Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 483/2021

Αριθμός     483/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………… η οποία υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας και παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου, Βασιλικής Ζαμπέλη.

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ………., ως συνιδιοκτήτη ατομικά και ως διαχειριστή και διοικητή αλλοτρίων υποθέσεων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Παναγιώτη Κωνσταντόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η καλούσα-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 23.6.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2401/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από 10.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018)         έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2018) αρχικά η 23η.5.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 7.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …./2019) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιόν του στη δικάσιμο της 2ας.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 74/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 10-7-2018 (υπ’αριθμ. κατάθ. ………../10-7-2018) έφεση της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2401/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 614 περ. 2, 620 ΚΠολΔ). Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η καταβολή του κατά το άρθρο 495 παρ. 3ΚΠολΔπαραβόλου των 100 ευρώ, εφόσον η εκκαλούσα είναι δικαιούχος νομικής βοήθειας (άρθρο 9 ν. 3226/2004). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην από 23-6-2017 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………/30-602017) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα ιστορούσε ότι είναι ιδιοκτήτρια του πέμπτου και του έκτου ορόφου της αναφερόμενης οικοδομής, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής, η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ με την υπ’αριθμ. ……../1977 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της τέως συμβολαιογράφου Πειραιά …………, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το υπ’ αριθμ. ………../1978 συμβολαιογραφικό έγγραφο της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι ο εναγόμενος είναι κύριος της περιγραφόμενης στην αγωγή οριζόντιας ιδιοκτησίας, που βρίσκεται στην ίδια ως άνω οικοδομή. Ότι η ενάγουσα ασκούσε σύννομα τα καθήκοντα της διαχειρίστριας από τον Οκτώβριο του 2009 έως το Σεπτέμβριο του 2014, οπότε ο εναγόμενος, ισχυριζόμενος ψευδώς ότι η ίδια είχε εγκαταλείψει τη διαχείριση και παρακινώντας τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες να μην της καταβάλουν τις κοινόχρηστες δαπάνες που αντιστοιχούσαν στις ιδιοκτησίες τους, ανέλαβε αυθαίρετα, ήτοι χωρίς απόφαση της γενικής συνέλευσης της όλης οικοδομής (όπως προβλέπει ο ισχύων κανονισμός), τη διαχείριση, αποβάλλοντας έτσι την ίδια από τα καθήκοντά της αυτά. Ότι ο εναγόμενος, που ενεργεί «εν τοις πράγμασι» ως διαχειριστής, ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντα αυτά, που ανέλαβε αυτοβούλως, και ειδικότερα: α) δεν μεριμνά για την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η καθαριότητα αυτή να επαφίεται στις καλές προθέσεις εκάστου των ενοίκων της πολυκατοικίας, β) εντελώς αυθαίρετα επιτρέπει την εκμίσθωση κοινόχρηστων χώρων [και ειδικότερα της αποθήκης του υπογείου, «ιδιοκτήτρια» του οποίου φέρεται η ………., και του χώρου στάθμευσης της πυλωτής, τον οποίο ο φερόμενος ως «ιδιοκτήτης» του ……….. έχει περικλείσει παράνομα με γκαραζόπορτα και λουκέτο] σε τρίτα πρόσωπα, χωρίς τη συναίνεση των συνιδιοκτητών, η οποία να αποτυπώνεται σε απόφαση γενικής συνέλευσης. Ότι ο εναγόμενος παράνομα συμπεριλαμβάνει τους ως άνω φερόμενους ως «ιδιοκτήτες» στους συγκεντρωτικούς καταλόγους κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας, από την ελεύθερη χρήση των οποίων η ίδια έχει αποβληθεί, γ) αδιαφορεί πλήρως για τη συντήρηση του ανελκυστήρα από τον Σεπτέμβριο του 2016 και παράνομα έχει διακόψει τη λειτουργία του, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ίδια στις καθημερινές της μετακινήσεις και στην ελεύθερη πρόσβασή της στο διαμέρισμά της, δ) χρεώνει αυθαίρετα τη συντήρηση του ανελκυστήρα (παρά το γεγονός ότι αυτός πλέον δεν λειτουργεί κατά τα προεκτεθέντα) αποκλειστικά στην ιδιοκτησία της εναγομένης, παρότι όλες ανεξαιρέτως οι ιδιοκτησίες, με βάση τον ισχύοντα κανονισμό πολυκατοικίας, επιβαρύνονται για τη συντήρηση αυτού, ε) προβαίνει σε υπερβολικά αυξημένες χρεώσεις στους κοινόχρηστους λογαριασμούς της πολυκατοικίας, οι οποίες (χρεώσεις) δεν ανταποκρίνονται στις πράγματι προσφερόμενες υπηρεσίες. Ότι από τις πράξεις του αυτές, που συνιστούν αδικοπραξία, έχει υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, όπως τα αιτήματα αυτής παραδεκτώς περιορίστηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, ζητούσε: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σε λογοδοσία, να της αποδώσει λογαριασμό περιέχοντα αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της απόφασης που θα εκδοθεί, β) να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με την απόφαση που θα εκδοθεί, γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου στην καταβολή του αναλογούντος στην ενάγουσα καταλοίπου και ελλείμματος του λογαριασμού διαχείρισης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, δ) να υποχρεωθεί να επιδείξει: ι) έγγραφο – πρακτικό της γενικής συνέλευσης της ένδικης πολυκατοικίας, με το οποίο ο ίδιος αναδείχθηκε διαχειριστής αυτής, ιι) συμβολαιογραφικό έγγραφο – πράξη, με το οποίο παραχωρείται – με κοινή απόφαση όλων των συνιδιοκτητών – η χρήση του υπογείου – αποθήκης και της θέσης στάθμευσης της πυλωτής σε συνιδιοκτήτη ή τρίτο, άλλως να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να συγκαλέσει γενική συνέλευση προς τροποποίηση της προαναφερόμενης πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας μετά του κανονισμού της πολυκατοικίας, ιιι) τους συγκεντρωτικούς λογαριασμούς των κοινοχρήστων για το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο του 2014 έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής και ε) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 303ΑΚ, «’Οποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει, προς τούτο δε οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η γενική υποχρέωση για εξώδικη ή δικαστική λογοδοσία εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα εφόσον συνηθίζονται. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι κανονικός κατά τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του δοσιλόγου περί ανακοινώσεως του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 – 477ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικά ή μερικά του δεξίλογου με βάση οποιαδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση, όπως είναι κατ` άρθρα 718 και 734ΑΚ, η εντολή και η διοίκηση ξένης υποθέσεως, όπου προβλέπεται υποχρέωση προς λογοδοσία του εντολοδόχου ή του διοικητή αλλότριων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 473ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην αγωγή λογοδοσίας μπορεί να περιληφθεί αίτημα για την καταβολή καταλοίπου του λογαριασμού, για την περίπτωση που δεν κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά, χωρίς όμως να απαιτείται και ο προσδιορισμός του αξιούμενου χρηματικού ποσού του καταλοίπου, κατ` απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. β` και γ` του ίδιου Κώδικα, την οποία (απόκλιση) εισάγει η υπόψη διάταξη (βλ. ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 1599/2011 ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1117ΑΚ, 1, 2 § 1, 3 §§ 1 και 2, 4 §1,5 και 13 ν. 3741/1929 προκύπτει ότι ο κανονισμός της πολυκατοικίας δεσμεύει τους συμβληθέντες και τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους τους και εκείνους που προσχώρησαν σ` αυτόν. Περαιτέρω, από το άρθρο 4 §§1,2 και 3 του ν. 3741/1929 προκύπτει ότι οι συνιδιοκτήτες πολυώροφης οικοδομής μπορούν, με το συντασσόμενο κατά τις διατυπώσεις του νόμου κανονισμό, να κανονίσουν τον τρόπο διορισμού, τα καθήκοντα, τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή, ενός ή περισσοτέρων, κατά τρόπο δεσμευτικό για όλους τους συνιδιοκτήτες και ότι ο διοριζόμενος διαχειριστής θεωρείται, αν δεν ορίζεται αμοιβή, εντολοδόχος των συνιδιοκτητών, προδήλως όμως όχι ατομικά του καθενός, αλλά του συνόλου των συνιδιοκτητών ως ομάδας, αφού αυτή είναι η εντολέας και όχι τα πρόσωπα που την απαρτίζουν. Στην ανωτέρω εντολή ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 718 και 303ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον κανονισμό. Συνεπώς, ο εντολοδόχος είναι υποχρεωμένος και κατά τη διάρκεια της εντολής να παρέχει στον εντολέα πληροφορίες για την πορεία της διαχειρίσεως και ειδικότερα για τις γενόμενες εισπράξεις και πληρωμές, να προβαίνει σε ανακοίνωση των πρακτικών της γενικής συνέλευσης κλπ, αν παραλείψει δε την υποχρέωσή  του αυτή, είναι υπεύθυνος, κατά το άρθρο 714ΑΚ, στην αποκατάσταση κάθε ζημίας που επήλθε στην περιουσία του εντολέα του. Μετά την περάτωση της εντολής με οποιονδήποτε τρόπο, είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει, τηρώντας, σε περίπτωση διαχειρίσεως, και τις διατυπώσεις του άρθρου 303ΑΚ, δηλαδή να ανακοινώσει λογαριασμό εσόδων και εξόδων, επισυνάπτοντας και τα σχετικά δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Η λογοδοσία αυτή, στην περίπτωση του διαχειριστή πολυκατοικίας, θα παρασχεθεί κατά το τέλος της θητείας του, οπότε λήγει και η εντολή του, προς την εντολέα του Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών, αν ο κανονισμός δεν ορίζει διαφορετικά. Συνεπώς, είναι πρόδηλο, μετά τα προεκτεθέντα, ότι ο διαχειριστής πολυκατοικίας δεν είναι υποχρεωμένος να παρέχει πληροφορίες για την πορεία της διαχειρίσεως του, ούτε να λογοδοτεί σε καθένα ιδιοκτήτη διαμερίσματος ή ορόφου χωριστά, συνακόλουθα δε ο τελευταίος δεν έχει ατομικά το δικαίωμα να αξιώσει δικαστικά την παροχή λογοδοσίας από το διαχειριστή (βλ. ΕφΛαρ.156/2013, ΕφΑθ. 7426/05 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5784/2001 ΕλΔ 43/836), ούτε έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή της σχετικής δαπάνης, επικαλούμενος την άρνηση του διαχειριστή να του δώσει πληροφορίες (βλ. ΕφΛαρ 156/2013, ΕφΑθ 5784/01ό.π., ΕφΑθ 3459/86 ΕΔΠ 1986/135, Π. Μακρυγιάννης, Η λογοδοσία από τους διαχειριστές πολυκατοικίας, ΕΔΠ 1997/101).

H υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος της που ζητείται η παροχή λογοδοσίας, με την απόδοση λογαριασμού και την καταβολή του αναλογούντος στην ενάγουσα καταλοίπου και ελλείμματος του λογαριασμού διαχείρισης, είναι νομικά αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, τέτοια υποχρέωση έχουν οι διαχειριστές της πολυκατοικίας μόνο έναντι της εντολέως τους Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών και όχι έναντι του κάθε συνιδιοκτήτη ξεχωριστά.  Σημειώνεται ότι η εκκαλούσα, με την έφεσή της, προς στήριξη του αγωγικού αιτήματός της για λογοδοσία του αντιδίκου της, ισχυρίζεται ότι στο άρθρο 25 της υπ’ αριθμ. ……../1977 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο (τόμος …… αριθμ……) και διέπει τη λειτουργία της ως άνω οικοδομής, αναφέρεται, ως προς τις υποχρεώσεις του διαχειριστή, ότι: «..Άπαντα τα ανωτέρω μετά του βιβλίου πρακτικών, αλληλογραφίας και λογαριασμού αποδείξεων και λοιπών σχετικών προς την συνιδιοκτησίαν και την διαχείρισιν αυτής, ο διαχειριστής οφείλει να θέτει εις την διάθεσιν παντός συνιδιοκτήτου, αιτούντος πληροφορίας, παραδίδει δε, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου, εις τον διαδεχόμενον διαχειριστήν». Διατείνεται δε η εκκαλούσα ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση παρέβλεψε τον ως άνω όρο του κανονισμού της οικοδομής και δεν διέταξε τη λογοδοσία του εφεσιβλήτου. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καταρχήν, η βάση της αγωγής της στηρίζεται στις διατάξεις περί λογοδοσίας και όχι στην παραβίαση από τον εφεσίβλητο της ως άνω πρόβλεψης του κανονισμού της οικοδομής, που ουδόλως αναφέρεται στην αγωγή. Πέραν αυτού όμως, με τον παραπάνω όρο προβλέπεται υποχρέωση του διαχειριστή της οικοδομής να θέτει στη διάθεση οποιουδήποτε συνιδιοκτήτη, εφόσον το ζητήσει, τα τηρούμενα από αυτόν βιβλία και τις αποδείξεις εισπράξεων και πληρωμών. Δηλαδή, δεν πρόκειται για υποχρέωση λογοδοσίας, αλλά για υποχρέωση του διαχειριστή επίδειξης εγγράφων στους συνιδιοκτήτες, που αντιστοιχεί με το έτερο αίτημα της αγωγής για επίδειξη εγγράφων εκ μέρους του εφεσιβλήτου, το οποίο απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ως άνευ αντικειμένου, καθόσον ο τελευταίος προσκόμισε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης τα αιτούμενα έγγραφα, γι’ αυτό η εκκαλούσα δεν στρέφεται με την έφεσή της κατά του σκέλους αυτού της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως προς το σκέλος της αγωγής της, με το οποίο η ενάγουσα ζητεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επισημαίνονται τα ακόλουθα: α) Κατά το μέρος που η ενάγουσα προβάλλει αυθαίρετη ανάληψη των καθηκόντων του διαχειριστή από τον εναγόμενο, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 739 και 914 ΑΚ, η αγωγή είναι απορριπτέα δεδομένου ότι, ακόμη και αν υποτεθούν αληθινοί οι ισχυρισμοί αυτοί, αξιώσεις εναντίον του εναγομένου, στηριζόμενες στις διατάξεις περί μη γνήσιας (νόθου) διοίκησης αλλοτρίων και περί αδικοπραξίας, νομιμοποιείται να ασκήσει η πραγματική κυρία της υπόθεσης και αμέσως ζημιωθείσα, ήτοι, εν προκειμένω, η ένωση των συνιδιοκτητών της ένδικης πολυκατοικίας, τις υποθέσεις της οποίας ο εναγόμενος – κατά την αγωγή – ανέλαβε αυθαίρετα να διοικεί. Β) Κατά το σκέλος που η ενάγουσα επικαλείται πλημμελή άσκηση από τον εναγόμενο των καθηκόντων του ως διαχειριστή και αδράνειά του στην εκτέλεση επιβαλλόμενων ενεργειών, η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, διότι, ακόμη και αν υποτεθούν αληθινοί οι ισχυρισμοί της, η περιγραφόμενη ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου αποτελεί απλή αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών του (από τη σχέση εντολής) και ως εκ τούτου δεν νοείται αίτημα εκ του άρθρου 932 ΑΚ. Ειδικότερα δε, όσον αφορά στους αγωγικούς ισχυρισμούς περί αυθαίρετης αποκλειστικής χρήσης κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής από τα αναφερόμενα πρόσωπα, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγομένου, δεδομένου ότι ο τελευταίος με την παραπάνω ιδιότητά του (του διαχειριστή) νομιμοποιείται να εναχθεί (και να εναγάγει) μόνο σε υποθέσεις που αφορούν στη διαχείριση της πολυκατοικίας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθούν αληθείς οι σχετικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, πρόκειται για διένεξη μεταξύ συνιδιοκτητών με αντικείμενο τη χρήση κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής (βλ. ΕφΠειρ 76/2010 ΝΟΜΟΣ).Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι΄ αυτό πρέπει οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με το ν. 3226/2004 προβλέπεται η νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος. Ειδικότερα ορίζεται: “1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση” (άρθρο 1). “1. Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή βοήθειας” (άρθρο 2). “2. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς” (άρθρο 4). “1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα συνίστανται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και εφόσον, ειδικώς ζητηθεί, στο διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις”. 2. “Η απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά”. “Η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο” (άρθρο 9 παρ. 6). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν εμποδίζει το δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου που έλαβε τη νομική βοήθεια, να επιβάλει σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του (βλ. ΑΠ 399/2020, ΑΠ 1404/2017, ΑΠ 1403/2012ΝΟΜΟΣ).

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκαν σε βάρος της από  το πρωτοβάθμιο Δικαστήρια τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της, ενώ αυτά έπρεπε να επιβληθούν σε βάρος του Δημοσίου, καθόσον της είχε παρασχεθεί στον πρώτο βαθμό νομική βοήθεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, η παροχή νομικής βοήθειας δεν εμπόδιζε το Δικαστήριο, εφόσον αυτή ηττήθηκε, να επιβάλει σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της.

Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η έφεση και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, που έτυχε νομικής βοήθειας και στην κατ’ έφεση δίκη,λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό της μέρος και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ