Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 451/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  451/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ναυτικής εταιρίας ……………..την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Κουντούρης και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………, ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Τρανταλίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../28.12.2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 3099/2018 εν μέρει οριστική και 3081/2019 οριστική αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή έγινε εν τέλει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 7.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../7.1.2020 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 7.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./7.1.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.2.2020 έφεση, με την οποία προσβάλλεται ρητώς η υπ’ αριθμ. 3081/4.9.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συμπροσβάλλεται, κατά τις μη οριστικές της διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ, η προηγηθείσα εν μέρει οριστική υπ’ αριθμ. 3099/2018 απόφαση του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) επί της από 28.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../28.12.2017 αγωγής του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, που με τη ρητώς εκκαλούμενη απόφαση και κατά το μέρος της που είχε ήδη κριθεί νόμιμη έγινε μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 495 § 1 ΚΠολΔ και χωρίς ανάγκη καταβολής του εκεί προβλεπομένου παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7.1.2020 και εμπρόθεσμα, κατά το άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την εκ μέρους της εκκαλούσας επίδοση της εκκαλουμένης στον αντίδικό της, που πραγματοποιήθηκε στις 23.12.2019, όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….. στο αντίγραφο της, που με την επιμέλεια της εκκαλούσας και με παραγγελία προς επίδοση υπογραφόμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, κοινοποιήθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ του εφεσίβλητου …………, δικηγόρο Αθηνών, που τον είχε εκπροσωπήσει κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σχετ. ΑΠ 207/2020, ΑΠ 470/2019, ΑΠ 41/2018, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ενώ περί του ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του διαδίκου που την επέδωσε βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349). Επομένως, η κρινόμενη έφεση, εφόσον επιπλέον αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με τις προτάσεις του και όπως το περιεχόμενό της εκτιμά το Δικαστήριο, ο ενάγων ……….., ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στη Ζάκυνθο με την εναγόμενη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «………….», πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου IS, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε ML, ολικής χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων πενήντα οκτώ κόρων και εβδομήντα επτά εκατοστών (4.058,77 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη και αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) αμοιβών και επιδομάτων από τις 15.5.2015 έως και την 1η.10.2017, οπότε απολύθηκε, τύποις μεν με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου, στην πραγματικότητα όμως συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του λόγω βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του συνιστάμενης στη μη τήρηση των ωρών απασχόλησης που είχαν συμφωνηθεί και στη μη καταβολή του συνόλου της αμοιβής για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του. Ειδικότερα, ο ενάγων υποστήριξε ότι το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 15.11.2015 έως και 3.4.2016 εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, ενώ κατά τα λοιπά χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ήταν δρομολογημένο σε εξυπηρέτηση πορθμειακών γραμμών, καθώς και ότι παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαεννέα [19] ώρες, χωρίς η εναγόμενη να του καταβάλει, κατά μεν το χρονικό διάστημα της ακτοπλοϊκής λειτουργίας του πλοίου πλήρη τα επιδόματα ιματισμού, άδειας μετά τροφοδοσίας και δρομολογίων άγονης γραμμής, που ισχυρίστηκε ότι εκτέλεσε το πλοίο κατά το χρονικό αυτό διάστημα ούτε πλήρες το αντίτιμο τροφής και την υπερωριακή αμοιβή του, κατά δε το χρόνο της λειτουργίας του πλοίου ως πορθμείου πλήρεις τις αποδοχές του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, αφού τον εξοφλούσε για τέσσερις [4] ώρες μονής και δύο [2] ώρες διπλής ημερήσιας υπερωρίας, έναντι των δεκαεννέα [19] της πραγματικής απασχόλησής του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς οι υπερωριακές αμοιβές που δικαιούται να συνυπολογιστούν στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2015, 2016 και 2017, τα οποία δικαιούται και χωρίς να λάβει ούτε τη νόμιμη πρόσθετη αμοιβή για φορτοεκφόρτωση οχημάτων και για τα δρομολόγια εξπρές που εκτελούσε το πλοίο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του σ’ αυτό ούτε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεώς του ούτε την προβλεπόμενη από τη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων εσωτερικού αμοιβή νυκτερινής εργασίας, που αντιστοιχούσε σε ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα ούτε το ειδικό επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας που δικαιούτο για το ίδιο χρονικό διάστημα, ζήτησε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ [20.000 €] για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας του χρονικού διαστήματος από 4.4.2016 έως 30.9.2017 και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσής της στην καταβολή 1] δεκαπέντε χιλιάδων διακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών [15.248,96 €] για την ίδια αιτία του χρονικού διαστήματος από 15.5.2015 έως και 31.10.2015, 2] είκοσι δύο χιλιάδων εκατόν είκοσι τεσσάρων ευρώ και πενήντα ενός λεπτών [22.124,51 €] για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών (επιδομάτων ιματισμού, γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, αντιτίμου τροφής, τροφοδοσίας άδειας και φορτοεκφορτώσεως οχημάτων) κατά το χρονικό διάστημα από 15.11.2015 έως και 3.4.2016, 3] δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν ευρώ και δώδεκα λεπτών [15.100,12 €] για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας του χρονικού διαστήματος από 4.4.2016 έως 30.9.2017, 4] είκοσι χιλιάδων εβδομήντα ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών [20.071,87 €] για διαφορές εορταστικών επιδομάτων των ετών 2015, 2016 και 2017, 5] δύο χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά ευρώ και σαράντα ενός λεπτών [2.867,41 €] για αποζημίωση απολύσεως κατά τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ, 6] πέντε χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών [5.543,64 €] για μη καταβληθείσα πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές για το σύνολο της εικοσιεννεάμηνης απασχόλησής του, 7] χιλίων εξακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών [1.635,60 €] για αμοιβή νυκτερινής εργασίας κατά το άρθρο 24 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού για το ίδιο χρονικό διάστημα και 8] τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ευρώ [4.350 €] για το μη καταβληθέν ειδικό επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας των Ν. 4024/2011 και 4354/2015. Το συνολικό ποσόν των εκατόν έξι χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα δύο ευρώ και ένδεκα λεπτών [106.942,11 €] ο ενάγων απαίτησε να του καταβληθεί, κατά τις ως άνω διακρίσεις, νομιμοτόκως από τη λύση της συμβάσεώς του την 1η.10.2017 άλλως από την επίδοση της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Συζητηθείσας της αγωγής αυτής κατ’ αντιμωλία των διαδίκων στις 17.4.2018 το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 3099/2018 εν μέρει οριστική απόφασή του, με τις οριστικές διατάξεις της οποίας απορρίφθηκε η επικουρική βάση της αγωγής ως νομικά αβάσιμη και τα αιτήματά της που αφορούσαν τα χρονικά διαστήματα από 15.5.2015 έως και 20.7.2015 και από 21.7.2015 έως και 31.12.2015, ως ουσιαστικά αβάσιμα, το πρώτο ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης, που κατέστη πλοιοκτήτρια του πλοίου ISμόλις στις 20.7.2015 και το δεύτερο λόγω παραγραφής των ναυτεργατικών αξιώσεων του ενάγοντος κατ’ άρθρα 289 § 1 και 290 §§ 1 – 2 ΚΙΝΔ, ενώ κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου με την επιμέλεια της εναγομένης να προσέλθουν και να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο ο πλοίαρχος και ο ναύκληρος του ως άνω πλοίου, καθώς και να προσκομιστεί αντίγραφο του καταλόγου του πληρώματος (crew list) για το σύνολο της ένδικης χρονικής περιόδου. Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε μετά τη νέα κατ’ αντιμωλία συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 31.1.2019 και με αυτήν επανακρίθηκε το ορισμένο και η νομιμότητα των κεφαλαίων της αγωγής που επανεισήχθησαν και μετά τον επανέλεγχο αυτόν απορρίφθηκαν τα κονδύλια περί α] αποζημίωσης νυκτερινής εργασίας του ενάγοντος κατά μεν το μέρος του που αφορούσε τους πορθμειακούς πλόες του πλοίου ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας που εμφιλοχώρησε στον τρόπο της εκφοράς του, κατά δε το μέρος του που αφορούσε τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια ως νομικά αβάσιμο, ελλείψει προβλέψεως τέτοιας αμοιβής στην οικεία ΣΣΝΕ του έτους 2016,  β] επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας ως απαράδεκτο ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος που δεν εξέθετε ότι υπάγεται σε κάποια από τις κατηγορίες των εργαζομένων που το δικαιούνται, γ] πρόσθετης αμοιβής για φορτοεκφόρτωση οχημάτων ως αόριστο ελλείψει αναλυτικής παράθεσης του αριθμού και του είδους των οχημάτων που αφορούσαν οι σχετικές εργασίες που ισχυρίστηκε ότι εκτέλεσε ο ενάγων, δ] πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές ως νομικά μεν αβάσιμο κατά το μέρος του που αφορούσε τους πορθμειακούς πλόες του πλοίου, ελλείψει σχετικής πρόνοιας στην οικεία ΣΣΝΕ και ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως κατά το μέρος του που αφορούσε τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, ε] επιδόματος γραμμών δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) του άρθρου 7 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2016 ως αβάσιμο, αφού κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η εκτέλεση επιδοτούμενων δρομολογίων και στ] αποζημίωσης απολύσεως ως αβάσιμο. Οι απορριπτικές αυτές πρωτοβάθμιες κρίσεις έχουν καταστεί τελεσίδικες, αφού δεν προσβλήθηκαν από τον ενάγοντα με έφεση. Ακολούθως, το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα σε δεκατέσσερις [14] ώρες κατά μέσο όρο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και, συγκεκριμένα, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται i] για διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2016 και 2017 και Πάσχα του έτους 2017 το ποσό των εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και πενήντα δύο λεπτών [625,52 €], το οποίο και του επιδίκασε αναγνωριστικά, χωρίς κατά το κεφάλαιό της αυτό η εκκαλουμένη να πλήττεται, ii] για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως και 3.4.2016, οπότε το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια στη γραμμή Πάτρα – Σάμη Κεφαλληνίας, χίλια εβδομήντα επτά ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά [1.077,93 €] για διαφορές υπερωριακής αμοιβής του, εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτά [175,15 €] για επίδομα ιματισμού και εξακόσια εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά [672,35 €] για διαφορά αντιτίμου τροφής, συνολικώς δε χίλια εννιακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα τρία λεπτά [1.925,43 €], που επιδικάστηκαν στον ενάγοντα αναγνωριστικώς και iii] για το χρονικό διάστημα από 4.4.2016 έως και 30.9.2017, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πορθμειακούς πλόες στις γραμμές Κυλλήνη – Ζάκυνθος και Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας, το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και πέντε λεπτών [6.658,05 €], στο οποίο, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως συμψηφισμού της εναγομένης, καταλόγισε τρεις χιλιάδες διακόσια δώδεκα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά [3.212,79 €], που ο ενάγων είχε λάβει ως επιμίσθιο κατά το έτος 2016 και μετά ταύτα επιδίκασε σ’ αυτόν καταψηφιστικώς το υπόλοιπο των τριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι έξι λεπτών [3.445,26 €], με το νόμιμο τόκο για άπαντα τα ως άνω κονδύλια από την επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησης του ενάγοντος, δηλαδή από την 2α.10.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την κατά παραδοχή της ένδικης εφέσεώς της εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της αγωγής.

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η αναφορά των περιστατικών αυτών χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο πληρότητα καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005, Δνη 47/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 2007/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 2000/343 = ΔΕΝ 2000/499 = ΕΕΝ 2000/648 = ΕπιθΙΚΑ/2000/586). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παραθέσεως των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Όσον αφορά τα δρομολόγια του πλοίου, γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται αναφορά τους στο δικόγραφο της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 50/2016, 369/2016, 28/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1312/1997, ΕΝαυτΔ 1998/11), εκτός αν σ’ αυτό σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 243/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο Διαδίκτυο, 237/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 17/2013, ΠειρΝομ. 2013/167), καθώς και όταν εκτίθεται ότι το πλοίο απασχολείται παράλληλα σε περισσότερες δρομολογιακές γραμμές (για την έννοια των οποίων βλ. άρθρο 1 του ΠΔ 814/1974, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΚΔΝΔ και ΑΠ 461/2010, 109/2009, σε ΕΝαυτΔ 2010/23 και 25 αντίστοιχα), για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (όπως λ.χ. πορθμείων και ακτοπλοϊκών επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων), οπότε οι αποδοχές των εργαζόμενων ναυτικών υπολογίζονται ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελεί το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή (ΑΠ 871/2018, ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΜονΕφΠειρ. 216/2016, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), η αναφορά των οποίων είναι τότε αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 342/2018, προσκομιζόμενη). Αντιθέτως, όταν ο αγωγικός ισχυρισμός επιμερίζει τα πορθμειακά και ακτοπλοϊκά δρομολόγια του πλοίου ανά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους της συνολικής ναυτολόγησης του ενάγοντος και καθιστά έτσι διακριτά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα για την εφαρμογή εκάστης από τις επικαλούμενες ΣΣΝΕ, ο προσδιορισμός των δρομολογίων που εκτέλεσε το πλοίο σε μία από τις περισσότερες δρομολογιακές γραμμές και η αναφορά του αριθμού τους σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση δεν είναι απαραίτητη, αφού τα στοιχεία αυτά δύνανται να προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να δυσχεραίνεται η δυνατότητα ούτε του εναγομένου να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα ούτε του δικαστηρίου να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, δεδομένου ότι για κάθε χρονικό διάστημα γίνεται αντιληπτή η ταυτότητα της ΣΣΝΕ της οποίας την εφαρμογή διώκει αποκλειστικά ο ενάγων.

Επομένως, η ένδικη αγωγή, με την οποία έγινε επίκληση της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων εσωτερικού και ζητήθηκαν διαφορές αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά μεν τη χρονική περίοδο από 15.11.2015 έως και 3.4.2016 βάσει της πρώτης από αυτές και κατά τα λοιπά χρονικά διαστήματα της ναυτολογήσεώς του βάσει της δεύτερης, με τη ρητή επισήμανση στο δικόγραφό της ότι στις ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος ο προσδιορισμός της ταυτότητας της εκάστοτε εφαρμοστέας ΣΣΝΕ συναρτήθηκε ευθέως προς τους εκτελούμενους κάθε φορά πλόες του πλοίου IS, ήταν επαρκώς ορισμένη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αγωγικών κονδυλίων, διότι στην αγωγή δεν έγινε χρονικός διαχωρισμός κατά την περιγραφή των πορθμειακών και των ακτοπλοϊκών δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να κριθεί μετά από εκτίμηση των αποδείξεων για πόσους και ποιους πλόες έπρεπε να αμειφθεί ο ενάγων με τη μία ή την άλλη των επικαλούμενων από αυτόν ΣΣΝΕ, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση  έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη επαναφέρει τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό της, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η αναφορά των ανωτέρω στοιχείων δεν ήταν αναγκαία, αφού ο ενάγων δεν επικαλέστηκε παράλληλη αλλά διαδοχική κατά χρόνο εφαρμογή δύο [2] ΣΣΝΕ. Πράγματι, στην αγωγή έγινε εναργής διαχωρισμός των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος ρύθμισαν οι ως άνω δύο [2] ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, σαφώς εκτέθηκε ότι η εφαρμογή της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων της ακτοπλοΐας αφορά το χρονικό διάστημα από 15.11.2015 έως και 3.4.2016, ενώ η εφαρμογή της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων αφορά στα λοιπά επίδικα χρονικά διαστήματα (από 15.5.2015 έως 15.11.2015 και από 4.4.2016 έως 30.9.2017). Η αγωγική υποχρέωση για την κατά νόμο απαιτούμενη σαφήνεια εκπληρώθηκε με τη χωριστή ανά μήνα αναφορά των απαιτήσεων του ενάγοντος κατ’ είδος και έκταση με παράλληλη μνεία του άρθρου εκάστης εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, στις σελίδες 5 έως και 25 της αγωγής και δεν αναιρέθηκε από το γεγονός ότι στη συνέχεια της εξιστόρησης των περιστατικών της ο ενάγων συσκότισε τους ισχυρισμούς του επικαλούμενος ότι δικαιούται α) την προβλεπόμενη από το άρθρο 33 της ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές για το σύνολο της χρονικής διάρκειας της ναυτολόγησής του, β) την προβλεπόμενη από το άρθρο 24 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων αμοιβή νυκτερινής εργασίας για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 15.5.2015 έως και 30.9.2017 και γ) την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημίωση απολύσεώς του υπολογιζόμενη με βάση τις αποδοχές του κατά τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, μολονότι κατά το χρόνο της τελευταίας αποναυτολόγησής του το πλοίο, υπό τα εκτιθέμενα, λειτουργούσε ως πορθμείο, καθόσον οι αντιφάσεις αυτές ως μόνο αποτέλεσμα είχαν να καταστήσουν αόριστες τις συναφείς υπό στοιχ. α – γ ανωτέρω απαιτήσεις του, που [ορθώς] απερρίφθησαν πρωτοδίκως. Να σημειωθεί εδώ ότι τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι ενδεχόμενη παραδοχή του ερευνώμενου λόγου έφεσης θα είχε ως αποτέλεσμα, ενόψει του με το εφετήριο προβαλλόμενου αιτήματος καθολικής εξαφάνισης της εκκαλουμένης, την επιδείνωση της θέσης της εκκαλούσας χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης, όπως δεν επιτρέπει η διάταξη του άρθρου 536 § 1 ΚΠολΔ, αφού η απόρριψη της αγωγής ως αόριστης και, επομένως, απαράδεκτης στο σύνολό της θα συμπαρέσυρε και όσα από τα αγωγικά κεφάλαια απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμα, παράγοντας έτσι απορριπτικό μεν και πάλι δεδικασμένο, δυσμενέστερο όμως για την εκκαλούσα, καθώς θα παράλλασε ο λόγος της απορρίψεως της αγωγής, επιτρέποντας στον ενάγοντα να επανέλθει με νέα.

IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ……….., ναύκληρου, ο οποίος απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 31ης.1.2019 με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν σχετικής διάταξης της προηγηθείσας μη οριστικής απόφασής του, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, της με αριθμό …../16.2.2018 ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του …………., που με την ειδικότητα του δεύτερου μηχανοδηγού απασχολήθηκε στο πλοίο ISκατά το χρονικό διάστημα από 26.10.2015 έως 14.6.2017, η οποία προσκομίζεται από τον ενάγοντα, που την επικαλείται και δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/13.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, σε συνδυασμό με την από 13.2.2018 εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στην εναγομένη), των με αριθμούς ……./16.4.2018 και ………./16.4.2018 δύο [2] ενόρκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ζακύνθου ………. βεβαιώσεων του ………., ναύτη συνυπηρετήσαντος με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2016 και του ως άνω ………, αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/11.4.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ……., σε συνδυασμό με την από 10.4.2018 εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στον ενάγοντα και της με αριθμό ……./30.1.2019 ένορκης ενώπιον της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου Ζακύνθου βεβαιώσεως του …………., πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου από το έτος 2008, που ελήφθη με την επιμέλεια της εναγομένης σε συμμόρφωσή της προς σχετική διάταξη της υπ’ αριθμ. 3099/2018 ως άνω μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. ………… /25.1.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………., σε συνδυασμό με την από 24.1.2019 πρόσκληση που απευθύνθηκε στον ενάγοντα), οι οποίες όλες (κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………, που γεννήθηκε στις 27.8.1959, είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ………. ναυτικού φυλλαδίου της ΙΖ ναυτικής περιφέρειας, ενώ η εναγόμενη ναυτική εταιρία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου IS, νηολογημένου με αριθμό …… στο Νηολόγιο του Πειραιώς, ολικής χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων πενήντα οκτώ κόρων και εβδομήντα επτά εκατοστών (4.058,77 κ.ο.χ.), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……… και με αριθμό ΙΜΟ ……., το οποίο απέκτησε στις 20.7.2015 με αγορά από τη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «………….» και στις 22.3.2016 το μετονόμασε σε ML. Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στη Ζάκυνθο στις 15.5.2015 μεταξύ του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων της προηγούμενης πλοιοκτήτριάς του, ο πρώτος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο [τότε] IS και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό μέχρι την 20η.7.2015, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολογήσεώς του επειδή, επικειμένης της μεταβολής της πλοιοκτησίας, έκλεισε το ναυτολόγιό του. Την επόμενη ημέρα (21.7.2015) ο ενάγων συνήψε στη Ζάκυνθο, όπου και κατοικεί, νέα σύμβαση με τον πλοίαρχο του ίδιου πλοίου, που ενεργούσε για λογαριασμό των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, δυνάμει της οποίας ναυτολογήθηκε με την αυτή ειδικότητα για αόριστο χρόνο. Ως προς τη ΣΣΝΕ που θα ρύθμιζε τους όρους εργασίας και την αμοιβή του ενάγοντος ορίστηκε μεν ότι θα είχε εφαρμογή η προσήκουσα «αναλόγως των εκτελούμενων πλόων», ταυτόχρονα όμως ρητά συμφωνήθηκε ως «τύπος χρησιμοποιούμενος για τον υπολογισμό του μισθού» του ναυτολογούμενου ο οριζόμενος στην ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής ο ενάγων εργάστηκε στο πλοίο έως τις 31.10.2015, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Σάμης Κεφαλληνίας, λόγω αδείας, για να ναυτολογηθεί ξανά στις 15.11.2015, στον ίδιο λιμένα και με την ίδια ειδικότητα. Η εργασιακή του σχέση διήρκεσε μέχρι τις 22.1.2016, οπότε αποναυτολογήθηκε και πάλι στη Σάμη, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, αυθημερόν δε προσλήφθηκε ξανά και απασχολήθηκε μέχρι τις 28.5.2016, που έλαβε άδεια δεκαπέντε [15] ημερών. Ακολούθησαν οκτώ [8] ακόμα ναυτολογήσεις του ενάγοντος στο ίδιο πλοίο, πάντοτε με την αυτή ειδικότητα του ναύτη και συγκεκριμένα στις 30.5.2016, στις 10.7.2016, στις 21.11.2016, στις 3.2.2017, στις 17.3.2017, στις 21.4.2017, στις 10.5.2017 και στις 14.6.2017, με αντίστοιχες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν όλες στο λιμένα της Ζακύνθου και διήρκεσαν, αντιστοίχως, έως τις 20.6.2016, τις 30.10.2016, τις 10.1.2017, τις 4.3.2017, τις 10.4.2017, τις 3.5.2017, τις 7.6.2017 και την 1η.10.2017, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω λήψεως άδειας κάθε φορά πλην της τελευταίας, οπότε στο ναυτικό του φυλλάδιο ως λόγος απολύσεως αναγράφηκε η αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 27.1.2016 έως 27.3.2016 και από 11.11.2016 έως 9.12.2016 το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία στη δεύτερη προβλήτα του Περάματος και στο λιμένα της Ζακύνθου αντιστοίχως λόγω της υποβολής του στην ετήσια επιθεώρηση και για τη διενέργεια επισκευών. Κατά το χρονικό διάστημα από 27.1.2016 έως 27.3.2016, καθώς και από 21.11.2016 έως 9.12.2016 ο ενάγων δε δικαιούται υπερωριακής αμοιβής, διότι, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, δεν αποδεικνύεται εργασία του πέραν των δώδεκα [12] ωρών ημερησίως, ενώ για την παρασχεθείσα έλαβε την αμοιβή του, όπως και ο ίδιος καθ’ υποφοράν με την αγωγή του συνομολογεί, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του και, συνεπώς, έχει εξοφληθεί. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα μετά την 1η.1.2016 και μέχρι την 1η.10.2017, που παραμένει επίδικο, καθόσον οι απαιτήσεις του ενάγοντος για τη χρονική περίοδο από 15.5.2015 έως 31.12.2015 έχουν υποκύψει σε παραγραφή, όπως τελεσιδίκως έχει κριθεί με οριστική διάταξη της υπ’ αριθμ. 3099/2018 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια την 1η.1.2016, ημέρα Παρασκευή, την 25η.12.2016, ημέρα Κυριακή, την 1.1.2017, ημέρα Κυριακή, στις 19.1.2016, ημέρα Τρίτη, 20.1.2016, ημέρα Τετάρτη, 21.1.2016, ημέρα Πέμπτη, λόγω αποστέρησης ελευθεροπλοΐας, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο γέφυρας, στις 23.1.2016, ημέρα Σάββατο, λόγω εκτελέσεως γυμνασίων πυρκαγιάς, διαρροής και εγκατάλειψης, στις 5.2016, ημέρα Σάββατο, 8.5.2016, ημέρα Κυριακή, 9.5.2016, ημέρα Δευτέρα, 23.9.2016, ημέρα Δευτέρα, 16.5.2017, ημέρα Τρίτη, 17.5.2017, ημέρα Τετάρτη, 18.5.2017, ημέρα Πέμπτη και 19.5.2017, ημέρα Παρασκευή, λόγω συμμετοχής καθ’ άπασες του πληρώματος σε απεργιακή κινητοποίηση, ενώ την Κυριακή 1.5.2016 και την Κυριακή 22.9.2016 εκτελέστηκε μόνον ένα [1] δρομολόγιο από Ζάκυνθο προς Κυλλήνη με επιστροφή. Ένα [1] μόνο δρομολόγιο εκτελέστηκε και την 9.12.2016, ημέρα Παρασκευή, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου καθόριζε η υπ’ αριθμ. 3511.3.1/68/21.8.2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, σύμφωνα με την οποία το κατώτερο πλήρωμά του έπρεπε να στελεχώνουν ένας [1] ναύκληρος, επτά [7] ναύτες και ένας [1] ναυτόπαις. Όμως, από τις έγγραφες «καταστάσεις πληρώματος» και από το ναυτολόγιο του πλοίου, που προσκομίζει η εναγόμενη, αποδεικνύεται ότι σ’ αυτό κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα υπηρετούσαν και δεύτερος ναύκληρος, ένας [1] ή δύο [2] επιπλέον ναύτες και ένας [1] ακόμα ναυτόπαις. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία (άρθρο 137 §§ 1 και 2), ενώ, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Περαιτέρω, για την απόδειξη των δρομολογίων του πλοίου προσκομίζονται από τον ενάγοντα τα με αριθμούς ………../11.12.2017 και ………./../9.2.2018 έγγραφα του Λιμεναρχείου Ζακύνθου, το με αριθμό ………/…/5.2.2018 έγγραφο του Α΄ Λ.Τ. Κυλλήνης του Λιμεναρχείου Κατακόλου, το υπ’ αριθμ. ……/…/12.1.2018 έγγραφο του Β΄ Λ.Τ. Σάμης του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας, το υπ’ αριθμ. ………/11.1.2018 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας και το υπ’ αριθμ. ………./15.2.2018 έγγραφο του Α΄ Λ.Τ. Πόρου του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας, από τα οποία, όμως, προκύπτει μόνον ο κατάπλους και ο απόπλους του πλοίου ανά ημέρα του ενδίκου χρονικού διαστήματος σε καθένα λιμάνι και όχι το πλήρες δρομολόγιο του πλοίου καθ’ εκάστη. Από τις μαρτυρικές καταθέσεις προκύπτει σχετικά ότι το πλοίο εκτελούσε συνήθως δρομολόγια με δύο [2] προορισμούς και, συγκεκριμένα, δρομολόγια από Ζάκυνθο προς Κυλλήνη με επιστροφή, με ωριαία διάρκεια εκάστου και από Κυλλήνη προς Πόρο Κεφαλληνίας με επιστροφή, με διάρκεια δρομολογίου μιας [1] ώρας και είκοσι [20] πρώτων λεπτών. Τα δρομολόγια αυτά συνιστούσαν τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού με απόσταση από το λιμένα αφετηρίας έως το λιμένα προορισμού έως τριάντα [30] ναυτικά μίλια και η εκτέλεσή τους επέσυρε την εφαρμογή στη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, κατά το αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, αρχικώς της από 29.11.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5/5568/24.1.2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 355/9.2.2017) και στη συνέχεια της από 1.12.2017 ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.6/6695/25.1.2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β  305/2.2.2018), όπως και οι διάδικοι δεν αμφισβητούν. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 3.4.2016 το πλοίο εκτελούσε, κατ’ εξαίρεση, ακτοπλοϊκούς πλόες στη δρομολογιακή γραμμή Κεφαλλονιά – Πάτρα με επιστροφή, με διάρκεια εκάστου πλου τρεισήμισι [3,5] ώρες και ότι κατά την περίοδο αυτή οι όροι εργασίας και αμοιβής του ρυθμίζονταν από τη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/23.8.2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 2796/5.9.2016). Η εναγόμενη, με την εξαίρεση της περιόδου κατά την οποία το πλοίο ακινητούσε συνεπεία της υποβολής του στην ετήσια επιθεώρησή του (27.1.2016 έως 27.3.2016), συνομολογεί τους ισχυρισμούς αυτούς, οι οποίοι πρέπει να θεωρηθούν αποδεδειγμένοι (άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ), μολονότι από τα ως άνω έγγραφα των κατά τόπους αρμόδιων Λιμενικών Αρχών συνάγεται, πρώτον, ότι το πλοίο προσέγγισε στην Πάτρα μόνον από τις 2.1.2016 έως και τις 11.1.2016 ανελλιπώς κάθε ημέρα, στις 15, 17, 18, 22, 24 και 25.1.2016, δηλαδή επί δεκαέξι [16] ημέρες του χρονικού διαστήματος από 1.1.2016 έως και 26.1.2016, δεύτερον, ότι στην Πάτρα κάθε ημέρα κατέπλεε στις 11:30 περίπου και από το λιμένα της απέπλεε στις 12:30 περίπου, με την εξαίρεση τις Παρασκευές 8, 15 και 22.1.2016, οπότε η αναχώρησή του ήταν προγραμματισμένη για τις 18:00 (μετά δηλαδή από εξήμισι [6,5] ώρες από την άφιξή του, χωρίς ενδιάμεσο δρομολόγιο), τρίτον, ότι κατά τη διάρκεια του δρομολογίου αυτού το πλοίο προσέγγιζε και στο λιμένα του Πισαετού στην Ιθάκη, τέταρτον, ότι στις 16.1.2016 το πλοίο εκτέλεσε το δρομολόγιο Πόρος Κεφαλληνίας – Κυλλήνη με αναχώρηση στις 07:55 και άφιξη 08:55 (γεγονός που καταδεικνύει ότι σε χειμερινές συνθήκες ο χρόνος εκτελέσεως του εν λόγω δρομολογίου μπορούσε να υπολείπεται της μιας [1] ώρας και είκοσι [20] πρώτων λεπτών) και ότι την ίδια εκείνη ημέρα είχε μία [1] ακόμα άφιξη στη Ζάκυνθο (στις 14:20) και έναν [1] απόπλου από εκεί (στις 19:10) με αδιευκρίνιστη προέλευση και προορισμό και, πέμπτον, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 28.3.2016 έως και 3.4.2016 το πλοίο εκτελούσε τέσσερα [4] δρομολόγια από τη Ζάκυνθο προς την Κυλλήνη με συνήθεις ώρες απόπλου 05:45, 10:30, 14:45 και 19:00 και κατάπλου 08:45, 14:00, 18:20 και 22:15, γεγονός που αποκλείει την εκτέλεση ημερησίως και του δρομολογίου Κεφαλλονιά – Ιθάκη – Πάτρα και προσκρούει ευθέως στους, πάντως συνομολογούμενους, ισχυρισμούς του ενάγοντος περί εκτελέσεως ακτοπλοϊκών μόνον δρομολογίων κατά την ίδια περίοδο. Σε κάθε περίπτωση το ως άνω (ακτοπλοϊκό) δρομολόγιο είχε συνολική διάρκεια (μετ’ επιστροφής) επτά [7] ώρες και μεταξύ του κατάπλου στο και του απόπλου του πλοίου από το λιμένα της Πάτρας μεσολαβούσε (καθ’ εκάστη, πλην Παρασκευής) χρονική απόσταση μίας [1] ώρας. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι μισή [1/2] ώρα ήταν αρκετή για την εκφόρτωση των μεταφερομένων οχημάτων και άλλη τόση επαρκής για τη φόρτωση [και την έχμαση, όταν απαιτείτο] των οχημάτων που επρόκειτο να μεταφερθούν στην Ιθάκη και στην Κεφαλλονιά. Κατά λογική αναγκαιότητα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ίσος χρόνος (συνολικής διάρκειας μίας [1] ώρας) απαιτείτο και για τη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων σε κάθε άλλο λιμένα προσεγγίσεως του πλοίου. Με δεδομένα α] ότι αυτό προσέγγιζε σε κάθε δρομολόγιο συνολικά σε τρεις [3] λιμένες και, επομένως, ο αναγκαίος χρόνος φορτοεκφορτώσεως δεν υπερέβαινε συνολικά τις τρεις [3] ώρες ημερησίως [3 λιμένες Χ 1 ώρα σε καθέναν] και β] ότι ο πλεύσιμος χρόνος (διάρκεια εκάστου πλου μετ’ επιστροφής) ανερχόταν σε επτά [7] ώρες, η συνολική διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος δεν θα μπορούσε να υπερβεί τις δέκα [10] ώρες ή τις ένδεκα [11] αν υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός του ότι αναλάμβανε καθήκοντα μία [1] ώρα πριν τον πρώτο απόπλου και ολοκλήρωνε την εργασία του μία [1] ώρα μετά τον τελευταίο κατάπλου. Όμως, περί του πραγματικού ωραρίου απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2016 έως 26.1.2016 και από 28.3.2016 έως και 3.4.2016 καταθέτει μόνον ο μάρτυρας ανταποδείξεως …………., ο οποίος βεβαιώνει ότι κατά τη διάρκεια των εν λόγω δρομολογίων οι ναύτες «χωρίζονταν … σε 4ωρες βάρδιες», με αυτονόητο αποτέλεσμα καθένας τους να μην απασχολείται παρά μόνον σε έναν [1] από τους δύο [2] πλόες του δρομολογίου και, συγκεκριμένα, είτε σ’ αυτόν της μεταβάσεως στον προορισμό είτε σ’ εκείνον της επιστροφής στην αφετηρία. Η αναφορά αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην απόδειξη πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2016 (όπως και στις αντίστοιχες των μηνών Μαρτίου και 1ης έως 3ης Απριλίου του ιδίου έτους) δεν αναγράφεται καμία ώρα υπερωριακής εργασίας του, εκτός από τις ώρες απασχόλησής του κατά τα Σάββατα και τις 1,33 αργίες του μήνα (σύμφωνα με τα άρθρα 13 §§ 1, 5, 6 και 18 §§ 1, 2 της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2016), που με βάση το καταβληθέν ποσό αμοιβής τους [424,79 €] δεν υπερέβησαν τις οκτώ [8] ημερησίως (424,79 € ÷ 10,05 € το ωρομίσθιο = 42,26 ώρες μηνιαίως ÷ 5,33 Σάββατα και αργία = 7,93 ώρες ανά Σάββατο και κατά την ως άνω αργία). Τις εγγραφές αυτές αξιολογεί ιδιαιτέρως το Δικαστήριο για το λόγο ότι στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς (accounts of flags) του ενάγοντος για το επόμενο χρονικό διάστημα (από 4.4.2016 και μέχρι την 1η.10.2017) η ενάγουσα καταγράφει ώρες υπερωρίας (μονές και διπλές) υπερβολικές σε σχέση με την πραγματική εργασία του και βάσει αυτών εξοφλεί αμοιβές του ενάγοντος για υπερωριακή απασχόληση, την οποία ο ίδιος αδυνατεί, όπως πιο κάτω θα καταδειχθεί, να αποδείξει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  ο ενάγων απασχολήθηκε επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως για καθεμία από τις δεκατέσσερις [14] καθημερινές ημέρες, τέσσερις [4] Κυριακές, τρία [3] Σάββατα και μία [1] αργία [της εορτής των Θεοφανίων, 6.1.2016] των ερευνώμενων χρονικών διαστημάτων και, με την αναιτιολόγητη και κατά τα ανωτέρω εσφαλμένη αποδεικτική παραδοχή ότι «…οι ώρες που το πλοίο εκτελούσε τα ως άνω – … ακτοπλοϊκά δρομολόγια ανέρχονταν στις 16 ημερησίως», επιδίκασε για τα διαστήματα αυτά στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων εβδομήντα επτά ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.077,93 €), πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε και, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιό της, δεδομένου ότι ο ενάγων ουδέν δικαιούται, αφού δεν αποδεικνύει ότι απασχολήθηκε οποτεδήποτε εντός των χρονικών αυτών διαστημάτων πέραν του οκταώρου, για το οποίο και έχει εξοφληθεί, όπως και ο ίδιος δεν αμφισβητεί. Περαιτέρω, όσον αφορά το χρονικό διάστημα που το πλοίο εκτελούσε αποκλειστικά πορθμειακούς, όπως πιο πάνω εκτέθηκε, πλόες, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι τα δρομολόγιά του σε ημερήσια βάση δεν υπερέβαιναν τα τέσσερα [4] κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, και των δρομολογίων οχληρών και καυσίμων, κατά τα οποία διενεργούσε μεταφορά μόνον φορτηγών βυτιοφόρων με φορτία καυσίμων (πετρελαίου, βενζίνης, κηροζίνης και υγραερίου), όντας κενό επιβατών. Τα δρομολόγια του πλοίου ξεκινούσαν συνήθως στις 05:45 ή άλλες ημέρες στις 07:30 και ολοκληρώνονταν συνήθως περίπου στις 21:30 ή στις 22:30. Ο μέσος όρος δηλαδή της απασχόλησης του πλοίου ανερχόταν σε δεκαοκτώ [18] με δεκαεννέα [19] ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου κατά τον οποίο το πλοίο είχε ολοκληρώσει το δρομολόγιό του και παρέμενε αργό στο λιμένα εν αναμονή της φόρτωσης για το επόμενο, ενώ ο μέσος όρος των ωρών κατά τις οποίες το πλοίο βρισκόταν εν πλω, ακόμα και κατά τις ημέρες που εκτελούσε το δρομολόγιο από Κυλλήνη προς Πόρο Κεφαλληνίας (διάρκειας μίας [1] ώρας και είκοσι [20] πρώτων λεπτών) με επιστροφή (ίσης χρονικής διάρκειας), δεν υπερέβαινε ημερησίως τις ένδεκα [11] ώρες (4 δρομολόγια/ημέρα Χ [1 ώρα και 20 λεπτά Χ 2 =] 2 ώρες και 40 λεπτά = 10 ώρες και 40 λεπτά). Εξαρχής σημειώνεται εδώ, πρώτον, ότι ο ενάγων, αναφερόμενος σε δεκαεννέα [19] ώρες ημερήσιας εργασίας του, συμπεριλαμβάνει σ’ αυτήν τόσο τις πλεύσιμες ώρες του πλοίου όσο και τις ώρες αγκυροβολίας του στο λιμένα, δηλαδή όλες τις ώρες της δικής του παραμονής σ’ αυτό, δεύτερον, ότι ο χρόνος ελλιμενισμού του πλοίου σε αναμονή του επόμενου πλου, κατά τον οποίο, σημειωτέον, ο ενάγων δεν είχε υποχρέωση παραμονής σ’ αυτό αλλά δυνατότητα εξόδου, προκειμένου να διεκπεραιώσει ατομικές του υποθέσεις στο λιμάνι (βλ. σχετ. τις ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ………….) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρόνος υπερωριακής εργασίας αλλά απλής ετοιμότητας προς εργασία, για την οποία δεν δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν, αφού, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 200/2016, ΜονΕφΠειρ. 218/2016, ΜονΕφΠειρ. 376/2015, ΜονΕφΠειρ. 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, ΕφΠειρ. 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160) και, τρίτον, ότι ακριβώς λόγω των αυξημένων ωρών απασχόλησης του πλοίου (εν πλω ή στο λιμένα) ήταν ταυτόχρονα αυξημένες και οι χρηματικές υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας προς τους εργαζόμενους ναυτικούς, ενόψει των ρυθμίσεων της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ. Πράγματι, κατά τα άρθρα 1 και 6 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων εσωτερικού, οι ώρες εργασίας του ναυτικού ορίζονται σε σαράντα [40] εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ [8] ώρες ανά εικοσιτετράωρο από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται ημέρες αργίας. Το οκτάωρο υπηρεσίας είναι συνεχές  από την ώρα της έναρξής του με μια διακοπή που δεν μπορεί να υπερβεί τη μία [1] ώρα και πραγματοποιείται υποχρεωτικά μετά την τρίτη και προ της έκτης ώρας του οκταώρου. Για κάθε εργασία που εκτελείται από τον ναυτικό πέραν του ως άνω καθοριζόμενου ωραρίου καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή, η οποία υπολογίζεται ίση προς το 1/173 του μηνιαίου μισθού ενεργείας για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές προσαυξημένου για το πρώτο τετράωρο κατά ποσοστό 25% και για το δεύτερο τετράωρο κατά ποσοστό 100%. Η εργασία του Σαββάτου και των αργιών αμείβεται υπερωριακώς, δηλαδή οι πρώτες τέσσερις [4] ώρες με προσαύξηση 25% και οι επόμενες διπλές, ενώ για την πέραν του οκταώρου απασχόληση κατά τις Κυριακές καταβάλλεται στο πλήρωμα διπλή υπερωριακή αμοιβή, δηλαδή το ωρομίσθιο (1/173 του μισθού ενεργείας) αυξημένο κατά 100%. Ο βασικός μισθός του ναύτη ορίζεται σε χίλια εκατό ευρώ και δέκα λεπτά (901,72 € ο μισθός ενέργειας + 198,38 € το επίδομα Κυριακών = 1.100,10 €), ενώ το ωρομίσθιό του, υπολογιζόμενο με βάση το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενέργειας, ανέρχεται σε πέντε ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (5,21 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 100% σε έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτά (6,52 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (10,42 €) αντίστοιχα. Ο κίνδυνος της αυξημένης οικονομικής επιβάρυνσης της πλοιοκτήτριας λόγω των διπλών υπερωριών (για την υπερδωδεκάωρης διάρκειας εργασία του ναύτη κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και για την πέραν των τεσσάρων [4] πρώτων ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες) εξηγεί την πρακτική της εναγομένης να στελεχώσει το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος του πλοίου με αυξημένο προσωπικό έναντι της διοικητικώς καθορισμένης (κατ’ άρθρο 87 § 3 περ. β του ΚΔΝΔ, κατ’ εξουσιοδότηση του οποίου εκδόθηκε ήδη από το έτος 2013 η υπουργική απόφαση που προαναφέρθηκε) σύνθεσής του, ώστε η χρονική διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης των ναυτών να μην υπερβαίνει τις δώδεκα [12] ώρες. Ως προς την κατανομή των ημερήσιων εργασιών των ναυτών και ναυτόπαιδων στο πλοίο ML κατά το ερευνώμενο χρονικό διάστημα οι μάρτυρες ανταποδείξεως αναφέρουν ότι οι μεν ναύτες υπηρετούσαν στο πλοίο με σύστημα κυλιόμενων βαρδιών, με μόνα καθήκοντα την πηδαλιούχηση του πλοίου, την πυρασφάλεια και την επίβλεψη της φορτοεκφορτώσεώς του, οι δε ναυτόπαιδες ασχολούνταν, αποκλειστικά αυτοί, με τον καθαρισμό των εξωτερικών χώρων του πλοίου. Ειδικότερα, κατά τους μάρτυρες αυτούς, κατά τη διάρκεια των πλόων απασχολούνταν πάντοτε δύο [2] μόνο ναύτες από τους συνολικά οκτώ [8] ή εννέα [9] του πληρώματος, εκ περιτροπής. Από αυτούς τους δύο [2] ο ένας [1] εκτελούσε υπηρεσία πυρασφάλειας και «χτυπούσε τα ρολόγια του πλοίου», δηλαδή περιπολούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου και με τη χρήση μαγνητικής κάρτας ήλεγχε προκαθορισμένα σημεία του πλοίου για τη διαπίστωση ενδεχόμενης δυσλειτουργίας, ο δε έτερος παρέμενε στη γέφυρα του πλοίου και χειριζόταν το πηδάλιό του υπό την επίβλεψη του αξιωματικού υπηρεσίας. Οι ναύτες αυτοί εναλλάσσονταν στα καθήκοντά τους ανά πλου, υπό την έννοια ότι εκείνος που πηδαλιουχούσε το πλοίο κατά τη μετάβαση στο λιμένα προορισμού εκτελούσε υπηρεσία πυρασφάλειας στο ταξίδι της επιστροφής. Από τις καταθέσεις αυτές και τις νόμιμες ρυθμίσεις για τη ναυτική εργασία στα επιβατηγά πλοία προκύπτει εν προκειμένω ότι το ζεύγος των ναυτών αυτών μαζί με άλλους πέντε [5], δηλαδή το σύνολο της νόμιμης οργανικής σύνθεσης του κατώτερου πληρώματος, συμμετείχε, όπως επιβάλλεται από το νόμο, στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, καθώς και στις φορτοεκφορτώσεις του. Συγκεκριμένα, κατά την πρόσδεση και αγκυροβολία του πλοίου δύο [2] από τους επτά [7] αυτούς ναύτες βρίσκονταν στην πλώρη για την αγκυροβολία, ανά ένας [1] στα αριστερά και στα δεξιά της, δύο [2] ακόμα βρίσκονταν στην πρύμνη για το χειρισμό των κάβων πρυμνοδέτησης του πλοίου (ανά ένας [1] στο δεξιό και τον αριστερό κάβο), ο πέμπτος ασφάλιζε τον καταπέλτη, ο έκτος βρισκόταν στο δεύτερο κατάστρωμα όπου το γκαράζ των ΙΧΕ αυτοκινήτων και ο έβδομος ναύτης παρέμενε στο πηδάλιο. Οι ίδιοι επτά [7] ναύτες συμμετείχαν με αντίστοιχα καθήκοντα κατά την απόδεση του πλοίου και την άπαρση της άγκυρας, καθώς και κατά την αποβίβαση των μεταφερομένων οχημάτων και τη φόρτωση των προς μεταφορά, καθοδηγώντας τους οδηγούς τους κατά την έξοδο και την είσοδό τους στο πλοίο (από και προς τα δύο [2] γκαράζ που διέθετε) και ασφαλίζοντας, όταν λόγω κυματισμού παρίστατο ανάγκη, με ιμάντες στο κύτος του πλοίου τα βαρέα οχήματα (φορτηγά), προς αποφυγή ενδεχομένου μετατοπίσεώς τους κατά τη διάρκεια του πλου, που θα έθετε σε κίνδυνο την ευστάθεια και την αξιοπλοΐα του σκάφους. Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου δρομολογίου της ημέρας οι δύο [2] ναύτες που είχαν απασχοληθεί κατά τη διάρκειά του στην πυρασφάλεια και την πηδαλιούχηση δε μετείχαν στο επόμενο δρομολόγιο και αναπαύονταν είτε στους κοιτωνίσκους τους, ο δε ενάγων στην ατομική καμπίνα του, που διέθετε κλίνη και λουτρό είτε στην τραπεζαρία ή στο καπνιστήριο του πλοίου. Επομένως, κάθε ναύτης μετείχε σε τρία [3] από τα τέσσερα [4] δρομολόγια κάθε ημέρας και οι ώρες της πραγματικής εργασίας του ήσαν λιγότερες από τις ώρες της πραγματικής παραμονής του στο πλοίο. Όλοι οι ναύτες προσέρχονταν στο πλοίο μία [1] ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του και ασχολούνταν με τη φόρτωση και την εκφόρτωση των οχημάτων επί μισή [1/2] ώρα μετά από κάθε κατάπλου και πριν από κάθε απόπλου. Τούτο το τελευταίο συνάγεται από το ότι τόσο στη Ζάκυνθο όσο και στην Κυλλήνη αλλά και στον Πόρο Κεφαλληνίας, μεταξύ κατάπλου και απόπλου μεσολαβούσε διάστημα μικρότερο της μιας [1] ώρας, εντός του οποίου λάμβανε χώρα τόσο η εκφόρτωση όσο και η φόρτωση του πλοίου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απασχόλησή τους κατά τις εργασίες αυτές δεν ήταν δυνατό να έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Κατά τις πλεύσιμες ώρες καμία εργασία χρωματισμού ή αποσκωρίασης των ελασμάτων του πλοίου δεν ήταν κατά νόμο επιτρεπτό να γίνει και δε γινόταν, ενώ και κατά τις ώρες της παραμονής του πλοίου στο λιμένα, μεταξύ των δρομολογίων, δεν λάμβαναν χώρα εργασίες συντηρήσεώς του, όπως κατηγορηματικά αναφέρουν οι μάρτυρες ανταποδείξεως …….. και …….., οι οποίοι διευκρινίζουν ότι οι εργασίες αυτές εκτελούνταν μόνο κατά την ακινησία του πλοίου προς επιθεώρηση ή επισκευή του. Αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα αποδείξεως ………., ο οποίος περιγράφοντας την ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος αναφέρει ότι «πριν τον απόπλου φόρτωνε, πάρκαρε και ασφάλιζε τα ΙΧ και φορτηγά στο πλοίο, τοποθετώντας ιμάντες και καδένες, αναλόγως με τον κυματισμό. Κατά τον απόπλου αναλάμβανε το λύσιμο των κάβων από την προβλήτα και το μάζεμα αυτών. Εάν είχε βάρδια στη γέφυρα εκτελούσε και χρέη πηδαλιούχου. Εάν δεν είχε, τότε αναλάμβανε τη φύλαξη του γκαράζ για την ασφάλεια του πλοίου και προς αποφυγή πυρκαγιάς. Επίσης κάποιες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έπλενε και έβαφε το πλοίο. Όταν το πλοίο έφτανε στο λιμάνι, αναλάμβανε την εκφόρτωση των ΙΧ και όταν τελείωνε ο κατάπλους, ξεκινούσε την επόμενη φόρτωση προκειμένου να αναχωρήσουμε άμεσα για το επόμενο λιμάνι». Ο μάρτυρας παραδέχεται την πηδαλιούχηση του πλοίου και την πυρασφάλειά του από τους ναύτες σε βάρδιες, παρασιωπά, όμως, ότι αυτές ήσαν κυλιόμενες και δεν διευκρινίζει αν μόνον ο ενάγων ή όλοι οι ναύτες του πλοίου εκτελούσαν τη φύλαξη του γκαράζ εν πλω και στη δεύτερη περίπτωση δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο ήταν αναγκαία η παρουσία [και η πραγματική απασχόληση] όλων των ναυτών [πλην του πηδαλιούχου] προς τούτο. Ομοίως καταθέτει για εργασίες χρωματισμού εν πλω, ενώ η εκτέλεση τέτοιων εργασιών κατά τη διάρκεια των δρομολογίων δεν επιτρέπεται και κάνει λόγο για εκτέλεση από τον ενάγοντα εργασιών καθαρισμού του πλοίου, ενώ με αυτές ήταν επιφορτισμένοι αποκλειστικά οι ναυτόπαιδες. Με βάση όσα προέκυψαν από τις αποδείξεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χρόνος της πραγματικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο ML, ακόμα και τις ημέρες που αυτό εκτελούσε το πορθμειακό δρομολόγιο με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια (Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας), μόλις υπερέβαινε τις επτά [7] ώρες (1 ώρα πριν τον πρώτο απόπλου + 2 ώρες και 40 λεπτά κατά το μετ’ επιστροφής δρομολόγιο που ο ενάγων εκτελούσε καθήκοντα πηδαλιούχου και υπηρεσία πυρασφάλειας εν πλω + 7 ημίωρα για τις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφορτώσεως κατά τα 4 δρομολόγια = 7 ώρες και 10 λεπτά). Ακόμη και όταν το πλοίο εκτελούσε πέντε [5] δρομολόγια, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι συνέβαινε ορισμένες ημέρες (τις οποίες ορθώς συνυπολόγισε για την εξαγωγή του μέσου όρου των τεσσάρων [4] δρομολογίων ημερησίως), η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος προσαυξανόταν μόλις κατά μία [1] επιπλέον ώρα, όσο δηλαδή διαρκούσαν η εργασίες φορτοεκφόρτωσης του πέμπτου δρομολογίου και υπερέβαινε κατά τι το οκτάωρο (8 ώρες και 10 λεπτά). Ακόμα δε και αν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων απασχολούταν πραγματικά εν πλω κατά τη διάρκεια τριών [3] από τα τέσσερα [4] αυτά δρομολόγια, η ημερήσια απασχόλησή του δεν θα υπερέβαινε σε καμία περίπτωση τις δώδεκα [12] ώρες και μάλιστα στο δρομολόγιο με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια [(3 δρομολόγια Χ 2,40 ώρες πλεύσης το καθένα =) 8 ώρες + 1 ώρα πριν τον πρώτο απόπλου + 5 ημίωρα φορτοεκφορτώσεων = 11,5 ώρες ημερησίως], ενώ θα ήταν οπωσδήποτε συντομότερη στο δρομολόγιο Κυλλήνη – Ζάκυνθος με επιστροφή, η διάρκεια του οποίου δεν υπερέβαινε τις δύο [2] ώρες. Εφόσον δε ο ίδιος συνομολογεί ότι η εναγόμενη του κατέβαλε πάντοτε υπερωριακή αμοιβή για τέσσερις [4] ώρες μονής υπερωρίας (δηλαδή για τις πρώτες τέσσερις [4] ώρες μετά τη συμπλήρωση του οκταώρου), πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτησή του έχει εξοφληθεί και, επειδή ο ίδιος δεν ανταποκρίνεται στο δικονομικό του βάρος να αποδείξει απασχόληση πέραν του δωδεκαώρου, η αγωγή του να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τον υπολογισμό των υπερωριακών αμοιβών που δικαιούται για τα χρονικά διαστήματα από 4.4.2016 έως 28.5.2016, από 30.5.2016 έως 20.6.2016, από 10.7.2016 έως 30.10.2016, από 21.11.2016 έως 10.1.2017, από 3.2.2017 έως 4.03.2017, από 17.3.2017 έως 10.4.2017, από 21.4.2017 έως 3.5.2017, από 10.5.2017 έως 7.6.2017, την 12.06.2017 και από 14.6.2017 έως 1.10.2017 με βάση το σύνολο των καθημερινών ημερών, των Κυριακών, των Σαββάτων και των αργιών, που απασχολήθηκε πραγματικά, όπως μετ’ αφαίρεση των ημερών ακινησίας του πλοίου, ορθώς τις προσδιόρισε η εκκαλουμένη, της οποίας μάλιστα οι σχετικές παραδοχές δεν αμφισβητούνται από κανέναν διάδικο. Έτσι, για καθημερινή εργασία 11,5 ωρών, στην ευμενέστερη γι’ αυτόν κατά τα ανωτέρω εκδοχή, ο ενάγων δικαιούται: Α] για διακόσιες ογδόντα επτά [287] συνολικά καθημερινές ημέρες και για τις αντίστοιχες χίλιες τέσσερις και μισή (287 Χ 3,5 ώρες = 1.004,5) ώρες το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (1.004,5 ώρες πέραν του οκταώρου Χ 6,52 € το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% = 6.549,34 €), Β] για πενήντα οκτώ [58] συνολικά Κυριακές και για τις αντίστοιχες διακόσιες τρεις (58 Χ 3,5 ώρες = 203) ώρες το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν δεκαπέντε ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (203 ώρες πέραν του οκταώρου Χ 10,42 € το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% = 2.115,26 €) και Γ] για εβδομήντα πέντε [75] συνολικά Σάββατα και αργίες και για τις αντίστοιχες τριακόσιες (75 Χ 4 ώρες = 300) ώρες του πρώτου τετραώρου καθημερινώς και πεντακόσιες εξήντα δύο και μισή (75 Χ 7,5 ώρες = 562,5) ώρες πέραν του πρώτου τετραώρου ημερησίως το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων δεκαεπτά ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών ([300 ώρες Χ 6,52 € το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% για τις 4 πρώτες ώρες εργασίας =] 1.956 € + [562,5 ώρες Χ 10.42 € το ωρομίσθιο προσαυξημένο για τις επόμενες 7,5 ώρες εργασίας =] 5.861,25 € 7.817,25 €). Συνολικά δε για την υπερωριακή του εργασία κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησής του ο ενάγων δικαιούτο το χρηματικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (6.549,34 € + 2.115,26 € + 7.817,25 € = 16.481,85 €), ενώ η εναγόμενη, όπως αποδεικνύεται από τις υπογεγραμμένες και από τον ίδιο αποδείξεις της μηνιαίας μισθοδοσίας του, για την αιτία αυτή του έχει καταβάλει συνολικά κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα είκοσι χιλιάδες εβδομήντα ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (20.070,27 €), με αποτέλεσμα η απαίτησή του να έχει εξοφληθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα ο ενάγων εργαζόταν επί δεκατέσσερις [14] ώρες κάθε ημέρα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή της βασιμότητας του δεύτερου λόγου της έφεσης κατά το συναφές σκέλος του.

V. Περαιτέρω, στις διατάξεις των §§ 1 – 3 του υπό τον τίτλο «Επίδομα ιματισμού» άρθρου 5 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων για το έτος 2016 ορίστηκε ότι «Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το επίδομα τούτο καθορίζεται μηνιαίως στο ποσό των ΕΥΡΩ 56,50 [§ 1]. Σε αντιστάθμισμα της ανωτέρω παροχής όλοι πρέπει να προμηθεύονται και να φέρουν τον ιματισμό εργασίας τους και τη στολή που προβλέπεται από το άρθρο 20 της παρούσης σύμβασης, σε αντίθετη δε περίπτωση τούτο αποτελεί λόγο καταγγελίας της σύμβασης από μέρους του Πλοιάρχου [§ 2]. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται εις αυτά το ανωτέρω επίδομα [§ 3]», ενώ στο άρθρο 20 της ιδίας ΣΣΝΕ προβλέφθηκε ότι «Οι Αξιωματικοί και τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος υποχρεούνται να φέρουν κατά τις ώρες εκτέλεσης των καθηκόντων τους την καθιερωμένη στολή του Εμπορικού Ναυτικού μετά των διακριτικών για κάθε κλάδο προσωπικού κατά βαθμό ή ειδικότητα». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι το κατ’ αυτές μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Ε της εν λόγω ΣΣΝΕ συγκαταλέγονται και οι ναύτες, χρηματικό ποσό πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, δεύτερον, ότι το συγκεκριμένο επίδομα επιδικάζεται μόνον όταν ο πλοιοκτήτης δεν παρέχει σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειΝ 2012/354), εφόσον βέβαια και ο ενάγων αποδείξει ότι, επειδή η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του παρείχε τον ιματισμό σε είδος, υποχρεώθηκε να προβεί ο ίδιος στην αγορά του και υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται (ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι «δεν αποδείχθηκε πλήρως ότι χορηγήθηκε στον ενάγοντα ο απαραίτητος για την εργασία του ιματισμός σε είδος» και για το λόγο αυτό του επιδίκασε το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (175,15 €) για το χρονικό διάστημα τριών περίπου [3] μηνών [3,1 μήνες Χ 56,50 € = 175,15 €], δηλαδή από την 1η.1.2016 έως και την 3η.4.2016. Η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι από την προσκομιδή εκ μέρους της εναγομένης των με αριθμούς ……/27.10.2015, ………/31.10.2015, ……./31.10.2015, ………/11.11.2015, ……./11.11.2015, ………/2.12.2015, ……../2.8.2016 και ………../9.8.2016 οκτώ [8] τιμολογίων που εκδόθηκαν στο όνομά της από την εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», το πρώτο, την ατομική επιχείρηση του ………, με έδρα στη Νίκαια το όγδοο και από την εδρεύουσα στον Πειραιά ετερόρρυθμη εταιρία με το διακριτικό τίτλο «…….. “.”» τα λοιπά και απεικονίζουν την αντί τιμήματος προμήθεια ειδών ρουχισμού (φόρμες εργασίας, πουκάμισα, παντελόνια, πουλόβερ, μπλούζες, μπουφάν, τζάκετ, ζώνες κλπ), αποδεικνύεται βάσιμος ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της τελευταίας, που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι η ίδια χορηγούσε στον ενάγοντα τον κατάλληλο και απαραίτητο για την εργασία του ιματισμό σε μόνιμη βάση και καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, ο οποίος (ισχυρισμός), άλλωστε, επιβεβαιώθηκε πλήρως και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταποδείξεως, που ανέφεραν όλοι ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα (δύο [2] φορές ανά έτος) λάμβαναν ειδικές στολές εργασίας και ότι η εναγόμενη μεριμνούσε για την αντικατάσταση των φθαρμένων ειδών κάθε φορά που παρίστατο ανάγκη, χωρίς κάτι αντίθετο να συνάγεται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, ο οποίος ουδέν σχετικό ανέφερε. Επομένως, κατά παραδοχή του ερευνώμενου λόγου έφεσης η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανιστεί κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της επειδή στο αποδεικτικό της πόρισμα εμφιλοχώρησε σφάλμα.

VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Αντίτιμο Τροφής» άρθρο 3 της ιδίας ως άνω ΣΣΝΕ των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων για το έτος 2016 ορίστηκε ότι «Το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών επί ή εκτός του πλοίου σε όσες περιπτώσεις δικαιούνται τούτο, είτε λόγω ασθενείας ή μη χορηγήσεως παρασκευασμένης τροφής, καθορίζεται τόσον για τους αξιωματικούς όσο και για το πλήρωμα εις ΕΥΡΩ 19,21». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται, πρώτον, ότι το αντίτιμο τροφής θεωρείται μισθός και, συγκεκριμένα, μέρος του μισθού και τακτική προσαύξησή του (Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, σελ. 86) και, δεύτερον, ότι όταν στο ναυτικό παρέχεται παρασκευασμένη τροφή επί του πλοίου, αυτός δεν δικαιούται το σχετικό αντίτιμο (Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 194).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως και 28.2.2016 δεν χορηγήθηκε στον ενάγοντα πλήρες το υπό της ως άνω ΣΣΝΕ προβλεπόμενο αντίτιμο τροφής και για το λόγο αυτό με την εκκαλουμένη του επιδικάστηκε το συνολικό χρηματικό ποσό των εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (672,35 €), που αντιστοιχεί στο σύνολο του μηνιαίως καταβλητέου αντιτίμου (576,30 €) για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2016 και σε μέρος αυτού (ύψους 96,05 €) για τον επόμενο μήνα του ιδίου εκείνου έτους. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε εν μέρει ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς από αυτές και ιδίως από το ναυτολόγιο του πλοίου συνάγεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως και 25.1.2016 η εναγόμενη χορηγούσε σε καθημερινή βάση στον ενάγοντα παρασκευασμένη τροφή επί του πλοίου της, που εκτελούσε τότε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, δεδομένου ότι είχε προσλάβει τους ναυτικούς …….. και ………., τους οποίους και απασχολούσε με την ειδικότητα του Α΄ μάγειρα τον πρώτο και του χυτροκαθαριστή τον δεύτερο. Αντιθέτως, μετά την αποναυτολόγηση αυτών και για το εναπομείναν χρονικό διάστημα του μηνός Ιανουαρίου 2016 (από 26.1.2016 έως 31.1.2016) ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαπέντε ευρώ και είκοσι έξι λεπτών [19,21 €/ημέρα Χ 6 ημέρες = 115,26 €] και, συνολικά, με συνυπολογισμό του μη καταβληθέντος αντιτίμου τροφής για τις πρώτες πέντε [5] ημέρες του επομένου μηνός, ύψους ενενήντα έξι ευρώ και πέντε λεπτών (5 ημέρες Χ 19,21 €/ ημέρα = 96,05 €), το οποίο ορθώς του επιδίκασε η εκκαλουμένη, το χρηματικό ποσό των διακοσίων ένδεκα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών [115,26 € + 96,05 € = 211,31 €].

VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (όπως και η συμπροσβαλλόμενη προηγηθείσα εν μέρει οριστική απόφαση, κατά τις μη οριστικές της διατάξεις) και μάλιστα  στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης στην καταβολή προς τον ενάγοντα χρηματικού ποσού οκτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (625,52 € + 211,31 € = 836,83 €) συνολικά και, ειδικότερα, α] εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (625,52 €), ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών των ετών 2016 και 2017, όπως δέχθηκε ήδη τελεσιδίκως η εκκαλουμένη, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (2.10.2018), κατά τα γενόμενα πρωτοδίκως δεκτά, όχι με διάταξη περιληφθείσα στο διατακτικό αλλά με σαφή αναφορά στο αιτιολογικό μέρος της εκκαλουμένης και β] διακοσίων ένδεκα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών [211,31 €] ως αντίτιμο τροφής, με το νόμιμο τόκο από το ίδιο αφετήριο χρονικό σημείο, που ως προς τη συγκεκριμένη χρηματική υποχρέωση της εναγομένης αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα εξοφλήσεως.

VIIΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3081/2019 και την συμπροσβαλλόμενη με αριθμό 3099/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τη μεν πρώτη στο σύνολό της, τη δε δεύτερη κατά τις μη οριστικές της μόνον διατάξεις.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατά το μέρος της κατά το οποίο δεν έχει αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως.

Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (836,83 €), με το νόμιμο τόκο από τις 2.10.2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε διακόσια ευρώ (200 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ