Αριθμός 476/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……………. και 2) ………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Εμμανουήλ Χάλαρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………..η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ειρήνη Καράσαββα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.3.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2908/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 30.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις (πχ ακυρότητα τίτλου ή σύμβασης κλπ) είτε δικαιοφθόρα περιστατικά, προγενέστερα της έκδοσης της διαταγής, που είχαν επιφέρει, ήδη τότε, την απόσβεση της απαίτησης (πχ ένσταση εξόφλησης, ολικής ή μερικής). Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1180/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΕΑ 1731/2010, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819). Περαιτέρω, η νομική αοριστία των λόγων της ανακοπής δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με άλλα έγγραφα. Επομένως, νέοι λόγοι, οι οποίοι δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στο άρθρο 585 παρ. 2 εδαφ. β` ΚΠολΔ, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της εφέσεως εναντίον αποφάσεως που απορρίπτει την ανακοπή ή με εκείνο των πρόσθετων λόγων έφεσης (ΑΠ 1297/2019, ΑΠ 1390/2006, ΑΠ 490/2004, ΑΠ 1489/2002, ΕφΚρητ (Μον) 13/2021, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, από 30-4-2019 (………./2019), έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων, κατά της υπ’ αριθμόν 2908/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (632παρ2 εδ. τελευτ, 614επ ΚΠολΔ), επί της από 7-3-2017 (………./2017) ανακοπής τους, κατά της 6/2017 Διαταγής Πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με βάση την αναφερομένη σε αυτή σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, (495παρ1 και 2, 511, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ2, 520παρ1ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο για το παραδεκτό της συζητήσεώς της (495παρ3Αβ ΚΠολΔ).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 7-3-2017 (………/2017) ανακοπή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, την ακύρωση της ……/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώνονταν να καταβάλουν στην εκεί αιτούσα και καθής η ανακοπή από τον ειδικό εκκαθαριστή δηλαδή την εταιρεία …………., το ποσό των 450.000€, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων, από σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, για την αγορά ενός αγροτεμαχίου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής.
Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής και της εφέσεως στο παρόν στάδιο, από τα πρακτικά της εκκαλουμένης, και τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Στις 20-5-2008, μεταξύ της ΑΤΕ (η οποία τελεί πλέον σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, νομίμως εκπροσωπούμενη από την ειδική εκκαθαρίστρια εταιρεία ………….) και των β’ και γ’ των ανακοπτόντων (που τότε είχαν την ιδιότητα των συζύγων), υπογράφηκε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου με αριθμό 130/2008, ποσού 40.000€, στην οποία συνεβλήθη και ο α’ των ανακοπτόντων, πατέρας της β’, ως εγγυητής. Να επισημανθεί, ότι ως εγγυήτρια συνεβλήθη και η μητέρα της β’ των ανακοπτόντων, η οποία όμως απεβίωσε στις 2-9-2009. Για την εξυπηρέτηση του δανείου τηρήθηκε ο λογαριασμός …………, καθώς και ο ……………, που αφορούσε έξοδα κλπ. Λόγω του ότι οι δανειολήπτες σταμάτησαν από το έτος 2010 την καταβολή των δόσεων, η δανείστρια τράπεζα έκλεισε τους ανωτέρω λογαριασμούς, στις 30-7-2012 και μετέφερε το υπόλοιπό τους στους λογαριασμούς ………. και ……….., αντιστοίχως, οι οποίοι, στις 18-3-2016, εμφάνιζαν υπόλοιπο, από 545.687,10€, ο πρώτος και από 3.954,62€, ο δεύτερος. Ακολούθως, η Τράπεζα προέβη στην από 18-4-2012 εξώδικη καταγγελία της ανωτέρω δανειακής συμβάσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες στις 2-5-2012, μαζί με αντίγραφο της κινήσεως των ανωτέρω λογαριασμών, καλώντας τους να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας τα ανωτέρω ποσά. Επειδή οι ανακόπτοντες δε συμμορφώθηκαν προς την ανωτέρω υποχρέωσή τους, η Τράπεζα προχώρησε στην έκδοση της ……/2017 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στρεφόμενη κατά του εγγυητή και των δανειοληπτών, για το ποσό των 450.000€ δηλαδή για μέρος του οφειλομένου ποσού (στο οποίο περιόρισε το οφειλόμενο ποσό από τον κύριο λογαριασμό), πλέον νομίμων τόκων και εξόδων. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής στράφηκαν οι ανακόπτοντες δηλαδή ο εγγυητής και η δανειολήπτρια (κόρη του), με την ένδικη ανακοπή τους. Ωστόσο, το δικόγραφο της ανακοπής, πέραν της διηγηματικής αναφοράς α) στο λόγο λήψεως του δανείου δηλαδή για την αγορά αγροτεμαχίου επιφανείας 6.785,50τμ, γειτνιάζοντος με την επιχείρηση οικοδομικών υλικών που διατηρούσαν οι δανειολήπτες – τότε σύζυγοι, υπό μορφήν ομόρρυθμης εταιρείας, συσταθείσας το έτος 2007, β) στο μετέπειτα διαζύγιο τους, γ) στο θάνατο της εγγυήτριας, η οποία κληρονομήθηκε εκ διαθήκης από τους ανακόπτοντες, δ) στο γεγονός, ότι η β’ ανακόπτουσα είναι μητέρα 5 τέκνων και ότι τα εισοδήματά της δεν αρκούν για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς την οικογένειά της και προς την καθής η ανακοπή, ε) στο ότι το ακίνητο ουσιαστικά χρησιμοποιείται από τον πρώην σύζυγό της και συνοφειλέτη, ο οποίος προχώρησε σε σύσταση νέας εταιρείας εμπορίας οικοδομικών υλικών με συγγενικό του πρόσωπο, το έτος 2009, και στ) στο ότι εκκρεμεί στο αρμόδιο δικαστήριο του Πειραιά, αγωγή διανομής του ανωτέρω ακινήτου, από το πλειστηρίασμα του οποίου, θα πληρωθεί μέρος του δανείου, δεν περιέχει λόγους ακυρότητας της διαταγής πληρωμής που να αφορούν, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, είτε την έλλειψη τυπικής ή ουσιαστικής προϋποθέσεως για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε λόγο που να αφορά την απαίτηση και την έλλειψη οφειλής της όπως, τυχόν ακυρότητα της δανειακής σύμβασης ή μερική ή ολική εξόφληση του ποσού της διαταγής. Επομένως, η ανακοπή είναι αόριστη, η δε αοριστία της δεν μπορεί να συμπληρωθεί, ούτε με τις προτάσεις αλλά ούτε και με το δικόγραφο της έφεσης, με το οποίο δεν μπορούν να προταθούν και νέοι λόγοι ανακοπής, όπως επιχειρείται με την αόριστη αναφορά στο κείμενο της έφεσης περί επιδίωξης της εφεσίβλητης να εισπράξει από τη δανειολήπτρια και τον εγγυητή τις απαιτήσεις της «στο ακέραιο, δηλαδή προσαυξημένες κατά τους δεδουλευμένους τόκους, (σ)τους οποίους εκτοκίζει αυθαίρετα, ανεξέλεγκτα και χωρίς κανέναν χρονικό ή άλλον περιορισμό, εφαρμόζοντας τοκογλυφικά επιτόκια…». Ο ισχυρισμός αυτός, και ανεξαρτήτως της αοριστίας του, δεν είχε προβληθεί ως λόγος ανακοπής και επομένως, απαραδέκτως προβάλλεται στην κατ’εφεση διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και με τον έτερο ισχυρισμό των εκκαλούντων, περί αντιθέσεως της συμπεριφοράς της εφεσίβλητης, που δεν στράφηκε κατά του συνοφειλέτη για την ικανοποίησή της, ο οποίος ουσιαστικά νέμεται το ακίνητο, στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ο οποίος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, δεν περιελήφθη στο δικόγραφο της ανακοπής, ενώ απαραδέκτως προτείνεται για πρώτη φορά, έστω και αορίστως, με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την ανακοπή λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου 1ου – κατ’εκτίμηση του δικογράφου – λόγου της εφέσεως ως αβάσιμου. Περαιτέρω, όσον αφορά το αίτημα της ανακοπής να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος των ανακοπτόντων και εγγυητής του δανείου ουδέν οφείλει, ενώ η δεύτερη από αυτούς, ως δανειολήπτρια, οφείλει το ποσό που θα προκύψει μετά τον πλειστηριασμό του κοινού ακινήτου, και ανεξαρτήτως της αοριστίας του, μη νομίμως περιέχεται ως αίτημα της ανακοπής, της οποίας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Στο σημείο αυτό, πρέπει εδώ να αναφερθεί, ότι με το δικόγραφο της έφεσης γίνεται αναφορά σε κακή σύνθεση του εκδώσαντος την εκκαλουμένη απόφαση δικαστηρίου, επειδή αυτή εκδόθηκε από τον ίδιο δικαστή που εξέδωσε και την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Εντούτοις, ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν αποτελεί λόγο εξαιρέσεως του δικάσαντος δικαστή, από τους αναφερομένους στην διάταξη του άρθρου 52παρ1 ΚΠολΔ, ούτε μπορεί να εκτιμηθεί ότι η κατά τα άνω εμπλοκή του στην υπόθεση δημιουργεί υπόνοιες μεροληψίας, αφού η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση (πρβλ ΑΠ 11/2014 ΝΟΜΟΣ), εκδίδεται με την αίτηση της μίας πλευράς, χωρίς ακρόαση του αντιδίκου και δεν ταυτίζεται με τη δίκη της ανακοπής που ακολουθεί. Επίσης, η περίπτωση αυτή δεν ταυτίζεται με εκείνη του δικαστή που μετέχει στην πολιτική και ποινική δίκη για την ίδια υπόθεση (όπου έχει εκφράσει ήδη γνώμη για τη διαφορά και μπορεί να δημιουργήσει υπόνοιες μεροληψίας), ούτε του δικαστή που, λόγω προαγωγής, μετέχει στη σύνθεση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που ασχολείται με την ίδια υπόθεση στην κατ’εφεση δίκη. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο προβαλλόμενος με την έφεση ισχυρισμός, περί εφαρμογής από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άλλης διαδικασίας από την προβλεπόμενη για την παρούσα διαφορά, αφού ορθώς εφαρμόσθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 632παρ2 εδ. τελευτ ΚΠολΔ, δηλαδή αυτή των περιουσιακών διαφορών (614επ ΚΠολΔ), όπως τούτο προκύπτει από την εκκαλουμένη. Ακόμη, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο περιεχόμενος στην έφεση ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέτασε την ανακόπτουσα ενόρκως, ενώ έπρεπε να εξετασθεί ανωμοτί ως διάδικος, αφού τούτο (ένορκη εξέταση διαδίκου) ρητώς προβλέπεται ως δυνατότητα, από τη διάταξη του άρθρου 417 ΚΠολΔ, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό των εκκαλούντων περί εσφαλμένου υπολογισμού των δικαστικών εξόδων από την εκκαλουμένη, επειδή δεν είχε υποβληθεί κατάλογος για τη δικαστική δαπάνη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, γιατί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 191παρ2 ΚΠολΔ, εάν δεν υποβληθεί κατάλογος εξόδων κατ΄άρθρον 190 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή του, εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση και δυνάμει των διατάξεων του άρθρων 5παρ3 και 63παρ1ια ΚΔικηγ, ανέρχονται σε 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς δηλαδή σε 9.000€, όπως ορθώς όρισε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Απορριπτομένου λοιπόν και του δεύτερου λόγου της έφεσης και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της απορριφθείσας έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν οι ηττηθέντες εκκαλούντες / ανακόπτοντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 191παρ2, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την από 30-4-2019 (………/2019) έφεση.
Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 600€.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ | Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
Και αντ΄ αυτής, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεώς της, η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελική Κόφφα, Πρόεδρος Εφετών | Και αντ΄ αυτής λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεώς της, η, -ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελική Κόφφα, Πρόεδρο Εφετών-, Γραμματέας …………………. ……… ………………………………………….. |