (…., Ιtalia), άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22.1.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../31.1.2013) αγωγή της σε βάρος των: 1) Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία “…………”, 2) ………., και 3) …………., με την οποία ισχυρίσθηκε ότι στις 20.6.2006 κατά την διάρκεια της αποβίβασής της στο λιμένα της Πάρου από το αναφερόμενο στο δικόγραφο επιβατηγό/οχηματαγωγό πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, στο οποίο είχε επιβιβασθεί στο λιμένα της Σαντορίνης με σκοπό να μεταφερθεί ακτοπλοϊκώς αντί καταβληθέντος αντιτίμου στη νήσο Πάρο, έχοντας προηγουμένως παραλάβει το σχετικώς εκδοθέν από την πλοιοκτήτρια για το συγκεκριμένο θαλάσσιο δρομολόγιο εισιτήριο, και στο οποίο κατά τον ως άνω χρόνο ήταν ναυτολογημένοι και εργάζονταν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ως πλοίαρχος και θαλαμηπόλος αντίστοιχα, και ειδικότερα ενώ, κατά τον κατάπλου του πλοίου στον προαναφερθέντα λιμένα του προορισμού της, επιχειρούσε να εισέλθει μέσω σιδερένιας, μηχανοκίνητης, συρόμενης θύρας στο χώρο στάθμευσης των μεταφερομένων με το πλοίο οχημάτων, που βρίσκεται στο επίπεδο του τρίτου κατάστρωματος, προκειμένου να επιβιβασθεί με το σύζυγό της στο εκεί σταθμευμένο όχημά τους, προκλήθηκε, υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή συνθήκες, κατά τη χρονική στιγμή της διέλευσής της από την εν λόγω θύρα, ατύχημα, από αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του προστηθέντος της ανωτέρω εναγομένης, τρίτου εναγομένου/ θαλαμηπόλου του πλοίου, που είχε αναλάβει να τη συνοδεύσει στο χώρο στάθμευσης λόγω των κινητικών προβλημάτων, που αντιμετώπιζε, και ήταν, επιπροσθέτως, επιφορτισμένος και με το χειρισμό του κομβίου λειτουργίας της θύρας αυτής, το οποίο (ατύχημα) είχε ως αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό της (ακρωτηριασμός τμήματος του αριστερού της αντίχειρα), που την κατέστησε έκτοτε ισοβίως ανάπηρη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε εν μέρει αναγνωριστικό, να λάβει από τους εναγομένους, και δη από τον καθένα εξ αυτών εις ολόκληρον ενεχόμενο προς καταβολή του, το συνολικό χρηματικό ποσό των 393.611,33 ευρώ (κατά τις ειδικότερες διακρίσεις όσον αφορά το τραπέν σε αναγνωριστικό και το κατά τα λοιπά καταψηφιστικό τμήματα του ανωτέρω συνολικά αιτουμένου ποσού, και τα συγκεκριμένα κονδύλια, στα οποία αφορά η μετατροπή, αλλά και τα εξ αυτών παραμείναντα καταψηφιστικά, όπως έκαστο των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο),  το οποίο συνιστά, αφενός μεν αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας (θετικής και αποθετικής), της αποζημίωσης για την προκληθείσα εκ του ατυχήματος αναπηρία της του άρθρου 931 του ΑΚ συμπεριλαμβανομένης στο αίτημα, αφετέρου δε εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τη επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των ως άνω προστηθέντων της πρώτης εναγομένης σε βάρος της, με το νόμιμο τόκο από τις 22.7.2008, ημερομηνία επίδοσης στους εναγομένους της προηγουμένως ασκηθείσας κατ’αυτών και ερειδομένης στην ίδια ιστορική και νομική βάση από 11.7.2008 αγωγής της (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./2008), η οποία με την υπ’αριθμ. 6166/2012 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως αόριστη, άλλως από την επίδοση της αγωγής αυτής (της τότε υπό κρίση) μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος του τρίτου εναγομένου προσωπική κράτηση διαρκείας 12 μηνών ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, εφόσον πρόκειται περί απαίτησης από αδικοπραξία, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου. Εκδόθηκε σχετικώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.2057/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, αφενός μεν απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, αφετέρου δε έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη, ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία και με την ίδια απόφαση υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 17.051,57 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, αλλά και ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, καθώς κρίθηκε (η πρώτη εναγόμενη) συνυπαίτια κατά ποσοστό 50% στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, λόγω επιδειχθείσας εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της αμέλειας, αιτιωδώς συνδεόμενη με τον τραυματισμό της ενάγουσας, της τελευταίας επίσης κριθείσας ως συνυπαίτιας στο συμβάν κατά το υπόλοιπο 50%, κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης σχετικής ένστασης συντρέχοντος πταίσματος, που προβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, με  το νόμιμο τόκο από τις 23.7.2008 μέχρι την εξόφληση. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών: 1) Η από 20.11.2014 (με αυξ.αριθμ.καταθ…………./5.12.2014) έφεση της ενάγουσας, και 2) η από 9.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/13.1.2015) έφεση των εναγομένων, με την οποία οι τελευταίοι επίσης προσέβαλαν και την εκδοθείσα επί της προηγουμένως ασκηθείσας σε βάρος τους αγωγής της ενάγουσας υπ’αριθμ.6166/2012 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που απέρριψε την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, για τους αναφερόμενους στα εφετήρια λόγους, οι οποίοι ειδικότερα συνίσταντο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε για μεν την ενάγουσα να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή της, για δε τους εναγομένους ν’απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.2074/2018 απόφαση του 15ου Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αμφότερες, και έγιναν τυπικά δεκτές, στη συνέχεια έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η εξ αυτών από 9.1.2015 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……………/13.1.2015) έφεση των εναγομένων (ως προς την έτερη έφεση – της ενάγουσας – το ως άνω Δικαστήριο απείχε από την εκδίκαση αυτής κατ’ουσίαν, διότι κρίθηκε ότι τούτο, κατόπιν της παραδοχής της πρώτης έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμης, κατέστη άνευ αντικειμένου), κατά παραδοχήν του σχετικού περί καθ’ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής ισχυρισμού των εναγομένων με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κηρύχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, και παραπέμφθηκε η υπόθεση για να συζητηθεί στο Ναυτικό Τμήμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, κατ’εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 46 και 535 παρ.2α΄του ΚΠολΔ, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 52 παρ.3, περιπτ.Α και Β, εδαφ.δ΄, και ιζ΄ του Ν.2172/1993, καθώς, όπως έγινε δεκτό, εκ του παρατιθέμενου στην απόφαση περιεχομένου της αγωγής σαφώς προκύπτει ότι με αυτήν εισάγεται προς κρίση ιδιωτική διαφορά από αδικοπραξία, που διέπραξε ο πλοίαρχος πλοίου και μέλος του πληρώματός του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, διαρκούντος του πλου, και από σωματική βλάβη προσώπου, που έχει αιτία τη λειτουργία, εκμετάλλευση και χρήση του πλοίου. Ακολούθως, η υπόθεση επί της ανωτέρω αγωγής εισήχθη προς συζήτηση στο Ναυτικό Τμήμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 4.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………./2018) κλήση της ενάγουσας, και εκδόθηκε σχετικώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 1947/2019 οριστική απόφαση αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο ως αόριστη, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τους πρώτη και τρίτο των εναγομένων, οι οποίοι με την ίδια απόφαση υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, το συνολικό χρηματικό ποσό των 31.711,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την προς αυτούς επίδοση της προγενέστερης από 11.7.2008 αγωγής της, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Ειδικότερα, με την προαναφερθείσα απόφαση απορρίφθηκε καταρχάς ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε με την προσθήκη των προτάσεών τους, περί έλλειψης πληρεξουσιότητας προς διεξαγωγή της δίκης επί της αγωγής του Δικηγόρου Αθηνών ……………, που εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και δήλωσε ότι εκπροσωπεί τη (μη εμφανισθείσα) ενάγουσα ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, διότι έγινε δεκτό ότι ο εν λόγω Δικηγόρος, προς απόδειξη της πληρεξουσιότητάς του, κληθείς σχετικώς από το ως άνω δικαστήριο, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 227 του ΚΠολΔ, για τη συμπλήρωση της κατά τη συζήτηση διαπιστωθείσας σχετικής έλλειψης, προσκόμισε σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική από την ιταλική γλώσσα, το από 25.5.2009 ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της ενάγουσας βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο και φέρει επισημείωση (apostille) της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, καθώς και ότι εκ του συγκεκριμένου εγγράφου προκύπτει ότι η ενάγουσα χορήγησε στον ανωτέρω πληρεξουσιότητα για τη διενέργεια κάθε διαδικαστικής ενέργειας σε σχέση με τις αξιώσεις της από το ένδικο ατύχημα, η οποία (πληρεξουσιότητα) παρασχεθείσα μεν στην αλλοδαπή, και, συγκεκριμένα στην πόλη …. της Ιταλίας, πληροί τις προϋποθέσεις, που τάσσει το άρθρο 96 παρ.1 του ΚΠολΔ, εφόσον ως διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου υποβάλλεται στον οριζόμενο από την ελληνική έννομη τάξη τύπο. Ακολούθως, με την ίδια απόφαση, αφού έγινε δεκτό α) ότι με την αγωγή ζητήθηκε από την ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ο καθένας εξ αυτών εις ολόκληρον, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το συνολικό ποσό των 150.001,80 ευρώ, κατ’ορθόν μαθηματικό υπολογισμό του αθροίσματος των ποσών των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων, αντί του εκ παραδρομής αναγραφομένου στο δικόγραφο ως συνολικά αιτουμένου ποσού των 150.000 ευρώ, κατόπιν περιορισμού με το ίδιο δικόγραφο των ποσών των επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας, που αφορούν στην αποζημίωση λόγω της προκληθείσης εκ του ατυχήματος αναπηρίας της (του άρθρου 931 του ΑΚ), και στη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, αλλά και β) ότι η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς κρίση ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της κατοικίας της ενάγουσας στην αλλοδαπή, και δη σε πόλη της Ιταλίας (……..)/κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραδεκτά και αρμόδια εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της, το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί σχετικώς της υπόθεσης, κατ’εφαρμογήν των σ’αυτήν (απόφαση) ειδικότερα αναφερομένων διατάξεων του Κανονισμού  (ΕΚ) υπ’αριθμ.44/2001 του Συμβουλίου της 22ης.12.2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», και απορρίφθηκαν οι περί καθ’ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου αυτού προβληθείσες αιτιάσεις των εναγομένων (λόγω τελεσιδικίας της προαναφερθείσας παραπεμπτικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών), ακολούθως, κρίθηκε ότι επί της διαφοράς τυγχάνει εφαρμογής το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, με βάση το οποίο έγινε δεκτό ότι η αγωγή είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, πλην του σκέλους αυτής, που αφορά στο δεύτερο εναγόμενο, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά ο περί αοριστίας του δικογράφου ισχυρισμός των εναγομένων, και νόμιμη, στηριζόμενη στις επίσης παρατιθέμενες στο αιτιολογικό της διατάξεις. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα απαραδέκτως, κατά το άρθρο 223 του ΚΠολΔ, προέβη με τις προτάσεις της, σε μεταβολή του αγωγικού αιτήματος αναφορικά με τα επιμέρους κονδύλια της αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης, ζητώντας ειδικότερα, πέραν των αιτουμένων με την αγωγή της ποσών, όπως αυτά περιορίσθηκαν με το ίδιο το αγωγικό δικόγραφο, ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, για τις συγκεκριμένες αιτίες, επιπλέον χρηματικά ποσά, και δη τα ειδικότερα στις προτάσεις της αναφερόμενα, καθώς κρίθηκε ότι τούτο συνιστά ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αιτήματος της αγωγής της, και, επιπροσθέτως απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ένσταση παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων, που προβλήθηκε από τους εναγομένους, διότι, όπως έγινε δεκτό, αυτές θεμελιώνονται σε αδικοπρακτική τους ευθύνη προς αποκατάσταση της περιουσιακής και μη ζημίας, που υπέστη η ενάγουσα εκ του επισυμβάντος ατυχήματος, και όχι σε σύμβαση μεταφοράς επιβατών, και, επομένως, δεν υπάγονται στη διάταξη του άρθρου 289 αριθμ.4 του Κ.Ι.Ν.Δ., που προβλέπει ετήσια παραγραφή των αξιώσεων από τέτοια σύμβαση, αρχόμενη από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της (εν προκειμένω ισχυρίσθηκαν ότι, εφόσον το ένδικο συμβάν έλαβε χώρα στις 20.7.2006, η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη του Κ.Ι.Ν.Δ. ενιαύσια παραγραφή, που άρχισε την 1η.1.2007, συμπληρώθηκε στις 31.12.2007), αλλά στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, η οποία δεν έχει εν προκειμένω συμπληρωθεί, όπερ άλλωστε ούτε οι ίδιοι οι εναγόμενοι επικαλέσθηκαν. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, έγινε δεκτό ότι εκ των προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων αποδείχθηκε πως το ένδικο ατύχημα της ενάγουσας θα πρέπει να αποδοθεί σε συγκλίνουσα αμέλεια, τόσο της ιδίας, όσο και του τρίτου εναγομένου, ναυτολογημένου θαλαμηπόλου στο πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, και προστηθέντος αυτής, και προσδιορίσθηκε το ποσοστό συνυπαιτιότητας εκάστου σε 30% και 70% αντίστοιχα, κατά παραδοχήν και ως κατ’ουσίαν βάσιμης της περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος νόμιμης ένστασης των εναγομένων του άρθρου 300 του ΑΚ, καθώς και ότι η ενάγουσα, εξαιτίας του τραυματισμού της, υποχρεώθηκε να δαπανήσει τα κάτωθι ποσά: 1) Το συνολικό ποσό των 4.102,63 ευρώ, για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη (νοσήλια στην Ελλάδα και την Ιταλία, κόστος αγοράς φαρμάκων, αμοιβές ιατρών στην αλλοδαπή) και για τη διενέργεια στην Ιταλία αισθητικής χειρουργικής επέμβασης στον αριστερό της αντίχειρα, που ακρωτηριάσθηκε (τοποθέτηση διακοσμητικής πρόθεσης δακτύλου με σιλικόνη παθητικής λειτουργίας), και 2) το ποσό των 1.200 ευρώ για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής για το χρονικό διάστημα από 24.7.2007 έως 20.11.2007 (120 ημέρες Χ 10 ευρώ την ημέρα), απορριφθέντος ως ουσιαστικά αβασίμου του επιπλέον αιτηθέντος με την αγωγή για την αιτία αυτή ποσού ως αναπόδεικτου και υπερβολικού, και συνολικά το ποσό των 5.302,63 ευρώ, εκ του οποίου ακολούθως κρίθηκε ότι δικαιούται να λάβει το 70%, ήτοι το ποσό των 3.711,84 ευρώ, που συνιστά την οφειλόμενη σ’αυτήν αποζημίωση για την περιουσιακή (θετική) ζημία της από τις προαναφερθείσες αιτίες, συνδεόμενη αιτιωδώς με τον τραυματισμό της, μειωμένη κατά 30%, ήτοι κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της. Τέλος, κρίθηκε ότι η ενάγουσα λόγω του επίδικου ατυχήματος και του εξ αυτού προκληθέντος ακρωτηριασμού τμήματος του αριστερού της αντίχειρα κατέστη, σε μόνιμη και διαρκή βάση, μερικώς ανάπηρη, παρά την αισθητική χειρουργική επέμβαση πρόθεσης δακτύλου σιλικόνης με παθητική λειτουργία στο σημείο του ακρωτηριασμού, καθώς και τη διαδικασία επιμήκυνσης του δακτύλου της, στις οποίες υποβλήθηκε, εκ των οποίων η μεν πρώτη έχει μόνον αισθητικό αποτέλεσμα, η μεν δεύτερη, παρά την όποια βελτίωση της λειτουργικότητας, δεν εξάλειψε πλήρως τη δυσλειτουργία του δακτύλου της, γεγονός, που επηρεάζει δυσμενώς το μέλλον της, ανεξαρτήτως σύνδεσης της ανωτέρω αναπηρίας της με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, με αποτέλεσμα να δικαιούται ως ειδική αποζημίωση του άρθρου 931 του ΑΚ το ποσό των 8.000 ευρώ, και ηθική βλάβη, για την οποία η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που της οφείλεται, προσδιορίσθηκε στο ποσό των 20.000 ευρώ, ενώ όλα τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν των παραδοχών αυτών, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, η πρώτη εξ αυτών ως προστήσασα τον αδικοπραγήσαντα τρίτο εναγόμενο, να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, το συνολικό χρηματικό ποσό των 31.711,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας κατά το άρθρο 346 εδαφ.α΄ του ΑΚ από την επίδοση στους εναγομένους της απορριφθείσης ως αόριστης από 11.7.2008 προγενέστερης σε βάρος τους αγωγής της με όμοιο περιεχόμενο, ενώ απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμα α) το αίτημα των εναγομένων περί εφαρμογής εν προκειμένω των διατάξεων του άρθρου 346 εδαφ.δ΄ και ε΄ του ΑΚ, ούτως ώστε η απαίτηση της ενάγουσας να επιδικασθεί με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας, και β) η σωρευθείσα στην αγωγή αίτηση περί απαγγελίας κατά του τρίτου εναγομένου προσωπικής κράτησης, και, τέλος, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ, και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της αντιδίκου τους, το ύψος των οποίων ειδικότερα προσδιορίσθηκε στο ποσό των 2.500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 28.11.2019 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ…………/6.12.2019 και …………/6.12.2019) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, η οποία απευθύνεται κατά των πρώτης και τρίτου των εναγομένων, και με την οποία η ανωτέρω εκκαλούσα παραπονείται κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πλήττοντας συγκεκριμένα κεφάλαια αυτής, για τους ειδικότερα αναφερομένους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί απαράδεκτης μεταβολής του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις της αναφορικά με τα κονδύλια της αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης του άρθρου 932 του ΑΚ, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις παραδοχές του, που αφορούν στη συνυπαιτιότητα και της ιδίας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, καθώς και στο ύψος των ποσών, που κρίθηκε ότι δικαιούται ως αποζημίωση του άρθρου 931 του ΑΚ λόγω της αναπηρίας της και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, και υποβάλλει αίτημα εξαφάνισης της εκκαλουμένης, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής και την καθ’ολοκληρίαν παραδοχή της, καθώς και καταδίκης των εναγομένων στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. 2) Η από 3.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………../6.2.2020 και ……………./6.2.2020) έφεση των ομοίως εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό πρώτης και τρίτου των εναγομένων, η οποία απευθύνεται κατά της ενάγουσας, και με την οποία οι εκκαλούντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο του ένδικου μέσου λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται α) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων σε σχέση με την κρίση της εκκαλουμένης, που αφορά στην πληρεξουσιότητα του εμφανισθέντος πρωτοδίκως και παρασταθέντος στο ακροατήριο ως δικηγόρου της ενάγουσας Λάζαρου Γρύλλη προς διεξαγωγή της δίκης επί της αγωγής της, καθώς, όπως ισχυρίζονται, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η πληρεξουσιότητα της αντιδίκου τους προς τον ανωτέρω Δικηγόρο, που χορηγήθηκε με το 25.5.2009 ιδιωτικό έγγραφο, έπαυσε να ισχύει μετά την παρέλευση πενταετίας από τη χορήγησή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 97 παρ.3 του ΚΠολΔ, και, επομένως, ότι αυτός κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 8ης.1.2019 δε διέθετε σχετική πληρεξουσιότητα να την εκπροσωπήσει, β) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του, που αφορά στην απόρριψη της προβληθείσας ένστασής τους περί παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι η ως άνω ένστασή τους θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή, διότι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 289 αριθμ.4 του Κ.Ι.Ν.Δ. ενιαύσια παραγραφή, που εφαρμόζεται επί αξιώσεων εκ της σύμβασης μεταφοράς με πλοίο επιβατών ή πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αξιώσεις αποζημίωσης επιβάτη λόγω σωματικών βλαβών από ατύχημα κατά την εκτέλεση μίας τέτοιας σύμβασης, και, συνεπώς, τυγχάνει και εν προκειμένω εφαρμογής, που άρχισε την 1η.1.2007 με τη λήξη του έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η υπαγόμενη σ’αυτήν αξίωση της ενάγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 291 του ιδίου Κώδικα (αφού το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα στις 20.6.2006), συμπληρώθηκε μετά την παρέλευση ενός έτους από την έναρξή της, και δη στις 31.12.2007, ενώ η σε βάρος τους προηγούμενη αγωγή της ενάγουσας (από 11.7.2008) τους επιδόθηκε στις 22.7.2008, ήτοι μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής, γ) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου σε σχέση με την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ορισμένου του αγωγικού δικογράφου, ενώ κατά τους διαλαμβανόμενους στο εφετήριο ισχυρισμούς τους θα έπρεπε η αγωγή να απορριφθεί ως αόριστη λόγω εμφιλοχωρήσασας ασάφειας κατά την αναφορά σ’αυτήν του συνολικού ποσού των επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας, δ) σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με τις παραδοχές του επί της ουσίας της υπόθεσης, και συγκεκριμένα με αυτές, που αφορούν στη συνδρομή εν προκειμένω των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας, διότι, όπως ισχυρίζονται, θα έδει να γίνει δεκτό ότι ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει το δεύτερο εξ αυτών, ναυτολογηθέντα κατά τον επίδικο χρόνο στο πλοίο της πρώτης με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στην πρόκληση του ατυχήματος της ενάγουσας, η οποία δέον να κριθεί αποκλειστικά υπαίτια του τραυματισμού της, άλλως συνυπαίτια κατά ποσοστό 95%, και όχι μόνον κατά 30%, όπως εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και στα επιμέρους κονδύλια της δαπάνης για λήψη βελτιωμένης διατροφής της ενάγουσας, των ειδικότερα διαλαμβανομένων στο εφετήριο ιατρικών δαπανών, αλλά και στο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης, και επικουρικώς στο ύψος του ποσού, το οποίο ήθελε κριθεί ότι δικαιούται για την αιτία αυτή, εφόσον γίνει δεκτό ότι ο τραυματισμός της μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του τρίτου εναγομένου, ε) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του ορισμένου του αγωγικού δικογράφου σε σχέση με το κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω αναπηρίας του άρθρου 931 του ΑΚ, το οποίο, όπως διατείνονται, και θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως αόριστο, άλλως επικουρικώς σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στην ουσιαστική βασιμότητα του ιδίου κονδυλίου, στ) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την απορριπτική του κρίση επί του αιτήματός τους να μην επιδικασθεί σε βάρος τους σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, τόκος επιδικίας επί του ποσού της απαίτησης της ενάγουσας, ει μη μόνον τόκος υπερημερίας εξαιτίας του εύλογου της μεταξύ τους αντιδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, και ζ) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την περιληφθείσα στην εκκαλουμένη κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους της επιβληθείσας σε βάρος τους δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας. Ζητούν δε με την έφεσή τους την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης, και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, καθώς και την καταδίκη της εφεσίβλητης/ενάγουσας στη δικαστική τους δαπάνη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο ίδιο το δικόγραφο της έφεσής τους οι εκκαλούντες αναφέρουν ότι η ενάγουσα απεβίωσε στις 23.7.2019, όπως έμαθαν από αναρτήσεις στο διαδίκτυο δημοσιευμάτων τοπικής εφημερίδας της πόλης της ….. στην Ιταλία, όπου κατοικούσε,  από ιστοσελίδες στο διαδίκτυο του ηλεκτρονικού τύπου με τοπικά νέα της πόλης, καθώς και από την ιστοσελίδα του λυκείου της ίδιας πόλης, στο οποίο εργαζόταν ως καθηγήτρια, όπερ συνεπάγεται ότι η χορηγηθείσα προς τον Δικηγόρο ………….. με το πρωτοδίκως προσκομισθέν από 25.5.2009 ιδιωτικό έγγραφό της πληρεξουσιότητα έχει ήδη παύσει και λόγω του θανάτου της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του ΑΚ, πέραν της παρέλευσης πενταετίας από τη χορήγησή της, κατά τα προεκτεθέντα, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω η σε βάρος τους από 28.11.2019 έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον ανωτέρω Δικηγόρο στο όνομα της ενάγουσας στις 6.12.2019, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι μετά το θάνατό της, και τους επιδόθηκε στις 10.12.2019, χωρίς όμως να τους γνωστοποιηθεί το γεγονός, με αποτέλεσμα ερευνητέα να τυγχάνει η ταυτότητα του προσώπου, που του χορήγησε τη σχετική πληρεξουσιότητα προς άσκηση του ως άνω ένδικου μέσου, και παράλληλα υποβάλλουν αίτημα να διαταχθεί απόδειξη περί της ταυτότητας των κατά το εν προκειμένω εφαρμοστέο ιταλικό δίκαιο (άρθρο 28 του ΑΚ) καθολικών διαδόχων της αποβιωσάσης, προκειμένου να καταστεί δυνατό να επισπεύσουν οι ίδιοι τη συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων κατ’αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 291 του ΚΠολΔ. Κατά τη συζήτηση των προαναφερθεισών εφέσεων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ. 57/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών του ιδίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/2020, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησης αμφοτέρων κατά τη δικάσιμο της 21ης.5.2020, κατά την οποία είχαν προσδιορισθεί προς εκδίκαση, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 13.5.2020, και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του πινακίου αυτού, εμφανίσθηκε ο Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ………, ο οποίος δήλωσε ότι η εκ των διαδίκων (ενάγουσα/εκκαλούσα/εφεσίβλητη) …………….απεβίωσε στις 24.7.2019 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους α) ………….., και β) ….., κάτοικο ….. Ιταλίας (……………), μητέρα και αδελφό της αντίστοιχα, καθώς και ότι οι τελευταίοι επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη λόγω του θανάτου της ανωτέρω διαδίκου, εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο, δήλωση, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου. Επί των ανωτέρω ασκηθεισών εφέσεων λεκτέα τα εξής: Όσον αφορά την κρινόμενη από 28.11.2019 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………../6.12.2019 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./6.12.2019) έφεση της ενάγουσας, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ασκήθηκε στις 6.12.2019 με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου (άρθρα 495, και 500 ΚΠολΔ), ενώ η ανωτέρω εκκαλούσα απεβίωσε στις 24.7.2019 (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο σε νόμιμη μετάφραση από την ιταλική στην ελληνική γλώσσα από  25.7.2009 πιστοποιητικό θανάτου της, που υπογράφει ο Δήμαρχος της πόλης ..… της Ιταλίας), ήτοι προ της άσκησής της. Επομένως, η εν λόγω έφεση, που ασκήθηκε στο όνομα της ανωτέρω διαδίκου, ήδη αποβιώσασας κατά την άσκησή της (και δη κατά την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), πάσχει ακυρότητας και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατ’αυτεπάγγελτη έρευνα, για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή της ικανότητας του προσώπου να είναι διάδικος, καθώς θα έπρεπε να ασκηθεί από τους κληρονόμους της, όπως για την έφεση ειδικότερα ορίζει το άρθρο 516 του ΚΠολΔ, ενώ δεν τίθεται θέμα βίαιης διακοπής της δίκης, διότι, στην κρινόμενη περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου της ενάγουσας, που επήλθε στις 24.7.2019, ήτοι μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία έλαβε χώρα στις 4.6.2019, δεν υφίστατο εκκρεμής δικαστικός αγώνας μεταξύ των διαδίκων, και, συνεπώς, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για τη διακοπή και την επανάληψη της δίκης, οι οποίες προϋποθέτουν επελθόντα θάνατο του διαδίκου μετά την άσκηση της διαδικαστικής πράξης, και νομίμως αρξαμένη εκκρεμή δίκη. Κατ’ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν, η δήλωση του εμφανισθέντος στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης Δικηγόρου …………, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, σύμφωνα με την οποία οι …….. και ο ….., μητέρα και αδελφός της αποβιωσάσης αντίστοιχα, ως καθολικοί διάδοχοι/μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιωσάσης ενάγουσας, επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, στερείται εννόμων συνεπειών, εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση, που ο θάνατος της ανωτέρω διαδίκου επήλθε μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όταν η δίκη δεν ήταν εκκρεμής, στάδιο συνέχισης αυτής από τους κληρονόμους της δεν υφίσταται, και κατά συνέπεια αυτοί απαραδέκτως συμμετέχουν στη δίκη, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Ομοίως η κρινόμενη από 3.2.2020 με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………./6.2.2020 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………../6.2.2020 έφεση των εναγομένων κατά της αυτής πρωτόδικης απόφασης, η οποία (έφεση) στρέφεται κατά της αντιδίκου τους στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, ασκήθηκε στις 6.2.2020 με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου (άρθρα 495, και 500 ΚΠολΔ), ήτοι μετά το θάνατο της εφεσίβλητης, που έλαβε χώρα στις 24.7.2019,  κατά τα προεκτεθέντα.  Επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία ασκήθηκε κατά της θανούσης, είναι άκυρη, αφού στρέφεται κατά ανύπαρκτου, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ΑΚ, προσώπου, και απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, λόγω ακυρότητας του δικογράφου της, της ακυρότητας για την αιτία αυτή, διότι ανάγεται στην έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος (άρθρο 62 του ΚΠολΔ), εξεταζομένης αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, εφόσον, επιπροσθέτως, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι είχαν πράγματι σε προγενέστερο της άσκησής της χρόνο λάβει γνώση του θανάτου της αντιδίκου τους από σχετικές αναρτήσεις σε ιταλικές ιστοσελίδες του διαδικτύου, ώστε να διαπιστώσουν τους κληρονόμους της και να απευθύνουν κατ’αυτών την έφεση, όπως σαφώς συνάγεται εκ του ότι στο ίδιο το δικόγραφο της έφεσής τους γίνεται ρητή επίκληση του γεγονότος αυτού, καθώς και ειδική μνεία του τρόπου πληροφόρησής τους, προκειμένου να θεμελιωθεί ο επίσης περιεχόμενος στο εν λόγω δικόγραφο ισχυρισμός τους περί έλλειψης πληρεξουσιότητας του υπογράφοντος την έφεση της ενάγουσας δικηγόρου προς άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, αφού η εκκαλούσα είχε ήδη κατά την άσκησή του αποβιώσει, και παρά ταύτα, έστρεψαν την έφεσή τους εναντίον της, ήτοι της προαποβιώσασας αντιδίκου τους στον πρώτο βαθμό, εν γνώσει του θανάτου της, και όχι εναντίον των καθολικών διαδόχων της, ως θα έδει, με βάση τη διάταξη του άρθρου 517 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, χωρίς να μπορεί, ακριβώς λόγω της ακυρότητας της έφεσής τους, να χωρήσει εν προκειμένω έγκυρα συζήτηση της υπόθεσης με τους εμφανισθέντες στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων στην αναγραφόμενη της αρχής της παρούσας απόφασης δικάσιμο ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, εφόσον εν προκειμένω, που ο θάνατός της έλαβε χώρα μετά την έκδοση της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης, καθώς κατά το χρόνο του θανάτου της δεν υφίστατο εκκρεμής δικαστικός αγώνας μεταξύ των διαδίκων, με αποτέλεσμα η περί συνέχισης της δίκης δήλωση των ανωτέρω προσώπων στη θέση της αποβιωσάσης, ως καθολικών διαδόχων της, να στερείται εννόμων συνεπειών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, και όσα επίσης αναφέρθηκαν στο πλαίσιο εξέτασης του παραδεκτού της έτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης κατά της ιδίας απόφασης. Λόγω της απόρριψης αμφοτέρων των  ένδικων εφέσεων θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση εκάστης εξ αυτών παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 28.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./6.12.2019 και ………../6.12.2019) έφεση και β) την από 3.2.2020  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/6.2.2020 και ………../6.2.2020) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1947/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ανωτέρω εφέσεις ως απαράδεκτες.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου εκάστης έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  3 Ιουνίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 9 Ιουλίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ