Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 472/2021

Αριθμός     472/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Παναγιώτα Κλουκίνα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……….και 2)  …………., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Σόνια Μιχάλαρου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.8.2013 (αριθμ. εκθ. κατάθ. ………/2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 690/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη  της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη και η υπ΄ αριθμ.  4991/2018 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε την αγωγή.

Τις παραπάνω αποφάσεις προσέβαλλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από  27.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 2α.4.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……./2019), οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 83/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. του εκκαλούντος και η πληρεξούσια Δικηγόρος των εφεσιβλήτων,  οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 27-3-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ΄ αρ. 4991/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 690/2015 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), [η οποία, συμπροσβάλλεται)], που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν οι εκκαλουμένη και συμπροσβαλλομένη αποφάσεις, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (βλ. άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).

Με την από 20-8-2013 (αρ. καταθ. ……./2013) αγωγή τους οι ενάγουσες, ήδη εφεσίβλητες, ισχυρίστηκαν ότι είναι συγκύριες, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάστη, του λεπτομερώς περιγραφομένου αγροτεμαχίου, μετά του επ΄ αυτού κτίσματος, το οποίο αποτελείται από ισόγειο όροφο, πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, ένα βοηθητικό χώρο και σκεπαστές βεράντες, όπως λεπτομερώς περιγράφονται, κειμένου στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Σεληνίων Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, εκτός σχεδίου πόλεως, επί της . ………………… στην οποία φέρει τον αριθμό ……. Ότι την κυριότητα του ακινήτου αυτού απέκτησαν με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με γονική παροχή από τη μητέρα τους …… σύζυγο ………, το γένος ………………… και …….., δυνάμει του υπ΄ αρ. ……./25-8-1998 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου. Ακολούθως, ισχυρίστηκαν, καθ΄ υποφοράν, ότι το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχό τους με αγορά από τον …….. δυνάμει του υπ΄ αρ. …/11-8-1992 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νόμιμα μεταγεγραμμένου. Ότι το εν λόγω ακίνητο απέκτησε ο ………, ο οποίος είχε ανοικοδομήσει και την ισόγεια οικία το έτος 1966, με διανομή δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/13-4-1970 συμβολαίου διανομής του Συμβολαιογράφου Πειραιώς . …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου, με το οποίο διένειμε με τον . ………………… . ένα αγροτεμάχιο μεγαλύτερης έκτασης, 660 τ.μ., το οποίο φαίνεται με τον αριθμό 7 στο από Οκτωβρίου 1961 διάγραμμα του Μηχανικού ………., όπως αναλυτικά περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι οι τελευταίοι δικαιοπάροχοί τους είχαν αποκτήσει το ακίνητο αυτό με αγορά από τον …………., έκαστος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, με το υπ΄ αρ. ………./29-7-1965 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νόμιμα μεταγεγραμμένο. Επιπλέον ισχυρίστηκαν ότι ο …….. απέκτησε το ανωτέρω ακίνητο των 660 τ.μ. με αγορά από την …., το γένος . …………………, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……./1963 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νόμιμα μεταγεγραμμένου. Ότι η τελευταία είχε αποκτήσει αυτό, δυνάμει του υπ΄ αρ. …./2-4-1962 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., νόμιμα μεταγεγραμμένου, με αγορά από τον ………………… ., ο οποίος ήταν κύριος μείζονος, περιγραφόμενης σ΄ αυτήν (αγωγή), εκτάσεως, 18 στρεμμάτων, την οποία διαίρεσε στα εμφαινόμενα στο από Οκτωβρίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού ……. μικρότερα αγροτεμάχια. Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκαν ότι το ανωτέρω ακίνητο των 18 στρεμμάτων ο ………………… ., ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1899, νεμόταν για περισσότερο από 40 χρόνια με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, χρησιμοποιώντας αυτό για αγροτικές καλλιέργειες, και ότι κατά τον τρόπο αυτό έγινε κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι ο τελευταίος (………………… .) κατείχε το εν λόγω ακίνητο συνεπεία άτυπης διανομής, μεταξύ συγγενών του, συγκληρονόμων του παππού του  …………………., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1901 και απέκτησε με τίτλους κτήσης κατά το χρονικό διάστημα 1865-1894 διάφορα ακίνητα σε διάφορες περιοχές της Σαλαμίνας και ιδιαίτερα στην περιοχή των Αμπελακίων και Σεληνίων Σαλαμίνας, και του προπάππου ……………., ο οποίος απέκτησε με τίτλους κτήσης κατά το χρονικό διάστημα 1857-1866 διάφορα ακίνητα σε διάφορες περιοχές της Σαλαμίνας και ιδιαίτερα στην περιοχή των Αμπελακίων και Σεληνίων Σαλαμίνας. Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι ο πατέρας του…………………, ήτοι ο . ………………… ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1913, απέκτησε με τίτλους κτήσης κατά το χρονικό διάστημα 1879-1902 διάφορα ακίνητα σε διάφορες περιοχές της Σαλαμίνας και ιδιαίτερα στην περιοχή των Αμπελακίων και Σεληνίων Σαλαμίνας. Ότι για τα αγροτικά ακίνητα της οικογένειας ………………… δεν υπάρχουν αποδοχές κληρονομίας και διανομές μεταξύ συγγενών συγκληρονόμων. Ότι ήδη από το 1915 είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο των προκτητόρων του αρχικού δικαιοπαρόχου τους ………………… .. Ότι κατόπιν των ανωτέρω το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ουδέν δικαίωμα έχει επί του επιδίκου ακινήτου, αμφισβήτησε το δικαίωμα συγκυριότητάς τους (των εναγουσών) επ΄ αυτού. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής το επίδικο ακίνητο έλαβε τον ΚΑΕΚ ………., πλην όμως στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας καταχωρήθηκε ανακριβώς και εσφαλμένα ως δικαιούχος του δικαιώματος πλήρους κυριότητας του εν λόγω ακινήτου το εναγόμενο. Ότι η ανωτέρω εσφαλμένη εγγραφή προσβάλλει το δικαίωμα της συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου ακινήτου, του οποίου η αξία ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό οι ενάγουσες, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριες του ακινήτου με ΚΑΕΚ …………., εκάστη κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής που έχει γίνει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο που αφορά στο επίδικο ακίνητο με τον ανωτέρω ΚΑΕΚ, ώστε να διαγραφεί το εναγόμενο ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου αυτού και να αναγραφούν οι ίδιες ως συγκύριες αυτού, εκάστη κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί σε όλες τις απαραίτητες διορθώσεις των ανακριβών πρώτων εγγραφών και να καταδικασθεί το εναγομένο στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτηθέν από Κτηματολογικό Δικαστή, με την συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 690/2015 μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι παραδεκτή, ορισμένη, (απορρίπτοντας τον ισχυρισμό που προέβαλε το εναγόμενο περί αοριστίας αυτής για τον επικαλούμενο λόγο), και νόμιμη, πλην του αιτήματος να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να διορθώσει την ανακριβή και εσφαλμένη εγγραφή του ιδιοκτήτη του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……., κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην απόφαση που θα εκδοθεί, το οποίο (αίτημα) έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί, με τη μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων, πραγματογνωμοσύνη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (απόφαση). Μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με την υπ΄ αρ. καταθ. ………../2017 κλήση, επαναφέρθηκε η ως άνω αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτηθέν, επίσης, από Κτηματολογικό Δικαστή, με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 4991/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, δέχθηκε την αγωγή, αναγνώρισε κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή των Σεληνίων Σαλαμίνας την 13-1-2006 τις ενάγουσες ……. του ……… και … σύζυγο ………… …., το γένος …… και ……., κατοίκους ….. (……) Καναδά και προσωρινά Σεληνίων Σαλαμίνας (επί της οδού …………………αρ. ….), κυρίες σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστη επί του γεωτεμαχίου που κείται στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας Δημοτικού διαμερίσματος Σεληνίων, εμφαινομένου με έκταση 331,79 τ.μ. και τα αριθμητικά στοιχεία 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-1 στο από Ιουνίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ………., με ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό ……../25-8-1998 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …… και με αύξοντα αριθμό ….., διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ΚΑΕΚ …………, με την καταχώρηση των εναγουσών συγκυρίων αυτού σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστη, με τίτλο κτήσης το με αριθμό ……../25-8-1998 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ……. και με αύξοντα αριθμό ……. και καταδίκασε το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, τα οποία όρισε στο ύψος των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 27-3-2019 (αρ. καταθ. ………../2019) έφεση με την οποία συμπροσβάλλεται και η υπ΄ αρ. 690/2015 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), το ηττηθέν εναγόμενο και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, καθώς και η συμπροσβαλλομένη μη οριστική απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ΄ ολοκληρία η ένδικη αγωγή των εφεσιβλήτων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα  πραγματικά γεγονότα για  την  απόκτησή  τους. Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17/29-11-1836 «Περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν σε δάση, που ανήκαν κατά κανόνα κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο, δικαίωμα εξουσιάσεως (οιονεί επικαρπίας) με «ταπί», δηλαδή επίσημο τίτλο παραχωρήσεως, που εξέδιδε υπάλληλος του Οθωμανικού Δημοσίου. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις δε των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), Ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), Ν. 6 πρ. Πανδ. (44.3), Ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1) και Ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, ήτοι πριν την 23-2-1946, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄ αυτό με καλή πίστη, ήτοι, όπως αναφέρεται κατωτέρω, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει (ο χρησιδεσπόζων) κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας του νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», που κατά το προαναφερόμενο άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζονται για τον πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Νόμου ΔΞΗ/1912 «Περί δικαιοστασίου» και των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ΄ αυτά (ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433). Πλην όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι την 11-9-1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δάσος, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11-9-1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1256/1997 ΕλλΔνη 1998.596). Έτσι κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται νομή, η οποία εκδηλώνεται με συγκεκριμένες υλικές πράξεις, που επιχειρούνται με διάνοια κυρίου  και καλή  πίστη  επί  τριάντα έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 65 του  ΕισΝΑΚ,  από  την  έναρξη  της ισχύος του Αστικού Κώδικα αρκεί η επί 20ετία διανοία κυρίου νομή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), Ν. 25 Πανδ.(24.1), Ν. 27 Πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ. (41.3), Ν. 5 Πανδ. (41.7), Ν. 3 Πανδ. (41.10), Ν. 7 παρ. 6 Πανδ. (41.4), Ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη, κατά τα ως άνω, αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 1103/2018, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 638/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015/705, ΑΠ 309/2012 ΝΟΜΟΣ).  Εν αντιθέσει ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, αυτό συντρέχει, κατ΄ άρθρα 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης (ΑΠ 1222/2018). Ακολούθως, η χρησικτησία που είχε αρχίσει πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί όταν άρχισε η εφαρμογή του κρίνεται, ως προς την έναρξή της, κατά το προηγούμενο δίκαιο, ενώ ως προς τη συνέχιση και τη συμπλήρωσή της από αυτόν (Αστικό Κώδικα). Αν, όμως, ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι συντομότερος από το χρόνο του προηγούμενου δικαίου από την εισαγωγή του ΑΚ υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του. Σε περίπτωση δε, που ο χρόνος χρησικτησίας του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο  χρόνο  του  Κώδικα,  η  χρησικτησία συμπληρώνεται  μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου (άρθρα 64 και 65 του ΕισΝΑΚ). Θα πρέπει, πάντως, ως προς τον πριν του ΑΚ χρόνο να πληρούνται οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις του προηγούμενου δικαίου, δηλαδή νομή με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη. Επιπροσθέτως, μετά την απελευθέρωση και δυνάμει των από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός μεν τα ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο κτήματα, αφετέρου δε τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του Ν. 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων». Εξάλλου όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας (ΕφΑθ 2516/2008). Ακολούθως, κατά το άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 Β.Δ. «Περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο «ταπί» εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή, όμως, αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. ΚΘ΄ της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων χωρίς βλάβη των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Επιπλέον, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», με το οποίο ορίσθηκε ότι «Όλα τα παρ΄ ιδιωτών, ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, ή τα εγκαταλελειμμένα από των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον». Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου» ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Για το ορισμένο δε της αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σ΄ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επιδίκου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 289/2016 ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 368 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τις λοιπές περί πραγματογνωμοσύνης διατάξεις του ΚΠολΔ, η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι άκυρη ακόμα και όταν έχει ατέλειες, σφάλματα, ανακρίβειες ή εσφαλμένες κρίσεις, εναπόκειται δε στο Δικαστήριο, το οποίο δικαιούται αλλά και υποχρεούται να αποφαίνεται κατά συνείδηση ως προς την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, όταν κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 ΚΠολΔ), να της προσδώσει την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα ή να διατάξει επανάληψη ή συμπλήρωσή της ή νέα πραγματογνωμοσύνη (ΑΠ 187/2018, ΑΠ 715/2006, ΑΠ 1795/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, το ουσιώδες ζήτημα της προκείμενης επίδικης ιδιωτικής διαφοράς, η αναγνώριση, δηλαδή, της κυριότητας των εναγουσών στην επίδικη έκταση, υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων, τα οποία έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν έστω και παρεμπιπτόντως επί κάθε θέματος, ακόμη και διοικητικής φύσεως, που αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς που φέρεται ενώπιόν τους (πρβλ. 547/2016).

Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, το εκκαλούν, επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της ένδικης αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, η ένδικη αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς, είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ΄ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, ήτοι περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τις ενάγουσες κατά του εναγομένου. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο, κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο των 18 στρεμμάτων, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε αποκτήσει ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγουσών, δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός ΚΑΕΚ του επιδίκου ακινήτου (που, κατά την αγωγή, είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου των εναγουσών), ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επίσης, γίνεται σαφής έκθεση α) της κυριότητας των εναγουσών, β) του τρόπου κτήσεως αυτής, γ) των γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων. Εξάλλου στην αγωγή, ως προς το ακίνητο των 660 τ.μ., αναφέρεται ότι αυτό (ακίνητο των 660 τ.μ.), μέρος του οποίου είναι το επίδικο ακίνητο, αποτελεί το [περιγραφέν σ΄ αυτήν (αγωγή)] με αριθμό 7 αγροτεμάχιο στο από Οκτωβρίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού ……………., στο οποίο αποτυπώθηκε η έκταση των 18 στρεμμάτων. Επιπροσθέτως, δεν απαιτείται να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγουσών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως Δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την συμπροσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της συμπροσβαλλομένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Επίσης, κατά το άρθρο 338 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όταν ο νόμος προβλέπει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος ή κατάστασης, ο διάδικος υπέρ του οποίου έχει ταχθεί το τεκμήριο αρκεί να επικαλεσθεί τα πραγματικά γεγονότα που έχουν ανυψωθεί σε προϋποθέσεις του τεκμηρίου (βάση του τεκμηρίου) και, εφόσον ο αντίδικός του τα αρνείται, να τα αποδείξει. Αν ο αντίδικος επικαλείται το εναντίον του συναγομένου δια του τεκμηρίου, το οποίο αποτελεί κανόνα δικαίου, αυτός φέρει το βάρος της απόδειξης και οφείλει να αποδείξει, κατά κυρία απόδειξη, το αντίθετο του τεκμαρτώς συναγομένου, καθόσον η ανατροπή του τεκμαιρόμενου γεγονότος αποτελεί κύρια απόδειξη και όχι ανταπόδειξη (ΟλΑΠ 21/1998). Περαιτέρω, το βάρος αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το Δικαστήριο με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεως απόφαση θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό, απόδειξης των θεμελιωτικών της αξιώσεώς του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους αποδείξεως έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του Δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του Δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί λόγο αναιρέσεως. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει, όταν το Δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει τη δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή, αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κ.ο.κ. και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος οπότε, το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει το σχετικό αίτημα (ΑΠ 749/2019). Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής  αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του Δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως προσβάλλεται η υπ΄ αρ. 690/2015 απόφαση για εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, ως προς τους προταθέντες από το εκκαλούν-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρισμούς τους οποίους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούν ενστάσεις και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Ειδικότερα το εναγόμενο με τις προτάσεις του που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως εκτιμάται το δικόγραφο αυτών, αφού αρνήθηκε (αλλά και με την ένδικη έφεση αρνείται) τη βάση της αγωγής, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας του επιδίκου, αμφισβητώντας παράλληλα την κυριότητα των δικαιοπαρόχων των εναγουσών, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι 1) το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του Α.Β.Κ.  … δημοσίου κτήματος, το οποίο έχει συνολική έκταση 18.280 τ.μ., και εμπίπτει σε ευρύτερη δασική έκταση, καταγεγραμμένη με κωδικό 7689 (κατηγορία ΔΑ: δασική έκταση στις Α/Φ του 1945-άλλης μορφής έκτασης στις Α/Φ του 1998), 2) άλλως ότι οι συμβάσεις που επικαλούνται οι ενάγουσες για τη θεμελίωση παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας τυγχάνουν άκυρες, αφού το μεταβιβαζόμενο ακίνητο τύγχανε κάθε φορά τμήμα της κατατετμημένης αρχικώς μείζονος δασικής εκτάσεως, και επομένως οι ενάγουσες δεν απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου, 3) άλλως ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, που περιήλθε σε αυτό «δικαιώματι πολέμου» ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, στο οποίο ανήκε και μέχρι την Επανάσταση του 1821, με βάση τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 9-7-1832 περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικών πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη της Ελλάδας, ως ανεξάρτητου κράτους και κανονίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Κράτους, 4) άλλως ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε σε αυτό ως εγκαταλειφθέν από Οθωμανούς υπηκόους, στους οποίους ανήκε πριν από το 1821, αφού με βάση την ανωτέρω συνθήκη και τα παραπάνω πρωτόκολλα ορίστηκε ότι αυτό (το εναγόμενο) αποκτούσε την κυριότητα σε ακίνητα, τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι αναχώρησαν, και δεν δεσπόζονταν πλέον από αυτούς, 5) άλλως ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε από το 1820 μέχρι τη συζήτηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς να αναγνωριστεί κάποιος, συμπεριλαμβανομένων των εναγουσών και των δικαιοπαρόχων τους, κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, 6) άλλως ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και μετέπειτα νεμόταν το εν λόγω ακίνητο δυνάμει των ανωτέρω νόμων, ασκώντας πάνω σε αυτό όλες τις διακατοχικές πράξεις νομής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, όπως ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο, 7) άλλως ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως αδέσποτη έκταση, κατά τα άρθρα 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837, 2 παρ. 1 του Α.Ν.1539/1938 και 972 του ΑΚ, δεδομένου ότι πριν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και μετά από αυτή δεν εξουσιάσθηκε ποτέ από τις ενάγουσες και τους δικαιοπαρόχους τους, ούτε από οποιονδήποτε άλλο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 690/2015 απόφασή του, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι ο πρώτος και ο πέμπτος ισχυρισμός που προέβαλε το εναγόμενο, ήτοι ότι το επίδικο ακίνητο είναι δασική έκταση, άλλως βοσκότοπος, άλλως λιβάδι, ο τρίτος ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, που περιήλθε σε αυτό «δικαιώματι πολέμου» ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, με βάση τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 9-7-1832 περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικών πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ο τέταρτος ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε σε αυτό ως εγκαταλειφθέν από Οθωμανούς υπηκόους, στους οποίους ανήκε πριν από το 1821, αφού με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 9-7-1832 περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος και τα από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικά πρωτόκολλα του Λονδίνου ορίστηκε ότι αυτό (το εναγόμενο) αποκτούσε την κυριότητα σε ακίνητα, τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι αναχώρησαν, και δεν δεσπόζονταν πλέον από αυτούς, ο έκτος ισχυρισμός που προέβαλε το εναγόμενο κατά της αγωγής, ήτοι ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με τακτική χρησικτησία και ο έβδομος ισχυρισμός του εναγομένου συνιστούν ενστάσεις, ενώ και ο ισχυρισμός του εναγομένου ως προς το σκέλος που επικαλείται κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία ως προς το προγενέστερο και το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτό που οι ενάγουσες επικαλούνται άσκηση νομής από τον απώτερο δικαιοπάροχό τους …………………   με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συνιστά ένσταση. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εναγομένου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γέννησης του δικαιώματος κυριότητας των εναγουσών και όχι αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης αναγνωριστικής αγωγής για ακίνητο, αφού, με την επίκληση και απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν τους αντίστοιχους ως άνω ισχυρισμούς του (Ελληνικού Δημοσίου), δημιουργείται κυριότητα αυτού επί του επιδίκου ακινήτου, δια της οποίας καθίσταται αλυσιτελής πλέον ο ισχυρισμός των εναγουσών περί κτήσης κυριότητας επ΄ αυτού με παράγωγο τρόπο ή πρωτότυπο τρόπο έκτακτης χρησικτησίας βάσει πράξεων νομής προγενέστερων της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 (πρβλ. ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013, ΕφΠειρ 486/2016). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την συμπροσβαλλομένη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Ακολούθως, το εκκαλούν, με λόγο της έφεσής του, απαραδέκτως,  προβάλλει το πρώτον, χωρίς δηλαδή να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, και να γίνεται επίκληση της συνδρομής της εξαιρετικής ή εξαιρετικών περιπτώσεων, οι οποίες επιτρέπουν την προβολή του για πρώτη φορά στην κατ΄ έφεση δίκη (ΑΠ 447/2019 Αρμ 2019.554, ΑΠ 97/2019 ΝΟΜΟΣ), ισχυρισμό περί απόκτησης της κυριότητας της επίδικης έκτασης, ως διαδόχου του Οθωμανικού Κράτους, με βάση τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1832, δηλαδή κατά παραχώρηση και όχι «δικαιώματι πολέμου», όπως είχε ισχυριστεί πρωτοδίκως.

Mε τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, τα επικαλούμενα δημόσια έγγραφα, που είχε προσκομίσει και κατά τις δύο ενώπιόν του συζητήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, ανεξαρτήτως, του ότι, όπως αναγράφεται ρητά στην εκκαλουμένη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ρητά καθένα από αυτά, ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι το Δικαστήριο αυτό θα λάβει υπόψη του αυτά υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζονται με επίκληση από το εκκαλούν κατά τη συζήτηση ενώπιόν του. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα δημόσια έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα αναφερόμενα στις πρώτες των ως άνω διατάξεων περιστατικά (γενόμενα από τον συντάξαντα αυτά δημόσιο υπάλληλο-λειτουργό ή  πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία ή ενώπιόν του και βεβαιούμενα σ΄ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει αυτός) όταν αυτά παρέχουν, κατά την ανήκουσα στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου τους από αυτό (Δικαστήριο της ουσίας), άμεση απόδειξη για το αποδεικτέο θέμα. Συνεπώς, όταν αυτά λαμβάνονται υπόψη προς έμμεση απόδειξη από αυτό, κρίνοντας μετά από εκτίμηση του περιεχομένου τους ότι δεν παρέχουν άμεση τοιαύτη, τότε η αποδεικτική τους δύναμη είναι τοιαύτη με αυτή των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και αυτή των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων (ΑΠ 1042/2002).

Με την ένδικη έφεση το εκκαλούν-εναγόμενο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τα επικαλούμενα έγγραφα, ως δημόσια έγγραφα, συνταχθέντα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους αποτελούν, κατά τα άρθρα 438 και 440 του ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ΄ αυτά, ως εκ τούτου και για το δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως, ενώ κατόπιν τούτων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε για να αποστεί του περιεχομένου τους, ήτοι περί της ύπαρξης δημόσιας δασικής έκτασης να έχει στη διάθεσή του πραγματικά περιστατικά τέτοια και τόσο ικανά που να κλονίζουν το ως άνω περιεχόμενο, τέτοια δε στοιχεία δεν είναι οι μαρτυρίες, ειδικά όταν το περιεχόμενό τους έρχεται σε αντίθεση με τα φωτοερμηνευτικά στοιχεία των παλαιοτέρων και πρόσφατων αεροφωτογραφιών επί των οποίων ερείδεται ο προσδιορισμός των δασικών εν γένει εκτάσεων στους καταρτιζόμενους δασικούς χάρτες. Ο ως άνω ισχυρισμός κατά το σκέλος που αφορά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι το Δικαστήριο αυτό, σε κάθε περίπτωση θα λάβει υπόψη του τα έγγραφα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτηση ενώπιόν του. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός ως προς το σκέλος του αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων107, 254 παρ. 1, 522, 527, 529, 532, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς μπορεί χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων οι μάρτυρες, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών και των αποδείξεων, που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η απόφαση αυτή και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και να εξαφανίσει συνεπεία αυτού κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ. 14.568, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47.1047, ΕφΛαμ 63/2013). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, …………… (των εφεσιβλήτων-εναγουσών) και …………  (του εκκαλούντος-εναγομένου), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την συμπροσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 690/2015) πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, από την από Νοεμβρίου 2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ΄ αρ. 690/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πραγματογνώμονα, ήτοι του …………, Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού, που κατατέθηκε την 5-12-2016 συνταγείσας σχετικώς της υπ΄ αρ……/5-12-2016 έκθεσης κατάθεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία (έκθεση πραγματογνωμοσύνης) εκτιμάται ελεύθερα κατ΄ άρθρο 387 του ΚΠολΔ, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, [ανάμεσα στα οποία α) η από 19-1-2018 τεχνική έκθεση του Μηχανικού του Τμήματος Τεχνικής Υποστήριξης και Διαχείρισης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής, Γεωργίου Αβραάμ, και β) δημόσια έγγραφα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από το εκκαλούν-εναγόμενο τα οποία μετά από εκτίμηση του περιεχομένου τους δεν παρέχουν άμεση απόδειξη και λαμβάνονται υπόψη προς έμμεση απόδειξη, κρίνοντας το Δικαστήριο αυτό ότι η αποδεικτική τους δύναμη είναι τοιαύτη με αυτή των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και αυτή των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, απορριπτομένου του σκέλους του ως άνω ισχυρισμού του εκκαλούντος-εναγομένου που αφορά το παρόν Δικαστήριο], και τα οποία (προσκομιζόμενα από τους διαδίκους μετ΄ επικλήσεως έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ορισμένων εκ των οποίων γίνεται επίκληση και προσαγωγή, για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους προβαλλόμενους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723),εκτός από αυτά, τα οποία επικαλούνται οι εφεσίβλητες με τις από 3-2-2021 νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις τους, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι όλα τα πρωτοδίκως προσκομισθέντα μετ΄ επικλήσεως έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη, (κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων), χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, {σημειώνοντας ότι το εκκαλούν, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας συζητήσεως (και συγκεκριμένα της από 20-10-2014 προτάσεις και την από 23-10-2014 προσθήκη – αντίκρουση, καθώς και το από 22-1-2018 σημείωμα-προτάσεις κατ΄ άρθρο 254 του ΚΠολΔ), καλυπτόμενες από την υπογραφή της Δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας},αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση «…….» της κτηματικής περιφέρειας της (τέως) Κοινότητας Σεληνίων Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, επί της . …………………αρ. . και φαίνεται (κατά την αρχική και μεταγενέστερες καταμετρήσεις) 1) με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Αυγούστου 1992 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού ………., που προσαρτήθηκε στο υπ΄ αρ. …./11-8-1992 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., 2) με έκταση 330 τ.μ. και τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Αυγούστου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ………, το οποίο προσαρτήθηκε στο υπ΄ αρ. ……./25-8-1998 συμβόλαιο (γονικής παροχής) της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και σύμφωνα με το οποίο συνορεύει ανατολικά επί πλευράς Γ-Δ μήκους 10,80 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων, δυτικά επί προσώπου Α-Β μήκους 11,25 μ. με την . …………………, βόρεια επί πλευράς Α-Δ μήκους 30,70 μ. με ιδιοκτησία ………………… . και νότια επί πλευράς Β-Γ μήκους 28,90 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου και 3) με έκταση 331,79 τ.μ. και τα αριθμητικά στοιχεία 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-1 στο από Ιουνίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ………., σύμφωνα με το οποίο συνορεύει βόρεια επί πλευρών με τα αριθμητικά στοιχεία 1-11, 11-10 και 10-9 μήκους 8,70, 10,71 και 10,21 μ. αντίστοιχα με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια επί πλευρών με τα αριθμητικά στοιχεία 2-3, 3-4, 4-5, 5-6 και 6-7 μήκους 2,83, 4,61, 1,96, 17,90 και 1,03 μ. αντίστοιχα με ιδιοκτησία αγνώστου, ανατολικά επί πλευρών με τα αριθμητικά στοιχεία 9-8 και 8-7 μήκους 1,50 μ. και 10,40 μ. αντίστοιχα με ιδιοκτησία ………. και ………. και δυτικά έχει πρόσωπο επί της οδού ………… πλάτους 6 μ. σε πλευρά με τα αριθμητικά στοιχεία 1-2 μήκους 10,68 μ.. Επί του ακινήτου υφίσταται κτίσμα αποτελούμενο από ισόγειο όροφο εμβαδού 44 τ.μ., πρώτο όροφο εμβαδού 41,40 τ.μ., ένα βοηθητικό χώρο εμβαδού 18,50 τ.μ. και σκεπαστές βεράντες εμβαδού 27 τ.μ.. Το επίδικο ακίνητο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής των Σεληνίων και την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή την 13-1-2006, έλαβε ΚΑΕΚ ………… και καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ως γεωτεμάχιο έκτασης 332 τ.μ., στη θέση …….. του Δήμου Σεληνίων, με πλήρη κύριο το Ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό 100%. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στις ενάγουσες, λόγω γονικής παροχής από τη μητέρα τους, ………., κατά κυριότητα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστη, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……./25-8-1998 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …….. και με αύξοντα αριθμό ……… Κατά τον ως άνω τίτλο το αγροτεμάχιο αυτό ήταν έκτασης 330 τ.μ., και βρίσκεται στη θέση …… της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας Σεληνίων Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, επί της ……….. Η δικαιοπάροχος μητέρα τους είχε αποκτήσει το επίδικο ακίνητο δυνάμει του υπ΄ αρ. ……./11-8-1992 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό …….., από αγορά από τον …………. Στον ως άνω δικαιοπάροχό τους είχε περιέλθει δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../13-4-1970 συμβολαίου διανομής του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …., με το οποίο προέβη ο ίδιος με τον ……….. σε διανομή ενός αγροτεμαχίου μεγαλύτερης έκτασης, 660 τ.μ., το οποίο φαίνεται με τον αριθμό 7 στο από Οκτωβρίου 1961 διάγραμμα του ……….. Περαιτέρω, οι ………… και …………. είχαν αποκτήσει το ανωτέρω ακίνητο έκτασης 660 τ.μ. με αγορά από τον ……….., ο καθένας από αυτούς κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../29-7-1965 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο ……… και με αύξοντα αριθμό ………. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο …………. είχε αποκτήσει το εν λόγω ακίνητο των 660 τ.μ. με αγορά από την ………, το γένος ………., δυνάμει του υπ΄ αρ. ………./1963 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο ……… και με αύξοντα αριθμό ……… Η τελευταία είχε αποκτήσει το ακίνητο, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……/2-4-1962 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο ……… και με αύξοντα αριθμό ………, με αγορά από τον ……….., γεννηθέντα το έτος 1899, ο οποίος ήταν κύριος μίας μείζονος εκτάσεως,18 στρεμμάτων, την οποία και είχε διαιρέσει σε μικρότερα τεμάχια εμφαινόμενα στο από Οκτωβρίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού ………….. και την οποία είχε αποκτήσει, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμόμενος αυτή διανοία κυρίου πέραν της τεσσαρακονταετίας. Από το σύνολο δε των αποδεικτικών μέσων, αποδείχτηκε ότι το επίδικο  ακίνητο (ως τμήμα μείζονος εκτάσεως) υπήρξε, τουλάχιστον από το έτος 1889 και εφεξής, ένα καλλιεργούμενο, κατά μείζονα έκταση, ιδιωτικό ακίνητο και ουδέποτε είχε δασική, ή χορτολιβαδική φύση, ως εκ τούτου ήταν δεκτικό χρησικτησίας αλλά και συναλλαγής μεταξύ ιδιωτών, οπότε και με τους ως άνω αναφερόμενους τίτλους κτήσης των δικαιοπαρόχων των εναγουσών (και μετά την κατάτμηση της μείζονος εκτάσεως) μεταβιβάσθηκε χρονικά διαδοχικά η κυριότητα αυτού. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι αυτό είχε αγροτική μορφή και ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγουσών …………, που γεννήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, το έτος 1899, όταν το έτος 1962 μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην ………. το μείζον του επιδίκου τεμάχιο των 660 τ.μ., κατά τα προηγουμένως αναφερθέντα, ήταν ήδη κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, έχοντας καλλιεργήσει το επίδικο με καλή πίστη και διανοία κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα ετών, ήτοι τουλάχιστον από το έτος 1921, άρα μέχρι την Εισαγωγή του Αστικού Κώδικα την 23-2-1946 είχε ήδη συμπληρώσει 25 έτη νομής κατά το προϊσχύον β.ρ. δίκαιο και μέχρι το έτος 1951, ήτοι νεμόμενος για άλλα 5 έτη το επίδικο, συμπλήρωσε την απαιτούμενη τριακονταετία (άρθρα 64 και 65 του ΕισΝΑΚ) και απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου, τη νομή του οποίου είχε από άτυπη διανομή μεταξύ των συγγενών του, ως κληρονομιά του παππού του ………….. και του προπάππου του ………, που υπήρξαν πριν κτηματίες στην περιοχή. Συνεπώς, με το ως άνω υπ΄ αρ. ……../2-4-1962 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών στον τόμο ……. και με αύξοντα αριθμό ………., ο …………. όντας κύριος, πώλησε και μεταβίβασε την κυριότητα του επιδίκου στην αγοράστρια. Περαιτέρω στο οικείο Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων στον επικαλούμενο από το εναγόμενο υπ΄ αρ. καταγραφής …….. (Α.Β.Κ.), αναγράφεται ως είδος κτήματος αγρός, που βρίσκεται στα Αμπελάκια, στη θέση «……………..», έχει έκταση 18.280 τ.μ., ενώ ως προς την οροθεσία του κτήματος αναγράφεται ως οροθετείται στο από 27-9-1939 διάγραμμα των Μηχανικών …………….. Κατά τη διενεργηθείσα δε πραγματογνωμοσύνη, χρησιμοποιήθηκαν οι αεροφωτογραφίες λήψης των ετών 1945, 1960 και 1997. Κατά τα εκτιθέμενα, μεταξύ άλλων, από τον πραγματογνώμονα στο από 26-1-2012 τοπογραφικό διάγραμμα της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς με τίτλο «Τοπογραφικό Διάγραμμα ακινήτων κατεχομένων υπό διαφόρων ιδιωτών διεκδικουμένων υπό του Ελληνικού Δημοσίου στη θέση «……………» του Δήμου Αμπελακίων Σαλαμίνας» υπάρχει υπόμνημα στο οποίο αναγράφεται ότι στο παρόν κτηματολογικό διάγραμμα της Β΄ Ανάρτησης σε κλίμακα 1:1000 της περιοχής Δήμου Αμπελακίων Σαλαμίνας τοποθετήθηκε το Δημόσιο Κτήμα με Α.Β.Κ. ……… με βάση το από 27-2-1939 διάγραμμα των Μηχανικών ………… κλ. 1:2000 στα Αμπελάκια Σαλαμίνας και στη θέση «………» με το οποίο έγινε καταγραφή του εν λόγω Δημοσίου Κτήματος σε αντικατάσταση του από 16-5-2008 όμοιου διαγράμματος. Πλην όμως, δεν αναγράφεται στο υπόμνημα με ποια τοπογραφική μέθοδο έγινε αντιστοίχιση του διαγράμματος των Μηχανικών ………….., με το διάγραμμα της Β΄ Ανάρτησης, δεδομένου, ότι έχουν εκπονηθεί σε διαφορετικό προβολικό σύστημα (Σύστημα Hatt, το πρώτο, σύστημα ΕΓΣΑ 87 το δεύτερο), όπως επισημαίνεται και στη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη. Εξάλλου με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη ο πραγματογνώμονας καταλήγει, μεταξύ άλλων, στα εξής συμπεράσματα: ότι η μείζων έκταση των 18.280 τ.μ. στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη, από του έτους 1870 τουλάχιστον ήταν αγροτική έκταση μέχρι το έτος 1962, με καλλιέργεια δημητριακών (σίτου, κριθής) και ότι από τους έτους 1962 έως τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης (Νοέμβριος 2016) η περιοχή έχει οικοπεδική μορφή, με κατοικίες εντός των επιμέρους οικοπέδων, όπως είναι η οικία των εναγουσών, η οποία έχει ανεγερθεί το έτος 1966. Σύμφωνα δε με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη, μεταξύ άλλων,: 1) το επίδικο δεν αποτελεί δασική ή λιβαδική έκταση ή βοσκοτόπι, ή εκχερσωμένη παράνομα πρώην δασική ή λιβαδική έκταση ή βοσκοτόπι, 2) το επίδικο γεωτεμάχιο ήταν καλλιεργήσιμος αγρός με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι) μέχρι το έτος 1962 και από τότε έως τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης οικοπεδική έκταση, με οικία εντός αυτού, 3) τα ίχνη καλλιέργειας ως αγροτεμαχίου, τόσο του επιδίκου, όσο και των όμορων με αυτό εκτάσεων διαπιστώνονται από το χάρτη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου έτους 1889, από τον τοπογραφικό χάρτη της ΓΥΣ, έτους 1958, και από την ερμηνεία δια στερεοσκοπικής παρατηρήσεως των κατακόρυφων στερεοσκοπικών ζευγών, λήψεως 1945, 1960 και 1997, 4) η φύση των όμορων με το επίδικο γεωτεμάχιο ακινήτων, είναι ακριβώς η ίδια, με το επίδικο, ήτοι γεωργικώς καλλιεργούμενη μέχρι το έτος 1962 με δημητριακά προϊόντα, και μετέπειτα οικοπεδικές εκτάσεις, 5) από τη φωτοερμηνεία δια στερεοσκοπικής παρατηρήσεως των Α/Φ 1945, διαπιστώθηκε ότι το επίδικο και τα πέριξ αυτού όμορα γεωτεμάχια, τον Αύγουστο του 1945 ήταν γεωργικώς καλλιεργημένα με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι), 6) από τη φωτοερμηνεία των Α/Φ της ΓΥΣ, λήψεως 1960, δια στερεοσκοπικής παρατηρήσεως, διαπιστώθηκε ότι το επίδικο και τα όμορα με αυτό γεωτεμάχια, ήταν γεωργικώς καλλιεργημένα με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι), 7) από τη φωτοερμηνεία δια στερεοσκοπικής παρατηρήσεως των Α/Φ της ΓΥΣ, λήψεως 1997, διαπιστώθηκε ότι το επίδικο γεωτεμάχιο και τα όμορα με αυτό γεωτεμάχια έχουν μεταβάλλει τον αγροτικό τους χαρακτήρα και έχουν μετατραπεί σε οικόπεδα ρυμοτομημένα με οικίες εντός αυτών και 8) από την τοπογραφική ερμηνεία του τοπογραφικού χάρτου του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, κλίμακος 1:25.000 (φύλλον SALAMIS), έτους 1889, διαπιστώθηκε ότι το επίδικο και τα όμορα με αυτό γεωτεμάχια το έτος 1889, ήταν περιοχές καλλιέργειας δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι). Τα ανωτέρω δε, δεν αναιρούνται ούτε από την από 19-1-2018 τεχνική έκθεση του Μηχανικού ………….., δεδομένου ότι ο ίδιος ο ως άνω Μηχανικός, με την ως άνω τεχνική έκθεσή του, αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι τα στοιχεία που βρίσκονταν στο φάκελο της υποθέσεως και είχαν παρασχεθεί από το Γραφείο Νομικού Συμβούλου Πειραιά ήταν η από Νοεμβρίου 2016 πραγματογνωμοσύνη του Μηχανικού ………….. και η με αριθμό 690/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επιπλέον, αναφέρει ότι δεν του προσκομίσθηκαν οι τίτλοι ιδιοκτησίας των εναγουσών και των δικαιοπαρόχων τους για να πραγματοποιηθεί εφαρμογή τίτλων στο έδαφος, η υπ΄ αρ. 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και το υπ΄ αρ. πρωτ. …../28-3-1970 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας προς το Υπουργείο Οικονομικών. Επομένως, ο ως άνω Μηχανικός δεν είχε στη διάθεσή του τα έγγραφα αυτά που είχε, όπως προκύπτει από την ως άνω πραγματογνωμοσύνη, ο διορισθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονας, προκειμένου να συντάξει τη σχετική έκθεσή του. Κατ΄ ακολουθία, με τα επόμενα διαδοχικά μεταγραφέντα συμβόλαια μεταβιβάστηκε, όπως προαναφέρθηκε, η κυριότητα του επιδίκου στον εκάστοτε αποκτώντα και οι ενάγουσες εν τέλει ως αποκτώσες από την αληθή κυρία, κατέστησαν κυρίες του επιδίκου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστη, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../25-8-1998 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ……. και με αύξοντα αριθμό ………, λόγω γονικής παροχής από την μητέρα τους …………..

Κατά συνέπεια, αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες, οι οποίες απαραδέκτως, με την από 8-2-2021 προσθήκη τους προβάλλουν ότι, με τον επικαλούμενο τρόπο, έχουν καταστεί κυρίες και με έκτακτη χρησικτησία, απέκτησαν τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου με παράγωγο καταρχήν τρόπο από αληθείς κυρίους δυνάμει των ως άνω νομίμων τίτλων κτήσης. Δεδομένου δε ότι το επίδικο δεν είναι δημόσιο κτήμα, αλλά αποδείχθηκε ότι αυτό είναι ιδιωτικό και ότι περιήλθε στις εφεσίβλητες με παράγωγο τρόπο (κατά τα ως άνω), δεν τίθεται ζήτημα έκτακτης χρησιδεσποτείας επί 30ετία έως την 11-9-1915, καθώς επίσης είναι δυνατή η κτήση της κυριότητάς του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11-9-1915, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις. Κατόπιν τούτων κρίνονται απορριπτέοι ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι, οι ισχυρισμοί ιδίας κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, που νομίμως επαναφέρονται με λόγο εφέσεως, ήτοι ότι το επίδικο υπήρξε δασική έκταση, άλλως βοσκότοπος, άλλως λιβάδι και ως εκ της φύσεώς του ανήκε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, και επιπλέον ο ισχυρισμός κτήσης κυριότητας εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δοθέντος ότι αποδείχθηκε η δι΄ εκτάκτου χρησικτησίας κτήση της κυριότητας από τον ……………. και έκτοτε ουδεμία πράξη νομής από το Ελληνικό Δημόσιο αποδείχθηκε ασκηθείσα στο επίδικο, η οποία σε συνδυασμό με την χρονική προϋπόθεση θα προσέδιδε κυριότητα. Σημειωτέον επιπλέον, ότι δεν αποδείχθηκε διενεργηθείσα οιαδήποτε όχληση των εναγουσών ή των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, επί σκοπώ διεκδίκησης του επιδίκου. Εξάλλου, η κρίση επί των ανωτέρω ζητημάτων ενισχύεται και από το γεγονός ότι σύμφωνα με την υπ΄ αρ. Ε4159/2170/Ν.11549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975-τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προ­γενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύ­τερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, προς επέκταση της χερσαίας ζώνης του Λιμένος Πειραιώς, μη συντελεσθείσα και μη αναγκαίουσα προς εκπλήρωση του σκοπού δημόσιας ωφελείας για τον οποίο κηρύχθηκε, όπως ρητά αναφέρεται σε αυτήν. Συνεπώς, η ανάκληση αυτή δεν έλαβε χώρα λόγω του ότι διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι η συγκεκριμένη απαλλοτρίωση αναφέρεται σε δημόσιο κτήμα. Η σχετική δε ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση, μεταγράφηκε στη μερίδα των ………….., που αφορούσε το επίδικο, ο οποίος φέρεται με την απόφαση, ως ιδιοκτήτης της επίδικης έκτασης. Λαμ­βανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε, αλλά στις ενάγουσες. Εξάλλου τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από το εκκαλούν πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, δηλαδή πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου  κτίσματος, εκδοθέντα σε βάρος της απώτερης δικαιοπαρόχου των εναγουσών, …………….., με τα οποία προσδιορίσθηκε ποσό ετήσιου γεωργικού μισθώματος για κατεχόμενη και χρησιμοποιούμενη από αυτήν δημόσια έκταση 18 στρεμμάτων και 280 τ.μ. στη θέση «…………» της κοινότητας Σεληνίων Σαλαμίνας για τα έτη 1926 έως και 1939, καθόσον αφενός δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο πράγματι εμπίπτει στην εν λόγω έκταση που ρητά χαρακτηρίζεται ως αγρός και όχι ως δάσος, αφετέρου δε, δεν προκύπτει ότι δεν έχει ασκηθεί ανακοπή κατ΄ αυτών και σε καταφατική περίπτωση ότι η σχετική ανακοπή απορρίφθηκε, σε κάθε δε περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 15-10-1970 αναφορά του Επιθεωρητή ………. προς τη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, που αφορά τις υπ΄ αρ. ΑΒΚ ….. έως και …… εκτάσεις, τα πρωτόκολλα βεβαιώσεως αποζημιώσεως (χωρίς, βεβαίως, να προσδιορίζονται αυτά ρητά ή να αναγράφεται ρητά ότι έχουν ασκηθεί και για το επίδικο ακίνητο) ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Ειρηνοδίκου Ελευσίνος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή την 13-1-2006, η καταχώρηση στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου, όπως προαναφέρθηκε, με ΚΑΕΚ …………………., του Ελληνικού Δημοσίου ως κυρίου σε ποσοστό 100%, ως τμήμα του υπό στοιχεία …. δημοσίου κτήματος, προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας των εναγουσών οι οποίες τύγχαναν τότε ήδη κυρίες του επιδίκου σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, (δέχθηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη, αναγνώρισε το εμπράγματο δικαίωμα των εναγουσών και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής με την καταχώρηση του δικαιώματός τους στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου)έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Ν. 2579/1998(ΑΠ 858/2020, ΑΠ 1129/2019, ΑΠ 1375/2018), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 27-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4991/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 690/2015 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 24η Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ