Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 437/2021

Αριθμός  437/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Γκρινιαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………υπό την ιδιότητά του ως προσωρινού κηδεμόνος της σχολαζούσης κληρονομίας …………… ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντος στην Αθήνα, το οποίο  εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελένη Πλασσαρά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελένη Πλασσαρά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Γκρινιαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) …………., κατοίκου Πειραιώς, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α)  ο πρώτος εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων (………..) την από  9.12.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2014) αγωγή  και β)  το δεύτερο εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-Β εκκαλούν (Ελληνικό Δημόσιο) την από 5.1.2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2018) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3587/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     α) ο ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών (……….) με την από  26.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/2018) έφεσή του και β) το ήδη υπό στοιχ Β εκκαλούν (Ελληνικό Δημόσιο) με την από  22.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2018) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2019 και ……../2019, αντίστοιχα) ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-πρώτου εκ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ  του δευτέρου εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-Β εκκαλούντος, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος  Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθμ. ……../8-3-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών …………., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση από  26-11-2018 (αριθμ. εκθεσ. καταθ. ………../26-11-2018) εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο εφεσίβλητο …………, υπό την ιδιότητά του ως προσωρινό κηδεμόνα της σχολαζούσης κληρονομίας της …………… Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 π. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Επίσης η  δεύτερη εφεσίβλητη της από 22-11-2018 (αριθμ. εκθεσ. καταθ. ……../23-11-2018) εφέσεως, …………, δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο. Όμως η συζήτηση πρέπει ως προς αυτή να κηρυχθεί απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 524 παρ. 1 και 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι δεν της επιδόθηκε αντίγραφο της εφέσεως και κλήση προς συζήτηση για την άνω δικάσιμο, δεδομένου ότι εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, που επισπεύδει τη συζήτηση δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται έκθεση δικαστικού επιμελητή  που να αποδεικνύει μια τέτοια επίδοση.

Οι υπό κρίση εφέσεις, ήτοι: α) η από 26-11-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2018) έφεση και β) η από 15-1-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2019) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3587/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αρμόδια φέρονται  προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο  (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011),  έχουν   δε   ασκηθεί   νομότυπα   και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι, όσον αφορά την από 26-11-2018 έφεση, από την επίδοση της απόφασης την 25-10-2018 (βλ. υπ’ αριθμ. …….. και ………../25-10-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………..) έως την άσκηση εφέσεως, την 26-11-2018, δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ημερών, όσον αφορά δε την από 22-11-2018 έφεση, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της άνω εφέσεως (άρθρ.495 παρ.1, 498,  511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517,  518 παρ.1 και 2, όπως η τελευταία παράγραφος ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015  και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους  λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 και 524 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015),  να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ.533), δεδομένου ότι έχει  κατατεθεί  από  τον  εκκαλούντα της από 26-11-2018 εφέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει  από την με ημερομηνία 26-11-2018 πράξη κατάθεσης παραβόλων του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, μη απαιτουμένης της καταβολής παραβόλου για την από 22-11-2018 έφεση, αφού εκκαλούν είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 19 παρ. 1 του από 26-6/10-7-1944 Δτος περί ΚΝΔΔ).

Με την από 9-12-2013  και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …./3-1-2014 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ………. κατά των ……..  .,   ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 39/2010 πράξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, την οποία ο ίδιος αποδέχθηκε, διορίστηκε προσωρινός κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας της …………., η οποία απεβίωσε την 27-2-1994 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατά το χρόνο του θανάτου της, οι κληρονόμοι της ήταν άγνωστοι. Ότι η κληρονομούμενη κατέστη κυρία, με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με κληρονομική διαδοχή από τον σύζυγό της, δυνάμει της υπ’αριθμ ……/6-12-1969 δημόσιας διαθήκης του και της υπ’αριθμ…../30-03-1981 πράξης  αποδοχής  κληρονομίας  της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………, ενός ακινήτου, που βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής, εκτάσεως 176,67 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται επακριβώς  στην αγωγή κατ’ είδος, θέση και όρια, το οποίο αποτελεί και το μοναδικό στοιχείο της σχολάζουσας κληρονομίας, με αξία 59.362 ευρώ. Ότι κατά το χρόνο του θανάτου της δεν είχε συγγενείς από εκείνους που καλούνται κατά νόμο ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στις πέντε πρώτες τάξεις της κληρονομικής διαδοχής και δεν άφησε διαθήκη, με αποτέλεσμα κληρονόμος αυτής να κληθεί στην έκτη τάξη το Δημόσιο. Ότι η …………., αδελφή του αποθανόντος συζύγου της κληρονομουμένης, ισχυριζόμενη ότι η τελευταία της είχε μεταβιβάσει με άτυπη δωρεά το άνω ακίνητο κατά το έτος 1992 και ότι από το θάνατό της άρχισε να το νέμεται και να το κατέχει με διάνοια κυρίου, με το υπ’αριθμ. ……../16-1-2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου  Πειραιώς ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε αυτό στον πρώτο εναγόμενο ………….. ………….., ο οποίος το νέμεται και το κατέχει μέχρι σήμερα, αμφισβητώντας το δικαίωμα του κληρονόμου, Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το παραπάνω περιεχόμενο της αγωγής ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι αποκλειστικός κύριος, νομέας αι κάτοχος του ανωτέρω ακινήτου είναι το Ελληνικό Δημόσιο, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει το ακίνητο, να διαταχθεί η αποβολή αυτού από τη νομή και την κατοχή του επιδίκου ακινήτου καθώς και παντός τρίτου έλκοντος δικαιώματα και να διαταχθεί η εγκατάσταση του Δημοσίου σε αυτό, να απειληθεί χρηματική ποινή 30.000 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός έτους για μη συμμόρφωση προς την εκδοθησόμενη απόφαση και κάθε μελλοντική διατάραξη και καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Ο πρώτος εναγόμενος, ……….. και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, πρωτοδίκως προέβαλε παραδεκτά την ένσταση ιδίας κυριότητος, ισχυριζόμενος ότι έχει καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου δυνάμει έκτακτης άλλως τακτικής χρησικτησίας, καθώς το νέμεται πέραν της εικοσαετίας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής του, το χρόνο των δικαιοπαρόχων του από το έτος 1992, οπότε η κληρονομούμενη ……… μεταβίβασε άτυπα τη νομή στην δικαιοπάροχό του, άλλως διότι νέμεται το ακίνητο αυτό δυνάμει του από ……./16-01-2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ήτοι με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για χρόνο μεγαλύτερο της δεκαετίας.

Με την από 5-1-2018 και αριθμ. εκθ. καταθ. ………./5-1-2018 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το προσθέτως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν-εφεσίβλητο, υπέρ του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας- ενάγοντος της ως άνω αγωγής . ………….., ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή, επικαλούμενο ότι έχει έννομο συμφέρον, εκ της υποκαταστάσεως της κληρονομίας, καθώς έχει αναγνωριστεί αυτό μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της …………., δυνάμει της υπ’αριθμ. 1589/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση,  συνεκδίκασε ερήμην του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, κήρυξε κατηργημένη τη δίκη μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης και αφού απέρριψε την ένσταση του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας ως προς την επικουρική βάση της περί τακτικής χρησικτησίας ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι ο εναγόμενος ναι μεν είχε νόμιμο τίτλο, πλην όμως δεν απέκτησε κυριότητα με τακτική χρησικτησία, διότι δεν βρισκόταν σε καλή πίστη και δέχθηκε την ιδία ένσταση ως προς την κύρια βάση της εκτάκτου χρησικτησίας, απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ο εναγόμενος …………. και το αυτοτελώς προσθέτων παρεμβαίνων Ελληνικό Δημόσιο, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτές και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της και περαιτέρω ο εναγόμενος να απορριφθεί η αγωγή και η πρόσθετη παρέμβαση κατά παραδοχή της ενστάσεώς του περί κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου και δυνάμει τακτικής χρησικτησίας, το δε προσθέτως παρεμβαίνον να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή. Οι λόγοι των εφέσεων είναι παραδεκτοί. Επομένως πρέπει να εξεταστούν και κατ΄ ουσίαν

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 516 Κ.Πολ.Δ., δικαίωμα εφέσεως έχει ο ενάγων, εναγόμενος κ.λ.π. διάδοχοι αυτών, εφόσον ηττήθηκαν, ο δε νικήσας διάδικος μόνον εάν έχει έννομον συμφέρον. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του νικήσαντος διαδίκου κρίνεται εκ του διατακτικού της αποφάσεως και όχι εκ του αιτιολογικού, εκτός εάν εκ των δυσμενών αιτιολογιών παράγεται δεδικασμένο, οπότε υφίσταται έννομο συμφέρον για την άσκηση εφέσεως προς αποτροπή αυτού, το οποίο συμβαίνει όταν οι αιτιολογίες αποτελούν στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρουν έτσι σε αυτές στοιχείο διατακτικού (Σ.Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. ΣΤ’, παρ. 313, 328 έως 335, ΕφΔωδ 121/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η από 26-11-2018 έφεση του εναγομένου ………….. δεν είναι απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον ο ως άνω εκκαλών-νικήσας διάδικος έχει έννομο συμφέρον προς άσκησή της, αφού στην εκκαλούμενη απόφαση υπάρχουν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βλαπτικές γι’ αυτόν αιτιολογίες, που αφορούν τη απόρριψη της επικουρικής βάσης, περί τακτικής χρησικτησίας, της ενστάσεώς του περί ιδίας κυριότητος, οι οποίες έχουν τα προσόντα διατακτικού και δημιουργούν δεδικασμένο.

Σύμφωνα με το άρθρο 272 ΚπολΔ, όπως ίσχυε σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν.3994/2011, λόγω του χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης,  αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή. Περαιτέρω, στην περίπτωση του άρθρου 83 ΚΠολΔ ο νόμος μεταχειρίζεται τον παρεμβάντα στο πλαίσιο της διαδικασίας, ως αναγκαίο ομόδικο   του   διαδίκου, υπέρ του οποίου παρεμβαίνει (Κ. Κεραμέα, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος (1986) σ. 272) με όλες τις παρεχόμενες εκτεταμένες δικονομικές εξουσίες ενός αναγκαίου ομοδίκου. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ (αυτοτελής) πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Επομένως μεταξύ του προσθέτως πρωτοδίκως παρεμβάντος και του υπέρ ου αυτός παρενέβη, δημιουργείται, κατά την ορθοτέρα άποψη, σχέση  αναγκαστικής ομοδικίας,  σύμφωνα  με  την κρατούσα σχετικώς στην νομολογία άποψη (πρβλ. ενδεικτικώς ΟλΑΠ 321/1983 ΝοΒ 1983.1575, ΕφΑθ 1513/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ η έφεση   εκδ.   2003   σελ. 148,   Στ. Βλαστού   Δίκαιο   Σωματείων, συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων 2007 σελ.  323  επ.). Επιπλέον, λόγω της θέσης του ως αναγκαίου ομοδίκου, ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων που παρίσταται αντιπροσωπεύει τον υπερού η παρέμβαση που ερημοδικεί (άρθρ. 76,77,83 ΚΠολΔ, ΑΠ 658/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίσθηκε ο ενάγων, ο οποίος, όπως προκύπτει, από την  υπ’αριθμ …../21-01-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνον, Ελληνικό Δημόσιο,  είναι ο επισπεύδων τη συζήτηση της αγωγής για τη δικάσιμο της 15-5-2015. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η αγωγή, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5-1-2018, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της εκκαλουμένης, ήτοι την 14-3-2018, των αναβολών αυτών επεχουσών θέση κλητεύσεως εκ του πινακίου (άρθρ..226 παρ.4ΚΠολΔ). Ο ενάγων, όμως, ο οποίος έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στη συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από   το   αυτοτελώς   προσθέτως  παρεμβαίνον Ελληνικό   Δημόσιο, υπ’αριθμ. ……/5-1-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……………, αντιπροσωπεύθηκε στην πρωτόδικη δίκη από το τελευταίο, λόγω της αναγκαστικής μεταξύ τους ομοδικίας. Περαιτέρω στην ως άνω δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε η δεύτερη εναγόμενη, η οποία ήταν απούσα και σε όλες τις προαναφερόμενες δικασίμους, ενώ δεν προέκυψε ότι έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και με την εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής ως προς αυτή, ενόψει και της ερημοδικίας του ενάγοντος. Περαιτέρω, ναι μεν η εναγόμενη αυτή, έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης (βλ. υπ’αριθμ. ……./5-01-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………….) πλην όμως με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη και η κλήση αυτή δεν αρκεί για να καλύψει την μη κλήτευση αυτής για τη συζήτηση της αγωγής. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κήρυξε κατηργημένη τη δίκη μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου λόγος της από 22-11-2018 εφέσεως ότι δηλαδή το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της παράστασης του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, έπρεπε, εφαρμόζοντας το άρθρο 274 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., να προχωρήσει στη συζήτηση της αγωγής παρά την απουσία  του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης και να κάνει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, λόγω της ερημοδικίας της τελευταίας-καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιδίκου του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση (ενάγοντος), λαμβανομένου υπόψη ότι η ως άνω αντίδικος, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης. Συνεπώς, ο συναφής λόγος της από 22-11-2018 έφεσης του Δημοσίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1824,1868,1869 και 1870 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν αποβιώσει κάποιος χωρίς διαθήκη και κατά το χρόνο της επαγωγής δεν υπάρχουν συγγενείς ή σύζυγος για να κληθούν στην κληρονομία ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σύμφωνα με τα άρθρα 1813 και επ. ΑΚ, τότε καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του το Δημόσιο. Παρά ταύτα όμως το Δημόσιο δεν μπορεί να ασκήσει τις κληρονομικές αξιώσεις του, ούτε οι δανειστές της κληρονομιάς μπορούν να ασκήσουν κατ’ αυτού αξιώσεις, που έχουν κατά της κληρονομίας, πριν βεβαιωθεί δικαστικώς ότι δεν υπάρχουν άλλοι κληρονόμοι. Η δικαστική αυτή βεβαίωση είναι προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου για χρέη της κληρονομιάς, η οποία αποδεικνύεται με τη σχετική δικαστική απόφαση (ΑΠ 1590/2002, ΕλλΔνη 45. 1045). Συνεπώς, πριν βεβαιωθεί δικαστικώς ότι δεν υπάρχουν άλλοι, εκτός από το Δημόσιο, κληρονόμοι, η κληρονομία, συντρεχουσών των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν, θεωρείται σχολάζουσα. (ΑΠ 890/2013 ΧρΙΔ 2013.738, ΕφΔωδ 42/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ ορίζει ότι “Οποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος”. Η έννοια του διαδίκου, με βάση την άνω διάταξη, προσδιορίζεται με απλώς τυπικά κριτήρια. Επομένως διάδικος είναι εκείνος επ’ ονόματι του οποίου ή κατά του οποίου ζητείται παροχή έννομης προστασίας, ο αναφερόμενος, δηλαδή, στο δικόγραφο της αγωγής ή αίτησης και έτσι η ιδιότητα του διαδίκου είναι ανεξάρτητη από την ουσιαστική ρύθμιση της επίδικης έννομης σχέσης. Διάδικοι, συνεπώς, είναι και τα πρόσωπα εκείνα που διεξάγουν “ιδίωονόματι” δίκη για αλλότρια ουσιαστικά δικαιώματα, δηλαδή οι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι, όπως είναι λ.χ. ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας (ΑΚ 1866). Περαιτέρω, αναφορικά με τη νομική θέση του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 1866 ΑΚ, αυτός αντιπροσωπεύει τον αβέβαιο ακόμη κληρονόμο, δηλαδή τον μελλοντικό άγνωστο κληρονόμο ή τον κληρονόμο για τον οποίο δεν έχει καταστεί γνωστό αν αποδέχθηκε την κληρονομία και, συνεπώς, έχει την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου του οριστικού κληρονόμου, νομιμοποιούμενος ενεργητικά και παθητικά, ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, για τη διεξαγωγή δικών περί αξιώσεων που ανήκουν στην κληρονομία ή κατ’ αυτής στρέφονται, η νομιμοποίηση δε αυτή διαρκεί για όσο χρόνο υπάρχει το λειτούργημα του κηδεμόνα και παύει, μεταξύ άλλων, με παραίτηση ή αν επέλθει περίπτωση αποκατάστασης της κληρονομίας (ΑΠ 684/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 71/2005, ΕλλΔνη  2005.  541). Εξάλλου, στο άρθρο 2 του Α.Ν. 1539/1938, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 53 Εισ.ΝΑΚ, ορίζονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: Ότι “Επί των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιον έστω και αν ουδεμίαν ενήργησε επ΄ αυτών πράξιν νομής”. Ότι “νομή παρά τρίτου θεωρείται ασκούμενη… επί των αγροτικών κτημάτων μόνον δια τακτικής καλλιέργειας και επί των οικοπέδων και λοιπών αστικών ακινήτων μόνο δι” ουσιωδών δομικών ή άλλων παρεμφερών αστικών πράξεων” και ότι “μόνη η ύπαρξις οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθ” εαυτήν δικατατοχική πράξις”. Κατά το γράμμα και το πνεύμα των άνω διατάξεων του άρθρου 2, τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή των ρυθμίσεών τους, ότι πρόκειται για δημόσιο ακίνητο, δηλαδή για ακίνητο η επί του οποίου κυριότητα έχει αποκτηθεί με κάποιο νόμιμο τρόπο από το Δημόσιο. Περαιτέρω η έννοια της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. 1539/1938, κατά την οποία “εν τη περί νομής δίκη ιδιωτών κατά του Δημοσίου ή τούτου κατά ιδιωτών εξετάζεται η προταθείσα ένστασις της κυριότητος ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος”, είναι, ότι, όταν την ένσταση αυτή προτείνει το Δημόσιο και αυτή κρίνεται ορισμένη, νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσίαν, τότε απορρίπτεται η περί προστασίας της νομής αγωγή του ιδιώτη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. 1539/1938, κατά την οποία “τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν   υπόκεινται παραγραφήν” συνάγεται, ότι οι αξιώσεις του Δημοσίου εκ δικαιωμάτων του επί ακινήτων δεν υπόκεινται σε παραγραφή, όχι δε και ότι τρίτος δεν αποκτά νομή επί ακινήτου, επί του οποίου προηγουμένως το  Δημόσιο είχε ασκήσει νομή, χωρίς όμως να έχει αποκτήσει κυριότητα  επ’ αυτού. Από δε από το συνδυασμό των άρθρων 1846, 1198 και 1199 ΑΚ συνάγεται, ότι με την επαγωγή της κληρονομιάς δεν επέρχεται αυτοδικαίως μεταβίβαση κυριότητας στα ακίνητα της κληρονομίας, αλλά για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται και μεταγραφή, η μεταγραφή όμως, οποτεδήποτε και αν γίνει, ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή έχει αναδρομική ενέργεια. Η αναδρομική αυτή ενέργεια δεν συνεπάγεται πάντως, όπως είναι ευνόητο, και την κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων στα κληρονομιαία ακίνητα, αποκτηθέντων νομίμως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, όπως η κυριότητα η αποκτηθείσα πρωτοτύπως με χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι το χρόνο της μεταγραφής (ΑΠ 1077/2012). Στην εξεταζόμενη υπόθεση   από  την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τις υπ’ αριθμ. …./13-3-2018 και …../13-3-2018 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν, με επιμέλεια του εναγομένου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του παρεμβαίνοντος (βλ. υπ΄αριθμ. …. και …../7-3-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 27-2-1994, απεβίωσε στη Νίκαια Αττικής και χωρίς να αφήσει διαθήκη, η …………, με άγνωστους εξ αδιαθέτου κληρονόμους. Μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της θανούσας εν ζωή, ήταν ένα οικόπεδο, μετά της επ’αυτού ισογείου οικίας, αποτελούμενης από δύο κύρια δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους, κείμενο στο Δήμο Κερατσινίου, στην περιοχή της Δραπετσώνας, επί της οδού …….., εκτάσεως 167,67 τ.μ. Το ανωτέρω οικόπεδο, είχε αποκτήσει ο ……., σύζυγος της κληρονομούμενης, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………./1952 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου     Πειραιώς  …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, εξ αγοράς από τις ………… Σύμφωνα με το εν λόγω συμβόλαιο, το ανωτέρω ακίνητο “συνορεύει ανατολικώς με το υπ’αριθμ. ……. οικόπεδο, επί πλευράς μέτρων δέκα πέντε και 5%, δυτικώς με το υπ’αριθμ. …….. οικόπεδο, εφ’ όμοιας πλευράς, αρκτικώς με οδόν ονομασθείσα ……. αριθμ. .. (εχούσης της οδού πλάτους μέτρων οκτώ (8) επί προσώπου μέτρων ένδεκα και 40%)   και μεσημβρινώς, με το υπ’αριθμ ….. οικόπεδο, εφ’ ομοίας πλευράς, όπερ και μεσημβρινώς, με το υπ’αριθμ …… οικόπεδο, εφ’ ομοίας πλευράς, όπερ οικόπεδον εμφαίνεται εν των από 14 Φεβρουαρίου 1930 σχεδιάγραμμα, του μηχανικού …………., όπερ είναι κατατεθιμένο εις το υπ’ αριθμ. ……… του έτους 1930 συμβόλαιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών, . ………”.  Στο  ανωτέρω  ακίνητο,  ο  ………., ανήγειρε με δικές του δαπάνες κτίσματα και ασκούσε μέχρι το θάνατό του όλες τις προσιδιάζουσες σ΄ αυτά σε απόλυτο κύριο, νομέα και κάτοχο πράξεις νομής. Την 9-10-1980, απεβίωσε ο ……………, ο οποίος κατέλιπε την υπ΄αριθμ. ………/6-12-1969 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε   ενώπιον   του συμβολαιογράφου   Πειραιώς  …………, με την οποία είχε εγκαταστήσει ως μοναδική κληρονόμο του, τη σύζυγό του και ήδη κληρονομούμενη, ……….. Η τελευταία, αποδέχθηκε την κληρονομία αυτή, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………/30-5-1981 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Η ……….., εξακολουθούσε να κατοικεί στην παραπάνω οικία και να ασκεί από το θάνατο του συζύγου της, σ’αυτή και στο οικόπεδο, όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του εν λόγω ακινήτου (γενική επίβλεψη, πληρωμή σχετικών δαπανών κλπ), μέχρι το έτος 1992, που δώρισε άτυπα αυτό στη ………….. ………….., αδελφή του συζύγου της, κατοικώντας, όμως σ’ αυτό μέχρι το θάνατό της, την 27-2-1994 και ασκώντας τις ως άνω πράξεις νομής για λογαριασμό της ………….. …………… Μετά το θάνατο της …………., η ………….. ………….., συνέχισε πλέον η ίδια (ή δια μέσω της θυγατέρας της ……….), να ασκεί τις προσιδιάζουσες στη φύση του εν λόγω ακινήτου διακατοχικές πράξεις (τακτικές επισκέψεις, διευθέτηση των διαφόρων ειδών της οικοσκευής, γενική επίβλεψη κλπ), με την πεποίθηση ότι είναι κυρία αυτού, ενόψει και της ως άνω άτυπης δωρεάς. Με τις υπ’αριθμ. 174/2001 και 4640/2002 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ………….. ………….., αναγνωρίσθηκε, προσωρινή με την πρώτη και οριστική με τη δεύτερη νομέας, της ανωτέρω οικίας, όταν αναγκάστηκε λόγω αποβολής της από αυτή, συνεπεία παρανόμων ενεργειών των γειτόνων της, να ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και στη συνέχεια τακτική αγωγή περί νομής. Το έτος 2004, η………….., η οποία αντιμετώπιζε σοβαρά και χρόνια προβλήματα υγείας και είχε άμεση ανάγκη χρημάτων, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/16-1-2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή το ανωτέρω ακίνητο στον εναγόμενο. Από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου, ο εναγόμενος συνέχισε να ασκεί συνεχώς και αδιαλείπτως τη νομή του ακινήτου αφού, α) δήλωσε το επίδικο στο κτηματολόγιο, το οποίο τηρούνταν στην περιοχή, β) άρχισε και ολοκλήρωσε σε αυτό οικοδομικές εργασίες, ανεγείροντας σε επαφή με το παλαιό κτίσμα, και δυνάμει της από ………../2003 οικοδομικής άδειας, άλλο κτίσμα επιφανείας 24 τ.μ, ώστε από το έτος 2005 να κατοικεί οικογενειακώς στο επίδικο, γ) συνέδεσε την ιδιοκτησία αυτή με τον κεντρικό αγωγό αποχέτευσης, δ) άλλαξε τους λογαριασμούς της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ, στο δικό του όνομα και έκτοτε κατέβαλε αυτός την αξία τους, ε) κατέβαλε τους αναλογούντες στο ακίνητο αυτό φόρους ΕΕΤΗΔΕ και ΕΝΦΙΑ.  Τα ως άνω προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταποδείξεως, οι οποίοι έχουν ιδία αντίληψη των γεγονότων, αφού γνωρίζουν το επίδικο ακίνητο και κατοικούν πλησίον αυτού, γνώριζαν δε το ζεύγος ……… και οι καταθέσεις τους κρίνονται πειστικές Οι ως άνω μάρτυρες καταθέτουν ότι το έτος 1992 η …….. δώρισε άτυπα το επίδικο ακίνητο στη………….., η οποία μαζί με την κόρη της …….. την περιποιούντο, την φρόντιζαν και τη συντρόφευαν στις καθημερινές ανάγκες της, στις ασθένειές της, γιόρταζαν μαζί της τα Χριστούγεννα, το νέο έτος και το Πάσχα και την έπαιρναν μαζί τους στις διακοπές.  Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι με σχετικό έγγραφο της Ε’ ΔΟΥ Πειραιά, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, δυνάμει της υπ’αριθμ …../2004 πράξης του, διόρισε προσωρινό κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομίας της …….., το δικηγόρο    Αθηνών    ………   και    με    το    υπ’ αριθμ πρωτ. 1077813/3334/Α0011/11-11-2014 έγγραφο, η Δ/νση κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, του διαβίβασε το διορισμό του. Ο ανωτέρω κηδεμόνας υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 27-12-2004 αίτησή του, με την οποία ζήτησε τη σφράγιση του επιδίκου και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ 14/2005 απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αίτηση και διέταξε τη σφράγιση, όρισε υπάλληλο προς τούτο και τον αιτούντα ως μεσεγγυούχο, δυνάμει δε της υπ’ αριθμ …../9-5-2005 έκθεσης σφραγίσεως, σφραγίσθηκε η επίδικη οικία προς τον σκοπό διασφαλίσεως των εντός αυτής κινητών αντικειμένων. Στη συνέχεια, ο κηδεμόνας, με την από 20-5-2005 αίτησή του προς το Ειρηνοδικείο Πειραιώς, αιτήθηκε την αποσφράγιση   της   οικίας, τη   διενέργεια   απογραφής,   τον   ορισμό συμβολαιογράφου και πραγματογνώμονα για την εκτίμηση των κινητών πραγμάτων της οικίας. Ο εναγόμενος, ο οποίος εξακολουθούσε να εκτελεί οικοδομικές εργασίες στο επίδικο, καθώς είχε σφραγισθεί μόνο η μία είσοδο της οικίας, κατέθεσε μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του, την από 25-5-2005 κύρια παρέμβασή του στην περί αποσφραγίσεως και απογραφής δίκη, την από 25-5-2005 τριτανακοπή του κατά της υπ’αριθμ. …./2005 εκθέσεως σφραγίσεως και τις από 25-5-2005 αντιρρήσεις κατά της υπ’αριθμ ……/2005 εκθέσεως σφραγίσεως. Μετά από τη συνεκδίκαση όλων των ανωτέρω αιτήσεων και ενδίκων βοηθημάτων, εκδόθηκε η  υπ’αριθμ.  69/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την αίτηση αποσφράγισης και απογραφής, ανακάλεσε   και εξαφάνισε την υπ’αριθμ.. 14/2005 απόφαση περί σφράγισης και διέταξε τη αποσφράγιση και την περιέλευση των εντός αυτής κινητών πραγμάτων στον εναγόμενο. Λόγω της μετέπειτα αδράνειας του διορισθέντος κηδεμόνος, με την με αρ. 39/2010 πράξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, ορίσθηκε προσωρινός κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας και σε αντικατάσταση του ανωτέρω, ο ενάγων, που αποδέχτηκε τον διορισμό του με την υπ’ αριθμ. ……/13­-5-2010 δήλωσή του ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την από 3-2-2006 και με αριθμ. ………/6-2-2006 αίτησή του προσθέτως παρεμβάντος Ελληνικού Δημοσίου, ζητήθηκε να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει άλλος κληρονόμος, εκτός από το Ελληνικό Δημόσιο. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1589/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας) με την οποία βεβαιώθηκε  ότι μοναδικός εξ αδιαθέτου  κληρονόμος της …………., κατοίκου εν ζωή Κερατσινίου Αττικής, οδός ………,η οποία απεβίωσε την 27-02-1994, είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε την από 30-1-2015 και με αριθμό καταθ. ……./9/2-2-2015 αίτηση περί εκδόσεως κληρονομητηρίου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. ……../2015 διαταγή  κληρονομητηρίου του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και πιστοποιήθηκε η κληρονομική ιδιότητα του Δημοσίου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ναι μεν ο εναγόμενος είχε νόμιμο τίτλο, πλην όμως δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με τακτική χρησικτησία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την επικουρική βάση της ενστάσεώς του περί ιδίας κυριότητας, διότι δεν βρισκόταν σε καλή πίστη επειδή γνώριζε ότι η κληρονομία της …………. ήταν σχολάζουσα και ότι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής ήταν το Δημόσιο. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια και   απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την ένσταση του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας, ως προς την επικουρική της βάση της τακτικής χρησικτησίας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της από 26-11-2018 εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ο εναγόμενος όμως, συνυπολογίζοντας στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου του κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ, άσκησε τη νομή στο ακίνητο αυτό επί συνεχή εικοσαετία, ήτοι από το έτος 1992 μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι την 21-1-2014 (βλ. υπ’ αριθμ ……./21-1-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), με εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει και επομένως απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω το ακίνητο αυτό, δεν αποτελούσε δημόσιο ακίνητο, δηλαδή ακίνητο η κυριότητα επί του οποίου έχει αποκτηθεί με κάποιο νόμιμο τρόπο από το Δημόσιο. Με την επαγωγή   της  κληρονομίας  στο Δημόσιο, δεν  επήλθε  αυτοδικαίως μεταβίβαση κυριότητας στο ακίνητο αυτό της κληρονομίας, αλλά για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται και μεταγραφή, είτε της αποδοχής κληρονομιάς είτε του κληρονομητηρίου, η οποία μέχρι και την 27-2-2014 δεν είχε πραγματοποιηθεί. Σημειωτέον ότι    μεταγραφή του κληρονομητηρίου δεν επικαλείται το Δημόσιο, ούτε προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Περαιτέρω, η μεταγραφή, οποτεδήποτε και αν γίνει, ναι μεν ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου,  δηλαδή  έχει αναδρομική  ενέργεια, πλην όμως  η αναδρομική αυτή ενέργεια, δεν συνεπάγεται πάντως, όπως είναι ευνόητο, και την κατάλυση  δικαιωμάτων τρίτων στα κληρονομιαία ακίνητα, αποκτηθέντων νομίμως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, όπως η κυριότητα η αποκτηθείσα πρωτοτύπως με χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι το χρόνο της μεταγραφής. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρ. 534 Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι της από 22-11-2018 εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των  παραβόλων, που κατατέθηκαν και να συμψηφιστούν μεταξύ των παρόντων διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με το άρθρο  179 Κ.Πολ.Δ., την εφαρμογή του οποίοι δεν αποκλείει, κατά την ορθή της έννοια, η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 (Ολ. Α.Π. 32 και 1221/1975).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην του εφεσιβλήτου………….. και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων τις  από 26-11-2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2018) και  από  22-11-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2018) εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 3587/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 22-11-2018 ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη …………..

Δέχεται τυπικά τις  εφέσεις.

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων, που κατατέθηκαν στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των παρόντων διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  2 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-πρώτου εκ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του δευτέρου εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-Β εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ