Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 467/2021

Αριθμός  467/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………., 2) ………… και 3) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αριάδνη Νούκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας …………… η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Παπαστύλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι καλούντες-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.4.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε  η υπ΄ αριθμ. 4728/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη καλούντες-εκκαλούντες με την από  26.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  …………./2018) η 23η.5.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 20.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2019) κλήση των καλούντων-εκκαλούντων, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 2ας.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 55/2020 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 9ης.7.2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες- ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα• ότι, γι` αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/13, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι` αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το Ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το Ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019).

ΙΙ. Εξάλλου,  μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ανωτέρω ειδικές περιπτώσεις (άρθρ. 2 § 7 N.2251/1994) είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά την λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017, ΝΟΜΟΣ). Η αρχή της διαφάνειας των ΓΟΣ διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ.2 και 5 εδ.α’ της Οδηγίας αυτής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα, οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εν τούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Στο εσωτερικό δίκαιο, η αρχή της διαφάνειας περιέχεται στο άρθρο 2 παρ.2α’ και 7 ε’, ια’ του Ν.2251/1994. Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30/4/2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Η αρχή της διαφάνειας ανάγεται σε δείκτη που καθοδηγεί στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ.6 εδ.α Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα συνιστά κριτήριο εξειδίκευσης της «σημαντικής διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας, καθόσον οι αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω των άρθρων 2 παρ.1-3 και 5 του Ν.2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ.ε,ζ,η,ι,ια του ιδίου νόμου. Η αρχή της διαφάνειας συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων που πρέπει να διακρίνει τους ΓΟΣ. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη πτυχή αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή η προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (ΔΕΕ της 30/4/2014, Arpad Kasler κατά OTP Jelzalogbank Zrt, υπόθεση C-26/13, σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του καταναλωτή. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγάμενες απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνο που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μιας διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ενώ αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια εξειδικεύεται σε πολλές περιπτώσεις της παραγράφου 7, όπως για παράδειγμα στο εδ.ε {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο»), εδ. ζ {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση»), εδ.η {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του»), εδ.ι {«…επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο»), εδ.ια («…χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (ad hoc ΑΠ 430/2015, ο.π.). Ένας ΓΟΣ, ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος (ΟλΑΠ 12/2017, ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – (ΕφΑθ 699/2020, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, από  26-7-2018 (………../2018) έφεση των εναγόντων – εκκαλούντων, κατά της υπ’ αριθμόν 4728/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την νέα τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1, 511, 513παρ1περ β’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 και 524παρ1 ΚΠολΔ), έχει δε καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (495παρ3Αγ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533παρ1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία.

Με την από 10-4-2015 (………./2016) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, εκθέτουν ότι, στις 18-7-2007 προέβησαν στην υπογραφή των … και ….. δύο συμβάσεων στεγαστικών δανείων συναλλάγματος και ήτοι σε ελβετικό φράγκο, με την εναγομένη, το πρώτο από τα οποία είχε μεταφερθεί από την Τράπεζα Πειραιώς και έγινε αναχρηματοδότησή του από την τελευταία. Ότι, τα δάνεια αφορούσαν το ποσό των 1.187.038,78 CHF και 50.156,57 CHF αντιστοίχως, ενώ, στις 23-8-2007, έλαβε χώρα η εκταμίευση αφενός ποσού 727.753,53€ στον ………….. λογαριασμό και αφετέρου ποσού 50.156,57€ στον ίδιο κοινό καταθετικό λογαριασμό των εναγόντων. Ότι, για τη μετατροπή των ελβετικών φράγκων σε ευρώ εφαρμόσθηκε συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας εκείνης (23-8-2007) ήτοι 1€ προς 1,6311 CHF. Ότι οι ενάγοντες πείσθηκαν από τους υπαλλήλους της εναγομένης ότι ήταν περισσότερο συμφέρουσα γι’αυτούς η επιλογή δανεισμού σε συνάλλαγμα και δη σε ελβετικό φράγκο, πρακτική διαδεδομένη κατά το χρονικό διάστημα 2006 – 2008, λόγω της χαμηλής τοκοχρεωλυτικής δόσης που προέκυπτε από το χαμηλό επιτόκιο, λόγω Libor, συγκριτικά με το επιτόκιο και αντίστοιχα τις δόσεις των δανείων σε ευρώ. Ότι, προς εξασφάλιση των ανωτέρω δανείων έγινε εγγραφή δύο προσημειώσεων σε ακίνητα των β’ και γ’ εναγόντων. Επίσης, ότι υπέγραψαν με την εναγομένη δύο συμβάσεις προστασίας της δόσης, για 36 δόσεις, δηλαδή για μία τριετία, για την προστασία από τον κίνδυνο της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ότι, σύμφωνα με τον όρο 7α παρ2 των ανωτέρω συμβάσεων «Εφ’ όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής». Ότι, μετά τα έτος 2009, η συναλλαγματική ισοτιμία άρχισε σταδιακά να μεταβάλλεται με υποτίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, με αποτέλεσμα να προβούν στην υπογραφή της από 14-10-2011 σύμβασης επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων σε 10 δόσεις. Ότι, οι ενάγοντες συνέχισαν τις καταβολές μέχρι την 7-4-2015, οπότε και άσκησαν αγωγή κατά την εναγομένης, από την οποία παραιτήθηκαν και εν συνεχεία άσκησαν την ένδικη αγωγή τους. Περαιτέρω, επικαλούμενοι την ακυρότητα του ανωτέρω συμβατικού όρου ως καταχρηστικού, λόγω αντιθέσεώς του προς τις διατάξεις του άρθρου 2παρ  2, 6 και 7 του Ν 2251/1994 και επικουρικώς της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ανωτέρω ακυρότητα, να καθορισθεί ως συναλλαγματική ισοτιμία της αποπληρωμής των δανείων η ισχύουσα κατά την ημέρα της εκταμίευσης και να γίνει επανακαθορισμός, από την εναγομένη, τόσο των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί όσο και του άληκτου υπολοίπου των δανείων, με βάση την ανωτέρω συναλλαγματική ισοτιμία. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη νέα τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία την απέρριψε ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφονται οι ηττηθέντες ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αιτούμενοι την εξαφάνισή της, με σκοπό να  γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Από την επανεκτίμηση των νομίμως και εμπροθέσμως ληφθεισών, με επιμέλεια της εναγομένης, για την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία, ένορκων, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, βεβαιώσεων, με αριθμούς ……., ……. και ………/-12-2016, των …………, αντιστοίχως (σημειώνεται ότι, οι ……… και ………/24-11-2015 ένορκες, ενώπιον συμ/φου, βεβαιώσεις των ……. και ……….., έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, μεταξύ διαφορετικών διαδίκων και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το έτος 2006, οι διάδικοι, από τους οποίους ο β’ και η γ’ είναι τέκνα του πρώτου και (όλοι) ομόρρυθμα μέλη της εταιρείας «……………….», με αντικείμενο δραστηριότητας το εμπόριο ειδών κοπής και συγκόλλησης μετάλλου καθώς και ιατρικών αναλωσίμων, αποφάσισαν να προβούν στην αγορά ενός ακινήτου (οικοπέδου μετά της εντός αυτού ισόγειας οικοδομής) για τις ανάγκες στέγασης της επιχειρήσεώς τους, στον Πειραιά. Για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν αρχικώς στην Τράπεζα Πειραιώς, προς το σκοπό λήψεως στεγαστικού δανείου, οι υπάλληλοι της οποίας τους ενημέρωσαν για τα δανειακά προϊόντα και τους πρότειναν ως πλέον συμφέρουσα την λήψη δανείου σε ελβετικό φράγκο, το οποίο θα τους εξασφάλιζε ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο, λόγω Libor, γεγονός που θα τους εξασφάλιζε και ιδιαίτερα χαμηλή δόση αποπληρωμής. Ακολούθως, οι ενάγοντες προέβησαν στην υπογραφή της από 28-12-2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου, ποσού 961.740 CHF, που αντιστοιχούσε, στο χρόνο της εκταμίευσης (10-1-2007) στο ποσό των 597.691,89€. Περί τα μέσα του έτους 2007, οι ενάγοντες θέλησαν να λάβουν ένα δεύτερο στεγαστικό δάνειο, ποσού 30.000€, για την ανακαίνιση / βελτίωση της οικίας τους, επί της οδού ……….. στη Βούλα. Τότε απευθύνθηκαν στην εναγομένη, η οποία δια των αρμοδίων υπαλλήλων της τους ενημέρωσε, ότι συνέφερε ο δανεισμός σε ελβετικό φράγκο, λόγω του χαμηλού επιτοκίου, συγκριτικά με το επιτόκιο δανείου σε ευρω, γιατί κατ’αποτέλεσμα θα προέκυπτε χαμηλότερη μηνιαία δόση αποπληρωμής. Λόγω δε της ύπαρξης του προγενέστερου δανείου των εναγόντων σε ελβετικό φράγκο, τους προτάθηκε από την εναγομένη η μεταφορά του πρώτου δανείου σε αυτήν, με προσφορά καλύτερου επιτοκίου. Επίσης, η εναγομένη ενημέρωσε του ενάγοντες ότι υπήρχε η δυνατότητα επιλογής σταθερού επιτοκίου για δύο έτη καθώς και η δυνατότητα ασφάλισης της δόσης από τον κίνδυνο της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, με μικρή επιβάρυνση της τάξεως του 0,20% επί του επιτοκίου, για χρονικό διάστημα 3 ετών, με δυνατότητα ανανέωσης. Ακολούθως, οι ενάγοντες μετέφεραν το αρχικό δάνειό τους από την Τράπεζα Πειραιώς στην εναγομένη, με αναχρηματοδότησή του, υπογράφοντας, στις 18-7-2007,  δύο δανειακές συμβάσεις στεγαστικού δανείου, με χρόνο αποπληρωμής 177 μηνιαίες δόσεις ήτοι α) την …. και β) την …., που αφορούσαν το ποσό των 1.187.038,78 CHF και 50.156,57 CHF αντιστοίχως, ενώ στις 23-8-2007 έλαβε χώρα η εκταμίευση αφενός ποσού 727.753,53€ στον …………… κοινό καταθετικό λογαριασμό των εναγόντων και αφετέρου ποσού 50.156,57€, στον ίδιο λογαριασμό (α’ και β’ δάνειο, αντιστοίχως). Η δε συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας εκείνης ανερχόταν σε 1€ προς 1,6311 CHF. Παράλληλα, οι ενάγοντες υπέγραψαν και δύο παραρτήματα στις ανωτέρω συμβάσεις, από τα οποία το πρώτο αφορούσε τη συμφωνία για σταθερό επιτόκιο, για χρονικό διάστημα 2 ετών και εν συνεχεία κυμαινόμενο και το δεύτερο (παράρτημα) την προστασία της δόσης από τις πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, για χρονικό διάστημα 3 ετών, με δυνατότητα ανανέωσης. Ακόμη αποδείχθηκε, ότι οι ενάγοντες ενέγραψαν συναινετική προσημείωση υποθήκης σε δύο ακίνητά τους, για την εξασφάλιση των κατ’αυτών απαιτήσεων της εναγομένης από τα ανωτέρω δάνεια. Ακολούθως, οι ενάγοντες άρχισαν να καταβάλλουν μηνιαίες δόσεις σε ευρω, κατά την ισοτιμία της ημέρας καταβολής κάθε φορά. Ωστόσο, από το έτος 2010 και λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης, άρχισε να μεταβάλλεται σημαντικά η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, με υποτίμηση του ευρώ έναντι του CHF, με αποτέλεσμα οι καταβολές των εναγόντων να εξαντλούνται στα έξοδα και τους τόκους και να μην γίνεται σημαντική απομείωση των αρχικώς δανεισθέντων κεφαλαίων. Ενόψει αυτής της δυσμενούς μεταβολής,  οι ενάγοντες υπέγραψαν αφενός την από 14-10-2011 σύμβαση επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής του α’ δανείου, σε 180 δόσεις και αφετέρου την από 13-1-2015 πρόσθετη πράξη αναστολής καταβολής μιας ληξιπρόθεσμης μηνιαίας δόσης του β’ δανείου έως τη λήξη της επόμενης, καθώς και την καταβολή μειωμένης δόσης, για χρονικό διάστημα 12 μηνών. Ακολούθως, η τελευταία καταβολή τους και για τα δύο δάνεια, πραγματοποιήθηκε στις 7-4-2015, με τη συναλλαγματική ισοτιμία να ανέρχεται σε 1€ προς 1,017 CHF. Έως εκείνο το χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες είχαν καταβάλει συνολικά αφενός το ποσό των 421.955,61€, αναφορικώς με το α’ δάνειο, από το οποίο καταλογίστηκε έναντι του αρχικού κεφαλαίου το ποσό των 329.777,04€ και αφετέρου το ποσό των 22.541,27€, αναφορικώς με το β’ δάνειο, από το οποίο καταλογίστηκε έναντι του αρχικού κεφαλαίου το ποσό των 18.692,97€, αντιστοίχως. Ωστόσο, με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία (1,631) της 12-1-2007 (ημέρα εκταμίευσης των δανείων σε €) το άληκτο κεφάλαιο του α’ δανείου ανέρχεται στο ποσό των 649.139,45 CHF και του β’ δανείου στο ποσό των 19.666,47€ CHF, ενώ με την ισοτιμία (1,07) της 9ης-4-2015 (δύο ημέρες μετά την τελευταία καταβολή των εναγόντων) το άληκτο κεφάλαιο ανέρχεται σε 745.706,99 CHF και σε 25.672,71 CHF, αντιστοίχως. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι μετά τη δυσμενή αυτή μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι ενάγοντες έπαψαν τις περαιτέρω καταβολές δόσεων και άσκησαν την ένδικη αγωγή τους, επικαλούμενοι καταχρηστικότα του ΓΟΣ που διατυπώνεται στο άρθρο 7α παρ2 των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων, σύμφωνα με τον οποίο «Εφ’ όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής», λόγω αντίθεσής του στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ 2, 6 και 7 του Ν 2251/1994, και ειδικότερα γιατί ο ανωτέρω όρος είναι, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, αδιαφανής, ασαφής και αόριστος, ενώ αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ο ανωτέρω συμβατικός όρος των δύο δανειακών συμβάσεων εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους – naturalia negotii – της επίδικης σύμβασης, αφού επαναλαμβάνει επακριβώς τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, δίχως να εισάγει απόκλιση από αυτή και δίχως να συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως, δίχως να εναποθέτει τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας και γενικότερα της παροχής στην εναγομένη Τράπεζα, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Άλλωστε, οι μεταβολές στη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων προκαλείται από παράγοντες που δεν εξαρτώνται από την εκάστοτε δανείστρια τράπεζα αλλά από τις μεταβολές στο ΑΕΠ διαφόρων κρατών, τις μεταβολές στον πληθωρισμό και τις μεταβολές στο επιτόκιο (βλ την από 2-12-2015 Έκθεση τεχνικού συμβούλου, της ….., που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη, με αναλυτική αναφορά στις ανωτέρω έννοιες και στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο). Περαιτέρω, κατά την ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διάταξη, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της συνομολόγησης ή της λήξης του χρέους, αλλά εκείνος της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή προς όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη. Ο όρος αυτός, που έχει τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανής, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Είναι σαφές, ότι οι κρίσιμες δανειακές συμβάσεις, δεν εμφανίζουν ατυπικά χαρακτηριστικά, συγκριτικά με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ισχύει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291 ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου, ο οποίος δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής, οφειλής σε ξένο νόμισμα, ανεξάρτητα από το είδος της καταρτισθείσας σύμβασης. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις, που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως η κρίσιμη δανειακή σύμβαση, με την οποία συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα – ελβετικά φράγκα- με βάσει το ΠΔ 96/1993, ΠΔ.104/1994, ΠΔ/ΤΕ 2303/1994, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, ΠΔ/ΤΕ 2342/1994, αρ. 63 επ. ΣΛΕΕ, αρθ. 5 § 1 ν.2842/2000. Περαιτέρω, η εναγόμενη Τράπεζα, για τη ρύθμιση των σχέσεών της με τους δανειολήπτες, συμπεριέλαβε στις κρίσιμες συμβάσεις όρο, ο οποίος, όχι μόνο δεν αποκλίνει από τις σχετικές διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, αντιθέτως, επαναλαμβάνει αυτούσια τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, ως εκ τούτου, ο όρος δεν υπόκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και κατ`επέκταση της νομοθεσίας περί προστασίας καταναλωτή, σε κάθε δε περίπτωση, ο εν λόγω όρος, ως επαναλαμβάνων την 291 ΑΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα και με την ως άνω νομολογία, ότι προκαλεί σημαντική διατάραξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στον προμηθευτή και τους καταναλωτές. Συνεπώς, ο όρος 7α παρ2 είναι Γ.Ο.Σ.  επαναλαμβάνει εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, όπως το έθεσε όταν θέσπιζε την ως άνω εθνική ρύθμιση. Και για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκ. Προοιμίου της Οδηγίας και αριθ. 1 παρ. 2 αυτής), κατά την οποία, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, δίχως να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους. Στην ίδια δε κρίση κατέληξε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 93/2013 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου 1ου λόγου της κρινομένης έφεσης ως αβάσιμου. Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται η οικεία σύμβαση με πραγματική εισαγωγή τραπεζογραμματίων ελβετικού φράγκου, αλλά δύναται να χορηγείται αυτό από την τράπεζα με τη μορφή λογιστικού χρήματος, προερχόμενου είτε από άντληση κεφαλαίων στο οικείο νόμισμα από τη χρηματαγορά είτε από δανεισμό της τράπεζας από το διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι δεν τίθενται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα (άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ, 5 παρ. 1 Ν. 2842/2000, ΠΔΤΕ 2325/1994). Να σημειωθεί, ότι οι ενάγοντες εσφαλμένως υπολαμβάνουν ότι επειδή η εκταμίευση του ποσού των δανείων έγινε σε ευρώ, εφόσον το ποσό επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για συναλλαγές στην εγχώρια αγορά, όπου το επίσημο νόμισμα είναι το ευρώ, το γεγονός αυτό μετέβαλε την ιδιότητα των δανείων από δάνεια σε συνάλλαγμα ήτοι σε ελβετικό φράγκο, σε δάνεια σε ευρώ. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί ότι οι μεν δανειακοί λογαριασμοί δηλαδή ο …… και ο …………., αντιστοίχως, στον οποίο πιστώθηκαν αρχικώς τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, τηρούνταν στο νόμισμα του δανείου, ενώ ο ανωτέρω αναφερθείς κοινός καταθετικός λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου τηρούνταν σε ευρώ. Περαιτέρω, η χορήγηση του ένδικου δανείου δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως επενδυτική υπηρεσία, όπως επίσης εσφαλμένως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, αφού σκοπός αυτών (δανειακών συμβάσεων), όπως και οι ίδιοι οι ενάγοντες/εκκαλούντες δέχονται, ήταν η λήψη του δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας, κατά τρόπο, που, στην προκειμένη περίπτωση, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του ένδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, χωρίς να υφίσταται πράξη προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι δε γίνεται επίκληση στην υπό κρίση αγωγή δέσμευσης κεφαλαίων, με σκοπό την επερχόμενη αύξηση αυτών και εισροή νέων, αλλά αντίθετα εκτίθενται περιστατικά εκταμίευσης ορισμένων ποσών, προορισμένων για στεγαστικές ανάγκες (ανέγερση οικοδομής, ανακαίνιση κατοικίας) με την επ’ ωφελεία των εναγόντων εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία μεταξύ των διαδίκων ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα (βλ σχ ΕφΑθ 699/2020). Από την απλή ανάγνωση του ανωτέρω όρου (για τον οποίο κρίθηκε ήδη ότι πρόκειται για «δηλωτικό» όρο που δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας) προκύπτει σαφώς ότι προκειμένου να πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις ο δανειολήπτης θα πρέπει να καταβάλλει τις δόσεις είτε σε συνάλλαγμα, το οποίο κατέχει ή θα προμηθευτεί από την τραπεζική αγορά είτε σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα κατά το χρόνο πληρωμής κάθε δόσης ισοτιμία των νομισμάτων. Σε συμμόρφωση δε με τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, συμφωνήθηκε να υπολογίζεται το ποσό του συναλλάγματος σε ευρώ με την ισοτιμία της ημέρας καταβολής του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού. Οι ενάγοντες γνώριζαν ότι δεν θα καταβάλλουν ευρώ για την αγορά των ελβετικών φράγκων με βάση σταθερή ισοτιμία. Όλοι οι όροι (και ο επίμαχος ΓΟΣ) της δανειακής σύμβασης έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και από την απλή ανάγνωσή τους δεν προκύπτει η οποιαδήποτε αμφιβολία για το είδος της παροχής και τον τρόπο υπολογισμού της, ότι δηλαδή ο δανειολήπτης οφείλει να καταβάλει ως μηνιαία δόση, είτε το ποσό σε ελβετικό φράγκο είτε το αντίστοιχο ποσό των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, με βάση υπολογισμού την ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής και ότι αυτή η ισοτιμία δεν θα είναι σταθερή, αλλά είναι πιθανό να μεταβληθεί. Εξάλλου, δεν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας του επίδικου όρου λόγω αντίθεσης του στην περίπτωση ια` της παραγρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, αφού η σύνδεση του ύψους της δανειακής δόσης με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων αποτέλεσε αντικείμενο της υπογραφείσας Δανειακής Σύμβασης, εν γνώσει του ανέφικτου του εκ των προτέρων προσδιορισμού της μελλοντικής διακύμανσης. Το νόημα των όρων αυτών γίνεται αντιληπτό από τον μέσο συνετό καταναλωτή που διαθέτει τις μέτριου ή/και βασικού επιπέδου γραμματικές γνώσεις και δεν τεκμαίρεται καταρχήν απειρία ως προς τις συναλλαγές λόγω ενδεχομένως, μικρής ηλικίας ή έλλειψης πανεπιστημιακής μόρφωσης. Πρόκειται για έννοιες που είναι γνωστές και αντιληπτές σε κάποιον που δανείστηκε το ίδιο χρονικό διάστημα από ελληνική τράπεζα σε συνάλλαγμα, σύμφωνα με την καλή πίστη και τη συναλλακτική ευθύτητα δείχνοντας την δέουσα επιμέλεια (ΟλΑΠ 32/1988). Πρέπει δε αναφερθεί εδώ, ότι οι ενάγοντες διατηρούσαν καταθέσεις σε συνάλλαγμα ήτοι σε δολλάρια ΗΠΑ και σε αγγλικές λίρες στερλίνες (γεγονός που αναφέρει η εναγομένη – βλ την ……./2016 ένορκη βεβαίωση του υπαλλήλου της / Συμβούλου στέγης ……. – και δεν αμφισβήτησαν οι πρώτοι), οπότε γνώριζαν την έννοια και τη λειτουργία της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αφού αυτή επηρέαζε / μετέβαλε καθημερινώς το ποσό των καταθέσεών τους στην έκφρασή του σε ευρώ. Η έννοια της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» είναι πασίδηλη και οικεία, καθώς σε καθημερινή βάση επηρεάζει τις συναλλαγές οποιουδήποτε αγοράζει εισαγόμενα προϊόντα ή απλά ταξιδεύει στο εξωτερικό και δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις, για να αντιληφθεί ο εκάστοτε δανειολήπτης, ακόμα και ο πιο αδαής, ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι σταθερός παράγοντας και ενέχει, όχι μόνον ωφέλειες, αλλά και κινδύνους, πολύ δε περισσότερο οι συγκεκριμένοι ενάγοντες που είναι επιχειρηματίες, ασχολούμενοι επί σειρά ετών με το εμπόριο, όπως προεκτέθηκε. Η δε ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ είναι πληροφορία που εύκολα μπορεί να γίνει γνωστή, ακόμα και με απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο, ενώ το ισάξιο του συναλλάγματος – εν προκειμένω CHF- σε ευρώ βρίσκεται με απλό μαθηματικό τύπο. Ακόμα, ο ανωτέρω όρος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αόριστος ή ασαφής, διότι από τη γραμματική του διατύπωση, η οποία είναι απολύτως σαφής, μη επιδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία, προκύπτει ότι μπορούσε να καταστεί αντιληπτή από τον δανειολήπτη η ύπαρξη της ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη δανειακή σύμβαση. Επίσης, μπορούσε να γίνει αντιληπτός και ο κίνδυνος της σχετικής συμφωνίας, ενόψει του ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι γνωστό στο μέσο συναλλασσόμενο, ότι η ισοτιμία των νομισμάτων είναι μεταβαλλόμενη, ακόμα και με μεγάλη κατά καιρούς διακύμανση. Οι ενάγοντες / εκκαλούντες επιχειρούν να θεμελιώσουν την επικαλούμενη αδιαφάνεια του ανωτέρω όρου ως προς τον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποστηρίζοντας ότι δεν ενημερώθηκαν επαρκώς και δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν την πραγματική έννοια της συμφωνίας και ειδικότερα τον κίνδυνο που ελάμβαναν από την πιθανή διακύμανση της ισοτιμίας μεταξύ της ισοτιμίας του ευρώ και ελβετικού φράγκου. Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, αποδείχθηκε, ότι  ενάγοντες είχαν και σωστή ενημέρωση / πληροφόρηση εκ μέρους της εναγομένης και πλήρη επίγνωση του κινδύνου που μπορούσε να προκύψει από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, για το λόγο αυτό και προχώρησαν στην υπογραφή των παραρτημάτων που προαναφέρθηκαν, δηλαδή στην υπογραφή αφενός συμβάσεως διετούς διάρκειας για σταθερό επιτόκιο και αφετέρου συμβάσεως τριετούς διάρκειας για την προστασία της δόσεως από τον ανωτέρω κίνδυνο, την οποία (σύμβαση) όμως δεν ανανέωσαν μετά η λήξη της, αν και είχαν αυτή τη δυνατότητα. Επίσης, από τα ενημερωτικά έγγραφα της εναγομένης, που οι ίδιοι προσκομίζουν και επικαλούνται (βλ σχετικά 43α και 45), προκύπτει ότι σε αυτά αναφέρονταν αναλυτικά ως μέσα προστασίας από τον κίνδυνο της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αφενός η σύμβαση σταθερού επιτοκίου και εν συνεχεία κυμαινόμενου και αφετέρου η σύμβαση προστασίας δόσης με δυνατότητα συνεχούς ανανέωσης (την οποία οι ίδιοι επέλεξαν να μην ανανεώσουν κατά την αρχική λήξη της), ενώ σε κανένα σημείο δεν υπάρχει η διαβεβαίωση της εναγομένης περί διαρκούς, σε βάθος χρόνου, σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επίσης, υπήρχε και η δυνατότητα μετατροπής του δανείου σε ευρώ, την οποία προσέφεραν όλα τα τραπεζικά ιδρύματα, λύση για την οποία ενημερώθηκαν από την εναγομένη και την οποία επίσης δεν επέλεξαν (βλ τις …. και ……/2016 ένορκες βεβαιώσεις των τραπεζικών στελεχών της, που επικαλέσθηκε η εναγομένη), όταν διαπίστωσαν την σταδιακή δυσμενή μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων (υποτίμηση του € έναντι του CHF). Ενόψει λοιπών των ανωτέρω αποδειχθέντων, σε συνδυασμό με όσα εκτέθηκαν στις δύο πρώτες νομικές σκέψεις, στην προκειμένη περίπτωση δανεισμού δεν τίθεται θέμα καταχρηστικότητας του όρου 7α παρ2 των δανειακών συμβάσεων, ενώ τηρήθηκε ο όρος της διαφάνειας, της σαφήνειας και της ενημέρωσης, χωρίς να υπάρχει διατάραξη στην ισορροπία των δικαιωμάτων μεταξύ των συναλλαχθέντων δηλαδή τράπεζας και δανειοληπτών. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου : α) 2ος λόγος της κρινομένης έφεσης, κατά τον οποίο ο ανωτέρω συμβατικός όρος δεν επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του 291 ΑΚ, επειδή εκεί γίνεται λόγος για «δικαίωμα» πληρωμής είτε στο αλλοδαπό νόμισμα χορήγησης είτε σε €, με την αντίστοιχη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, ενώ στις δανειακές συμβάσεις γίνεται λόγος για «υποχρέωση» πληρωμής με έναν από τους ανωτέρω τρόπους. Κι αυτό, γιατί, πέραν όσων προεκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις ως προς την ταυτότητα του επίμαχου όρου με τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, κατά λογική αναγκαιότητα δεν υπάρχει διαφορετική δυνατότητα πληρωμής. Β) 3ος λόγος της κρινομένης έφεσης, κατά τον οποίο με τη διατύπωση του επίδικου συμβατικού όρου δεν πληρούται ο όρος της «διαφάνειας» που πρέπει να διέπει του ΓΟΣ μιας τέτοιας σύμβασης. Γ) Ο συναφής με τον προηγούμενο, 4ος λόγος της κρινομένης έφεσης, κατά τον οποίο λόγω της επικαλούμενης ασαφούς και αδιαφανούς διατύπωσης του επίδικου συμβατικού όρου, διαταράχθηκε η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, σε βάρος των εκκαλούντων. Δ) 5ος λόγος της κρινομένης έφεσης, κατά τον οποίο οι ένδικες δανειακές συμβάσεις απέκτησαν στοιχεία επενδυτικής φύσεως, κατά τη διατύπωση της εκκαλουμένης, δηλαδή αποτελούν κατ’αυτούς σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Ωστόσο, όπως ήδη προεκτέθηκε, η σύμβαση δανεισμού σε αλλοδαπό νόμισμα δεν μεταβάλει το χαρακτήρα της σε επενδυτικό προϊόν (βλ σχετικά τη διαφορά μεταξύ στεγαστικού δανείου και επενδυτικού προϊόντος, στην ανωτέρω αναφερθείσα έκθεση του τεχνικού συμβούλου της …….-), ενώ η ανωτέρω έκφραση της εκκαλουμένης δεν αποτελεί παραδοχή περί του αντιθέτου, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες. Άλλωστε αποδείχθηκε, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση και σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 23 της 2014/17/ΕΕ Οδηγίας – επικαλούμενης από τους εκκαλούντες – προβλέφθηκαν από την  εναγομένη δανείστρια Τράπεζα ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των  δανειοληπτών εκκαλούντων/ καταναλωτών από τον κίνδυνο της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας αφενός με τη δυνατότητα μετατροπής της σύμβασης σε εναλλακτικό νόμισμα και εν προκειμένω σε €, την οποία όμως (λύση) δεν επέλεξαν οι εκκαλούντες και αφετέρου με την ύπαρξη άλλων ρυθμίσεων που να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο, όπως τη σύμβαση προστασίας δόσης, της οποίας όμως οι εκκαλούντες έκαναν χρήση μόνο για την πρώτη τριετία και δεν την ανανέωσαν, αν και είχαν αυτή τη δυνατότητα. Αντιθέτως, σύμφωνα με την ενσωματωθείσα στο Ν. 3606/2007, 2004/39/ΕΚ Οδηγία «τα ενυπόθηκα δάνεια, ανεξαρτήτως του νομίσματος στο οποίο έχουν παρασχεθεί, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας», για την οποία δεν τίθεται θέμα εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Ε) 6ος λόγος της κρινομένης έφεσης, α) κατά τον πρώτο σκέλος του οποίου, η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι, ακόμη και σε περίπτωση αναγνώρισης της ακυρότητας του επίδικου συμβατικού όρου, το κενό θα λυνόταν με την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ (που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα), είναι εσφαλμένη, γιατί ουσιαστικά μετακυλύει τον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποκλειστικά στον καταναλωτή δανειολήπτη, μετατρέποντας το δάνειο σε επενδυτικό προϊόν, παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου 4παρ1 του Ν. 242/2000, κατά το οποίο «Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν πράξεις σε συνάλλαγμα, διενεργούν ελεύθερα για ίδιο λογαριασμό και με δικό τους κίνδυνο πάσης φύσεως πράξεις σε συνάλλαγμα» και β) κατά το δεύτερο σκέλος του οποίου, η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι σε περίπτωση μη εφαρμογής της διατάξεως του 291 ΑΚ, η πλήρωση του συμβατικού κενού με βάση της διάταξη της 200 ΑΚ, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμό ως ισοτιμίας πληρωμής την ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης, γιατί αυτό ικανοποιεί μεν στο ακέραιο τα (θεμιτά) συμφέροντα του δανειολήπτη αλλά παραβλέπει τελείως τα (επίσης θεμιτά) συμφέροντα της τράπεζας, η οποία επίσης αναλαμβάνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο με το δανεισμό του συναλλάγματος στη διατραπεζική αγορά. Οι εκκαλούντες, προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους (ότι δηλαδή το ερμηνευτικό κενό από την επικαλούμενη ακυρότητα του συμβατικού όρου έπρεπε να καλυφθεί κατά τη διάταξη του 200 ΑΚ, με ορισμό ως ισοτιμίας πληρωμής, την ισοτιμία του χρόνου εκταμιεύσεως των δανείων και όχι με την ενδοτικού δικαίου διάταξη της 291 ΑΚ), αναφέρουν ότι η εναγομένη δεν εκτέθηκε σε κίνδυνο από τη συναλλαγματική ισοτιμία και ότι ουσιαστικά κερδοσκόπησε σε βάρος τους και σε βάρος των καταναλωτών που έλαβαν δάνειο σε ελβετικό φράγκο. Εντούτοις αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη δεν διέθετε το απαιτούμενο συνάλλαγμα και εν προκειμένω απόθεμα εξ ιδίων σε ελβετικό φράγκο, για να διαθέσει περαιτέρω στους διάφορους δανειολήπτες, αλλά προέβη σε δανεισμό ενός μεγάλου ποσού στη διατραπεζική αγορά, με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο απόκτησης και το διέθεσε σε διάφορους καταναλωτές, που επιθυμούσαν δανεισμό σε ελβετικό φράγκο, αποβλέποντας (οι τελευταίοι) στο χαμηλό επιτόκιο Libor σε συνδυασμό με την ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία, που τους εξασφάλιζε χαμηλή δόση αποπληρωμής, συγκριτικά με το δάνειο σε ευρώ. Και ναι μεν, η εναγομένη φρόντισε να εξασφαλίσει –θεμιτώς- τη θέση της έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου, με διάφορα χρηματοοικονομικά παράγωγα που προβλέπονται στη διατραπεζική αγορά και δεν διαπραγματεύονται μέσω χρηματιστηρίου (Swap, CIRS, συναλλαγές παραγώγων στο πλαίσιο του ISDA), και που αφορούν το σύνολο του δανεισθέντος απ’αυτήν συναλλάγματος και όχι το (μερικό) ποσό που δανείζει κάθε φορά σε κάθε δανειολήπτη, με νέα διαπραγμάτευση των όρων δανεισμού της (βλ σχετικά την αναλυτική περί των ανωτέρω ………../2016 ένορκη βεβαίωση της ………., επικεφαλής της Διεύθυνσης Money Market της εναγομένης, που ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με τη δοθείσα στα πλαίσια άλλης δίκης, με διαδίκους Οργανώσεις Καταναλωτών), αλλά παράλληλα φρόντισε για την πρόταση λύσεων προς τους δανειολήπτες (δηλαδή σταθερό επιτόκιο για ορισμένο χρονικό διάστημα, πρόγραμμα προστασίας δόσης με δυνατότητα ανανέωσης ανά τριετία και δυνατότητα μετατροπής του δανείου σε ευρώ), ώστε να εξασφαλίσει και τη δική τους θέση έναντι των κινδύνων από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, επιχειρώντας να εξισορροπήσει με αυτόν τον τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των δύο πλευρών. Καταληκτικά προς τα ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί, ότι όλοι οι λόγοι της κρινόμενης έφεσης αφορούν ουσιαστικά – με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, σε κάθε έναν από αυτούς – στην εσφαλμένη, κατά τους εκκαλούντες, μη κήρυξη ως καταχρηστικού του συμβατικού όρου περί εφαρμογής, κατά την πληρωμή της κάθε τοκοχρεωλυτικής δόσης των δανείων τους, που γινόταν σε ευρώ, της εκάστοτε ισχύουσας ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων, επιρρίπτοντας τον κίνδυνο από τη διακύμανσή της αποκλειστικά σε αυτούς, αιτίαση, την οποία επαναλαμβάνουν σε κάθε επιμέρους λόγο. Επομένως, μετά την απόρριψη των λόγων της έφεσης ως αβάσιμων, πρέπει να κηρυχθεί και η τελευταία ως αβάσιμη στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο, ενώ πρέπει να συμψηφισθεί ολικώς μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη, ενόψει της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (179, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 26-7-201 (…./2018) έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Αυγούστου 2021  και δημοσιεύθηκε στις  21 Σεπτεμβρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου, Μαρίας Ανδρεοπούλου, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες και με Γραμματέα την  Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως, Ελένης Τσίτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ