Μενού Κλείσιμο

Aριθμός απόφασης 468/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 468 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α´ Εκκαλούσας – Εφεσίβλητης: ………………. η οποία δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Και

Εφεσίβλητου – Β´ Εκκαλούντος: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Έλλη Αβραμίδου.

Ο ενάγων …………….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2017 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το τελευταίο, αφού πρώτα με τη μη οριστική απόφασή του 1391/2019 διέταξε την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο, με την οριστική απόφαση 1648/2020 έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της τελευταίας η εναγόμενη άσκησε την από 1.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 έφεση και ο ενάγων (άσκησε) την από 2.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 έφεση, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι από 1.7.2020 και από 2.7.2020 αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, με αριθμούς εκθέσεων κατάθεσης ………./2020 και ………../2020 αντίστοιχα, πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους, στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 §3 εδ. α του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά την 1.1.2016, «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Η απόρριψη αυτή της έφεσης του εκκαλούντος, ο οποίος επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νόμιμα κατ’ αυτήν, συντελείται κατ’ ουσίαν, παρά το ότι οι λόγοι της έφεσης στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, ωστόσο, θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι. Και τούτο, διότι το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εκδώσει αντίθετη απόφαση, δεχόμενο τους λόγους της έφεσης (Ολ.Α.Π. 16/1990 Νο.Β. 1990, σελ. 1337, Α.Π. 1479/2017, Α.Π. 783/2017 και Α.Π. 700/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του τεκμαίρεται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π. 476/2017 και Α.Π. 268/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η από 1.7.2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020) υπό στοιχείο Α´ έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης – …………, στρέφεται κατά της οριστικής απόφασης 1648/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 18.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή του εφεσίβλητου, …………. Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η εκκαλούσα – δικηγόρος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Εξάλλου, η συζήτηση της υπόθεσης επισπεύσθηκε από την εκκαλούσα, όπως προκύπτει από την από 3.11.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………… στο δικόγραφο της πιο πάνω έφεσής της, σύμφωνα με την οποία ακριβές αντίγραφο αυτής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (άρθρα 126 §1 και 498 §§1, 2 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, η εκκαλούσα να δικαστεί ερήμην και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 §3 του Κ.Πολ.Δ., να απορριφθεί η έφεση της τελευταίας, κατ’ ουσίαν. Επιπλέον, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 §1 και 505 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει, λόγω της ήττας της τελευταίας, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από αυτήν με το με αριθμό ……………. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 §2 του ν. 4446/2016) και να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 69 §1, 68 §1, 63 §1 περ. i. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΙV. Ως προς την από 2.7.2020 έφεση του Β´ εκκαλούντος, από την έκθεση επίδοσης ……/22.1.2021 της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών αυτός, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη στην ίδια έφεση (άρθρα 126 §1 περ. α´, 128 §4, 136 §2 και 498 §§1, 2 εδ. α´ του Κ.Πολ.Δ.). Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και κατά συνέπεια, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 §4 εδ. α΄ του Κ.Πολ.Δ.).

V. Η από 2.7.2020 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος……………., κατά της οριστικής απόφασης 1648/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός τριάντα ημερών από την επίδοσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3Α περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει (η έφεση) τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα). Σημειωτέον ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης, ο εκκαλών προσκόμισε, κατ’ άρθρο 524 §4 του Κ.Πολ.Δ., αντίγραφο των προτάσεων της απολειπόμενης εφεσίβλητης, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά, που λήφθηκαν κατ’ αυτήν.

VΙ. Με την από 18.12.2017 αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ο ενάγων – ………….. ιστορούσε ότι τόσο αυτός, όσο και η εναγόμενη – …………, είναι δημοτικοί σύμβουλοι Πειραιά. Ότι η τελευταία, τόσο κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά, στις 26.6.2017, όσο και με δελτία τύπου που εξέδωσε η ίδια στις 27.6.2017 και η παράταξη της οποίας είναι επικεφαλής, στις 5.7.2017, ανέφερε τους αναγραφόμενους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Ότι η εναγόμενη, στις 28.9.2017, δημοσίευσε σε ιστοσελίδα την από 25.9.2017 μήνυση, που υπέβαλε εναντίον του (ενάγοντος), δυσφημώντας τον, αλλά και δημοσιοποιώντας παράνομα ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα. Ότι από τις παράνομες και υπαίτιες αυτές πράξεις της εναγομένης προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι η τελευταία οφείλει να του καταβάλει, εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό 50.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 481, 914, 920, 926, 932 του Α.Κ., σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 361 έως 363 του Π.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δ., πλην της βάσης της, η οποία στηριζόταν στην παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος από τη δημοσίευση σε ιστοσελίδα της από 25.9.2017 μήνυσης της εφεσίβλητης, τη δέχθηκε εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη. Έτσι, δέχθηκε ότι με τη δημοσίευση του δελτίου τύπου της 27.6.2017 και της από 25.9.2017 έγκλησης η εναγόμενη δυσφήμισε τον ενάγοντα, αναγνώρισε δε, ότι οφείλει να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 3.000 ευρώ. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο τελευταίος για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της και ως προς τα αιτήματα, που κρίθηκαν ως αβάσιμα κατ’ ουσία, αλλά και με την επιδίκαση του συνόλου του ποσού που αιτείται ως χρηματική ικανοποίησης και όχι μόνο αυτό που του επιδικάστηκε.

VΙΙ. Από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων …. και …../8.3.2018, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο Β´ εκκαλών, μετά από νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ………/2.3.2018 της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………. (άρθρα 126 §1α, 128 §4, 136 §2, 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που ο ίδιος εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»)αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών – ………… και η εφεσίβλητη – ……………., κατά το χρόνο άσκησης της από 18.12.2017 αγωγής του πρώτου κατά της τελευταίας, ήταν δημοτικοί σύμβουλοι στο Δήμο Πειραιά, η δεύτερη δε, ως επικεφαλής της παράταξης “………….”. Επιπλέον, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Β´ εκκαλών ήταν ………….. της Δημοτικής Επιχείρησης “……………”. Προγενέστερα, είχε οριστεί από το Δήμαρχο Πειραιά, με θητεία ενός έτους, ως ……..α) αρμόδιος επί θεμάτων Πολιτικής Προστασίας, με την απόφαση …………./18.1.2007, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με την απόφαση …………./12.2.2007, με την οποία του ανατέθηκαν επιπλέον ο έλεγχος και η εποπτεία της Διεύθυνσης της Δημοτικής Αστυνομίας, β) αρμόδιος για τον έλεγχο και την εποπτεία της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, με την απόφαση …………../29.2.2008, γ) αρμόδιος για τον έλεγχο και την εποπτεία των Διευθύνσεων Οικονομικού, Ταμιακής Υπηρεσίας, Δημοτικών Προσόδων και της Διεύθυνσης Προμηθειών και Αποθηκών, με την απόφαση 4886/287/ 18.1.2009 και δ) αρμόδιος για τον έλεγχο και εποπτεία της Διευθύνσεων Καθαριότητας και Μηχανικού – Ηλεκτρολογικού, με την απόφαση ………. /1.4.2010 του ίδιου Δημάρχου, μέχρι το τέλος του έτους 2010. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη 17η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά, που έλαβε χώρα στις 26.6.2017, κατά τη συζήτηση του 2ου θέματος της ημερήσιας διάταξης σχετικά με “τη δωρεάν διαφημιστική προβολή της …………., ενόψει της συμπλήρωσης 30 ετών λειτουργίας, μέσω αναρτήσεων στα δημοτικά mini λεωφορεία, με την ανταπόδοση 1.000 διαφημιστικών spots για την προβολή του έργου των δρομολογίων κλπ. της Δημοτικής συγκοινωνίας”, υπήρξε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των διαδίκων – δημοτικών συμβούλων. Ειδικότερα, ο εκκαλών ζήτησε, εκτός της προβολής της Δημοτικής Συγκοινωνίας Πειραιά από το Δημοτικό Ραδιόφωνο, σύμφωνα με την ημερήσια διάταξη, να προβληθούν και το έργο της Καθαριότητας και γενικότερα το έργο της Δημοτικής Αρχής, ως έργο του Δήμου Πειραιά. Η εφεσίβλητη θεωρώντας ότι, με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά θα προβάλλονταν η Δημοτική Πλειοψηφία, αρνήθηκε. Ακολούθησε λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο διαδίκους, που κατέληξε, με βάση τα προσκομιζόμενα πρακτικά, ως εξής: “……….: Σας παρακαλώ τώρα αρκετά. ………: Αρκετά εσείς. ……..: Προσπαθείτε να παραπλανήσετε το Σώμα. ……..: Είστε Πολιτικά άσχετη. Και ανεύθυνη. ……….: Και ντροπή σας. ……..: Και λυπάμαι την Παράταξη που λέγεται το ………….. Που έπεσε στα χέρια σας. Άντε από δω! …….: Τον εαυτό σας να λυπηθείτε και όσα έχετε κάνει στο Δήμο Πειραιά καταστροφικά επί σειρά ετών. ……….: Ναι εντάξει. ………: Και ότι ένας λόγος του διαχειριστικού ελέγχου είναι και η δική σας τακτική και πολιτική στο Δήμο Πειραιά. ………..: Ναι ναι εντάξει κατάλαβα. Σας ακούνε οι Πειραιώτες και γι’ αυτό σας δώσανε 4 αντιπροσώπους. Έτσι πως πάτε δε θα έχουμε κανέναν την επόμενη φορά. .: Και έχει χρεωθεί ο Δήμος Πειραιά με τόσα πρόστιμα από δική σας υπαιτιότητα. Και είναι ντροπή σας. Λοιπόν πάμε παρακάτω…”. Η αναφορά της εφεσίβλητης, ότι ο εκκαλών έχει κάνει καταστροφικά πράγματα στο Δήμο Πειραιά επί σειρά ετών και ότι έχει χρεωθεί ο Δήμος Πειραιά (με πρόστιμα) από δική του υπαιτιότητα, έγινε, όπως η ίδια ανέφερε, με αφορμή έκθεση έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου στο Δήμο Πειραιά, κατά τα οικονομικά έτη 2003 έως 2012, που συντάχθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών (από τις 26.3.2013 έως 15.12.2014). Ειδικότερα, στον έλεγχο αυτό διαπιστωνόταν η ύπαρξη ελλείψεων, όσον αφορά σε χρηματικά εντάλματα του Δήμου και ζητούνταν από τον τελευταίο η παροχή αντιρρήσεων, ως προς τα ευρήματα αυτά, προς την Επιτροπή Συντονισμού Ελέγχων. Σε περίπτωση δε, μη επαρκούς αιτιολόγησης από το Δήμο Πειραιά, των ευρημάτων εντός προθεσμίας ενός μηνός από τη λήψη της ως άνω έκθεσης, δινόταν σύσταση προς την Επιτροπή Συντονισμού Ελέγχου, να διαβιβάσει την έκθεση ελέγχου στον Πρόεδρο και Γενικό Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για να κριθεί, εάν συντρέχει νόμιμος λόγος ανάκλησης της θεώρησης των εν λόγω χρηματικών ενταλμάτων. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εφεσίβλητης ήταν πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εκκαλούντος, αφού τον παρουσίαζαν ατομικά (και όχι ως συμμετέχοντα σε μία Δημοτική πλειοψηφία, που δεν είχε επιτυχημένη θητεία στο Δήμο) ως δημοτικό σύμβουλο, που έκανε καταστροφικά πράγματα στο Δήμο, με αποτέλεσμα από υπαιτιότητά του και εξ αιτίας των δικών του ενεργειών, να χρεωθεί (ο Δήμος) με πρόστιμα. Τα γεγονότα αυτά ωστόσο, ήταν ψευδή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι μετά τις αντιρρήσεις – εξηγήσεις του Δήμου Πειραιά, ανακλήθηκαν τα αναφερόμενα στην έκθεση χρημα-τικά εντάλματα, ούτε ότι επιβλήθηκαν πρόστιμα, ούτε άλλωστε, ότι αποδόθηκαν για την ανωτέρω αιτία ευθύνες στον εκκαλούντα. Εξάλλου, η εφεσίβλητη ήταν εις γνώσει του ψεύδους του ισχυρισμού της αυτού, αφού, εκτός του ότι είχε τη δυνατότητα, ως δημοτική σύμβουλος του Δήμου, να ελέγξει την πορεία της ως άνω έκθεσης ελέγχου, ανέφερε για την επιβολή προστίμων, εξ αιτίας των ενεργειών του εκκαλούντος, οι οποίες, όπως και η επιβολή των προστίμων, δεν αποδείχθηκαν από κανένα στοιχείο. Όφειλε δε η τελευταία, πριν την παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του status τιμής του προσώπου του ενάγοντος, να εξακριβώσει την αλήθεια των δυσφημιστικών αυτών γεγονότων. Άλλωστε, η αναφορά αυτού του ισχυρισμού, εκτός του ότι δεν συνιστά θεμιτή πολιτική κριτική, δεν ήταν και πρόσφορη, ούτε αντικειμενικά αναγκαία, για να αποδείξει τις θέσεις της ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, ότι δεν θα έπρεπε να επεκταθεί η διαφήμιση στη δημοτική ραδιοφωνία και για άλλες ενέργειες του Δήμου, πλην της δημοτικής συγκοινωνίας. Κατά συνέπεια, τα προαναφερόμενα γεγονότα, που η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων και ειδικότερα των παρισταμένων ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά, αλλά και όσων παρακολούθησαν τη συνεδρίαση από το δια-δίκτυο, σχετικά με το πρόσωπο του εκκαλούντος, έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, εφόσον δε, ήταν ψευδή και το ψεύδος τους το γνώριζε η εφεσίβλητη, συνιστούν συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος του και προσβολή της προσωπικότητάς του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα, θεωρώντας ότι τα γεγονότα αυτά, δεν συνιστούσαν ούτε απλή δυσφήμιση, αλλά θεμιτή κριτική σε πολιτικό πρόσωπο, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στις 4.7.2017 εκδόθηκε δελτίο τύπου από το συνδυασμό “……………….”, του οποίου η εφεσίβλητη ήταν επικεφαλής, το οποίο αναρτήθηκε, τόσο στο διαδικτυακό τόπο του συνδυασμού αυτού, όσο και στον “…….…... Στο δελτίο αυτό, αναφέρεται για τον εκκαλούντα ότι “… ως εκπρόσωποι της δημοτικής κίνησης “………” έχουμε παρακολουθήσει τη σχεδόν ισόβια εγκατάστασή σου στις δημοτικές εξουσίες που με συνέπεια υπηρέτησες. Νομίζαμε ότι είχε αποσυρθεί το όνομά σου, μετά την ηχηρή απουσία σου από το ψηφοδέλτιο του …………., αλλά κάναμε λάθος…”. Το αναφερόμενο γεγονός, της παρακολούθησης της σχεδόν ισόβιας εγκατάστασης του εκκαλούντος στις δημοτικές εξουσίες, ήταν δυνατόν να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου και ήταν ψευδές, αφού τον παρουσιάζει ως πρόσωπο, που τοποθετείται σε δημοτικές εξουσίες, αν και η συμμετοχή του σ’ αυτές (περί τα 25 έτη) προήλθε από το εκλογικό σώμα του Δήμου του Πειραιά, το οποίο τον εξέλεγε επί σειρά ετών. Η έκδοση του δελτίου τύπου αυτού έγινε από τον επίσημο ιστότοπο του συνδυασμού, του οποίου προΐσταται η εφεσίβλητη και δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς την έγκρισή της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο δημοτικός συνδυασμός “………….….”, έχει τη σύνθετη δομή ενός πολιτικού κόμματος, όπου υπάρχουν διαφορετικά όργανα και λαμβάνονται αποφάσεις από διαφορετικά πρόσωπα. Άλλωστε και η ίδια η εφεσίβλητη δεν ανέφερε στις πρωτόδικες προτάσεις της, ποιο άλλο πρόσωπο ήταν υπεύθυνο για την έκδοση των δελτίων τύπου του συνδυασμού, του οποίου μάλιστα προΐσταται, ούτε του συγκεκριμένου δελτίου τύπου. Κατά συνέπεια, τα γεγονότα αυτά, που και η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων – των αναγνωστών των ανωτέρω ιστοσελίδων, μέσω του από 4.7.2017 δελτίου τύπου του συνδυασμού “………………….”, σχετικά με το πρόσωπο του εκκαλούντος, έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου. Εφόσον δε, ήταν ψευδή και το ψεύδος τους το γνώριζε η εφεσίβλητη, συνιστούν και συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος του εκκαλούντος αυτού και προσβάλλουν την προσωπικότητά του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι τα ίδια γεγονότα ήταν συλλογικό αποτέλεσμα ομάδας ανθρώπων και δεν μπορεί να αποδοθεί στην εφεσίβλητη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμος. Αποτέλεσμα της ως άνω παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εκκαλούντος, με τα ανωτέρω γεγονότα, είναι, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, να υπέχει η εφεσίβλητη υποχρέωση καταβολής χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του ψυχικού άλγους που προκλήθηκε στον εκκαλούντα, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του, του βαθμού του πταίσματος της εφεσίβλητης, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εκκαλών δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στον ιστότοπο www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι με την από 27.6.2017 δημοσίευση της εφεσίβλητης σε σχετικό δελτίο τύπου, όπου αναγράφεται για τον εκκαλούντα τα ακόλουθαως ………. της πλειοψηφίας και …… της ……….., μου επιτέθηκε φραστικά με απαξιωτικούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς και ύβρεις… και εγγράφως γνωστοποιώ την απόφασή μου να απευθυνθώ στη δικαιοσύνη για τον ποινικό και αστικό κολασμό των απαράδεκτων από κάθε άποψη ενεργειών του κ. ……….., ο οποίος αυτή τη φορά θα λογοδοτήσει σε αυτή χωρίς το προστατευτικό κέλυφος της ασάφειας των καθηκόντων του αντιδημάρχου ή του δημοτικού συμβούλου, εξ αιτίας του οποίου πλειστάκις έχει διασωθεί, αλλά με την κατηγορία του κοινού και απρόκλητου υβριστή και συκοφάντη”, στοιχειοθετεί την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, επειδή προκαλεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι ο εκκαλών εκμεταλλεύεται την ιδιότητά του για να μην λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη. Και τούτο, διότι τα αναφερόμενα ότι ο εκκαλών αθωώθηκε στο παρελθόν, λόγω της θέσης του ως αντιδημάρχου, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά (αθωώθηκε) επειδή αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος δεν παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, ούτε είχε σκοπό να ωφελήσει κάποιον, σύμφωνα με την απόφαση 777/2014 του Α´ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, γεγονός το οποίο γνώριζε η εφεσίβλητη, δεδομένου ότι είχε παραστεί ως πληρεξούσια δικηγόρος του πολιτικώς ενάγοντος. Τέλος, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι η δημοσίευση, σε ιστοσελίδα του διαδικτύου, της από 25.9.2017 έγκλησης της εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος, κατόπιν εντολής ή μεσολάβησής της, πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, στοιχειοθετεί την άδικη πράξη της δυσφήμισης, αφού ανακοίνωσε σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων, γεγονότα πρόσφορα να βλάψουν την υπόληψη του εκκαλούντος, χωρίς η δημοσίευση αυτή να εντάσσεται εντός του πεδίου της άσκησης νόμιμου καθήκοντός της.

Αποτέλεσμα της ως άνω παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εκκαλούντος, με τα ανωτέρω δύο αυτά γεγονότα (αναφερόμενα στην από 27.6.2017 δημοσίευση της εφεσίβλητης στο σχετικό δελτίο τύπου και δημοσίευση, σε ιστοσελίδα του διαδικτύου της από 25.9.2017 έγκλησής της κατά του εκκαλούντος), είναι, να υπέχει η εφεσίβλητη προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός (εκκαλών) υπέστη, υποχρέωση καταβολής χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του ψυχικού άλγους που του προκλήθηκε εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του, του βαθμού του πταίσματος της (εφεσίβλητης), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εκκαλών δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στον ιστότοπο www.areiospagos.gr). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδίκασε στον εκκαλούντα, για τα δύο τελευταία γεγονότα, το ποσό των 3.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος έφεσης του τελευταίου, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού χρηματικής ικανοποίησης γι’ αυτά.

VΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της υπό στοιχείο Β´ έφεσης προς έρευνα, πρέπει πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 1648/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι λόγοι της έφεσης αυτής. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 18.12.2008 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 7.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η υπό στοιχείο Β´ έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ……………. ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εκκαλούντος, ανάλογα με την έκταση της ήττας της, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 1.7.2020 και από 2.7.2020 εφέσεις, ερήμην της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ………...

Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης, από την εκκαλούσα – εφεσίβλητη, ανακοπής ερημοδικίας, κατά της απόφασης αυτής.

Απορρίπτει την υπό στοιχείο Α´ από 1.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 έφεση της …………., κατά της οριστικής απόφασης 1648/ 2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα αυτή παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την εκκαλούσα ……… στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου ………, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την, υπό στοιχείο Β´, από 2.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 έφεση του ………

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 1648/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, πλην της βάσης της αγωγής,που στηριζόταν στην παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, από τη δημοσίευση σε ιστοσελίδα της από 25.9.2017 μήνυσης της εφεσίβλητης σε βάρος του.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από18.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2017 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη ……… υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ……….το ποσό των εφτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την εναγόμενη – εφεσίβλητη, …………, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ