Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 449/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 449/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντος: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Μαρκούλη, με δήλωση. Και

Εφεσίβλητης: υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρείας με την επωνυμία ………………., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεράσιμο Χαλιώτη, με δήλωση.

Η ενάγουσα – ανώνυμη ασφαλιστική υπό εκκαθάριση εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2016 αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 1170/2017, έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από 24.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2017 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 18.2.2021, αλλά δεν διεξήχθη, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 93/2021 της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η οποία έλαβε τον ίδιο με την ως άνω έφεση αριθμό έκθεσης κατάθεσης (………….. /2017), προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 §2 του ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 24.10.2017 έφεση τoυ εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου ……………. κατά της οριστικής απόφασης 1170/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και έκανε δεκτή την από 22.12.2016 αγωγή της ενάγουσας ασφαλιστικής – υπό εκκαθάριση ανώνυ-μης εταιρίας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §§1, 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως (η έφεση), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 §2 Κ.Πολ.Δ. και, κατά συνέπεια, ισχύει η ευχέρεια των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και στην περίπτωση επιτρεπτής έφεσης κατά απόφασης εκδοθείσας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 270, 524 §§1, 2 και 528 του ίδιου Κώδικα, ενώπιον των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, που επιλαμβάνονται εφέσεων, η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, όπως αντίθετα, επιβάλλεται για την πρωτοβάθμια διαδικασία και την εκούσια δικαιοδοσία (άρθρο 115 §2 του Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με το οποίοστον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική”), πλην των περιπτώσεων κατά των οποίων δικάζεται έφεση και αυτή ασκείται από διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, οπότε η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική για αμφότερους τους διαδίκους.

ΙΙ. Η ενάγουσα – ασφαλιστική εταιρεία, που έχει τεθεί και βρίσκεται σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ισχυρίστηκε, με την από 22.12.2016 αγωγή της, ότι με την …………/2008 – επισυναπτόμενη σαυτήν έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, που κατάρτισε με τον εναγόμενο, ο τελευταίος ανέλαβε την εντολή να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις προς αυτήν (ενάγουσα) όσων επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, στους διάφορους κλάδους (ασφάλισής της). Ότι επιπλέον, συμφωνήθηκε ο εναγόμενος να μεριμνά για την είσπραξη των σχετικών ασφαλίστρων, για τα οποία θα ευθύνονταν ως θεματοφύλακας, κατ’ άρθρο 3 του π.δ. 298/1986. Ότι ο τελευταίος κάθε δίμηνο μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε την υποχρέωση να της αποδίδει αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της διαχείρισης, ανά συμβόλαιο, του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει το πλεόνασμα, άλλως θα επιβαρύνονταν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Ότι για την εκτέλεση των υπηρεσιών του αυτών, συμφωνήθηκε πως ο εναγόμενος θα λάμβανε προμήθεια, που θα καθορίζονταν (σε ποσοστό επί τοις εκατό ανάλογα τον κλάδο ασφάλισης) επί των καθαρών ασφαλίστρων των συμβάσεων που θα συνάπτονταν με τη διαμεσολάβησή του. Ότι η μεταξύ τους σύμβαση καταγγέλθηκε για σπουδαίο λόγο (ανωτέρα βία), στις 2.4.2011, λόγω εκτέλεσης της απόφασης της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της. Ότι, σύμφωνα με τις αναλυτικές καταστάσεις συμβολαίων, που ενσωματώνονται στην αγωγή και αφορούν στο χρονικό διάστημα από 3.1.2011 έως 23.3.2011, όπου αναγράφονται οι αριθμοί των ασφαλιστήριων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, οι χρόνοι έναρξης και λήξης αυτών, οι κλάδοι ασφάλισης, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, τα ποσά των τυχόν αναλογούντων φόρων και τα ποσά των μικτών και καθαρών ασφαλίστρων (των τυχόν ακυρωθέντων συμβολαίων σημειωμένων με το πρόσημο “-”), ο εναγόμενος δεν της έχει καταβάλει το συνολικό ποσό των 7.547,79 ευρώ. Ότι το ως άνω ποσό, το οποίο είχε εισπράξει και κατείχε ως παρακαταθήκη, δεν της έχει αποδώσει με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αφού διέπραξε και το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Ότι, επικουρικά, ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της περιουσίας της. Κατόπιν τούτων, ζήτησε, μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι ο τελευταίος οφείλει να της καταβάλει το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από 2.4.2011, κατ’ άρθρο 3 §3 του π.δ. 298/1986, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 239 §4 του ν. 4364/2016), δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, ως προς την ενδοσυμβατική, όσο και την αδικοπρακτική ευθύνη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 345, 346, 361, 383 – 385, 713, 822 επ., 914 του Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 375 Π.Κ., 1 – 4, 21 του ν. 1569/1985, 1 – 5, 10 του π.δ. 298/1986 και 90 του Εμπ.Ν., πλην της βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που, ως επικουρική, τυγχάνει εφαρμογής μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Περαιτέρω, έκανε δεκτή την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 7.547,79 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος, με την έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου ν’ απορριφθεί η αγωγή.

ΙIΙ. Για την πληρότητα της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου, με την οποία ζητείται η καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’ άρθρο 216 §1 του Κ.Πολ.Δ., να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση, το ποσοστό της προμήθειάς του, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (Εφ.Πειρ. 412/2020 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Εφ.Αθ. 3785/2009 Δ.Ε.Ε. 2010, σελ. 201).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, επειδή δεν εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία των επιμέρους συμβάσεων, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του και ειδικότερα, η εκτέλεση ή μη της συμφωνίας, η παροχή του ασφαλιστικού προϊόντος, το ασφάλιστρο που συμφωνήθηκε, ο χρόνος καταβολής του, καθώς και ο τρόπος καταβολής και το ύψος αυτού. Ωστόσο, η αγωγή, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού μνημονεύονται σ’ αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου σύμβασης πρακτόρευσης και οι ειδικότεροι όροι της, καθώς και η παραγωγή του τελευταίου κατά τη διάρκεια της σύμβασης και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και των συμφωνηθέντων – εισπραχθέντων από κάθε ασφαλισμένο ποσών (ασφαλίστρων, μικτών – καθαρών), η προμήθειά του και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, με ενσωμάτωση σ’ αυτήν (αγωγή) καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο, που συνιστά και την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, οι οποίες (καταστάσεις) συνιστούν τμήμα του περιεχομένου της. Επιπλέον, το ποσό των ασφαλίστρων, που κατέβαλε ο κάθε ασφαλισμένος προκύπτει από απλή αφαίρεση του συνολικού ποσού των ασφαλίστρων από τα οφειλόμενα, ενώ τα ακυρωθέντα συμβόλαια σημειώνονται με το πρόσημο “-”, για τα οποία δεν ζητείται κάποιο ποσό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό των εκκαλούντων αυτών, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης. Εξάλλου, με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών επικαλείται νομική αοριστία της αγωγής, εκθέτοντας ότι στην τελευταία γίνεται ασαφώς εξιστόρηση μιας προφορικά συναφθείσας σύμβασης, εμπλέκοντας τις έννοιες του εντολοδόχου και του θεματοφύλακα, μ’ αυτήν της αδικοπραξίας, δημιουργώντας έτσι ένα συνονθύλευμα διατάξεων αναφορικά με την συμβατική και εξωσυμβατική ευθύνη, χωρίς πραγματικά περιστατικά, που να δικαιολογούν την υπαγωγή στον ένα ή τον άλλο κανόνα δικαίου. Ωστόσο, στην αγωγή αναφέρεται και επισυνάπτεται στο σύνολό της η …………../11.12.2008 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, που καταρτίστηκε ανάμεσα στους διαδίκους, σύμφωνα με την οποία ο εκκαλών ανέλαβε την εντολή να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις προς αυτήν (εφεσίβλητη) για τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης, ενώ συμφωνήθηκε να μεριμνά (ο εκκαλών) για την είσπραξη των σχετικών ασφαλίστρων, για τα οποία θα ευθύνονταν ως θεματοφύλακας, κατ’ άρθρο 3 του π.δ. 298/1986, έχοντας την υποχρέωση, κάθε δίμηνο μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, να της αποδίδει αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της διαχείρισης, ανά συμβόλαιο, του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει το πλεόνασμα. Τέλος, λόγω της παραβίασης τόσο των όρων της σύμβασης (εντολής), όσο και της ευθύνης του ως θεματοφύλακας, ζήτησε να της αποδώσει τα ασφάλιστρα, που αναφέρονται στον ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα, είτε από τη μεταξύ τους σύμβαση είτε από την αδικοπραξία. Το γεγονός δε, ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος ευθύνεται για τα ασφάλιστρα που εισπράττει ως θεματοφύλακας δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας για την είσπραξη και απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού μάλιστα η υποχρέωσή του ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου (Εφ.Πειρ. 412/2020 ό.π.). Τέλος, το αν εισπράχθηκαν ή όχι τα ασφάλιστρα, καθώς και το και προηγήθηκε όχληση για την απόδοσή τους, αφορά στην ουσία της υπόθεσης και όχι στο ορισμένο της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την αγωγή, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης.

V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 §4 εδ. α΄ του ν.1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 §1 του ν. 2170/1993, η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να του αναθέσει την είσπραξη ασφαλίστρων. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 8 §§1 και 2 του π.δ. 298/1986, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του ν. 1569/1985, σε περίπτωση είσπραξης ασφαλίστρων ο ασφαλιστικός σύμβουλος υποχρεούται να τα καταθέτει στην ασφαλιστική επιχείρηση ή σε Τράπεζα στο όνομα της επιχείρησης το βραδύτερο στο τέλος κάθε εβδομάδας, μετά την παρακράτηση της προμήθειας που έχει συμφωνηθεί και των νόμιμα αναγνωριζόμενων εξόδων, θεωρείται δε ως θεματοφύλακας, ενώ τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη (Εφ.Πειρ. 412/2020 ό.π., Εφ.Αθ. 3785/2009 ό.π. και Εφ.Θεσ. 759/2009 Δ.Ε.Ε. 2009, σελ. 1221). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού συμβούλου μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον τελευταίο των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων σαυτήν, οπότε, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση τους σε αυτήν, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου και συνεπώς, οι σχετικές τυχόν αξιώσεις της έναντι αυτού από τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση της εντολής, υπόκεινται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, κατ άρθρο 249 του Α.Κ. (Εφ.Πειρ. 412/2020 ό.π.).

VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι απορρίφθηκε, με την εκκαλουμένη, η ένσταση της πενταετούς παραγραφής, που προέβαλε, με την εσφαλμένη αιτιολογία: α) όσον αφορά στην αδικοπραξία, επειδή το αιτούμενο ποσό (7.547,79 ευρώ) είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και κατ’ επέκταση, λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης, υπόκειται στην μακρότερη εικοσαετή παραγραφή του ποινικού αδικήματος και β) όσον αφορά στην αξίωση από τη σύμβαση, επειδή η αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση παρακαταθήκης, είναι εικοσαετής, χωρίς να είναι αντικείμενο της σύμβασής τους η παρακαταθήκη. Ωστόσο, σύμφωνα με την …………../11.12.2008 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, που κατάρτισε η εφεσίβλητη με τον εκκαλούντα, ο τελευταίος ανέλαβε την εντολή να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις προς την πρώτη όσων επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, στους διάφορους κλάδους ασφάλισής της, επιπλέον δε, συμφωνήθηκε ότι ο εκκαλών θα μεριμνούσε για την είσπραξη των σχετικών ασφαλίστρων, ευθυνόμενος γι’ αυτά ως θεματοφύλακας, κατ’ άρθρο 3 του π.δ. 298/1986. Επομένως, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού συμβούλου μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον τελευταίο των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων σαυτήν, οπότε, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση τους σε αυτήν, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου και συνεπώς, οι σχετικές τυχόν αξιώσεις της έναντι αυτού από τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση της εντολής, υπόκεινται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής, που προέβαλε ο εκκαλών, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης. Αντίθετα, παρέλκει η εξέταση της ένστασης πενταετούς παραγραφής, κατ’ άρθρο 931 §1 Α.Κ. (και όχι δεκαπενταετής, κατά τα άρθρα 937 §2 Α.Κ. και 117 §2 περ. β Π.Κ., διότι το αναφερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό δεν συνιστά κακουργηματική πράξη), αφού έγινε δεκτή η αγωγή, πρώτα κατά την κύρια βάση της – από τη σύμβαση – και εκ περισσού αναφέρθηκε ότι γίνεται δεκτή και η σωρευόμενη βάση από την αδικοπραξία.

VΙΙ. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε, με την εκκαλουμένη, η ένσταση συμψηφισμού, που είχε προβάλει πρωτοδίκως. Και τούτο, διότι, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εφεσίβλητης, οι αιτούντες ασφάλεια – πελάτες του απαίτησαν από αυτόν είτε την επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, είτε την ασφάλισή τους σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, χωρίς να πληρώσουν, ήτοι με δαπάνη της εφεσίβλητης. Ότι δέχθηκε (ο εκκαλών) το αίτημά τους αυτό, καταλογίζοντας τη σχετική δαπάνη σε βάρος της εφεσίβλητης, οι απαιτήσεις δε, αυτές δεν ήταν απαιτήσεις τρίτων, όπως δέχθηκε εσφαλμένα η εκκαλουμένη, αλλά δικές του απαιτήσεις, έπραξε δε τούτο σύμφωνα με την καλή πίστη και προς την εικαζόμενη βούληση της εφεσίβλητης, κατά της οποίας οι πελάτες του δεν στράφηκαν. Ότι λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τελευταίας, για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια για τα οποία η εφεσίβλητη παρείχε πράγματι κάλυψη, της όφειλε, αφαιρουμένης της προμήθειάς του, ασφάλιστρα ποσού 270,77 ευρώ. Ότι αντ’ αυτού η εφεσίβλητη ζητεί ασφάλιστρα ποσού 7.547,79 ευρώ, αν και για τα συμβόλαια των μηνών Νοεμβρίου έως Δεκεμβρίου 2010 δεν παρασχέθηκαν ασφαλιστικές υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από τις 29.3.2011, συνολικού ποσού 11.015,93 ευρώ, τα οποία αχρεωστήτως της καταβλήθηκαν και τα οποία ο εκκαλών προτείνει σε συμψηφισμό. Η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη, διότι οι προβαλλόμενες προς συμψηφισμό απαιτήσεις, δεν ήταν απαιτήσεις του ιδίου (εκκαλούντος), αλλά των ασφαλισμένων στην εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προβληθούν από αυτόν σε συμψηφισμό. Ανεξαρτήτως τούτου, από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εφεσίβλητης – ασφαλιστικής επιχείρησης, το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων χαρακτηρίστηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύτηκε, η δε εταιρία σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε διατάξεις του ν.δ. 400/1970 τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση, η διαδικασία της οποίας έπρεπε να ακολουθηθεί από όσους δικαιούχους είχαν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους, χωρίς να επιτρέπεται η κατάσχεση των οποιουδήποτε χαρακτήρα περιουσιακών της στοιχείων, λόγω της αναστολής των ατομικών διώξεων (βλ. Α.Π. 336/2016 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης.

VΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ με αριθμό ……………, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 58 §§3, 5, 69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α´ του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 24.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 έφεση του ……………κατά της οριστικής απόφασης 1170/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει τον εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ