Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 463/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 463/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντίνα Παπαϊωάννου, με δήλωση. Και

Εφεσίβλητης: …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Σιάρκο, με δήλωση.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφαση 3335/2019, δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος, άσκησε την από 5.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 7.5.2020, αλλά δεν διεξήχθη, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 79/2020 του Δικαστή που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η οποία έλαβε τον ίδιο αριθμό έκθεσης κατάθεσης με αυτόν της ως άνω έφεσης (………/2019) προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 §2 του ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 5.11.2019 έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου, κατά της οριστικής απόφασης 3335/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 18.12.2018 αγωγή της ενάγουσας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ. Η ενάγουσα …………. ισχυρίστηκε με την από 18.12.2018 αγωγή, ότι με τον εναγόμενο είναι συγκύριοι, κατά τα 1/2 εξ αδιαιρέτου, των ειδικά περιγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών υπογείου και ισογείου ορόφου, που βρίσκονται σε διώροφο κτίσμα επί της οδού ………….στην Αίγινα, την κυριότητα των οποίων απέκτησαν με τον αναφερόμενο τρόπο. Ότι ο εναγόμενος, από τις 16.7.2007 έως και τον Ιούλιο του 2018, κάνει αποκλειστική χρήση των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, αρνείται δε να της καταβάλει την ανάλογη με το ποσοστό του δικαιώματός της μερίδα από το όφελος που αποκόμισε, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, αφού της κατέβαλε μηνιαίως μόνο το ποσό των 500 ευρώ. Ότι η μισθωτική αξία του επίκοινου ανερχόταν, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, στο ποσό των 700 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο καθορίστηκε με την απόφαση 482/2018 του Δικαστηρίου τούτου, ύστερα από την από 1.8.2008 προγενέστερη αγωγή της, με την οποία ζητούσε να οριστεί ο τρόπος της διοίκησης του κοινού ακινήτου με την εκμίσθωσή του στον εναγόμενο έναντι ποσού 1.400 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει, για το ως άνω χρονικό διάστημα, το ποσό των 26.503,23 ευρώ, ήτοι τη διαφορά των 200 ευρώ το μήνα, μεταξύ του ποσού των 700 ευρώ που καθορίστηκε από το Δικαστήριο και αυτού των 500 ευρώ, που της κατέβαλε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 786, 787, 789, 792 §2, 962 και 1113 του Α.Κ., τη δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 26.503,23 ευρώ. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, ο εκκαλών εκθέτει ότι εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλουμένη πως οφείλει αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, ποσού 700 ευρώ από τις 8.7.2008 – ημερομηνία επίδοσης της προγενέστερης από 1.8.2008 αγωγής της εφεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να καθοριστεί ο τρόπος της διοίκησης αυτού (κοινού ακινήτου) με την εκμίσθωσή του στον εναγόμενο έναντι ποσού 1.400 ευρώ το μήνα, αφού με η τελευταία (αγωγή) δεν είχε καταψηφιστικό αίτημα. Έτσι, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη, καθορίζοντας το δικαίωμα της εφεσίβλητης να λάβει το ποσό των 700 ευρώ το μήνα, που καθορίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση 428/2018, για προγενέστερο της έκδοσής της χρονικό διάστημα, έσφαλε, αφού η τελευταία απόφαση, έχοντας διαπλαστικό χαρακτήρα, επιφέρει αποτελέσματα μόνο για το μετά την έκδοσή της χρονικό διάστημα. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι με την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ρυθμίστηκε η χρήση του υπό κρίση κοινού ακινήτου, με την αποκλειστική χρήση του από τον εκκαλούντα, έναντι μηνιαίας αποζημίωσης 700 ευρώ, απόφαση η οποία, ως διαπλαστική, παράγει αποτελέσματα για το μέλλον, ήτοι από την επίδοση της από 1.8.2008 αγωγής και εφεξής, γιατί από τότε ο οφειλέτης, κοινωνός, δικαιούται να χρησιμοποιεί το κοινό πράγμα (Α.Π. 1118/1995 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 549). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λοιπόν, που έκρινε όμοια για το χρονικό διάστημα από 8.7.2008 έως 31.7.2018, ορθά εφάρμοσε το νόμο, έσφαλε όμως, δεχόμενο ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης να λάβει ως αποζημίωση χρήσης ανέρχεται στο ποσό των 700 ευρώ το μήνα και για το χρονικό διάστημα από 16.7.2007 έως και 7.7.2008, αφού τότε δεν είχε επιδοθεί ακόμη στον εκκαλούντα η από 1.8.2008 διαπλαστική αγωγή. Για το τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης, ως προς το δεύτερο σκέλος του και να ερευνηθεί η μισθωτική αξία του επίκοινου, ώστε να προσδιοριστεί η αποζημίωση χρήσης που οφείλει ο εφεσίβλητος (για το ίδιο χρονικό διάστημα).

ΙV. Από το συνδυασμό των άρθρων 785, 786, 787, 792 §2, 961, 962 και 1113 του Α.Κ. προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον ένα από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν προέβαλαν αξίωση περί σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση, ανάλογη μερίδα από το όφελος, που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, ωφέλεια κατά τις ανωτέρω διατάξεις (Α.Π. 802/2017 και Α.Π. 187/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 250 περ. 17 του Α.Κ., η οποία ορίζει ότι σε πενταετή παραγραφή υπόκειται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερουμένων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, προκύπτει ότι, λόγω της γενικότητας των όρων “καθυστερουμένων προσόδων” και “κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά”, περιλαμβάνονται σ’ αυτούς οι καρποί, φυσικοί ή πολιτικοί και τα ωφελήματα, τα οποία η χρησιμοποίηση του πράγματος περιοδικώς παρέχει. Συνακόλουθα, στην προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις του κοινωνού πράγματος κατά του συγκοινωνού, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, για απόδοση ανάλογης μερίδας των ωφελημάτων από τη χρήση αυτή. Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 του Α.Κ. η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (Α.Π. 7/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 564/2012 Νο.Β. 2012, σελ. 1722, Α.Π. 898/2009 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 440/2000 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1629 και Α.Π. 1671/1995 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 367). Εξάλλου, κατά το άρθρο 260 του Α.Κ., η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την αναγνώριση αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στο δανειστή, από την οποία προκύπτει ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του τελευταίου, θεωρεί αυτή ότι υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αναγνώριση της αξίωσης για να επιφέρει αποτελέσματα, δηλαδή διακοπή της παραγραφής, πρέπει να γίνει πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής (Α.Π. 121/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι δεν απαιτείται μεν δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης του οφειλέτη γενόμενη προς το σκοπό δέσμευσης και παραγωγής υποχρέωσης, ήτοι αναγνώριση κατά τους όρους του άρθρου 873 του Α.Κ., αλλά αρκεί οποιαδήποτε πραγματική ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή από την οποία προκύπτει ότι ο πρώτος, βρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του τελευταίου, θεωρεί αυτή ότι υπάρχει. Αλλά και η μερική καταβολή από τον οφειλέτη του οφειλομένου χρέους στον δανειστή, ενέχει αναγνώριση του χρέους, διότι είναι ενέργεια απέναντι στον δανειστή, η οποία εμφανίζει γνώση του οφειλέτη σχετικά με την ύπαρξη του χρέους του (Α.Π. 212/2019, Α.Π. 1668/2014 και Α.Π. 794/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

V. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε πως η διακοπή της παραγραφής, λόγω αναγνώρισης από αυτόν (εκκαλούντα) της απαίτησης της εφεσίβλητης, την οποία πρότεινε η τελευταία, ως αντένσταση στην ένσταση παραγραφής του, για τους μήνες Ιούλιο του 2007 έως και Δεκέμβριο του 2012, ήταν ορισμένη. Και τούτο, διότι δεν προσδιοριζόταν ο ακριβής χρόνος αναγνώρισης της αξίωσής της για τον κάθε μήνα χωριστά. Από την επισκόπηση των δικογράφων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου προέκυψε ότι ο εκκαλών, προς αντίκρουση της αγωγής της εφεσίβλητης, πρότεινε την ένσταση παραγραφής, εφόσον η από 19.12.2018 αγωγή του επιδόθηκε στις 24.12.2018, με αποτέλεσμα τα αιτούμενα ποσά (συνολικά 13.103,23 ευρώ) για τον κάθε μήνα από τον Ιούλιο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2012, των οποίων η δικαστική επιδίωξη ήταν δυνατή από τον Ιούλιο του 2007, εφόσον την ύπαρξή τους γνώριζε από τότε η εφεσίβλητη, να έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 Α.Κ. Προς αντίκρουση της νόμιμης, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ένστασης παραγραφής, η εφεσίβλητη με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, πρότεινε κατ’ αντένσταση τη διακοπή της παραγραφής. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι ο εκκαλών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2007 έως και τον Οκτώβριο του 2012, προέβαινε συστηματικά στην παρακατάθεση μηνιαίως, του ποσού των 500 ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, έκτοτε δε, κατέθετε το ίδιο ποσό στον τραπεζικό της λογαριασμό στην Alpha Τράπεζα, με αποτέλεσμα να έχει αναγνωρίσει την αξίωσή της, να διακόπτεται η παραγραφή με κάθε μία από τις καταβολές αυτές και να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένσταση παραγραφής αυτού (εφεσίβλητου). Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αντένσταση διακοπής της παραγραφής, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής της βασιμότητας, ήταν αρκούντος ορισμένη, αφού περιέχεται ο χρόνος της αναγνώρισης της αξίωσης της εφεσίβλητης (βλ. Μον.Εφ.Πειρ. 577/2015, Εφ.Πειρ. 374/2014 και Εφ.Δωδ. 8/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), με την αναφορά ότι κάθε μήνα, από τον Αύγουστο του 2007 έως και την άσκηση της αγωγής (Δεκέμβριο 2018) ο εκκαλών αναγνώρισε την αξίωσή της για την καταβολή αποζημίωσης χρήσης, καταβάλλοντας κάθε μήνα το ποσό των 500 ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων έως τον Οκτώβριο του 2012 και έκτοτε, έως την άσκηση της αγωγής (όπως προκύπτει από το ρήμα “καταβάλλει” σε ενεστώτα χρόνο, που χρησιμοποιεί) στον αναγραφόμενο τραπεζικό της λογαριασμό στην Alpha Bank. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη την αντένσταση αυτή, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.

VΙ. Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη και ο εκκαλών είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας δύο ανεξάρτητων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών (ενός ισογείου και ενός υπογείου ορόφου) οικοδομής, που βρίσκεται στο Δήμο Αίγινας, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της Αίγινας και έχει πρόσοψη, τόσο στην οδό ………….., όσο και στην παράλληλη αυτής οδό ……………. Η οικοδομή αυτή έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 “περί οριζοντίου ιδιοκτησίας” και των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ., δυνάμει του συμβολαίου σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών ………/30.4.2007 της Συμβολαιογράφου Αίγινας ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (τ. …….., α.α. …….). Τη συγκυριότητα στις ανωτέρω δύο διαιρεμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες απέκτησαν : α) ο εκκαλών, λόγω πώλησης, από τον ……….., δυνάμει του συμβολαίου ………./2007 της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (τ. ………., α.α. …………) και β) η εφεσίβλητη, μαζί με το ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, που βρίσκεται στην ίδια οικοδομή, κατά ψιλή κυριότητα, λόγω γονικής παροχής, από τη μητέρα της, .………., η οποία παρακράτησε την επικαρπία εφ’ όρου ζωής, δυνάμει του συμβολαίου ………/2005 της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (τ. …….., α.α. ………), κατά πλήρη δε, κυριότητα με την απόσβεση του δικαιώματος επικαρπίας της μητέρας της, μετά το θάνατο της τελευταίας, στις 8.3.2006. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι το κατάστημα του ισογείου ορόφου είχε εκμισθωθεί από το 1973 στη μητέρα του εκκαλούντος, για να λειτουργεί ως φαρμακείο, το μίσθωμα δε αυτού ανερχόταν μέχρι και τις αρχές του έτους 2007, στο ποσό των 509,25 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 18,33 ευρώ. Από τις 16 Ιουλίου 2007, οπότε ο εκκαλών, έχοντας αποκτήσει την κυριότητα, κατά το ως άνω ποσοστό του καταστήματος του ισογείου ορόφου, συνέχισε τη λειτουργία του φαρμακείου, που έως τότε διατηρούσε η μητέρα του, κάνοντας αποκλειστική χρήση αυτού (αρχικά δυνάμει της άδειας ίδρυσης φαρμακείου Υ 6433/16.7.2007 της Νομαρχίας Πειραιά και της έγκρισης λειτουργίας συστεγασμένων φαρμακείων Υ 8582/25.9.2007 – αυτόνομα δε, κατόπιν της απόφασης Υ 3066/12.3.2008 περί έγκρισης συνέχισης λειτουργίας του φαρμακείου του και ύστερα από ανάκληση της άδειας λειτουργίας του φαρμακείου και συνταξιοδότησης της μητέρας του). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών, λόγω έλλειψης συμφωνίας ως προς το ποσό που έπρεπε να καταβάλλει στην εφεσίβλητη για τη χρήση από αυτόν του ποσοστού της (½ εξ αδιαιρέτου) στο ως άνω ισόγειο κατάστημα, άρχισε να καταθέτει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ της (εφεσίβλητης), από τον Αύγουστο του 2007 έως και το Φεβρουάριο του 2011, το ποσό των 527,58 ευρώ, κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου. Μάλιστα, λόγω της άρνησης της τελευταίας να παραλάβει τα ποσά που κατέθετε, της επέδωσε την από 28.7.2010 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία την ενημέρωνε ότι συνέχιζε να της καταθέτει το μίσθωμα, που είχαν συμφωνήσει, αρνούμενος να καταβάλει μεγαλύτερο ποσό. Αντίθετα, η εφεσίβλητη άσκησε την από 8.12.2010 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συμφωνηθέν μίσθωμα των 500 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2007 έως και τον Δεκέμβριο του 2010, συνολικού ποσού 22.500 ευρώ, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 3.2.2011. Ωστόσο, την ημέρα αυτή, μετά την αναβολή της συζήτησης της ως άνω αγωγής για τις 2.6.2011, οι διάδικοι, με το από 3.2.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, συμφώνησαν ότι, πλην του μηνός Απριλίου 2007, το μίσθωμα του οποίου είχε καταβληθεί στην εφεσίβλητη και εκ παραδρομής ζητήθηκε, τα υπόλοιπα μισθώματα (από το Μάιο του 2007) έως και το Φεβρουάριο του 2011 “εξοφλήθηκαν πλήρως και ολοσχερώς δια της παραλαβής από την εφεσίβλητη των ειδικά αναφερόμενων γραμματίων σύστασης παρακαταθήκης, συνολικού ποσού 24.228,71 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου”. Επιπλέον, ο εκκαλών ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει το 70% των αιτούμενων τόκων με την ως άνω (από 8.12.2010) αγωγή, έναντι των οποίων προκατέβαλε το ποσό των 1.500 ευρώ. Με τον όρο 6 του ως άνω συμφωνητικού η εφεσίβλητη δήλωσε ότι θα παραιτηθεί από το δικόγραφο και το δικαίωμα της από 8.12.2010 αγωγής, αφού αυτό είχε ικανοποιηθεί. Εξάλλου, η εφεσίβλητη επιφυλάχθηκε των δικαιωμάτων της, από τις με ημερομηνία 1.7.2008 και 11.2.2009 αγωγές της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (η πρώτη αφορούσε στον καθορισμό από το Δικαστήριο του τρόπου χρήσης του κοινού ως άνω καταστήματος με τη φυσική διαίρεση της χρήσης του, άλλως με την εκμίσθωση στον εκκαλούντα του μεριδίου της αντί ποσού 1.400 ευρώ, ενώ η δεύτερη δεν προσκομίζεται). Ακολούθως, με το από 19.10.2012 νέο ιδιωτικό συμφωνητικό η εφεσίβλητη παρέλαβε από τον εκκαλούντα τρία γραμμάτια σύστασης παρακαταθήκης, συνολικού ποσού 10.501 ευρώ, που αντιστοιχούσαν στα μισθώματα, που όφειλε ο τελευταίος για τους μήνες Μάρτιο 2011 έως και Οκτώβριο 2012, ενώ η πρώτη επιφυλάχθηκε εκ νέου των δικαιωμάτων της από τις με ημερομηνία 1.7.2008 και 11.2.2009 αγωγές, που είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω έγιναν δεκτά μεταξύ των διαδίκων, ανεξαρτήτως του ότι τα καταβαλλόμενα ποσά αφορούσαν σε αποζημίωση χρήσης και όχι σε μισθώματα, αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προέκυψε η ύπαρξη ενεργούς μίσθωσης μεταξύ τους (διαδίκων). Έκτοτε (από το Νοέμβριο του 2012), ο εκκαλών κατέβαλλε κάθε μήνα το ποσό των 500, σε λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Alpha Τράπεζα. Ωστόσο, η καταβολή από τον εκκαλούντα, κατά τα ανωτέρω, της αποζημίωσης χρήσης κατά το χρονικό διάστημα από το 2007 έως και τον Οκτώβριο του 2012, έστω και αν αναφέρονταν εσφαλμένα ως μισθώματα και όχι ως αποζημίωση χρήσης, δεν συνιστά μερική καταβολή του ποσού που ζητούσε η εφεσίβλητη, αλλά έγινε από τον εκκαλούντα με τη βούληση και πεποίθηση της πλήρους εξόφλησης της οφειλής του, όπως εκείνος θεωρούσε ότι είχε υποχρέωση. Μάλιστα, στο ως άνω – από 3.2.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, αναγράφηκε και συμφώνησαν ότι οι καταβολές από το Μάιο του 2007 έως και το Φεβρουάριο του 2011 έγιναν προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης της εφεσίβλητης. Ούτε από τις καταβολές του εκκαλούντα με το δεύτερο – από 19.10.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, για τους μήνες από Μάρτιο 2011 έως και Οκτώβριο 2012 και αυτές του ποσού των 500 ευρώ κάθε μήνα, μέχρι και τον Ιούλιο του 2018, σε λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Alpha Τράπεζα, συνάγεται η ύπαρξη μερικής καταβολής του αιτούμενου από την εφεσίβλητη ποσού και κατ’ επέκταση η αναγνώριση της απαίτησης της τελευταίας από τον εκκαλούντα. Άλλωστε, ο τελευταίος ουδέποτε δήλωσε στην εφεσίβλητη ότι με την κατάθεση των ως άνω ποσών στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων προβαίνει σε μερική καταβολή του χρέους του, αναγνωρίζοντας ότι υπολείπεται και άλλο οφειλόμενο από αυτόν ποσό. Σημειωτέον ότι το γεγονός πως η εφεσίβλητη, εισπράττοντας από τον εκκαλούντα το πιο πάνω ποσό, ως μηνιαία αποζημίωση χρήση, δεν παραιτήθηκε από την από 1.7.2008 αγωγή της και επιφυλάχθηκε ως προς το αίτημα αυτής, δεν ενέχει και αναγνώριση του εκκαλούντος ότι δεν της έχει καταβάλει όλη την αποζημίωση χρήσης, ώστε να γίνει δεκτή η σχετική αντένστασή της, όπως εσφαλμένα υπέλαβε η εκκαλουμένη, αφού ο τελευταίος αναγνώρισε μόνο την ύπαρξη της οφειλής των 527,58 ευρώ το μήνα, συμπεριλαμβανομένου και του χαρτοσήμου (βλ. σχετ. και Α.Π. 1206/2001 Χρ.Ι.Δ. 2002, σελ. 316). Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι διακόπηκε η παραγραφή των αξιώσεων της εφεσίβλητης, για το χρονικό διάστημα από 16.7.2007 έως και το Δεκέμβριο του 2012 (η παραγραφή: α. για τους μήνες του 2007 άρχισε την 1.1.2008 και συμπληρώθηκε την 1.1.2013, β. για τους μήνες του 2008 άρχισε την 1.1.2009 και συμπληρώθηκε την 1.1.2014, γ. για τους μήνες του 2009 άρχισε την 1.1.2010 και συμπληρώθηκε την 1.1.2015, δ. για τους μήνες του 2010 άρχισε την 1.1.2011 και συμπληρώθηκε την 1.1.2016, ε. για τους μήνες του 2011 άρχισε την 1.1.2012 και συμπληρώθηκε την 1.1.2017 και στ. για τους μήνες του 2012 άρχισε την 1.1.2013 και συμπληρώθηκε την 1.1.2018), αλλά (διακόπηκε) το πρώτον με την άσκηση της από 18.12.2018 αγωγής της εφεσίβλητης, που επιδόθηκε στον εκκαλούντα πριν από την πάροδο του ίδιου έτους, στις 24.12.2018, τα αιτούμενα ποσά για το χρονικό διάστημα αυτό [(103,23 ευρώ για την περίοδο από 16.7.2007 έως 31.7.2007 (200 ευρώ Χ 16 ημέρες : 31 ημέρες), 1.000 ευρώ για τους μήνες Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2007 (200 ευρώ Χ 5 μήνες) και από 2.400 ευρώ (200 ευρώ Χ 12 μήνες) για το κάθε έτος από το 2008 έως και το 2012)], συνολικά 13.103,23 ευρώ, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 του Α.Κ., γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης του εκκαλούντος και απορριπτομένης ως αβάσιμης της αντένστασης αναγνώρισης από τον τελευταίο του χρέους της εφεσίβλητης. Σημειωτέον ότι το ως άνω ποσό των 200 ευρώ για κάθε μήνα αποτελεί τη διαφορά του ποσού των 700 ευρώ, που επιδικάστηκε με την απόφαση 482/2018 του Δικαστηρίου τούτου, ρυθμίζοντας την οφειλόμενη μηνιαία αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του ισόγειου καταστήματος από τον εκκαλούντα, μείον αυτού των 500 ευρώ, που είχε καταβάλει (ο εκκαλών) στο λογαριασμό της εφεσίβλητης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα και απέρριψε την ένσταση παραγραφής της εκκαλούντος, δεχόμενο ως ουσιαστικά βάσιμη την αντένσταση της εφεσίβλητης για διακοπή της παραγραφής, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης του εκκαλούντος και ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατόπιν τούτων, παρέλκει η απόδειξη της μισθωτικής αξίας του επίκοινου καταστήματος για το χρονικό διάστημα από 16.7.2007 έως και 7.7.2008, ώστε να ανευρεθεί η διαφορά της αποζημίωσης χρήσης για το χρονικό διάστημα αυτό. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών κάνοντας αποκλειστική χρήση του κοινού καταστήματος για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2013 έως και τις 31.7.2018, πλην του ποσού των 500 ευρώ, που κατέβαλε σε λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Alpha Τράπεζα, οφείλει στην τελευταία το επιπλέον ποσό των 200 ευρώ για κάθε μήνα και συνολικά 13.400 ευρώ (200 ευρώ Χ 67 μήνες), το πρωτοβάθμιο δε, δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ως προς το χρονικό διάστημα αυτό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις.

VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 3335/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 18.12.2018 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 13.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε, η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ………… ηλεκτρονικό παράβολο. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ανάλογα με την έκταση της νίκης της τελευταίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 58 §3, 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. α του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία ο εναγόμενος – εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, επειδή έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας – εφεσίβλητης, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση του ιδίου και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 5.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3335/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 18.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο …………. να καταβάλει στην ενάγουσα, …………….., το ποσό των δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων (13.400) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει τον εναγόμενο – εκκαλούντα στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων εβδομήντα (670) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ