Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 485/2021

Αριθμός    485 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Κυπριακής εταιρείας …………….., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Μιχαηλίδη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………., 2) ……………, 3) …………. και 4) ……….., ως κληρονόμου της …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπότουλα.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 24.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3279/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από 10.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2018) αρχικά η 10.10.2019 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 10-10-2018 (με αριθμ. κατάθ. …………/10-10-2018) έφεση της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 3279/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 περ. 1ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 24-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………../14-11-2017) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα ιστορούσε ότι, δυνάμει του από 2/8/2012 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, οι εναγόμενοι, ήδη εφεσίβλητοι, της εκμίσθωσαν ένα ακίνητο με τις επ’ αυτού εγκαταστάσεις του και συγκεκριμένα ένα ναυπηγείο στο Πέραμα Αττικής, κείμενο επί της . …….., κατά μεν τον τίτλο κτήσεως εκτάσεως 1379,75 τ.μ, κατά δε την καταμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου εκτάσεως 943 τ.μ, αποτελούμενο από το χώρο ανελκύσεως – καθελκύσεως πλοίων, των οικημάτων (γραφείων, αποθηκευτικών χώρων), περιλαμβανομένης της χρήσης του παρακείμενου αιγιαλού (κατόπιν παραχωρήσεως εκ μέρους του ΟΑΠ), όπως το μίσθιο και οι εγκαταστάσεις του περιγράφονται λεπτομερώς στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εννεαετής, ήτοι από 1-9-2012 έως 31-8-2021, με μηνιαίο μίσθωμα, για μεν το ναυπηγείο 5.000 ευρώ, για δε τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα 1000 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 6.000 ευρώ, πλέον του μισού τέλους χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό 1,5%, πλέον του ανακοινούμενου ετησίως από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία δείκτη τιμών καταναλωτή, που θα καταβαλλόταν στους εκμισθωτές, αναλόγως του ποσοστού συνιδιοκτησίας εκάστου εξ αυτών επί του κοινού μισθίου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο μισθωτήριο συμβόλαιο. Ότι, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, εμφανίστηκαν και αποκαλύφθηκαν σοβαρά πραγματικά ελαττώματα στο μίσθιο, τα οποία παρεμπόδιζαν ουσιωδώς τη χρήση και τη λειτουργία του, παραβλάπτοντας τα εκ της μισθώσεως δικαιώματά της. Ειδικότερα, όπως ανέφερε, α) διαπιστώθηκε ότι τμήμα του μισθίου ήταν κατειλημμένο από τον ιδιοκτήτη του όμορου ναυπηγείου, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το μήκος του μισθίου, που βρίσκεται προς τη θάλασσα, από 39,90 μέτρα σε 33 μέτρα και να παρεμποδίζεται η ανέλκυση – καθέλκυση δεύτερου πλοίου, όπως κανονικά ανέμενε, αφού υπήρχε σχετική δυνατότητα εξυπηρέτησης για ένα μόνο πλοίο, ενώ οι εναγόμενοι δεν έπραξαν οτιδήποτε και ιδίως δεν κινήθηκαν δικαστικά, ώστε να αρθεί η ως άνω κατάληψη και να μπορέσει η ίδια (ενάγουσα) να χρησιμοποιήσει ακώλυτα το σύνολο του μισθίου, β) εξαιτίας ενός αγωγού ομβρίων υδάτων της ΕΥΔΑΠ, που διερχόταν από το μίσθιο, προκαλούνταν επιχωματώσεις τόσο στο χερσαίο χώρο του μισθίου, όσο και στον έμπροσθεν αυτού θαλάσσιο χώρο, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η ανέλκυση – καθέλκυση των πλοίων, γι’ αυτό αναγκάσθηκε να προβεί, με δαπάνες της, σε εκβάθυνση – αποκατάσταση του βυθού, ώστε να καταστεί εφικτή η λειτουργία του ναυπηγείου. Ότι τα προαναφερθέντα ελαττώματα δεν τα γνώριζε κατά την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης, καθόσον αυτά ήταν κρυμμένα και αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων, όμως αυτά ασφαλώς τα γνώριζαν οι εναγόμενοι και της τα αποσιώπησαν. Ότι, εξαιτίας των προαναφερόμενων  πραγματικών ελαττωμάτων, η επίμαχη μίσθωση εξελίχθηκε ανώμαλα, καθόσον, ήδη η ίδια (ενάγουσα) είχε ασκήσει την από 12-10-2015 μισθωτική αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά των εναγομένων για τη μείωση του μισθώματος κατά ποσοστό 50% έναντι του συμβατικώς οριζομένου, η οποία (αγωγή) συζητήθηκε στις 10-10-2017 και εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης, ενώ, βάσει διαταγής αποδόσεως μισθίου, που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως των αντιδίκων της, αποβλήθηκε βιαίως από το μίσθιο, με την υπ’ αριθμ. …./13-12-2016 έκθεση βιαίας αποβολής του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……. Ότι την εν λόγω επαγγελματική μίσθωση κατάρτισε με τους εναγομένους ουσιαστικά ως διαρκή έννομη σχέση μακράς πνοής, γι’ αυτό πραγματοποίησε σοβαρές επενδύσεις με τις αναφερόμενες στην αγωγή αναγκαίες, άλλως επωφελείς δαπάνες, επί του μισθίου και προκειμένου αυτό να καταστεί λειτουργικό, ώστε να πληροί όλους τους όρους ασφάλειας τόσο των πλοίων όσο και του προσωπικού του ναυπηγείου. Ότι με τις επεμβάσεις της εξασφάλισε τους απαιτούμενους όρους υγιεινής του προσωπικού των πλοίων και του ναυπηγείου, επένδυσε σε αυτήν τη σχέση επειδή ήταν η πρώτη ενασχόληση και δραστηριοποίησή της με το αντικείμενο αυτό και προσδοκούσε την επιτυχή εξέλιξη του επαγγελματικού της σχεδίου, ξεκινώντας πράγματι με τις καλύτερες προοπτικές. Ότι οι δαπάνες που πραγματοποίησε επί του μισθίου, ως εκ της φύσεώς τους, ήταν αναγκαίες, επιβεβλημένες, εξαιρετικά επείγουσες και σύμφωνα με τους ελληνικούς και ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Ότι υποχρεώθηκε να προβεί στις δαπάνες αυτές, εφόσον οι εκμισθωτές, καίτοι ήταν υπόχρεοι, δεν το έπραξαν. Ότι, σε κάθε περίπτωση, οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες στο μίσθιο ήταν επωφελείς, καθώς έγιναν προς μέγιστο όφελος αυτού, ενώ βελτιώθηκε τόσο η μισθωτική και αγοραστική αξία αυτού, όσο και η όλη εικόνα του, δεδομένου ότι αυτό, πριν από τη μίσθωση, παρουσίαζε εικόνα εγκατάλειψης, ερήμωσης και λεηλάτησης. Ότι, ειδικότερα, προέβη στις λεπτομερώς αναφερόμενες στην αγωγή αναγκαίες εργασίες, από τον Αύγουστο του 2013 έως το Δεκέμβριο του 2015, για τις οποίες δαπάνησε για αγορά υλικών 162.102,42 ευρώ και για την αμοιβή του απασχοληθέντος εργατοτεχνικού προσωπικού 47.725,79 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 209.828,21 ευρώ. Ότι, κατά την χρονική περίοδο από 8-7-2015 έως και 10-8-2016, τρεις υποψήφιοι πελάτες, πλοιοκτήτες,  απευθύνθηκαν προς την ίδια (ενάγουσα), ζητώντας προσφορές για την παραμονή, επισκευή, ανέλκυση και καθέλκυση των τριών πλοίων τους στο μίσθιο ναυπηγείο, τις οποίες και υπέβαλε, ύψους 107.000 ευρώ, 68.000 ευρώ και 113.000 ευρώ, πλην όμως, εν τέλει οι προσφορές της αυτές δεν έγιναν δεκτές από τους ως άνω πλοιοκτήτες, λόγω της διαρροής ειδήσεων στους ναυτιλιακούς κύκλους περί των πραγματικών ελαττωμάτων του ναυπηγείου και των (δικαστικών) διενέξεών της με τους εναγομένους. Ότι, αν ευδοκιμούσαν οι ανωτέρω παραγγελίες, θα κέρδιζε από την εκτέλεσή τους το συνολικό ποσό των 226.500 ευρώ, που απώλεσε. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, το σύνολο των θετικών και αποθετικών ζημιών της, που πρέπει να της καταβάλουν οι εναγόμενοι, ανέρχεται στο ποσό των 436.328,21 ευρώ (209.828,21 + 226.500). Ότι η συμπεριφορά των εναγομένων, που γνώριζαν τα ως άνω πραγματικά ελαττώματα του μισθίου και της τα αποσιώπησαν, συνιστά και αδικοπραξία, που προκάλεσε τη ζημία της. Ότι, επικουρικά, οι παραπάνω δαπάνες, που διενήργησε στο μίσθιο, είναι επωφελείς δαπάνες, καθόσον βελτίωσαν και άλλαξαν την εικόνα αυτού σε  σχέση με την προηγούμενη κατάστασή του και αύξησαν τη μισθωτική και αγοραστική αξία αυτού, γι’ αυτό υφίσταται ευθύνη των εναγομένων για την αποκατάσταση των δαπανών αυτών με βάση τις διατάξεις του ΑΚ περί διοικήσεως αλλοτρίων. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά συνιδιοκτησίας εκάστου, να της καταβάλουν ο α’ εναγόμενος 99.962,80 ευρώ, ο β’ εναγόμενος 121.779,20 ευρώ, ο γ’ εναγόμενος 178.152,81 ευρώ και ο δ’ εναγόμενος 36.433,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Άλλως, εφόσον κρινόταν ότι οι ως άνω δαπάνες είναι επωφελείς και όχι αναγκαίες, ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, κατά το ποσοστό της συνιδιοκτησίας τους, μόνο το ποσό των 209.828,21 ευρώ, χωρίς δηλαδή το ποσό των διαφυγόντων κερδών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 44 Π.Δ. 34/1995), συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση. Επίσης έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά να το διατηρεί  κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν. Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση. Επομένως, αν από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος εμποδίστηκε ολικά η συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ΄ ένσταση, προς απόκρουση αγωγής του εκμισθωτή για καταβολή των μισθωμάτων, να μη καταβάλλει το μίσθωμα όσο διάστημα διαρκεί η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από το ελάττωμα. Περαιτέρω, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ή αν από υπαιτιότητα του εκμισθωτή έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίσθηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομολόγηση της μίσθωσης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 εδ. α`ΑΚ, ο μισθωτής έχει κατ` επιλογή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή είτε κυρίως είτε επικουρικώς, εφόσον, βεβαίως, αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα (βλ. ολ. ΑΠ 50/2005, ΑΠ 1638/2018 ΝΟΜΟΣ), χωρίς να μπορεί (η επιλογή) να μεταβάλλεται κατά τη βούληση του μισθωτή. Ειδικότερα, τα δικαιώματα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος και αποζημίωσης παρέχονται στο μισθωτή, εκλεκτικά, δηλαδή ο μισθωτής μπορεί ελεύθερα να διαλέξει ποιο από αυτά ικανοποιεί τα συμφέροντά του καλύτερα. Η επιλογή αυτή γίνεται με άτυπη, απευθυντέα και ανεπίδεκτη αιρέσεως ή ανακλήσεως σαφή, ρητή ή σιωπηρή, δήλωση του μισθωτή προς τον εκμισθωτή. Από δε την περιέλευση της δήλωσης αυτής του μισθωτή στον εκμισθωτή, διαπλάσσεται η νέα έννομη σχέση τους (βλ. ΑΠ 1582/2008 ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρ. 591 ΑΚ «Ο εκμισθωτής αποδίδει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο. Οι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο». Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, που έχει εφαρμογή και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθ. 44 π.δ. 34/1995) : 1) Η υποχρέωση της διενέργειας των αναγκαίων δαπανών επί του μισθίου, ήτοι των δαπανών που γίνονται για τη διατήρηση και εξασφάλιση του πράγματος, προκειμένου αυτό να είναι κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, βαρύνει τον εκμισθωτή (κατά το άρθρο 575 ΑΚ, πρβλ. και ΑΚ 578 παρ. 2 εδ. 2 ΑΚ). Ο μισθωτής  όμως, υπό προϋποθέσεις, έχει δικαίωμα να προβεί ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, στις αναγκαίες δαπάνες, οπότε ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να τις αποδώσει στο  μισθωτή. Ο μισθωτής δικαιούται να ενεργήσει τις αναγκαίες δαπάνες μόνο αν αυτές είναι άμεσες και επείγουσες και δεν μπορούν να γίνουν αμέσως από τον εκμισθωτή, άλλως, δικαιούται ο μισθωτής να προβεί στις δαπάνες μόνο αν ο εκμισθωτής περιέλθει σε υπερημερία. Αν οι δαπάνες γίνουν χωρίς προηγούμενη υπερημερία του εκμισθωτή, μπορούν να αναζητηθούν μόνο με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων. Δεν απαιτείται συναίνεση του εκμισθωτή για τη διενέργεια των αναγκαίων δαπανών. Επομένως, οι δαπάνες αυτές αποδίδονται στο μισθωτή που τις ενήργησε, μόνο αν είναι άμεσες και επείγουσες και δεν μπορούν να γίνουν από τον εκμισθωτή, ή ο εκμισθωτής περιήλθε, ως προς την τέλεση τους, σε υπερημερία, άλλως, αν αυτές τις ενήργησε ο μισθωτής προς το συμφέρον και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του εκμισθωτή (άρθ. 730 παρ. 1 ΑΚ). Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής, που έχει αντικείμενο την αξίωση από το μισθωτή των αναγκαίων δαπανών, πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρονται και οι ανωτέρω προϋποθέσεις των άρθρων 591 παρ. 1 και 730 επ. ΑΚ [βλ. ΕφΔωδ 219/2015, ΕφΠειρ(Μον) 562/2014, ΕφΑθ7389/2006 ΝΟΜΟΣ]. 2) Επωφελείς θεωρούνται  οι δαπάνες, οι οποίες αυξάνουν την αξία του μισθίου. Τέτοιες δαπάνες είναι ενδεικτικά η κατασκευή κτίσματος, οι διασκευές, διαρρυθμίσεις, προσθήκες στο μίσθιο κλπ. Οι δαπάνες αυτές αποδίδονται στο μισθωτή, εφόσον παραμένουν σε όφελος του μισθίου, με βάση τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρ. 730 παρ.1 και 736 ΑΚ, όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου. Αν ο διοικητής αλλότριων ανέλαβε τη διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Αν, όμως, η δαπάνη δεν έγινε σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, τότε ο διοικητής μπορεί, κατά την ΑΚ 737, να ζητήσει την απόδοσή τους με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι σύμφωνα με την ΑΚ 904 παρ.1 εδ. α`, που ορίζει ότι «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Στοιχεία, επομένως, της αγωγής για δαπάνες, που πρέπει να εκθέτει και να αποδεικνύει ο ενάγων διοικητής αλλότριων, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1αΚΠολΔ,είναι, εφόσον η αξίωσή του στηρίζεται στην ΑΚ736, η διεξαγωγή της υπόθεσης από εύλογη αιτία προς το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη βούλησή του [βλ. ΕφΔωδ.(Μον) 219/2015, ΕφΠειρ (Μον) 562/2014, ΕφΘεσ 34/2012, ΕφΛαρ.366/2011, ΕφΠειρ. 423/1998 ΝΟΜΟΣ], εφόσον δε η αξίωσή του στηρίζεται στην ΑΚ737, ο πλουτισμός του εναγομένου κυρίου της υπόθεσης, η επέλευσή του σε βάρος του ενάγοντος (άρα και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον πλουτισμό του πρώτου και την επιβάρυνση του δευτέρου) και η έλλειψη νόμιμης αιτίας (βλ. ΑΠ 1254/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 326/06 ΕλΔ 2006/ 787).

Περαιτέρω, υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και ευθύνη από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914ΑΚνα μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (βλ. ολ. ΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22/505, ΑΠ 1582/2008, ΑΠ 1600/2002 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα αναφερόμενα στο ιστορικό της αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα, μισθώτρια εταιρεία, πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής της για την επιδίκαση της θετικής και αποθετικής της ζημίας, λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, επικαλούμενη τα ίδια πραγματικά περιστατικά, είχε ασκήσει κατά των εναγομένων την από 12-10-2015 μισθωτική αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, για τη μείωση του μισθώματος κατά ποσοστό 50% έναντι του αρχικώς συμφωνηθέντος, η οποία συζητήθηκε στις 10-10-2017 και εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης.  Εφόσον, επομένως, η ενάγουσα με την από 12-10-2015 αγωγή της, την οποία άσκησε πρώτη, επέλεξε την αξίωσή της για μείωση του μισθώματος του μισθίου, η ένδικη αγωγή της για αποζημίωση είναι απορριπτέα για το λόγο αυτό. Πέραν αυτού, όμως, η προκειμένη αγωγή, κατά το σκέλος της που ζητείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη, δεν στηρίζεται στο νόμο, καθόσον δεν υφίσταται ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας. Πράγματι, όπως προεκτέθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, οι προσφορές της ενάγουσας προς τους τρεις πλοιοκτήτες δεν ευδοκίμησαν όχι λόγω των πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, αλλά λόγω της διαρροής ειδήσεων στους ναυτιλιακούς κύκλους περί των πραγματικών ελαττωμάτων του ναυπηγείου και των (δικαστικών) διενέξεων της ενάγουσας με τους εναγομένους. Εξάλλου, η αγωγή, ως προς το σκέλος, με το οποίο ζητείται το ποσό των 209.828,21 ευρώ, ως αναγκαίες, άλλως επωφελείς δαπάνες, που διενεργήθηκαν στο μίσθιο, είναι, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1α, αόριστη και απορριπτέα. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το χαρακτηρισμό των δαπανών ως αναγκαίων, καταρχήν, όπως προκύπτει από την αγωγή, η κατάσταση των κτιριακών εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του μισθίου, όπου έγιναν οι επίμαχες δαπάνες, ήταν γνωστή στην ενάγουσα κατά τη σύναψη της μίσθωσης και μάλιστα, όπως αναφέρεται στην αγωγή, έγινε λεπτομερής περιγραφή των του μισθίου και των εγκαταστάσεών του στο μισθωτήριο συμβόλαιο, ενώ δεν προβάλλεται ότι οι εναγόμενοι είχαν αναλάβει την υποχρέωση διενέργειας των δαπανών αυτών. Επιπλέον, ουδόλως προκύπτει από την αγωγή ότι οι σχετικές δαπάνες ήταν άμεσες και επείγουσες, μη δυνάμενες να γίνουν αμέσως από τους εκμισθωτές, ούτε εκτίθεται ότι οι εκμισθωτές είχαν περιέλθει σε υπερημερία ως προς τη διενέργειά τους. Επιπλέον, δεν εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία στοιχεία για την αναζήτηση των δαπανών αυτών κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων (άρθ. 730 παρ. 1 ΑΚ), ήτοι ότι εκτελέσθηκαν από την ενάγουσα προς το συμφέρον και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση των εκμισθωτών. Περαιτέρω, όσον αφορά στο χαρακτηρισμό των δαπανών ως επωφελών, ομοίως δεν εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία στοιχεία για την αναζήτηση των δαπανών αυτών κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων (άρθ. 730 παρ. 1 ΑΚ), ήτοι ότι εκτελέσθηκαν από την ενάγουσα προς το συμφέρον και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση των εκμισθωτών. Σημειώνεται δε ότι ουδόλως προκύπτει ότι η ενάγουσα στηρίζει την αξίωσή της αυτή στη διάταξη του άρθρου 737 ΑΚ, οπότε, όπως προεκτέθηκε, θα έπρεπε να ζητήσει την απόδοση των δαπανών με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εξάλλου, η βάση της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, στους οποίους αποδίδεται ότι, μολονότι γνώριζαν, αποσιώπησαν τα ελαττώματα του μίσθιου ακινήτου κατά την κατάρτιση της σύμβασης, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον, κατά τα προεκτεθέντα,  η ως άνω  συμπεριφορά των εναγομένων φέρεται ότι έλαβε χώρα στο πλαίσιο της σύμβασης της μίσθωσης και δεν είναι νοητή η συμπεριφορά τους αυτή χωρίς τη συμβατική σχέση (πρβλ. ΑΠ 1582/2008, ΑΠ 1600/2002 ό.π.).Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την ανωτέρω,  δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι΄ αυτό πρέπει οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, με τον τελευταίο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα βάλλει κατά της διάταξης της εκκαλουμένης, που επέβαλε δικαστικά έξοδα σε βάρος της, ύψους 6.600 ευρώ, επικαλούμενη ότι το τελευταίο ποσό είναι υπερβολικό. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται, αφού συμπροσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, πλην όμως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ.1 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), «Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: 1) η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ, β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.000 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ…», ενώ κατά το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα «Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής». Στην προκειμένη περίπτωση, η αξία του αντικειμένου της απορριφθείσας αγωγής ανέρχεται σε 436.328,21 ευρώ. Συνεπώς, η κατώτατη αμοιβή του δικηγόρου των εναγομένων ανερχόταν σε 7.545 ευρώ (4.000 + 3545), πλην όμως επιδικάστηκε σε βάρος της ηττηθείσας ενάγουσας μικρότερο ποσό. Επομένως, η τελευταία δεν καταδικάσθηκε στην καταβολή υπερβολικών δικαστικών εξόδων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου της του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ, 69 ν.4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό μέρος και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων της, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ