Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 460/2021

Αριθμός    460/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας …………..,  εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Κιαουλιά  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Οδυσσέα Ιωσηφίδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  22.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1474/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 16.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……………/2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. H κρινόμενη από 16-7-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ.1474/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3 του ν.4335/2015 του ΚΠολΔ), και δέχθηκε εν μέρει την από 22-6-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./2016) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως, με την κατάθεσή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη, και εμπροθέσμως [άρθρα 495 παρ. 1, 2,  499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ή άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ δεν απαιτείται εκ μέρους της εκκαλούσας η κατάθεση παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης (άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, να  γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη.

ΙΙ. Με την προαναφερόμενη αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, εξέθεσε ότι στις 3-7-2000 προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, η οποία διατηρεί επιχείρηση επισκευής πλοίων, καθαρισμού πλοίων και κτιρίων, εκμετάλλευσης μαρίνων και χώρων αναψυχής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου, με καθεστώς πλήρους πενθήμερης και οκτάωρης ανά ημέρα απασχόλησης, αντί των εκτιθεμένων συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών. Ότι, αν και προσέφερε προσηκόντως την εργασία της στην εναγομένη μέχρι την απόλυσή της στις 30-11-2011, εντούτοις η τελευταία δεν της κατέβαλε το ποσό των 18.780 ευρώ, που αφορά διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011, το ποσό των 2.875 ευρώ που αφορά επιδόματα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2009, 2010 και 2011, το ποσό των 2.000 ευρώ που αφορά αποζημίωση λόγω μη λήψης νόμιμης άδειας των ετών 2009 και 2010 και το ποσό των 1.000 ευρώ που αφορά επιδόματα αδείας ετών 2009 και 2010. Ότι, για τις ίδιες αξιώσεις είχε ασκήσει προγενέστερα την από 29-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 5312/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συνεπεία μη νομότυπης τροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων σε έντοκα αναγνωριστικά, απέρριψε την αγωγή ως προς τις ένδικες αξιώσεις ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ότι, στη συνέχεια άσκησε την από 3-5-2014 και με αριθμό κατάθεσης …………/2014 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2050/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία την απέρριψε και πάλι ως αόριστη. Με βάση το περιεχόμενο αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να της καταβάλει για τις ως άνω αιτίες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 24.655 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της προγενέστερης από 29-2-2012 και με αριθμό κατάθεση …../2012 αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την με αριθμό 1132/2017 μη οριστική απόφασή του ανέστειλε την εκδίκαση της παραπάνω αγωγής, λόγω εκκρεμοδικίας, μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης που είχε ανοιχθεί με την από 29-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης …../2012 αγωγή, η οποία εκκρεμούσε κατόπιν άσκησης εκ μέρους της εναγομένης έφεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατόπιν έκδοσης της με αριθμό 728/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ασκηθείσα έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, με την από 15-5-2019 και με αριθμό κατάθεσης …………/2019 κλήση, επανεισήχθη προς  συζήτηση η ως άνω αγωγή, Με την εκκαλούμενη απόφασή του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως αόριστο το αγωγικό κονδύλιο ποσού 2.000 ευρώ που αφορούσε αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας των ετών 2009 και 2010, έκρινε ότι κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη και δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε δε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 21.789,96 ευρώ, εκ των οποίων 18.780 ευρώ αντιστοιχούν σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, 2.009,96 ευρώ αντιστοιχούν σε διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων και 1.000 ευρώ αντιστοιχούν σε επιδόματα αδείας, με το νόμιμο τόκο των μεν δεδουλευμένων αποδοχών από την πρώτη ημέρα του επομένου μήνα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, των δε επιδομάτων Χριστουγέννων και αδείας από την επομένη της λήξης του ημερολογιακού έτους που αυτά αφορούν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ασκηθείσα σε βάρος της αγωγή.

ΙΙΙ.Κατά τη διάταξη του άρθρ. 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρ. 117- 118 του ίδιου κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας μισθωτού, με την οποία ζητούνται διαφορές μεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται (μνημονευομένων και των τυχόν επιδομάτων) και εκείνες τις οποίες έλαβε, ώστε να προκύπτει υπέρ αυτού διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1133/2010, ΑΠ 1134/2010 και ΑΠ 881/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο II της παρούσας περιεχόμενό της, κρίνεται αρκούντως ορισμένη, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο, ως προς τις αιτούμενες διαφορές μεταξύ καταβλητέων και καταβληθέντων δεδουλευμένων αποδοχών και τα αιτούμενα επιδόματα Χριστουγέννων και αδείας, γιατί αναφέρονται σ’ αυτήν (αγωγή) τα στοιχεία για την πληρότητα ως προς τα ανωτέρω αιτήματά της, ήτοι τα ποσά που δικαιούται με βάση τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και τα ποσά που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα για εκάστη από τις επί μέρους ανωτέρω αιτίες, ενώ, από τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, προκύπτει ότι ζητείται η επιδίκαση διαφορών επί των συγκεκριμένων αξιώσεων. Έτσι, αφενός η εναγόμενη δύναται να αμυνθεί και αφετέρου το Δικαστήριο δύναται να ερευνήσει ποιό επακριβώς ποσό οφείλεται για εκάστη από τις ως άνω αιτίες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ως προς τις προαναφερόμενες επί μέρους αξιώσεις ορισμένη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου κατά το σχετικό σκέλος του) της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

IV.Σύμφωνα με τα άρθρα 250 αριθ. 6 και 17, 251 και 253 του ΑΚ, η αξίωση για μισθούς και άλλες περιοδικώς επαναλαμβανόμενες παροχές από σύμβαση εργασίας παραγράφεται σε πέντε έτη. Η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η γέννηση εκάστης αξίωσης και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 261 § 1 εδ. α` ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής, ήτοι με την επίδοση αυτής κατά τα άρθρα 215 § 1 και 221 § 1ΚΠολΔ. Εξάλλου κατά το άρθρο 263 ΑΚ κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ιδίου εναγομένου ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 125/2020, ΑΠ 113/2019, ΑΠ 768/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η νέα αγωγή – εφόσον στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική βάση με την προηγούμενη, δηλαδή την τελεσιδίκως απορριφθείσα για τυπικούς λόγους αγωγή – πρέπει να εγερθεί το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών, η οποία αρχίζει από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αγωγής, χωρίς, όμως, και να θεωρείται ανεπίτρεπτη η άσκηση της νέας αγωγής πριν από την τελεσιδικία (ΑΠ 1048/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1758/2005, ΝοΒ 2006/679, ΕΑ 2768/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ).Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα-εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 6 ΑΚ, μη εφαρμοζομένου του άρθρου 263 ΑΚ, καθόσον η ενάγουσα, δίχως να αναμένει την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε τις ένδικες αξιώσεις της ως αόριστες, άσκησε για την αυτή αιτία δύο κατά σειρά αγωγές στις 22-8-2014 και στις 23-6-2016, με το αυτό αντικείμενο. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους διαδικαστικά έγγραφα και τους ισχυρισμούς τους, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα άσκησε αρχικώς κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης ………./2012 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε  στην τελευταία στις 29-2-2012 (βλ. την υπ΄αριθμ. ………../29-2-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………). Τα αιτήματα της αγωγής ήταν να αναγνωρισθεί δικαστικώς ότι η λαβούσα χώρα στις 30-11-2011 απόλυσή της ήταν άκυρη, για τους εκτιθέμενους στο ιστορικό αυτής λόγους, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα και αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, δώρα Χριστουγέννων και αποζημίωση λόγω απόλυσης το συνολικό ποσό των 35.255 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, καθώς και το ποσό των 3.000 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 5312/2013 απόφαση (Τμήμα Εργατικών Διαφορών) του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα επιδίκασης δεδουλευμένων αποδοχών για τα έτη 2009, 2010 και 2011, των επιδομάτων και αποζημίωσης μη ληφθείσας αδείας για τα έτη 2009 και 2010 και δώρα Χριστουγέννων των ετών 2009, 2010 και 2011, δηλαδή των επίδικων με την κρινόμενη αγωγή κονδυλίων, ως αόριστη, ενώ δέχθηκε το αίτημα για αναγνώριση της ακυρότητας της από 30-11-2011 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, καθώς και το αίτημα για καταβολή μισθών υπερημερίας ποσού 3.000 ευρώ. Η ανωτέρω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη στις 30-4-2014 (βλ. την υπ΄αριθμ. …..΄/30-4-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………………) και έτσι κατέστη τελεσίδικη στις 30-5-2014, μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας άσκησης κατ΄ αυτής έφεσης. Σημειώνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση, γίνεται τελεσίδικη για κάποια επιγενόμενη αιτία και δη, όπως εν προκειμένω, λόγω της παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης. Η ιδιότητα, της απόφασης ως τελεσίδικης δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι κατ` αυτής ασκήθηκε έφεση, χωρίς να συντρέχει περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας της έφεσης εξ αιτίας βίας ή δόλου του αντιδίκου εκείνου που άσκησε την εκπρόθεσμη έφεση (αρθρ 152 παρ. 1ΚΠολΔ, ΑΠ 278/2012). Η εναγόμενη άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 2-6-2014 (εκπρόθεσμη) έφεσή της, η οποία με την υπ΄αριθμ. 728/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς νέα (δεύτερη) αγωγή και συγκεκριμένα την από 3-6-2014 (αριθμ. κατ. ………../4-6-2014), αιτούμενη να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει αφενός τις προαναφερόμενες-επίδικες δεδουλευμένες αποδοχές, επίδομα και αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας και δώρα Χριστουγέννων, αφετέρου δε αποζημίωση απόλυσης. Η ως άνω δεύτερη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 22-8-2014 (βλ. την υπ΄αριθμ. ………./22-8-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………..). Επομένως, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 263 ΑΚ, η παραγραφή των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας, διεκόπη με την επίδοση της πρώτης αγωγής, ήτοι στις 29-2-2012. Επί της προαναφερόμενης δεύτερης αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 2050/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία την απέρριψε λόγω αοριστίας ως προς το αίτημα επιδίκασης των δεδουλευμένων αποδοχών των ετών 2009,2010 και 2011, της αποζημίωσης και του επιδόματος άδειας ετών 2009 και 2010 και του δώρου Χριστουγέννων των ετών 2009,2010 και 2011, ήτοι των επίδικων κονδυλίων. Η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 26-11-2015 (βλ. σχετ. επισημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου του δικαστικού επιμελητή …………) και ως εκ τούτου κατέστη τελεσίδικη στις 28-12-2015. Εν συνεχεία, η ενάγουσα άσκησε την από 22-6-2016 και με αριθμό κατάθεσης ………./2016 υπό κρίση αγωγή της, την οποία επέδωσε στην εναγομένη στις 23-6-2016 (βλ. την υπ΄αριθμ. ………./23-6-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………), ήτοι πριν τη συμπλήρωση έξι μηνών από την τελεσιδικία της 2050/2012 απόφασης επί της δεύτερης αγωγής της. Ενόψει των ανωτέρω, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 263 παρ. 2 και 261 ΑΚ, εφόσον συντρέχει ταυτότητα νομικής και ιστορικής αιτίας της κρινόμενης αγωγής με τις προηγούμενες αγωγές, που απορρίφθηκαν για μη ουσιαστικούς αλλά τυπικούς λόγους (αοριστία), έχει διακοπεί με την άσκηση της πρώτης αγωγής και δεν έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 ΑΚ πενταετής παραγραφή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.. V. Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψη της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι, το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3,174,679 ΑΚ, 8 ν.2112/1920, 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ. 18 παρ. 1 Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ’ απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 836/2019, ΑΠ 529/2016, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός εξάλλου του οφειλέτη περί εξόφλησης ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς τον δανειστή με καταβολή, ενέχει εκ του πράγματος ομολογία του οφειλέτη περί της ύπαρξης της οφειλής αυτής, η οποία στη συνέχεια αποσβέσθηκε με την καταβολή (ΑΠ 836/2019).Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και της ανωμοτί κατάθεσης του ……….., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα υπ΄αριθμ. 1132/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (340 παρ. 1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, είναι μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με αντικείμενο εργασιών την επισκευή και συντήρηση πλοίων. Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, η οποία είναι ανιψιά του …….., συζύγου της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, …………., προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 3-7-2000 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου, με μηνιαίες τακτικές αποδοχές 1.000 ευρώ. Η ενάγουσα, ως και η εναγόμενη συνομολογεί, είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την ταμειακή διαχείριση της εταιρείας, υπό την έννοια ότι προέβαινε, πάντοτε κατ΄εντολήν του ……………., σε πληρωμές είτε προς τους εργαζομένους είτε προς τρίτους προμηθευτές ή άλλους. Οι πληρωμές προς τους εργαζομένους γίνονταν κυρίως με μετρητά, δίχως να υπογράφονται σχετικές αποδείξεις είσπραξης. Τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγομένη δεν κρίνονται πειστικά, για το λόγο δε αυτό άλλωστε η νόμιμος εκπρόσωπος αυτής με την υπ΄αριθμ. ΒΤ 712/2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε ένοχη για παράβαση του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011 κατ΄ εξακολούθηση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών. Επομένως, οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα πρόχειρες σημειώσεις των ετών 2009, 2010, 2011, τις οποίες τηρούσε η ενάγουσα, κατ΄εντολήν του ……………, εν τοις πράγμασι διαχειριστή της εναγομένης, και στις οποίες εμφαίνονται κατά μήνα οι καταβολές στις οποίες προέβαινε η εναγόμενη είτε προς τους εργαζομένους είτε προς τρίτους συναλλαχθέντες με αυτή, τη γνησιότητα των οποίων αμφισβήτησε η εναγόμενη, κρίνονται αληθείς κατά το περιεχόμενό τους και κατά το χρόνο που συντάχθηκαν  και συνιστούν γνήσια έγγραφα, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Η ενάγουσα, υπό την προαναφερόμενη ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου, προσέφερε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη μέχρι τις 30-11-2011, οπότε η τελευταία επέδωσε σ΄ αυτήν την από 30-11-2011 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, η οποία (καταγγελία) ήδη κρίθηκε τελεσίδικα άκυρη, ελλείψει καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν κατέβαλε στην ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα Χριστουγέννων ετών 2009 έως 2011 και επιδόματα αδείας, ως ακολούθως: 1) υπόλοιπο μηνός Ιουνίου 2009 800 €, υπόλοιπο μηνός Ιουλίου 2009 640€, υπόλοιπο μηνός Αυγούστου 600€, υπόλοιπο μηνός Σεπτεμβρίου 2009 850€, υπόλοιπο μηνός Οκτωβρίου 2009 790€, υπόλοιπο μηνός Νοεμβρίου 2009 50€, υπόλοιπο μηνός Δεκεμβρίου 2009 250€, υπόλοιπο μηνός Ιανουαρίου 2010 900€, υπόλοιπο μηνός Φεβρουαρίου 2010 600€, υπόλοιπο μηνός Μαρτίου 350€, υπόλοιπο μηνός Απριλίου 2010 500€, υπόλοιπο μηνός Μαΐου 2010 680 €, υπόλοιπο μηνός Ιουνίου 2010 650€, υπόλοιπο μηνός Ιουλίου 320 €, υπόλοιπο μηνός Αυγούστου 2010 930€, υπόλοιπο μηνός Σεπτεμβρίου 2010 840€, υπόλοιπο μηνός Οκτωβρίου 2010 750€, υπόλοιπο μηνός Νοεμβρίου 2010 850€, υπόλοιπο μηνός Ιανουαρίου 2011 850€, υπόλοιπο μηνός Φεβρουαρίου 2011 780€, υπόλοιπο μηνός Μαρτίου 2011 800€, υπόλοιπο μηνός Απριλίου 2011 850€, υπόλοιπο μηνός Μαΐου 2011 800€, υπόλοιπο μηνός Ιουνίου 2011 850€, υπόλοιπο μηνός Ιουλίου 2011 800€, υπόλοιπο μηνός Αυγούστου 2011 850€, υπόλοιπο μηνός Σεπτεμβρίου 2011 850€, ήτοι συνολικά το ποσό των 18.780 ευρώ, 2) επίδομα Χριστουγέννων ετών 2009, 2010 και 2011 1000€ για κάθε έτος, εκ των οποίων η ενάγουσα έλαβε με νομότυπη δημόσια κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για το έτος 2011 το ποσό των 990,04 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 9,96 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.009,96 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγόμενη, και 3) επίδομα αδείας ετών 2009 και 2010 το ποσό των 500 ευρώ για κάθε έτος, ήτοι το ποσό των 1.000 ευρώ. Επομένως, η εναγόμενη οφείλει συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 21.789,96 ευρώ (18.780+2.009,96+1.000).

Η εναγόμενη, παραδεκτά προέβαλε με συνοπτική δήλωση στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της υπ΄αριθμ. 1132/2017 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, τον από το άρθρο 416 ΑΚ ισχυρισμό ολικής εξόφλησης των αξιώσεων της ενάγουσας, τον οποίο (ισχυρισμό) ανέπτυξε στη συνέχεια στις από 20-2-2017 και 26-9-2019 έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά λέξη ως ακολούθως: «Η αντίδικος έχει πλήρως εξοφληθεί για όλες τις δεδουλευμένες μηνιαίες αποδοχές της, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές αδείας, επιδόματα αδείας των ετών 2009-2011…όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ΄ επικλήσεως με αριθμό ……/19.12.2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας …………. επέδωσα σε αυτή γραμμάτιο παρακαταθήκης ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΟΦΕΙΛΗ ΜΟΥ, ήτοι του δώρου Χριστουγέννων 2011 ποσού 990 και 4/100, την οποία η ίδια δεν ήρθε να παραλάβει…». Πλην όμως με το περιεχόμενο αυτό, η ανωτέρω ένσταση, με την οποία η εναγόμενη ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι έχει εξοφλήσει τις αγωγικές αξιώσεις σχετικά με τα επιδόματα εορτών, τις δεδουλευμένες αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, χωρίς όμως να παραθέτει, ως όφειλε, τους χρόνους καταβολής και τα επιμέρους εκ μέρους της καταβληθέντα ποσά αλλά ούτε και περαιτέρω ανάλυση και εξειδίκευση των τυχόν καταβληθέντων ποσών, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη του κεφαλαίου αυτού της απόφασης, πέραν του μέρους που αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2011, είναι αόριστη, και απορριπτέα, ενόψει του ότι τα αγωγικά κονδύλια αφορούν περισσότερες της μιας απαιτήσεις, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά από τις αποδείξεις, αφού για τη θεμελίωσή της δεν αναφέρθηκαν τα ποσά, που καταβλήθηκαν, για τις πιο πάνω αιτίες, ούτε ο χρόνος καταβολής εκάστου εξ αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό της εναγομένης με την ίδια αιτιολογία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

VΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί αλλ` απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον τελευταίο (υπόχρεο) η καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν` ασκηθεί εναντίον του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΑΠ207/2014). Ειδικότερα επί αξιώσεων εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν` ασκήσει τις αξιώσεις αυτές (ΑΠ 1103/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της, από άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα για την αιτία αυτή (Ολ. ΑΠ 472/1983, ΑΠ 691/2018, ΑΠ 2024/2009, ΑΠ 497/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η κατά τα άρθρα 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται την απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ ως απαράδεκτης, σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή στο Εφετείο το πρώτο (ΟλΑΠ 472/1983). Εξάλλου, κατά το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. δ ΚΠολΔ «τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως διαφορετικά είναι απαράδεκτα».

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της κατ` αυτής ένδικης αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, προέβαλε με συνοπτική δήλωση στα πρακτικά τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων της ενάγουσας, χωρίς να αναπτύξει τον ισχυρισμό τούτο στις προτάσεις της και χωρίς να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και να διατυπώσει αίτημα απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής. Επομένως, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη του κεφαλαίου αυτού της απόφασης, απαραδέκτως κατ΄ άρθρο 591 παρ. 1γ και δ ΚΠολΔ  και αορίστως προβάλλεται ο ως άνω ισχυρισμός και πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου (κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

VΙΙ.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής του σχετικού, νόμιμου αιτήματος της (άρθρο 106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρ. 176,183 και 189 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 16-7-2020 (αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2020) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 1474/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   20 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ