Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 368/2021

Αριθμός     368/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) …………, 2) …………, 3) …………., 4) ………….., 5) …………., 6) …………. και 7) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Αγγελική Λαλούση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ., Ελένη Πλασσαρά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.7.2013 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2014) αγωγή, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 65/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 7.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος των εκκαλούντων και η Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. του εφεσιβλήτου, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 7-2-2020 (αρ. καταθ. ……../2020) έφεση των ηττηθέντων εναγόντων, ήδη εκκαλούντων, κατά της υπ΄ αρ. 65/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, (ενιαίο) παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ………../2020,ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Με την από 21-7-2013 (αρ. καταθ. ………./2014) αγωγή τους, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 28-1-2019, όπως αυτή διορθώθηκε πρωτοδίκως, οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ισχυρίστηκαν ότι είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, ήτοι ο πρώτος κατά 25%, η δεύτερη, ο τρίτος, ο τέταρτος και η έβδομη, έκαστος κατά 12,5%, η πέμπτη κατά 6,25% και ο έκτος κατά 18,75%, ενός αγρού, εκτάσεως 5.554,50 τ.μ., κείμενου στη θέση «…………» στο Αιάντειο Σαλαμίνας, όπως λεπτομερώς περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή) κατά θέση, έκταση και όρια. Ότι απέκτησαν το ακίνητο αυτό το έτος 1993 δυνάμει των αναφερόμενων συμβολαίων δωρεάς εν ζωή, νομίμως μεταγεγραμμένων στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Επιπλέον ότι ο δικαιοπάροχός τους, ………., απέκτησε αυτό το έτος 1936, από τον …………, δυνάμει του αναφερόμενου, νομίμως μεταγεγραμμένου, συμβολαίου αγοράς, στο οποίο αναγράφεται ότι ο αγρός έχει έκταση 5 στρεμμάτων. Ότι ο τελευταίος απέκτησε αυτό δυνάμει του υπ΄ αρ. 26/1893 προικοσυμφώνου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου, εκτάσεως 5 στρεμμάτων. Ότι σύμφωνα με το από Ιουνίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου-Μηχανικού …………, το οποίο έχει συνταχθεί με το σύστημα συντεταγμένων του κτηματολογίου, ο ως άνω αγρός, κατά την κατάθεση της αγωγής (23-7-2014), έχει εμβαδόν 5.554,96 τ.μ.. Ότι εντός του ανωτέρω αγρού υπάρχουν μία ισόγεια οικία με υπόγειο και δύο ανοιχτοί στεγασμένοι χώροι. Ακολούθως, εξέθεταν ότι ο εν λόγω αγρός έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……….. και φέρεται ανακριβώς κατά τις αρχικές εγγραφές με έκταση 5.219 τ.μ. και ότι το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας τους, ήτοι του ως άνω αγρού, φέρεται ανακριβώς κατά τις αρχικές εγγραφές ότι ανήκει στο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, έχει δε λάβει αριθμό ΚΑΕΚ …………. Ότι στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα το ως άνω τμήμα της ιδιοκτησίας τους, που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ …………, αποτελείται από δύο τμήματα: α) το επίδικο τμήμα 1, το οποίο βρίσκεται μεταξύ της γραμμής του παλαιού αιγιαλού και της γραμμής της παραλίας (εκτός λωρίδας παραλίας), εκτάσεως 154,19 τ.μ. και β) το επίδικο τμήμα 2, το οποίο βρίσκεται μεταξύ της γραμμής του παλαιού αιγιαλού και της ιδιοκτησίας τους (εντός λωρίδας παραλίας), εκτάσεως 181,98 τ.μ., όπως λεπτομερώς περιγράφονται σ΄ αυτήν (αγωγή), κατά θέση, έκταση και όρια. Επιπροσθέτως, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι ο καθορισμός των ορίων αιγιαλού και δημιουργίας ζώνης παραλίας και παλαιού αιγιαλού έγινε δυνάμει της υπ΄ αρ. 1077367/8255/Β0010/27-9-2000 υπουργικής αποφάσεως (ΦΕΚ 696/Δ/19-10-2000). Ότι ενώ μετακινήθηκαν τα όρια του αιγιαλού στα υπάρχοντα σήμερα, ωστόσο τα όρια του παλαιού αιγιαλού διατηρήθηκαν ως είχαν και δεν διορθώθηκαν, με αποτέλεσμα το παραπάνω επίδικο τμήμα 1, εμβαδού 154,19 τ.μ., που εμφαίνεται ανακριβώς ως παλαιός αιγιαλός, να έχει αφαιρεθεί από την ιδιοκτησία τους και να φέρεται ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου με ΚΑΕΚ …………, στο οποίο ΚΑΕΚ συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα 2, εμβαδού 181,98 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός της λωρίδας παραλίας. Ότι ο παλαιός αιγιαλός είχε λανθασμένα οριοθετηθεί αρχικά, αφού φαίνεται να είχε οριοθετηθεί εντός ιδιοκτησιών και εντός οδών. Ότι ήταν αδύνατον τα όρια του παλαιού αιγιαλού να έφθαναν στα σημεία που εμφαίνεται ακόμη και σήμερα, αφού σε αυτά, όπως και εντός της ιδιοκτησίας τους (εναγόντων), δεν έφθανε ποτέ η θάλασσα και τα κύματα, αλλά ήταν καλλιεργήσιμη γη. Ότι εντός της ιδιοκτησίας τους υπήρχαν πάντοτε και ελιές, όπως υπάρχουν έως σήμερα, καθώς και πηγάδι. Ότι η χάραξη του παλαιού αιγιαλού δεν έλαβε χώρα νομίμως, αφού δεν ελέγχθηκαν τα δικαιώματα τρίτων επ΄ αυτού και συγκεκριμένα των ιδίων (εναγόντων) τα οποία προϋφίστανται του έτους 1915. Επιπροσθέτως, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιοι νέμονται από το έτος 1993 τα επίδικα τμήματα, καθώς αυτά ανήκουν στον αγρό που απέκτησαν με τα ως άνω συμβόλαια δωρεάς εν ζωή, ασκώντας τις αναφερόμενες, προσιδιάζουσες σε αυτά, πράξεις νομής, διανοία κυρίου και με καλή πίστη, ομοίως, δε και οι δικαιοπάροχοί τους, ήδη από το έτος 1893, νέμονταν τα επίδικα τμήματα με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις. Στην ένδικη δε αγωγή ενσωματώνεται το προαναφερόμενο από Ιούνιο 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου-Μηχανικού ………… που αφορά τα επίδικα, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν: α) να αναγνωριστεί ότι είναι (οι ενάγοντες) εξ αδιαιρέτου συγκύριοι των υπό στοιχεία 1 και 2 επίδικων τμημάτων με τα προαναφερόμενα συμβόλαια δωρεάς εν ζωή, νομίμως μεταγεγραμμένα, άλλως επικουρικώς με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, β) να διορθωθεί η εσφαλμένη αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ ……….. ώστε να αφαιρεθούν τα υπό στοιχεία 1 και 2 τμήματα και να προστεθούν στο ακίνητο με ΚΑΕΚ ………., να διορθωθεί η έκταση του ακινήτου, εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς τους (εναγόντων), με ΚΑΕΚ ……….., από το εσφαλμένο 5.219 τ.μ. στο ορθό 5.555,17 τ.μ. και γ) να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων και εντελώς επικουρικά α) να αναγνωριστεί ότι είναι (οι ενάγοντες) εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του υπό στοιχεία 1 επίδικου τμήματος με τα προαναφερόμενα συμβόλαια δωρεάς εν ζωή, νομίμως μεταγεγραμμένα, άλλως επικουρικώς με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, β) να διορθωθεί η εσφαλμένη αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ …………. ώστε να αφαιρεθεί το υπό στοιχεία 1 τμήμα και να προστεθεί στο ακίνητο με ΚΑΕΚ ………….., να διορθωθεί η έκταση του ακινήτου, εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς τους (εναγόντων), με ΚΑΕΚ …………., από το εσφαλμένο 5.219 τ.μ. στο ορθό 5.373,19 τ.μ. και γ) να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτηθέν από Κτηματολογικό Δικαστή, με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 65/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και καταδίκασε τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την ένδικη έφεση οι ηττηθέντες ενάγοντες και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή τους, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (έφεση) αναφερόμενα.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ΄ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια. Επίσης, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ΄ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 του ΑΚ), συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής του προκατόχου του, και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν απαιτείται να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως Δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Α.Ν. 2344/1940 «Περί αιγιαλού και παραλίας», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και εξακολουθεί, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 2971/2001, να ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή, αυτές για τις οποίες η έκθεση επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας με το διάγραμμα της χάραξής τους συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν πριν από τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ 285Α/19-12-2001, όπως εν προκειμένω, ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστο κτήμα, ανήκει στο Δημόσιο, προστατεύεται και διαχειρίζεται από αυτό (άρθρα 967 και 968 του ΑΚ). Είναι δε αιγιαλός η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα με ανώτατο όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν, κατά τις συνηθισμένες και όχι έκτακτες αναβάσεις τους, τα κύματα της θάλασσας. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες. Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνικά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος, η ζώνη της ξηράς που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός. Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού με απόφαση της διοικητικής επιτροπής, που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του Α.Ν. 2344/1940, και με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο δεν έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και, σε κάθε τοπική περίπτωση, ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός με πρόσχωση, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης αλλά του τακτικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο, τόσο κατά τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 1 του Α.Ν. 2344/1940, 967 και 968 του ΑΚ, όσο και κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ δικαίου (Ν. 93 Βασ. Ββ΄, Ν. 96, 112 Πανδ. 50.16 και άρθρο 15 του νόμου «Περί διακρίσεως κτημάτων» της 10-7-1837). Η κυριότητα, στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 του ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν, δηλαδή, τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής. Ο αιγιαλός μόνο με πρόσχωση από φυσικά ή και τεχνητά αίτια (άρθρο 9 του Α.Ν. 2344/1940) μπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιου (όταν παύσει να περιβρέχεται από τις συνηθισμένες μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος), αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικών φαινομένων. Επομένως, ο αιγιαλός, έστω και αν απωλέσει το χαρακτήρα του (αποβάλλει την προηγούμενη ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος) και καταστεί παλαιός αιγιαλός, εξακολουθεί exlege να ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου [καθίσταται δημόσιο κτήμα, που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου (ΑΠ 165/2017, ΑΠ 897/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2004, ΕφΠειρ 69/2015, ΕφΘεσ 304/2010,ΕφΠειρ 12/2004)] χωρίς να συντρέχει ανάγκη, μετά από την αλλαγή αυτή, να αναζητηθεί άλλος τρόπος κτήσης ή διατήρησης της κυριότητας του Δημοσίου, όπως με χρησικτησία. Ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα αιγιαλού και ότι, επομένως, δεν μπορεί να περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη με μόνη την επίκληση ότι το διεκδικούμενο είναι αιγιαλός (ΟλΑΠ 24/2000, ΑΠ 1141/2019, ΑΠ 116/2018, ΑΠ 643/2017, ΑΠ 598/2016, ΑΠ 301/2013 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στην παρ. 3 του άρθρου 2 του Α.Ν. 2344/1940 ορίζονται τα εξής: «Εις περίπτωσιν καθ΄ ην ένεκα προσχώσεων ή άλλων αιτίων είναι εμφανές, ότι, καθ΄ όν χρόνον ενεργείται ο καθορισμός, ο αιγιαλός είναι διάφορος του εις το παρελθόν τοιούτου, εκ μαρτυρικών δε καταθέσεων μαρτύρων εξεταζομένων ενόρκως υπό της Επιτροπής ή εκ διαφόρων άλλων ενδείξεων δύναται να καθορισθή η παλαιά θέσις του αιγιαλού, η υφισταμένη μέχρι μεν του έτους 1884, εάν υφίστανται κατοχαί ιδιωτών, και πρότερον δε, εάν δεν υφίστανται τοιαύται, η Επιτροπή προβαίνει εις τον καθορισμόν του παλαιού αιγιαλού, χαρασσομένης επί του διαγράμματος κυανής γραμμής». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, με τον Α.Ν. 2344/1940 καθιερώνεται διοικητική διαδικασία οριοθετήσεως της δημόσιας κτήσεως, η οποία προκύπτει από τη μετατόπιση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα. Συγκεκριμένα, αν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη βαθμιαία υποχώρηση της θάλασσας, η οικεία Επιτροπή προβαίνει, επί τη βάσει καταθέσεων ενόρκως εξεταζόμενων μαρτύρων ή άλλων ενδείξεων, στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπίδεκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν καταλαμβανόταν από τις αναβάσεις των χειμερίων κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς τη θάλασσα τούτο καθίσταται τμήμα της δημόσιας κτήσεως. Λόγω του χαρακτήρα της αυτού η ως άνω διαδικασία μπορεί κατ΄ αρχήν να αναχθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, θέσπισε ένα χρονικό όριο μέχρι του οποίου μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, πριν από το έτος 1884 και στην έκταση του παλαιού αιγιαλού υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών πριν από το έτος αυτό, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημόσια κτήση, για το λόγο δε αυτόν πρέπει να προσδιορίζεται από την Επιτροπή ο χρόνος μεταβολής της οριογραμμής του αιγιαλού. Εάν, όμως, δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος της μεταβολής αυτής δεν αποτελεί κατ΄ αρχήν κρίσιμο, κατά νόμο, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξης η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού. Εξάλλου, η κρίση της Διοίκησης για τη διαμόρφωση παλαιού αιγιαλού και για το χρόνο δημιουργίας του πρέπει να είναι αιτιολογημένη (ΣτΕ 2882/2015, ΣτΕ 4513/2009, ΣτΕ 1508/2003, ΣτΕ 3941/2001, ΣτΕ 2539/2000, ΣτΕ 751/2000, ΣτΕ 2644/1999). Ακολούθως, κατ΄ άρθρο 1 παρ. 1του Ν. 2971/2001 ««Αιγιαλός» είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της» επίσης, στην παρ. 2 της εν λόγω διατάξεως ορίζεται ότι: ««Παραλία» είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα» ωσαύτως, στην παρ. 3 προβλέπεται ότι: ««Παλαιός αιγιαλός» είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού». Έτι περαιτέρω, κατ΄ άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται», ενώ κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου «Ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και καταγράφονται ως δημόσια κτήματα» (ΑΠ 165/2017 ΕλλΔνη 2017.835). Ακολούθως, προκειμένου περί ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως είναι και ο αιγιαλός, κατά τις διατάξεις των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), Ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), Ν. 6 πρ. Πανδ. (44.3), Ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1) και Ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, ήτοι πριν την 23-2-1946, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄ αυτό με καλή πίστη, ήτοι, όπως αναφέρεται κατωτέρω, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει (ο χρησιδεσπόζων) κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας του νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», που κατά το προαναφερόμενο άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζονται για τον πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Νόμου ΔΞΗ/1912 «Περί δικαιοστασίου» και των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ΄ αυτά (ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433). Έτσι κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται νομή, η οποία εκδηλώνεται με συγκεκριμένες υλικές πράξεις, που επιχειρούνται με διάνοια κυρίου  και καλή  πίστη  επί  τριάντα έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 65 του  ΕισΝΑΚ,  από  την  έναρξη  της ισχύος του Αστικού Κώδικα αρκεί η επί 20ετία διανοία κυρίου νομή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), Ν. 25 Πανδ.(24.1), Ν. 27 Πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ. (41.3), Ν. 5 Πανδ. (41.7), Ν. 3 Πανδ. (41.10), Ν. 7 παρ. 6 Πανδ. (41.4), Ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη, κατά τα ως άνω, αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 1103/2018 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 638/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015/705, ΑΠ 309/2012 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Εν αντιθέσει ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, αυτό συντρέχει, κατ΄ άρθρα 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης (ΑΠ 1222/2018). Περαιτέρω, εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δάσος, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11-9-1915, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1256/1997 ΕλλΔνη 1998.596).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, …………, των εναγόντων, και ………., του εναγομένου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ΄ αρ. ………./25-8-1993 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. …), ο πρώτος των εναγόντων απέκτησε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας ενός αγρού, κείμενου στη θέση «…» στην κοινότητα …….. Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, όπως αυτό φαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α στο από Ιούνιο του 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ……….., εκτάσεως 5.554,50 τ.μ., συνορευόμενο ανατολικά σε πλευρά Ε-Ζ μέτρων 45,70 συν Ζ-Η 33,30 μέτρων συν Η-Θ 64,60 μέτρων με παραλία, δυτικά σε πλευρά Δ-Γ 53,65 μέτρων συν Γ-Β 55,75 μέτρων συν Β-Α 44,25 μέτρων με ιδιοκτησία ……., βόρεια σε πρόσωπο Δ-Ε 39,30 μέτρων με αγροτική οδό και νότια σε πρόσωπο Α-Β 35,20 μέτρων με αγροτική οδό. Η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόντων απέκτησαν, έκαστος, ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του ανωτέρω αγρού δυνάμει του υπ΄ αρ. …../25-8-1993 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …….., α.α. ………). Ο τέταρτος και η έβδομη απέκτησαν, έκαστος, ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του ανωτέρω αγρού δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/25-8-1993 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …….., α.α. …….). Η πέμπτη και ο έκτος των εναγομένων απέκτησαν ποσοστά 6,25% και 18,75%, έκαστος αντίστοιχα, εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του ανωτέρω αγρού δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../25-8-1993 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …., α.α. ……….) σε συνδυασμό με το υπ΄ αρ. ………/6-5-1997 συμβόλαιο της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. ….) με το οποίο διορθώθηκε το ως άνω υπ΄ αρ. ……../25-8-1993 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή. Το επίδικο ακίνητο απέκτησε ο δωρητής των εναγόντων, …………, από τον …………. δυνάμει του υπ΄ αρ. ………./17-6-1936 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …….., α.α. ………). Στο ανωτέρω συμβόλαιο, ο επίδικος αγρός περιγράφεται ως έχον έκταση 5 στρέμματα, (ως έγγιστα), συνορευόμενος ανατολικά με θάλασσα, δυτικά με ………, αρκτικώς με ρεύμα και μεσημβρινώς με ρεύμα. Το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει στην πλήρη κυριότητα του ………. δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/1893 προικοσυμφώνου συμβολαίου του τότε Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. ……, α.α. …….). Σύμφωνα με το από Ιούνιο του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου-Μηχανικού …….., ο ανωτέρω αγρός εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α1.Α2.Α3.Α4.Α5.Α6.Α7.Α8. Α14.Α15.Α16. Α17.Α18.Α19.Α10.Α11.Α12.Α13.Α1 με εμβαδόν 5.554,96 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με πλευρά Α6-Α14 συνολικού μήκους 32,51 μέτρων με αγροτική οδό, νότια με πλευρά Α2-Α13 συνολικού μήκους 48,65 μέτρων με αγροτική οδό, ανατολικά με πλευρά Α13-Α14 συνολικού μήκους 143,53 μέτρων με παραλιακό χωματόδρομο και πέραν αυτού με γραμμή αιγιαλού και πέραν αυτής με θάλασσα και δυτικά με πλευρά Α2-Α6 συνολικού μήκους 153,77 μέτρων με ιδιοκτησία ……., ……. και ………. με ΚΑΕΚ ……….. Το ανωτέρω ακίνητο έχει λάβει ΚΑΕΚ ……….. γεωτεμαχίου αλλά έχει καταχωρηθεί με έκταση 5.219 τ.μ. και, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η υπόλοιπη έκταση του ανωτέρω αγρού έχει εσφαλμένα καταχωρηθεί ως αυτοτελές ακίνητο, με ΚΑΕΚ ……….γεωτεμαχίου, με έκταση 336,17 τ.μ. και με κύριο αυτού το εναγόμενο, με αναγραφόμενο τίτλο κτήσης την υπ΄ αρ. 1077367/2000 απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών. Σύμφωνα, δε, με το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου-Μηχανικού ……….. το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……… συνιστά τμήμα του ευρύτερου αγρού που οι ενάγοντες απέκτησαν με τα προαναφερόμενα συμβόλαια δωρεάς εν ζωή και αποτελείται από δύο τμήματα, ήτοι: α) το τμήμα 1, το οποίο στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα αποτυπώνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α9-Α8-Α20-Α21-Α9, εμβαδού 154,19 τ.μ. και β) το τμήμα 2, το οποίο στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα απεικονίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α10-Α9-Α21-Α20-Α14-Α15-Α16-Α17-Α18-Α19-Α10, εκτάσεως 181,98 τ.μ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ΄ αρ. 1077367/8255/Β0010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Δ 696/19.10.2000, καθορίστηκαν τα όρια του αιγιαλού και δημιουργίας ζώνης παραλίας και παλαιού αιγιαλού στη θέση ……….. Αιαντείου νήσου Σαλαμίνας και, ειδικότερα, επικυρώθηκε η από 2-11-1999 έκθεση επιτροπής καθορισμού των ορίων αιγιαλού και παραλίας και θέσεων αμμοληψίας και το από Μάρτιο του 1998 τοπογραφικό διάγραμμα σε μία πινακίδα που την συνοδεύει, το οποίο συντάχθηκε από τον Μηχανικό ……….., με κλίμακα 1:500 ελέγχθηκε και θεωρήθηκε από την Δ/νση Τεχν. Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πειραιά, στις 22-7-1998, επί του οποίου η ανωτέρω επιτροπή καθόρισε με κόκκινη συνεχή πολυγωνική γραμμή με στοιχεία 1, 2, 3,… 22, 23, 24 τα όρια του αιγιαλού στη θέση «……….» Αιαντείου νήσου Σαλαμίνας, με κίτρινη συνεχή πολυγωνική γραμμή με στοιχεία 1΄, 2΄, 3΄,… 22΄, 23΄, 24΄, σε απόσταση 10μ. απ΄ αυτή του αιγιαλού, τα όρια της παραλίας και με κυανή συνεχή πολυγωνική γραμμή με στοιχεία 1΄΄, 2΄΄,  3΄΄, …. 11΄΄,  12΄΄,  13΄΄ τα όρια του παλαιού αιγιαλού στην ίδια θέση και ενώ προηγήθηκε η έγκριση των ως άνω ορίων από το ΓΕΝ (βλ.σχετ. το υπ΄ αρ. 544.5/204/00/24-3-2000 έγγραφο του ΓΕΝ). Σύμφωνα, δε, με την ανωτέρω έκθεση της επιτροπής καθορισμού των ορίων αιγιαλού παραλίας, ο ανωτέρω καθορισμός πραγματοποιήθηκε μετά από επιτόπιο μετάβαση της ως άνω επιτροπής προκειμένου να σχηματίσει ιδία αντίληψη για το πλάτος της βρεχόμενης ζώνης της ξηράς. Δεν απαιτείται δε η επίκληση άλλων, ειδικότερων, στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι τα εμφανή ίχνη και τα αποτυπώματα του χειμερίου κύματος, από τα οποία είναι δυνατό να διαπιστωθεί η έκταση της ανάβασης του χειμερίου κύματος, δημιουργήθηκαν από τις μέγιστες πλην συνήθεις αναβάσεις του χειμερίου κύματος και όχι λόγω έκτακτων καιρικών συνθηκών. Από τα ως άνω προκύπτει ότι σε όλη τη χιλιομετρική έκταση του παλαιού αιγιαλού η γραμμή χάραξης είναι πολυγωνική και όχι ευθεία. Περαιτέρω, η ως άνω απόφαση δεν προκύπτει ότι εκδόθηκε κατόπιν κλήσεως των εναγόντων-ενδιαφερομένων προς ακρόαση στην οικεία διαδικασία. Πλην όμως, δεδομένου ότι κατά νόμον ο καθορισμός οριογραμμής αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού και παραλίας γίνεται, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ εκτίμηση αντικειμενικών δεδομένων και στοιχείων, που συναρτώνται με φυσικά φαινόμενα, καθώς και τεχνικές και επιστημονικές κρίσεις, δεν συνάπτεται δε με συμπεριφορά και ενέργειες των θιγομένων, δεν απαιτείται κλήση των τυχόν θιγομένων, προς ακρόαση, στην προπαρασκευαστική διαδικασία ούτε επιβάλλεται από το νόμο η τήρηση του τύπου αυτού. Επομένως, σε κάθε περίπτωση δεν ήταν απαραίτητο πριν την έκδοση της ως άνω αποφάσεως να είχαν κληθεί οι ενάγοντες να διατυπώσουν τις απόψεις τους (πρβλ ΣΤΕ 1389/2016, ΣΤΕ 4553/2011). Ακολούθως, δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, προσέφυγαν στα αρμόδια Δικαστήρια κατά της ως άνω αποφάσεως, δεδομένου δε, ότι δεν προκύπτει κοινοποίηση της ως άνω πράξης καθορισμού της οριογραμμής στους ενάγοντες, αλλά οι ίδιοι επικαλούνται ότι έλαβαν γνώση αυτής το έτος 2012, θα μπορούσαν να προσφύγουν τότε εμπροθέσμως στα Δικαστήρια, αφού η προθεσμία προσβολής της πράξης αυτής κινείται από την κοινοποίηση ή την γνώση της από τους τυχόν θιγόμενους ιδιοκτήτες (πρβλ. ΣΤΕ 1391/2016, ΣΤΕ 3912/2012). Εξάλλου δεν προκύπτει ούτε ότι οι ενάγοντες ζήτησαν από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία τον επανακαθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού, όπως αυτή καθορίστηκε διοικητικά με την ως άνω απόφαση. Από το προγενέστερο δευπ΄ αρ. πρωτ. 544.5/730/99/8-10-1999 έγγραφο του ΓΕΝ, προκύπτει ότι το τελευταίο (ΓΕΝ), πριν την προαναφερόμενη έγκριση της έκθεσης επιτροπής, είχε δηλώσει ότι αν και δεν έχει αντίρρηση για τις οριογραμμές αιγιαλού και παραλίας που προτείνονται από την Επιτροπή, εντούτοις δεν συμφωνεί για την έκδοση επικυρωτικής αποφάσεως επειδή όπως προκύπτει από παρατηρήσεις αεροφωτογραφιών φωτοληψίας ετών 1945 και 1960 θα πρέπει να καθορισθεί και οριογραμμή παλαιού αιγιαλού, έτσι ώστε εντός της ζώνης του παλαιού αιγιαλού να περιλαμβάνονται οι παρατηρούμενες στις ανωτέρω αεροφωτογραφίες αμμώδεις, άγονες και ακαλλιέργητες, χωρίς ίχνη νομής και κατοχής, σε επαφή με τον αιγιαλό εκτάσεις. Επίσης στο ως άνω έγγραφο, μεταξύ άλλων, επισημάνθηκε ότι στην ως άνω περιοχή επί του αιγιαλού και εντός της θάλασσας έχουν εκτελεσθεί έργα χωρίς την προηγουμένη σύμφωνη γνωμοδότηση του ΓΕΝ, κατά παράβαση των διατάξεων του Α.Ν. 2344/1940. Σύμφωνα δε με το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/21-1-2019 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, Νήσων και Δυτικής Αττικής, όπως προκύπτει από τον έλεγχο των στοιχείων των Δημοσίων Κτημάτων και σε συνδυασμό με το υπόμνημα-τεχνική έκθεση του από Ιανουαρίου 2019 τοπογραφικού διαγράμματος του …………., Τοπογράφου-Μηχανικού του τεχνικού τμήματος της ίδιας Υπηρεσίας (Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, Νήσων και Δυτικής Αττικής) στο οποίο ενσωματώνεται και απόσπασμα του από Μαρτίου 1998 τοπογραφικού διαγράμματος, κλίμακας 1:500, των Μηχανικών ……….., α) η έκταση, υπό στοιχεία Α9-Α8-5″-Β-Α20-Α21-Α9, ευρισκόμενη μεταξύ των γραμμών παραλίας και παλαιού αιγιαλού, έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …….., β) οι εκτάσεις (επίδικο 1) και (επίδικο 2) εμπίπτουν εξ ολοκλήρου στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….., γ) η έκταση (επίδικο 1) εμπίπτει εξ ολοκλήρου εντός του ΑΒΚ … και δ) η έκταση (επίδικο 2) βρίσκεται εκτός του Δημοσίου Κτήματος με ΑΒΚ …….., εμπίπτει όμως, εντός παλαιού αιγιαλού και εντός κοινόχρηστης ζώνης παραλίας. Τα ως άνω δε επίδικα αποτελούν τμήμα του παλαιού αιγιαλού, όπως αυτός καθορίσθηκε με την ως άνω υπ΄ αρ. 1077367/8255/Β0010/27-9-2000 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Δ΄ 696/19-10-2000), ενώ ήδη το επίδικο 2 εμπίπτει εντός της ζώνης παραλίας. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, το τμήμα 1, εμβαδού 154,19 τ.μ., εμπίπτει εξ ολοκλήρου εντός των ορίων του παλαιού αιγιαλού και του καταγεγραμμένου αρμοδίως ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ………, το οποίο καταλαμβάνει έκταση μεταξύ των γραμμών της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, αποτελεί δε δημόσιο κτήμα, το οποίο δεν δύναται, εκ του νόμου, να χρησιδεσποσθεί. Το δε τμήμα 2, εμβαδού 181,98 τ.μ., εμπίπτει εντός παλαιού αιγιαλού και εντός κοινόχρηστης ζώνης παραλίας και ανήκει στη δημόσια περιουσία του Δημοσίου, ως πράγμα κοινόχρηστο και εκτός συναλλαγής. Σύμφωνα με τον παραπάνω αναφερόμενο τίτλο κτήσης (……../17-6-1936) με τον οποίο ο δωρητής των εναγόντων, …………, απέκτησε από τον ………….. το ακίνητο που μεταβιβάστηκε, λόγω αγοράς, τουλάχιστον μέχρι την 17-6-1936,αυτό (ακίνητο) συνόρευε ανατολικά με θάλασσα. Εξάλλου στην αεροφωτογραφία του 1945, όσον αφορά την έκταση, υπό στοιχεία Α9-Α8-5″-Β-Α20-Α21-Α9, ευρισκόμενη μεταξύ των γραμμών παραλίας και παλαιού αιγιαλού, που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ……… δεν εμφαίνονται ίχνη νομής (καλλιέργειες ή κτίσματα). Στη συνέχεια και δοθέντος ότι με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. η ευρύτερη περιοχή της Σαλαμίνας κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, η Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά υπέβαλε την υπ΄ αρ. πρωτ. …………./23-5-2001 Δήλωση Δημοσίου Κτήματος που αφορά το ως άνω με αρ. ………. δημόσιο κτήμα που βρίσκεται στην τοποθεσία «……….» της νήσου Σαλαμίνας, με συνημμένη σε αυτήν (δήλωση) την υπ΄ αριθ. 1077367/8255/Β0010/27-9-2000 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Δ΄ 696/19-10-2000), η οποία μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αρ. …….. στις 21-2-2001, καθώς και το από Μαρτίου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα των Μηχανικών ………. Τμήμα του ως άνω δημοσίου κτήματος ενεγράφη στο κτηματολόγιο στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με ΚΑΕΚ ……….. Περαιτέρω επί της από 25-10-2017 (αρ. καταθ. ……../27-10-2017) ανακοπής των ήδη εκκαλούντων εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 1307/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε το υπ΄ αρ. 28/9-2-2017 Πρωτόκολλο Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαιρέτου Χρήσεως Δημοσίου Κτήματος της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής (Τμήμα Αιγιαλού και Παραλίας) του Υπουργείου Οικονομικών. Το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο αφορούσε καθορισθείσα αποζημίωση για χρήση κοινόχρηστου χώρου αιγιαλού, εμβαδού 179 τ.μ.. Το ως άνω Δικαστήριο πιθανολόγησε ότι εντός των ήδη ένδικων τμημάτων των 154,19 τ.μ. και 181,98 τ.μ. εντάσσεται και η έκταση των 179 τ.μ.. Το Δικαστήριο αυτό (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά) δέχθηκε την ανακοπή, πιθανολογώντας, μεταξύ άλλων,1) ότι οι ανακόπτοντες, ήδη εκκαλούντες, από την κατάληψη και κατοχή του δημοσίου κτήματος (αιγιαλού), επί σκοπώ απόκτησης δικαιώματος επ΄ αυτού και ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς, δεν αποκόμισαν οποιαδήποτε ωφέλεια χωρίς νόμιμη αιτία από την κάρπωση και χρήση αυτού, ώστε να έχει εναντίον τους το καθ΄ ου, ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, αξίωση προς  απόδοση του πλουτισμού με περαιτέρω δυνατότητα έκδοσης πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος, δεδομένου ότι η κατοχή επί του δημοσίου αυτού κτήματος περιορίστηκε σε γυμνή εξουσίασή του, χωρίς να περιλαμβάνει και κάρπωση ή χρήση και τη λήψη ωφελειών από αυτή, με την έννοια απλώς της απαγόρευσης επενέργειας άλλου στο ακίνητο δια της κατασκευής  μανδρότοιχου, ώστε να μην υφίσταται αξίωση εξ αυτού του λόγου για απόδοση πλουτισμού, παρά μόνο να μπορεί να συνταχθεί πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, όπως βάσιμα διατείνονται [όπως έκρινε το ως άνω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά)] οι ανακόπτοντες με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους και 2) ότι η κρίση αυτή δεν αναιρείται από ενδεχόμενη καλλιέργεια ευρύτερου τμήματος, επί του οποίου προβάλλουν δικαιώματα κυριότητας οι ανακόπτοντες, προ του έτους 1987 από τους δικαιοπαρόχους αυτών. Με βάση το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, δηλαδή, το ανακοπτόμενο πρωτόκολλο ακυρώθηκε για λόγο μη αναγόμενο σε ύπαρξη κυριότητας των ανακοπτόντων επί της τότε (συνολικής) επίδικης έκτασης των 179 τ.μ. (επίδικων τμημάτων), που ενδιαφέρει και εν προκειμένω, καίτοι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε από τους τελευταίους ως πρώτος λόγος ανακοπής. Περαιτέρω, οι ενάγοντες – εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι τα επίδικα δεν υπήρξαν αιγιαλός, και ήδη παλαιός αιγιαλός, αλλά αγρός. Από το σύνολο, όμως, του αποδεικτικού υλικού προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι τα επίδικα τμήματα 1 και 2 αποτελούσαν, αρχικά, τμήμα του ενεργού κοινόχρηστου αιγιαλού, ως φυσικά καθορίζεται, τουλάχιστον από το έτος 1884, δηλαδή κοινόχρηστο πράγμα, ανεπίδεκτο άλλης, πλην του Δημοσίου, κυριότητας και ανεπίδεκτο κάθε συναλλαγής και χρησικτησίας. Ακολούθως δε, εξαιτίας φυσικών αιτιών (υποχώρηση των θαλάσσιων υδάτων), μεταβλήθηκε βαθμιαία σε παλαιό αιγιαλό, ήτοι ο αιγιαλός μετατοπίστηκε μεν, πλην όμως, η παλαιά του έκταση, όπως εκ του νόμου διοικητικά καθορίσθηκε το έτος 2000, διατηρεί την ιδιότητά της ως δημόσιο κτήμα ανήκον στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου παρότι αποβάλλει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της (και δεν δημιουργήθηκε το πρώτον το έτος 2000 με τον διοικητικό καθορισμό του), με την επισήμανση ότι το επίδικο τμήμα 2 εμπίπτει και εντός της ζώνης παραλίας. Συγκεκριμένα, εφόσον τα επίδικα υπό στοιχεία 1 και 2 ήταν κοινόχρηστα πράγματα και δεν ήταν δεκτικά συναλλαγής, ως  τμήματα του αιγιαλού της περιοχής που ήταν ενεργός τουλάχιστον από το έτος 1884 έως πριν το έτος 2000, έκτοτε δε, ως παλαιός αιγιαλός και δη το επίδικο τμήμα 1 ως εμπίπτον εντός του καταγεγραμμένου δημοσίου κτήματος ΑΒΚ ………, που αποτελεί έκτοτε μέρος της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, και το επίδικο τμήμα 2 ως εμπίπτον και εντός της κοινόχρηστης ζώνης παραλίας, οι ενάγοντες δεν κατέστησαν συγκύριοι των επιδίκων παράγωγα, ήτοι δεν απέκτησαν την συγκυριότητά τους με τα προαναφερόμενα συμβόλαια, ο καθένας αντίστοιχα, αφού ο δικαιοπάροχός τους δεν ήταν κύριος αυτών. Και τούτο, γιατί ο δικαιοπάροχός τους, ………….., δεν είχε αποκτήσει νόμιμα την κυριότητά τους από τους δικούς του δικαιοπαρόχους (άμεσο και απώτερο) με τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Επίσης, οι πράξεις νομής που επικαλούνται οι ενάγοντες ότι προέβησαν οι ίδιοι και οι δικαιοπάροχοί τους, δεν δύνανται να οδηγήσουν στην απόκτηση, εκ μέρους τους, της κυριότητας αυτών, αφού τα επίδικα, κατά τα χρονικά διαστήματα που οι ενάγοντες επικαλούνται ότι έλαβαν χώρα οι ως άνω πράξεις (ήτοι μετά το έτος 1893), ήταν ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Επιπλέον, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων τους έως, ή και πριν, από το έτος 1884, προκειμένου η οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού να μην μπορεί να καθορισθεί με τρόπο που να περιλαμβάνει και τα ως άνω τμήματα, όπως προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη. Ο ισχυρισμός δε των εναγόντων ότι αυτοί είχαν επί της επίδικης έκτασης ιδιοκτησιακά δικαιώματα από το έτος 1893 και μετά, ενώ η χάραξη του παλαιού αιγιαλού έλαβε χώρα το πρώτον το έτος 2000, προϋπάρχουσας της δικιάς τους ιδιοκτησίας, θα πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε, καθόσον, ο ως άνω ισχυρισμός δεν ασκεί καμία επιρροή στο νόμιμο καθορισμό του παλαιού αιγιαλού, αφού δεν ανάγεται σε χρόνο που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Συνεπώς είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Ενόψει δε του ότι τα προαναφερόμενα εδαφικά τμήματα συνιστούν παλαιό αιγιαλό (το δεύτερο, εμπίπτει και εντός της κοινόχρηστης ζώνης παραλίας), κατά τα ανωτέρω, η κυριότητά τους ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων νέμονταν τα παραπάνω περιγραφόμενα εδαφικά τμήματα του παλαιού αιγιαλού, ασκώντας οποιεσδήποτε διακατοχικές πράξεις με καλή πίστη επί τριάντα συνεχή έτη μέχρι την 11-9-1915, (ή έως, ή και πριν, από το έτος 1884), ώστε να έχουν καταστεί κύριοι αυτών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επίσης, δεν ασκεί επ΄ αυτού επιρροή μόνη η απόκτηση της νομής του ως άνω αγρού με το υπ΄ αρ. ……../1893 συμβόλαιο προικοσυμφώνου του τότε Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……….. Συνεπώς, με βάση τις ως άνω διατάξεις και σύμφωνα με όσα προεκτέθησαν, η επίδικη έκταση (τμήματα 1 και 2) συνολικού εμβαδού 336,17 τ.μ., που αποτελεί το υπό ΚΑΕΚ …………. ακίνητο, ανήκει στο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, δεκτών γενομένων, ως και κατ΄ ουσίαν βασίμων, των σχετικών ενστάσεων που παραδεκτώς προβλήθηκαν από το εναγόμενο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις οποίες επαναφέρει (το εναγόμενο) με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις του, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της (και ως προς το κύριο και ως προς το εντελώς επικουρικό αίτημα αυτής). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ………../2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες  αφ΄ αυτών, κυρίως, όμως, κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει στην κρινομένη υπόθεση (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 22 του Ν. 3693/1957), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 7-2-2020 (αρ. καταθ. ……../2020) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 65/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ………./2020, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 22-7-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ