Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 350/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  350/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως) της Περιφερειακής Ενότητας Κυκλάδων της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου με την επωνυμία Δήμος Θήρας, που εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο αυτού, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Στυλιανός Παπανδρεόπουλος και

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: α] εταιρίας …………., β] εταιρίας …………, γ] εταιρίας ………………, δ] …………., ε] ………….., στ] …………. και ζ] ……….. τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους Ανδρέας – Κωνσταντίνος Τζήμας και Γεώργιος Ιατρίδης – Ραμαντάνης.

Το καλούν – εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 5.3.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./5.3.2012 και από 22.3.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../29.3.2012 δύο [2] αγωγές, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 464/2014 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, που, αφού τις συνεκδίκασε, τις δέχθηκε αμφότερες κατ’ ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκ των εναγομένων ήδη εκκαλούντες με την από 6.3.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/10.3.2014 έφεσή τους, καθώς και το από 9.2.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../10.2.2016 δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων, επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 51/2017 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο προς το σκοπό διενέργειας πραγματογνωμοσύνης.

Ήδη με την από 18.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/20.12.2019) κλήση του καλούντος – εφεσιβλήτου επανεισήχθη προς συζήτηση η έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και ορίστηκε προς τούτο δικάσιμος η 5η.3.2020 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο διαδοχικά από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με το από 18.12.2019 δικόγραφό του (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./20.12.2019), που τιτλοφορείται «κλήση – αίτηση εν μέρει ανάκλησης προδικαστικής απόφασης», το καλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου [οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης] «Δήμος Θήρας» με έδρα στη Σαντορίνη, επανεισάγει προς συζήτηση την από 6.3.2014 έφεση των αντιδίκων του (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/10.3.2014 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./12.3.2014) και τους από 9.2.2016 προσθέτους αυτής λόγους (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως  ……./10.2.2016), δια των οποίων προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 464/28.1.2014 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως κατά το εισαγωγικό της τμήμα διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 1497/21.3.2014 όμοια, η οποία συνεκδίκασε  τις από 5.3.2012 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./5.3.2012) και από 22.3.2012 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………/29.3.2012) δύο [2] αγωγές του καλούντος – ενάγοντος – εφεσιβλήτου – καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης Δήμου, που στράφηκαν Α] η μεν πρώτη εναντίον α] της κυρίας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – κρουαζιερόπλοιου (Ε/Γ – Κ/Ζ) SD αλλοδαπής, εδρεύουσας τυπικά στις Νήσους Μάρσαλ (Marshall Islands) και πραγματικά στον Πειραιά, εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εκπροσωπείται νόμιμα, β] της τεχνικής διαχειρίστριας του πλοίου αυτού αλλοδαπής και νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρίας με την επωνυμία «………» με έδρα στη Μονρόβια της Λιβερίας και νόμιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 στον Πειραιά, γ] της οικονομικής διαχειρίστριας άλλως εφοπλίστριας του ιδίου πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «…………..», καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ και πραγματική στον Πειραιά, που εκπροσωπείται νόμιμα και δ] του εδρεύοντος στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου και νομίμως εκπροσωπούμενου στην Ελλάδα αλληλασφαλιστικού οργανισμού με την επωνυμία «………………», που είχε αναλάβει συμβατικά την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι των κινδύνων περιβαλλοντικής μόλυνσης από τη λειτουργία του πλοίου αυτού, που στις 5.4.2007 προσέκρουσε σε ύφαλο εντός του κόλπου της Καλντέρας της Νήσου Θήρας των Κυκλάδων και αργότερα βυθίστηκε στη θέση «Παλαιά Ορυχεία» βόρεια του λιμένος του Αθηνιού της Θήρας και Β] η δεύτερη, πέραν των εταιριών που προαναφέρθηκαν και εναντίον των ε] …………, πλοιάρχου του βυθισθέντος πλοίου, στ] ……….. γενικού διευθυντή του τεχνικού τμήματος της ως άνω δεύτερης εναγόμενης, ζ] ……….., εξουσιοδοτημένου από την ίδια εναγόμενη για την ασφάλεια επιβατών και πληρώματος προσώπου (DPA) και η] …………, γενικού διευθυντή επιχειρήσεων στόλου της αυτής εναγομένης και ακολούθως δέχθηκε τις αγωγές αυτές, με τις οποίες ασκήθηκαν αξιώσεις, αντιστοίχως, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης από περιβαλλοντική ζημία προκληθείσα από το ένδικο ναυάγιο, τη μεν πρώτη, στο σύνολό της και τη δεύτερη εν μέρει και υποχρέωσε, αφενός, τις εναγόμενες εταιρίες να προβούν με δικές τους δαπάνες στην ανέλκυση του ναυαγίου και, αφετέρου, όλους τους εναγομένους, πλην του ως άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού, ως προς τον οποίο απέρριψε αμφότερες τις αγωγές ως απαράδεκτες, στην καταβολή προς τον ενάγοντα Δήμο του χρηματικού ποσού των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ (8.000.000 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της δεύτερης αγωγής, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, που προκλήθηκε από τις παράνομες και υπαίτιες, όπως κρίθηκε, πράξεις και παραλείψεις τους.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309 και 254 ΚΠολΔ, που κατά το άρθρο 524 § 1 εδαφ. α αυτού εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης για τη συμπλήρωση των αποδείξεων με τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ιδίου Κώδικα αποδεικτικά μέσα είναι μη οριστική, αφού δεν εξαντλεί τη διάγνωση επί του επίδικου αντικειμένου ούτε απεκδύει το δικαστήριο που την εξέδωσε από κάθε περαιτέρω εξουσία επί της αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας αλλά προωθεί ή διαμορφώνει τη διαδικασία και προετοιμάζει την επίλυση της διαφοράς, ώστε η υπόθεση να καταστεί ώριμη για την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης (ΑΠ 1269/2019, ΧρΙΔ 2020/211, ΑΠ 2072/2014, ΧρΙΔ 2015/361, ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2012, § 38, αρ. 45, σελ. 601, Κ. Μακρίδου, Έφεση κατά οριστικών και τελειωτικών αποφάσεων επί σωρεύσεως και συνεκδικάσεως αγωγών [άρθρ. 513 παρ. 1 ΚΠολΔ], σε Δνη 2006/979 επομ.). Συνεπώς, η απόφαση που διατάσσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 368 ΚΠολΔ, ως μη οριστική (ΑΠ 780/2015, ΑΠ 1149/2008, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), παράγει μόνον ενδοδιαδικαστική δέσμευση (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 14, αρ. 3, σελ. 267), υπό την έννοια ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε κωλύεται να ερευνήσει την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1184/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) πριν διενεργηθεί η πραγματογνωμοσύνη και κατατεθεί στη γραμματεία του η έγγραφη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων ή πριν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, αρχική ή κατά παράταση, που ορίστηκε προς τούτο κατά το άρθρο 383 § 1 ΚΠολΔ (ΤριμΕφΠειρ. 679/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 2728/1995, Αρμ. 1996/492, ΕφΑθ. 8941/1991, Δνη 1993/1358), εκτός αν ανακαλέσει την προηγούμενη προδικαστική κρίση του. Η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης κατόπιν συζητήσεως της διαφοράς, η οποία, όμως, δε μπορεί να λάβει χώρα αυτοτελώς αλλά σε επόμενη στάση της δίκης που προκαλείται με κλήση του διαδίκου (ΑΠ 644/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την οποία υποβάλλεται αίτημα συζητήσεως της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, οπότε και μόνον δημιουργείται στάση δίκης (ΑΠ 660/2011, ΑΠ 420/2009, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι απλώς αίτημα ανακλήσεως της μη οριστικής απόφασης (Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2018, άρθρο 309, αρ. 12, σελ. 518, Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 309, αρ. 2, σελ. 853, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Κ. Μακρίδου], Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 309, αρ. 3, σελ. 616 επομ.), διότι τούτο θα προσέδιδε στην κατ’ άρθρο 309 ΚΠολΔ αίτηση ανάκλησης τον υπό του δικονομικού νομοθέτη μη ηθελημένο χαρακτήρα ενδίκου μέσου (Ν. Κλαμαρής, Κλήση προς συζήτηση με αυτοτελές αίτημα, ή με αυτοτελή σκοπό, την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως, σε ΝοΒ 2005/1025 επομ. [1042]). Η εισαγωγή της υπόθεσης με κλήση που υποβλήθηκε αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 926/2014, ΧρΙΔ 2015/38, ενώ για το ότι ο περιορισμός της αυτοτελούς ανακλήσεως δεν ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία με την προηγούμενη μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του επιδίκου δικαιώματος, βλ. ΑΠ 419/2014, ΕΠολΔ 2014/523 = ΕΕμπΔ 2014/902 = ΕπιΔικΙΑ 2014/317, ΑΠ 1638/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 649/1996, Δνη 1998/1555 = ΔΕΕ 1996/1085 = Δ 1996/1191, όπου και παρατηρήσεις Σ. Σταματόπουλου, ΤριμΕφΛαρ. 19/2016, Δικογραφία 2016/135). Αντιθέτως, παραδεκτή κρίνεται η κλήση με την οποία επαναφέρεται προς επί της ουσίας συζήτηση η υπόθεση, ακόμα και αν σ’ αυτή σωρεύεται αίτημα ανακλήσεως της προηγηθείσας, περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, αποφάσεως, εφόσον η προθεσμία που τάχθηκε προς τούτο με την τελευταία έχει παρέλθει άπρακτη, αφού τότε η υπόθεση έχει καταστεί ώριμη προς έκδοση της οριστικής απόφασης, δεδομένου ότι η μη εκτέλεση των όσων προδικαστικώς διατάχθηκαν συνιστά νόμιμο λόγο επανεισαγωγής της διαφοράς προς συζήτηση και δικαιολογεί τη δημιουργία στάσης δίκης (πρβλ ΑΠ 1515/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού άλλως η διαδικασία θα παρέλυε. Αν μάλιστα στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της κατάθεσης της κλήσης και της συζήτησης στο ακροατήριο κατά την προς τούτο ορισθείσα δικάσιμο διενεργηθεί η πραγματογνωμοσύνη και κατατεθεί η έγγραφη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων στη γραμματεία του δικαστηρίου, η υπόθεση παραδεκτώς συζητείται σε κάθε περίπτωση, καθόσον πλέον το σωρευθέν στην κλήση αίτημα ανάκλησης αποβαίνει άνευ αντικειμένου, ο δε καλών δύναται τότε να παραιτηθεί από αυτό κατά τις διατάξεις των άρθρων 294 και 297 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και σε κάθε άλλη διαδικαστική πράξη επίσπευσης της συζήτησης (και του ενδίκου μέσου: ΕφΘεσ. 367/1989, Αρμ. 1989/558), σύμφωνα με το άρθρο 299 ΚΠολΔ, οπότε το αίτημα ανακλήσεως θεωρείται πως ουδέποτε υποβλήθηκε (άρθρο 295 ΚΠολΔ), αφού η παραίτηση από αυτό έχει την έννοια της ανάκλησης της διαδικαστικής πράξης της υποβολής του (ΑΠ 787/2019, ΑΠ 1295/2018, ΑΠ 650/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση, πρώτον, της με αριθμό 51/31.1.2017 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που συνεκδίκασε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και μετά την τυπική παραδοχή τους ανέβαλε την οριστική του απόφαση και διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, προκειμένου να διεξαχθούν δύο [2] πραγματογνωμοσύνες, ώστε να διαπιστωθεί, ενόψει της αμφισβητήσεώς τους, με τη μεν πρώτη η πρακτική δυνατότητα ανελκύσεως του βυθισθέντος πλοίου και με τη δεύτερη το είδος και η έκταση της βλάβης του ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής του ναυαγίου που προκαλείται από την εκπομπή από αυτό ρυπογόνων ουσιών κατά τα ειδικότερα με την απόφαση εκείνη ορισθέντα, δεύτερον, της με αριθμό 372/14.6.2018 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, που απέρριψε αίτηση ανάκλησης της προηγούμενης μη οριστικής αποφάσεώς του, τρίτον, της με αριθμό 373/14.6.2018 όμοιας, που αντικατέστησε τους αρχικώς ορισθέντες πραγματογνώμονες, που αποποιήθηκαν το διορισμό τους και, τέταρτον, της με αριθμό 676/15.11.2019 όμοιας, που παρέτεινε κατ’ άρθρο 383 § 1 ΚΠολΔ την προθεσμία υποβολής της έγγραφης γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων που είχαν διοριστεί για τη διερεύνηση των τεχνικών ζητημάτων που σχετίζονταν με τη βασιμότητα της πρώτης αγωγής. Η ένδικη κλήση κατατέθηκε στις 20.12.2019 μετά την άπρακτη παρέλευση και της προθεσμίας αυτής και πριν την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30.1.2020 της έκθεσης των ναυπηγών ………… και ……………, στους οποίους ανατέθηκε η διερεύνηση της πρακτικής δυνατότητας ανελκύσεως του ενδίκου ναυαγίου, μετά την οποία (κατάθεση) ο καλών με τις προτάσεις του παραδεκτώς παραιτήθηκε από το σωρευθέν στην ένδικη κλήση του αίτημά του να ανακληθεί η με αριθμό 51/2017 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κατά το μέρος της με το οποίο είχε διαταχθεί η ως άνω πραγματογνωμοσύνη και το οποίο θεωρείται πλέον ότι δεν υποβλήθηκε. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι παραδεκτώς με την ένδικη κλήση επαναφέρονται προς κατ’ ουσία συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης από το παρόν Δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου, σημειωτέον, επιτρεπτώς δεν μετέχουν οι Δικαστές που συνέπραξαν στην έκδοση της ως άνω μη οριστικής αποφάσεώς του, για το λόγο ότι η επαναληπτική συζήτηση στο εφετείο, μετά τις συμπληρωματικές αποδείξεις που διατάχθηκαν με μη οριστική απόφασή του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, αποτελεί κατ’ ουσίαν ανασυζήτηση της υπόθεσης και όχι συνέχεια της προηγούμενης, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να συγκροτηθεί και από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (ΑΠ 1126/2019, ΑΠ 535/2016, ΑΠ 2006/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και επειδή, σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή εν προκειμένω των Δικαστών εκείνων που συνέπραξαν στην έκδοση της ως άνω μη οριστικής αποφάσεως είναι πλέον αδύνατη για πραγματικούς λόγους και, συγκεκριμένα, εξαιτίας των μεταβολών που στο μεταξύ επήλθαν στην υπηρεσιακή τους κατάσταση.

ΙΙΙ. Ακολούθως και δεδομένου ότι η ένδικη έφεση και οι πρόσθετοι σ’ αυτήν λόγοι των εκκαλούντων έχουν πράγματι ασκηθεί παραδεκτώς, όπως ήδη [ορθώς] κρίθηκε, πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ, να ερευνηθεί η βασιμότητα του συνόλου των λόγων που προβάλλονται προς εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μεταξύ δε αυτών και όσων αφορούν αιτιάσεις κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης σχετικά με τη νομιμοποίηση των διαδίκων. Βέβαια, ο εκκαλών με τις προτάσεις του υποστηρίζει ότι οι λόγοι αυτοί έχουν ήδη ερευνηθεί και απορριφθεί δια της με αριθμό 51/2017 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η νέα κρίση τους κατά την παρούσα επαναληπτική συζήτηση. Όπως εκτιμάται, ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται στο ότι σε περίπτωση κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης, προκειμένου να συμπληρωθούν οι αποδείξεις επί πραγματικού ζητήματος που αμφισβητείται, έχει κατά λογική αναγκαιότητα διέλθει τα στάδια του δικανικού συλλογισμού που προηγούνται της ουσιαστικής έρευνας της διαφοράς. Και πράγματι εν προκειμένω το Δικαστήριο πριν την εκφορά της προδικαστικής κρίσης του θεώρησε τις αγωγές νόμιμες και δέχθηκε τη συνδρομή στοιχείων του πραγματικού των κανόνων δικαίου που εφάρμοσε, αφού κατέφασκε ακόμα και την υπαιτιότητα των εναγομένων για την πρόκληση του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός μολονότι εκκινεί από ορθή αφετηρία, εντούτοις καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Ειδικότερα, το εφετείο δύναται πράγματι, αφού στο νόμο δεν ορίζεται το αντίθετο, να διατάξει κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του (ΑΠ 2/2006, Δνη 2006/1047 = ΧρΙΔ 2006/444), νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις και πριν ακόμα εξαφανίσει, κατά παραδοχή λόγου έφεσης, την εκκαλουμένη (ΟλΑΠ 1285/1982, ΝοΒ 1983/219 και 1182), προκειμένου να κρίνει, μετά τη συναξιολόγηση των αποδείξεων αυτών μαζί με εκείνες που εκτιμήθηκαν πρωτοδίκως, αν είναι εσφαλμένη η απόφαση που προσβλήθηκε, να διαπιστώσει αν υφίσταται βάσιμος λόγος έφεσης, να ελέγξει την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής που έγινε πρωτοδίκως δεκτή και μετά ταύτα είτε να απορρίψει την έφεση, αν με βάση το σύνολο πλέον του αποδεικτικού υλικού αποδεικνύεται ορθή η πρωτοβάθμια κρίση είτε να τη δεχθεί, αν καταλήξει σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα. Και ναι μεν από καμία διάταξη νόμου δεν υποχρεούται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην τήρηση ορισμένης σειράς κατά την εξέταση των λόγων έφεσης (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 2, σελ. 731, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 535, αρ. 5, σελ. 349), όμως η διαταγή νέων ή συμπληρωματικών αποδείξεων επί ουσιαστικού ζητήματος προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι το εφετείο έχει υπαγάγει σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου τα κατ’ ορισμένο τρόπο στο αγωγικό δικόγραφο εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και έχει επιφυλαχθεί μόνο για την αλήθειά τους ή μη, ενδεχομένως δε έχει προσθέτως καταφαθεί η συνδρομή ορισμένων στοιχείων της αγωγής (ΑΠ 603/2008, ΕφΑΔ 2008 = ΝοΒ 2008/2181), όπως λ.χ. η υπαιτιότητα εκείνου που ενάγεται προς αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από αδικοπραξία. Εκ τούτων, όμως, δεν έπεται άνευ άλλου τινός ότι μετά τη διεξαγωγή της συμπληρωματικής απόδειξης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κωλύεται να επανέλθει σε όσα ήδη ερευνήθηκαν και να διατυπώσει επ’ αυτών κρίση διαφορετική έναντι εκείνης που εξέφρασε με την προδικαστική του απόφαση. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή η διαταγή συμπληρωματικής απόδειξης συνεπάγεται την απόρριψη όσων λόγων έφεσης αποδίδουν στην εκκαλουμένη σφάλμα ως προς το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα της αγωγής που έγινε πρωτοδίκως δεκτή και καθιστά την κατ’ άρθρα 254 και 524 ΚΠολΔ εκδιδόμενη απόφαση του εφετείου εν μέρει οριστική, ως προς τις απορριπτικές αυτές παραδοχές της είτε διατυπωμένες ρητώς (με σχετική διάταξη στο διατακτικό της ή δια συγκεκριμένης αναφοράς στο αιτιολογικό της μέρος) είτε κατ’ αποτέλεσμα (ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 254 ΚΠολΔ) συναγόμενες, δεν είναι ορθή, καθόσον, πρώτον, προσκρούει ευθέως στο γράμμα του άρθρου 309 ΚΠολΔ, που σαφώς ορίζει ότι οριστικές είναι εκείνες μόνον οι αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας, περιέχουσες διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283, ΑΠ 1721/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, προϋποθέτει ότι οι όροι του παραδεκτού και η νομική βασιμότητα της αγωγής αποτελούν αυτοτελές, ανεξάρτητο του ουσιαστικού, αντικείμενο [και] της έκκλητης δίκης, όπως όμως δεν συμβαίνει ούτε όσον αφορά τις πρώτες (ΟλΑΠ 4/1996, Δνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199, ΑΠ 621/2012, ΕΕμπΔ 2012/923) ούτε ως προς τη δεύτερη (ΑΠ 687/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθόσον μάλιστα επ’ αυτών δεν παράγεται αυτοτελές δεδικασμένο (ΑΠ 1708/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, τρίτον, άγει στο συμπέρασμα ότι η οριστικότητα της δευτεροβάθμιας απόφασης μπορεί να τεμαχιστεί σε τμήματα αντίστοιχα προς τα στάδια του δικανικού συλλογισμού (ώστε να παραχθούν ισάριθμα δεδικασμένα), το οποίο όμως δεν αληθεύει, καθώς, όπως έχει αντιθέτως κριθεί, η οριστικότητα της απόφασης του εφετείου συναρτάται μόνο με τη δικονομική αξίωση που προβλήθηκε με την αγωγή, δηλαδή κρίνεται με βάση την αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για συγκεκριμένη ιστορική αιτία, επί της οποίας (αιτήσεως) εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 12/1989, ΑρχΝ 1989/252 = Δνη 1989/1313 = Δ 1990/949 = ΕΕΝ 1989/709 = ΕΕΔ 1990/252, βλ. και Κ. Καλαβρό, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 661, σελ. 442, Δ. Μπαμπινιώτη, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 249). Εφόσον, επομένως, με την απόφαση του εφετείου, που επιφυλάχθηκε να αποφανθεί για την ουσία της διαφοράς μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που διέταξε, δεν έχει επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση που δέχθηκε την αγωγή ως προς κάποιο αίτημά της ή ως προς ορισμένη βάση της (ΑΠ 2008/2009, Δνη 2011/732 = ΝοΒ 2011/743), το ίδιο δικαστήριο επιλαμβανόμενο κατά τη μετ’ επανάληψη συζήτηση δεν εμποδίζεται να ανακαλέσει την προηγούμενη απόφασή του (ΑΠ 661/2006, Δ 2006/1181, ΑΠ 163/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να κρίνει εκ νέου το παραδεκτό είτε της έφεσης (ΑΠ 755/2012, ΕΠολΔ 2013/567, με σημείωμα Ν. Κατηφόρη) είτε της αγωγής (ΑΠ 1223/2003, Δνη 2004/412 = ΧρΙΔ 2004/628), ως και τη νομική βασιμότητα αυτής της τελευταίας (ΑΠ 143/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μετά ταύτα είτε να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη είτε να δεχθεί κάποιο λόγο αυτής, έστω και αν επ’ αυτού έχει ήδη αποφανθεί αρνητικά με την προδικαστική κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ απόφασή του, αφού η προηγούμενη απορριπτική κρίση του δεν είναι κατά τούτο οριστική (Δ. Κονδύλης, ο.π., 9, αρ. 2, σελ. 141).

IV. Στην ελληνική έννομη τάξη η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί συνταγματική επιταγή και θεμελιώνεται επαρκώς σε πλέγμα διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος. Ρητή σχετική διάταξη περιελήφθη για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία στο άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975, κατά την οποία «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού  περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση  του Κράτους». Η ίδια διάταξη (άρθρο 24 § 1 εδαφ. α΄ και β΄), όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζει ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Η συνταγματική προστασία καταλαμβάνει το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, πολιτιστικό και οικιστικό [Γ. Παπαδημητρίου, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα. Θεμελίωση, περιεχόμενο και λειτουργία, www.nomosphysis.org.gr (Οκτώβριος 1994)]. Η Σ 24 δεν εισάγει απλώς κατευθυντήρια αρχή αλλά έχει κανονιστικό περιεχόμενο, αφού καθιερώνει υποχρέωση του Κράτους δια του συνόλου των εξουσιών του όχι μόνον να προβαίνει σε θετικές προστατευτικές ενέργειες με τη λήψη των απαιτούμενων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων παρεμβαίνοντας μάλιστα, όπου είναι αναγκαίο, στην οικονομική δραστηριότητα ατόμων ή συλλογικών φορέων αλλά και να απέχει από (παραλείπει) κάθε πράξη περιβαλλοντικής προσβολής ή επιβάρυνσης, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι κατάλληλες συνθήκες που επιτρέπουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα σε συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης (Κ. Χρυσόγονος/Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, § 38, σελ. 603 επομ.). Η συνταγματική διασφάλιση των περιβαλλοντικών αγαθών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 § 1 Σ) και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 Σ) και την πραγμάτωση άλλων δικαιωμάτων, όπως ιδίως το δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 21 § 3 Σ). Με την συνταγματική αναθεώρηση, αφενός, κατοχυρώθηκε ρητά η αρχή της αειφορίας, κατά την οποία η κρατική δράση πρέπει να είναι προσανατολισμένη τουλάχιστον στη διατήρηση, αν όχι και στη βελτίωση, των περιβαλλοντικών αγαθών κατά τρόπο ώστε αυτά να διαφυλάσσονται κατά το δυνατόν ακέραια προς όφελος και των επόμενων γενεών και, αφετέρου, διαπλάστηκε δικαίωμα στο περιβάλλον τόσο κοινωνικό (ΑΠ 43/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) όσο και ατομικό (Ε. Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, 2002, σελ. 188 επομ., Δ. Κλαβανίδου, Αστικές αξιώσεις από περιβαλλοντικές προσβολές, σε Ζητήματα νομικής προστασίας του περιβάλλοντος, 2011, σελ. 12 επομ.). Το δικαίωμα στο περιβάλλον κατοχυρώνεται ρητά και στο άρθρο 37 του Θεμελιώδη Χάρτη των Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ορίζει ότι «Το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης», ενώ η περιβαλλοντική προστασία περιλαμβάνεται στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ [ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 174 της ΣυνθΕΚ], το οποίο στην § 2 εδαφ. α΄ και β΄ προβλέπει ότι «Η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλο­ντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”». Παράλληλα, πληθώρα διεθνών συμβάσεων, που έχουν υπογραφεί και κυρωθεί από την Ελλάδα και έχουν έτσι αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 § 1 Σ, αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος, γήινου, υδάτινου και αέρινου, από ειδικότερες ρυπογόνες δραστηριότητες. Από το σύστημα αυτών των αυξημένης τυπικής ισχύος κανόνων (Σύνταγμα, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο) απορρέουν περισσότερες αρχές που συγκροτούν τον πυρήνα των προστατευτικών για το περιβάλλον ρυθμίσεων και, συγκεκριμένα, α] η αρχή της προλήψεως, που επιβάλλει στα κρατικά όργανα τη λήψη όσων μέτρων είναι αναγκαία για την αποτελεσματική αποτροπή της περιβαλλοντικής υποβάθμισης (ΤριμΕφΘεσ. 2025/2012, Αρμ. 2013/711, Α. Παπακωνσταντίνου, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα: σύγχρονες πτυχές, σε Σύνταγμα, Δημοκρατία και Πολιτειακοί Θεσμοί, τόμος 2, 2013, σελ. 605 επομ.), β] η αρχή της προφύλαξης, που επιβάλλει τη λήψη προστατευτικών μέτρων ακόμα και όταν δεν υπάρχει επαρκής επιστημονική τεκμηρίωση για τις επιπτώσεις μιας δραστηριότητας στο περιβάλλον (ΤριμΕφΔυτΜακ. 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κουφάκη, Νομιμότητα εγκατάστασης κεραιών κινητής τηλεφωνίας και αρχή της προφύλαξης, σε Δίκαιο του Περιβάλλοντος, Πρακτικά σεμιναρίων 2008 – 2009, τόμος Ι, έκδοση ΔΣΑ 2011, σελ. 210 επομ., Α. Γκιζάρη, Η διείσδυση της αρχής της προφύλαξης του κοινοτικού δικαίου [άρθρο 174 παρ. 2 ΣΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη, σε Αρμ. 2005/473 επομ.), γ] η αρχή της κατασταλτικής δράσης, που αποσκοπεί στην επανόρθωση των φυσικών καταστροφών, κατά προτεραιότητα στην πηγή, που αποκτά πρακτική σημασία όταν η οικολογική ζημία δεν περιορίζεται σε ορισμένο χώρο αλλά διαχέεται (Σ. Παυλάκη, Το δικαίωμα στο περιβάλλον κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, σε ΔιΔικ 2019/752 επομ.), δ] η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που έχει την έννοια ότι ο προκαλών τη ρύπανση βαρύνεται με τις δαπάνες υλοποίησης των μέτρων που λαμβάνουν οι δημόσιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση του περιβάλλοντος σε αποδεκτή κατάσταση (Ι. Καράκωστας/Β. Τσεβρένης, Η προστασία του περιβάλλοντος κατά το ιδιωτικό δίκαιο, σε ΧρΙΔ 2005/577 επομ. [585], βλ. και Οδηγία 2004/35/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 148/2009) και ε] η αρχή της αειφορίας, που συνδυάζεται με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και αποσκοπεί στην αποτροπή της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων και στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας κατά τρόπο που να εξισορροπεί την ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον και τη φυσική εξέλιξη των οικοσυστημάτων χάριν και των επερχόμενων γενεών (Σ. Παυλάκη, σε Σπ. Βλαχόπουλου, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Ατομικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 2017, [10], αρ. 17, σελ. 203, Α. Τάχος, Η επιστήμη και το περιβάλλον στο άρθρο 24 του Συντάγματος, σε Δνη 2005/1 επομ. [8]). Από το σύνολο των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι στα πλαίσια της ημεδαπής έννομης τάξης η προστασία του περιβάλλοντος μετεξελίχθηκε από απλή συνταγματική (ex constitutione) αποστολή των φορέων της δημόσιας εξουσίας σε κρατική υποχρέωση, καθώς και ότι το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελές έννομο αγαθό (ΟλΣτΕ 2636/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 613/2002, ΝοΒ 2002/1972), στην προστασία του οποίου υποχρεούνται όλες οι κρατικές λειτουργίες. Έτσι, η νομοθετική εξουσία οφείλει να θεσπίζει κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος είτε άμεσα (δια της επιβολής υποχρεώσεων) είτε έμμεσα (δια της θέσπισης κινήτρων για ανάληψη δραστηριοτήτων φιλικών προς το περιβάλλον), η δημόσια διοίκηση είναι επιφορτισμένη με την εξειδίκευση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο, προληπτικό και κατασταλτικό, της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, καθώς και με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεώς τους και στα δικαστήρια απόκειται η παροχή έννομης προστασίας στο δικαίωμα στο περιβάλλον σε περίπτωση προσβολής του. Για τις προσβολές από κρατική επέμβαση (πράξη ή παράλειψη) η αποτελεσματικότερη έννομη προστασία παρέχεται κατόπιν προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια όποιου φυσικού προσώπου έχει έννομο συμφέρον άμεσο, προσωπικό και ενεστώς, που τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της δυνατότητας πρόσβασης στη διοικητική δικαιοσύνη (ΣτΕ 1448/2018, ΣτΕ 1503/2013, ΣτΕ 2631/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, προκειμένου να μην αναχθεί το ένδικο βοήθημα της ατομικής προσφυγής σε είδος λαϊκής αγωγής (ΣτΕ 1094/2008, ΣτΕ 2258/2005, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το ΣτΕ εξαρτά την ύπαρξη προσωπικού εννόμου συμφέροντος από τη σχέση τοπικής εγγύτητας του αιτούντος με την περιοχή στην οποία εκτείνεται η βλαπτική επίδραση της προσβαλλόμενης πράξης (ΟλΣτΕ 2281/1992, Αρμ. 1992/852 = ΑρχΝ 2994/699 = ΔιΔικ 1993/98 = ΤοΣ 1992/592, ΣτΕ 2220/2017, ΣτΕ 369/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 505). Έννομο συμφέρον διατηρούν και τα νομικά πρόσωπα. Τα μεν ιδιωτικά εφόσον η προστασία του περιβάλλοντος περιλαμβάνεται στους καταστατικούς σκοπούς τους (ΣτΕ 1713/2018, ΣτΕ 805/2016, ΣτΕ 207/2016, ΣτΕ 2036/2015, ΣτΕ 2257/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μάλιστα ανεξάρτητα από την τοπική εγγύτητά τους προς το θιγόμενο περιβαλλοντικό αγαθό, τα δε δημοσίου δικαίου, επειδή, εκτός από αποδέκτες, αποτελούν και φορείς εκείνων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνδέονται με την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής (Σπ. Βλαχόπουλος, σε Σπ. Βλαχόπουλου, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Ατομικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 2017, [1], αρ. 19, σελ. 13). Ειδικά για τους ΟΤΑ, το έννομο συμφέρον θεμελιώνεται στην παρεχόμενη σ’ αυτούς από το Σύνταγμα αρμοδιότητα μέριμνας για τις τοπικές υποθέσεις της περιοχής τους (ΟλΣτΕ 175/2021, ΟλΣτΕ 3632/2015, ΣτΕ 1361/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, 2011, σελ. 120 επομ.). Όσον αφορά όμως τις προσβολές του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον που προέρχονται από ιδιώτες τα πράγματα διαφοροποιούνται. Μολονότι το ποινικό δίκαιο και η ποινική δικαιοσύνη συμβάλλουν προληπτικά και κατασταλτικά στην προστασία του περιβάλλοντος και έναντι των ιδιωτών με την απειλή (το πρώτο) και την επιβολή (η δεύτερη) κυρώσεων σε ορισμένες βλαπτικές συμπεριφορές, εντούτοις, οι αστικές αξιώσεις που παράγονται από αυτές αντιμετωπίζονται με τα μέσα και τη διαδικασία που προβλέπονται στις (ουσιαστικές και δικονομικές) διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και όχι με άμεση εφαρμογή της συνταγματικής και των άλλων υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων. Η διαφοροποίηση οφείλεται, αφενός, στην ιδιαιτερότητα της πολιτικής δίκης, που αποβλέπει κυρίως στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων και όχι αποκλειστικά στη διασφάλιση της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, όπως η διοικητική και, αφετέρου, στη φύση των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, που αποσκοπούν στη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων των ιδιωτών στη βάση της ισότητας και της ελευθερίας, σε αντίθεση προς τους κανόνες του δημόσιου δικαίου που, λόγω της σχέσης υπεροχής του Κράτους έναντι του πολίτη, επιβάλλουν σ’ αυτόν μονομερώς υποχρεώσεις και απαγορεύσεις, χωρίς να ιδρύουν ιδιωτικές αξιώσεις άρσης και παράλειψης της περιβαλλοντικής προσβολής (Κ. Φουντεδάκη, Φυσικό πρόσωπο και προσωπικότητα στον Αστικό Κώδικα, 2012, σελ. 234). Πράγματι, με τα μέσα του ιδιωτικού δικαίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθούν ρυθμίσεις που επιδιώκουν άμεσα την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικού δικαιώματος αλλά κοινό αγαθό. Για το λόγο αυτό το ιδιωτικό δίκαιο μόνον έμμεσα συμβάλλει στην περιβαλλοντική προστασία, αφού κινητοποιείται μόνον όταν υφίσταται βλάβη (προσβολή ή έστω διακινδύνευση) ιδιωτικών αγαθών, δικαιωμάτων ή συμφερόντων (Θ. Λύτρας, Ρύπανση του περιβάλλοντος και αστική ευθύνη, DIGESTA 2003, σελ. 264 επομ.). Επομένως, στο ιδιωτικό δίκαιο δεν αποκαθίσταται η ζημία του περιβάλλοντος αλλά η ζημία που προκαλεί η περιβαλλοντική υποβάθμιση σε έννομα συμφέροντα ή ιδιωτικά δικαιώματα (Ι. Καράκωστας, Ιδιωτικό δίκαιο προστασίας περιβάλλοντος, σε Σύνταγμα, Δημοκρατία και Πολιτειακοί Θεσμοί 2013, σελ. 525 επομ.). Με άλλα λόγια η περιβαλλοντική ρύπανση δεν είναι η αποκαταστατέα ζημία αλλά η αιτία επελεύσεως της ζημίας που πρέπει να ανορθωθεί. Έτσι, ζήτημα αποζημιώσεως (και χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης) του ενάγοντος τίθεται στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου μόνον όταν η ρύπανση του φυσικού περιβάλλοντος έχει ως συνέπεια την προσβολή είτε ιδιωτικού δικαιώματος, συνήθως απόλυτου, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και η υγεία ή η κυριότητα είτε έννομα προστατευόμενου συμφέροντος, ενώ σε περίπτωση διαρκούς προσβολής παρέχεται στον προσβληθέντα και αξίωση άρσης της και παραλείψεώς της στο μέλλον (Δ. Κλαβανίδου, ο.π., σελ. 32 – 33). Σε δικονομικό επίπεδο περιορισμοί τίθενται από την έννοια της νομιμοποίησης, που συνιστά πρόσθετη και διακριτή διαδικαστική προϋπόθεση της πολιτικής δίκης (Σπ. Ανδρίτσος, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.], Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [9], αρ. 5, σελ. 281), μη ταυτιζόμενη με το έννομο συμφέρον του ενάγοντος (ΑΠ 55/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η οποία, με την εξαίρεση των περιπτώσεων της ξενοδικίας (ΑΠ 2136/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 59 επομ., Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, § 2, IV Α Ι, αρ. 30, σελ. 47 επομ.) και της νομιμοποιητικής λειτουργίας του εννόμου συμφέροντος (Φλ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1994, σελ. 184), αναγνωρίζει ως ενάγοντα όχι τον οποιονδήποτε βλαπτόμενο από τη συμπεριφορά του εναγομένου αλλά το υποκείμενο του δικαιώματος που προσβάλλεται κάθε φορά (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 465/2019, ΑΠ 82/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, μολονότι σε περίπτωση ρύπανσης του περιβάλλοντος το έννομο συμφέρον για την έγερση αποζημιωτικών αξιώσεων εύκολα καταφάσκεται, αφού φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι οποιοσδήποτε διαβιώνει στην περιοχή της περιβαλλοντικής προσβολής (Φλ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, ο.π., σελ. 113 επομ., σημ. 48), η κατά κανόνα νομιμοποίηση κρίνεται με βάση τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που εκάστοτε καλούνται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703) και εξαρτάται από την έννοια της ζημίας, ώστε να καθοριστεί ως ζημιωθείς που εν συνεχεία νομιμοποιείται ενεργητικά μόνον εκείνος που υφίσταται τις συνέπειες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, επειδή αντανακλούν δυσμενώς σε συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομα προστατευόμενο συμφέρον του. Η περιστολή, μέσω της νομιμοποιήσεως, του αριθμού των δικαιούμενων σε αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών προσώπων επιβάλλεται προκειμένου να αποτραπεί η αποκλειόμενη στην ελληνική έννομη τάξη actio popularis αλλά και επειδή, αν δεν οριοθετηθεί ο κύκλος των φορέων αυτών των αξιώσεων, ο ζημιώσας θα βρίσκεται αντιμέτωπος με απεριόριστο αριθμό απαιτήσεων, η δε καταβολή της αποζημιώσεως σε έναν ή ορισμένους από τους ενάγοντες δεν θα τον απάλλασσε εφεξής, αφού κάθε αξίωση θα είχε αυτοτέλεια έναντι των άλλων (Ζ. Τσολακίδης, Η παρανομία ως προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης επί προσβολής περιβαλλοντικών αγαθών, σε ΧρΙΔ 2016/96 επομ. [100]). Προσθέτως, για τη δυνατότητα πρόσβασης στα πολιτικά δικαστήριο κρίσιμο μέγεθος αποτελεί και το είδος της έννομης προστασίας που ζητείται. Στο ελληνικό ιδιωτικό δίκαιο υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεσπόζουσα θέση, σε σχέση με την περιβαλλοντική προστασία, κατέχουν οι γενικές διατάξεις που θεσπίζουν εξωσυμβατική ευθύνη προς αποζημίωση, ενώ έχει θεσπιστεί πληθώρα ειδικών νομοθετημάτων προς αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ζημιών, που προκύπτουν στα πλαίσια οικονομικών δραστηριοτήτων γενικά ή σε ειδικότερους τομείς, όπως λ.χ. η ναυτιλία. Οι διατάξεις αυτές επιτελούν προληπτική και αποκαταστατική λειτουργία και αποσκοπούν στην κατανομή της ζημίας, ώστε να αποφεύγεται η επίρριψή της σε ένα μόνο πρόσωπο (δράστη ή θύμα). Για τον καταλογισμό της ζημίας στον ΑΚ εφαρμόζεται κατά βάση η αρχή της υπαιτιότητας. Υπάρχουν όμως και άλλες διατάξεις που στηρίζονται στην αρχή της αντικειμενικής (άνευ πταίσματος) ευθύνης (ΑΠ 52/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή της ευθύνης ακόμα και χωρίς παρανομία ή ούτε καν πράξη (ευθύνη από διακινδύνευση ως ειδικότερη μορφή της αντικειμενικής ευθύνης, βλ. σχετ. Π. Κορνηλάκη, Η ευθύνη από διακινδύνευση, 1982, passim, Ζ. Δημοπούλου, Ευθύνη από διακινδύνευση: Οι λόγοι περιορισμού και απαλλαγής από την ευθύνη, 2003, passim, Α. Αντωνιάδη, Η προστασία του περιβάλλοντος [Ευθύνη από διακινδύνευση ή διακινδύνευση ευθύνης;], DIGESTA 1999/88 επομ., Γ. Θεοχαρίδη, Η σημασία της υπαιτιότητας στην κατάφαση κυρώσεων από θαλάσσια ρύπανση, σε ΕΝαυτΔ 2005/161 επομ. [166, σημ. 38]). Γενικές διατάξεις είναι αυτές των άρθρων 914, 919 ΑΚ και 105 ΕισΝΑΚ, από τις οποίες η τελευταία εφαρμόζεται όταν η ζημία από την περιβαλλοντική ρύπανση οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ι. Μαθιουδάκης, Η κρατική ευθύνη στο δίκαιο του περιβάλλοντος, σε Αρμ. 2011/725 επομ.). Δεδομένου ότι οι περισσότερες περιπτώσεις ζημιογόνου περιβαλλοντικής ρύπανσης από την ιδιωτική δραστηριότητα οφείλονται σε αμέλεια του υπαιτίου, οι σχετικές ζημίες καλύπτονται κατά κανόνα από το άρθρο 914 ΑΚ, που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, αφενός, παράνομη συμπεριφορά, υπό την έννοια της αντίθεσής της είτε σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, που προστατεύει συγκεκριμένο ιδιωτικό έννομο αγαθό (ΑΠ 267/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1398/2015, Ε7 2016/418) είτε στο συναλλακτικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας των ιδιωτικών εννόμων αγαθών (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 865/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, αφετέρου, ζημία, η οποία, όμως, δεν περιλαμβάνει όλες τις βλάβες που υπέστη το φυσικό περιβάλλον αλλά μόνον όσες επέρχονται σε ιδιωτικά έννομα αγαθά (Ι. Καράκωστας, Ιδιωτικό δίκαιο προστασίας περιβάλλοντος, ΝοΒ 2010/1921 επομ. [1926], Α. Καλαβρός, Προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών και ευθύνη κατά τον αστικό κώδικα [δ.δ.], 2009, σελ. 160). Έννομη συνέπεια της πλήρωσης των όρων της διατάξεως αυτής είναι η θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση του παθόντος, η οποία ως προς το περιεχόμενο και την έκτασή της προσδιορίζεται κατά τα άρθρα 297 – 300 ΑΚ, που δεν αποκλείουν την κατ’ αίτηση του ενάγοντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ) in natura αποκατάσταση της ζημίας μετά από εκτίμηση εκ μέρους του δικαστηρίου των ειδικών περιστάσεων και εφ’ όσον τούτο δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή ούτε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη του προσβληθέντος κατά τους όρους του άρθρου 932 ΑΚ. Αν η ρύπανση ή η υποβάθμιση του περιβάλλοντος αποτελεί συγχρόνως και προσβολή της προσωπικότητας υπό τους όρους των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, το πρόσωπο που θίγεται μπορεί να επιδιώξει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, αποζημίωση της ζημίας του κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη επειδή διαταράχθηκε στοιχείο του ζωτικού του χώρου, δηλαδή επειδή καταργήθηκε η κοινή ωφέλεια ή κατέστη αδύνατη ή περιορίστηκε η χρήση κοινού σε όλους ή κοινοχρήστου πράγματος ή αλλοιώθηκε η κατά προορισμό χρήση του (ΑΠ 158/2019, ΑΠ 1574/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 295 – 296, ο ίδιος, Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από  τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, ΝοΒ 1993/45 επομ.). Η νομική θεμελίωση της αποζημιωτικής αξίωσης για περιβαλλοντική ζημία εδράζεται στη διαπίστωση ότι τα πιο σημαντικά από τα περιβαλλοντικά αγαθά, που συνιστούν τόσο προϋπόθεση της ανθρώπινης ζωής όσο και στοιχεία που διασφαλίζουν ποιότητα διαβίωσης, ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα κοινά σε όλους και τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία καθένας έχει δικαίωμα χρήσης, απόλαυσης και ωφέλειας, που απορρέει από το γενικότερο απόλυτο δικαίωμα της ανθρώπινης προσωπικότητας, της οποίας η ελεύθερη και υγιής ανάπτυξη, σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 2 § 1 και 5 § 1 του Συντάγματος, εξασφαλίζεται μόνον μέσα σε φυσικό περιβάλλον ήρεμο και καθαρό, απαλλαγμένο από ρύπους (ΤριμΕφΑιγ. 138/2015, ΕφΔωδ. 192/2009, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια αυτή το δικαίωμα χρήσης των κοινών σε όλους πραγμάτων, όπως, μεταξύ άλλων, ο ατμοσφαιρικός αέρας και η θάλασσα, αποτελεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον, που τριτενεργεί στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις μέσω της διατάξεως του άρθρου 57 ΑΚ (ΑΠ 43/2016, ο.π., Ι. Καράκωστας, Ένδικα μέσα προστασίας των  περιβαλλοντικών αγαθών, ΕΔΔΔ 1990/178 επομ., Ι. Δεληγιάννης, Η προστασία της προσωπικότητας κατά τον  Αστικό Κώδικα από την άποψη των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων, Δνη 1997/489). Έτσι, η παράνομη παραβίαση του δικαιώματος απολαύσεως των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του παρεμποδιζόμενου, η οποία παρέχει σ’ αυτόν κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ αξίωση για άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον (ΑΠ 1731/2006, ΝοΒ 2007/353, Κ. Γεωργίου, Αξιώσεις από την προσβολή του περιβάλλοντος, σε Η αρχή της μη ικανοποιήσεως της ασφαλιστέας αξιώσεως στο πεδίο του Ιδιωτικού Δικαίου, 2019, σελ. 149 – 151), ανεξάρτητα μάλιστα από την υπαιτιότητα του δράστη και από την ταυτόχρονη προσβολή και άλλου απολύτου δικαιώματος του παθόντος, όπως η υγεία ή η ιδιοκτησία του. Αν, επιπλέον, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ιδίου Κώδικα ο προσβληθείς έχει αξίωση για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για την ενεργητική νομιμοποίησή του ο ενάγων, αν είναι φυσικό πρόσωπο, αρκεί να επικαλεστεί ότι βρίσκεται σε ορισμένη τοπική σχέση με το συγκεκριμένο κοινόχρηστο περιβαλλοντικό αγαθό, που υπέστη βλάβη (ΑΠ 388/2016, ΤριμΕφΑιγ. 93/2020, ΜονΕφΠατρ. 99/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού τότε είναι δεδομένη και η προσβολή του δικαιώματός του στη χρήση αυτού. Όταν όμως ενάγει νομικό πρόσωπο ή γενικότερα συλλογικός φορέας, η θεμελίωση της ενεργητικής του νομιμοποίησης δεν είναι αυτονόητη και τούτο διότι τα νομικά πρόσωπα έχουν ειδική και περιορισμένη ικανότητα δικαίου που προσδιορίζεται από το σκοπό τους, όπως αυτός προκύπτει από το νόμο ή το καταστατικό τους (Χ. Αθανασοπούλου, Το έννομο συμφέρον στην πολιτική και διοικητική δίκη, ιδία ως προς την προστασία των συλλογικών αγαθών, σε ΕφΑΔ 2011/1024 επομ. [1026]), με αποτέλεσμα η προσβολή του περιβάλλοντος να μην προκαλεί και προσβολή της δικής τους προσωπικότητας, που περιορίζεται στις εκφάνσεις της πίστεως, της καλής φήμης, της υπολήψεως και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτά άυλων αγαθών, χωρίς να περιλαμβάνει τη δυνατότητα χρήσης των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων (ΑΠ 473/2006, ΧρΙΔ 2006/593), όπως, αντιθέτως, συμβαίνει με τα φυσικά πρόσωπα – μέλη ή όργανα της διοικήσεώς τους (Δ. Κλαβανίδου, Προληπτικοί μηχανισμοί προστασίας του περιβάλλοντος στο σύστημα του αστικού δικαίου, σε ΕπισκΕΔ 1999/370 επομ.). Ούτε βέβαια μπορεί να γίνει δεκτό ότι το νομικό πρόσωπο εκπροσωπεί στην περίπτωση αυτή το μέλος του, του οποίου προσβάλλεται το ατομικό δικαίωμα χρήσης των κοινών και κοινοχρήστων πραγμάτων (ΑΠ 1745/2005, ΧρΙΔ 2006/303), αφού το φυσικό πρόσωπο έχει δικό του δικαίωμα εναγωγής, ενώ, από την άλλη πλευρά, ούτε για συλλογικό έννομο συμφέρον μπορεί να γίνει λόγος στα πλαίσια των ισχυουσών δικονομικών διατάξεων (άρθρα 68 και 70 ΚΠολΔ, βλ. και Ε. Κρέτση, Το έννομο συμφέρον στις δίκες περιβάλλοντος, σε Δ 2007/132 επομ.). Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις η νομολογία αρκείται στην απλή επίκληση του καταστατικού σκοπού των νομικών προσώπων αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος, αναγνωρίζοντάς του έτσι νομιμοποιητική λειτουργία, μολονότι στην πραγματικότητα ο περιβαλλοντικός σκοπός του δικαιολογεί μόνον το έννομο συμφέρον του ενάγοντος νομικού προσώπου και δεν του εξασφαλίζει νομιμοποίηση (Δ. Κλαβανίδου, ο.α.α.). Προκειμένου μάλιστα να γίνει υπέρβαση των δυσχερειών αυτών, χωρίς ταυτόχρονα να διευρύνεται υπερβολικά η έννοια του εννόμου συμφέροντος, έχει προταθεί de lege ferenda η καθιέρωση συλλογικής αγωγής κατά το πρότυπο του άρθρου 10 § 9 του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή (Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 509). Στις ως άνω γενικές διατάξεις του ΑΚ μπορούν να θεμελιωθούν αξιώσεις αποκαταστάσεως της βλάβης που προκαλείται από κάθε είδους ρυπογόνο δραστηριότητα. Πέραν όμως αυτών η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει πληθώρα ειδικών νομοθετημάτων που ιδρύουν εξωσυμβατική αστική ευθύνη με αποκαταστατική κυρίως (αλλά και προληπτική) λειτουργία, δηλαδή ευθύνη προς αποζημίωση σε περίπτωση ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη ναυτιλία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν διεθνή ή ενωσιακή προέλευση. Σχετικές είναι οι ευρισκόμενες σε ισχύ κατά την άσκηση και τη συζήτηση των αγωγών διατάξεις των άρθρων: α] 29 του Ν. 1650/1986 που καθιερώνει αστική ευθύνη για ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, β] πρώτο του Ν. 314/1976, που κύρωσε τη σχετική Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών και εισήγαγε αστική ευθύνη για πρόκληση ζημιών από ρύπανση με πετρέλαιο, γ] 12 του Ν. 743/1977, που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 55/1998 και ιδρύει αστική ευθύνη για πρόκληση ζημιών από θαλάσσια ρύπανση με πετρέλαιο, δ] 3 του Ν. 3393/2005, που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου και εισήγαγε αστική ευθύνη για πρόκληση ζημιών από ρύπανση με πετρέλαιο κίνησης, εφόσον προκαλείται στο έδαφος, στα χωρικά ύδατα και στην αποκλειστική οικονομική ζώνη [ΑΟΖ] κράτους – μέλους, ε] 4 του Ν. 855/1978, που κύρωσε τη Σύμβαση της Βαρκελώνης της 16.2.1976 για την προστασία της Μεσογείου από τη ρύπανση και στ] 7 του ΠΔ 148/2009, που αποτελεί μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 35/2004/ΕΚ, με περιορισμένο πεδίο εφαρμογής χρονικά και αντικειμενικά (ισχύει για μετά τις 30.4.2007 και δεν παρέχει σε ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως για περιβαλλοντικές ζημίες, βλ. σχετ. Τ. Κοσμίδη/Χ. Χασάπη, σε Ν. Φαραντούρη [επιμ.] Ενέργεια, Ναυτιλία & Θαλάσσιες Μεταφορές, 2013, σελ. 38 – 39, όπου και περαιτέρω παραπομπές), ενώ ζ] δεν έχει τεθεί σε ισχύ η Διεθνής Σύμβαση του Ναϊρόμπι για την απομάκρυνση των ναυαγίων που υπογράφηκε το 2007 (περί της οποίας βλ. Ι. Κοροτζή, Η Διεθνής Σύμβαση του 2007 για την απομάκρυνση ναυαγίων. Μια πρώτη προσέγγιση, σε ΝοΒ 2010/1971 επομ.). Ειδικότερα, Α] στο άρθρο 29 του Ν. 1650/1986 ορίζεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη, για λόγους διευκόλυνσης της απόδειξης της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου και μάλιστα ευθύνη από διακινδύνευση, αφού η γέννησή της δεν εξαρτάται από τη συνδρομή παρανομίας και υπαιτιότητας του ευθυνόμενου, ιδρύεται δε με σκοπό να επιρριφθεί η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε από ρυπογόνες εγκαταστάσεις ή δραστηριότητες στον εκμεταλλευόμενο τις τυπικές αυτές πηγές ρύπανσης, επειδή αυτός αντλεί τα οικονομικά ωφελήματα από τη λειτουργία τους. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας και για την παραγωγή της έννομης συνέπειας (υποχρέωσης προς αποζημίωση) απαιτείται πρόκληση περιουσιακής ζημίας (θετικής ή αποθετικής) σε ιδιωτικό έννομο αγαθό ή συμφέρον του ενάγοντος και δεν αρκεί μόνη η ρύπανση ή η υποβάθμιση μέσω της οποίας θίγεται το περιβάλλον ως κοινό αγαθό (Ι. Καράκωστας, Αδικοπρακτική ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία, σε ΠερΔικ 2000/162 επομ. [166]). Επομένως, για την καταβολή της αποζημιώσεως θα πρέπει να αποδειχθεί όχι μόνον η γενεσιουργός της περιβαλλοντικής επιδείνωσης ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) αλλά και η πρόκληση συγκεκριμένης βλάβης στο ζημιωθέντα (ζωής, υγείας, σωματικής ή ψυχικής, αν είναι φυσικό πρόσωπο και περιουσίας σε κάθε περίπτωση) ως απότοκος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Εξάλλου, Β] ο Ν. 314/1976, που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC [International Convention of Civil Liability for Oil Pollution Damage] «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία υπογράφηκε στις 29.11.1969 στις Βρυξέλλες, μετά δε και την κύρωση των πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992 (ΠΔ 81/1989 και 197/1997) ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την αστική ευθύνη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992), καθιερώνει ευθύνη από διακινδύνευση σε βάρος του πλοιοκτήτη για τις ζημίες που προήλθαν από ρύπανση της θάλασσας λόγω διαφυγής ή διαρροής πετρελαίου από το πλοίο του (Λ. Κοτσίρης, Αστική ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή, σε Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Λιτζερόπουλο, 1985, σελ. 510 επομ., Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Η Αστική Ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας, σε ΕΝαυτΔ 1089/1 επομ., Βασ. Κωστόπουλος, Η Ρύπανση της θάλασσας από πετρέλαιο, σε  ΠειρΝ 1979/362 επομ.), έχει όμως περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, αφού καλύπτει μόνον τις περιπτώσεις ρύπανσης από πετρέλαιο που μεταφέρεται χύδην ως εμπορεύσιμο φορτίο από πλοία και δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις διαρροής πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την κίνηση του πλοίου (ΤριμΕφΠειρ. 85/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 127/2009, ΕΝαυτΔ 2009/429 = ΕΕμπΔ 2010/691, ΕφΠειρ. 133/2008, ΕΕμπΔ 2009/107 = ΕΝαυτΔ 2008/221 = ΠειρΝ 2009/194, ΕφΠειρ. 103/2004, ΠειρΝ 2004/188 = ΕΝαυτΔ 2004/49, Αντ. Αντάπαση, Ζητήματα από την ανέλκυση ναυαγίου πλοίου και τον περιορισμός της ευθύνης του κυρίου αυτού, γνμδ, σε ΔΕΕ 1996/220 επομ., βλ. και ΟλΑΠ 23/2006, ΝοΒ 2007/666 και 1797). Γ] Για την αντιμετώπιση της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από πετρέλαιο που διαρρέει από πλοίο που το χρησιμοποιεί για την κίνησή του ως καύσιμο συνήφθη το έτος 2001 η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης [International Convention of Civil Liability for Bunker Oil Pollution Damage, BUNKER Convention], που κυρώθηκε με το Ν. 3393/2005. Με το άρθρο 3 ιδρύεται ευθύνη του πλοιοκτήτη, αποδεσμευμένη από την ανάγκη συνδρομής των στοιχείων του παρανόμου και της υπαιτιότητας (ευθύνη από διακινδύνευση), για την αποκατάσταση κάθε ζημίας σε ιδιωτικά μόνον έννομα αγαθά, περιουσιακά και μη, όπως η ανθρώπινη υγεία. Η ευθύνη αυτή είναι μάλιστα αποκλειστική υπό την έννοια ότι αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραγωγής της ο πλοιοκτήτης δεν υπέχει ευθύνη θεμελιωμένη σε άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις (Χ. Χασάπης/Τ. Κοσμίδης, σε Ν. Φαραντούρη/Τ. Κοσμίδη [επιμ.[ Δίκαιο Υδρογονανθράκων, 2015, σελ. 481). Όμως, ο Ν. 3393/2005 δεν εφαρμόζεται σε συμβάντα θαλάσσιας ρύπανσης προγενέστερα της 21ης.11.2008, οπότε τέθηκε σε ισχύ η ως άνω Διεθνής Σύμβαση (Ι. Κοροτζής, Η ευθύνη προς αποζημίωση για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 2001, σε Δνη 2008/1293 επομ.). Περαιτέρω, Δ] με το Ν. 855/1978 κυρώθηκε η Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από τη ρύπανση που υιοθετήθηκε στη Βαρκελώνη στις 16.2.1976 [Convention for the Protection of the Mediterranean Sea Against Pollution, Barcelona Convention], που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της ρύπανσης της Μεσογείου [και] από την απόρριψη ή διαρροή στη θάλασσα πετρελαίου από πλοία, έχει όμως περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, αφού αφορά όλα τα θαλάσσια ύδατα πλην των εσωτερικών των κρατών – μελών, οπότε εφαρμόζεται ο Ν. 743/1977 (Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 419). Ε] Το νομοθέτημα αυτό (Ν. 743/1977) ρυθμίζει την αστική ευθύνη για την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από ρύπανση καθώς και των δαπανών που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωσή της. Στην ιδρυτική της ευθύνης διάταξη του άρθρου 12 § 1 ορίζεται ότι υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση και, επί πλοίων και δεξαμενόπλοιων, μαζί του ευθύνονται εις ολόκληρον ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και αν τα πλοία αυτά ανήκουν στην κυριότητα ανώνυμης εταιρίας και ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη σειράς προσώπων, για τη θεμελίωση της οποίας προϋποτίθεται, όμως, η απόδειξη από το ζημιωθέντα του πταίσματος ενός άλλου προσώπου, συνήθως εργαζόμενου στο πλοίο (ΑΠ 746/2020, ΑΠ 657/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 332/2006, ΧρΙΔ 2006/614 = ΕΕμπΔ 2006/405, ΜονΕφΠειρ. 624/2018, ΕΝαυτΔ 2018/343). Η επαναφορά στον κανόνα της υποκειμενικής ευθύνης εξηγείται ενόψει του ευρύτατου πεδίου εφαρμογής του Ν. 743/1977, που καλύπτει (άρθρο 2 § 1) τις περιπτώσεις ρύπανσης σε λιμένες ή ακτές της χώρας και των χωρικών της υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια υπό ελληνική ή ξένη σημαία και της ανοικτής θάλασσας από πλοία και δεξαμενόπλοια ελληνικής ή ξένης σημαίας (ΕφΠειρ 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007/187, ΕφΠειρ 961/2005, ΕΕμπΔ 2005/799, ΜονΕφΠειρ 83/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 254/2014, Δνη 2015/524, ΜονΕφΠειρ 499/2013, ΕΝαυτΔ 2013/450, Ι. Καράκωστας, ο.π., σελ. 418). Η ευθύνη προϋποθέτει ρύπανση (ή κίνδυνο ρύπανσης) του θαλάσσιου περιβάλλοντος από επιβλαβείς ουσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το πετρέλαιο, όμως και εδώ αποκαταστατέα ζημία δεν είναι η επιδείνωση του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος (του οικοσυστήματος και της βιοποικιλότητας) αλλά η αντανάκλασή της σε ιδιωτικά έννομα αγαθά (Τ. Κοσμίδης/Χ. Χασάπης, σε Ν. Φαραντούρη [επιμ.] Ενέργεια, Ναυτιλία και Θαλάσσιες Μεταφορές, 2013, σελ. 82). Δικαιούχοι της αποζημιώσεως μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι ΟΤΑ, εφόσον όμως προσβλήθηκε ιδιωτικό δικαίωμά τους ή υποβλήθηκαν σε δαπάνες πρόληψης ή αντιμετώπισης της ρύπανσης, (ΑΠ 537/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Χασάπης/Τ. Κοσμίδης, σε Ν. Φαραντούρη/Τ. Κοσμίδη [επιμ.[ Δίκαιο Υδρογονανθράκων, 2015, σελ. 441, βλ. και Ι. Κοροτζή, Η ευθύνη προς αποζημίωση κατά τη διεθνή σύμβαση για την αστική ευθύνη για ζημιά σε σχέση με τη θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών, σε ΕΕμπΔ 2008/25 επομ.). Τέλος, το άρθρο 12 του Ν. 743/1977 δεν εμποδίζει την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του ΑΚ, που συρρέουν ελεύθερα, όμως η διάταξη του άρθρου 29 του Ν. 1650/1986 είναι γενικότερη (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση. Αξιολόγηση των υπαρχουσών ρυθμίσεων, σε Μνήμη Κ. Καρακατσάνη, 1999, σελ. 441 επομ.[457]), με αποτέλεσμα η συνδρομή των όρων του πρώτου να αποκλείει την ίδρυση της αντικειμενικής κατά το τελευταίο άρθρο ευθύνης. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι σε περίπτωση ναυαγίου ενός υπό ελληνική σημαία πλοίου ιδιωτικής κυριότητας, που προκλήθηκε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και πλησίον ελληνικού λιμένα, από υπαίτια πράξη προστηθέντος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του τεχνικού διαχειριστή του, από το οποίο εκλύονται στο θαλάσσιο περιβάλλον πετρέλαιο και άλλα βαρέα μέταλλα που βλάπτουν το θαλάσσιο οικοσύστημα, τη βιοποικιλότητα και τις ακτές, εφαρμογή όσον αφορά τις αποκαταστατικές της ζημίας αστικές αξιώσεις έχουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 57 – 59 ΑΚ, καθώς και η ειδική διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 743/1977, που αποκλείει, ως ειδικότερη, τη διάταξη του άρθρου 29 του Ν. 1650/1986. Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν όλες υποκειμενική ευθύνη και το περιεχόμενο της  έννομης συνέπειάς τους, όταν αυτή συνίσταται σε αποζημίωση, καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 297 ΑΚ, κατά την εφαρμογή της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποκλείεται και η φυσική αποκατάσταση, κατά το δυνατόν, του θαλασσίου περιβάλλοντος στην πρότερη κατάσταση δια της ανελκύσεως του ναυαγισμένου πλοίου, δεδομένου άλλωστε ότι το μέτρο αυτό είναι το πλέον κατάλληλο για την απάλειψη κάθε δυσμενούς συνέπειας από την ύπαρξη του ναυαγίου (natura αποκατάσταση της ζημίας, περί της οποίας βλ. Ι. Καράκωστα, ο.π., σελ. 411, Ε. Ζερβογιάννη, Η επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης ως τρόπος αποκατάστασης της ζημίας [δ.δ.], 2006, σελ. 50 και 215 επομ.). Από τις παραπάνω συρρέουσες διατάξεις, όμως, εκείνες των άρθρων 914 ΑΚ και 12 Ν. 743/1977 προϋποθέτουν αντανακλαστική, εξαιτίας της περιβαλλοντικής ζημίας, βλάβη (ή απειλή βλάβης) ιδιωτικού εννόμου αγαθού, δηλαδή απολύτου δικαιώματος ή περιουσιακού εννόμου συμφέροντος άλλως δεν προσνέμουν νομιμοποίηση στον ενάγοντα για την αποκατάσταση της ζημίας στα κοινά σε όλους (και όχι ατομικά) περιβαλλοντικά αγαθά που θίγονται. Επομένως, δε νομιμοποιείται στην έγερση της αποζημιωτικής αξιώσεως ο παράκτιος ΟΤΑ όταν δεν επικαλείται βλάβη τέτοιου δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντός του, δεδομένου ότι μόνη η υποβάθμιση από ρύπανση ή μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος δεν αρκεί, αφού αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικού δικαιώματος. Νομιμοποίηση ο παράκτιος ΟΤΑ δεν αρύεται ούτε κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 57 ΑΚ, καθόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, η προσωπικότητα των νομικών προσώπων (και των δημοσίων) είναι περιορισμένη (άρθρο 62 ΑΚ) στις σχέσεις που προσιδιάζουν σ’ αυτά και δεν εκτείνεται στις έννομες σχέσεις των φυσικών προσώπων. Πράγματι, τα νομικά πρόσωπα δεν ασκούν χρήση των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων (όπως η θάλασσα και οι ακτές) ούτε απολαμβάνουν τα ίδια (αλλά τα φυσικά πρόσωπα, όργανα της διοικήσεως ή μέλη τους) τα περιβαλλοντικά αυτά αγαθά. Και ναι μεν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως οι ΟΤΑ, μπορούν να επιδιώκουν την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους έναντι του Κράτους, δεν μπορούν όμως να επικαλεστούν προς τούτο την προσωπικότητά τους έναντι μόνης της περιβαλλοντικής επιδείνωσης από τη δράση ιδιωτών, αφού δε θίγονται από  αυτήν, καθώς μπορούν να λειτουργήσουν και σε υποβαθμισμένο περιβάλλον. Ακόμα και αν υποτεθεί, όμως, ότι ο σκοπός των ΟΤΑ, κατά το νόμο, που εμπεριέχει δράσεις υπέρ των περιβαλλοντικών αγαθών, τους προσδίδει έννομο συμφέρον, που επιτελεί ταυτόχρονα νομιμοποιητική λειτουργίας στις αστικές δίκες που έχουν ως αντικείμενο την ικανοποίηση αξιώσεων από περιβαλλοντική ζημία, εντούτοις, ειδικά για τις αξιώσεις ανελκύσεως ναυαγίου που θίγει το θαλάσσιο και το υποθαλάσσιο οικοσύστημα και μολύνει με επιβλαβείς ουσίες τις ακτές, οι παράκτιοι ΟΤΑ δε νομιμοποιούνται ενεργητικά, διότι από τις σχετικές περιβαλλοντικές αρμοδιότητές τους έχει εξαιρεθεί αυτή η δραστηριότητα με το Ν. 2881/2001, που προσνέμει την αρμοδιότητα σε άλλο, πλέον κατάλληλο όργανο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 του Ν. 2881/2001 «Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 16/6.2.2001) ορίζεται ότι «Ο κύριος ναυαγίου, το οποίο αποτελεί κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα σε περιοχή λιμένα, σε διώρυγα ή σε δίαυλο ή παρεμποδίζει την προσόρμιση, την αγκυροβολία, την παραβολή, τη χρήση των κρηπιδωμάτων και γενικά τη λειτουργία τους ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το ανελκύσει και απομακρύνει εκτός λιμένα, διώρυγας ή διαύλου, όπως έχει ή κατά τμήματα ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το μετατοπίσει ή καταστρέψει ή με οποιονδήποτε τρόπο εξουδετερώσει, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (§ 1). Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο να προβεί στις αναγκαίες κατά την προηγούμενη παράγραφο ενέργειες, για να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος και να αποτραπεί κάθε δυσμενής συνέπεια από την ύπαρξη του ναυαγίου, ορίζοντας εύλογη κατά περίπτωση προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες και δηλώνοντας συγχρόνως ότι σε διαφορετική περίπτωση θα προβεί στις ενέργειες αυτές με ευθύνη και με δαπάνες του κυρίου, οι οποίες σε κάθε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, καταλογίζονται σε βάρος του και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων (§ 2 εδαφ. α)». Ως «Οργανισμός» κατά το άρθρο 1 § 2 του Ν. 2881/2001 νοείται το κατά περίπτωση αρμόδιο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα ή η δημόσια υπηρεσία που ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση λιμένα, διώρυγας ή διαύλου. Κατά την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το νομοθέτημα, «κύρια ρύθμιση [του σχεδίου] είναι το δικαίωμα του Δημοσίου ή των φορέων διοίκησης και διαχείρισης των λιμένων, να ενεργούν ως εντολοδόχοι του κυρίου τις πράξεις, οι οποίες κατά κύριο λόγο αποτελούν νόμιμη τούτου υποχρέωση, εφόσον αυτός δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση αυτήν. Το δικαίωμα αυτό απορρέει από την ανάγκη εξυπηρέτησης γενικού συμφέροντος….». Κατά την ίδια εισηγητική έκθεση, «[ο] προσδιορισμός του όρου “Οργανισμός” βασίζεται στο δεδομένο νομικό καθεστώς των φορέων διοικήσεως λιμένων…. Στο άρθρο 2 αντιμετωπίζονται τα ναυάγια στους λιμένες, διώρυγες, διαύλους, με κύριο σκοπό να ενδιαφερθούν οι υπόχρεοι σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, που ισχύουν παράλληλα, να απομακρύνουν αυτά μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, που κρίνεται αναγκαίος για συνήθεις περιπτώσεις, και σε περιπτώσεις άμεσων ειδικών κινδύνων με έναρξη αμέσως των αναγκαίων ενεργειών. Η ανέλκυση και απομάκρυνση είναι η κανονική λύση για την εξάλειψη των κινδύνων και αποτροπή των δυσμενών συνεπειών από την ύπαρξη του ναυαγίου, αλλά προβλέπονται και οι περιπτώσεις καταστροφής ή εξουδετέρωσης του με οποιονδήποτε τρόπο επιβάλλεται κατά περίπτωση (π.χ. διάλυση σε κομμάτια, ολική καταστροφή) για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός. Όλες οι ενέργειες γίνονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου ή άλλες αστυνομικού χαρακτήρα διατάξεις. Η αδράνεια των υπόχρεων στις ανωτέρω περιπτώσεις δίνει δικαίωμα στον αρμόδιο φορέα (Οργανισμό) να ενεργήσει αντ’ αυτών για την απομάκρυνση τους. Είναι γνωστό από την πράξη, ότι οι υπόχρεοι δεν προβαίνουν στην ανέλκυση του ναυαγίου, όταν δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα ενέργεια ή για άλλους οικονομικούς ή νομικούς συνδυασμούς (χρέη πλοίου, καθεστώς ιδιοκτησίας κ.α.). Το ιδιωτικό αυτό συμφέρον δεν μπορεί να αντιταχθεί στο δημόσιο συμφέρον για την απομάκρυνση του ναυαγίου και άρση των κινδύνων από την παρουσία του, ούτε βέβαια να μετακυλήσει το σχετικό οικονομικό βάρος του ιδιώτη στον Οργανισμό, τουλάχιστον όταν τούτο δεν είναι αναπόφευκτο». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι με το Ν. 2881/2001 ο κοινός νομοθέτης, συμμορφούμενος, καταρχήν, με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ρύθμισε, με ειδικό και αποκλειστικό τρόπο, τα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την ανέλκυση, απομάκρυνση ή εξουδετέρωση ναυαγίων πλοίων, επέβαλε δε συγκεκριμένες υποχρεώσεις σε όλους τους εμπλεκόμενους. Θέσπισε, μάλιστα, ειδική διοικητική διαδικασία που αποσκοπεί στον δημοσίου συμφέροντος σκοπό της εκκαθάρισης των θαλασσών από ναυάγια προς διασφάλιση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και της προστασίας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, ενώ τη σχετική αρμοδιότητα ανέθεσε, καταρχήν, στους «Οργανισμούς», δηλαδή αυτοτελή νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που ασκούν τη διοίκηση και τη διαχείριση λιμένα, διώρυγας ή διαύλου, στους οποίους περιλαμβάνονται και τα δημοτικά λιμενικά ταμεία (ΣτΕ 1820/2019, ΣτΕ 714/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1647/2011, ΕΕμπΔ 2012/114 = Ε7 2012/884, βλ. και Α. Αντάπαση/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 632, σελ. 318, Ν. Κωνσταντινίδη, Το δίκαιο απομακρύνσεως ναυαγίων από λιμένες, σε ΝοΒ 2012/1056 επομ.), ενώ αναγνώρισε παράλληλη αρμοδιότητα στην Κεντρική Διοίκηση, ήδη δε στη Δημόσια Αρχή Λιμένων [ΔΑΛ], που ιδρύθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 127 επομ. του Ν. 4389/2016 ως αποκεντρωμένη, αυτοτελής και ανεξάρτητη υπηρεσιακή μονάδα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με κατά τόπον αρμοδιότητα εκτεινόμενη στο σύνολο της Επικράτειας (άρθρο 131 § 1 Ν. 4389/2016), δηλαδή σε δημόσιο φορέα, τον οποίο επιφόρτισε με την προστασία του περιβάλλοντος μέσα στα ελληνικά λιμάνια, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (βλ. την υπ’ αριθμ. 155/2019 γνμδ ΝΣΚ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθόσον άλλωστε η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν αποτελεί αμιγώς τοπική υπόθεση. Η αρμοδιότητα μάλιστα του καταλογισμού στον κύριο του ναυαγίου των δαπανών ανέλκυσης και απομάκρυνσης αυτού συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας που ανήκει στον πυρήνα των κρατικών αρμοδιοτήτων και είναι δέσμια για το επιφορτισμένο δημόσιο όργανο που κατά την άσκησή της δεν εμποδίζεται από τα ιδιωτικά δικαιώματα του κυρίου, τα σχετικά με τον περιορισμό της ευθύνης του (ΣτΕ 714/2019, ο.π.) κατά τις ειδικές διατάξεις του ΚΙΝΔ (άρθρα 85, 86 και 89) και του Ν. 3393/2005. Υπό τα νομοθετικά αυτά δεδομένα, καθίσταται σαφές ότι η ανέλκυση του ναυαγίου προς προστασία των θαλασσίων οικοσυστημάτων, εκπληρώνει σκοπό δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου δεν αποτελεί περιεχόμενο ιδιωτικής αξιώσεως ούτε αντικείμενο ιδιωτικής ενοχής, καθώς έχει καταστεί δημόσια υποχρέωση του κυρίου του πλοίου που βυθίστηκε έναντι του δημόσιου φορέα που η κείμενη νομοθεσία προβλέπει, εκπληρούμενη υπό τους όρους και με την ειδική διοικητική διαδικασία του άρθρου 2 του Ν. 2881/2001. Για το λόγο αυτό, η ανέλκυση του ρυπογόνου ναυαγίου δε συνιστά αρμοδιότητα (και επομένως η δικαστική της επιδίωξη δικαίωμα) του παράκτιου ΟΤΑ ούτε με βάση το άρθρο 75 του Ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (ΚΔΚ), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 102 § 1 του Συντάγματος περί αναθέσεως στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης της διοίκησης των τοπικών υποθέσεων και ορίζει ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων των δήμων και κοινοτήτων, που αφορούν τον τομέα του περιβάλλοντος συγκαταλέγονται (§ 14 περ. β, αρ. 2) «η προστασία και διαχείριση των υδάτινων πόρων, η προστασία του εδάφους και των εσωτερικών υδάτων από την αλιεία (λιμνοθάλασσες, λίμνες, ιχθυοτροφεία, ποταμοί) και η καταπολέμηση της ρύπανσης στην περιφέρειά τους», αφού στις αρμοδιότητες που η διάταξη αυτή απονέμει στους ΟΤΑ δεν περιλαμβάνεται το γενικότερου συμφέροντος ζήτημα της εκκαθάρισης των θαλασσών από ναυάγια. Επιπλέον, η ανέλκυση ναυαγίου δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του παράκτιου ΟΤΑ ούτε κατά το Ν. 1850/1989, που κύρωσε τον Ευρωπαϊκό Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας και ορίζει, ως προς μεν την έννοια της τοπικής αυτονομίας (άρθρο 3 § 1 του Χάρτη) ότι ως τέτοια νοείται «το δικαίωμα και η πραγματική ικανότητα των ΟΤΑ να ρυθμίζουν και διευθύνουν, στα πλαίσια του νόμου με δική τους ευθύνη και προς όφελος του πληθυσμού τους, ένα σημαντικό μέρος των δημοσίων υποθέσεων» και ως προς την έκτασή της (άρθρο 4 §§ 1 και 2 του Χάρτη) ότι «Οι βασικές αρμοδιότητες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ορίζονται από το Σύνταγμα ή από το νόμο. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν  εμποδίζει  την  παροχή  στους  Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αρμοδιοτήτων για ειδικούς σκοπούς, σύμφωνα με το νόμο (§ 1). Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν, στα πλαίσια του νόμου, κάθε δυνατότητα δράσεως για να ασκήσουν την πρωτοβουλία τους για κάθε θέμα που δεν έχει εξαιρεθεί από την αρμοδιότητά τους ή δεν έχει παραχωρηθεί σε άλλη αρχή», αφού κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών δεν περιλαμβάνεται στις τοπικές υποθέσεις εκείνη που έχει ρητά δια νόμου εξαιρεθεί από την αρμοδιότητά τους. Αντίθετο συμπέρασμα δε συνάγεται ούτε από την ποινική διάταξη της § 7 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986, όπως μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 § 5 του Ν. 3937/2011 αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 7 § 7 του Ν. 4042/2012 και ισχύει ορίζουσα ότι «Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού (περιβαλλοντικών εγκλημάτων) ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, πανεπιστήμια, άλλοι επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο και με αίτημα ιδίως την αποκατάσταση των πραγμάτων, στο μέτρο που είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται». Και τούτο διότι αν οι ΟΤΑ (και οι λοιποί αναφερόμενοι σ’ αυτήν συλλογικοί φορείς και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου) είχαν κατά τις γενικές διατάξεις του ΑΚ (και του ΚΠολΔ) δικαίωμα (και νομιμοποίηση) να ασκήσουν αξιώσεις αποκατάστασης των πραγμάτων στην πρότερη της περιβαλλοντικής βλάβης κατάσταση στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, ο ποινικός νομοθέτης δεν θα είχε λόγο να τους προσνείμει ειδική προς τούτο νομιμοποίηση με την προαναφερθείσα διάταξη (περί της οποίας επικριτικά σχόλια βλ. σε Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, 2015, σελ. 176 – 180, 251, Α. Δημάκη,  Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή. Ταυτόχρονα μερικές σκέψεις για το μέλλον του θεσμού προς την κατεύθυνση μιας παράστασης αμιγώς ποινικού χαρακτήρα, σε ΠΧ 2010/529 επομ. και Θρ. Κονταξή, Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής στα «εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος»;, σε ΠοινΔνη 2012/1159 επομ.).

V. Εν προκειμένω, με την από 5.3.2012 αγωγή του, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της που ενδιαφέρουν στην έκκλητη δίκη, ο ενάγων Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μοναδικός Δήμος των Νήσων Θήρας και Θηρασίας, στις νόμιμες αρμοδιότητες του οποίου υπάγεται, όπως υποστηρίζει, και η διαφύλαξη της καθαρότητας και η προστασία της θαλάσσιας και της χερσαίας περιοχής του κόλπου της Καλντέρας, που εμπίπτει στα όρια της τοπικής του αρμοδιότητας, εξέθεσε τα περιστατικά που οδήγησαν στις 6.4.2007 στην πρόσκρουση σε ύφαλο, στην κατάκλυσή του από θαλάσσια ύδατα και ακολούθως στη βύθιση στην περιοχή «Παλαιά Ορυχεία» της Καλντέρας, κοντά στις ακτές και στο λιμένα του Αθηνιού, όπου και παραμένει έκτοτε, του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – κρουαζιερόπλοιου SD, την οποία απέδωσε σε υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων των τριών [3] πρώτων από τις εναγόμενες εταιρίες, κυρίας, τεχνικής διαχειρίστριας και εφοπλίστριας του πλοίου αυτού και η οποία (βύθιση) είχε ως αποτέλεσμα τη μόλυνση του θαλάσσιου οικοσυστήματος της περιοχής και των ακτών λόγω της συνεχιζόμενης έκλυσης στη θάλασσα ποσοτήτων πετρελαιοειδών, που το πλοίο χρησιμοποιούσε ως καύσιμα αλλά και της σταδιακής διάβρωσης του κύτους του, που συνεπάγεται την απελευθέρωση στο υδάτινο περιβάλλον βαρέων μετάλλων και άλλων επιβλαβών και ρυπογόνων χημικών και τοξικών ουσιών, υποστήριξε ότι το γεγονός αυτό προκάλεσε, επειδή οι εικόνες του ναυαγίου μεταδόθηκαν ανά τον πλανήτη, δυσφήμιση της Νήσου Θήρας, της οποίας η οικονομία υπέστη αυτόθροες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενες, μολονότι προσκλήθηκαν νόμιμα από το Λιμενικό Ταμείο Θήρας, που υπάγεται στον ενάγοντα Δήμο, ο οποίος διορίζει τη διοίκησή του, να προέλθουν στην ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου, εντούτοις αυτές αδράνησαν, με αποτέλεσμα το βυθισμένο πλοίο να αποτελεί ήδη και να προβλέπεται ότι θα εξακολουθήσει και στο απώτερο μέλλον να συνιστά εστία διαρκούς και εκτεταμένης εστίας ρυπάνσεως της θαλάσσιας περιοχής της Καλντέρας. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων Δήμος επικαλέστηκε τις διατάξεις των άρθρων 57, 914 ΑΚ, 12 Ν. 743/1977, 29 Ν. 1650/1986 και του Ν. 2881/2001 και υποστήριξε ότι αυτές τον νομιμοποιούν ενεργητικά να ζητήσει «πέραν της όποιας έχει υποστεί περιουσιακής ζημίας και ανεξαρτήτως αυτής» την άρση του λόγου που προκαλεί την περιβαλλοντική και οικολογική ζημία και, ταυτόχρονα, των συνεπειών της βυθίσεως του ως άνω πλοίου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο και πιο κάτω στην παρούσα. Ζήτησε δε, συγκεκριμένα, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, κυρίως μεν, στις ενέργειες της εις ολόκληρον ανέλκυσης και της απομάκρυνσης του ναυαγίου από την ως άνω περιοχή, πραγματοποιώντας την έναρξη των σχετικών εργασιών εντός τριμήνου από την έκδοση της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης και, επικουρικώς, στην προκαταβολή χρηματικού ποσού ογδόντα εκατομμυρίων ευρώ (80.000.000 €) προς τον ενάγοντα, επί αποδόσει λογαριασμού, ώστε να προβεί αυτός σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου. Άλλως, ζήτησε να υποχρεωθούν, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) ημερησίως για την περίπτωση αρνήσεώς τους, οι εναγόμενες στην καταβολή ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ αυτού (ενάγοντος) ή του Ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη των εξόδων ανελκύσεως και απομακρύνσεως του ναυαγίου.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά το μέρος της που αφορά τις ως άνω εναγόμενες (και εκκαλούσες) εταιρίες, κατέφασκε τη διεθνή δικαιοδοσία του, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά τα επικουρικά αιτήματά της, ενώ δέχθηκε αυτήν κατά το κύριο αίτημά της ως παραδεκτή και βάσιμη, τόσο κατά το νόμο, στηριζόμενη, ως προς τις συρρέουσες βάσεις της, στις διατάξεις των άρθρων 24 του Συντάγματος, 57, 59, 281, 299, 330, 481 επομ., 914, 922, 926 ΑΚ, 1, 2, 28, 29 Ν. 1650/1986, 11, 13 ΠΔ 55/1998 που κωδικοποίησε το Ν. 743/1977, 9 του Ν. 2881/2001 και 43, 113 § 2, 125, 219 ΚΔΝΔ, όσο και κατ’ ουσίαν και, μετά ταύτα, υποχρέωσε τις ίδιες εναγόμενες εταιρείες να προβούν με δαπάνες τους στην ανέλκυση του ναυαγίου. Για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος η εκκαλουμένη δεν διέλαβε ειδικότερη παραδοχή, δέχθηκε όμως ότι διατηρούσε ηθικό έννομο συμφέρον για την προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών που προσβλήθηκαν, δικό του ατομικά και όχι ως εκπρόσωπος των ατομικών δικαιωμάτων των δημοτών του, επειδή στις κατά τον ΚΔΚ αρμοδιότητές του περιλαμβανόταν η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η καταπολέμηση της ρύπανσης στην τοπική περιφέρειά του, αναγνωρίζοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς τη νομιμοποιητική λειτουργία του εννόμου συμφέροντος στην ένδικη περίπτωση.

VI. Με αυτά που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IV εκτέθηκαν, η εις ολόκληρον υποχρέωση των εκκαλουσών εταιριών στην ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου του Ε/Γ – Κ/Ζ SD από την περιοχή της Καλντέρας θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αιτήματος είτε άρσης της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος Δήμου κατά το άρθρο 57 ΑΚ είτε αυτούσιας αποκατάστασης της ζημίας που αυτός υπέστη κατά τα άρθρα 914 ΑΚ και 12 Ν. 743/1977, που πράγματι συρρέουν ελεύθερα. Όμως, για τη νομιμοποίησή του κατά τις δύο [2] τελευταίες διατάξεις ο ενάγων δεν επικαλέστηκε την επέλευση συγκεκριμένης βλάβης σε δικό του ιδιωτικό δικαίωμα ή σε έννομα προστατευόμενο περιουσιακό συμφέρον του. Αντιθέτως, ρητά διευκρίνισε ότι ενάγει «πέραν της όποιας έχει υποστεί περιουσιακής ζημίας και ανεξάρτητα από αυτήν», αποσκοπώντας μόνο στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και στην αναίρεση των επιβαρυντικών γι’ αυτό συνεπειών της βύθισης του ως άνω πλοίου και της εστίας ρυπάνσεως που δημιούργησε. Επομένως, υπό τα εκτιθέμενα, από το επίμαχο ναυάγιο δεν επήλθε προσβολή απολύτου δικαιώματος του ενάγοντος ούτε περιουσιακού εννόμου συμφέροντός του, ως τέτοιου μη δυνάμενου να εννοηθεί ούτε η δυσφήμηση της Νήσου (και όχι του Δήμου) Θήρας από τις εικόνες της βύθισης του πλοίου, που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά ανά τον πλανήτη ούτε οι επιπτώσεις της δυσφημήσεως αυτής στην οικονομία της Νήσου και όχι του Δήμου (για τον οποίο δεν εκτίθεται καμία μείωση των εσόδων του, των προερχομένων από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την τουριστική κίνηση). Κατά συνέπεια, ο ενάγων, ως μη δυνάμενος να υποστεί, λόγω της νομικής του προσωπικότητας, βλάβη σε έννομα αγαθά που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα (ζωής ή υγείας) μηδέ υποστάς περιουσιακή ζημία, καμία αξίωση αποζημιώσεως δε διατηρούσε έναντι των εναγομένων ούτε χρηματική ούτε υπό τη μορφή της αποκατάστασης των πραγμάτων στην πρότερη του ναυαγίου κατάσταση, που θα μπορούσε να επέλθει δια της ανελκύσεώς του. Άλλωστε, για τη νομιμοποίησή του ο ενάγων Δήμος επικαλέστηκε το δικαίωμα στην προσωπικότητά του, για την οποία υποστήριξε ότι προσβλήθηκε από τις βλαβερές περιβαλλοντικές συνέπειες του ναυαγίου, που παρεμπόδισαν την κατά προορισμό χρήση κοινών σε όλους πραγμάτων, όπως η θαλάσσια περιοχή και οι ακτές της Καλντέρας. Τέτοιο δικαίωμα, όμως, ο ενάγων δεν είχε, αφού η χρήση των κοινών σε όλους πραγμάτων δεν προσιδιάζει σε νομικά πρόσωπα. Επομένως, ούτε με βάση το άρθρο 57 ΑΚ νομιμοποιούταν ο ενάγων στην άσκηση αξιώσεως σχετική με την ανέλκυση του επίμαχου ναυαγίου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άρση της προσβολής των συγκεκριμένων περιβαλλοντικών αγαθών. Εξάλλου, εσφαλμένα με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή ως βάση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος ο σκοπός προστασίας του περιβάλλοντος σύμφωνα με τον ΚΔΚ. Και τούτο διότι, κατά τα προαναφερθέντα, στις νόμιμες αρμοδιότητες οποιουδήποτε παράκτιου Δήμου δεν περιλαμβάνεται η επιδίωξη δικαστικώς ή εξωδίκως της ανελκύσεως ναυαγίου έναντι του κυρίου αυτού, αφού η αρμοδιότητα αυτή έχει δια νόμου ανατεθεί σε άλλο διοικητικό όργανο, που κρίθηκε καταλληλότερο προς επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της εκκαθάρισης των θαλασσών από ναυάγια για τη διασφάλιση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, ο ενάγων Δήμος δικαίωμα (και αρμοδιότητα) θα είχε να στραφεί μόνον κατά του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Θήρας για να ζητήσει την ενεργοποίηση της ειδικής διοικητικής διαδικασίας του Ν. 2881/2001, αν εκείνο το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν είχε ήδη προβεί στις εκτιθέμενες στην αγωγή ενέργειές του κατά των εναγόμενων εταιριών (προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για υποβολή προσφοράς κόστους μελέτης ανέλκυσης του ναυαγίου). Περαιτέρω, ο ενάγων Δήμος, αναγνωρίζοντας ότι η αποκαταστατική λειτουργία της «κλασικής» αποζημίωσης είναι, επί περιβαλλοντικών προσβολών όπως η επίδικη, περιορισμένη, επειδή προϋποθέτει ζημία σε ιδιωτικά έννομα αγαθά ή περιουσιακά συμφέροντα, επιχειρεί να θεμελιώσει τη νομιμοποίησή του σε γενική αρχή του δικαίου, την οποία συνάγει από τις ειδικότερες αρχές της προλήψεως και της προφυλάξεως, στις οποίες έγινε ήδη αναφορά και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δανειστές της απαιτήσεως για την ανέλκυση του βυθισθέντος πλοίου είναι όχι μόνον ο ίδιος αλλά οι «Πανέλληνες», καθώς και ολόκληρη η Διεθνής Κοινότητα. Ο συλλογισμός αυτός είναι προφανές ότι οδηγεί στην παραδοχή της λαϊκής αγωγής, την οποία όμως δεν ανέχεται η ελληνική δικονομική έννομη τάξη. Τέλος, ακόμα και αν γινόταν δεκτή η πάντως εδώ αποκρουόμενη εκδοχή, την οποία υιοθέτησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι το «ηθικό έννομο συμφέρον» του ενάγοντος τον νομιμοποιεί στην έγερση της υπό κρίση αγωγής, αυτή θα ήταν και πάλι απορριπτέα ως απαράδεκτη, επειδή το έννομο αυτό συμφέρον, το οποίο θα έπρεπε να διαρκεί υφιστάμενο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 39/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εξέλιπε ήδη, καθώς, όπως προκύπτει από τα ακόλουθα έγγραφα που παραδεκτώς επισκοπεί το Δικαστήριο και πριν την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), αφού αφορούν στο παραδεκτό της αγωγής, μετά την ακύρωση δυνάμει της με αριθμό 1820/2019 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, της παραλείψεως του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και του Λιμενικού Ταμείου Θήρας το μεν πρώτο να διαπιστώσει αν συντρέχει πρακτική δυνατότητα ανελκύσεως του βυθισθέντος πλοίου, το δε δεύτερο να ολοκληρώσει τη διαγωνιστική διαδικασία που εκκίνησε με πρωτοβουλία του το έτος 2008, ήδη ο Διοικητής της ΔΑΛ με την με αριθμό πρωτοκόλλου 6000/431/9.12.2009 απόφασή του προέβη σε διακήρυξη επαναληπτικού μειοδοτικού διαγωνισμού για την ανέλκυση και απομάκρυνση εκτός του όρμου του Αθηνιού του επιδίκου ναυαγίου με δαπάνες της κυρίας του πλοίου στην οποία και αυτές καταλογίστηκαν στο σύνολό τους. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν η από 5.3.2012 αγωγή ήταν ενεργητικώς ανομιμοποίητη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για τους ίδιους λόγους εσφαλμένες παρίστανται οι κρίσεις και της υπ’ αριθμ. 51/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που ερευνώντας σχετικό λόγο εφέσεως των εκκαλούντων δέχθηκε ότι ο ενάγων Δήμος διατηρούσε κατ’ εφαρμογή του ΚΔΚ έννομο συμφέρον για την έγερση της ως άνω αγωγής και νομιμοποιούταν ενεργητικά να αναλαμβάνει δικαστικές ενέργειες για τη διατήρηση της κατά προορισμό καταστάσεως των θαλασσίων υδάτων και την προστασία τους από κάθε προσβολή.

VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 ΑΚ προκύπτει ότι, αφότου τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις έγκυρης συστάσεώς τους, τα νομικά πρόσωπα καθίστανται υποκείμενα δικαίου με ικανότητα κτήσεως δικαιωμάτων και αναλήψεως υποχρεώσεων (ΑΠ 339/2018, Ε7 2019/124), η δικαιοκτητική τους, όμως, ικανότητα δεν εκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου (ΑΠ 158/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ια, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 62, αρ. 3, σελ. 884, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, σελ. 196). Δεδομένου, επομένως, ότι τα νομικά πρόσωπα, ιδιωτικά ή δημόσιου δικαίου, είναι φορείς εννόμων αγαθών, μπορούν να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρα 59, 299 και 932 ΑΚ), μολονότι αυτή, από τη φύση της, αφορά φυσικά πρόσωπα (ΕφΑθ. 4556/2005, Δνη 2007/868), εφόσον προσβάλλονται παράνομα στην προσωπικότητά τους σε οποιεσδήποτε από τις εκφάνσεις αυτής, που δεν προϋποθέτουν ανθρώπινη φύση (Εμ. Καλδέλλης, Η αξίωσις των νομικών προσώπων προς χρηματικήν ικανοποίησίν των λόγω ηθικής βλάβης, σε Αρμ. 1980/625 επομ. [629]), όπως συμβαίνει όταν θίγεται η επωνυμία, η φήμη, η εμπορική πίστη και η επαγγελματική υπόληψη εμπορικών εταιριών (ΑΠ 1381/2013, ΧρΙΔ 2014/192, ΑΠ 488/1983, ΝοΒ 1984/268, ΕφΑθ. 986/2005, ΔΕΕ 2005/701, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 61, αρ. 20, σελ. 613). Επειδή, όμως, η ηθική βλάβη στα πρόσωπα αυτά δεν αναφέρεται σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, χωρίς ανάγκη αποδείξεως, όπως στα φυσικά πρόσωπα αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, όταν ενάγει νομικό πρόσωπο για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης πρέπει να επικαλεστεί και, εάν ο ισχυρισμός του αμφισβητηθεί, να αποδείξει συγκεκριμένη υλική ζημία (ΤριμΕφΠειρ. 297/2019, αδημ., ΤριμΕφΠειρ. 541/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 6197/2011, ΔΕΕ 2012/319, ΕφΑθ. 5749/2009, Δνη 2010/260 = ΕΕμπΔ 2010/993, ΕφΘεσ. 443/2009, ΕπισκΕΔ 2009/517 = Αρμ. 2007/672, ΕφΑθ. 698/2003, Δνη 2004/1064, ΜονΕφΠειρ. 777/2020, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 566/2018, ΕΕμπΔ 2019/678, Απ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος IV, πρώτη έκδοση, 1982, άρθρο 932, αρ. 13, σελ. 817, Στ. Πατεράκης, Η Χρηματική Ικανοποίηση Λόγω Ηθικής Βλάβης, 2001, σελ. 286, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 932, αρ. 22, σελ. 1903, Ι. Γεροντίδης, Η “υλική υπόσταση” της ηθικής βλάβης των εμπορικών εταιριών, σε Δνη 2016/1024 επομ., contra η ΕφΛαρ. 176/2007, Δικογραφία 2007/268).

VIII. Εν προκειμένω, στην από 22.3.2012 αγωγή του, την οποία έστρεψε πέραν των προαναφερθεισών εταιριών και κατά ……………, πλοιάρχου του βυθισθέντος πλοίου, ……………., γενικού διευθυντή του τεχνικού τομέα της δεύτερης εναγόμενης, …………., εξουσιοδοτημένου προσώπου της ιδίας εναγόμενης εταιρίας και ……….., γενικού διευθυντή επιχειρήσεων στόλου της αυτής εναγόμενης, ο ενάγων Δήμος αναφέρθηκε στα περιστατικά του ενδίκου ναυαγίου και περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας του γεγονότος της βυθίσεως του πλοίου, της εκτεταμένης ρυπάνσεως που ακολούθησε, της ρυπάνσεως που εξακολουθεί να προκαλείται αλλά και αυτής που θα προκαλείται με βεβαιότητα στο μέλλον, προσβλήθηκε η φήμη της Νήσου Θήρας ως παγκόσμιου τουριστικού προορισμού, με περαιτέρω αποτέλεσμα να τρωθεί το συναποτελούν την «προσωπικότητά» του στοιχείο της φήμης του και τελικό αποτέλεσμα να βλαφτεί ηθικά. Για τη θεμελίωση της βλάβης του αυτής εξέθεσε ειδικότερα ότι η Νήσος Θήρα δυσφημίστηκε παγκοσμίως ως επικίνδυνη για την υγεία των επισκεπτών της με σχετικές αναφορές σε έντυπα και μέσα ενημέρωσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ότι η προσωπικότητά του υπέστη διαρκή και μακροχρόνια προσβολή επειδή εμφανίστηκε να αδυνατεί να περιφρουρήσει την καθαρότητα και την υγιεινή του οικοσυστήματος, ότι οι καθημερινές δημοσιεύσεις δημιούργησαν δυσμενές κλίμα όσον αφορά την τουριστική προβολή του Νησιού, ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να απολογείται σε τουριστικά γραφεία και ταξιδιωτικούς πράκτορες, να εξηγεί ότι έχει μεριμνήσει για την υγεία των επισκεπτών και να ενημερώνει για τους λόγους παραμονής στη θαλάσσια περιοχή της Καλντέρας του πλωτού φράγματος που τοποθετήθηκε πάνω από το ναυάγιο για να περιορίσει τοπικά τη ρύπανση από τα πετρελαιοειδή που διέρρευσαν στη θάλασσα και ότι η επιστημονική αντιπαράθεση ως προς τη σοβαρότητα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του ναυαγίου έβλαψε τη φήμη της Σαντορίνης ως του ωραιότερου στον κόσμο ταξιδιωτικού προορισμού. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε ο ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (10.000.000 €) «εντόκως νομίμως μέχρις εξοφλήσεως».

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και σ’ εκείνη του άρθρου 932 ΑΚ και ακολούθως, μετά από έλεγχο του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, τη δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ (8.000.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Κρίνοντας έτσι, όμως, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 932 ΑΚ, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη, οικονομικά αποτιμώμενη, ζημία του με υλική υπόσταση, όπως κατά τα προαναφερθέντα απαιτείται για τη νομιμότητα του αιτήματος περί αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης ενός νομικού προσώπου. Ειδικότερα, δεν ανέφερε ούτε ότι εξαιτίας του ναυαγίου και της περιβαλλοντικής μόλυνσης απομειώθηκαν τα έσοδά του από οποιαδήποτε αιτία, όπως θα μπορούσε να συμβεί αν είχε σημειωθεί πτώση της τουριστικής κίνησης και μείωση των δικαιωμάτων του Δήμου Θήρας (λ.χ. από τέλη παρεπιδημούντων) ούτε ότι αυξήθηκαν οι δαπάνες του για την αντιμετώπιση πρόσθετων αναγκών (λ.χ. για την πρόσληψη έκτακτου ή μόνιμου προσωπικού και την οργάνωση δημοτικής υπηρεσίας επιφορτισμένης με την ενημέρωση των τουριστικών πρακτόρων σχετικά με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, όπως οι εκκαλούντες υποστηρίζουν, χωρίς ο ισχυρισμός τους αυτός να αμφισβητείται, λαμβανόμενος επομένως υπόψη ως αληθής (άρθρα 261 εδαφ. β και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) και κατά το παρόν διαδικαστικό στάδιο, αφού αναφέρεται σε προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η τουριστική κίνηση (επιβάτες κρουαζιέρας) στη Νήσο Θήρα αυξήθηκε μεταξύ των ετών 2010 και 2012 κατά ποσοστό 8,17%. Περαιτέρω, η φήμη της Νήσου Θήρας ως τουριστικού προορισμού δεν ταυτίζεται με την υπόληψη του Δήμου Θήρας ως οργανωμένου και αποτελεσματικά λειτουργούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι το φυσικό κάλλος του τοπίου, στο οποίο στηρίζεται η πρώτη, δε σχετίζεται με την επάρκεια των υπηρεσιών που παρέχονται σε δημότες και επισκέπτες, στην οποία στηρίζεται η δεύτερη. Οι δε «επιστημονικές αντιπαραθέσεις», στις οποίες γίνεται αναφορά όλως αορίστως, δεν είναι επαρκείς για να θεμελιώσουν ηθική βλάβη του ενάγοντος, αφού υπό τα εκτιθέμενα αυτές βλάπτουν τη φήμη της Νήσου Θήρας και όχι του Δήμου Θήρας. Όσον αφορά τη δυσφήμηση που υφίσταται ο ενάγων από έντυπα και μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό με δημοσιεύματα που τον εμφανίζουν να αδυνατεί να περιφρουρήσει την καθαρότητα και την υγιεινή του περιβάλλοντος σε όλο το Νησί, για τα οποία δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αναφορά στην αγωγή με προσδιορισμό του συντάκτη τους ή του εκδότη των εντύπων ή του υπευθύνου των μέσων ενημέρωσης, θα μπορούσε μεν να στηρίξει αξιώσεις έναντι των δυσφημούντων, όχι όμως και έναντι των εναγομένων, οι οποίοι υπό τα εκτιθέμενα αρνούνται να αποκαταστήσουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση που φέρονται να έχουν προκαλέσει, όχι όμως και να δηλώνουν αυτοί οι ίδιοι ότι ο ενάγων δεν είναι σε θέση να προστατεύσει το θαλάσσιο και χερσαίο περιβάλλον στην περιοχή της τοπικής του αρμοδιότητας.

Επομένως, η από 22.3.2012 αγωγή ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για τους ίδιους λόγους εσφαλμένες παρίστανται οι κρίσεις και της υπ’ αριθμ. 51/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που, μολονότι δέχθηκε ότι η ηθική βλάβη των νομικών προσώπων έχει υλική υπόσταση, της οποίας πρέπει να γίνεται επίκληση, εντούτοις θεώρησε ότι ο ενάγων είχε επικαλεστεί με τρόπο ορισμένο πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου.

ΙΧ. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν παραδοχή της εναντίον του αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164).

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν αμφότερες οι ένδικες αγωγές ήταν απαράδεκτες, η μεν από 5.3.2012 λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως ή δε από 22.3.2012 εξαιτίας της αοριστίας της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τις θεώρησε παραδεκτές και τις δέχθηκε κατ’ ουσία, έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και για το λόγο αυτό πρέπει, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης των εκκαλούντων και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή της εφέσεως, η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, να απορριφθούν οι αγωγές ως απαράδεκτες. Για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν θα προηγηθεί η ανάκληση της υπ’ αριθμ. 51/2017 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου. Να σημειωθεί ότι λόγω της αυτεπάγγελτης ενέργειας του Δικαστηρίου δεν ασκεί έννομη επιρροή εν προκειμένω η παράλειψη των εφεσιβλήτων να προσκομίσουν νομότυπα τις προτάσεις που είχαν καταθέσει πρωτοδίκως και με τις οποίες είχαν προβάλει ισχυρισμούς περί απαραδέκτου των εναντίον τους αγωγών. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν πράγματι προβληθεί (ΑΠ 543/1996, ΑρχΝ 1998/116 = Δνη 1998/1316 = ΕΕΝ 1997/660). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ τους γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 6.3.2014 έφεση και τους από 9.2.2016 προσθέτους αυτής λόγους.

Ανακαλεί την προηγούμενη υπ’ αριθμ. 51/2017 απόφασή του.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 464/2014 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει τις από 5.3.2012 και 22.3.2012 αγωγές.

Απορρίπτει αυτές.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Μαρτίου 2021 και στις 18 Μαρτίου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις  9  Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ