Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 349/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός     349/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.      ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας ………….. και 2) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Θεοφανόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Και

Β.      ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Μικρουλέα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ  ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ……………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Εταιρίας …………………. και 2) ……………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Θεοφανόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 14-9-2018 και με ΓΑΚ ………. και ΕΑΚ …………/13-9-2018 ανακοπή τους κατ’ άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. κατά της εφεσίβλητης και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η με αριθ. 1146/2019 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες με την από 13-5-2019 και με ΓΑΚ ……… και ΕΑΚ …………/13-5-2019 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 6-2-2020 και κατόπιν νομίμου αναβολής η 19-11-2020, οπότε και συζητήθηκε.

Η εταιρία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στο …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, με το ασκηθέν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 16-1-2020 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ………../16-1-2020 δικόγραφό της, που προσδιορίστηκε για την 6-2-2020 και κατόπιν νομίμου αναβολής για την 19-11-2020, οπότε και συζητήθηκε, παρενέβη αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «. ………» στην εκκρεμή επί της άνω έφεσης δίκη.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων (ανακοπτόντων / καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαινόντων), οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες αποκτήσεως»  (ΕΑΑΔΠ)  και οι «εταιρείες διαχειρίσεως» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους (1 παρ. 1 στ. α’, β’, 1 παρ. 1 στ. γ’, 2 παρ. 1 Ν. 4354/2015, κ.ά.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 στ. β’ Ν. 4354/2015, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. 1α). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. 1α), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 παρ. παρ. 1- 3 Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 παρ. 1 Ν. 4354/2015 και 2 παρ. 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 παρ. 1 στ. α’ Ν. 4354/2015. Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν. 4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1β’ στ’, ββ’ και γγ’ Ν. 4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 παρ. 2 εδ. α’ Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλύεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Σημειώνεται δε ότι όταν μεταβιβάζονται οι απαιτήσεις των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων στις ΕΑΑΔΠ, οι τελευταίες καθίστανται εκδοχείς των εκχωρουμένων αιτία πωλήσεως χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, χωρίς εν τούτοις να νομιμοποιούνται προς έγερση αγωγών και διεξαγωγή των σχετικών δικών ως δικαιούχοι διάδικοι (Τσολακίδης Ζ, Μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, Χρ.Ι.Δ. 2016, 649 επ.).  Ως προς τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στις οποίες, ως προελέχθη, ανατίθενται – υποχρεωτικώς μεν από τις ΕΑΑΔΠ, η διαχείριση των αποκτηθέντων δανειακών και πιστωτικών απαιτήσεων (άρθρο 1 παρ. 1γ), δυνητικώς δε υπό των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρ. 2 παρ. 1),  δεν αποκτούν αυτές κατά κυριότητα και συνεπώς δεν καθίστανται ειδικοί κατά το ουσιαστικό δίκαιον διάδοχοι των εν λόγω ιδρυμάτων και συνεπώς νομιμοποιούνται όχι ως δικαιούχοι αλλά ως μη δικαιούχοι διάδικοι στις διεξαγόμενες  περί των διαχειριζομένων απαιτήσεων δίκες (άρθρο 2 παρ. 4) (Κολοτούρος Π, Δικονομική αρμοδιότης των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων, Χρ.Ι.Δ. 2019, 464 επ.).

Σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του αυτού ως άνω νόμου «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (βλ. ανάλογη ρύθμιση και στο άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις»). Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 7 του ως άνω Ν. 4354/2015 «Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου». Η νομιμοποιητική εξουσία των διαχειριστικών εταιριών στις οποίες ανατέθηκε η διαχείριση απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων των αντισυμβαλλομένων πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων αποτελεί συνεπώς αντικείμενο συμφωνίας ρητά διατυπωμένο ή σιωπηρώς συναγόμενο όρο της σχετικής διαχειριστικής σύμβασης. Πρόκειται ως εκ τούτου περί συμβατικής θεμελίωσης της νομιμοποίησης των διαχειριστικών εταιριών, προβλεπομένης και επιτρεπομένης όμως ρητά στον νόμο, αφού στο ελάχιστο περιεχόμενο της διαχειριστικής σύμβασης ανήκει σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2β’ και η «είσπραξη» των διαχειριζομένων απαιτήσεων. Η «εξουσιοδότηση προς είσπραξη» των υπό διαχείριση απαιτήσεων κατά την ρητή επιταγή του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. α’ περικλείει, πέραν των απαιτουμένων εξωδίκων ενεργειών, και «… κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων…». Η σύμβαση διαχείρισης, κατά την άποψη του δικαστηρίου τούτου, αποτελεί  μορφή της  εξουσιοδότησης προς είσπραξη (Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ Ι, υπ’ άρθρο 239, αριθ. 18, σ. 468), αφού δεν εκχωρείται το πλήρες δικαίωμα (ή απαίτηση), αλλά ο εξουσιοδοτούμενος επιδιώκει την είσπραξη απαίτησης που ανήκει στον εξουσιοδότη, ιδίω ονόματι δηλαδή του εξουσιοδοτούμενου. Ο εξουσιοδότης διατηρεί την ιδιότητα του δανειστή χωρίς να επέρχεται μεταβολή των υποκειμένων της έννομης σχέσης. Η δε νομική της θεμελίωση συνανάγεται ερμηνευτικά από το συνδυασμό των άρθρων 239 και 417 παρ. 1 Α.Κ. Στο δικονομικό πεδίο όμως γίνεται δεκτό ότι η εξουσιοδότηση προς είσπραξη δεν μπορεί να θεμελιώσει και τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή ορισμένης δίκης από τον εξουσιοδοτούμενο, με εξαίρεση τις ρητά ρυθμιζόμενες από το νόμο περιπτώσεις (βλ. άρθρα 85, 277 παρ. 4, 278, 277 παρ. 3, 79 παρ. 2, 1 παρ. 1 εδ. β’ και παρ. 6 Ν. 1905/1990, 16 παρ. 2 Ν. 2239/1994, 17 παρ. 3 Ν. 1733/1987, 13 παρ. 3 Ν. 2121/1993). Πηγή της νομιμοποίησής του είναι κάποια συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία «απονέμει» στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση. Ο μη δικαιούχος διάδικος ασκεί επομένως, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγή για δικαίωμα τρίτου, αιτούμενος έννομη προστασία στο όνομά του. Πρόκειται για την ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Μπορεί πάλι να προβλέπεται ότι η δίκη θα διεξαχθεί εναντίον μη υπόχρεου διαδίκου. Πρόκειται για την παθητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων δεν θα πρέπει να συγχέονται βέβαια με αυτές των νομίμων αντιπροσώπων των διαδίκων, οι οποίοι ενεργούν εν ονόματι και για λογαριασμό άλλου, γνωστού προσώπου (βλ. Αποστολάκης Γ, Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, Ε.Πολ.Δ. 2018, σ. 232 επ.). Η δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου, να εναγάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευμένης δικαιοπρακτικής διάθεσης της νομιμοποίησης (Σινανιώτης, Η νομιμοποίησή των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σ. 88 επ., Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Κ.Πολ.Δ, 2000, υπ’ άρθρο 68, αριθ. 1,  Νίκα, ΕγχΠολ.Δ, 2018, παρ. 24, αριθ. 14, Νίκα, Δ.Αν.Εκτ. I, 2η έκδ, 2017, παρ. 20 αριθ. 3, Κλαμαρή / Κουσούλη/ Πανταζόπουλου, Πολιτική Δικονομία, 2016, σ. 357, σημ. 25).

Ακολούθως, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων καθίσταται απαραίτητο να διευκρινιστεί εάν η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ βάσει των προαναφερομένων διατάξεων είναι συντρέχουσα (μετά του πιστωτικού ιδρύματος) ή αποκλειστική. Η νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων δύναται να προκύπτει αμέσως εκ του νόμου, και δη εκ διατάξεων είτε του ουσιαστικού (ΑΚ 495, 1116) είτε του δικονομικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ. 72, 225). Η εν λόγω αποκαλούμενη «νομίμως κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση» αντιδιαστέλλεται από την απορρέουσα εκ της ιδιωτικής βουλήσεως «δικαιοπρακτική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση», δυνάμει της οποίας εξουσιοδοτείται τρίτος προκειμένου να διεξάγει δίκη ιδίω ονόματι αντί του εξουσιοδοτούντος αληθούς δικαιούχου.  Η διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β’ Ν. 4354/2015 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ στη διεξαγωγή δικών που αφορούν απαιτήσεις πιστωτικού ιδρύματος είναι συμβατική. Τούτο συνάγεται καταρχήν από τον ενδεικτικό χαρακτήρα της απαρίθμησης («ιδίως»), υπό τον οποίο παρέπεται ότι ο νομοθέτης καταλείπει στη συμβατική ελευθερία των μερών ακόμη και να αποκλείσουν ολοσχερώς τη «νομική παρακολούθηση»  των υπό διαχείριση απαιτήσεων, αλλά και την εξουσία κατάρτισης συμβιβασμού. Υπό τη διατύπωση της ρύθμισης αυτής αναγνωρίζονται ευρύτατα περιθώρια στα συμβαλλόμενα μέρη να διαμορφώσουν τις εξουσίες της διαχειρίστριας. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ερμηνείας αυτής παρέχει και η διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. τελευτ. Ν. 4354/2015 («Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου …»), υπό την οποία διαφαίνεται ότι ο νομοθέτης δεν υπέλαβε ως αυτονόητη τη διεξαγωγή των δικών των υπό διαχείριση υποθέσεων από την ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχο διάδικο, η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ (ιδίως κατά τη διαχείριση απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος παραμένει πιστωτικό ίδρυμα) θα στηρίζεται πάντοτε σε δικαιοπρακτικό θεμέλιο, καθώς καθεαυτή η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων από το πιστωτικό ίδρυμα δεν συνεπάγεται αυτομάτως και τη θεμελίωση της αποκλειστικής νομιμοποίησής της προς διεξαγωγή των δικών που αφορούν τις υπό διαχείριση απαιτήσεις. Το όριο της ελευθερίας των συμβαλλομένων μερών στη διάπλαση της νομιμοποίησης της ΕΔΑΔΠ διαγράφεται από το νόμο ευρύ (με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 1 στ. β’, γ’  Ν. 4354/2015, που δεν ενδιαφέρει την εξεταζόμενη περίπτωση] και η νομιμοποίηση μπορεί να διαμορφωθεί ως παράλληλη ή και αποκλειστική ή ακόμη και να περιορισθεί σε συγκεκριμένο κύκλο υποθέσεων. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στην σύμβαση διαχείρισης έχουν την εξουσία να διαρθρώσουν τη νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως αποκλειστική, ακόμη και όταν ο εντολέας είναι πιστωτικό ίδρυμα, κανόνας παραμένει η παράλληλη νομιμοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος, κατά συνεπή εφαρμογή της αρχής ότι εν αμφιβολία η νομιμοποίηση του μη δικαιούχου διαδίκου είναι συντρέχουσα και παράλληλη με εκείνη του αληθούς δικαιούχου (Η εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, σ. 233 επ.).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (Α.Π. 1591/2003) ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος σύμφωνα με το άρθρο 290 Κ.Πολ.Δ. να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη κληρονόμος αυτού (Α.Π. 644/2000). Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ.Α.Π. 1/1996, Α.Π. 1136/2013, Α.Π. 1028/2010, Α.Π. 1475/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 83 Κ.Πολ.Δ. αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο νόμος μεταχειρίζεται τον παρεμβαίνοντα, στο πλαίσιο της διαδικασίας, ως αναγκαίο ομόδικο του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, απαλλασσόμενο από τη διαδικαστική κηδεμονία του συμμάχου του διαδίκου, με όλες τις παρεχόμενες εκτεταμένες δικονομικές εξουσίες ενός αναγκαίου ομοδίκου. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 Κ.Πολ.Δ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (Α.Π. 1485/2006, Α.Π. 1191/2003,  Α.Π. 931/2002, Εφ.Πειρ. 583/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 83, αριθ. 1 και 2, σ. 179). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής, αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1564/2017, Α.Π. 1731/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας, για τους ομοδίκους που απουσιάζουν δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 192/2012, Α.Π. 1332/2011, Α.Π. 1230/2008, Α.Π. 1145/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 83, αριθ. 3), εφόσον έχουν κλητευθεί νόμιμα (Α.Π. 756/2017, Α.Π. 681/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενδεχόμενες δε αντιφατικές ενέργειες (ομολογία – άρνηση) εκτιμώνται ελεύθερα (Α.Π. 823/2010, Α.Π. 354/2001, Εφ.Πειρ. 168/2020, Εφ.Θεσ. 78/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 77, σ. 180, αριθ. 3 και υπ’ άρθρο 83, σ. 194, αριθ. 3, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 77, αριθ. 6, σ. 543). Εξάλλου, οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση για τις απαιτήσεις που διαχειρίζονται (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 780/2019, Α.Π. 877/2019, Εφ.Λαρ. 84/2020, Εφ.Αθ. 252/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).              Τέλος, κατά το άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 του ν. 3944/2011 και δεν έχει θιγεί μετά την ισχύ του νόμου 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ /87/23-7-2015) «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών… Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη». Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνες των άρθρων 591 παρ. 1 και 614 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν και έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση μετά το νόμο 4335/2015 (άρθρο 1 άρθρο τέταρτο αυτού), ως εκ του χρόνου άσκησης (13-5-2019) της υπό κρίση έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνάγεται ότι, επί ερημοδικίας του εφεσίβλητου, σε υπόθεση που εκδικάζεται με την ειδική αυτή διαδικασία, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών και αυτός, αλλά το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που συντάχθηκαν κατ’ αυτήν, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε μέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (Εφ.Πειρ. 6/2017, Εφ.Πειρ. 173/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 13-5-2019 και με ΓΑΚ ………. και ΕΑΚ ……….. / 13-5-2019 έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό ανακοπτόντων 1) εταιρίας «…………….» και 2) …………. κατά της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή «…………..» και κατά της με αριθ. 1146/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 14-9-2018 και με Γ.Α.Κ. ……….. και Ε.Α.Κ. …………./13-9-2018 ανακοπής κατ’ άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. των ανωτέρω εκκαλούντων κατά της σε βάρος τους με αριθ. ………../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που απέρριψε αυτήν (ανακοπή), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της άνω έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 13-5-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 27-3-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτή (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ερήμην της εφεσίβλητης, η οποία, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………../29-10-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …………….., κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια των εκκαλούντων, για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 6 Φεβρουαρίου 2020, κατά την οποία το Δικαστήριο τούτο ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (19-11-2020) και η Γραμματέας του Δικαστηρίου τούτου ανέγραψε την επίδικη υπόθεση στο οικείο πινάκιο, στη σειρά των υποθέσεων που έπρεπε να συζητηθούν στην άνω μετ’ αναβολή δικάσιμο (κατά την οποία δεν απαιτείται η εκ νέου κλήτευση των διαδίκων, δεδομένου ότι η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων – άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ’  Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα – Α.Π. 205/2020, Α.Π. 635/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου που έχουν τον ίδιον αριθμό με την απόφαση αυτή, κατά την άνω μετ’ αναβολή δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις και πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σα να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι προσκομίζεται από τους διαδίκους το εισαγωγικό δικόγραφο (η από 14-9-2018 ανακοπή), οι προτάσεις της εφεσίβλητης κατά την πρωτοβάθμια δίκη και τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.).

Η εδρεύουσα στο ………. Αττικής ανώνυμη εταιρία «………..», με το από 16-1-2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …….. στις 16-1-2020 και επιδόθηκε στους διαδίκους της κύριας δίκης (βλ. τις υπ’ αριθ. …/17-1-2020, …/17-1-2020 και …./21-1-2020 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………….), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Εφετείου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………….», επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι η νόμιμη διαχειρίστρια και εκπρόσωπος της αλλοδαπής εταιρίας «…………….», η οποία, μετά έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης και πριν την αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, κατέστη ειδική διάδοχος της άνω εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας στην έννομη σχέση από την οποία απορρέει, μεταξύ άλλων, η απαίτηση που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και συνακόλουθα και αναγκαία ομόδικος με αυτή (εφεσίβλητη), δεσμευόμενη από το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη. Ζητεί δε να αποβεί η δίκη υπέρ της εφεσίβλητης, δικαιοπαρόχου της άνω εταιρίας την οποία  διαχειρίζεται και εκπροσωπεί, με την απόρριψη της άνω έφεσης των ανακοπτόντων εναντίον της. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις – Μη Δικαιούχος Διάδικος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 όπως αυτός ισχύει (απόφαση 281/3/27-7-2018 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της άνω εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας από συμβάσεις πίστωσης, συμβάσεις δανείων τακτής λήξης και ομολογιακά δάνεια (Assignement of Loans Claims) προς οφειλέτες που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την εφεσίβλητη, η οποία στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 8-8-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό Πρωτοκόλλου …./9-8-2019 (τ. …. και αριθμός …..) κατά τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 (άρθρο 10 παρ. 8 σε συνδυασμό με άρθρο 3 Ν. 2844/2000) πώλησε και μεταβίβασε τέτοιες απαιτήσεις στην εταιρία «………….», ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τους Νόμους της Ιρλανδίας και έχει καταχωρισθεί στο Μητρώο Εταιριών της Ιρλανδίας με αριθμό …………., η οποία, ακολούθως, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων αυτών στην προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 8-8-2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …………/9-8-2019. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης τράπεζας που απορρέουν από την ………/11-9-2008 σύμβαση δανείου ποσού 14.000.000,00 δολ. Η.Π.Α. την οποία αυτή κατήρτισε με την πρώτη εκκαλούσα εταιρία «……………..» και της οποίας την τήρηση των όρων εγγυήθηκε ο δεύτερος εκκαλών, κατά των οποίων (εκκαλούντων), δυνάμει της άνω σύμβασης δανείου και εγγύησης αντίστοιχα, εκδόθηκε η ανακοπτόμενη ………./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (βλ. σχετ. την άνω από 8-8-2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και ιδίως το Παράρτημα αυτής, σ. 22, αριθ. 17, σε συνδυασμό και με την άνω από 8-8-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, στο εσωτερικό της οποίας αναγράφεται η επίδικη απαίτηση με αύξοντα αριθμό 17, έγγραφα τα οποία επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα στις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και παραδεκτά, κατ’ άρθρο 227 Κ.Πολ.Δ, τα προσκόμισε σε πλήρες κείμενο και όχι σε απλή αποσπασματική μορφή, μετά από σχετική ειδοποίηση από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου). Επομένως, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως διαχειρίστρια των άνω πωληθέντων και μεταβιβασθέντων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων της εφεσίβλητης κατά των ανακοπτόντων – μη δικαιούχος διάδικος κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 4354/2015, μπορεί να μην καθίσταται ειδικός διάδοχος της εφεσίβλητης τράπεζας αφού δεν της μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις αυτές, έχει όμως έννομο συμφέρον για την άσκηση της άνω πρόσθετης παρέμβασης [με την οποία αυτή (παρεμβαίνουσα) δεν εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση αλλά αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς επίκειται να δημιουργηθεί σε βάρος της νομική υποχρέωση από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης αυτής (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1329/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 560/2020, Εφ.Πειρ. 78/2020, www.efeteio-peir.gr)] και συνακόλουθα νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της άνω πρόσθετης παρέμβασης, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων στις προτάσεις τους. Περαιτέρω, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση – η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς τέτοιας – είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 Κ.Πολ.Δ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας. Επομένως, η άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστεί με την έφεση, από την οποία δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης (Α.Π. 1426/2013, Εφ.Λαμ. 36/2020, Εφ.Πατρ. 142/2020, Εφ.Πειρ. 583/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).              Οι ανακόπτοντες με την από 14-9-2018 και με ΓΑΚ ………. και ΕΑΚ ………../13-9-2018 ανακοπή που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή (ανακοπή) λόγους, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. ………./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στην καθ’ ης η ανακοπή το ισάξιο σε ευρώ των 500.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, η οποία (διαταγή πληρωμής) εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση ναυτιλιακού δανείου, στην οποία συμβλήθηκαν με την καθ’ ης η ανακοπή δανείστρια τράπεζα, η πρώτη απ’ αυτούς ως δανειολήπτρια και ο δεύτερος απ’ αυτούς ως εγγυητής, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθ. 1146/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και ότι εφαρμοστέο στην υπόθεση (για την αρχική σύμβαση δανείου και τις συμπληρωματικές συμβάσεις αυτής που αναφέρονται ειδικά κατωτέρω) τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, απέρριψε στη συνέχεια τους λόγους της ανακοπής και ακολούθως και την ανακοπή στο σύνολό της και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη από 13-5-2019 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ………./13-5-2019 έφεση οι ηττηθέντες ανακόπτοντες με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι, κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή τους και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.               Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσόν της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 Κ.Πολ.Δ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.Α.Π. 10/1997, Α.Π. 2206/2009, Α.Π. 412/1999, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση με τη στενή έννοια, αλλά πράξη του δικαστή (οιονεί απόφαση) και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη. Πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, γ, δ, ε, στ και ζ του άρθρου 630 του Κ.Πολ.Δ, το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση. Πάντως, η μη αναφορά της κατοικίας και της διεύθυνσης του καθ’ ου θεμελιώνει λόγο ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής μόνον αν η έλλειψη επέφερε στον ανακόπτοντα ανεπανόρθωτη βλάβη (άρθρο 159 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Θεσ. 492/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 1198/1987, ΕλλΔνη 1988, 733,  Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, ΙΙ, υπ’ άρθρο 630, αριθ. 3, Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, γ’ έκδ, 2016, σ. 40). Εξάλλου, η παράγραφος 4 του άρθρου 142 του Κ.Πολ.Δ. ορίζει στο εδάφιο α’ ότι «μπορεί να διοριστεί έγκυρα αντίκλητος και με ρήτρα σε σύμβαση», στο εδάφιο β’ ότι «στον αντίκλητο που διορίστηκε με τον τρόπο αυτόν, και μάλιστα στη διεύθυνσή του που αναφέρεται στη σύμβαση, ύστερα από παραγγελία του αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, γίνεται η επίδοση όλων των εξώδικων ή διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια από τον παραλήπτη της επίδοσης, εκτός αν η σύμβαση έχει ρητά διαφορετική ρύθμιση» και στο εδάφιο γ’ ότι «σε περίπτωση αμφιβολίας η επίδοση στον αντίκλητο που διορίστηκε με σύμβαση είναι δυνητική». Στο τελευταίο τούτο εδάφιο περιέχεται ενδοτικού δικαίου ειδικός ερμηνευτικός κανόνας κατά τον οποίο, αν από τη σχετική ρήτρα της σύμβασης δεν προκύπτει με σαφήνεια συμφωνία των συμβαλλομένων για επίδοση των άνω πράξεων υποχρεωτικά στον αντίκλητο, τότε η επίδοσή τους μπορεί, κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος, να γίνει έγκυρα είτε στον αντίδικό του είτε (και) στον αντίκλητο (Α.Π. 664/2007, Εφ.Αιγ. 80/2020, Εφ.Θεσ. 2933/2017, Εφ.Θεσ. 1558/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 3, 160 παρ. 1 και 106 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία συνεπάγεται την ακυρότητα αυτής, μόνο όμως στην περίπτωση της συνδρομής του στοιχείου της βλάβης, της οποίας πρέπει να γίνεται συγκεκριμένα επίκληση από το διάδικο που υφίσταται αυτή (Α.Π. 329/2019, Α.Π. 1293/2018, Α.Π. 1521/2013, Α.Π. 652/1988, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1372/1982, ΕλλΔνη 24, 347, Α.Π. 32/1967, Ν.Δ. 23, 503, Εφ.Πειρ. 201/2020, efeteio-peir.gr). Θεωρείται δε ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση που παραβιάσθηκαν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία όταν, από την παράβαση που σημειώθηκε, δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα της άμυνας του διαδίκου, ιδία δε δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, αν ο καλούμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και αντιτάσσει πλήρη υπεράσπιση γι’ αυτή (Α.Π. 329/2019, ό.α, Α.Π. 1293/2018, ό.α, Α.Π. 1521/2013, ό.α, Εφ.Πειρ. 201/2020, ό.α.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίον επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής της κατά το κύριο και κατά το επικουρικό σκέλος του, η πρώτη ανακόπτουσα παραπονείται για ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος της, κυρίως μεν επειδή αυτή δεν της επιδόθηκε στη δηλωθείσα έδρα της στο ……… των Νήσων Μάρσαλ αλλά σε δηλωθείσα διεύθυνσή της στην Ελλάδα (λεωφ. ……………) όπου την παρέλαβε χωρίς να έχει την πραγματική έδρα της και δεν επιδόθηκε και στο διορισθέντα απ’ αυτή με τη σύμβαση δανείου αντίκλητό της στην Ελλάδα ………….., δικηγόρο Πειραιά, επίδοση που είχε συμφωνηθεί υποχρεωτική ως προς όλα τα έγγραφα που συνδέονταν με τη σύμβαση δανείου, επικουρικά δε επειδή από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής σε βάρος της δεν αποδεικνύονταν ότι η ίδια έδρευε πραγματικά στην άνω διεύθυνση στην Ελλάδα όπου της επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, με το συναφή δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρει το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο δεύτερος ανακόπτων παραπονείται για ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος του, επειδή η διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε στο διορισθέντα απ’ αυτόν με τη σύμβαση εγγύησης αντίκλητό του στην Ελλάδα ………….., δικηγόρο Πειραιά, επίδοση που είχε συμφωνηθεί ως υποχρεωτική ως προς όλα τα έγγραφα που συνδέονταν με τη σύμβαση εγγύησης. Από τους άνω λόγους ανακοπής, ο πρώτος κατά το επικουρικό σκέλος του (μη απόδειξη από τα προσκομισθέντα έγγραφα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής της πραγματικής έδρας της πρώτης ανακόπτουσας) είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ. θέτει ως προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής την έγγραφη απόδειξη της ουσιαστικής απαίτησης και των υποκειμένων αυτής, όχι όμως και της διεύθυνσης του ανακόπτοντος, η οποία ναι μεν πρέπει να μνημονεύεται στην διαταγή πληρωμής, πλην όμως ελέγχεται μόνο στο πλαίσιο της ανακοπής και με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης με την έννοια που ανωτέρω προσδιορίστηκε, δικονομική βλάβη της οποίας εν προκειμένω δεν γίνεται επίκληση. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με όμοια αιτιολογία κατέληξε στην ίδια κρίση επί του άνω σκέλους του πρώτου λόγου της ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβάσιμου του επικουρικού σκέλους του πρώτου λόγου έφεσης με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατά δε το κύριο σκέλος του άνω (πρώτου) λόγου ανακοπής και κατά το δεύτερο λόγο ανακοπής (που αναφέρονται αντίστοιχα στη μη επίδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στον αντίκλητο των ανακοπτόντων, η οποία ισχυρίζονται ότι είχε συμφωνηθεί υποχρεωτική με τις επίδικες συμβάσεις δανείου και εγγύησης αντίστοιχα, οι άνω λόγοι ανακοπής, όπως ορθά κρίθηκε και πρωτόδικα, είναι ορισμένοι και νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 630 Α’, 134, 142 παρ. 4, 159 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 254/2019, Α.Π. 948/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να ερευνηθούν και κατ’ ουσία              Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίον επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, η πρώτη ανακόπτουσα παραπονείται ότι ήταν άκυρη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος της [κατόπιν καταγγελίας από την καθ’ ης η ανακοπή της επίδικης σύμβασης ναυτιλιακού δανείου (με οφειλόμενο στις 30-1-2016 υπόλοιπο κεφαλαίου 5.992.496,79 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων) και μονομερή συμψηφισμό από μέρους της υπολοίπων 1.821,25 και 123.035,94 ευρώ της ίδιας και του δεύτερου ανακόπτοντος αντίστοιχα που υπήρχαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους σ’ αυτή], επειδή η  οφειλή της προς την καθ’ ης η ανακοπή από το άνω ναυτιλιακό δάνειο είχε αποσβεστεί στο σύνολό της με την είσπραξη από την τελευταία τον Ιανουάριο του 2014 του τιμήματος των 3.400.000,00 δολ. Η.Π.Α. από την πώληση του άνω πλοίου, η οποία κατέστη εφικτή μετά την παραίτησή της από ισόποση πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επ’ αυτού και την αποδοχή από μέρους της του υποβληθέντος σ’ αυτήν εγγράφου αιτήματος της ίδιας (πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου), δια της διαχειρίστριας αυτού εταιρίας «………………», περί διαγραφής του συνόλου του οφειλόμενου υπολοίπου του δανείου της και β) (επικουρικά), διότι η άσκηση του σχετικού δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή, μετά την προγενέστερη άνω συμπεριφορά της [παραίτησή της από την άνω χορηγηθείσα αποκλειστικά υπέρ αυτής εμπράγματη ασφάλεια επί του άνω πλοίου που ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της ίδιας (πρώτης ανακόπτουσας), ρητή συναίνεσή της στις 19-5-2014 για την πλήρη απόσβεση του υπολοίπου της οφειλής του δανείου και αδράνειά της επί δύο και ήμισυ έτη μετά την πώληση του πλοίου να προβεί σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια για την άμεση πληρωμή του υπολοίπου αυτού, συμπεριφορά που δημιούργησε στην ίδια (πρώτη ανακόπτουσα) την εύλογη και καλόπιστη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκούσε τη σχετική αξίωσή της] ήταν καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματός της. Ο λόγος αυτός ανακοπής, όπως ορθά κρίθηκε και πρωτόδικα, είναι ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος κατά την κύρια βάση του στο άρθρο 416 Α.Κ. και κατά την επικουρική βάση του στο άρθρο 281 Α.Κ. και πρέπει να εξεταστεί και κατ’ ουσία.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 862 Α.Κ. «Ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον  οφειλέτη». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 863 Α.Κ. «ο εγγυητής ελευθερώνεται,  εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά  για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής». Και οι δύο διατάξεις ρυθμίζουν περιπτώσεις ελευθέρωσης του εγγυητή, είναι δε ενδοτικού δικαίου. Στην περίπτωση του άρθρου 862 Α.Κ,  όπου προϋπόθεση εφαρμογής είναι η υπαίτια ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή από τον οφειλέτη, μπορεί, με αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία, να παραιτηθεί ο εγγυητής από την ελευθέρωσή του, αλλά μόνο για την περίπτωση που η ικανοποίηση του δανειστή ήθελε καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειάς του η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1 Α.Κ. και θα ήταν άκυρη. Αντίθετα, στην περίπτωση του άρθρου 863 Α.Κ, όπου ο δανειστής ασκεί δικαίωμά του να παραιτηθεί από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, τέτοια αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής, αν ο δανειστής παραιτηθεί των ασφαλειών του, είναι απεριόριστα έγκυρη και ισχυρή εφόσον δεν απαιτείται από τη διάταξη αυτή να οφείλεται η παραίτηση σε πταίσμα του δανειστή, προϋπόθεση άλλωστε που θα ήταν αδιανόητη, αφού η παραίτηση από τις  ασφάλειες είναι πάντοτε εμπρόθετη. Αν επομένως έχει συμφωνηθεί παραίτηση του εγγυητή από την ελευθέρωσή του σε περίπτωση παραίτησης του δανειστή από τις υπέρ αυτού υφιστάμενες ασφάλειες, δεν μπορεί να γίνει λόγος για πλήρωση του πραγματικού της προηγούμενης διάταξης του άρθρου  862 Α.Κ, αφού η απεριορίστως επιτρεπόμενη παραίτηση από τις ασφάλειες  αυτό ακριβώς εξασφαλίζει στο δανειστή, τη δυνατότητα να παραιτηθεί από τις  ασφάλειες χωρίς να απολέσει την εγγύηση με ελευθέρωση του εγγυητή (Ολ.Α.Π. 6/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007 (Φ.Ε.Κ. Α’ 1521/10-07-2007), καταναλωτής είναι «κάθε φυσικό ή νομικό ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης-04-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας Ν. 1961/1991. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. β’ της προαναφερόμενης Οδηγίας, «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα Οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Νόμου 1961/1991, «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης αυτών. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος είναι εκείνος που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του χωρίς να έχει πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά τον Ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. H διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω Οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ’ αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών Γ.Ο.Σ. και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β’ της άνω Οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, Οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη Οδηγία κατώτατους όρους προστασίας.

Επιπλέον, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως ως προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι, από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994, δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Άλλωστε, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης (Ολ.Α.Π. 13/2015, Α.Π. 1463/2017, Εφ.Πατρ. 22/2021, Εφ.Κρητ. 13/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής κατ’ άρθρο 847 Α.Κ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και o εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου, διότι δε δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται άλλωστε και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περίπτ. ββ του ίδιου άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Εξάλλου η ελευθέρωση του εγγυητή δεν αποκλείεται, από ενδεχομένη παραίτηση αυτού εκ των προτέρων από το δικαίωμα διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της σχετικής ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων της θεσπιζόμενης με αυτή ελευθερώσεως, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρεία αμέλεια του τελευταίου, αφού κατά το άρθρο 862 Α.Κ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν αποκλείεται από ενδεχομένη παραίτησή του εκ των προτέρων από του, κατ’ άρθρο 855 Α.Κ, δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθέρωσης), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρεία αμέλεια του τελευταίου, δοθέντος ότι κατά την διάταξη του άρθρου 332 εδ. 1 Α.Κ. είναι άκυρη (174 ΑΚ) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαρεία αμέλεια (Ολ. ΑΠ 6/2000, Α.Π. 1431/2019, Α.Π. 1491/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη (Α.Π. 1216/2019, Α.Π. 1886/2014, Α.Π. 1763/2009, Α.Π. 1658/2006, Eφ.Πειρ. 715/2020, Τ.Ν.Π. NΟΜΟΣ). Ενόψει των ως άνω εκτεθέντων, o δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994, ενώ και o εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (Ολ.ΑΠ 13/2015, ό.α, Εφ.Πειρ. 79/2019, www.efeteio-peir.gr).

Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστα αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολό των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την παραπάνω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου απαριθμούνται ενδεικτικά 31 περιπτώσεις Γενικών Όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς να ερευνάται, ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (Α.Π. 1332/2012, Α.Π. 7/2011, Α.Π. 904/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 763/2017, www.areiospagos.gr,). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ, αποτελούν εξειδίκευση του γενικού 281 του Α.Κ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον τον καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, όπως και του σκοπού της, πάντοτε δε στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιές συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος Γενικός Όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (Α.Π. 1419/2019, Α.Π. 413/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή o κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Μόνο όμως το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του Α.Κ., παρά μόνο αν τούτο συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν o δανειστής, όπως έχει το δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Α.Π. 311/2020, Α.Π. 828/2018, Α.Π. 1352/2011, Α.Π. 1472/2004, Εφ.Πειρ. 123/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στον χρόνο που το άσκησε με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων και προσώπων, φυσικών ή νομικών, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Για το λόγο τούτο η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200, 288 ΑΚ) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η τράπεζα θα πρέπει σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης ή το οριστικό κλείσιμο του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (Α.Π. 1352/2011, Α.Π. 567/1996, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 450/2019, www.efeteio-peir.gr).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρει τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του, ο δεύτερος ανακόπτων παραπονείται για τη μη διαπίστωση με την εκκαλουμένη απόφαση της ακυρότητας της προσωπικής εγγύησης που παρείχε στην καθ’ ης η ανακοπή στα πλαίσια της ένδικης δανειακής σύμβασης, με βάση την οποία (προσωπική του εγγύηση) εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος του α) λόγω ελευθέρωσής του κατ’ άρθρο 862 Α.Κ, επειδή από πταίσμα της καθ’ ης η ανακοπή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτρια πρώτη ανακόπτουσα και ειδικότερα επειδή κατά τη σύναψη της άνω δανειακής σύμβασης τα μέρη απέβλεψαν στην αγοραία αξία του πλοίου (τότε 26.000.000,00 δολ. Η.Π.Α), υπολαμβάνοντας ότι με την εγγραφή από την καθ’ ης η ανακοπή πρώτης προσημείωσης επ’ αυτού εξασφαλίζεται πλήρως η απαίτησή της από το δάνειο, με συνέπεια, μετά τις πολύ δυσμενείς εξελίξεις που επικράτησαν στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά το πρώτο εξάμηνο του 2014 λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ύφεσης, τη συνακόλουθη σοβαρότατη μείωση της αξίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας του άνω πλοίου και την από 2-7-2014 συναίνεση της καθ’ ης η ανακοπή για την πώληση αυτού κατά τα ανωτέρω, να ανατραπεί το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της από μέρους του χορηγηθείσας εγγύησης και β) λόγω του ότι η παραίτησή του από την ένσταση δίζησης (άρθρου 855 Α.Κ.) και από την ένσταση του άρθρου 863 Α.Κ, στην οποία υποχρεώθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα που διέθετε διαπραγματευτική υπεροπλία, είναι καταχρηστική και άκυρη, επειδή αντιτίθεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. παρ. 2, 6, 7 Ν. 2251/1994. Ο λόγος αυτός ανακοπής κατά το α’ σκέλος του είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που ανωτέρω εκτέθηκε, τα επικαλούμενα γεγονότα εμφανίζονται ως τυχαία είτε ως δημιουργημένα με κοινή θέληση των συμβαλλομένων μερών (βλ. και Α.Π. 651/1984, Νο.Β. 33, 1187, Ι. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Τ. 3ος, 2006, υπ’ άρθρο 862, αριθ. 29, σ. 601 και υπ’ άρθρο 388, αριθ. 1680, 1701, σ.σ. 535, 586) και συνακόλουθα, και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν το απαιτούμενο κατά το άρθρο 862 Α.Κ. πταίσμα της καθ’ ης η ανακοπή δανείστριας υπό τη μορφή του δόλου ή της βαριάς αμέλειας εξαιτίας της οποίας έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτρια (βλ. και Α.Π. 1137/2019, Α.Π. 1431/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Νικ. Τριάντου, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδ, 2015, υπ’ άρθρο 862, αριθ. 1, σ. 1213), ενόψει και του ότι γίνεται επίκληση α) πλήρους αντιστοιχίας της πραγματικής αξίας του ενυπόθηκου πλοίου κατά το χρόνο της πώλησής του με το τίμημα που εισπράχθηκε και αποδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή και β) επακολουθήσασας επανειλημμένης επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης, με διαδοχικές τροποποιήσεις των όρων αυτής, θετικές προς την δανειολήπτη και τους εγγυητές και παραλείπεται να γίνει αναφορά ότι στη σύμβαση εγγύησης, η οποία αφορούσε τόσο μεγάλου ύψους δανειακή οφειλή της πρωτοφειλέτριας, περιέχονταν όρος ότι η ισχύς της και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εγγυητή θα εξαρτιόταν από την εν γένει πιστοληπτική ικανότητα της τελευταίας. Προστίθεται εδώ εκ του περισσού ότι τα επικαλούμενα γεγονότα μεταβολών στη διεθνή ναυτιλιακή και οικονομική αγορά ούτε προσδιορίζονται ούτε δύναται να εκτιμηθούν ως έκτακτα και απρόβλεπτα κατά την έννοια του άρθρου 388 Α.Κ. (ήτοι μη επερχόμενα κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούμενα από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κ.λ.π. Α.Π. 998/2014, Α.Π. 609/2005, Α.Π. 1171/2004, Εφ.Θράκ. 21/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ανεξάρτητα από το ότι το άνω άρθρο δεν εφαρμόζεται επί ετεροβαρών συμβάσεων, όπως η σύμβαση εγγύησης και η σύμβαση δανείου (Ι. Καράκωστα, ό.α, υπ’ άρθρο 847, αριθ. 3, σ. 518, Απ. Γεωργιάδη / Μιχ. Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, υπ’ άρθρο 388, αριθ. 1 και υπ’ άρθρο 847, αριθ. 4, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 821/2012, Α.Π. 1620/2008, Α.Π. 609/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, επίσης απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής κατά το α’ σκέλος του ως μη νόμιμο, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου έφεσης κατά το α’ σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Περαιτέρω όμως, κατά το β’ σκέλος του άνω λόγου της έφεσής του, με το οποίο ο δεύτερος ανακόπτων παραπονείται για την απόρριψη με την εκκαλουμένη απόφαση ως αβάσιμου του β’ σκέλους του τέταρτου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίον ισχυρίζεται ότι είναι καταχρηστική και άκυρη κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. παρ. 2, 6, 7 Ν. 2251/1994 η παραίτησή του με τη σύμβαση εγγύησης από τις ενστάσεις των άρθρων 863 και 855 Α.Κ, ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθεται ότι ο ανωτέρω ανακόπτων κατά την παροχή της εγγύησης δεν ενήργησε στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. ββ’ του Ν. 2251/1994, μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007 (Ολ.Α.Π. 13/2015, Α.Π. 1138/2020, Α.Π. 1463/2017, Εφ.Δωδ. 240/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Να προστεθεί εδώ ότι οι διατάξεις των άρθρων 863 και 855 Α.Κ. τυγχάνουν ενδοτικού δικαίου και επιτρέπεται αντίθετη με αυτές συμφωνία των μερών, ώστε η παραίτηση του εγγυητή από την προστασία των διατάξεων αυτών είναι απεριόριστα έγκυρη και ισχυρή, εφόσον δεν απαιτείται να οφείλεται η παραίτηση σε πταίσμα του δανειστή (Ολ.Α.Π. 6/2000, Α.Π. 1137/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), γεγονός που επίσης δεν προκύπτει από τα περιστατικά που εκθέτει ο δεύτερος ανακόπτων, ο οποίος δεν αναφέρει και εάν η καθ’ ης η ανακοπή ενεργοποίησε κάποιο από τους ανωτέρω όρους, πλην της παραίτησης από την ένσταση διζήσεως και πως αυτό επέδρασε στην εξέλιξη της οφειλής του, ούτε εάν η χρησιμοποίησή τους είχε ως συνέπεια τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 του N. 2251/1994. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν απέρριψε τον τέταρτο λόγο ανακοπής κατά το β’ σκέλος του ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, όπως όφειλε να πράξει αυτεπάγγελτα (Α.Π. 196/2020, Α.Π. 999/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Πελ. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, παρ. 39, αρ. 2 και 3, σ.σ. 559, 560), αλλά τον απέρριψε ως μη νόμιμο (με την  αιτιολογία ότι η πρώτη ανακόπτουσα δεν θεωρείται καταναλωτής κατά την έννοια του ν. 2251/1994 επειδή συναλλάχθηκε για επαγγελματικό σκοπό στην ιστορούμενη δανειακή σύμβαση που δεν ήταν τυποποιημένη, και ότι ο δεύτερος ανακόπτων ως εγγυητής δεν εμπίπτει στη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή), ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία όμως της απόρριψης είναι εσφαλμένη. Το σφάλμα αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση και επομένως δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας με την ορθή (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διαφορετικό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό, αφού η απόρριψη λόγου ανακοπής ως μη νόμιμου είναι κατ’ ουσία απόρριψη, ενώ η απόρριψή του ως αόριστου είναι για τυπικούς λόγους (Εφ.Αθ. 203/2019, Εφ.Αθ. 3607/2019, Εφ.Αθ. 1107/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η διαφορά γίνεται πιο φα­νερή από το ότι η αοριστία είναι ελάττωμα του δικογράφου και δημιουργεί απαράδε­κτο, ενώ το βάσιμο κατά νόμο αφορά την ύπαρξη ή μη του ουσιαστικού δικαιώματος με βάση τα περιστατικά του λόγου ανακοπής. Σε μία τέτοια περίπτωση η θέση του εκκαλούντος καθίσταται ευνοϊκότερη και γι’ αυτό το εφετείο έχει την εξουσία να απορρίψει την ανακοπή του ως αόριστη (Α.Π. 140/2019, Α.Π. 92/2015, Α.Π. 1951/2007, Εφ.Πειρ. 27/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1190/1974, Νο.Β. 1974, 729, Π. Αρβανιτάκη, Η κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κατά τον Κ.Πολ.Δ, 2001, σ. 57, σημ. 19, Σ. Σαμουήλ, «Η έ­φεση κατά τον Κ.Πολ.Δ.», Ε’ έκδ. 2003, παρ. 855, σ. 333-334 και παρ. 902, σ. 344). Μάλιστα, το εφετείο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το ορισμένο του λόγου ανακοπής λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.) και μπορεί να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του έστω και αν ο ανακόπτων εκκαλεί και παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψή του (Α.Π. 131/2020, www.areiospagos.gr, Α.Π. 1216/1997, ΕλλΔνη 39, 573, Εφ.Αθ. 3557/2019, Εφ.Πατρ. 364/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Eφ.Πειρ. 587/2018, www.efeteio-peir.gr). Επομένως, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση της αιτιολογίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ, επειδή η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκότερη για το δεύτερο εκκαλούντα, πρέπει ο τέταρτος λόγος έφεσης, κατά το β’ σκέλος του, με το οποίο ο ανωτέρω εκκαλών υποβάλλει παράπονο για την απόρριψη ως μη νόμιμου του τέταρτου λόγου της ανα­κοπής του κατά το αντίστοιχο σκέλος του, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως, πρέπει, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο να κρατήσει την ανακοπή και να απορρίψει τον τέταρτο λόγο της κατά το β’ σκέλος του ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και στη συνέχεια να ερευνήσει το παραδεκτό και το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο και του πέμπτου και τελευταίου λόγου της.

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρει τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του (παρόμοιο με τον τρίτο λόγο, κατά το β’ σκέλος του, της ανακοπής της πρώτης ανακόπτουσας), ο δεύτερος ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να εκδώσει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος του ως εγγυητή των απαιτήσεών της από την ένδικη σύμβαση δανείου είναι καταχρηστική, επειδή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματός της, καθώς αυτή είχε παραιτηθεί από την άνω χορηγηθείσα αποκλειστικά υπέρ αυτής εμπράγματη ασφάλεια επί του άνω πλοίου που ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρωτοφειλέτριας πρώτης ανακόπτουσας, είχε ρητά συναινέσει στις 19-5-2014 για την πλήρη απόσβεση του υπολοίπου της οφειλής της τελευταίας και είχε παραλείψει κατά τα έτη 2012 έως 2017 να προβεί σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια για την άμεση πληρωμή του υπολοίπου του δανείου. Ο άνω λόγος ανακοπής, όπως ορθά κρίθηκε και πρωτόδικα, είναι ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 281 Α.Κ.. που αναλύεται στη νομική σκέψη του τετάρτου λόγου της ανακοπής και πρέπει να εξεταστεί και κατ’ ουσία.

Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρος της καθ’ ης η ανακοπή που εξετάσθηκε ένορκα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ’ αριθ. ………/5-11-2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος των ανακοπτόντων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη κλήτευση της καθ’ ης η ανακοπή (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ………../31-10-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ……….) και όλων των λοιπών εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι, από τα οποία θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία σε ορισμένα, χωρίς να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ανακόπτουσα, δια του νομίμου εκπροσώπου της ………., συνήψε με την καθ’ ης η ανακοπή τη με αριθμό ……./11-9-2008 σύμβαση πίστωσης ποσού 14.000.000,00 δολ. Η.Π.Α, με σκοπό τη χρηματοδότησή της για την αγορά του MV πλοίου «QJ», νηολογίου Caymann, αντί συνολικού τιμήματος 26.400.000 δολαρίων Η.Π.Α, πληρωτέο κατ’ αρχήν σε δέκα έξι τριμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων οι οκτώ πρώτες ποσού 750.000,00 δολ. Η.Π.Α. εκάστη και οι οκτώ επόμενες ποσού 500.000,00 δολ. Η.Π.Α. εκάστη και μία τελευταία με εφάπαξ καταβολή ποσού 4.000.000,00 δολ. Η.Π.Α. Ως επιτόκιο συμφωνήθηκε το Libor, με περιθώριο κέρδους 1,625%, όπως αυτό θα καθόριζε μονομερώς η καθ’ ης η ανακοπή και οποιοσδήποτε μη πληρωθείς τόκος γι’ αυτό το απλήρωτο ποσό (συμβατικός τόκος, τόκος υπερημερίας) να ανατοκίζεται ανά εξάμηνο ή, αν η καθορισθείσα ως ανωτέρω περίοδος από την τελευταία είναι μεγαλύτερη, κατά την λήξη μιας τέτοιας μεγαλύτερης περιόδου (αμφότερες πριν και μετά οποιαδήποτε σε πρώτη ζήτηση ειδοποίηση από την τράπεζα) να είναι πληρωτέος στο τέλος κάθε τέτοιας περιόδου. Ως «Εγκεκριμένος διαχειριστής» του πλοίου ορίστηκε η εταιρία «………………..», με έδρα  στη Μονρόβια της Λιβερίας επί της οδού ………., με αριθμό ………, η οποία έχει γραφείο στην Ελλάδα (…………..), σύμφωνα με τους Ελληνικούς νόμους 89/67, 378/68, 27/75, 814/78 και 2234/94. Ακόμη, στον όρο 7.4 της αρχικής δανειακής σύμβασης προβλέφθηκε ότι, σε περίπτωση παράλειψης της πρώτης ανακόπτουσας να πληρώσει κατά τη δήλη ημερομηνία οποιαδήποτε οφειλόμενο ποσό, θα πρέπει να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση τόκο επί όλων των ληξιπρόθεσμων ποσών από τη δήλη ημερομηνία μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής πληρωμής (καθώς και πριν την έκδοση δικαστικής απόφασης) επί καθημερινής βάσης με ετήσιο επιτόκιο, το οποίο καθορίστηκε ως i) το περιθώριο επαυξημένο κατά 2% ετησίως και ii) LIBOR για  χρονικά διαστήματα που η τράπεζα θα καθορίσει και για ποσά ίσα με το μη πληρωμένο ποσό. Επιπλέον, με τον όρο 9.2 της αρχικής δανειακής σύμβασης ορίστηκε ότι η τράπεζα, με την επέλευση περιστατικού υπερημερίας, δύναται, αφού πρώτα ειδοποιήσει την πρώτη ανακόπτουσα, να δηλώσει το δάνειο και όλα τα άλλα πληρωτέα ποσά αμέσως απαιτητά και πληρωτέα, οπότε καθίστανται αυτά άμεσα απαιτητά και πληρωτέα. Με τον όρο 8.4 οι διάδικοι κατήρτισαν αποδεικτική σύμβαση περί απόδειξης της απορρέουσας εκ της δανειακής σύμβασης οφειλής από τους λογαριασμούς που τηρούνται προς εξυπηρέτηση αυτής και από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή. Περαιτέρω, με τον όρο 11.14 της αρχικής δανειακής σύμβασης η πρώτη ανακόπτουσα ανέλαβε την υποχρέωση, στην περίπτωση κατά την οποία η αγοραία αξία του πλοίου (αρχικής αποτίμησης 26.400.000,00 δολ. Η.Π.Α.) κατέλθει κάτω από το 130% του δανείου, δηλαδή σε περίπτωση που η αγοραία αξία του πλοίου καταστεί μικρότερη του ποσού των (14.000.000,00 δολ. Η.Π.Α. + 30% =) 18.200.000,00 δολ. Η.Π.Α, τότε, εντός 10 ημερών από τη σχετική γνωστοποίηση από την τράπεζα μιας τέτοιας απαίτησης α) είτε να παράσχει πρόσθετη εξασφάλιση που θα είναι επαρκής για να καλύψει το έλλειμμα αυτό, εάν δε δεν είναι η πρόσθετη αυτή εξασφάλιση ικανοποιητική για την τράπεζα, τότε να θεωρείται ότι έχει επιλέξει την προπληρωμή του δανείου, είτε να προπληρώσει το μέρος αυτού του δανείου για να διασφαλίσει ότι η αγοραία αξία του πλοίου της ανέρχεται στο 130% τουλάχιστον του δανείου, ενώ, σύμφωνα με τον ίδιον όρο, για την εκτίμηση της αγοραίας αξίας του πλοίου η τράπεζα όφειλε μία φορά τουλάχιστον κάθε 12 μήνες από την ημερομηνία εκταμίευσης να λαμβάνει υπόψη της τον μέσο όρο δύο (2) εκτιμήσεων από δύο ανεξάρτητους ναυλομεσίτες πώλησης και αγοράς. Προς εξασφάλιση δε της καθ’ ης η ανακοπή συμφωνήθηκε η εγγραφή πρώτης προτιμώμενης υποθήκης επί του άνω πλοίου που επρόκειτο να αγοραστεί. Τέλος, ορίστηκε ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό, συμφωνήθηκε η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά, ενώ σύμφωνα με τον όρο 20.5 της αρχικής δανειακής σύμβασης, ορίστηκε ως αντίκλητος της πρώτης ανακόπτουσας στην Ελλάδα ο δικηγόρος …………….., με διεύθυνση τον Πειραιά, επί της οδού ………… κι ότι σε περίπτωση παράλειψης της υποχρέωσής της να διατηρεί τον παραπάνω αντίκλητο, η καθ’ ης η ανακοπή θα μπορούσε αγωγές ή άλλα έγγραφα που απευθύνονται σε αυτήν να τις κοινοποιήσει έγκυρα στον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Πειραιά. Συνεπώς, δεν συμφωνήθηκε η υποχρεωτική κοινοποίηση στον αντίκλητο της δανειολήπτριας όλων των εγγράφων που συνδέονται με τη σύμβαση, σύμφωνα με τον προειρημένο όρο, όπως ισχυρίζεται με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής της η πρώτη ανακόπτουσα, δεδομένου ότι κατά την διάταξη του άρθρου 142 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, σε περίπτωση αμφιβολίας, η επίδοση στον αντίκλητο είναι δυνητική, όπως εκτέθηκε σε παραπάνω νομική σκέψη. Την ως άνω σύμβαση εγγυήθηκε απεριόριστα, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ο δεύτερος ανακόπτων, με την υπογραφή της από 11-9-2008 σύμβασης παροχής εγγυήσεως, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος ρητά και ανεπιφύλακτα των ενστάσεών του εκ των άρθρων 853, 854, 855, 858 και 862, 863, 864, 866, 867, 868 και 869 Α.K. ως και κάθε άλλης ένστασης εναντίον της τράπεζας, καθώς και του ευεργετήματος της διζήσεως. Το ίδιο έπραξε με τους ίδιους όρους και ο έτερος εγγυητής …………. (τρίτος των καθ’ ων η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής). Όμοια, ορίστηκε ως αντίκλητος του δεύτερου ανακόπτοντος στην Ελλάδα ο δικηγόρος ……….., με διεύθυνση τον Πειραιά επί της οδού …………. και επομένως, δεν συμφωνήθηκε η υποχρεωτική κοινοποίηση σ’ αυτόν όλων των εγγράφων που συνδέονται με τη σύμβαση εγγύησης, σύμφωνα με τον προειρημένο όρο, όπως ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο ανακοπής του ο δεύτερος ανακόπτων. Ας σημειωθεί δε ότι τόσο η δανειακή σύμβαση, όσο και οι παρακάτω τροποποιητικές συμβάσεις αυτής και οι διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση της οφειλής από το δάνειο έγιναν στην Ελλάδα και δη στα γραφεία της καθ’ ης η ανακοπή, ενώ στην ειδοποίηση ανάληψης του δανείου η ως άνω «εγκεκριμένη διαχειρίστρια» έχει θέσει κάτωθι της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου της τη σφραγίδα της εταιρίας, αναφέρουσα ως έδρα της την Γλυφάδα, επί της οδού ………….., όμοια δε στην από 4-7-2012 επιστολή – αίτημά της για παράταση της αναστολής για την καταβολή δόσης του δανείου. Στη συνέχεια και μετά την ανάληψη στις 30-9-2008 του ποσού του δανείου από την πρώτη ανακόπτουσα, ήτοι του ποσού των 14.000.000,00 δολ. Η.Π.Α. (βλ. προσκομιζόμενη ειδοποίηση ανάληψης ίδιας ημέρας), επακολούθησε, κατόπιν αιτήματος των ανακοπτόντων, η από 2-4-2009 συμπληρωματική σύμβαση μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και της καθ’ ης η ανακοπή, με την οποία, αφενός η πρώτη ανακόπτουσα αναγνώρισε την οφειλή της, ανερχόμενη τότε σε 13.250.000,00 δολ. Η.Π.Α. πλέον δεδουλευμένων τόκων, η δε καθ’ ης η ανακοπή (δεχόμενη σχετικό αίτημα της πρώτης ανακόπτουσας) παραιτήθηκε του ανωτέρω δικαιώματός της για πρόσθετη εξασφάλιση ή για προπληρωμή του δανείου σε περίπτωση που η αγοραία αξία του πλοίου κατέλθει του 130% του δανείου και, περαιτέρω συμφωνήθηκε το επιτόκιο σε 2,25 % και η αποπληρωμή του δανείου σε 15 τριμηνιαίες δόσεις, κατά αντίστροφο τρόπο απ’ ότι είχε αρχικά συμφωνηθεί και κατά προφανή διευκόλυνση της πρώτης ανακόπτουσας, ήτοι σε 8 δόσεις των 500.000,00 δολ. Η.Π.Α. και στη συνέχεια σε 7 δόσεις των 750.000,00 δολ. Η.Π.Α. και σε μία δόση εφάπαξ 4.000.000,00 δολ. Η.Π.Α, μαζί με την τελευταία δόση, πληρωτέα στις 1-10-2012. Επίσης, συμφωνήθηκε ως ετήσιο επιτόκιο υπερημερίας το ετήσιο επιτόκιο επαυξημένο σε 2% και ορίστηκε ότι, κατά τα λοιπά, ισχύουν οι ανωτέρω όροι της αρχικής σύμβασης. Με την από 2-4-2009 επιστολή του ο δεύτερος ανακόπτων αναγνώρισε το ανωτέρω υπόλοιπο του δανείου και δήλωσε την παραίτησή του από τις  ως άνω ενστάσεις, όπως και ο έτερος εγγυητής – τρίτος των καθ’ ων η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Επακολούθησε, κατόπιν αιτήματος των ανακοπτόντων, η από 31-3-2010 συμπληρωματική σύμβαση μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και της καθ’ ης η ανακοπή, με την οποία, αφενός η πρώτη ανακόπτουσα αναγνώρισε την οφειλή της, ανερχόμενη τότε σε 11.250.000,00 δολ. Η.Π.Α. πλέον δεδουλευμένων τόκων, η δε καθ’ ης η ανακοπή (δεχόμενη σχετικό αίτημα της πρώτης ανακόπτουσας) παραιτήθηκε του ανωτέρω δικαιώματός της μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία για πρόσθετη εξασφάλιση ή για προπληρωμή του δανείου σε περίπτωση που η αγοραία αξία του πλοίου κατέλθει του 130% του δανείου και, περαιτέρω, συμφωνήθηκε το περιθώριο του επιτοκίου σε 3%. Με την από 31-3-2010 επιστολή του ο δεύτερος ανακόπτων αναγνώρισε το ανωτέρω υπόλοιπο του δανείου και δήλωσε την παραίτησή του από τις ίδιες ως άνω ενστάσεις, όπως και ο έτερος εγγυητής – τρίτος των καθ’ ων η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματος της πρώτης ανακόπτουσας δια του νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου ανακόπτοντος, καταρτίστηκε η από 4-2-2011 συμπληρωματική σύμβαση μεταξύ αυτής και της καθ’ ης η ανακοπή, με την οποία η μεν πρώτη ανακόπτουσα αναγνώρισε την οφειλή της, τότε ανερχόμενη σε 9.250.000 δολ. Η.Π.Α. πλέον δεδουλευμένων τόκων, η δε καθ’ ης η ανακοπή (δεχόμενη σχετικό αίτημα της πρώτης ανακόπτουσας) παραιτήθηκε του ανωτέρω δικαιώματός της μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία για πρόσθετη εξασφάλιση ή για προπληρωμή του δανείου σε περίπτωση που η αγοραία αξία του πλοίου κατέλθει του 130% του δανείου και, περαιτέρω, συμφωνήθηκε το περιθώριο του επιτοκίου σε 4%. Τέλος, συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του δανείου σε 15 τριμηνιαίες δόσεις, με μείωση των επί μέρους ποσών και επιμήκυνση του δανείου σε σχέση με τα συμφωνηθέντα μετά και την πρώτη τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, κατά προφανή εκ νέου διευκόλυνση της πρώτης ανακόπτουσας, ήτοι σε 15 δόσεις των 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον μίας εφάπαξ δόσης ποσού 2.170.000,00 δολ. Η.Π.Α, καταβλητέας μαζί με την τελευταία δόση από τις δεκαπέντε, της πρώτης δόσης (εκ των 15) πληρωτέας στις 5-4-2011 και της τελευταίας δόσης πληρωτέας στις 1-10-2012. Επιπλέον, συμφωνήθηκε η προπληρωμή επί εξαμηνιαίας βάσης, μέσω των καθαρών διαθεσίμων (αν υπάρχουν), καταλογιζόμενων στην εφάπαξ δόση ποσού 2.170.000,00 δολ. Η.Π.Α. Με την από 4-2-2011 επιστολή του ο δεύτερος ανακόπτων αναγνώρισε το ανωτέρω υπόλοιπο του δανείου και δήλωσε την παραίτησή του από τις ίδιες ως άνω ενστάσεις, όπως και ο έτερος εγγυητής – τρίτος των καθ’ ων η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Παρά τις ανωτέρω ρυθμίσεις όμως, η πρώτη ανακόπτουσα από τον Απρίλιο του 2013 είχε καταστεί υπερήμερη στις δανειακές της υποχρεώσεις και ήδη τον Απρίλιο του 2014 όφειλε για κεφάλαιο: 1) υπόλοιπο δόσης κεφαλαίου ποσού 107.894,98 δολ. Η.Π.Α, που ήταν καταβλητέα στις 8-4-2013, 2) δόση κεφαλαίου 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, που ήταν καταβλητέα στις 8-7-2013, 3) δόση κεφαλαίου ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, που ήταν καταβλητέα στις 8-10-2013, 4) δόση κεφαλαίου ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, που ήταν καταβλητέα στις 8-1-2014, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 80.546,77 δολ. Η.Π.Α. και 5) δόση κεφαλαίου ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, που ήταν καταβλητέα στις 8-4-2014, πλέον τόκων υπερημερίας για κάθε επί μέρους δόση.  Ενόψει αυτών, ο δεύτερος ανακόπτων απέστειλε την από 9-5-2014 επιστολή προς την καθ’ ης η ανακοπή, ως εκπρόσωπος της άνω διαχειρίστριας του πλοίου (εταιρίας «…………….»), με αναγραφόμενο τόπο αποστολής του εγγράφου και έδρας της τελευταίας τη Γλυφάδα Αττικής, ……….., εκθέτοντας ότι σε συνέχεια της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας τους ενημερώνει ότι η ηλικία του άνω πλοίου (MV «QJ») είναι 27 έτη κι ότι λόγω της κακής κατάστασης στη ναυλαγορά δυσκολεύονται να το απασχολήσουν σε κάποια επικερδή ναύλωση, με αποτέλεσμα να έχουν συσσωρευτεί χρέη προς πιστωτές ύψους 860.000,00 ευρώ στις 30-4-2014 κι ότι η μόνη του απασχόληση είναι ασύμφορη, καθώς ο ναύλος είναι μικρότερος των εξόδων του πλοίου, το οποίο είναι υπόχρεο για ειδική επιθεώρηση (special survey) στις 26-7-2014, με αναμενόμενο κόστος 600.000,00 δολ. Η.Π.Α. για την ολοκλήρωσή της. Ότι ενόψει της κακής κατάστασης της ναυλαγοράς και προκειμένου να ανακοπεί η συσσώρευση χρεών έχουν προβεί σε έρευνα αγοράς για πώληση του πλοίου για scrap και further trading αντί τιμήματος 3.400.000,00 δολ. Η.Π.Α. και ότι ήδη η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, για δάνειο 14.000.000,00 δολ. Η.Π.Α, έχει εισπράξει κεφάλαιο 6.260.429,00 δολ. Η.Π.Α. και τόκους 1.602.371,00 δολ. Η.Π.Α. (σύνολο 7.862.800,00 δολ. Η.Π.Α.). Με τα δεδομένα δε αυτά πρότεινε υπό την άνω ιδιότητά του είτε την συναίνεσή της στην πώληση του πλοίου αντί ελάχιστου τιμήματος 3.400.000,00 δολ. Η.Π.Α, αναφέροντας ότι «θεωρούμε απολύτως λογικό το υπόλοιπο του δανείου να διαγραφεί και πιστεύουμε ότι η Τράπεζα σας έχει ανακεφαλαιοποιηθεί σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό και είναι σε θέση να αποδεχθεί αυτό το λογικό αίτημα» και οι ίδιοι ως πλοιοκτήτες να αναλάβουν την αποπληρωμή των πιστωτών με ποσό 800.000,00 ευρώ εξ ιδίων κεφαλαίων, είτε την επιπλέον δανειοδότησή τους με ποσό 1.000.000,00 δολ. Η.Π.Α, λύση όμως που, όπως ανέφερε, τη θεωρούσε ως μη βιώσιμη, ενόψει και της ηλικίας του πλοίου. Όπως προκύπτει από το κείμενο της παραπάνω επιστολής, δεν τέθηκε ως όρος στην παροχή συναίνεσης εκ μέρους της τράπεζας η διαγραφή του υπολοίπου του χρέους από το ανωτέρω δάνειο με την είσπραξη του ποσού των 3.400.000,00 δολ. Η.Π.Α, αλλά υποβλήθηκε αυτό ως αίτημα. Με την από 19-5-2014 απαντητική της επιστολή η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα επιβεβαίωσε ότι «με την απόδειξη καταβολής του ποσού των 3.400.000,00 δολ. Η.Π.Α. στον υπ’ αριθ. …………… λογαριασμό που τηρείτο σ’ αυτήν, με δικαιούχο την πρώτη ανακόπτουσα, θα προέβαινε στην εξάλειψη της εγγραφείσας υποθήκης επί του πλοίου που είχε παρασχεθεί υπέρ αυτής», χωρίς καμία αναφορά στο υπόλοιπο του χρέους ή σε άρση της προσωπικής εγγύησης του δεύτερου ανακόπτοντος και χωρίς να αποδεχθεί το αίτημα για διαγραφή του υπολοίπου χρέους. Επομένως, η απευθυντέα πρόταση της πρώτης ανακόπτουσας δεν έγινε δεκτή, ούτε και σιωπηρά, καθώς η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σε αυτόν που πρότεινε, με αφετηρία το χρόνο της πρότασης, μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε με αυτή ή συγχρόνως με άλλο τρόπο γραπτώς ή προφορικώς ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε, ενώ η σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση δεν αποτελεί αποδοχή ούτε αποποίηση, μόνο δε κατ’ εξαίρεση μπορεί ερμηνευτικά να δοθεί σε αυτή δικαιοπρακτικός χαρακτήρας με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική (Α.Π. 845/2019, Α.Π. 600/2017, Α.Π. 884/2013, Α.Π. 1110/2013, Α.Π. 882/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη δε περίπτωση επρόκειτο για δανειακή σύμβαση που είχε εγγράφως καταρτιστεί και μόνο εγγράφως τροποποιηθεί ως προς όλες της τις λεπτομέρειες, όπως επιβάλλουν τα συναλλακτικά ήθη σε τραπεζικές συμβάσεις που αφορούν τη ναυτιλία με ιδιαίτερα υψηλό ποσό δανείου. Εξάλλου, ουδεμία παρανόηση προς τούτο υπήρξε εκ μέρους των ανακοπτόντων, όπως προκύπτει απ’ όσα δήλωσαν αυτοί μετά την πώληση του πλοίου και την πίστωση του τιμήματος σε λογαριασμό του δανείου προς εξόφληση της επίδικης οφειλής, οπότε επακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών για το υπόλοιπο του δανείου. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων αυτών, ο δεύτερος ανακόπτων απέστειλε τη με ημερομηνία 14-10-2014 επιστολή του προς την καθ’ ης η ανακοπή, με τον ίδιο τόπο αποστολής και για λογαριασμό της ίδιας εταιρίας, όπου επιβεβαιώνει τις συναντήσεις των διαδίκων και του ετέρου εγγυητή – τρίτου των καθ’ ων η διαταγή πληρωμής για διευθέτηση του χρέους κι ότι συζητήθηκαν οι προσωπικές τους εγγυήσεις, προτείνοντας δόσεις, επιτόκιο, κ.λ.π. για το ήμισυ του χρέους από την επίδικη δανειακή σύμβαση, το οποίο ανερχόταν κατά τον ίδιο σε 4.339.571,30 δολ. Η.Π.Α, πρόταση που απορρίφθηκε ρητά και αμφισβητήθηκε και ως προς το υπόλοιπο του χρέους από την καθ’ ης με την από 4-12-2014 απαντητική επιστολή της στην προηγούμενη επιστολή του. Επομένως, ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το κύριο σκέλος του περί απόσβεσης της οφειλής της με την συναίνεση της καθ’ ης η ανακοπή στην πώληση του ανωτέρω πλοίου και την είσπραξη του ποσού των 3.400.000,00 ευρώ τον Ιούνιο του 2014 κατά πλήρη αποδοχή του αιτήματος των ανακοπτόντων περί διαγραφής του υπολοίπου του χρέους τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε και ο τρίτος λόγος της έφεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, με την από 6-10-2016 επιστολή της η καθ’ ης η ανακοπή ενημέρωσε την πρώτη ανακόπτουσα, τη διαχειρίστρια του πλοίου και το δεύτερο ανακόπτοντα, με ίδιο τόπο αποστολής (Γλυφάδα Αττικής, Λεωφόρος ………..), καθώς και τον έτερο εγγυητή, για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, οπότε, ελλείψει καταβολών ή νέας ρύθμισης του δανείου, η οφειλή από το ανωτέρω δάνειο μεταφέρθηκε στις 29-12-2016 σε καθεστώς οριστικής καθυστέρησης. Κατά το χρόνο αυτό η οφειλή της πρώτης ανακόπτουσας είχε αναλυτικά ως εξής: 1) υπόλοιπο δόσης κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 8-4-2013, ποσού 107.894,98 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας, ποσού 18.412,28 δολ. Η.Π.Α, 2) δόση κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 8-7-2013, ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας, ποσού 80.546,77 δολ. Η.Π.Α, 3) δόση κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 8-10-2013, ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας, ποσού 80.546,77 δολ. Η.Π.Α, 4) δόση κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 8-1-2014, ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 80.546,77 δολ. Η.Π.Α, 5) δόση κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 8/4/2014, ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 80.546,77 δολ. Η.Π.Α, 6) δόση κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 8-7-2014, ποσού 472.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 77.588,75 δολ. Η.Π.Α, 7) μη αποπληρωθέντες συμβατικοί τόκοι που ήταν καταβλητέοι στις 8-7-2014, ποσού 33.587,69 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας επ’ αυτών, ποσού 5.521,24 δολ. Η.Π.Α, 8) δόση κεφαλαίου που ήταν καταβλητέα στις 6-10-2014, ποσού 2.642.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 392.734,47 δολ. Η.Π.Α. και 9) μη αποπληρωθέντες συμβατικοί τόκοι που ήταν καταβλητέοι στις 6-10-2014, ποσού 28.355,27 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας επ’ αυτών, ποσού 4.215,03 δολ. Η.Π.Α, ήτοι η συνολική οφειλή της πρώτης ανακόπτουσας ανέρχονταν στο ποσό των 5.992.496,79 δολ. Η.Π.Α, αναλυόμενο σε κεφάλαιο ποσού 5.109.894,98 δολ. Η.Π.Α, πλέον συμβατικών τόκων ποσού 61.942,96 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 820.658,85 δολ. Η.Π.Α. Στη συνέχεια, κοινοποιήθηκε στις 3-1-2017 στους ανακόπτοντες και στον τρίτο των καθ’ ων η διαταγή πληρωμής – εγγυητή η από 30-12-2016 εξώδικη δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή περί του κλεισίματος του δανειακού λογαριασμού, του υπολοίπου του και ότι τους έχει κατηγοριοποιήσει ως «μη συνεργάσιμους δανειολήπτες» κατά τον ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013, ενημερώνοντάς τους ότι θα προβεί στην ικανοποίησή της μέσω της δικαστικής οδού, ενώ προέβη και σε δέσμευση ποσών  1.821,25 και 123.035,94 ευρώ που πρώτη και δεύτερος απ’ αυτούς αντίστοιχα διατηρούσαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους σ’ αυτή. Μετά ταύτα, στις 26-1-2017 οι εγγυητές της δανειακής σύμβασης ………. και ……………. της κοινοποίησαν την από 9-1-2017 εξώδικη απάντησή τους, δηλώνοντας ότι το τίμημα πώλησης του πλοίου διατέθηκε στο σύνολο του «για μερική αποπληρωμή του δανείου», διαμαρτυρόμενοι για την υπαγωγή τους στην κατηγορία των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, επικαλούμενοι τις διαπραγματεύσεις που είχαν λάβει χώρα όλο το διαδραμόν χρονικό διάστημα από την καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων του δανείου. Ακόμη δε και μετά το κλείσιμο του λογαριασμού συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις των μερών (βλ. και την κατάθεση της μάρτυρος της καθ’ ης η ανακοπή καθώς και την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση και το από 6-6-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του οικονομικού συμβούλου του δεύτερου ανακόπτοντος …………….., το οποίο απορρίφθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή). Μετά ταύτα, η καθ’ ης η ανακοπή αιτήθηκε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για μέρος της απαίτησής της, ποσού 500.000,00 δολ. Η.Π.Α. ή στο ισάξιο τους σε ευρώ κατά την επίσημη ισοτιμία δολ. Η.Π.Α. – ευρώ κατά την ημέρα εξόφλησής του, προσκομίζοντας προς απόδειξη της απαίτησής της: 1) την από 11-9-2008 δανειακή σύμβαση ποσού 14.000.000 δολ. Η.Π.Α, στην αγγλική γλώσσα, με συνημμένη τη νόμιμη μετάφρασή της στην ελληνική, 2) τις από 11-9-2008 συμβάσεις παροχής εγγυήσεως, 3) την από 30-9-2008 ειδοποίηση εκταμίευσης («Drawdown Notice») στην αγγλική γλώσσα, με συνημμένη τη νόμιμη μετάφρασή της στην ελληνική, αποδεικνυόμενης της χορήγησης του επίδικου δανείου, ποσού 14.000.000,00 δολ. Η.Π.Α, 4) τις από 2-4-2009, 31-3-2010 και 4-2-2011 συμπληρωματικές της κύριας δανειακής σύμβασης συμφωνίες, στην αγγλική γλώσσα, με συνημμένη τη νόμιμη μετάφρασή τους στην ελληνική, 5) τις από 2-4-2009, 31-3-2010 και 4-2-2011 επιστολές περί παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του δεύτερου ανακόπτοντος αναφορικά με τις ως άνω από 2-4-2009, 31-3-2010 και 4-2-2011 συμπληρωματικές στην ως άνω κύρια δανειακή σύμβαση συμφωνίες, 6) τις από 2-10-2008, 2-4-2009, 31-3-2010 και 4-2-2011 επιστολές της εταιρίας «………….» περί επιβεβαίωσης του διορισμού της ως «εγκεκριμένου διαχειριστή» και ανάληψης των σχετικών υποχρεώσεών της, στην αγγλική γλώσσα, με συνημμένη τη νόμιμη μετάφρασή τους στην ελληνική, 7) τις από 10-4-2012 και 4-7-2012 συμπληρωματικές συμφωνίες στην αγγλική γλώσσα, με συνημμένη τη νόμιμη μετάφρασή τους στην ελληνική, 8) τον υπ’ αριθ. …….. και με κωδικό δανείου …………. λογαριασμό, και τον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, 9) τις υπ’ αριθ. ……./3-1-2017 και ……../3-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……………. περί της επιδόσεως στους ανακόπτοντες της από 30-12-2016 εξώδικης δήλωσης της καθ’ ης η ανακοπή και 10) την ηλεκτρονική εκτύπωση του ισχύοντος κατά την ημερομηνία κατάθεσης της διαταγής πληρωμής από 16-7-2018 Δελτίου Τιμών Συναλλάγματος και Τραπεζογραμματίων από τα ηλεκτρονικά συστήματα της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε, από το οποίο προκύπτει ότι η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. ήταν 1,00 ευρώ προς 1,1700 δολ. Η.Π.Α. και εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία επιδόθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα στην πραγματική έδρα της στη Γλυφάδα Αττικής, επί της λεωφόρου …………. Η άνω πραγματική επιχειρηματική έδρα της πρώτης ανακόπτουσας αποδεικνύεται: α) από τις προσαχθείσες υπ’ αριθ. ……./3-1-2017 και ………/3-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………. και από τις υπ’ αριθ. …../24-7-2018 και ………./24-7-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …….. αντίστοιχα, σύμφωνα με τις οποίες η επίδοση τόσο της από 30-12-2016 εξώδικης καταγγελίας της επίδικης σύμβασης δανείου, όσο και της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής πραγματοποιήθηκε για την πρώτη ανακόπτουσα εταιρία και για το δεύτερο ανακόπτοντα στην άνω διεύθυνση στη Γλυφάδα, όπου τα άνω έγγραφα παρελήφθησαν από τις εντεταλμένες για την παραλαβή εγγράφων υπαλλήλους τους ………. και …………. αντίστοιχα, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση αναφορικά με τη λειτουργία της πρώτης ανακόπτουσας στην άνω διεύθυνση (με αποτέλεσμα να μην παρίσταται ανάγκη επίδοσης της διαταγής πληρωμής και στο διορισθέντα με τη σύμβαση δανείου αντίκλητό της ………., δικηγόρο και κάτοικο Πειραιά), β) από τον όρο 18.1 της από 11-9-2008 σύμβασης δανείου, σύμφωνα με τον οποίο είχε ρητά συμφωνηθεί ότι οποιαδήποτε ειδοποίηση ή έγγραφο αναφορικά με την ανωτέρω σύμβαση θα επιδίδεται σε αμφότερους τους ανακόπτοντες στην άνω διεύθυνση στη Γλυφάδα, υπ’ όψιν του δεύτερου ανακόπτοντος, γ) από την προσαχθείσα αλληλογραφία μεταξύ της τράπεζας και της πρώτης ανακόπτουσας, στην οποία η τελευταία δήλωνε ως διεύθυνση επικοινωνίας της για οποιοδήποτε θέμα αναφορικά με την επίδικη σύμβαση την προαναφερθείσα διεύθυνσή της στη Γλυφάδα, στην οποία εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοί της παραλάμβαναν κάθε σχετικό έγγραφο (βλ. ενδεικτικά τις από 6-9-2017 επιστολές της άνω τράπεζας) και δ) από το προσαχθέν από 3-7-2012 πληρεξούσιο έγγραφο (power of attorney), σύμφωνα με το οποίο ο δεύτερος ανακόπτων, ο οποίος δήλωνε σε όλα τα συμβατικά έγγραφα ως διεύθυνσή του την άνω διεύθυνση στη Γλυφάδα (λεωφόρος ……….), ενεργούσε ως πληρεξούσιος της πρώτης ανακόπτουσας εταιρίας για την υπογραφή των επίδικων συμβατικών εγγράφων και για κάθε θέμα σχετικό με την επίδικη δανειακή σύμβαση, ενώ εμφανιζόταν και ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ανακόπτουσας (όπως προκύπτει από τις με ημερομηνία 6-9-2017 επιστολές της άνω τράπεζας, καθώς και την από 9-5-2014 επιστολή της διαχειρίστριας εταιρίας «…………. ……..», η οποία και αυτή είχε την ίδια διεύθυνση, σύμφωνα με την υπ’ αρ. πρωτ. …………/23-7-2008 βεβαίωση της Δ/σης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας). Μετά ταύτα τα υποστηριζόμενα αόριστα και ατεκμηρίωτα από τον ενόρκως βεβαιώσαντα μάρτυρα των ανακοπτόντων ………. (λογιστή της άνω διαχειρίστριας εταιρίας του πλοίου) περί πραγματικής επιχειρηματικής εγκατάστασης της πρώτης ανακόπτουσας στα νησιά Μάρσαλ δεν κρίνονται πειστικά, συνεκτιμημένου και του ότι, εάν ήταν αληθή, κανένα λόγο δεν θα είχαν οι εκκαλούντες να εμφανίζουν την άνω διεύθυνση στη Γλυφάδα στις σχέσεις τους και στις συμβάσεις που υπέγραφαν και στα έγγραφα που απηύθυναν στην τράπεζα. Εξάλλου, η πρώτη ανακόπτουσα – η οποία έλαβε γνώση της άνω διαταγής πληρωμής σε βάρος της και κατέθεσε εμπρόθεσμα και από κοινού με το δεύτερο ανακόπτοντα την υπό κρίση ανακοπή της, προβάλλοντας τις αντιρρήσεις της κατά της διαταγής πληρωμής και επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (στο οποίο εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις 57 σελίδων, προσκόμισε ένορκη βεβαίωση μάρτυρά τους και πλήθος άλλων αποδεικτικών εγγράφων και υπέβαλε και ερωτήσεις στον εξετασθέντα στο ακροατήριο μάρτυρα της καθ’ ης η ανακοπή) – δεν προέκυψε ότι υπέστη συγκεκριμένη δικονομική βλάβη από την επίδοση της εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης δανείου και της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στη δηλωθείσα απ’ αυτή στη σύμβαση δανείου άνω διεύθυνσή της στην Ελλάδα (και όχι στην καταστατική της διεύθυνση «…………………»), ούτε άλλωστε επικαλείται τέτοια συγκεκριμένη βλάβη της η οποία να μην μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της σχετικής ακυρότητας με την ανακοπή της. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε ομοίως στην κρίση ότι αποδείχθηκε η επικαλούμενη από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα πραγματική έδρα της πρώτης ανακόπτουσας στη Γλυφάδα (Λεωφόρος ……….), όπου της επιδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την πρώτη ανακόπτουσα με το επικουρικό σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επίσης, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι η επίδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δεν έγινε στο διορισμένο συμβατικά αντίκλητο των ανακοπτόντων ……………., δικηγόρο Πειραιά «επειδή η επίδοση προς αυτόν δεν είχε συμφωνηθεί ως υποχρεωτική και εν αμφιβολία είναι δυνητική». Ειδικότερα, από την επισκόπηση των ενδίκων συμβάσεων δανείου (όρος 20.5) και παροχής εγγύησης (όρος 14) προκύπτει ότι η επίδοση προς τον άνω συμβατικά ορισθέντα αντίκλητο των ανακοπτόντων πράγματι δεν είχε οριστεί υποχρεωτική, η δε επίδοση στο συμβατικά διορισθέντα αντίκλητο είναι καταρχήν δυνητική και όχι υποχρεωτική, όπως αναλύθηκε σε ανωτέρω νομική σκέψη. Περαιτέρω, η επίδοση τόσο της από 30-12-2016 εξώδικης καταγγελίας της επίδικης δανειακής σύμβασης όσο και της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στο δεύτερο ανακόπτοντα πραγματοποιήθηκε στη διεύθυνση εργασίας του επί της Λεωφόρου… . αρ. …. στην Γλυφάδα, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …./3-1-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….. και την υπ’ αρ. …./24-7-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………….. αντίστοιχα. Από τις άνω εκθέσεις επίδοσης προκύπτει ακόμη ότι τα άνω έγγραφα παρέλαβαν ανεπιφύλακτα και χωρίς να προβάλλουν οποιαδήποτε αντίρρηση οι …….. και ……… αντίστοιχα, αμφότερες υπάλληλοι της πρώτης ανακόπτουσας εταιρίας και εντεταλμένες αυτής και του δευτέρου ανακόπτοντος για την παραλαβή εγγράφων, με αποτέλεσμα να μην παρίσταται ανάγκη επίδοσης της διαταγής πληρωμής και στον συμβατικώς διορισθέντα αντίκλητο αυτού ……….., δικηγόρο και κάτοικο Πειραιά. Άλλωστε, τόσο στην από 11-9-2008 σύμβαση παροχής εγγύησης και στα λοιπά συμβατικά έγγραφα όσο και στην από 19-1-2017 εξώδικη απάντηση – πρόσκληση που απηύθυνε στην τράπεζα ο ανωτέρω ανακόπτων δήλωνε κάτοικος στη διεύθυνση «λεωφόρος ….. αριθ. ……., Γλυφάδα», ενώ στην ίδια διεύθυνση, στην οποία είχε ρητά συμφωνηθεί με τον όρο 18.1 της άνω δανειακής σύμβασης ότι θα επιδίδεται για άπαντες τους συμβαλλόμενους οποιαδήποτε ειδοποίηση ή έγγραφο αναφορικά με την επίδικη σύμβαση, παρέλαβε και την από 5-4-2017 εξώδικη απάντηση της τράπεζας, όπως προκύπτει από την προσαχθείσα υπ’ αρ. …………/25-4-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείο Αθηνών ……….. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος ανακόπτων υπέστη συγκεκριμένη δικονομική βλάβη από τη μη επίδοση της εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης δανείου και της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και στον άνω συμβατικά διορισθέντα αντίκλητό του, για την ταυτότητα των λόγων που δεν υπέστη τέτοια βλάβη και η έτερη ανακόπτουσα με την οποία είχαν κοινή εκπροσώπηση κατά τη συζήτηση της ανακοπής τους, ούτε άλλωστε επικαλείται ο ανωτέρω ανακόπτων τέτοια συγκεκριμένη βλάβη του, η οποία να μην μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της σχετικής ακυρότητας με την ανακοπή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε σε όμοια κρίση, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους ανακόπτοντες με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης και με το δεύτερο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το κύριο σκέλος του «περί απόσβεσης του συνόλου της επίδικης δανειακής οφειλής με την είσπραξη από την καθ’ ης η ανακοπή τον Ιανουάριο του 2014 του τιμήματος των 3.400.000,00 δολ. Η.Π.Α. από την πώληση του άνω πλοίου που κατέστη εφικτή μετά την παραίτησή της από ισόποση πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επ’ αυτού και την αποδοχή από μέρους της του υποβληθέντος σ’ αυτήν εγγράφου αιτήματος της ίδιας (πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου), δια της διαχειρίστριας αυτού εταιρίας «……………..», περί διαγραφής του συνόλου του οφειλόμενου υπολοίπου του δανείου της» είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι η συναίνεση της καθ’ ης η ανακοπή για την πώληση του άνω πλοίου αποδείχθηκε ότι έγινε προς μερική αποπληρωμή του δανείου, ως είθισται σ’ ανάλογες περιπτώσεις, αφού οι τράπεζες, σύμφωνα με την πάγια συναλλακτική πρακτική τους, η οποία ήταν γνωστή στους ανακόπτοντες λόγω της ιδιότητάς τους ως συχνά συναλλασσόμενους με αυτές, δεν παραιτούνται των δικαιωμάτων τους, ούτε αρκούνται στην ικανοποίηση μέρους των αξιώσεών τους (Εφ.Πατρ. 417/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), άποψη που ενισχύεται και εκ του ότι τα μέρη στη συνέχεια και μέχρι την έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ενδεχόμενο ρύθμισης της οφειλής από το υπόλοιπο του δανείου, χωρίς να προκύπτει αδράνεια της καθ’ ης για άσκηση των αξιώσεών της σε βάρος των ανακοπτόντων, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή, δεν είχαν έλλειμμα αυτοπροστασίας, αλλά διέθεταν εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών και είχαν τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ως και εκ του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ώστε να μπορούν να διαπραγματεύονται ισότιμα τους όρους των συμβάσεών τους. Τέλος, ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το επικουρικό σκέλος του περί καταχρηστικής καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και συμψηφισμού των αναφερθέντων ποσών από την καθ’ ης η ανακοπή σε αντίθεση με την προγενέστερη συμπεριφορά της έναντι της δανεισθείσας πρώτης ανακόπτουσας (συναίνεσή της στην πώληση του πλοίου μετά από παραίτησή της από εμπράγματη ασφάλειά της επ’ αυτού, αδράνειά της επί δύο και ήμισυ έτη μετά την πώληση του πλοίου να ασκήσει την επίδικη αξίωσή της κατά της ανωτέρω ανακόπτουσας, συμπεριφορά που δημιούργησε στην τελευταία την εύλογη και καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει την ένδικη αξίωσή της) και ο πέμπτος λόγος ανακοπής με επικαλούμενη ανάλογη καταχρηστική συμπεριφορά της έναντι του εγγυητή δευτέρου ανακόπτοντος είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι, διότι αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή προέβη σε επανειλημμένες τροποποιήσεις της δανειακής σύμβασης προς όφελος του δανειολήπτη και των εγγυητών με επιμήκυνση του δανείου και παροχή διευκόλυνσης ως προς τις δόσεις με το μεγαλύτερο ποσό, διαπραγματεύθηκε επί μακρόν με αυτούς τη δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου, οχλώντας τους για την καταβολή του υπολοίπου χωρίς να αδρανήσει για την είσπραξή του, ενώ, όπως προεκτέθηκε, η συναίνεσή της ως ενυπόθηκης δανείστριας για την πώληση του άνω πλοίου δόθηκε αποκλειστικά και μόνο προς μερική εξόφληση του οφειλόμενου σε αυτή ποσού από το υπόλοιπο του δανείου και εκ των πραγμάτων ήταν γι’ αυτήν η μόνη λογική επιλογή μετά το σχετικό αίτημα των ανακοπτόντων, λόγω της ραγδαίας μείωσης της αγοραίας αξίας του πλοίου, της παλαιότητάς του, της αδυναμίας συμφέρουσας ναύλωσής του και των μεγάλων λειτουργικών εξόδων που αντιμετώπιζε, τα οποία η πρώτη ανακόπτουσα αδυνατούσε να καλύψει και επομένως, η συμπεριφορά της δεν ελέγχεται ως αντιφατική. Κατόπιν όλων όσων προαναφέρθηκαν, η έφεση, η οποία δεν περιλαμβάνει άλλο λόγο, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία και δη ως προς τον τέταρτο λόγο της, με τον οποίο προσβάλλεται η εκκαλουμένη ως προς την απόρριψη του τέταρτου λόγου της ανακοπής κατά το β’ σκέλος του και ακολούθως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το αντίστοιχο μέρος της και δη κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμο το β’ σκέλος του τέταρτου λόγου αυτής, χωρίς να θίγονται οι λοιπές διατάξεις της (Εφ.Πατρ. 142/2020, Εφ.Θεσ. 20/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και αφού κρατηθεί η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά το μέρος αυτό (αρθρ. 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και δικαστεί η άνω ανακοπή επί του παραπάνω λόγου, να απορριφθεί αυτός ως αόριστος, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Ακολούθως, εφόσον μετά την απόρριψη και του άνω λόγου ανακοπής άπαντες οι λόγοι αυτής έχουν απορριφθεί, πρέπει να απορριφθεί και η κρινόμενη ανακοπή στο σύνολό της και να επικυρωθεί η με αριθ. ………../2018  διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ακόμη, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για τη δικαζόμενη ερήμην εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), διότι ανεξάρτητα από το ότι θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου ότι αυτή παρίσταται αντιπροσωπευόμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, αναγκαία ομόδικό της, το έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας έχει εξουσία να το κρίνει μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (Ολ. Α.Π. 15/2001, Α.Π. 1060/2011, Α.Π. 664/2010, Εφ.Πατρ. 30/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, μετά την απόρριψη από το Δικαστήριο τούτο των προβαλλόμενων με την έφεση λόγων της ανακοπής, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας «………..», με την οποία αυτή ζητεί να αποβεί η δίκη υπέρ της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας, δικαιοπαρόχου της εταιρίας «……………..» την οποία η άνω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα διαχειρίζεται και εκπροσωπεί και η οποία, όπως προαναφέρθηκε, μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης και πριν την αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση της ως άνω έφεσης, κατέστη ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης στην έννομη σχέση, από την οποία απορρέει, μεταξύ άλλων, η επίδικη απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή. Εξάλλου, αφού η έφεση των ανακοπτόντων γίνεται δεκτή και εξαφανίζεται (εν μέρει) η εκκαλούμενη απόφαση, υπάρχει «νίκη» των καταθεσάντων το παράβολο εκκαλούντων με την έννοια του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ. [όπως το ανωτέρω άρθρο ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και μετά την αντικατάστασή του από τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του ν. 4446/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 240/22-12-2016), με έναρξη ισχύος από 23-1-2017], χωρίς να ενδιαφέρει η επί της ουσίας κρίση επί της ανακοπής του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τούτου (Α.Π. 532/2016, Εφ.Πατρ. 21/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του υπ’ αριθ. ………….. e-παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, το οποίο κατέθεσαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδάφ. γ’ Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από 13-5-2019 και με ΓΑΚ ………… και ΕΑΚ ………/13-5-2019 έφεση κατά της με αριθ. 1146/27-3-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα – Ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και β) την από 16-1-2020 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ………../16-1-2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης και κατά των εκκαλούντων της άνω έφεσης, ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει και κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1146/27-3-2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που απέρριψε το β’ σκέλος του τέταρτου λόγου της από 14-9-2018 και με ΓΑΚ ………. και ΕΑΚ ………/13-9-2018 ανακοπής που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρατεί κατά το μέρος αυτό την υπόθεση και δικάζει την άνω ανακοπή επί του παραπάνω λόγου.

Απορρίπτει την ανακοπή κατά τον ως άνω λόγο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Επικυρώνει τη με αριθ. ………./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του υπ’ αριθ. ………….. e-παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, το οποίο κατέθεσαν.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  3 Ιουνίου 2021 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 9 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ