Αριθμός 491/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Αιγαίου, η οποία εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Σταυρούλα Αλικάκου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Τουτζιαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 673/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 2.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020), της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως, ερευνήθηκε η αγωγή σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ. 54/2013 Τρ. Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη άσκησε κατά της εκκαλούσας 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (ΔΥΠΕ), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8-1-2018 αγωγή της (αριθ.κατ…………./2018), με την οποία εξέθεσε ότι με το Ν. 4238/2014 συστάθηκε το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ), που ανήκει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥΠΕ) της χώρας. Ότι οι ιατροί που εργάζονταν στον ΕΟΠΠΥ και πριν στο ΙΚΑ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως και η ίδια, μεταφέρθηκαν σε θέσεις που συστάθηκαν σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια (ΔΥΠΕ) και μισθοδοτούνται από τους φορείς αυτούς. Ότι η ένταξη της ενάγουσας ολοκληρώθηκε με καθυστέρηση, αλλά εντός του έτους 2014, η καταβολή των νομίμων αποδοχών της, όμως, καθυστέρησε επί ένα έτος και χωρίς να υπάρξει ορθή εφαρμογή του νόμου και επομένως συμμόρφωση με το νόμο 3205/2003. Ότι, ειδικότερα δικαιούτο, με βάση τις διατάξεις του ν. 3205/2003, στις οποίες παραπέμπει ο νόμος 4238/2014, χωρίς τις αντισυνταγματικές περικοπές που επιβλήθηκαν με το ν. 4093/2012, ως Διευθύντρια, το ποσό των 2.054 ευρώ, ως βασικό μισθό, το ποσό των 291,46 ευρώ, ως επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, το ποσό των 274,45 ευρώ, ως επίδομα βιβλιοθήκης, το ποσό των 62,40 ευρώ, ως επίδομα διευθυντή και το ποσό των 1.240,20 ευρώ, ως χρονοεπίδομα και συνολικά το ποσό των 3.922,51 ευρώ. Ότι της καταβαλλόταν το ποσό των 2.820,8 ευρώ μηνιαίως, καθώς αμειβόταν με το βαθμό της Επιμελήτριας Α΄, ώστε να της οφείλεται για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-5-2019, οπότε πιθανολογείται ότι θα συζητηθεί η αγωγή, το ποσό των 84. 831,67 ευρώ. Ότι, αν υπολογισθούν οι περικοπές του ν. 4093/2012, οι αποδοχές της θα έπρεπε να ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 3.345,60 ευρώ, αναλυόμενο σε ποσό 1.580 ευρώ, ως βασικό μισθό, ποσό 238 ευρώ, ως επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, ποσό 225 ευρώ, ως επίδομα βιβλιοθήκης, ποσό 62,40 ευρώ, ως επίδομα διευθυντή και ποσό 1.240,20 ευρώ, ως χρονοεπίδομα. Ότι, ενόψει του ότι της καταβαλλόταν το ποσό των 2.820,8 ευρώ, της οφείλεται η διαφορά, ύψους 524,8 ευρώ μηνιαίως και για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-5-2019 το ποσό των 40.409,60 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται μισθολογική διαφορά, ύψους 84.831,67 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-5-2019, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, να αναγνωρισθεί ότι το χρονοεπίδομα που της οφείλεται πρέπει να υπολογισθεί σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του νόμου επί του ποσού των 2.067 ευρώ, που αποτελεί το βασικό μισθό του δικαστικού λειτουργού (πρωτοδίκη), άλλως και επικουρικά να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται ως μισθολογική διαφορά για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-5-2019 το ποσό των 40.409,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και ότι το επίδομα προϋπηρεσίας πρέπει να υπολογισθεί ,σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του νόμου, επί του ποσού των 2.067 ευρώ, που αποτελεί το βασικό μισθό του δικαστικού λειτουργού (πρωτοδίκη).
Η ανωτέρω αγωγή συζητήθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών, ερήμην της εναγομένης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την υπ΄αριθμ. 673/2020 εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και: α)αναγνώρισε ότι οι αποδοχές και τα επιδόματα της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 1-3-2019 έπρεπε να υπολογιστούν βάσει των διατάξεων του ν. 3205/2003 χωρίς τις επιβληθείσες περικοπές του ν. 4093/2012 και το επίδομα του χρόνου προϋπηρεσίας βάσει του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη και β) αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 55.085,5 ευρώ ,με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής, η εκκαλούσα άσκησε την υπό κρίση έφεση, νομοτύπως και εμπροθέσμως, εντός της τασσόμενης από το νόμο 30ήμερης προθεσμίας, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στην εναγομένη στις 3-6-2020 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. επι του επιδοθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε από την τελευταία στις 2-7-2020 (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και εφόσον αυτή ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην (ωσεί παρών), πρέπει, η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής έφεσης, με την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένης της εκκαλούσας να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς το νόμιμο και βάσιμο αυτής κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
ΙΙΙ.Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Εξ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ` του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ.3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως “αποδοχές”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Απ` αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως είναι η εκκαλούσα2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Αιγαίου, με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 535/2020, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 1340/2014, ΑΠ 1635/2012). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι “Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…”, ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι “οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης”. Κατ` εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο “Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε”, όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται / μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης / μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί / οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014. Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Τέλος με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α` ή Επιμελητή Β`, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Επομένως ναι μεν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί / μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, πλην όμως καμία από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των οργανικών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ως άνω ιατρών / οδοντιάτρων [οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αρχικά στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως εντάχθηκαν κατά τα ανωτέρω σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας των ΔΥΠε], σε μόνιμες οργανικές θέσεις ιατρών / οδοντιάτρων δημοσίου δικαίου, μετά την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. για τη σύσταση των οποίων (μόνιμων θέσεων) άλλωστε απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη, κατά το άρθρο 103 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος. Αντιθέτως η διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014 ρητώς ορίζει ότι η ως άνω μετάταξη / μεταφορά των ιατρών / οδοντιάτρων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) λαμβάνει χώρα “με την ίδια εργασιακή σχέση” σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ήτοι για μεν τους μόνιμους σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου, για δε τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για το λόγο αυτό άλλωστε η με αριθ. Γ.Π. οικ/18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν διαχώρισε αριθμητικά τις συσταθείσες 9.930 θέσεις σε θέσεις μόνιμου προσωπικού και σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, αφού κατά την έκδοσή της ήταν άδηλος ο αριθμός των ιατρών/ οδοντιάτρων – μόνιμων και Ι.Δ.Α.Χ. – που θα εντάσσονταν σε αντίστοιχες θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Αιγαίου (ΔΥΠΕ), ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει την ένδικη διαφορά, ενώ έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, επικαλούμενη ότι μετά την αξιολόγηση και ένταξη της ενάγουσας- εφεσίβλητης, ιατρού, σε θέση κλάδου ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ., δυνάμει της δημοσιευθείσας υπ΄αριθμ. ΔΑΑΔ 25913/35556/2-12-2014 (ΦΕΚ 3577 Β/31-12-2014) απόφασης του Διοικητή της εκκαλούσας, αυτή συνδέεται έκτοτε με αυτήν με σχέση δημοσίου δικαίου. Ο λόγος αυτός, πέραν της αοριστίας του, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται οι διατάξεις που κατά την εκκαλούσα μετέτρεψαν σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου εκείνη της εφεσίβλητης ιατρού, είναι αβάσιμος, εφόσον η εφεσίβλητη, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, εξακολουθεί και μετά την ανωτέρω ένταξη της να συνδέεται με την εκκαλούσα με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατά συνέπεια τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, η οποία αφορά την καταβολή μισθολογικών διαφορών στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη από την εργασία της, ως ιατρού σε μονάδες υγείας της εναγομένης. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.IV. Με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 υπό τον παράτιτλο «Μισθολογικές διατάξεις του δημόσιου τομέα» αριθμ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2015, Επείγοντα μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ΦΕΚ Α 222), αντικαταστάθηκαν η παράγραφος 1 του άρθρου 43 [όπως η παρ. 1 του άρθρου 43 του Ν. 3205/2003 είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρ. 6 του Ν. 3754/2009 (ΦΕΚ Α 43) και στη συνέχεια με το άρθρ. 55 παρ. 2 του Ν. 3918/2011 (ΦΕΚ Α 31), λόγω της θέσπισης του βαθμού του Συντονιστή-Διευθυντή] και οι παράγραφοι 3,4 και 6 του άρθρου 44 του κεφαλαίου Γ του Ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου Ν.Π.Δ.Δ και Ο.Τ.Α…..» (ΦΕΚ Α 297), [όπως η παρ. 6 είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 66 παρ. 33 του Ν. 3984/2011 ΦΕΚ Α 150)], και ορίσθηκε το ύψος του βασικού μισθού των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας αναλόγως του βαθμού αυτών [Συντονιστής – Διευθυντής, Διευθυντής, Επιμελητής Α`, Επιμελητής Β`, Ειδικευόμενος] (με την πρώτη διάταξη) και το ύψος των χορηγουμένων σε αυτούς επιδομάτων α) νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, β) πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, τα οποία διαφοροποιούνταν αναλόγως του βαθμού του ιατρού και του γ) επιδόματος θέσης ευθύνης στους συντονιστές διευθυντές και σε όσους διευθυντές ασκούν χρέη συντονιστή και για όσο χρόνο ασκούσαν καθήκοντα των βαθμών τους (με τη δεύτερη διάταξη) σε νέα χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα όσα ορίζονταν μέχρι τότε από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Εξ άλλου οι ιατροί που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), αρχικά μεταφέρθηκαν αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014. Με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014) ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Κατά συνέπεια μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί / μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι, πέραν των μειώσεων των αποδοχών τους που προβλέφθηκαν με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του Ν. 4093/2012, οι ως άνω ιατροί, όπως και οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα υπάλληλοι και λειτουργοί, είχαν κατά το παρελθόν υποστεί και άλλες περικοπές των αποδοχών τους προς αντιμετώπιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε η χώρα με προηγούμενα νομοθετήματα, οι οποίες (προηγούμενες μειώσεις) κρίθηκαν συνταγματικά ανεκτές και συμβατές με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ Υπόθεση Κ. και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, ΟλΣτΕ 668/2012, ΟλΕλΣυν 1388/2018, ΑΠ 535/2020, ΑΠ 1460/2018, ΑΠ 1147/2015). Στην ένδικη υπόθεση, με την προαναφερόμενη αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιατρός, που εργαζόταν αρχικά στο ΙΚΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Π.Υ και τέλος στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Αιγαίου, μετά την μετάταξη/μεταφορά της σε αυτήν και την ένταξή της σε θέση κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ ζήτησε την επιδίκαση (μεταξύ άλλων) σ΄ αυτήν για τη χρονική περίοδο από 1-1-2015 έως 31-5-2019 των διαφορών μεταξύ των λαμβανομένων αποδοχών της πριν τις περικοπές που επιβλήθηκαν με την ως άνω διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθμ. 27 εδ. α,β και γ του Ν. 4093/2012 και των καταβαλλόμενων σ΄ αυτήν από την εναγομένη μετά τις πιο πάνω περικοπές, οι οποίες (περικοπές), κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, είναι αντισυνταγματικές.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, όπως προελέχθη, δέχθηκε κατά ένα μέρος την πιο πάνω αγωγή ως βάσιμη κατ΄ ουσία και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 1-3-2019, κρίνοντας ότι οι επιβληθείσες περικοπές των αποδοχών της ενάγουσας αντίκεινται σε διατάξεις του Συντάγματος και επιδίκασε αναγνωριστικά τα εκεί περιγραφόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. H εναγόμενη, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή της ενάγουσας, καθώς, σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στον ως άνω λόγο, δεν προκύπτει η παραβίασή των συνταγματικών διατάξεων με τη νομοθέτηση των πιο πάνω μειώσεων. Το ζήτημα περί συμβατότητας προς το Σύνταγμα της πιο πάνω διάταξης του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθμ. 27 εδ. α,β και γ του Ν. 4093/2012,, με την οποία νομοθετήθηκαν οι προβλεπόμενες από αυτές μειώσεις αποδοχών των ιατρών και ειδικότερα της συμβατότητας αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, καθώς και προς τις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, το οποίο (ζήτημα) αφορά μεγάλο αριθμό ιατρών που απασχολούνται με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως είναι οι Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών όλης της χώρας, όπου έχουν ανακύψει αντίστοιχες διαφορές, λόγω μάλιστα και της διαμορφωθείσας υπέρ της άποψης της αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής νομολογίας των λοιπών Ακυρωτικών Δικαστηρίων της χώρας, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με τις υπ΄αριθμ. 308/2020 και 535/2020 αποφάσεις του Β2 τμήματος αυτού, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β και γ του ΚΠολΔ και 23 παρ. 1 και 2 εδ. γ περ. β του κυρωθέντος με το Ν. 1756/1988 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. V. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α`ΚΠολΔ, «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί». Από τη διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 141/2019 δημ. ΤΝ Π ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής (ΑΠ 263/2008, ΑΠ 729/2006, δημ. ΤΝΠ Νόμος), όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιον του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, να συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο Δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερείων του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΛαρ 268/2012, Δικογραφία 2012, 371, ΕφΘεσ 673/2009, ΕφΘεσ 675/2009, ΕφΔωδ 219/2004, δημ. ΤΝΠ Νόμος). Η κατά το άρθρο 249ΚΠολΔ αναστολή συζήτησης μιας αγωγής μπορεί να διαταχθεί και όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 602/2015, ΑΠ 355/2014, δημ. ΤΝΠ Νόμος), ενώ τονίζεται ότι για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (Εφ.ΑΘ. 3220/2003 Ελλ.Δ/νση 2003.1410, ΕΑ 370/93 Δνη 35.492). Η με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 249ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική (ΕΑ 632/94 Δνη 37.393), δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1709/95 ΕΕΝ 1997. 360, ΕΑ 4284/93 ΑρχΝ 1994. 303), η δε σχετική κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου (ΑΠ 215/99 Δνη 40. 635). Τέλος, η απόφαση, που αναστέλλει τη δίκη, κατά το άρθρο 249ΚπολΔ, είναι μη οριστική και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, η δε επαναλαμβανόμενη μετά την αναστολή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής (Χρ. Τριανταφυλλίδη/Π. Ρεντούλη, σε Χαρ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ` άρθρο, 1ος τόμος, έκδ. 2016, άρθρ. 249, αριθ. 6, σελ. 741).VI. Ενόψει των ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει να ανασταλεί, κατά το άρθρο 249ΚΠολΔ, η έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης διαφοράς μέχρι την έκδοση απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν με τις υπ΄αριθμ. 308/2020 και 535/2020 αποφάσεις του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος, το οποίο, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προπαρατίθεται, επιφυλασσόμενου του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των λόγων της έφεσης μετά από την λύση του ως άνω κρίσιμου νομικού ζητήματος και την επαναφορά της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με κλήση μετά από την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς η παρούσα απόφαση (ως προς την κατά το άρθρο 249ΚΠολΔ αναστολή) είναι μη οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 2-7-2020 (αριθμ. έκθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 673/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 8-1-2018 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2018) αγωγής.
Αναστέλλει την έκδοση απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί των υποθέσεων που έχουν παραπεμφθεί σ’ αυτήν με τις υπ΄αριθμ.308/2020 και 535/2020 αποφάσεις του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Οκτωβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ