Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 427/2021

Αριθμός     427/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αναστασία Στάικου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αργυρώ-Αικατερίνη Γρατσία-Πλατή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο καλών-εφεσίβλητος την από 24/7/2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015) κύρια αγωγή και β) το καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούν τη με αριθμ. καταθ. ……./2015 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή.  Επί αυτών εκδόθηκε η  υπ΄αριθμ. 3356/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή εν μέρει την κύρια αγωγή και δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το δεύτερο εκ των εναγομένων-προσεπικαλούν-παρεμπιπτόντως ενάγον και ήδη  καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούν με την από  11.11.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2015) έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου,  που δέχθηκε την έφεση, απέρριψε την, με τις από 22.9.2016 προτάσεις ασκηθείσα, αντέφεση και απέρριψε την αγωγή.

Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε ο καλών-εφεσίβλητος με την από 17.10.2017 σχετική αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 794/2019 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την υπ΄ αριθμ. 1/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή.

Ήδη, με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  14.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) κλήση του καλούντος-εφεσιβλήτου, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ κατά  τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλΔ 42.81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 570/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1308/2004 ΕλΔ 46.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, μετά από κλήση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδάφιο β ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 7/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλΔ  46.1402 ΑΠ 137/2004 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46), ενώ οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτή, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το εφετείο. Οι διάδικοι κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής μπορούν να προτείνουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να προταθούν παραδεκτά κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 707/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ειδικότερα, δε, ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει με τις προτάσεις του της νέας, μετά την αναίρεση, συζητήσεως της εφέσεως νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, που δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1220/2007 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ») και υπό τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 659/1988 ΕλΔ 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλΔ 44.1563). Συνεπώς, αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς κάποιο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους εφέσεως που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο, κατά το άρθρο 322 ΑΚ, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο,αν, δε, αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 7/2007 ο.π, ΑΠ 845/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 43/2005 ΕλΔ 46,1401, ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 2000.949, ΑΠ 674/1998 ΝοΒ 1999.1415). Ειδικότερα, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1899/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46, ΕφΘεσ 1287/1999 ΕπισκΕΔ 1999.1177). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κ.λπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το εφετείο. Τέλος, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολο της α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), β) δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση, αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1070/2008 ΕλΔνη 49.731, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 107/1987 ΕλΔνη 20 294, ΕφΠειρ 1181/1995 ΕλΔνη 37.1414) και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντεφέσεως, κατά τη συζήτηση της μετ` αναίρεση εφέσεως (ΑΠ 1606/2007), γ) είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ολΑΠ 27/2007 ) και δ) είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004).

Στην προκείμενη περίπτωση, νόμιμα, κατ’άρθρ. 581 παρ. 1 εδ.α΄ ΚΠολΔ, επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με την από 14-10-2019 και με αριθμό κατάθεσης ………./2019 κλήση του καλούντος – ενάγοντος, ……………, η από  11-11-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./13-11-2015, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ασκηθείσα έφεση του καθ’ου η κλήση- εναγόμενου, εδρεύοντος στην Αθήνα και νόμιμα εκπροσωπούμενου ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», καθώς και η ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, με τις από 22-9-2016 προτάσεις του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, ασκηθείσα αντέφεση, έφεση και αντέφεση που στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’αριθμ. 3356/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.794/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού αναιρέθηκε η υπ’αριθμ.1/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση της έφεσης και αντέφεσης από το ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως. Φέρεται, έτσι, προς συζήτηση η από 11-11-2015 έφεση του εκ των εναγομένων Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που ηττήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 3356/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681 του ΚΠολΔ), α)επί της από 24.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../16.1.2015) κύριας αγωγής, που άσκησε σε βάρος των εναγομένων … . και Επικουρικού Κεφαλαίου, ο ενάγων, ……….. και β) επί της με αριθμ. κατάθ. ……../2015 προσεπίκλησης με την ενωμένην μ’αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που άσκησε σε βάρος των ……….. και ……….. . το Επικουρικό Κεφάλαιο.

Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1. εδάφ.β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.11.2015 (με αριθμ.έκθ.κατάθ………/13-11-2015), ήτοι, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης· απόφασης, με την επιμέλεια του εφεσιβλήτου, στο εναγόμενο – εκκαλούν, που έλαβε χώρα στις 15.10.2015, σύμφωνα με την σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του αντιγράφου της απόφασης αυτής της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας …………, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από το εκκαλούν κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του  ΚΠολΔ), κατά  την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Ο ενάγων και ήδη, εφεσίβλητος, με την από 24.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/16.1.2015) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επικαλούμενος ότι σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, το οποίο προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, οδηγού και συνιδιοκτήτη Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………..», στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε το δεύτερο εναγόμενο και ήδη, εκκαλούν, Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικός διάδοχος αυτής, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, υπέστη, ως συνεπιβάτης συγκρουσθέντος με το ανωτέρω αυτοκίνητο δικύκλου μοτοποδηλάτου, σοβαρό τραυματισμό, συνεπεία του οποίου κατέστη πλήρως και για όλη τη διάρκεια της ζωής του, ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, που μετήρχετο πριν από το ατύχημα, κατόπιν αιφνίδιας και απρόβλεπτης μεταγενέστερης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, όπως έχει,ήδη, κριθεί με δύναμη δεδικασμένου, με τις ειδικότερα αναφερόμενες στο  δικόγραφο  δικαστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί προηγουμένων αγωγών του, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών, εις ολόκληρον ευθυνόμενος, το συνολικό ποσό του 1.005.338 ευρώ, κυρίως, μεν, εφάπαξ, ως περαιτέρω αποζημίωση για την αποκατάσταση της μέλλουσας, περιουσιακής, αποθετικής ζημίας του, συνισταμένης στην απώλεια των εισοδημάτων, που θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την ασκηση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 17.4.2028, όταν και με τη συμπλήρωση του 65ου έτους- της ηλικίας του θα συνταξιοδοτείτο, επί 9 μήνες ετησίως, πλην του έτους 2028, κατά το οποίο θα εργαζόταν μόνον επί τρίμηνον, επικουρικώς, δε, διά μηνιαίων καταβολών των χρηματικών ποσών, που αναλυτικά παρατίθενται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο ενάγων, παραδεκτά, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιάς του δικηγόρου, αφ’ ενός, μεν, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τον πρώτο εναγόμενο, αφ’ετέρου, δε, προέβη σε τροπή του αιτήματος της αγωγής στο σύνολο του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Επί της αγωγής αυτής, καθώς και επί της με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2015 προσεπίκλησης με την ενωμένη μ’αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά των … και . ………., με την οποία το Επικουρικό Κεφάλαιο ιστορούσε ότι συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης, διότι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου βρισκόταν, κατά το χρόνο του ατυχήματος, υπό την επίδραση οινοπνεύματος, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3356/2015 οριστική και ήδη, εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα ανωτέρω δικόγραφα και, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, …. …, θεωρήθηκε η αγωγή ως μη ασκηθείσα,το ως άνω δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των λοιπών διαδίκων της κύριας αγωγής και ερήμην των προσεπικληθέντων και παρεμπιπτόντως εναγομένων, έκανε,ως προς το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΙΔ, εν μέρει δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη την κύρια αγωγή και υποχρέωσε το εν λόγω εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη του, από απωλεσθέντα εισοδήματα του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017. έως 31.12.019, σε ισόποσες χρηματικές μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 800 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, με το νόμιμο τόκο από την έκτη ημέρα κάθε μήνα μέχρι την εξόφληση, κατόπιν απόρριψης ως ουσιαστικά αβάσιμης της προβληθείσας ένστασης του ανωτέρω εναγομένου περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, καθώς κρίθηκε ότι η εν λόγω παραγραφή έχει εν προκειμένω επιμηκυνθεί σε εικοσαετή και συνεπώς, δεν έχει συμπληρωθεί, ενώ, περαιτέρω, έγινε δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των δύο παρεμπιπτόντως εναγόμενων, …. και …………, να καταβάλουν στο ενάγον, εις ολόκληρον,  οποιοδήποτε ποσό θα κατέβαλε αυτό στον ενάγοντα της κύριας αγωγής. Κατά της ανωτέρω απόφασης, κατά το μέρος αυτής, που αφορά στην κύρια αγωγή, παραπονείται ήδη, ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, ως δικαστηρίου της, μετά την αναίρεση, παραπομπής, το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ., ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη έφεση, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε εσφαλμένη  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και, στη συνέχεια, την επανεξέταση της αγωγής και την καθ’ολοκληρίαν, απόρριψή της.

Περαιτέρω και ο ίδιος ο ενάγων, ως επίσης εν μέρει ηττηθείς διάδικος, άσκησε ενώπιον του δευτεροβαθμίου τούτου δικαστηρίου, ως δικαστηρίου της μετ’αναίρεσιν, παραπομπής νέες προτάσεις, που κατέθεσε  ενώπιόν του εμπρόθεσμα, μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, καθώς αυτές που είχαν κατατεθεί αρχικά, την 22-9-2016, δηλαδή, πριν την έκδοση της ως άνω αναιρετικής απόφασης, λόγω της κατάργησης της συζήτησης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δεν λαμβάνονται υπόψιν (ΑΠ 1070/2008 ΕλΔνη49,731, ΑΠ 446/1988 ΕλΔ30,71), η ασκηθείσα, ωστόσο, με τις προτάσεις αυτές αντέφεση του εφεσιβλήτου, θα ληφθεί κανονικά υπόψιν απ’το Δικαστήριο τούτο της παραπομπής, καθώς δεν ανάγεται σε κεφάλαιο της εκκαλουμένης, για το οποίο εχώρησε η αναίρεση. Η αντέφεση αυτή πρέπει  να ενωθεί και συνεκδικασθεί με την έφεση (άρθρο 246 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ο εκεί ειδικότερα αναφερόμενος λόγος, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι, όσον αφορά στη μερική απόρριψη της αγωγής του, περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγόμενου Ν.Π.Ι.Δ. να του καταβάλει αποζημίωση – για την αποκατάσταση της μελλοντικής αποθετικής ζημίας, που θα υποστεί εξαιτίας της πλήρους και μόνιμης ανικανότητάς του προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, συνεπεία του τραυματισμού του στο επίδικο τροχαίο ατύχημα,  που προκλήθηκε από όχημα ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία, της οποίας διάδοχος εκ του νόμου είναι το ανωτέρω εναγόμενο, προσβάλλοντας, επομένως, το ίδιο εκκληθέν κεφάλαιο, ως προς το μέρος αυτού, κατά το οποίο η αγωγή του απορρίφθηκε (βλ. σχετ. ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί ιδίων κεφαλαίων Βασ. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, Ερμηνεία – Νομολογία – Βιβλιογραφία- Ειδικές Διατάξεις, αριθμ.1537, σελ.386-387) και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε, κατόπιν της επανεξέτασης, της υπόθεσης κατ’ουσίαν, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από όλα τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, την υπ’αριθμ………/2009 ένορκη βεβαίωση του ………. και την υπ’αριθμ………../2009 ένορκη βεβαίωση του ………ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, την υπ’αριθμ. ……/2007 ένορκη βεβαίωση του …………. και την υπ’αριθμ. ……../2007 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, την υπ’αριθμ………/2007 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες δόθηκαν νομότυπα στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης και λαμβάνονται υπόψιν ως δικαστικά τεκμήρια, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη από το Δικαστήριο (άρθρ.336 περ.δ΄ ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 8η Οκτωβρίου 2004 και περί ώρα 1:30 ο ………., οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας του ιδίου και του πατέρα του, ………, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», της οποίας η άδεια ανακλήθηκε και έτσι, κατά νόμον (άρθρ. 19 και 25 πδ 237/86), διάδοχός της, ήδη, κατέστη το πρώτο εναγόμενο ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.  Κατά τον ως άνω χρόνο και εξ αποκλειστικής υπαιτιότητας του . …., συγκρούστηκε το όχημα του τελευταίου με το δίκυκλο όχημα με αριθμ. κυκλοφορίας …… ., το οποίο οδηγούσε ο ……….. και στο οποίο επέβαινε ο ενάγων, ………… Ο τελευταίος εξ αιτίας του ανωτέρω ατυχήματος τραυματίστηκε σοβαρά και συγκεκριμένα υπέστη πολλαπλά κατάγματα πλευρών αριστερά, πνευμοθώρακα αριστερά, διπολικό κάταγμα πλευρών αριστερής περόνης. Διακομίσθηκε αυθημερόν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης. Ειδικότερα, ο ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος 40 ετών, ενάγων υποβλήθηκε σε χειρουργική ανάταξη του κατάγματος της κνήμης με εξωτερική οστεοσύνθεση, τοποθετήθηκε παροχέτευση για τα υγρά του πνευμοθώρακα  και ακινητοποιήθηκαν τα μέλη, στα οποία είχε υποστεί τα λοιπά κατάγματα(πλευρές). Στο ως άνω νοσοκομείο νοσηλεύθηκε μέχρι τις 16-10-2004, οπότε εξήλθε αυτού, νοσηλευόμενος, έκτοτε, κατ’οίκον, σε πλήρη ακινησία, ακολουθώντας φαρμακευτική αγωγή, ενώ η εξέλιξη της πορείας του τραυματισμού και της επέμβασης στην κνήμη παρακολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία του εν λόγω νοσοκομείου. Μετά την παρέλευση διμήνου αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση, πλην, όμως, ο ενάγων αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία στη βάδιση, μέχρι τις 16-2-2006, οπότε διαπιστώθηκε πυορροούσα οστεομυελίτιδα, βράχυνση και προσθία γωνίωση της αριστερής κνήμης και κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, το χειρουργηθέν κάταγμα επιμολύνθηκε και ανέπτυξε συρίγγιο που χρήζει επανεγχείρησης (βλ.τα με δύναμη δεδικασμένου (άρθρ.321 ΚΠολΔ) κριθέντα, με την με αριθμ.368/2012 τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε επί των από 20-5-2008 (αριθμ.έκθ.κατάθ………../27-5-2008) και από 5-11-2008 (αριθμ.έκθ.κατάθ……../11-11-2008) αγωγών του παθόντος ενάγοντος). Στα πλαίσια προηγούμενης δίκης μεταξύ των διαδίκων, διατάχθηκε από το Δικαστήριο, με βάση την υπ’αριθμ. 4061/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικειου Πειραιώς, η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά την οποία διαπιστώθηκε από τον ιατρό πραγματογνώμονα ………., κατά την εξέταση του ενάγοντος, ότι η λοίμωξη έλαβε χρονίζουσα μορφή, ότι θα απαιτηθεί μακροχρόνια προσπάθεια για την αποκατάσταση της, η οποία παρά το θεραπευτικό πρόγραμμα που πρέπει να ακολουθηθεί, υπάρχει πιθανότητα να μην επιτύχει και η εμφανιζόμενη αναπηρία να λάβει μόνιμο χαρακτήρα. Σύμφωνα, επίσης, με την υπ’αριθμ.368/2012 τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου τούτου έγινε με δύναμη δεδικασμένου(άρθρ.321 ΚΠολΔ) δεκτό ότι «…με την … υπ’αριθμ.463/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έκρινε επί της προγενέστερης από 7-5-2007 και με αριθμ.έκθ.κατάθ. ………/2007 αγωγής του ιδίου ενάγοντος κατά των αυτών εναγομένων, έχουσας ίδια ιστορική και νομική αιτία με τις κρινόμενες αγωγές, έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου μεταξύ άλλων  τα ακόλουθα: α)ότι από την άσκηση της από 12-9-2005 πρώτης αγωγής η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε επικίνδυνα και συγκεκριμένα δημιουργήθηκε συρίγγιο στο οστούν της κάτω κνήμης με συνέπεια να υπάρχει άμεσος και σπουδαίος κίνδυνος ακρωτηριασμού του αριστερού άκρου του, ενώ στις 16-2-2006 διαπιστώθηκε από τον ορθοπεδικό ιατρό ………… ότι πάσχει από «πυορροούσα οστεομυελίτιδα, βράχυνση του αριστερού κάτω άκρου του και πρόσθιας γωνίωσης αυτού». Η ως άνω επιδείνωση της υγείας του συνιστούσε επιπλοκή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο ασκήσεως της πρώτης αγωγής, αφού εκδηλώθηκε μεταγενέστερα και ο ίδιος έλαβε γνώση στις 16-2-2006, β)ότι στη συνέχεια και παρά τη διάνοιξη του συριγγίου και τη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων, το αριστερό κάτω άκρο του εμφάνισε «ερυθηματιδώδες εξάνθημα κορμού άκρων με κνησμό» και «επιμολυνθείσα δερματίτιδα με δευτεροπαθή εκδήλωση», συνεπεία των οποίων νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο αφροδισίων και δερματικών νόσων Αθηνών από 11-12-2006 έως 18-12-2006 και έκτοτε λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, ενώ για την αντιμετώπιση της οστεομυελίτιδας και του συριγγίου, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση στο νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ» οι θεράποντες, δε, ιατροί αυτού την 1-2-2007 γνωμάτευσαν ότι πάσχει από «χρόνια οστεομυελίτιδα αριστερής κνήμης σε έδαφος παλαιού κατάγματος με βράχυνση και διαταραχή του μηχανικού άξονα. ΄Εχει, επίσης, τροφικές διαταραχές και συρίγγιο της πρόσθιας επιφάνειας της κνήμης, το οποίο είναι προσωρινά κλειστό», ότι απαιτούνται δύο χειρουργικές επεμβάσεις για τον καθαρισμό και την μετέπειτα αποκατάσταση του μήκους του άξονα του κάτω άκρου, με πιθανό ενδεχόμενο τον ακρωτηριασμό αυτού…». ΄Όπως αποδεικνύεται από την νεότερη, με αριθμ. πρωτ. ……../23-01-2013 Ιατρική Βεβαίωση- Γνωμάτευση του Ιατρού Ορθοπεδικού στο Π.Γ.Ν. Αττικόν, ….., η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος κατέστη χρόνια και μη αναστρέψιμη, ενώ δεν είναι ικανός για εργασία με σωματική καταπόνηση. Σύμφωνα, επίσης, με τις υπ’ αριθμ. 127/2008, 463/2011 και 368/2012 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκαν επί των προγενέστερων αγωγών του ενάγοντος, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το επίδικο τροχαίο ατύχημα και τον τραυματισμό του ενάγοντος ήταν ο ………….., οδηγός του ανωτέρω επιβατηγού αυτοκινήτου. Επιπλέον, ότι κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος ναύτης του Εμπορικού Ναυτικού και προσέφερε τις υπηρεσίες του σε πλοία με ξένη σημαία, με ολιγόμηνες συμβάσεις, κατά τη διάρκεια του έτους. Ειδικότερα, με  την με αριθμ. 368/2012 τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε ότι για το χρονικό διάστημα από 1-12-2008 μέχρι 31-12-2012, ο ενάγων θα ναυτολογείτο ως ναύτης σε ποντοπόρα ή άλλα πλοία, με συμβάσεις εργασίας διάρκειας, κατά μέσο όρο, τεσσάρων(4) μηνών, ετησίως, με μηνιαίες αποδοχές 2.750 ευρώ και στη συνέχεια, με την με αριθμ.4178/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 5-9-2012 (με αριθμ.κατάθ………/2012) αγωγής του ενάγοντος και, λόγω της μη άσκησης έφεσης κατ’αυτής, κατέστη τελεσίδικη, κρίθηκε ότι για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2016, ο ενάγων θα ναυτολογείτο σε ποντοπόρα ή άλλα πλοία, με νέες συμβάσεις εργασίας, διάρκειας, κατά μέσο όρο, τεσσάρων (4) μηνών, ετησίως, με μηνιαίες αποδοχές 3.000 ευρώ και κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, θα αποκέρδαινε το ποσό των 48.000 ευρώ. Με την ένδικη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζητεί να του επιδικασθεί για τον ίδιο λόγο για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 1-01-2017 έως 1-01-2028 το συνολικό ποσό των 1.005.338 ευρώ, άλλως, μηνιαίως το ποσό των 7.161 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε απωλεσθέντα- από ναυτική εργασία- εισοδήματα εννέα μηνών, ετησίως. Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λαμβανομένης υπ’όψιν και της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ποντοπόρων Πλοίων, για το 2010, που κυρώθηκε με την υπ’, αριθμ.3525.1.1/01/2011 Υ.Α., ο ενάγων από την 1-01-2017  έως και την 31-12-2019, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα ναυτολογείτο σε ποντοπόρα και άλλα πλοία με συμβάσεις εργασίας κατά μέσο όρο τεσσάρων(4) μηνών, με μηνιαίες αποδοχές 3.000 ευρώ. Το ως άνω ποσό κρίνεται ότι θα αποκέρδαινε ο ενάγων με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά το αναφερόμενο διάστημα, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο τραυματισμός του και οι εξ αυτού επιπλοκές και συνέπειες, λαμβανομένης υπόψιν και της ηλικίας του (γεννηθείς το έτος 1963), του ότι, δηλαδή, το έτος 2017, διήγαγε το 54ο έτος της ηλικίας του. Εξ άλλου, δεδομένων των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων στην οικονομία της χώρας από την εκδηλωθείσα στο μεταξύ οικονομική κρίση και της επελθούσας ανεργίας και στον χώρο της ναυτιλίας και της αυξημένης προσφοράς εργασίας και στον τομέα αυτό, κρίνεται ότι ο χρόνος εργασίας του, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, δεν θα υπερέβαινε τους τέσσερεις (4) μήνες, ετησίως. Επιπλέον, ο ενάγων δεν τυγχάνει συνταξιούχος του NAT, δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις για να λάβει σύνταξη στο μέλλον (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/29-04-2015 έγγραφο-απάντηση του NAT σε αίτημα συνταξιοδότησης), ούτε προκύπτει ότι θα λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο οικονομικό βοήθημα για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ενώ έχει κριθεί ακατάλληλος απ’το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος. Το ότι ο ενάγων δεν λαμβάνει σύνταξη, ούτε έχει τα προσόντα να του απονεμηθεί, έχει βεβαιωθεί τελεσίδικα και με τις ως άνω τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις.

Η διάταξη του άρθρου 19 παρ.5 του ΠΔ237/1986 ορίζει ότι «Η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό Ταμείο ή άλλος Οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως στο ζημιωθέντα». Ο σκοπός του Επικουρικού Κεφαλαίου αναφέρεται στην κάλυψη του θύματος αυτοκινητικού ατυχήματος στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις και κυρίως όταν λείπει η ασφαλιστική κάλυψη. Είναι πρόδηλο ότι οι εμφανιζόμενες καθημερινώς περιπτώσεις ευθύνης του ΕΚ επιβαρύνουν σημαντικά το τελευταίο και μάλιστα σε μία εποχή όπου τα διαθέσιμα οικονομικά του ΕΚ δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί επαρκώς στις υποχρεώσεις του. Η κάλυψη αυτή από το ΕΚ θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόμη και στην περίπτωση του άρθρ. 930 παρ.3 του ΑΚ, με αποτέλεσμα ουσιαστικά ο παθών για την ίδια ζημία του να αποζημιώνεται δύο φορές, δηλαδή, μία φορά από τον υπόχρεο  τρίτο και δεύτερη φορά από το ΕΚ (αθροιστική απόληψη της αποζημίωσης από τον υπόχρεο τρίτο και το ΕΚ). Για να μη συμβεί αυτό θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρ.19 παρ.5 του άνω ΠΔ. Δηλαδή στο μέτρο που ο παθών ατύχημα δικαιούται να λάβει (δεν απαιτείται να την έχει λάβει) κάποια παροχή από το ασφαλιστικό Ταμείο ή άλλο Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, χωρίς να εξετάζεται αν ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, τότε περιορίζεται ισοπόσως η οφειλόμενη αποζημίωση από το ΕΚ. Βέβαια, εν προκειμένω, γεννάται ένα περαιτέρω ερώτημα, δηλαδή αν για τον περιορισμό ης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου απαιτείται η παροχή να οφείλεται στον παθόντα μόνο από ασφαλιστικό Ταμείο ή οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης με τη στενή τεχνική έννοια ή αρκεί οποιαδήποτε παροχή από τρίτον, που δεν φέρει κατ’ανάγκην τα χαρακτηριστικά του φορέα κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας, που συνήθως καταβάλλονται από το Δημόσιο ή από κάποια άλλη κρατική υπηρεσία σε πρόσωπα, που συγκεντρώνουν τις οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης φαίνεται να προκύπτει ότι, κατ’αρχήν δεν καταλαμβάνεται από το νόμο παροχή από οποιοδήποτε τρίτο. Αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιούσε ανάλογη διατύπωση. ΄Όμως δεν το έπραξε, περιορισθείς να αναφέρει ασφαλιστικό ταμείο ή οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ.Αθ.Κρητικού, «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα»,έκδ.2019,τόμ.ΙΙ, παρ.152 και 153).

Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει του ότι ο ενάγων δεν προέκυψε ότι έλαβε ή ότι δικαιούται να λάβει από τον ως άνω δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό ή ασφαλιστικό ταμείο οποιοδήποτε ποσό ως σύνταξη, ή οποιαδήποτε άλλη ασφαλιστική παροχή, δικαιούται να αξιώσει την καταβολή ολόκληρου του ως άνω ποσού. Τα προνοιακά επιδόματα ή οι οικονομικές ενισχύσεις προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία και καταβάλλονται από την Κοινωνική Πρόνοια, από την οποία υλοποιείται  η πρωταρχική υποχρέωση του Κράτους, απέναντι σε όσους τελούν σε κατάσταση ανάγκης και δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους βιοπορισμού, με βασικά χαρακτηριστικά των παροχών αυτών κοινωνικής πρόνοιας το ότι με αυτές αντιμετωπίζονται ανάγκες που είναι άμεσες και στοιχειώδεις για τη διαβίωση του ατόμου, με ισχύουσα αρχή αυτήν της επικουρικότητας, που έχει την έννοια ότι στην προβλεπόμενη προστασία έχουν πρόσβαση μόνον όσοι δεν δικαιούνται ασφαλιστικών παροχών ή δεν διαθέτουν επαρκή μέσα αυτοβοήθειας(δικά τους ή των μελών της οικογένειάς τους), ενώ, περαιτέρω, χαρακτηριστικό γνώρισμα των προνοιακών παροχών είναι ότι αυτές δεν είναι ανταποδοτικές (χρηματοδοτούνται απ’ την φορολογία) και έχουν τον χαρακτήρα του απολύτως αναγκαίου μέσου για την συντήρηση του δικαιούχου. Η κοινωνική πρόνοια κατοχυρώνει τα ελάχιστα όρια προστασίας για όσους βρίσκονται εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Αντίθετα οι κοινωνικοασφαλιστικές παροχές είναι κατά κανόνα ανταποδοτικές, χρηματοδοτούνται κυρίως από εισφορές και εκφράζοντας μία αποζημιωτική αρχή αποκαθιστούν τις συνέπειες από την επέλευση των ασφαλιστικών κινδύνων (βλ.Αθ.Κρητικού, ό.π., παρ.156 και εκεί παραπομπές σε θεωρία).Επομένως, τυχόν προνοιακές παροχές, που δικαιούται ή έλαβε ο ενάγων, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκαν, δεν αποτελούν, ενόψει των ανωτέρω, παροχή, με την έννοια που απαιτεί ο νόμος, για ν’ αφαιρεθούν από την επιδικαστέα αποζημίωση, καθώς αποτελούν βοήθημα στις οικονομικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Κατόπιν αυτών, πρέπει το αίτημα του εναγόμενου να αφαιρεθεί από τα επιδικαζόμενα ποσά, που αφορούν σε διαφυγόντα εισοδήματα, οποιοδήποτε ποσό έλαβε ή δικαιούται να λάβει από την Κοινωνική Πρόνοια, πρέπει ακόμη και αληθές υποτιθέμενο, ως μη νόμιμο να απορριφθεί, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ουσίαν και του τρίτου λόγου της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα αναγνωρίσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι για το χρονικό διάστημα  από 1-1-2017 έως 31-12-2019, ο ενάγων δεν θα εργαζόταν ως ναυτικός, ούτε θα αποκέρδαινε εισοδήματα 3.000 ευρώ, μηνιαίως. Όσον αφορά το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση απωλεσθέντων εισοδημάτων για το χρονικό διάστημα από το έτος 2020 έως και το έτος 2028, τούτο τυγχάνει απορριπτέο ως προώρως ασκηθέν, καθώς εξαρτάται από μελλοντικές συνθήκες, που έχουν σχέση με τα εν γένει οικονομικά γεγονότα και τις εν γένει βιοτικές και οικονομικές συνθήκες, που θα διαμορφωθούν στο μέλλον. Ειδικότερα, δεν είναι εκ των προτέρων γνωστές οι οικονομικές συνθήκες, που θα επικρατούν στην χώρα και η οικονομική δυνατότητα του ευθυνόμενου Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλει το αιτούμενο ποσό στον ενάγοντα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος και ήδη, αντεκκαλούντος.

Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 “περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής” προβλέπεται, ότι “κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση”.. Με τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 “για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων” (84/5/ΕΟΚ), προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.1,2και 4 αυτής ότι ” η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες. Με την επιφύλαξη μεγαλύτερων ποσών εγγύησης, που ενδεχομένως απαιτούνται από τα κράτη μέλη, κάθε κράτος μέλος απαιτεί τα ποσά υποχρεωτικής ασφάλισης να ανέρχονται τουλάχιστο σε: α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, ελάχιστο ποσό κάλυψης 1.000.000 ευρώ για κάθε θύμα (όπως ίσχυε με την Οδηγία 2005/14/ΕΚ). Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1″. Οι ανωτέρω οδηγίες σκοπούν να διασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος της `Ένωσης και των προσώπων που επιβαίνουν σ` αυτά και σε περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος με τέτοια οχήματα την ενιαία μεταχείριση του παθόντος, ανεξαρτήτως του τόπου επέλευσης του ατυχήματος εντός της `Ενωσης με την υποχρέωση των κρατών να εγγυώνται την ασφαλιστική κάλυψη ορισμένων ελάχιστων ποσών. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου η συμμόρφωση της Ελλάδας προς τις ανωτέρω οδηγίες έλαβε χώρα με τις σχετικές ρυθμίσεις του Ν. 489/1976 “περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, που ήδη κωδικοποιήθηκε με το π.δ.237/1986. Η εναρμόνιση της εθνικής μας νομοθεσίας γίνεται και με την πρόβλεψη ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης. Στο ελληνικό δίκαιο, η ίδρυση του προβλεπόμενου από την ανωτέρω δεύτερη οδηγία οργανισμού είχε ήδη εισαχθεί με το Ν.489/1976, που ήδη κωδικοποιήθηκε με το π.δ.237/1986 με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία  «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ». Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή διαμορφώθηκε, ως λόγος ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, για πρώτη φορά, με το άρθρο 50 παρ.7 του Ν.1569/1985. Με τις διατάξεις του νόμου 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το π.δ.237/1986, προβλέπεται υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των οχημάτων που κυκλοφορούν στην Ελλάδα (άρθρο 2) και ιδρύεται το ΝΠΙΔ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» (άρθρο 16). Το ανωτέρω ΝΠΙΔ τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Εμπορίου, διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου και σκοπός του είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19. Μέλη αυτού καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ’ του ως άνω νόμου, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητα τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού (άρθρο18). Για την εκπλήρωση του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ` ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρο 20). Από τη νομοθεσία, λοιπόν, που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο.Κατά το άρθρο 19 § 1 του Π.Δ.237/1986, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την §2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και όταν : α) Αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, β) Το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση (ανασφάλιστο αυτοκίνητο)… (γ), (δ). Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεσις απέβη άκαρπη “ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου. Κατά την §2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012 ” η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 § 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος”. Με το άρθρο τέταρτο του Ν.4092/2012 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ` του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, ως ακολούθως: “2. Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α` και β` της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου (ατύχημα από όχημα άγνωστο, ατύχημα από όχημα ανασφάλιστο), δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ` της προηγούμενης παραγράφου (ατύχημα σε περίπτωση οριστικής ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτωχεύσεως αυτού) το συνολικό ποσό για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ, καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ, σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία…. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση”. Η ανωτέρω κανονιστική εθνική ρύθμιση κατά το μέρος με την οποία περιορίζεται το συνολικό ποσό αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρείας, σε ορισμένο μόνο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και με ανώτατο ποσό 100.000 ευρώ, δεν σκοπεί στον καθορισμό του δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου ή του περιεχομένου του δικαιώματος αυτού, που εμπίπτει κατ` αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα περιορίζει τη σύμφωνη με τις ανωτέρω οδηγίες κάλυψη που παρέχει η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από ασφαλιστική εταιρεία ή από άλλο φερέγγυο πρόσωπο και καταλύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ανωτέρω οδηγιών (βλ.ΔΕΚ C- 277/2012 …., ΔΕΚ C- 348/98 … ). Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω αναφερόμενες (αρ.4) οδηγίες και την σκοπούμενη με αυτές μεταχείριση των παθόντων. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται, είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε, έτσι, ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα και συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Κατά την αρχή αυτή, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια. Ειδικότερα, πρέπει να είναι: α) κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαίοι, δηλαδή να συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολομ.ΑΠ 43/2005). Η ανωτέρω διάταξη του τέταρτου άρθρου του ν.4092/2012 με τη θέσπιση περιορισμού σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και κατά ανώτατο όριο ποσού 100.000 ευρώ, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι μόνη η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι, την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό χωρίς κόστος για τους παθόντες από τροχαία ατυχήματα, όπως με την υποχρέωση αυτού να εξυγιάνει τα οικονομικά του, μέσω αύξησης των εσόδων του, του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών, με την προληπτική επιτήρηση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και τη μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν χωρίς να καλύπτεται η έναντι τρίτων αστική ευθύνη με σύμβαση ασφάλισης. Επίσης, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ.53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ/2007). Η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει το ύψος της αποζημίωσης στα αναφερόμενα σ` αυτή ποσοστά και κατ`ανώτατο ποσό σε 100.000 ευρώ καταργεί δραστικά την αστική αυτή απαίτηση των παθόντων για αποκατάσταση της ζημίας τους και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε για σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου το οποίο ουσιαστικά επιχειρείται να διασφαλιστεί με την ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική έκθεση του Ν.4092/2012, κατά την οποία με τις διατάξεις αυτές σκοπείται να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, με τη στάθμιση των υποχρεώσεών του, χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω του ιδιαίτερου επικουρικού σκοπού αυτού (ΟλΑΠ3/2019δημ.ΝΟΜΟΣ).Κατόπιν της ανωτέρω νομικής σκέψης, το αίτημα του εναγόμενου, Επικουρικού Κεφαλαίου περί περιορισμού της ευθύνης του, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του ΠΔ/τος 237/1986, τυγχάνει απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, όπως και ο συναφής δεύτερος λόγος της έφεσης, δοθέντος ότι οι ποσοτικοί περιορισμοί που εισάγονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 εδαφ. γ` του Ν.4092/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ΠΔ/τος 237/1986 α) ως προς το ύψος του ποσού της αποζημίωσης το οποίο οφείλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπεισέρχεται στη δικονομική θέση της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, περιορισμός ο οποίος ισχύει και για τις γεγεννημένες ήδη μέχρι του χρόνου ισχύος του ως άνω νόμου αξιώσεις, πλην αυτών για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση και β) ως προς το ποσοστό του οφειλόμενου τόκου, τόσο για το πιο πάνω ποσό, όσο και γενικότερα για την οφειλόμενη από αυτό (Επικουρικό Κεφάλαιο) αποζημίωση, τυγχάνουν ανεφάρμοστες ως αντίθετες στο Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ (βλ. Ολ.ΑΠ3/2019,Ολ. ΑΠ 5/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, απορριπτομένων  όλων των λόγων της έφεσης, πρέπει η έφεση στο σύνολό της να απορριφθεί, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του(άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, επίσης, η κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσής του παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω,  πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου, Επικουρικού Κεφαλαίου, να καταβάλει στον ενάγοντα, για το χρονικό διάστημα από 1-01-2017 έως και 31-12-2019, το ποσό των 36.000 ευρώ, σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις,  ήτοι να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός, νομιμοτόκως από την έκτη ημέρα, εκάστου μηνός, έως την ολοσχερή εξόφληση. Επομένως, το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε την υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου να  καταβάλει στον ενάγοντα, για διαφυγόντα εισοδήματα του ως άνω χρονικού διαστήματος, κατ’εφαρμογή του άρθρου 19 παρ.2 του ΠΔ/τος 237/1986, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 εδ.γ΄ του Ν.4092/2012, το 80% του ποσού των 36.000 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και επομένως, πρέπει αφού γίνει εν μέρει δεκτός, κατά τούτο, ως κατ’ουσίαν βάσιμος, ο σχετικός λόγος της αντέφεσης, όπως και η αντέφεση, εν μέρει δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη, πρέπει, περαιτέρω, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, όχι, μόνον, ως προς το κεφάλαιό της αυτό για το οποίο έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος της αντέφεσης, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998, ΕλΔνη 1998, σ.825), πρέπει, ακολούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή και η παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία και έγινε ορθά δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως πλήρως ομολογημένη,  μετά την εκεί ερημοδικία των παρεμπιπτόντως εναγομένων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 352 παρ.1, 271 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο  29 του ν.3994/2011, να γίνει αφ’ενός δεκτή εν μέρει, ως κατ’ουσίαν βάσιμη η  κύρια αγωγή και, αφού αναγνωριστεί ότι οφείλει το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 36.000 ευρώ, σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού, ύψους 1.000 ευρώ, κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός, νομιμοτόκως από την έκτη ημέρα, εκάστου μηνός, έως την ολοσχερή εξόφληση, να γίνει, περαιτέρω, δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και η παρεμπίπτουσα αγωγή και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον, στο παρεμπιπτόντως ενάγον οποιοδήποτε ποσό καταβάλει αυτό στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, νομιμοτόκως από την καταβολή έως την πλήρη εξόφληση της μερικής ήττας του αντεφεσίβλητου-εναγόμενου πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του μέρος των δικαστικών εξόδων του αντεκκαλούντος-ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 178, 183, 191 παρ 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την έφεση και την ασκηθείσα δια των προτάσεων του εφεσιβλήτου αντέφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την αντέφεση κατά της υπ’αριθμ. 3356/2015  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667, 670 έως 676 και 681 Α ΚΠολΔ.

Απορρίπτει την έφεση, κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600€).

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσής του παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Δέχεται την αντέφεση, εν μέρει, κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή.

Δέχεται εν μέρει, ως κατ’ουσίαν βάσιμη την  κύρια αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο  οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων ευρώ (36.000€), σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού, ύψους χιλίων ευρώ (1.000€), κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός, νομιμοτόκως από την έκτη ημέρα, εκάστου μηνός, έως την ολοσχερή εξόφληση.

Δέχεται ως κατ’ουσίαν βάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγόμενων να καταβάλουν εις ολόκληρον, στο παρεμπιπτόντως ενάγον οποιοδήποτε ποσό καταβάλει αυτό στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, νομιμοτόκως από την καταβολή έως την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του αντεκκαλούντος-ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του αντεφεσίβλητου-εναγόμενου για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ (1.100€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   30 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ