Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 384/2021

Αριθμός  384/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 9η Ιουλίου 2020,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας …………., 2) ……….. και 3) ……………………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Μιχαήλ Νταλάκο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:    Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ………………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ιωάννη Χαρακτινιώτη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Αρχικής δικαιοπαρόχου  Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας …………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Εταιρείας …………., 2) ……….. και 3) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Μιχαήλ Νταλάκο.

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η εταιρεία με την επωνυμία «…………», η ……… και ο ………., την από  10.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) ανακοπή και β) οι ……….. και ο ………. την από 8.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018) ανακοπή. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.   5387/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ήδη εκκαλούντες με την από  20.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αρχικά η 19η.3.2020, οπότε  η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 55/2020 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  27.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 19η.3.2020, οπότε  η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 55/2020 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Μιχαήλ Νταλάκος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Χαρακτινιώτης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ……../2019 έφεση και η με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου ……../2020 αυτοτελής  πρόσθετη  παρέμβαση  πρέπει  να  συνεκδικαστούν καθώς τελούν μεταξύ  τους σε σχέση κύριου και παρεπόμενου (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά   ……./2018 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν   483/2019 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά  που εκδόθηκε  κατά την   διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  17-12-2018  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 25-4-2019, δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης  (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  αριθμό …………../2019 παράβολο ).

Οι ανακόπτοντες  και ήδη εκκαλούντες   με την με γενικό  αριθμό καταθ. ………./2018 ανακοπή την οποία κατέθεσαν  ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  κατά της ήδη εφεσίβλητης τραπεζικής  εταιρίας, ζήτησαν   για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ΄αριθμ. …../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας  στην καθ΄ης η ανακοπή  τραπεζική εταιρία το ποσο των 1.834.500 δολλαρίων ΗΠΑ  εκ της συνολικής απαίτησης τους ύψους 5.869.488,35 δολλαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων. Ζήτησαν, επίσης και  την ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής που επιδόθηκε στους καθ΄ων η ανακοπή. Επιπρόσθετα, με την με γενικό  αριθμό καταθ. ………/2018 ανακοπή την οποία κατέθεσαν ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου κατά της ήδη εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας οι δύο τελευταίοι των ως άνω ανακοπτόντων, ζήτησαν την ακύρωση ως προς αυτούς της αυτής διαταγής πληρωμής, καθώς, επίσης και  την ακύρωση ως προς αυτούς  της επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής που επιδόθηκε σ΄αυτους. Οι ανωτέρω ανακοπές συνεκδικάσθηκαν και εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία  κηρύχθηκε καθ΄υλην αναρμόδιο  το Δικαστήριο προς εκδίκαση των ανακοπών κατά της επιταγής προς πληρωμή, οι οποίες  παραπέμφθηκαν  προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απορρίφθηκε  η  πρώτη  ανακοπή κατά της  διαταγής πληρωμής, ενώ έγινε δεκτή η δεύτερη ανακοπή  και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ως προς τους  εκεί ανακόπτοντες (δηλ τους δυο τελευταίους των ανακόπτων της αρχικής ανακοπής). Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλουν άπαντες   οι ανακόπτοντες παραπονούμενοι  για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητούν   την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης ως προς την διάταξη αυτής περί απόρριψης της πρώτης ανακοπής, την παραδοχή της ανακοπής αυτής και την ακύρωση της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής.  Ως προς τους δεύτερο και τρίτο των ανακοπτόντων, όμως, η έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί ως απαράδεκτη καθόσον η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής έχει ακυρωθεί με την εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτούς κατά παραδοχή της συνεκδικασθείσας  με γενικό  αριθμό καταθ. ………../2018 ανακοπής τους, όπως προαναφέρθηκε, και επομένως, δεν έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση  ζητώντας εκ νέου  την ακύρωση της διαταγής αυτής.

1.  Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και  συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Εξάλλου, ως προς τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017).2. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 . Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”.

Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρία «……………»  που εδρεύει στην Αθήνα,  με  αυτοτελές δικόγραφο  που φέρει γενικό  αριθμό καταθ. ……../2020 και ειδικό αριθμό καταθ ……../2020 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εντολοδόχος δια ειδικού πληρεξουσίου, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης   με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στο …… της Ιρλανδίας, η οποία έχει αγοράσει από την «…………» μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης απαιτήσεις αυτής  από  επιχειρηματικά  δάνεια κατά των οφειλετών της μεταξύ των οποίων και την επίδικη, άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος, το πρώτον ενώπιον του Εφετείου Πειραιά,  αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί η έφεση και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Η αυτοτελής αυτή παρέμβαση ασκείται παραδεκτά το πρώτον  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 80 και 83ΚΠολΔ), ενώ έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 591 παρ 1β ΚΠολΔ)  σε όλους τους διαδίκους, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμούς ……./5-3-2020,  ……/5-3-2020, ……./5-3-2020 και ……./5-3-2020 εκθέσεις επιδοσης του δικαστικού επιμελητή …………). Είναι  νόμιμη  (άρθρο 1 περ γ΄  και άρθρο 2 παρ 4 του  ν 4354/2015) καθόσον  η παρεμβαίνουσα ενεργεί ως  εταιρια διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της εταιρίας  περιορισμένης ευθύνης   με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας, ήτοι ως μη δικαιούχος διάδικος,  δυνάμει του από 6-12-2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του  Ενεχυροφυλακείου  Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου ……./6-12-2019 (τόμος …… με αυξοντα αριθμό ……..) και της από 5-12-2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής  των υπηρεσιών  του διαχειριστή  και του από 3-12-2019 πληρεξουσίου που επικυρώθηκε από τον συμβολαιογράφο ……………….υ, ……………. και φέρει την από 4-12-2019 επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) με αριθμό …………… Ειδικότερα, η τραπεζική  εταιρία «……………..» ως ειδική διάδοχος της υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρίας  με την επωνυμία «………………»  δυνάμει των από 10-5-2013 και  7-11-2013 συμβάσεων μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και των σχετικών  υπ΄αριθμόν 10/1/10-5-2014 και 13/1/7-11-2013 αποφάσεων της Επιτροπής Μέσων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 1137/10-5-2013 και ΦΕΚ Β/2830/7-11-2013, πώλησε  και μεταβίβασε,   δυνάμει της από 26-7-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, αντίγραφο της οποίας  καταχωρίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ 8 του ν 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …………./6-12-2019 στον τόμο …… και με αυξοντα αριθμό ……..,  στην εταιρία «………..» που εδρεύει στο ………. της Ιρλανδίας,  μεταξύ άλλων και   ληξιπρόθεσμες  απαιτήσεις αυτής από δάνεια σε μικρομεσαίες, μικρές επιχειρήσεις  και επαγγελματίες  και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα  συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις  περιλαμβάνεται και η επιδικη απαίτηση  της εφεσίβλητης  -καθ΄ης η ανακοπή –  υπέρ ης η παρέμβαση καθώς απορρέει από  δάνειο σε μικρομεσαία επιχείρηση.  Ως εκ τούτου η εταιρία «…………….» σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παραγρ 4 του ν 4354/2015 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ της  κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης – καθ΄ης η ανακοπή  και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας έχει δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας .

Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως η επίσπευση της συζήτησης της έφεσης για την δικάσιμο της 19-3-2020  έγινε με επιμέλεια της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας – καθ΄ης η ανακοπή, όπως εξάλλου συνομολογείται από τους ανακόπτοντες. Κατα την δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης  ματαιώθηκε λόγω του μέτρου της προσωρινής αναστολής  της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας κατά το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19. Ακολούθως, με την υπ΄αριθμόν 55/12-6-2020  πράξη της προέδρου Εφετών  ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κατά την οποία η εφεσίβλητη Τραπεζική Εταιρία ούτε εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου.  Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην  δοθέντος ότι   η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο μετά από ορισμό δικασίμου με πράξη του προέδρου του Δικαστηρίου ισχύει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 74   παρ 2   σε συνδ με παρ 1 του ν.4690/2020 ως κλήτευση των διαδίκων. Θεωρείται, ωστόσο, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικο αυτής, ήτοι την  αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα  σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη  και επομένως,  το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 76 παρ 1 και  524 παρ 4  ΚΠολΔ).

I.Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ999/2019,  ΑΠ 917/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). II. Κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος («ΤτΕ») με την απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων («ΕΠΑΘ 116/25.8.2014» ή «Κώδικας») ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί με  αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους του Ν. 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (ί) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (ii) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω εντός 15 εργασίμων ημερών, (iii) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τους ανωτέρω, (iv) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του και (v) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα. Η ΔΕΚ του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντας τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξη τους στη ΔΕΚ, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της ΔΕΚ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται ενδεικτικά, στοιχεία όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύφος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητα του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ` όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητα του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση. Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης. Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδίασμά και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Κατ` αρχάς, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωση τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος («ΤτΕ»). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ  η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. III. Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ17/1995 ΝΟΜΟΣ. Μεταξύ των εκδηλώσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια που θέτει ο κανόνας του άρθρου 281 ΑΚ, περιλαμβάνονται και όσες αναιρούν το περιεχόμενο και τις συνέπειες μιας προηγούμενης συμπεριφοράς του ιδίου προσώπου, κατά τρόπο ώστε να διαψεύδεται η βεβαιότητα που προκλήθηκε σε σχέση με την αναμενόμενη και στο μέλλον τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει, στην πραγματικότητα, συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Εξάλλου, το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (βλ. ΑΠ 1603/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ. Περαιτέρω, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έτσι ώστε η άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου να συνεπάγεται αυξημένη ευθύνη και μέρμνα για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Η υποχρέωση αυτή εκδηλώνεται ειδικότερα και με τη δέσμευση της τράπεζας να μην προβάλλει και επιδιώκει μονομερώς τα συμφέροντά της, αλλά αντιθέτως κατά τη σύγκρουση αυτών με τα αντίστοιχα του αντισυμβαλλομένου της να επιχειρεί να προστατεύσει και τα τελευταία. Επίσης, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω οικονομικής αδυναμίας του, που υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ` αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν πρόκειται για πρόσκαιρη αδυναμία και η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια (ΑΠ 1352/2011).Με τον πρώτο λόγο ανακοπής  η ανακόπτουσα εταιρία ισχυρίζεται ότι η καθ΄ης η ανακοπή, «…………..», η οποία πέτυχε την  έκδοση της  ανακοπτομένης  διαταγής  πληρωμής ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………………….» (……………….) δεν νομιμοποιούνταν να ζητήσει την έκδοση της διαταγής αυτής καθόσον δεν είχε προσκομίσει  τα   νομιμοποιητικά έγγραφα εκ των οποίων προέκυπτε ότι είναι φορέας της επίδικης αξίωσης και συγκεκριμένα δεν προσκόμισε τις από 10-5-2013 και 7-11-2013 συμβάσεις μεταβίβασης ενεργητικού και παθητικού μεταξύ της «………….» (…………….)  και της  «………….» μολονότι τις επικαλέστηκε στην αίτηση της   και ως εκ τούτου δεν απέδειξε  ότι η δεύτερη υπεισήλθε στην θέση της πρώτης ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις έναντι της πρώτης ανακόπτουσας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον από την υπ΄αριθμόν 10/1/10-5-2013  απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τραπεζας της Ελλάδας, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 1137/10-5-2013, τεύχος δεύτερο και, η οποία προσκομίστηκε για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής (όπως συνομολογείται από την  πρώτη ανακόπτουσα),  προκύπτει ότι  στις συμβατικές  σχέσεις   της «……………» (…………….)   που αποφασίστηκε από την Επιτροπή αυτή  να μεταβιβαστούν στην  «……………….»  περιλαμβάνονταν  και όλες οι έννομες σχέσεις της πρώτης  έναντι των πελατών της  που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές  ή άλλου είδους  πιστοδοτικές  συμβάσεις μ΄αυτούς (βλ εντός ΦΕΚ παράρτημα στοιχ.  ε΄), εξαιρουμένων των συμβάσεων που αφορούσαν  σε απαιτήσεις σε οριστική καθυστέρηση κατά την έννοια της ΠΔ/ΤΕ 2442/1999, όπως ίσχυε (βλ εντός ΦΕΚ παράρτημα στοιχ θ΄). Επιπρόσθετα, από την υπ΄αριθμόν 13/1/7-11-2013 απόφαση της αυτής ως άνω Επιτροπής, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 2830/7-11-2013, τεύχος δεύτερο και  η οποία προσκομίστηκε για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής (όπως συνομολογείται από την  πρώτη ανακοπτουσα),  προκύπτει ότι τα ανωτέρω  περιουσιακά στοιχεία μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες έννομες σχέσεις  της «……………………» (………….) έναντι των πελατών της,  ήδη μεταβιβάστηκαν στην  «………………» και προς τούτο αποφασίστηκε  να καθοριστεί η διαφορά μεταξύ της αξίας των μεταβιβασθέντων στο πιστωτικό ίδρυμα  «………………»  στοιχείων παθητικού της «……………..» (…………….) και της αξίας  των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού στο ποσό των 456.970,455 ευρώ, περαιτέρω δε, αποφασίστηκε ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας  θα κατέβαλε  στην «……………»  το ποσό της διαφοράς αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων μετά την αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 63Δ του ν 3601/2007 ποσού 349.550.000 ευρώ  όπως είχε καθοριστεί με την υπ΄αριθμόν 10/2/10-5-2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης. Ως εκ τούτου δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η επίδικη έννομη σχέση ως  δανειακή σύμβαση, περιλαμβάνεται στα περιουσιακά στοιχεία  που μεταβιβάστηκαν στην  «………………» καθόσον κατά το χρόνο μεταβίβασης της έννομης αυτής σχέσης στην «……………»   η εξ αυτής απαίτηση της   δεν βρισκόταν σε οριστική καθυστέρηση αφού  η σύμβαση καταγγέλθηκε από την «………….»  στις 27-9-2016 όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθμούς ………..,………. και ………. εκθέσεις  της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ……….. Συνακόλουθα,  η  «………..»  ως ειδική διάδοχος της «……………» (………………) είναι φορέας της επίδικης αξιώσεως και νομιμοποιούνταν να ζητήσει την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο  ανακοπής και ήδη με σχετικό λόγο έφεσης  είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Από την επανεκτίμηση των εγγράφων  που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ΄αριθμόν …………./1-12-2010  σύμβασης δανείου  που συνήφθη μεταξύ της τότε εδρεύουσας στην Ελλάδα   τραπεζικής εταιρίας «…………….»  στις 1-12-2010  και της   κυπριακού δικαίου εταιρίας, “……………” που εδρεύει στη ………….  η πρώτη   ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα  στον δεύτερη, με εφάπαξ καταβολή, το ποσό των τριών εκατομμυρίων εννιακοσίων ογδόντα έξ χιλιάδων (3.986.000) δολαρίων ΗΠΑ  για τον διακανονισμό ζητημάτων σχετικά με την κυριότητα ακινήτου και συγκεκριμένα  ενός τριώροφου κτιρίου κατασκευασμένου επι οικοπέδου στον Δήμο …….. Αθηνών επί της οδού ……………….. Η αποπληρωμή συμφωνήθηκε  σε πενήντα (54) τριμηνιαίες δόσεις  η πρώτη εκ των οποίων  θα καταβαλόταν δεκαοκτώ (18) μήνες μετά την εκταμίευση του ποσού του δανείου, ενώ το  συμβατικό επιτόκιο θα ήταν κυμαινόμενο και θα ανερχόταν στο άθροισμα του ποσοστού του εκάστοτε Libor, του περιθωρίου και της εισφοράς του ν 128/1975 (υπ΄αριθμόν 3.1 όρος της σύμβασης), το δε επιτόκιο υπερημερίας  συμφωνήθηκε σε 2% ανώτερο του κατα τα ανωτέρω συμβατικού επιτοκίου (υπ΄αριθμόν 3.3 σε συνδ με 3.1 όρο της συμβασης). Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι η δανείστρια Τράπεζα θα διέθετε το ποσό του δανείου στην δανειολήπτρια εταιρία μόλις θα ελάμβανε σχετική ειδοποίηση  (υπ΄αριθμόν 2.4 όρος της σύμβασης), καθώς και ότι αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της δανείστριας Τράπεζας  θα παρείχαν  πλήρη απόδειξη για όσα αναγράφονταν σ΄αυτά (υπ΄αριθμόν 2.7 όρος της σύμβασης). Την σύμβαση αυτή συνυπέγραψαν ως εγγυητές οι δυο τελευταίοι  των ανακοπτόντων (…………….. και ……………) αναλαμβάνοντας καθένας εξ αυτών ευθύνη πρωτοφειλέτη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον έτερο εγγυητή. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η δανειολήπτρια εταιρία  με την ημερομηνία 9-12-2010 επιστολή της ειδοποίησε την δανείστρια Τράπεζα ότι προτίθεται να εκταμιεύσει το σύνολο του συμφωνηθέντος ποσού (3.986.000 ευρώ)  και γνωστοποίησε σ΄αυτήν τον  με αριθμό ……………. λογαριασμό  της  στον οποίο έπρεπε να κατατεθεί  το ποσό  αυτό. Αυθημερόν (9-12-2010)  η δανείστρια Τράπεζα κατέθεσε το ανωτέρω ποσό όχι στον ανωτέρω λογαριασμό της δανειολήπτριας αλλά  σε έτερο λογαριασμό αυτής   και συγκεκριμένα στον υπ΄αριθμόν …………… λογαριασμό, ο οποίος πέραν της  δανειολήπτριας  εταιρίας ανήκε και στην εταιρία «…………..» .Το ποσόν του δανείου ανέλαβε  η δανειολήπτρια εταιρία και προς τούτο τρεις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα   στις 9-3-2011 γνωστοποίησε στην δανείστρια Τράπεζα με την από 9-3-2011 επιστολή της ότι κάθε αίτημα της τελευταίας (δανείστριας Τράπεζας)  και κάθε ειδοποίηση αυτής προς την ίδια  (δανειολήπτρια εταιρία)  και προς τους εγγυητές, θα έπρεπε ν΄αποστέλλεται στην διεύθυνση «υπόψη ……. ………, οδός ………. Πειραιάς, αριθμός φαξ ……. υπόψη Κου ………….». Την  επιστολή  αυτή υπέγραψε για λογαριασμό της δανειολήπτριας εταιρίας και της εγγυήτριας ………., ο ………….. ο οποίος υπέγραψε και για  ίδιον λογαριασμό ως εγγυητής. Εκ των ανωτέρω επιστολών  καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της πρώτης ανακόπτουσας  ότι οι δηλώσεις βουλήσεως  της ιδίας και της δανείστριας Τράπεζας  για κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης δανείου δεν έγιναν στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά, ήτοι ότι η συναφθείσα σύμβαση δανείου ήταν  εικονική και ως εκ τούτου άκυρη καθόσον αν πράγματι η σύμβαση δανείου είχε καταρτιστεί μόνον φαινομενικά δεν υπήρχε λόγος να ειδοποιήσει, κατ΄εκτέλεση σχετικού όρου της  συμβάσεως,  η δανειολήπτρια εταιρία την δανείστρια Τράπεζα λίγες ημέρες μετά την κατάρτιση της συμβάσεως   ότι επρόκειτο να εκταμιεύσει το συμφωνηθέν ποσό, ούτε να γνωστοποιήσει σ΄αυτήν τον λογαριασμό στον οποίο επιθυμούσε να κατατεθεί το ποσό αυτό. Επιπρόσθετα, αν η συναφθείσα σύμβαση δεν είχε γίνει σοβαρά, παρά  μόνον φαινομενικά δεν υπήρχε  λόγος μετά πάροδο τριμήνου από της συνάψεώς της  η δανειολήπτρια και  οι εγγυητές να γνωστοποιήσουν σ΄αυτήν την διεύθυνση στην οποία επιθυμούσαν ν΄αποστέλλεται κάθε ειδοποίηση και αίτημα της δανείστριας Τράπεζας ώστε να ενημερώνονται και να λαμβάνουν γνώση εγκαίρως  των αιτημάτων της. Συνακόλουθα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η συναφθείσα σύμβαση έγινε στα σοβαρά και είναι έγκυρη και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο  ανακοπής και ήδη με σχετικό λόγο έφεσης    είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Τρία χρόνια αργότερα, με την υπ΄αριθμόν 10/1/10-5-2013  απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τραπεζας της Ελλάδας, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 1137/10-5-2013, τεύχος δεύτερο,  η  «…………..» (………………)  συμφώνησε να μεταβιβάσει  στην   «…………….»   όλες  τις  έννομες σχέσεις της   έναντι των πελατών της  που προέρχονταν  ή σχετίζονται με δανειακές  ή άλλου είδους  πιστοδοτικές  συμβάσεις   (βλ εντός ΦΕΚ παράρτημα στοιχ.  ε), εξαιρουμένων των συμβάσεων που αφορούσαν  σε απαιτήσεις σε οριστική καθυστέρηση κατά την έννοια της ΠΔ/ΤΕ 2442/1999, όπως ίσχυε (βλ  προαναφερόμενο ΦΕΚ παραρτημα στοιχ θ).Μεταξύ των εννόμων σχέσεων που μεταβιβάστηκαν στην  «…………….» περιλαμβανοταν και η επιδικη αφου αποτελεί δανειακή σύμβαση, και κατα το χρόνο μεταβίβασης της έννομης αυτής σχέσης στην «…………..»   η εξ αυτής απαίτηση της    δεν βρισκόταν σε οριστική καθυστέρηση καθως  η σύμβαση καταγγέλθηκε από την «…………….»  στις 27-9-2016, όπως προαναφέρθηκε. Η  μεταβίβαση των ανωτέρω εννόμων σχέσεων  υλοποιήθηκε και προς τούτο  με την υπ΄αριθμόν 13/1/7-11-2013 απόφαση της αυτής ως άνω Επιτροπής, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 2830/7-11-2013, τεύχος δεύτερο,   καθορίστηκε και  η διαφορά μεταξύ της αξίας των μεταβιβασθέντων στο πιστωτικό ίδρυμα  «……………..»  στοιχείων παθητικού της «…………….» (………….) και της αξίας  των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού στο ποσό των 456.970,455 ευρώ .  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δανειολήπτρια εταιρία δεν υπήρξε συνεπής στις υποχρεώσεις της απέναντι στην δανείστρια Τράπεζα και ήδη στην ειδική διάδοχο αυτής «………………..», η οποία  προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως δανείου επιδίδοντας σε όλους τους ανακόπτοντες στις  28-9-2016  την με ημερομηνία 27-9-2016 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης και κηρυξη ληξιπροθεσμου και απαιτητού του συνόλου του ποσού του δανείου ανερχόμενου   σε 5.252.624,90 δολλαρίων ΗΠΑ (βλ υπ΄αριθμούς ……./2016, ……./2016 και ……../2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής  επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………..). Η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε το ποσό των3.986.000 δολλαρίων ΗΠΑ καθόσον το ποσό αυτό δεν κατατέθηκε στον ανωτέρω λογαριασμό που υπέδειξε η δανειολήπτρια εταιρία αλλά σε έτερο λογαριασμό …………, ο οποίος ανήκει στην εταιρία  «…………….»  και μάλιστα με την ένδειξη  χρέωση. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος καθόσον από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της «……………….» που αφορά  στην κίνηση του  δανείου (και όχι στην κίνηση  του λογαριασμού)  προκύπτει ότι  στον  αριθμό λογαριασμού ………… που ανήκει στην εταιρία  …………. (δανειολήπτρια)  και στην εταιρία «…………….»,  η δανείστρια Τράπεζα μετέφερε  το ποσό των 3986000 δολλαρίων ΗΠΑ  στις 9-12-2010, ήτοι την ίδια ημέρα που έλαβε την πρώτη εκ των ανωτέρω επιστολών  της πρώτης ανακόπτουσας με την οποία ειδοποιούνταν για την πρόθεση της τελευταίας να εκταμιεύσει το συμφωνηθέν ποσό, το οποίο και αναλήφθηκε αυθημερόν. Εκ του αποσπάσματος αυτού προκύπτει, επίσης, το ποσό των τόκων που αντιστοιχούσε ανα τρίμηνο, όπως είχε συμφωνηθεί, στο ποσό αυτό, καθώς επίσης και ότι  στις 12-6-2013 το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε 3.617.000 δολλαρία ΗΠΑ. Εκ του αποσπάσματος αυτού σε συνδυασμό με την δεύτερη εκ των ανωτέρω επιστολών με την οποία γνωστοποιούνταν  στην δανείστρια Τράπεζα η διεύθυνση στην οποία είχε υποχρέωση η τελευταία ν΄αποστείλει οποιοδήποτε αίτημα και ειδοποίηση για την δανειολήπτρια και τους εγγυητές, προκύπτει αναμφίβολα ότι η δανειολήπτρια εκταμίευσε το ποσό αυτό και για το λόγο αυτό προέβη στην ανωτέρω γνωστοποίηση άλλως δεν υπήρχε λόγος να γνωστοποιήσει στην δανείστρια Τράπεζα διεύθυνση αλληλογραφίας αφού ουδεμία υποχρέωση θα είχε απέναντι της. Συνεπώς, η πρώτη ανακόπτουσα εισέπραξε το ποσό αυτό και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο  ανακοπής και ήδη με σχετικό λόγο έφεσης    είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Περαιτέρω, η  πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται, ότι τα αποσπάσματα λογαριασμού  που προσκόμισε η καθ΄ης η ανακοπή «………….» για  την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής  δεν αποτελούν νόμιμα αντίγραφα εκ των τηρουμένων εμπορικών βιβλίων  της δανείστριας Τράπεζας (………..», αλλά αντίγραφα εκ των τηρουμένων εμπορικών βιβλίων  της «…………», καθώς  δεν έχουν εξαχθεί από τα τηρούμενα  από την δανείστρια Τράπεζα εμπορικά βιβλία αλλά από τα τηρούμενα από την «………………» εμπορικά βιβλία  και υπογράφονται από  υπαλλήλους  της «……………» χωρίς όμως ν΄αποδεικνύεται ότι είχαν εφοδιαστεί με έγγραφη εντολή και πληρεξουσιότητα για την βεβαίωση της ακρίβειας αυτών και επομένως,  δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια των άρθρων 444,448,449 ΚΠολΔ και συνακολουθα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για όσα αναγράφονται σ΄αυτά. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον η «…………….»  μετά την μεταβίβαση σ΄αυτήν των περιουσιακών στοιχείων της δανείστριας Τράπεζας μεταξύ των οποίων και της επίδικης  έννομης σχέσης,   που άρχισε με  την υπ΄αριθμόν ………../10-5-2013  απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τραπεζας της Ελλάδας, (ΦΕΚ με αριθμό 1137/10-5-2013, τεύχος δεύτερο) και η ολοκλήρωση αυτής πιστοποιήθηκε  με την υπ΄αριθμόν 13/1/7-11-2013 απόφαση της αυτής  Επιτροπής (ΦΕΚ με αριθμό 2830/7-11-2013, τεύχος δεύτερο), κατέστη ειδική διάδοχος της δανείστριας Τράπεζας και ως εκ τούτου νομιμοποιούνταν στην εξαγωγή σχετικών αποσπασμάτων εκ των τηρουμένων μηχανογραφικώς εμπορικών βιβλίων για την έκδοση διαταγής πληρωμής,  ενώ η δανείστρια Τράπεζα (………….»  έχοντας αποξενωθεί από την επίδικη έννομη σχέση δεν ήταν πλέον φορέας του σχετικού δικαιώματος. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι στο απόσπασμα εκ των εμπορικών βιβλίων που αφορά στην κίνηση του δανείου για το χρονικό διάστημα από 9-12-2010 (ημερομηνία χορήγησης του δανείου) μέχρι  και 12-6-2013  στο  οποίο εμφανίζεται οφειλόμενο ποσό 3.617.000 δολλαρίων ΗΠΑ,  αναφέρεται ρητά ότι η «…………..»   εξήγαγε  το συγκεκριμένο απόσπασμα ως ειδική διάδοχος της δανείστριας Τράπεζας  σύμφωνα με την προαναφερόμενη  υπ΄αριθμόν …………../10-5-2013  απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τραπεζας της Ελλάδας. Τα αυτά δε, αναφέρονται και στο απόσπασμα  εκ των εμπορικών βιβλίων που αφορά τις καθυστερήσεις  στην καταβολή τόκων, κεφαλαίου, προμήθειας και τις σχετικές πληρωμές για το χρονικό διάστημα από 9-12-2010 (ημερομηνία χορήγησης του δανείου) μέχρι  και 12-6-2013  στο οποίο εμφανίζεται υπόλοιπο με τόκους καθυστέρησης 748.755,17 δολλαρίων ΗΠΑ. Τα αποσπάσματα αυτά  πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελούν αποσπάσματα εκ των εμπορικών βιβλίων της δανείστριας Τράπεζας (…………….», όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτών  (επωνυμία  ………… στην αρχή των αποσπασμάτων,  χρονική περίοδος από 1-2-2002 μέχρι 25-6-2013). Περαιτέρω δε, στο απόσπασμα εκ των εμπορικών βιβλίων που αφορά στην κίνηση του λογαριασμού  από 22-6-2013 μέχρι 27-9-2016  καθώς και στο απόσπασμα εκ των εμπορικών βιβλίων που αφορά στην κίνηση του λογαριασμού  στις  27-9-2016, στο οποίο εμφανίζεται συνολικό υπολοιπο 5.869.488,35 δολλαρίων ΗΠΑ,  αναφέρεται ότι τα αποσπάσματα αυτά  αποτελούν απόσπασματα εξηγμένα από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά αυτά  βιβλία της Τράπεζας, καθόσον κατα το  χρονικό αυτό διάστημα  τα εμπορικά βιβλία τα τηρούσε πλέον  η  «……………….»  έχοντας υπεισέλθει από ετών στη θέση της δανείστριας Τράπεζας. Ως εκ τούτου η «……………» νομίμως προέβη  στην εξαγωγή των αποσπασμάτων αυτών. Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό ότι οι υπάλληλοι της «…………….»  στερούνταν πληρεξουσιότητας για την βεβαίωση της ακρίβειας των αποσπασμάτων αυτών, πρέπει να επισημανθεί ότι στην περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή με την σχετική βεβαίωση της γνησιότητας από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση  αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο  που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων αυτής (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 330/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)  και επομένως, δεν απαιτείται  βεβαίωση της ακρίβειας αυτών  από οποιοδήποτε (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο  αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο. Εξάλλου, ως  προς τον ισχυρισμό ότι   τα αποσπάσματα αυτά  εξήχθησαν  από το αντίγραφο των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων  που είχε παραδώσει η δανείστρια Τράπεζα στην ειδική διάδοχο αυτής (……………….)   και όχι από μηχανογραφικά τηρούμενο πρωτότυπο των εμπορικών βιβλίων που τηρούσε η ίδια η δανείστρια Τράπεζα  και ως εκ τούτου δεν    αποτελούν πρωτότυπα έγγραφα αλλά αντίγραφα, η ακρίβεια των οποίων έπρεπε να βεβαιωθεί νομότυπα, πρέπει να επισημανθεί  ότι αληθούς υποτιθέμενου του ισχυρισμού ότι η δανείστρια Τράπεζα παρέδωσε στην ειδική διάδοχο αυτής αντίγραφο από τα μηχανογραφικά εμπορικά βιβλία   που τηρούσε και όχι το μηχανογραφικά τηρούμενο  πρωτότυπο των εμπορικών αυτών βιβλίων,  τα αποσπάσματα που εξήγαγαν οι υπάλληλοι της  «……………..» αποτελούν απόδοση σε έντυπη μορφή αποσπασμάτων  εκ του αντιγράφου των μηχανογραφικα τηρουμένων  εμπορικών βιβλίων που  είχε κατασκευάσει και  παραδώσει σ΄αυτήν  η δανείστρια Τράπεζα. Δηλαδή, οι υπάλληλοι της «…………………» εξάγοντας τα αποσπάσματα αυτά δεν κατήρτισαν αντίγραφα καθώς το  αντίγραφο των μηχανογραφικα τηρουμενων εμπορικών βιβλίων είχε κατασκευάσει η ίδια η  δανείστρια Τράπεζα, η οποία και το παρέδωσε στην ειδική διάδοχο αυτής  με συνέπεια να μην  απαιτείται  βεβαίωση από μέρους των υπαλλήλων της «……………….»  της ακρίβειας των αποσπασμάτων αυτών, αλλά αρκεί η τεθείσα από μέρους τους βεβαίωση της γνησιότητας αυτών. Συνακόλουθα, βάσει της δικονομικής σύμβασης που περιέχεται στην συναφθείσα  δανειακή  σύμβαση  σύμφωνα με την οποία αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της δανείστριας Τράπεζας παρέχουν πλήρη απόδειξη για όσα αναγράφονται σ΄αυτά, τα εν λόγω αποσπάσματα ορθά ληφθηκαν υπόψη ως ιδιωτικά έγγραφα για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο ανακοπής και ήδη σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, ισχυρίζεται η πρώτη ανακόπτουσα ότι στα αποσπάσματα των λογαριασμών μνημονεύονται κινήσεις οι οποίες βασίζονται σε αυθαίρετους καταλογισμούς  και σε αναμορφώσεις των υπολοίπων και είναι αντισυμβατικές και παράνομες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας  αφού δεν αναφέρει η πρώτη ανακόπτουσα  τα συγκεκριμένα  κονδύλια  που  αμφισβητεί ως προϊόν αυθαίρετων καταλογισμών,  ως παράνομα και ως  αντισυμβατικά  με συνέπεια  την μη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού με σαφήνεια και πληρότητα και την ως εκ τούτου απόρριψη αυτού ως απαράδεκτου.Με επόμενο λόγο της ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι οι επιβληθέντες τόκοι και άλλες οφειλές  υπολογίσθηκαν με βάση  έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών  και ως εκ τούτου ο όρος αυτός είναι άκυρος ως αδιαφανής και καταχρηστικός ως αντικείμενος στην διάταξη του άρθρου 2 παρ 6 του ν 2251/1994. Ο  λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας  αφού δεν αναφέρει η πρώτη ανακόπτουσα συγκεκριμένα κονδύλια ως προς τον υπολογισμό των τόκων ή άλλων οφειλών  τα οποία αμφισβητεί δοθέντος ότι  η έκθεση των περιστατικών για την θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού πρέπει να  γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα και να αναφέρεται το κονδύλιο ή τα κονδύλια  ως προς τον υπολογισμό των τόκων του τηρηθέντος για την οικεία  σύμβαση  λογαριασμού, τα οποία αμφισβητούνται, άλλως ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι αόριστος (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Με επόμενο λόγο ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι παρανόμως η δανείστρια Τράπεζα μετακύλησε σ΄αυτήν  την εισφορά του ν 128/1975 που βάρυνε  την ίδια  και την ενσωμάτωσε στην απαίτηση της καθώς επίσης και ότι παρανόμως προέβη σε κεφαλαιοποίηση (εκτοκισμό)  και ανατοκισμό της εισφοράς αυτής όπως επίσης και ότι παρανόμως περιέλαβε στο υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου έξοδα και προμήθειες  τα οποία παρανόμως  κεφαλαιοποίησε και ανατόκισε. Ο λόγος αυτός ως προς το πρώτο σκέλος αυτού (μετακύλιση της εισφοράς του ν 128/1975) είναι νόμω αβάσιμος καθόσον  η μετακύλιση της  εισφοράς αυτής   δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975 με την οποία καθορίζονται μεν ως υπόχρεοι για την καταβολή της τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες  καταναλωτές, χωρίς όμως να απαγορεύεται απ΄αυτήν ή από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλιση της στους τελευταίους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης. Ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού  (παράνομος  εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς) ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας καθόσον η πρώτη ανακόπτουσα δεν αμφισβητεί συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού του δανείου, ούτε προσδιορίζει με πληρότητα και σαφήνεια το μέρος του οφειλόμενου ποσού που προέρχεται από παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς, των εξοδων και των προμηθειών δοθέντος ότι για την θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού απαιτείται η έκθεση των περιστατικών  να γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα και ν΄αναφέρεται το συγκεκριμένο κονδύλιο ή τα συγκεκριμένα κονδύλια  του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού τα οποία αμφισβητεί ο ανακόπτων άλλως ο λόγος της ανακοπής είναι αόριστος  (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με επόμενο λόγο ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι μη νομίμως επιδόθηκε  στην ……………………. ως αντίκλητο αυτής η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής βάσει σχετικού όρου της συναφθείσας συμβάσεως δανείου καθόσον σύμφωνα με έτερο όρο της αυτής συμβάσεως ο διορισμός αυτός  τελούσε υπό τον όρο της επιβεβαίωσης της  αποδοχής του από μέρους της, προϋπόθεση η οποία ουδέποτε  πληρώθηκε με συνέπεια την πάροδο της προβλεπόμενης από την διάταξη του άρθρου 630Α  ΚΠολΔ  προθεσμίας των δύο μηνών από την έκδοση της διαταγής αυτής για την επίδοση αυτής και την ως εκ τούτου απώλεια της ισχύος της διαταγής αυτής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον  σύμφωνα με τον υπ΄αριθμόν 14.10 όρο της  συναφθείσας σύμβασης δανείου η …………. ορίστηκε από την δανειολήπτρια εταιρία ρητά  αντίκλητος αυτής για την κοινοποίηση κάθε αγωγής, αιτήματος, απαιτήσεως, εντολής πληρωμής και κάθε ειδοποιήσεως γενικότερα και σύμφωνα με τον υπ΄αριθμόν 7.5  όρο της αυτής συμβάσεως για την προκαταβολή από την  δανείστρια  Τράπεζα  του ποσού της δανειακής συμβάσεως  απαιτούνταν πέραν των άλλων και επιβεβαίωση από μέρους της ανωτέρω αντικλήτου για την αποδοχή του διορισμού της αυτού, η οποία έπρεπε να γίνει είτε  πριν την ημερομηνία ανάληψης  ή την αυτή ημέρα  ανάληψης. Η αποδοχή, δηλαδή, του διορισμού της ως αντικλήτου από μέρους της …………… αποτελούσε  προϋπόθεση για την καταβολή του ποσού των 3.986.000 δολλαρίων ΗΠΑ από την δανείστρια Τράπεζα,  ενέργεια στην οποία   προέβη η τελευταία ήδη από 9-12-2010, όπως προαναφέρθηκε και δεν σχετίζεται με την εγκυρότητα του διορισμού της ανωτέρω ως αντικλήτου. Συνακόλουθα, η επίδοση  στην …………  της υπ΄αριθμόν ……./6-2-2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως αντικλήτου της δανειολήπτριας  εταιρίας (πρώτης ανακόπτουσας)  που έγινε στις  22-2-2018, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμόν …………/2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή περιφερείας Εφετείου Αθηνών, ………………., είναι νόμιμη καθώς έγινε σε νόμιμα διορισμένο αντίκλητο και εντός της δίμηνης προθεσμίας από της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής  που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ. Συνεπώς, η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής δεν απώλεσε την ισχύ της και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο ανακοπής και ήδη με σχετικό λόγο έφεσης  είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με επόμενο  λόγο ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της συναφθείσας δανειακής συμβάσεως είναι άκυρη για το λόγο ότι η καθ΄ης η ανακοπή  «……………….»  δεν τήρησε την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 1 παρ 2 του ν 4224/2013 διαδικασία πριν προβεί σε καταγγελία της δανειακής συμβάσεως. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η μη τήρηση των κανόνων της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων που προβλέπεται στο νόμο αυτό από τα πιστωτικά ιδρύματα   συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσης κυρώσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα και δεν επιφέρει κατά την διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ αυτοδίκαιη ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην  υπο στοιχείο ΙΙ μείζονα πρόταση της απόφασης και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο ανακοπής και ήδη σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον τελευταίο λόγο της ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά  κατάχρηση δικαιώματος η καθ΄ης η ανακοπή προέβη σε καταγγελία  της δανειακής συμβάσεως ενόψει της προηγηθείσας συμπεριφοράς αυτής, η οποία ως ο μεγαλύτερος χρηματοδοτικός οργανισμός στη χώρα ασκεί αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη, την επιβίωση και την λειτουργία της χρηματοδοτούμενης πρώτης ανακόπτουσας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος καθόσον η πρώτη ανακόπτουσα δεν εξειδικεύει την προηγηθείσα συμπεριφορά της καθ΄ης η ανακοπή  συνεπεία της οποίας προκλήθηκε σ΄αυτήν η πεποίθηση ότι η καθ΄ης η ανακοπή δεν θα προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας επέφερε βλάβη σ΄αυτήν δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική η άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις εξ αιτίας των οποίων καθίσταται μη ανεκτή η άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις  του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ούτε εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η πρώτη ανακόπτουσα βρέθηκε σε πρόσκαιρη αδυναμία ν΄ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της την οποία όφειλε ν΄ανεχθεί η καθ΄ης η ανακοπή κατ΄απόκλιση από τα συμφωνηθέντα  στα πλαίσια καλόπιστης συμπεριφοράς και ν΄αποφύγει την επιλογή της καταγγελίας της δανειακής συμβάσεως, ούτε αναφέρεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως και η άμεση εκπλήρωση της παροχής  επρόκειτο να οδηγήσει την πρώτη ανακόπτουσα σε πλήρη οικονομική καταστροφή χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια, στοιχεία αναγκαία σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη υπο στοιχείο ΙΙΙ  μείζονα σκέψη της απόφασης  για την στοιχειοθέτηση της συμπεριφοράς κατά κατάχρηση δικαιώματος. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τους λόγους της  πρώτης  εκ των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας  ανακοπών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικούς λόγους έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η έφεση στο σύνολό της δεκτής γενομένης της αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως ως βάσιμης κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των εκκαλούντων λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ), ενώ ως προς την εφεσίβλητη δεν πρέπει να περιληφθεί   διάταξη καθόσον δεν παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν υπεβλήθη σε έξοδα.  Πρέπει, επίσης, ενόψει της απόρριψης της έφεσης  να διαταχθει και  η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο  (άρθρο 495 παρ 3  ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από μερους της εφεσίβλητης (άρθρα 501,502,505 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την  με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ……./2019 έφεση και την  με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου ………/2020 αυτοτελή  πρόσθετη  παρέμβαση

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων

ΟΡΙΖΕΙ  το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την έφεση ως προς  τη δεύτερη και τον τρίτο των εκκαλούντων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικα και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  ουσία την έφεση ως προς την πρώτη των εκκαλούντων.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των εκκαλούντων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης  που αναφέρεται στο σκεπτικό  στο Δημόσιο Ταμείο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8η Ιουλίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις   26 Ιουλίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με την ίδια σύνθεση, και με Γραμματέα την  Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Ελένης Τσίτου με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ