Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 480/2021

Αριθμός   480/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Σωτηρίου Λίβα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  …………., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  27.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3727/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 5.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020)  έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος και ο εφεσίβλητος, παραστάς αυτοπροσώπως ως Δικηγόρος, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3727/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-6-2020, δηλαδή  εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης. Επιπλέον, για αυτήν έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το …………../2020 ηλεκτρονικό παράβολο.Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της(άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι ο εναγόμενος με την από 22-6-2012 αίτηση του, που υπέβαλε  ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδώς τα ειδικότερα αναφερόμενα σε βάρος του γεγονότα με μοναδικό σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του και να προκαλέσει την άδικη ποινική του καταδίωξη, και ότι με τον τρόπο αυτό υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Ζητούσε δε κατόπιν νομότυπης τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό  (άρθρα 223 εδ. β’ ΚΠολΔ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 80.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε μερικώς δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.000  ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την ένδικη έφεση του επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να  απορριφθεί  καθ’ολοκληρίαν η  αγωγή.

ΙΙΙ. Από τα άρθρα 57 εδ. α`, 59 εδ. α` και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361, 362 και 367 ΠΚ, συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοουμένη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ.1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα (αρθρ. 5 παρ.2) τιμή ή υπόληψή του, με δυσφήμηση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Το δε δικαστήριο δύναται, επιπλέον, αφού λάβει υπ` όψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον υπαίτιο προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 361 παρ.1 ΠΚ, κατά την οποία όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως, που συνιστά συγχρόνως και αδικοπραξία κατά τις ΑΚ 57-59 και 914, απαιτείται ο δράστης να εκδηλώνει αμφισβήτηση για την ηθική ή κοινωνική αξία κάποιου προσώπου ή καταφρόνηση. Η εκδήλωση αυτή του δράστη μπορεί να συντελεσθή είτε προφορικώς είτε εγγράφως, είτε με έργο, αρκεί να κατατείνει στην μείωση της τιμής ή της υπολήψεως του παθόντος. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει με την ενέργειά του να προσβάλει την τιμή και υπόληψη του παθόντος. Απλές κρίσεις και γνώμες ή χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρονήσεως ή ονειδισμού αυτού είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξυβρίσεως όχι όμως εκείνο της δυσφημήσεως (απλής ή συκοφαντικής). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημίσεώς του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξυβρίσεώς του (ΑΠ 158/2020, 129/2020, 257/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητας του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος της με αυτή, καθώς και ότι ο προσβάλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότερος όμως προσδιορισμός, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντα (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί αυτών διατάσσεται απόδειξη, αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο, που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 543/2009, 1445/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης  ο εκκαλών παραπονείται, επειδή η αγωγή, αν και αόριστη, καθόσον δεν γίνεται σαφής αναφορά στην ηθική βλάβη, που υπέστη ο ενάγων , ούτε στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων,  δεν απορρίφθηκε ως τέτοια. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι σε αυτή αναφέρονται άπαντα τα αναγκαία για το ορισμένο της στοιχεία, και δη το είδος της προσβολής (ηθική βλάβη του ενάγοντος, επειδή με τους ισχυρισμούς του ο εναγόμενος αμφισβήτησε την επαγγελματική του εντιμότητα), η παράνομη πράξη που την προκάλεσε (ψευδής αναφορά για το πρόσωπο του ότι προσκόμισε εν γνώσει του ψευδή ιατρική  βεβαίωση στο Δικαστήριο, καταθέτοντας και ενόρκως περί της βασιμότητας του ψευδούς λόγου αναβολής), ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτή, καθώς και ότι ο εναγόμενος ενήργησε υπαιτίως, ενώ η παράθεση λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων, όπως η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί αυτών διατάσσεται απόδειξη, αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη.

IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τη δικάσιμο στις 5-6-2012 εκδικαζόταν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά υπόθεση με κατηγορουμένους τον ………. και τη σύζυγο του, …………., για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, συκοφαντικής δυσφήμησης και ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις, καθώς και της ψευδούς καταμήνυσης, και μηνυτή τον εναγόμενο. Εκ των κατηγορουμένων παραστάθηκε μόνον ο πρώτος, ……….., που διόρισε συνήγορο υπεράσπισης του τον ενάγοντα, δικηγόρο Πειραιώς, ο οποίος περαιτέρω γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ως άγγελος της δεύτερης κατηγορουμένης, …………, κώλυμα αυτής να παρασταθεί για λόγους υγείας, διότι της είχε χορηγηθεί θεραπευτική δόση ιωδίου για κατάλυση υπολείμματος μετά ολική θυρεοειδεκτομή, και ακολούθως αιτήθηκε αναβολής, αναφέροντας επιπλέον ότι αυτή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί ούτε στις 13-6-2012, ημερομηνία κατά την οποία θα διέκοπτε το Δικαστήριο, διότι για λόγους ακτινοπροστασίας της συνεστήθη άδεια αποχής από την εργασία της καθώς και για κάθε κοινωνική συναναστροφή για 30 ημέρες, δηλαδή έως και τις 30-6-2012. Προς απόδειξη δε των ανωτέρω ο ενάγων παρέδωσε στο Δικαστήριο και την από 30-5-2012 ιατρική βεβαίωση του ………., πυρηνικού ιατρού της κλινικής «………..», στην οποία αναφερόταν ότι στην ……… χορηγήθηκε στις 28-5-2012 θεραπευτική δόση ιωδίου για κατάλυση υπολείμματος μετά ολική θυρεοειδεκτομή, ότι εξήλθε στις 30-5-2012 και ότι για λόγους ακτινοπροστασίας της συνεστήθη άδεια αποχής από την εργασία της και κάθε κοινωνικής συναναστροφής για 30 ημέρες (για τα ανωτέρω βλ. και τα με αριθμό ……../2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου). Κατόπιν τούτου, το  Δικαστήριο κρίνοντας βάσιμο το υποβληθέν αίτημα για αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης κατ’άρθρο 349 ΚΠολΔ για αίτια αναγόμενα στο πρόσωπο της απολειπομένης δεύτερης κατηγορουμένης,  με την υπ’ αριθμό 1.074/2012 απόφαση του ανέβαλε αυτήν για αμφότερους τους κατηγορουμένους για τη δικάσιμο στις 5-11-2012. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 22-6-2012 ο εναγόμενος, υπέβαλε ενώπιον του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ……….., που ήταν και εισαγγελέας της έδρας όταν χορηγήθηκε η ως άνω αναβολή  την από 22-6-2012 αίτηση του, επέχουσα θέση είδησης, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Κύριε Εισαγγελεύ, την 5-6-2012 παρέστην ως Πολιτικώς Ενάγων ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, του οποίου μετείχατε ως Εισαγγελεύς, για την εκδίκαση ποινική υπόθεσης κατά των …….. και ……….. Η πλευρά της αντιδικίας, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου των κατηγορουμένων, ……….., ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, ζήτησε (και κατόρθωσε να της δοθεί) αναβολή, ισχυριζόμενη χειρουργική επέμβαση επί της 1ης κατηγορουμένης και περί τούτο προσκόμισε βεβαίωση από ιατρικό κέντρο ονόματι «………..». Σε εύστοχη ερώτηση του κ. Εισαγγελέως πότε χειρουργήθηκε η κατηγορουμένη, ακούστηκε ως απάντηση η ημερομηνία «30 Μαΐου». Πλην, όπως διαπιστώθηκε από συντομότατη και υπό πίεση, κατά την διαδικασία του ακροατηρίου, συνοπτική επισκόπηση της ως άνω βεβαίωσης αυτή εκδόθηκε την 28-5-2012 άρα είναι ψευδές ότι βεβαιώνει (ή ότι είναι καν δυνατόν να βεβαιώνει) χειρουργική επέμβαση τελεσθείσα, τάχα, δύο ημέρες αργότερα. Περαιτέρω, στο διαγνωστικό κέντρο «…….» δεν παρέχεται δυνατότητα για εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων, όπως προκύπτει από τον συνημμένο στην παρούσα επίσημο κατάλογο των υπηρεσιών τούτου. Εύκολα, άλλωστε το ίδιο γεγονός μπορεί να διαπιστωθεί και με ένα απλό τηλεφώνημα. Άρα και πάλι είναι αδύνατον να αληθεύει οτιδήποτε αντίθετο. Ακόμη, κατά την ως άνω διαδικασία στο ακροατήριο, ο ως άνω …………. στράφηκε προσωπικά εναντίον μου με ιδιαίτερα οξύ και ανοίκειο ύφος. Σημειώνεται, επίσης, ότι, μετά το τέλος της κατάθεσης του, ο ως άνω ……………. πλησίασε την κ. Γραμματέα της Έδρας, παρέμεινε αρκετά συζητών μετ’ αυτής. Επειδή έχω υποστεί τα πάνδεινα από κωλυσιεργίες και λοιπές συμπεριφορές της αντίδικης πλευράς. Επειδή έχω αισθανθεί να εμπαίζομαι και, μαζί με εμένα όλοι οι παράγοντες της δίκης. Επειδή άλλο θέμα είναι η συμπάθεια προς (κάποια, μεγαλύτερη ή έστω μικρή) περιπέτεια της υγείας ενός συνανθρώπου και εντελώς άλλο η εκμετάλλευση ιατρικών δεδομένων και η, κατά παραμόρφωση, απόδοση σε αυτή άλλου περιεχομένου από το πραγματικό. Επειδή, έχετε την δυνατότητα να ελέγξετε την ακρίβεια των πρόχειρων χειρόγραφων πρακτικών της δίκης, ως προς την τυχόν τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος, καθώς και, π.χ., ως προς τυχόν διαγραφές ή προσθήκες. Για τους λόγους αυτούς και την προάσπιση της Δικαιοσύνης, ζητώ, με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος μου, να διατάξετε τα κατά την κρίση σας δίκαια και νόμιμα». Μετά την υποβολή της ως άνω αίτησης απο τον εναγόμενο διατάχθηκε αρμοδίως προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διευρευνηθεί τυχόν τέλεση των αδικημάτων της πλαστογραφίας ή της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας με τη λήψη ανωμοτί εξηγήσεων από τους ……………. και …………., η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο με τη με αριθμό …../2016 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 3 ΚΠΔ, και μετά από έγκριση και του Εισαγγελέα Εφετών, καθόσον δεν προέκυψαν ενδείξεις τέλεσης των διερευνούμενων αδικημάτων. Πράγματι, όπως προέκυψε από την επισκόπηση της προσκομισθείσας στο Δικαστήριο ιατρικής βεβαίωσης της ειδικής παθολογικής κλινικής «……..», αυτή εκδόθηκε στο Χαλάνδρι την 30-5-2012 και όχι την 28-5-2012, όπως ισχυρίζεται ο καταγγέλων, και δεν βεβαίωνε την τέλεση χειρουργικής επέμβασης, αλλά την χορήγηση θεραπευτικής δόσης ιωδίου για κατάλυση υπολείμματος μετά από ολική θυρεοειδεκτομή. Τέλος,  σε αυτήν βεβαιώνεται ότι η πρώτη κατηγορούμενη  εξήλθε από την ως άνω κλινική την 30-5-2012 με τη σύσταση αποχής από την εργασία της και από κάθε κοινωνική συναναστροφή για τριάντα ημέρες (έως και τις 30-6-2012). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι ως άνω ισχυρισμοί του εναγομένου, που περιλαμβάνονται στην αίτηση του προς τον Αντιεισαγγελέα Εφετών, περί υποβολής, ουσιαστικά, ψευδούς λόγου αναβολής στο Δικαστήριο, ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθόσον η ιατρική βεβαίωση της ειδικής παθολογικής κλινικής «……» εκδόθηκε στο Χαλάνδρι την 30-5-2012 και όχι την 28-5-2012 και δεν βεβαίωνε την τέλεση χειρουργικής επέμβασης, αλλά την χορήγηση θεραπευτικής δόσης ιωδίου για κατάλυση υπολείμματος μετά ολική θυρεοειδεκτομή. Την αναλήθεια δε των εκ μέρους του καταγγελλομένων αυτός καλώς γνώριζε, καθόσον  ήταν παρών στη διαδικασία και παρακολούθησε από κοντά όσα διεμήφθησαν στο ακροατήριο, και δη τη διατύπωση και υποβολή από τον ενάγοντα του λόγου αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, τις ερωτήσεις που τέθηκαν προς διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτού και τις απαντήσεις του ενάγοντος καθώς και την ανάγνωση εις επήκοον όλων του περιεχομένου του ιατρικού πιστοποιητικού από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ουδεμία δε επιφύλαξη διατύπωσε κατά την σύνταξη της αίτησης του, αλλά τα ανέφερε ως γεγονότα που συνέβησαν ενώπιον του. Περαιτέρω δε, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, τα όσα περιέλαβε στην επίμαχη αίτηση του, που ουσιαστικά φέρει χαρακτήρα καταγγελίας, αφορούσαν πέραν από τους κατηγορουμένους  στη ποινική δίκη και τον ίδιο τον ενάγοντα, για τον οποίο δεν περιορίστηκε να αναφέρει, ότι απλώς προσκόμισε το ψευδές, κατά την άποψη του, ιατρικό πιστοποιητικό, ενεργώντας ως απλός πληρεξούσιος αυτών και στα πλαίσια της εντολής,  που του είχε δοθεί, αλλά αντιθέτως του απέδωσε ενεργό ρόλο και δη αυτό του μάρτυρα, που κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς τα περί αδυναμίας προσέλευσης της δεύτερης κατηγορουμένης στο ακροατήριο. Τα ανωτέρω, εξάλλου, επιρρωνύονται και από τα όσα ο εναγόμενος επιπλέον ανέφερε περί του ότι μετά το τέλος της κατάθεσης του ο ενάγων πλησίασε την κ. Γραμματέα της Έδρας, όπου παρέμεινε αρκετά συζητών μετ’ αυτής, ενώ κάλεσε τον Εισαγγελέα Εφετών να ελέγξει την ακρίβεια των πρόχειρων χειρόγραφων πρακτικών της δίκης, ως προς την τυχόν τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος, καθώς και, π.χ., ως προς τυχόν διαγραφές ή προσθήκες, υπονοώντας ενδεχόμενο μη ορθής τήρησης αυτών με παρέμβαση του ενάγοντος.

Οι ως άνω ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί του εναγόμενου, που περιήλθαν σε γνώση των αρμοδίων εισαγγελέων και δικαστικών υπαλλήλων, ήτοι τρίτων προσώπων κατά την έννοια των διατάξεων 362 και  363 ΠΚ (Ολ ΑΠ 3/2021), έτρωσαν τη τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενάγοντος, καθώς τον παρουσιάζουν ως ανέντιμο επαγγελματία, που μετέρχεται διαφόρων παρανόμων τεχνασμάτων και πρακτικών για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εντολέων του, και του προξένησαν ηθική βλάβη, ενώ ουδεμία ουσιώδη έννομη επιρροή στην κατάφαση των ως άνω παραδοχών ασκεί εν προκειμένω το επικαλούμενο από τον εναγόμενο γεγονός, ότι προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση των εκ μέρους του αναφερόμενων στην επίδικη αίτηση του διατάχθηκε τελικώς μόνον σε βάρος των εντολέων του ενάγοντος και όχι και του ιδίου. Ομοίως, αβάσιμος και απορριπτέος, τυγχάνει ο ισχυρισμός του εναγόμενου, που νομίμως επαναφέρει με τον ένατο λόγο της έφεσης του, ότι ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και προς προάσπιση των δικαιωμάτων του κατ’άρθρο 367 ΠΚ, διότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή επι συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 367 παρ.2 ΠΚ).Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ενάγων δικαιούται  χρηματικής ικανοποίησης, η οποία ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (ο ενάγων είναι δικηγόρος και ο εναγόμενος επιχειρηματίας), στο ποσό των 4.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο και  σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται και κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία δικαιούται ο παθών από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 9/2015 και  10/2017, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 9/2015, Νόμος), δεδομένου ότι το άνω ποσό βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, με τον ενδέκατο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών επαναφέρει την προβληθείσα και πρωτοδίκως ένσταση περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης, επειδή από τον χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας (22-6-2012) έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής (17-1-2018) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν τη πενταετίας. Ωστόσο,  η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή ουδόλως προέκυψε ότι ο ενάγων έλαβε γνώση της σε βάρος του αδικοπραξίας προτού πληροφορηθεί την αρχειοθέτηση της υπόθεσης στις 10-10-2016, ενώ αξίζει να σημειωθεί, ότι όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα οι ……….. και …………… (από τους οποίους ο ενάγων θα μπορούσε ενδεχομένως να πληροφορηθεί το περιεχόμενο της ως άνω αίτησης του εναγομένου) κλήθηκαν για ανωμοτί εξηγήσεις στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης για την εν λόγω υπόθεση μόλις στις 15-1-2016. Κατά συνέπεια ο  ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται αντιστοίχως από τις αιτιολογίες της παρούσας, και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα  για την επίδικη αιτία το ως άνω ποσό  δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις και οι λόγοι της  έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολο της, ενώ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος  λόγω της ήττας του(άρθρα 106, 183 και 176 ΚΠολΔ). Τέλος, για το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του,   πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 3727/2018  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή  στην ουσία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ……………./2020 ηλεκτρονικού παραβόλου).

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των εκατό πενήντα  (150) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  29 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ