Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 390/2021

Aριθμός     390/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευαγγελία Βαρελά   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Θεοδώρα Σύριου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  14.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 2230/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα  με την από  10.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα : α) για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται η συνδρομή δύο διαδικαστικών προϋποθέσεων, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον,  β) η νομιμοποίηση, δηλαδή η ύπαρξη δικαιώματος του προσώπου που υπερασπίζεται την υπόθεση που δικάζεται ως ενάγων ή εναγόμενος ή ως έχων την εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει, κατά κανόνα, με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της επίδικης έννομης σχέσης, αλλά, υπάρχουν και οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, γ) η νομιμοποίηση, ενεργητική και παθητική, πρέπει να υφίσταται κατά την έναρξη της δίκης, δηλαδή στην πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά και καθόλη τη διάρκεια αυτής, ώστε να καθίσταται δυνατή η έκδοση αποφάσεως από το δικαστήριο και να μπορεί να ικανοποιηθεί το σχετικό δικαίωμα, δ) σε σχέση με τις λοιπές  διαδικαστικές προϋποθέσεις, η νομιμοποίηση εξετάζεται μετά τη διαπίστωση των λοιπών, δηλαδή της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, της ανυπαρξίας εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου, της ικανότητας να είναι κάποιος διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο, και πριν από το έννομο συμφέρον, η έρευνα του οποίου γίνεται μετά τις λοιπές γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις, και  ε) η έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία μπορεί να προταθεί, αλλά λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής (ή του σχετικού ένδικου βοηθήματος) ως απαράδεκτης (βλ. ΟλΑΠ 18/2005 ΝοΒ 2006, 1075, ΑΠ 1736/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 665/2008 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011,109, ΕφΘεσ 1857/2003, Αρμ 2005.372).  Εξάλλου, ως μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι νοούνται τα πρόσωπα, τα οποία από το νόμο ή από σύμβαση έχουν την εξουσία διεξαγωγής της δίκης στο δικό τους όνομα για αλλότριο όμως δικαίωμα ή υποχρέωση.  Επίσης, η νομιμοποίηση των ως άνω μη δικαιούχων διαδίκων μπορεί να είναι συντρέχουσα ή αποκλειστική προς την αντίστοιχη νομιμοποιητική εξουσία του αληθούς δικαιούχου.  Ακόμη, έλλειψη της νομιμοποίησης του μη δικαιούχου διαδίκου υφίσταται όταν ελλείπει στο πρόσωπο του τελευταίου η ιδιότητα αυτή (του μη δικαιούχου διαδίκου) ή όταν η επίδικη έννομη σχέση δεν εντάσσεται σε εκείνες επί των οποίων έχει δικαίωμα να ζητήσει δικαστική προστασία με την ανωτέρω ιδιότητά του (βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη “ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ” έκδ. 2η τ. I άρθρ. 68 αρ. 3 σελ. 136, Κολοτούρο, “Η Απαλλοτρίωσης του επίδικου αντικειμένου” Β΄ σελ. 5 επ.).

Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ….” (όπως ίσχυε κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο συζήτησης της ένδικης εφέσεως, δηλαδή πριν την τροποποίηση του από το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4643/2019, ΦΕΚ Α 193/3-12-2019) ορίζεται ότι :  “α.  Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ΄  της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107) ανατίθεται αποκλειστικά :  αα) σε ανώνυμες εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και  ββ) σε εταιρείες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) …..”.  Επίσης, στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4354/2015 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 70 του ν. 4389/2016) ορίζεται ότι “Στις εταιρείες της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος  νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014”.  Ακόμη, στο άρθρο 2 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι “Οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246).  Εφόσον οι εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”.  Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι οι σχετικές εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στις δίκες, οι οποίες αφορούν στις ως άνω απαιτήσεις, των οποίων η διαχείριση τους έχει ανατεθεί κατά τις διατάξεις αυτές (βλ. ΑΠ 763/2019, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 78/2020).

Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς εκδίκαση, η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 2230/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 14-01-2019 (αριθμ. κατάθ. ……………./2019) ανακοπής (άρθρων 632 – 933 ΚΠολΔ) του ανακόπτοντος (…………..) και ήδη εφεσιβλήτου κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….”, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα, στην οποία μεταβιβάστηκαν σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 4/27-7-2012 Απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2201/27-7-2012), στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του τεθέντος υπό ειδική εκκαθάριση, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 46/27-2-2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2208/27-2-2012), πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία “…………….” και υπό την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου.  Κατά  τη συζήτηση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, παραστάθηκε η εταιρεία με την επωνυμία “…………….”.  Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, μετά την άσκηση της ένδικης από 14-2-2019 ανακοπής, και δυνάμει της από 12-9-2019 συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………” που εδρεύει στην Αθήνα ………. και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………….” με έδρα το …….. Ιρλανδίας (οδός ……………),  μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 & 13 του  Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή έχουν ρυθμιστεί.  Η ως άνω συμφωνία καταχωρήθηκε την 16-09-2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ………, στον Τόμο .. και με αριθμό …….. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 & 8 του Ν. 3156/2003.  Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία “……………..” κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας Τράπεζας.  Ειδικότερα η μεταβίβαση της απαίτησης από την προαναφερόμενη ένδικη σύμβαση, για την οποία έχει εκδοθεί η επίδικη υπ’ αριθμ. ………/2018 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει καταχωρηθεί στον τόμο ……… αριθμό ………. των δημοσίων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό καταχώρησης ………., όπως προκύπτει από το από 16-09-2019 επικυρωμένο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών απόσπασμα από το κατατεθειμένο με αριθμ. ………../16-09-2019 ως άνω Παράρτημα της ανωτέρω σύμβασης μεταβίβασης δια τιτλοποιήσεως του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.

Με την από 12-09-2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 & 14 και 16 του Ν. 3156/2003, ανατέθηκε η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου αρχικά στην ………….  Η ως άνω σύμβαση καταχωρήθηκε στις 16-09-2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./16-09-2019, στον τόμο ……. και αριθμό ………..

Η εταιρεία με την επωνυμία αρχικά “………….” με διακριτικό τίτλο “……………” και ήδη, μετά από αλλαγή επωνυμία της δυνάμει τροποποίησης του καταστατικού της με απόφαση της από 23-10-2019 Έκτακτης Γ.Σ. αυτής, που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με αριθμ. καταχώρησης ………/01-11-2019, όπως προκύπτει από την με αριθμ. πρωτ. ………/05-11-2019 σχετική ανακοίνωση, “……………” και το διακριτικό τίτλο  “ …………………”, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, συστάθηκε στις 16-09-2019 δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, εποπτεύεται δε και αδειοδοτήθηκε νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ  δυνάμει της με αριθμό 326/2/17-09-2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 3533/20-09-2019 ΦΕΚ.  Στην ως άνω εταιρεία εισφέρθηκε σε είδος από την ………….. σύμφωνα με το άρθρο 17 & 1 του Ν. 4548/2018 ο κλάδος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η από 12-09-2019 Συμφωνία Διαχείρισης των ανωτέρω τιτλοποιημένων απαιτήσεων.  Συνεπεία της ως άνω εισφοράς τροποποιήθηκε η από 12-09-2019 συμφωνία διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων με την από 18-09-2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, νομίμως επίσης δημοσιευθείσα με αριθμ. πρωτ. …./23-09-2019 στα ίδια ως άνω βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σε τόμο … και α/α …. και, σε συνδυασμό με το από 16-09-2019 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Δουβλίνου ………, ορίστηκε ως νέος Διαχειριστής και πληρεξούσιος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη για την οποία εκδόθηκε η ως άνω Διαταγή Πληρωμής, η εταιρεία με την επωνυμία “…………” και το διακριτικό τίτλο  “ …………”, (πρώην “…………..” με διακριτικό τίτλο “ …………….”), νόμιμα εκπροσωπούμενη.

Συνεπεία των ανωτέρω η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………..” και το διακριτικό τίτλο  “……………..”, πρώην “…………..”  με την  ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία  “…………….” ειδική διάδοχος της ………., στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της δίκης, νομιμοποιείται στην άσκηση της υπό κρίσης εφέσεως, κατ’ άρθρο 516 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι ενός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (26-06-2019), εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά τη τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚπολΔ).  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι,  για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 16-01-2020 υπ’ αριθμ. ……………. e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ.

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με την από 14-01-2019 (αριθμ. κατάθ. ……../2019) ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι κατόπιν αιτήσεως της καθής η ανακοπή Τράπεζας ………… –  και ήδη εκκαλούσας σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015, εκδόθηκε σε βάρος του ως εγγυητή και σε βάρος του ήδη αποβιώσαντα από 07-07-2017 πατέρα του ως πρωτοφειλέτη από σύμβαση στεγαστικού δανείου, η υπ’ αριθμ. ……../2018 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία είναι άκυρη για τους περιλαμβανόμενους σε αυτή (ανακοπή) λόγους που αφορούν το εκκαθαρισμένο της απαίτησης ποσό 46.078,72 ευρώ που διατάχθηκε να καταβάλει και ζήτησε την ακύρωση  α) της υπ’ αριθμ. ………../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και  β) της από 18-12-2018 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς και την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρωτοφειλέτου – πατέρα του ……….., που απεβίωσε 07-07-2017, ήτοι πριν την έκδοση της  προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. ……../2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.  Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την ανακοπή και ως προς τις δύο σωρευόμενες βάσεις της και ακύρωσε την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής κατά τα προβληθέντα κεφάλαιά της καθώς και την από 18-12-2018 επιταγή προς πληρωμή, που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού  απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής.  Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της και τους περιλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά το δεύτερο λόγο της από 14-01-2019 ανακοπής και ζητεί να εξαφανισθεί αυτή (εκκαλούμενη) προκειμένου να απορριφθεί η κατ’ αυτής ανακοπή.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίως υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”.  Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι  άκυρη.  Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως.  Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές.  Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα.  Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως  (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος.  Και τούτο διότι, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική  αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά.  Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν  λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου, και τότε  η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου.  Συμπερασματικά εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που  θεσπίζεται με το νόμο αυτό.  Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών.  Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση.  Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΚ 368/2019, ΑΠ 917/2011).  Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συνετέλεσαν :  α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις).  Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο  δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό,  β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β΄ του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα  ………… και ……………… και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Αν η εν λόγω εισφορά εβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και  γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993.  Εξάλλου, και  υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002).  Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μία τέτοια ειδική εισφορά.  Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002,  μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005).  Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 368/2019, ΕφΚρητ 13/2021, ΕφΠατρ 22/2021, ΕφΑθ 2407/2021, ΕφΔυτ Μακεδ 19/2020, ΝΟΜΟΣ).

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλειφθεί κανένα από αυτά για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς (μάρτυρες δεν εξετάστηκαν κατά την εκδίκαση της ανακοπής – βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Με την υπ’ αριθμ. ………/7-03-2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε στην Αγία Βαρβάρα Αττικής μεταξύ της ……….., του …………. ως Πρωτοφειλέτη και του ………… ως Εγγυητή χορηγήθηκε στον ……….. (αποβιώσαντα πρωτοφειλέτη) τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 60.000 ευρώ για την επισκευή διαμερίσματος Α΄ ορόφου που βρίσκεται στο Δήμο Νίκαιας ……………  Με το άρθρο 4 της επίδικης σύμβασης συνομολογήθηκε ότι “α) Το δάνειο επιβαρύνεται με ετήσιο σταθερό επιτόκιο 3,95% για τα τρία (3) πρώτα έτη και με ετήσιο σταθερό επιτόκιο 5,05% για τα επόμενα τρία (3) έτη, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/75, που σήμερα ανέρχεται σε 0,12%.  Τα επιτόκια αυτά ισχύουν από την υπογραφή της σύμβασης δανείου …..  Το κυμαινόμενο  … επιτόκιο θα ισούται με το άθροισμα του βασικού επιτοκίου της περιόδου εκτοκισμού, πλέον του περιθωρίου προσαύξησης και της εισφοράς του Ν. 128/75, που σήμερα ανέρχεται σε 0,12% ….”.  Στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης τηρήθηκαν :  α) ο υπ’ αριθμ. ………. (λογαριασμός ……. Τράπεζας) και  β) ο υπ’ αριθμ. …………. (λογαριασμός Τράπεζας ……..), ο οποίος την 28-3-2018 εμφάνισε συνολική οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις το ποσό των 46.078,72 ευρώ.  Η καθής με την από 5-4-2018 εξώδικη δήλωση  – καταγγελία – πρόσκληση προέβη σε καταγγελία της ένδικης συμβάσεως στεγαστικού δανείου, που κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα ήδη εφεσίβλητο στις 20-04-2018 με την υπ’ αριθμ. ………/2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών, ……………  Ακολούθως, με την από 13-09-2018 αίτηση της καθής ήδη εκκαλούσα, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………../2018 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας ο ανακόπτων ήδη εφεσίβλητος, αφού ο πρωτοφειλέτης ……….. είχε ήδη αποβιώσει πριν την κατάθεση της ως άνω από 13-09-2018 αίτησης, διατάχθηκε να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των 46.078,72 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.  Ακολούθως, στις 24/12/2018 η καθής κοινοποίησε στον ανακόπτοντα ήδη εφεσίβλητο ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της άνω Διαταγής Πληρωμής με την κάτωθι αυτής από 18-12-2018 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να της καταβάλει (καθής η ανακοπή ήδη εκκαλούσα με την προαναφερόμενη ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και πληρεξουσία των απαιτήσεων, των οποίων ειδική δικαιούχος τυγχάνει η εταιρεία με την επωνυμία “……………”.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων ήδη εφεσίβλητος στον δεύτερο λόγο της ανακοπής του εκθέτει ότι στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου περιλαμβάνεται παράνομος και άρα άκυρος, σύμφωνα με τον οποίο η καθής η ανακοπή καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης χρέωνε τη πιστούχο παράνομα με ποσά για την εισφορά του Ν. 128/1975, τα οποία ανατόκιζε επιδρώντας με τον τρόπο αυτό στο τελικά οφειλόμενο ποσό και καθιστώντας την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη ως μη αποδεικνυόμενη από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής, αφού δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής και αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς  στα ποσά των τόκων με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής  και αντίστοιχα της όλης απαίτησης.  Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικώς συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, αλλά μόνο γενικώς υποστηρίζεται ότι η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς είναι παράνομη και άκυρη και προβάλλεται μια γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης λογαριασμού.  Ο λόγος αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της απαίτησης της καθής η ανακοπή μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η Διαταγή Πληρωμής, δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επακριβώς και με τρόπο ορισμένο.  Ο ισχυρισμός ότι από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίστηκαν από την καθής δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής και αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της όλης απαίτησης της εν λόγω Τράπεζας, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος στα πλαίσια της παρούσας δίκης καθόσον πρόκειται περί ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής, η οποία για να ευδοκιμήσει θα πρέπει οι λόγοι  της αν είναι ορισμένοι και να αποδειχθούν ως ουσία αβάσιμοι.  Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ώστε να αρκεί η “in abstractο” αξιολόγηση του συγκεκριμένου όρου ως άκυρου για την ευδοκίμηση της υπό κρίση ανακοπής.  Σε κάθε δε περίπτωση, η μετακύλιση στον πιστούχο της εν λόγω εισφοράς και ο ανατοκισμός της είναι νόμιμες, σύμφωνα με όσα  εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς δεν αντίκειται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 ούτε σε κάποιον άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου.  Τέλος, ναι μεν η μετακύλιση της εισφοράς στον πιστούχο / δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, όμως εν προκειμένω ότι η μετακύλιση της εισφοράς καθώς και ότι οι τόκοι υπερημερίας θα επιβαρύνονται με την εν λόγω εισφορά έγινε με τον προαναφερόμενο συμβατικό όρο και ως εκ τούτου η υποχρέωση διαφάνειας και ενημέρωσης τηρήθηκε.  Επομένως, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος και στα σκέλη αυτού με τα οποία  με τα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η ακυρότητα του όρου αλλά και του συνόλου της σύμβασης βάσει των διατάξεων των άρθρων 178, 179, 181 ΑΚ ως νόμω αβάσιμος.  Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με  την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε τον λόγο αυτό της ανακοπής ορισμένο και βάσιμο και ακολούθως δέχθηκε την ένδικη ανακοπή του εφεσίβλητου και ακύρωσε την προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής και την από 18-12-2018 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις, και πρέπει οι σχετικοί  λόγοι που προβάλλονται με την υπό κρίση έφεση να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν, να γίνει κατ’ ακολουθίαν δεκτή η έφεση και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το άνω μεταβιβασθέν κεφάλαιο, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (ΚΠολΔ 535 παρ. 10, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή, τόσο ως προς το αίτημα ακύρωσης της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής (ΚΠολΔ 632 παρ. 1) όσο και ως προς το σωρευόμενο αίτημα ακύρωσης της επίδικης επιταγής προς πληρωμή (ΚΠολΔ 933).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η από 10-01-2020 (αριθμ. καταθ. …………/2020) έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το προσβληθέν κεφάλαιο (άρθρ. 522 ΚΠολΔ) .  Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί η από 14-01-2019 (αριθμ. κατάθ. …………/2019) ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ, να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς το δεύτερο λόγο της.  Επίσης, πρέπει να συμψηφισθούν εν όλω τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 179, 183 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ), λόγω του δυσερμηνεύτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο, και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την από 10-01-2020 (αριθμ. καταθ. ………./2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2230/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το τυπικό και ουσιαστικό μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 2230/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την από 14-01-2019 ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. ………./2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της από 18-12-2018 Επιταγής προς Πληρωμή, που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της άνω Διαταγής Πληρωμής .

Απορρίπτει την ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1, και, την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ως προς τον ανακόπτοντα ………

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    4 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ