Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 13/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   13/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 04/05/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 05-05-2017, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 05-05-2017, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……….., κατά της με αριθμό 371/31-01-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 20/10/2016, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 07.01.2008 κατ με αρ. καταθ. ……… ανακοπής του εφεσιβλήτου εναντίον της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον ακριβές φωτ/φο της εκκαλουμένης επιδόθηκε, στις 06/04/2017, στην εκκαλούσα (βλ. σχετ. με αριθμ. ……… έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Θ.Τ.) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 05/05/2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, με την υπό κρίση από 07.01.2008 και με αρ. καταθ. ………..  ανακοπή του, την οποία άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. ……… έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ.  Κ., με την οποία η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί ποσοστού εξ’ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου του, για ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της, προερχομένης από σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με βάση την οποία εκδόθηκε σε βάρος του η με αριθμ. ……… διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, για ποσό 11.237,30 ευρώ, πλέον δικαστικών εξόδων, δηλαδή για συνολικό ποσό 11.496,65 ευρώ και β) η υπ’ αριθμ. …… περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας του ιδίου ακινήτου. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 04/05/2009, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμό 4770/08-10-2009 μη οριστική απόφασή του, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, την προσκόμιση της από 11.11.2002 αίτησης έκδοσης πιστωτικής κάρτας του ανακόπτοντος προς την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα, καθώς και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Εν συνεχεία, κατόπιν της από 17.04.2015 και με αριθμ. κατάθ. ……… κλήσεως του ανακόπτοντος, μετά τη διενέργεια της ταχθείσας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, συζητήθηκε η υπόθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, στις 20/10/2016, κατά την τακτική διαδικασία και εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμ. 371/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή η ως άνω ανακοπή ως κατ’ ουσία βάσιμη και ακυρώθηκαν οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, ήτοι: α) η υπ’ αριθμ. ……… έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Κ., με την οποία η καθ’ ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του ανακόπτοντος, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς σ’ αυτήν και β) η υπ’ αριθμ. ………. περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας, επιδικάστηκαν δε σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως η καθ’ ης η ανακοπή (εκκαλούσα), ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή της λόγους και συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό ν’ απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή και να καταδικαστεί ο ανακόπτων στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Η, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 και 634 του ΚΠολΔ, εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε΄ του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής) και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις, εφόσον αυτή (διαταγή πληρωμής) δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Οι ενστάσεις δε του τελευταίου, που αποτελούν τους λόγους της ανακοπής, πρέπει να περιέχουν σαφή έκθεση των γεγονότων που τις θεμελιώνουν κατά τον νόμο. Στην αντίθετη περίπτωση οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, ως αόριστοι (βλ. ΑΠ 192/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔικ 38.1782, ΕφΠειρ 418/2000 ΠειρΝομολ 2000.323, ΕφΘεσ 3078/1998 Δημ. Νόμος). Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 10/1997 Δ/νη 38 768, ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 337/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 916/2002, ΤΝΠ Δ.Σ.Α., ΑΠ 1423/1999, ΕλλΔνη 2000. 701, ΕΑ 547/2008 Δημ. Νόμος, ΕΑ 3921/2007 Δημ. Νόμος, ΕΘ 610/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 322/2004 Δημ. Νόμος). Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 547/2008 Δημ. Νόμος, ΕΘ 610/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 322/2004 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 262 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση απαιτείται να έχει ο ανακόπτων έννομο συμφέρον, που υπάρχει όταν με την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, επηρεάζεται η θέση και γενικότερα συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, που είναι άξιο προστασίας από το νόμο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί υπάρξεως ή μη αυτού ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2010). ΄Οπως ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔικ, η οποία επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα (ΑΕΔ 2/1999, ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1469/2005 Δημ. Νόμος). Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (αρ. 934 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και ενόψει του γεγονότος ότι η κατά το σύστημα του Κ.Πολ.Δ. λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας καθιστά αναγκαία την προσβολή των ακύρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειές τους μέχρι ν` απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητά τους, οπότε επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους, γίνεται φανερό, ότι, αν οι επιμέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας παρουσιάζουν ελάττωμα, πρέπει να προσβληθούν με ανακοπή (του αρ.933) μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει ως αφετηρία ορισμένη πράξη της εκτελεστικής διαδικασία και είναι δικονομική, διεπομένη από τις διατάξεις των αρ. 144 επ. ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, αν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης (αρθρ. 151 ΚΠολΔ) και η πράξη αυτή καθίσταται πλέον απρόσβλητη και δεν μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης, η σχετική δε ανακοπή (η ασκηθείσα μετά την πάροδο της προθεσμίας) απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1469/2005 ό.π., ΑΠ 660/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 93/2001 Δ/νη 42.696, ΑΠ 622/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 732/94 Δ/νη 37.103). Για την εφαρμογή δε των προθεσμιών του άρθρ. 934 παρ. 1 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το αίτημα της ανακοπής, το οποίο αναφέρεται στην ακύρωση μιάς ή περισσοτέρων πράξεων της εκτέλεσης, αλλά και τα ιστορούμενα σ` αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει ν` αναφέρονται ευθέως και αμέσως στις προσβαλλόμενες με το αίτημα πράξεις και να θίγουν το κύρος τους (ΑΠ 1469/2005 ό.π., ΕφΔωδ 96/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 108/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 17/2005 Δημ. Νόμος, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, έκδ. 1998 σελ. 601). Η ανακοπή, με την οποία προβάλλονται ελαττώματα της απαίτησης, και επιδιώκεται η ακύρωση της επισπευδόμενης βάση αυτής αναγκαστικής κατάσχεσης, υπόκειται στην παραπάνω προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β` Κ.Πολ.Δ., η οποία, αρχίζει από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως και έχει καταληκτικό σημείο την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως, που είναι ο πλειστηριασμός. Στην προθεσμία αυτήν υπόκεινται οποιαδήποτε ελαττώματα της απαίτησης, υπέρ της οποίας κινείται η αναγκαστική εκτέλεση, είτε αφορούν τη γένεση, είτε την άσκηση, είτε την απόσβεσή της. Στην ίδια προθεσμία υπόκεινται και οι αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση σχετικά με το ύψος του ποσού που επιτάσσεται να πληρώσει, γιατί και αυτές αφορούν ελάττωμα της απαίτησης (ΑΠ 1539/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1565/2001 Δημ. Νόμος). Δηλαδή για το παραδεκτό των αντιρρήσεων, ήτοι της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., η ανακοπή αυτή πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 934, μέσα στα τασσόμενα, από την τελευταία διάταξη, χρονικά όρια, οπότε και οι πρόσθετοι λόγοι της ανωτέρω ανακοπής δεν αρκεί να ασκούνται μόνον κατά τους γενικούς ορισμούς του άρθρου 585 παρ. 2 β` του ίδιου Κώδικα, το οποίο έχει και στην ανακοπή αυτή εφαρμογή, αλλά προσέτι και εντός των χρονικών περιορισμών του παραπάνω άρθρου 934 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., αφού με την πάροδο άπρακτων των τελευταίων, τυχόν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως, για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε προβαλλόμενο λόγο, καλύπτεται, πράγμα που συνάδει στο πνεύμα της τελευταίας διάταξης, με την οποία σκοπείται η ταχεία άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι κατά το άρθρο 934 παρ. 1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες για το παραδεκτό της κατά το άρθρο 933 του ιδίου κώδικα ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων, είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδος τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η τήρηση των παραπάνω προθεσμιών της ανακοπής, που ορίζονται από το άρθρο 934 ΚΠολΔικ, προϋποθέτει ότι ο καθού η εκτέλεση θα έχει πραγματικά λάβει γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, προκειμένου να την προσβάλλει αποτελεσματικά ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Διότι ναι μεν το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης σ΄ αυτό δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, ειδικότερα σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, πλην, όμως, οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να εμποδίζουν την ανοικτή πρόσβαση σε ένα άτομο, κατά τρόπο ή σε βαθμό, ώστε το δικαίωμά του αυτό να θίγεται στην ίδια την ουσία του. Οι εν λόγω περιορισμοί συμβιβάζονται με το άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσας αρχικώς με το ν.2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 57/1974, σύμβασης της Ρώμης “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ (Ολ.ΑΠ 40/1998), μόνο εφόσον τείνουν σε ένα νόμιμο σκοπό και εφόσον υπάρχει σχέση αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση της 6.12.2002 του Ε.Δ.Α.Δ.). Αλλά, και κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ΄ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει, δεν αποκλείεται στο νομοθέτη να θέτει περιορισμούς υπό τους οποίους τελεί το εν λόγω δικαίωμα, οι περιορισμοί, όμως, αυτοί δεν μπορούν να περιστείλουν την προσφυγή στα δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα. Δύναται, συνεπώς, ο νομοθέτης, θεσπίζοντας προϋποθέσεις προσφυγής στα δικαστήρια, να καθορίζει και προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει να ορίζει τη γνώση του θιγομένου για το βλαπτικό του οφειλέτη γεγονός, πράξη ή παράλειψη, γιατί χωρίς μια τέτοια γνώση δεν καθίσταται εφικτή η εκ μέρους του διεκδίκηση της παροχής έννομης προστασίας. Η γνώση αυτή του θιγομένου δεν απαιτείται μεν αναγκαίως να διαπιστώνεται από την επίδοση της βλαπτικής πράξης στον ίδιο. Πρέπει, όμως, τουλάχιστον να συνάγεται κατά τρόπο ασφαλή, ότι ενόψει των συντρεχουσών, κατά περίπτωση, συνθηκών, μεταξύ των οποίων και ο χρόνος που μεσολάβησε, ο θιγόμενος, ως επιμελής άνθρωπος, έλαβε ή μπορούσε να έχει λάβει γνώση του βλαπτικού γι΄ αυτόν γεγονότος (πράξης ή παράλειψης), ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την παροχή έννομης προστασίας (ΑΕΔ 2/1999, ΑΠ 658/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος).

Κατά το άρθρο δε 460 ΚΠολΔικ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Κατά το άρθρο δε 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου, είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔικ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός, που τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι, ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης. ΄Οταν πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή πλαστότητας, που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση του άρθρ. 463 ΚΠΔικ. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες των άρθρ. 216, 270, 341 ΚΠΔικ [ΟλΑΠ 23/1999, ΑΠ 726/2016 Δημ. Νόμος]. Για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα και θεωρείται ότι υπάρχει αυτή, όταν παρίσταται στο δικαστήριο ο διάδικος (ΕφΑθ 3317/1990 ΕλλΔνη 1991-150).

Τέλος, κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ` αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε μ’ επιμέλεια του ανακόπτοντος και τη χωρίς όρκο εξέταση του τελευταίου (ανακόπτοντος), των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την με αριθμ. 4770/2009 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως της 04/05/2009, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από τη με αριθμ. …………. έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Δικαστικής Γραφολόγου Π. Δ., η οποία ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 4770/2009 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο  336  παρ.  4  ΚΠολΔ)  και  από  την  εν  γένει  αποδεικτική  διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1957, στη Νίκαια Αττικής, πάσχει από χρόνια ψυχωσική συνδρομή, η οποία επιβάλλει την τακτική ιατρική παρακολούθησή του και τη συνεχή λήψη φαρμακευτικής αγωγής. ΄Ηδη δε κρίθηκε ότι πάσχει από βαριά αναπηρία, συνολικά σε ποσοστό 75%, κατά ιατρική πρόβλεψη, από 14/02/2013 έως 28/02/2018, εκ του οποίου, ποσοστό 67%, οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση (βλ. την από 31.01.2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του Ι.Κ.Α. ΕΤΑΜ Νίκαιας). Το Σεπτέμβριο του έτους 2002 ο ανακόπτων απώλεσε το προσωρινό δελτίο ταυτότητάς του, με αριθμό «………..», το οποίο κατείχε, ενόψει της έκδοσης νέας αστυνομικής ταυτότητας, το οποίο περιήλθε στην κατοχή τρίτου προσώπου. Για το λόγο αυτό υπέβαλε, προς το Α.Τ. Νίκαιας, την από 02/10/2002 υπεύθυνη δήλωση απώλειας εγγράφου, όπως προκύπτει και από την από 02/10/2002 θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του ανακόπτοντος από το Α.Τ. Νίκαιας. Το πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου περιήλθε, όμως, το προσωρινό δελτίο ταυτότητας του ανακόπτοντος, μετά την απώλειά του από τον τελευταίο, υπέβαλε την από 11.11.2002 αίτηση προς κατάρτιση σύμβασης με την καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, μέσω της Ανώνυμου Εταιρείας, με την επωνυμία «………», για τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας «……….», θέτοντας στην εν λόγω αίτηση υπογραφή με τα στοιχεία του ανακόπτοντος, ήτοι ως «………..». Η αίτηση αυτή έγινε αποδεκτή από την καθ’ ης η ανακοπή και εκδόθηκε η σχετική με αριθμό ……… πιστωτική κάρτα. Επίσης, στην ως άνω από 11/11/2002 αίτηση πίστωσης – έκδοσης κάρτας, αναγράφηκε μηχανογραφημένα, ως τόπος κατοικίας του ανακόπτοντος, το ………, ως διεύθυνση κατοικίας η οδός «………..», ως αριθμός τηλεφώνου το νούμερο «……..», ως αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας «………», ως Αριθμός Φορολογικού Μητρώου «……….», ως ετήσιο εισόδημα «4.000.000», ως επάγγελμα «αγροτικές εργασίες» και ως εργοδότης «ίδιος – κτήματα». Από τα προσκομιζόμενα δε και επικαλούμενα από την καθ’ ης η ανακοπή μηχανογραφημένα αποσπάσματα του λογαριασμού, που τηρήθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω σύμβασης, τα οποία εξήχθησαν από τα νόμιμα εμπορικά βιβλία της, προκύπτει ότι αναγράφεται στο μεν απόσπασμα με ημερομηνία έκδοσης 28/12/2002, ως διεύθυνση κατοικίας του ανακόπτοντος, η οδός «……», στην ….. και στα λοιπά αποσπάσματα, με ημερομηνίες εκδόσεως  28/01/2003, 28/02/2003, 28/03/2003, 28/04/2003, 28/05/2003, 28/06/2003, 28/07/2003, 28/08/2003, 28/09/2003, 28/10/2003, 28/11/2003, 28/12/2003, 28/01/2004, 28/02/2004, 28/03/2004 και 28/04/2004, αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας του ανακόπτοντος η οδός «………» στην ……. Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ανακόπτοντα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1997 έως και 2007 και τα αντίστοιχα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα φωτ/φα των φορολογικών δηλώσεών του, προκύπτει, όμως, ότι ο ανακόπτων, με Α.Φ.Μ. ……, δήλωνε μηδενικά εισοδήματα. Από τα εκκαθαριστικά σημειώματα δε των οικονομικών ετών 2005 έως και 2007 και τις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις του, προκύπτει ότι ο ανακόπτων δήλωνε ως κατοικία του την οδό ……..   στη …. Αττικής, ενώ από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1997 έως και 2004 και τις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις, προκύπτει ότι ο ανακόπτων δήλωνε, συνεχώς, ως κατοικία του, την οδό ………. στη ……. Αττικής. Επίσης, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα φωτ/φα των φορολογικών δηλώσεων του ανακόπτοντος προκύπτει ότι ο τελευταίος δήλωνε ως αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, κατά τα οικονομικά έτη 1997 έως και 2003, τον αριθμό «………», ενώ, κατά τα οικονομικά έτη 2004 έως και 2007, τον αριθμό «………..». Αντιθέτως, στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την καθ’ ης η ανακοπή εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2002, το οποίο φέρεται ότι έχει εκδοθεί στ’ όνομα του ανακόπτοντος, κατόπιν -φερόμενης από αυτόν- τροποποιητικής δηλώσεως, αναγράφεται, ως διεύθυνση κατοικίας, η οδός «… .», ως δηλωθέν εισόδημα φέρεται το ποσό των «4.458.640», από μισθωτές υπηρεσίες, ενώ στην αρχική φορολογική δήλωση του ιδίου οικονομικού έτους, όπως προαναφέρθηκε, είχαν δηλωθεί από τον ανακόπτοντα μηδενικά εισοδήματα και είχε αναγραφεί ως διεύθυνση κατοικίας του η οδός …….., ως αριθμός δε δελτίου αστυνομικής του ταυτότητας ο αριθμός «……….», όπως είχε δηλωθεί και κατά το έτος 2003. Από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ίδιος ο ανακόπτων προσκόμισε στην καθ’ ης η ανακοπή, για την έκδοση της ως άνω πιστωτικής κάρτας, το ως άνω προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την καθ’ ης η ανακοπή φερόμενο ως εκκαθαριστικό του σημείωμα του οικονομικού έτους 2002. Επίσης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο φωτ/φο της οριστικής αστυνομικής ταυτότητας του ανακόπτοντος με αριθμό ……… και ημερομηνία εκδόσεως την 02/09/2002 από το Α.Τ. Νίκαιας, η τελευταία φέρει επί της εμπρόσθιας όψεως ημερομηνία επικυρώσεως την 15η Μαΐου 2003. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι ο ανακόπτων είχε παραλάβει από τον Οκτώβριο του έτους 2002, ήτοι πριν από την ως άνω από 11/11/2002 αίτηση προς έκδοση πιστωτικής κάρτας, την οριστική με αριθμό ……. αστυνομική ταυτότητα. Η μη αναγραφή δε της ένδειξης «προσωρινή» στην από 11.11.2002 αίτηση προς έκδοση της πιστωτικής κάρτας δεν αναιρεί την ως άνω κρίση του Δικαστηρίου, καθώς, όπως αναγράφεται στην από 2/9/2002 βεβαίωση «Κατάθεσης δικαιολογητικών έκδοσης δελτίου ταυτότητας», ήτοι του με αριθμ. …….. δελτίου ταυτότητας, η βεβαίωση αυτή επέχει θέση δελτίου ταυτότητας. Η καθ’ ης η ανακοπή επικαλούμενη, όμως, παράβαση των συμβατικών όρων από τη χορήγηση της ως άνω πιστωτικής κάρτας, κοινοποίησε στον ανακόπτοντα, με θυροκόλληση, στην κατοικία του, στις 02/02/2006, επί της οδού ………….., την από 28/11/2005 εξώδικη καταγγελία και πρόσκληση, με την οποία τον καλούσε να της καταβάλει άμεσα, εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση αυτής, το έως τότε οφειλόμενο, στις 28/4/2007, χρέος, ποσού 11.237,3 ευρώ, πλέον των συμβατικών τόκων υπερημερίας και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και των λοιπών εξόδων, από τη χρήση της με αριθμ. κάρτας …….., με αριθμό ………., η οποία εκδόθηκε κατόπιν της αίτησης καταρτίσεως συμβάσεως του έτους 2002, η οποία έγινε αποδεκτή από την εταιρία και καταρτίστηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω καταγγελία, η ένδικη σύμβαση (βλ. σχετ. τη με αριθμ. …… έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Β. Κ., σε συνδυασμό με την από 03/11/2006 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου, που θυροκολλήθηκε του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Νίκαιας, Γ. Χ., Ανθυπαστυνόμου και την από 02/11/2006 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή). Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι δεν προέκυψε ότι ο ανακόπτων είχε λάβει πράγματι γνώση των μηνιαίων λογαριασμών, που αφορούσαν στην κίνηση και τις χρεωπιστώσεις της ως άνω πιστωτικής κάρτας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας, αυτοί απεστάλησαν στη διεύθυνση «…………….», ενώ ο ανακόπτων διέμενε, κατά τα οικονομικά έτη 1997 έως και 2004, μαζί με τους οικείους του, στην οδό ……….. Αττικής και εν συνεχεία στην οδό ………. Αττικής. Κατόπιν δε αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, εκδόθηκε η με αριθμ. …….. διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία, υποχρέωσε τον ανακόπτοντα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, για την απαίτησή της, που απορρέει από την ως άνω σύμβαση έκδοσης πιστωτικής κάρτας, το ποσό 11.237,30 ευρώ, μέχρι την 28/04/2004, μετά των τόκων και εξόδων, των τόκων υπολογιζομένων, σύμφωνα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως καθώς και το ποσό των 210 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την από 22/02/2007 επιταγή προς πληρωμή, κοινοποίησε η καθ’ ης η ανακοπή, με θυροκόλληση, στην κατοικία του ανακόπτοντος, στις 01/03/2007, επί της οδού …………, επιτάσσοντας αυτόν να καταβάλει σε αυτήν συνολικά το ποσό των 11.496,65 ευρώ, νομιμοτόκως, κατά τις ειδικότερες σε αυτήν αναφερόμενες διακρίσεις (βλ. σχετ. τη με αριθμ. ….. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ.Κ., σε συνδυασμό με την από 01/03/2007 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου που θυροκολλήθηκε της Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Νίκαιας, Β. Μ., Αστυφύλακος (Π.Σ.) και την από 02/03/2007 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή). Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι ο ανακόπτων είχε λάβει πράγματι γνώση περί της επιδόσεως της ως άνω εξώδικης καταγγελίας, καθώς και του αντιγράφου από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την από 22/02/2007 επιταγή προς πληρωμή, που έγιναν με θυροκόλληση, καθώς μόλις έλαβε γνώση περί των προσβαλλομένων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι περί της με αριθμ. ……. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ.  Κ., με την οποία η καθ’ ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί ποσοστού 1/3 εξ’ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του περιγραφόμενου λεπτομερώς σε αυτήν, καθώς και στην υπό κρίση ανακοπή, ακινήτου του ανακόπτοντος και της με αριθμ. ………… περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας, ήτοι επί του ακινήτου με στοιχείο Γιώτα Κεφαλαίο Αριθμός Ένα (Ι-1) του ισογείου, επιφανείας 95 τ.μ., που βρίσκεται στη ….. Αττικής και επί της οδού …….. και φέρει αριθμό ΚΑΕΚ ……, επικαρπώτρια του οποίου είναι η …………, γεννηθείσα το έτος 1930, μητέρα του ανακόπτοντος, με την οποία ορίστηκε ημερομηνία του πλειστηριασμού η 13/02/2008, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την υπό κρίση από 07.01.2008 και με αρ. καταθ. ………. ανακοπή, κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ, αμφισβήτησε την οφειλή του προς την καθ’ ης η ανακοπή και την υπογραφή, που φέρεται ότι έχει βάλει, επί της ως άνω από 11/11/2002 αιτήσεως προς έκδοση πιστωτικής κάρτας, ζητώντας την ακύρωση των πράξεων αυτών. ΄Ασκησε, επίσης, αίτηση αναστολής εκτελέσεως, κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, η οποία έγινε δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, με τη με αριθμ. 1111/05-02-2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση αυτή, πιθανολογώντας την ευδοκίμηση του δευτέρου λόγου της υπό κρίση ανακοπής και την ανεπανόρθωτη βλάβη του ανακόποντος, σε περίπτωση συνέχισης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του, ανέστειλε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, που επισπεύθηκε εναντίον του, δυνάμει των ως άνω πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υπό κρίση ανακοπής κατά της εκτελέσεως, με τον όρο να συζητηθεί αυτή στην ορισθείσα δικάσιμο. Ειδικότερα, ο ανακόπτων, με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο οποίος είναι κοινός κατά αμφότερων των προσβαλλόμενων πράξεων, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πριν την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτέλεσης (άρθρα 585 παρ. 1 και 934 παρ. 1β΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015) (βλ. σχετ. με αριθμ. …… έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε.  Ζ.) και παραδεκτά, καθώς ο ανακόπτων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του (ΑΠ 337/2006 ΕλλΔνη 47.779), έγινε δε δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος με την εκκαλουμένη και παραδεκτά επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπό κρίση έφεση, κατ’ ορθή εκτίμηση, αμφισβητεί την ύπαρξη της ένδικης απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος του, σε συνδυασμό με την έγγραφη απόδειξη αυτής, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε υπέγραψε την ως άνω από 11.11.2002 αίτηση εγγραφής μέλους της καθ’ ης η ανακοπή για τη χορήγηση της αναφερόμενης στην ανακοπή πιστωτικής κάρτας …….., με αριθμό ………….., μέσω της Ανώνυμου Εταιρείας με την επωνυμία «………..» και ουδέποτε πραγματοποίησε τις συναλλαγές που αναφέρονται σε αυτήν. Ο ανακόπτων υπέβαλε, επίσης, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς (………), την από 17/06/2008 μηνυτήρια αναφορά του για το αδίκημα της πλαστογραφίας, σε σχέση με τη φερόμενη από αυτόν συνταχθείσα συμπληρωματική δήλωση φόρου εισοδήματος του οικονομικού έτους 2002 και τεσσάρων (4) βεβαιώσεων εργοδοτών για τα εισοδήματα που αναφέρονται σε αυτήν και φέρεται ότι εισέπραξε ο ανακόπτων. Από τη με αριθμ. ……….. έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Δικαστικής Γραφολόγου Π. Δ., η οποία συνετάγη κατόπιν της με αριθμ. 4770/2009 μη οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η υπογραφή του ανακόπτοντος στη θέση της από 11.11.2002 αίτησης προς κατάρτιση σύμβασης με την καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, μέσω της Ανώνυμου Εταιρείας με την επωνυμία «………», για τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας «……..», με αριθμό …….., στο όνομά του, δεν έχει τεθεί από τον ίδιο, αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Το γεγονός δε ότι για τη σύνταξη της ως άνω πραγματογνωμοσύνης ελήφθησαν υπόψη, όπως αναφέρεται σε αυτήν, δείγματα υπογραφών του ανακόπτοντος επί εγγράφων, που προσκομίσθηκαν σε φωτοαντίγραφα και όχι πρωτότυπα δεν αναιρεί την αποδεικτική αξία της πραγματογνωμοσύνης αυτής, διότι, αφενός μεν, όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα αυτής «…Α) ως προς την υπογραφή του ………, έχει διενεργηθεί πλαστογραφία καθώς δεν εμφαίνονται τα ατομικά γραφολογικά γνωρίσματα του …………η υπό κρίση υπογραφή … δεν εμπίπτει στις συνήθεις παραλλαγές του ……….. καθώς δεν παρουσιάζει ομοιότητα στα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά των γνησίων υπογραφών του ………..…», αφετέρου δε η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από την απλή αντιπαραβολή της υπογραφής του ανακόπτοντος επί όλων των προσκομισθέντων εγγράφων, που φέρουν την υπογραφή του, με την υπογραφή που έχει τεθεί επί της ως άνω αιτήσεως προς έκδοση της ένδικης πιστωτικής κάρτας. ΄Αλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων πραγματοποίησε τις συναλλαγές που αναφέρονται και χρεώθηκαν στην ως άνω πιστωτική κάρτα. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι έχει υπογραφεί από τον ανακόπτοντα η από 11.11.2002 αίτηση έκδοσης πιστωτικής κάρτας, η οποία έγινε αποδεκτή από την καθ’ ης η ανακοπή και δυνάμει της οποίας έχει εκδοθεί η με αριθμό ……… διαταγή πληρωμής, σε εκτέλεση της οποίας επισπεύδεται η ανακοπτόμενη εκτελεστική διαδικασία σε βάρος του, συνετάγησαν δε η υπ’ αρ. ……. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Κ., με την οποία η καθ’ ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του ανακόπτοντος, που περιγράφεται αναλυτικά σ’ αυτήν και η υπ’ αρ. …….. περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτό ως κατ’ ουσία βάσιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο οποίος ήταν παραδεκτός και νόμιμος, δεδομένου ότι ο ανακόπτων παραστάθηκε, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 04/05/2009, με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και εν συνεχεία έκανε δεκτή την ανακοπή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ακύρωσε δε τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης [ήτοι: α) την υπ’ αρ. ……… έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Κ., με την οποία η καθ’ ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του ανακόπτοντος, που περιγράφεται αναλυτικά σ’ αυτήν και β) την υπ’ αρ. …… περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας], ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο λόγος έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, καθ’ όλα του τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από την εκκαλούσα. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η εκκαλουμένη κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα στηριζόμενη στο γεγονός ότι η υπογραφή του ανακόπτοντος στη θέση της ως άνω από 11.11.2002 αίτηση προς κατάρτιση σύμβασης δεν είχε τεθεί από τον ίδιο, αλλά από τρίτο πρόσωπο και όχι σε τυχόν έλλειψη ή μη δικαιοπρακτικής του ικανότητας, όπως αλυσιτελώς, και σε κάθε περίπτωση αβασίμως, ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Τα επιχειρήματα δε ή οι κρίσεις του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του (βλ. σχετ. ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1414/2014 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 371/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου  (άρθρα 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 09/01/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ