Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 495/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός      495 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ ΤΜΗΜΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤOY ΕΚΚΑΛΟΥNΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Σωτήριο Λίβα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πετούμενο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε, εναντίον του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 19-1-2018, με Γ.Ε.Κ./Ε.Α.Κ. …………./19-1-2018, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αγωγή του, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 949/15-03-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 04/10/2018, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή.

΄ΗΔΗ ο εκκαλών, με την από 11/11/2019 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 11-11-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 15-11-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή του κεφάλαια.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξαν τις απόψεις του διαδίκου, που έκαστος εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 11/11/2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 11-11-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 15-11-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019, κατά της με αριθμ. 949/15-03-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 15/03/2019 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11/11/2019. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 19-1-2018, με Γ.Ε.Κ./Ε.Α.Κ. …………./19-1-2018, υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, επικαλούμενος προσβολή της προσωπικότητάς του από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 15.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει για την ίδια αιτία το ποσό των 195.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καταδίκασε δε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των εβδομήντα (70) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή να απορριφθεί  καθ’ ολοκληρίαν.

Στο πλαίσιο της καθιερούμενης από το άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου. Αν παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση της διαφοράς και έκδοση αποφάσεως, τότε η απόφαση αυτή είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή (ΑΠ 165/2018 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 215 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου, ισχύει από 01-01-2016, «[σ]την περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή αναμορφώθηκε πλήρως υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, η μη επίδοση στον εναγόμενο (κυρωμένου αντιγράφου) της αγωγής εντός της προθεσμίας των τριάντα (ή εξήντα) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή, αν η αγωγή δεν επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην προθεσμία αυτή, έχει ως συνέπεια αυτή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής, η οποία μέχρι το Ν. 4335/2015 συνιστούσε προπαρασκευαστική προθεσμία (βλ. 228 και 229 ΚΠολΔ), καθίσταται πλέον προθεσμία ενεργείας, και η μη  επίδοση της αγωγής ή τα ελαττώματα αυτής (επίδοσης) εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο, μη δυνάμενα να θεραπευτούν μεταγενέστερα με την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγόμενου στη διαδικασία (με την προκατάθεση προτάσεων), καθώς πρόκειται για ελαττώματα, που πλήττουν την υπόσταση της αγωγής, η οποία θεωρείται αναδρομικά ανύπαρκτη, και δεν αφορούν μόνο το παραδεκτό της συζήτησης αυτής, όπως γινόταν δεκτό υπό το προϊσχύσαν δικαιικό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες. Ούτε, άλλωστε, μπορεί  να υποστηριχθεί ότι η επαγωγή της συνέπειας αυτής (ανυπόστατο της αγωγής) εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγόμενου να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης δικονομικής αυτού βλάβης από τη μη επίδοση, την παράτυπη ή εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής (πρβλ. άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι με τη μεταβολή στον τρόπο άσκησης της αγωγής στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας σκοπείται η διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων, ιδίως του εναγόμενου, καθώς μετά την προθεσμία ενέργειας επίδοσης της αγωγής, ακολουθεί η προπαρασκευαστική προθεσμία των 100 ημερών (ή 130 για τον διαμένοντα στο εξωτερικό), για την κατάθεση των προτάσεων και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού του υλικού (Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 6η, 2019, τόμ. Ι, άρθρο 215 σημ. 8, Δ. Κράνη, στο 42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Η νέα τακτική διαδικασία υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης, έκδ. 2018, σελ. 145 & εισήγηση ιδίου σε ημερίδα του Δ.Σ. Κοζάνης, την 09/07/2016, με θέμα «Τροποποιήσεις του ΚΠολΔ Ν. 4335/2015», Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015 (2017), § 1 αριθ. 3, σελ. 24-25, X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015 (2016), σελ. 14, Κ. Μακρίδου – X. Απαλαγάκη – Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία – Υποδείγματα (Β΄ έκδοση – 2018), σελ. 7-8, I. Κουκουράκη, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο Ν. 4335/2015, ΕλλΔ/νη 2017.1015, Κ. Καλαβρός, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (4η έκδοση – 2016), § 33 αριθ. 10, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλης σε Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (επιμέλεια X. Απαλαγάκη – 5η έκδοση – 2017), άρθρο 215 αριθ. 8, Ε. Τσιώρα, Εφαρμογή του Ν. 4335/2015 στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες – Ζητήματα Διαχρονικού Δικαίου – Επισκόπηση Νομολογίας, Αρμ. 2018, σελ. 1615 επ., ΤριμΕφΠειρ, 679/2019 Δημ. Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ 107/2021, Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Δημ. Νόμος]. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 124 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο έχει στον τόπο, όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του. Από τη διάταξη αυτή, σαφώς προκύπτει ότι η επίδοση οποιουδήποτε εγγράφου μπορεί να γίνει κατ` επιλογήν του δικαστικού επιμελητή είτε στην κατοικία του αποδέκτη, είτε στον τόπο της εργασίας ή της επαγγελματικής του δραστηριότητας (Ολομ. ΑΠ 3/2001, ΑΠ 1488/2018 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν προτιμηθεί ο χώρος της εργασίας και ο αποδέκτης δεν βρίσκεται εκεί, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεργάτες, συνεταίρους, υπαλλήλους ή υπηρέτες, που προσφέρουν εργασία ή υπηρεσίες στο συγκεκριμένο αυτό τόπο, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του αποδέκτη της επίδοσης. Γραφείο, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι ο χώρος στον οποίο εκείνος, που αφορά η επίδοση, ασκεί το επάγγελμά του ή προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επιδόσεως τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης (Ολ ΑΠ 3/2001, ΑΠ  1019/2009 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, που ρυθμίζει τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται η επίδοση στην κατοικία του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται, ορίζονται τα ακόλουθα: Στην παρ. 1 ότι, αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συγγενείς ή υπηρέτες, που συνοικούν μαζί του. Αν απουσιάζουν ή δεν υπάρχουν και αυτοί η παράδοση γίνεται σε έναν από τους άλλους ενηλίκους συνοίκους, που έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του ενδιαφερομένου, στην παρ. 2 ότι, αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του, είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του και στην παρ. 4 ότι, αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παρ. 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία, α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς ον η επίδοση μπροστά σε έναν μάρτυρα. Σε περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή του σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη, που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης, που αναφέρεται στο άρθρο 140 παρ. 1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία, που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Το αντίγραφο, που παραδόθηκε, φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε, γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, σύμφωνα με την περίπτωση β΄, εκείνος, που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου, πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση, στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου, που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου, που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση της παρ.1 του άρθρου 140, εκείνος, που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο, που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή, στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με την άνω περίπτωση β’ του παρόντος, του το παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται ατελώς. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, όταν γίνεται επίδοση δικογράφου με θυροκόλληση, επειδή δεν βρέθηκε εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, καθώς και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 128 παρ.1 και 129 παρ.1 ΚΠολΔ, αντίστοιχα στη διεύθυνση κατοικίας του πρώτου ή στον τόπο εργασίας του, ακολουθεί υποχρεωτικά η διαδικασία, που προβλέπεται αναλυτικά στις διατάξεις της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου 128, ήτοι, καταρχάς μετά τη θυροκόλληση πρέπει, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, να παραδοθεί αντίγραφο του επιδοθέντος εγγράφου στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας ή του τόπου εργασίας του προς ον η επίδοση και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος, γεγονός, που πρέπει να βεβαιώνεται στην απόδειξη, που συντάσσεται κάτω από την έκθεση επίδοσης (ΑΠ 1181/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 109/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 272/2015, ΑΠ 660/2015, ΑΠ 1133/2009, ΤριμΕφΠειρ 373/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 411/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 80/2020 Δημ. Νόμος). Eαν η επίδοση αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου γίνει στον προϊστάμενο και εν απουσία του στον αξιωματικό υπηρεσίας άλλου αστυνομικού τμήματος από αυτό της περιφέρειας της κατοικίας ή του τόπου εργασίας του προς ον η επίδοση, τότε η επίδοση πάσχει από ακυρότητα, έστω κι αν πρόκειται για γειτονικό αστυνομικό τμήμα (πρβλ. ΑΠ 1344/2009 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 373/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 139 § 1 του ΚΠολΔ, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία, εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου, που επιδόθηκε, και των προσώπων, που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου, στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων, που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από το προαναφερόμενο άρθρο προκύπτει, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει τα προαναφερόμενα σε αυτό στοιχεία, καθώς και όσα απαιτεί το άρθρο 117 του ίδιου Κώδικα (ΤριμΕφΠειρ 373/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 72/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 279/2015 Δημ. Νόμος). Μεταξύ των στοιχείων αυτών είναι και ο τόπος επιδόσεως, για τον οποίο δεν πρέπει στη σχετική έκθεση να καταλείπεται αμφιβολία (ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π., Εφ Αθ 3903/2009 Δημ. Νόμος). Η έννοια του τόπου δεν είναι κατ’ ανάγκη ενιαία για όλες τις περιπτώσεις επιδόσεως και εξαρτάται από το είδος της επιδόσεως. Στις επιδόσεις, όμως, που γίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 128 και 129 ΚΠολΔ, απαιτείται αναφορά και του συγκεκριμένου χώρου, με μνεία ότι πρόκειται για την κατοικία, το γραφείο ή το κατάστημα του παραλήπτη, καθώς και της διευθύνσεως (ΑΠ 870/1990 ΕλΔ 31.1609, ΑΠ 110/1993 ΝοΒ 42.179, ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρ­θρο 136 παρ. 2 ΚΠολΔ: «Στις επιδόσεις του άρθρου 128 παράγραφος 4 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με την προϋ­πόθεση ότι έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β΄ και γ΄» (ΑΠ 1181/2019 ό.π., ΑΠ 109/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 80/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 72/2017 ό.π., ΕφΛαρ 150/2012 Δημ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, έκδ. 2019, άρθρα 128 και 136 ΚΠολΔ). Ειδικότερα από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συντέλεση της επίδοσης, που έγινε με θυροκόλληση, απαιτείται προσθέτως: α) Αντίγραφο του εγγράφου να εγχειρισθεί, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη θυροκόλληση, στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος, ή σταθμού της περιφέρειας όπου η κατοικία του παραλήπτη και β) να ταχυδρομηθεί έγγραφη ειδοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ανωτέρω παράδοση. Αν αυτά γίνουν μέσα στις ως άνω προθεσμίες η επίδοση έχει επέλθει από την ημέρα της θυροκόλλησης, άλλως, ολοκληρώνεται από την ενέργεια και της τελευταίας από τις εν λόγω πράξεις (ΑΠ 133/1998 ΕλΔ 39.831, ΑΠ 574/1996 ΕλΔ 38.88, ΜονΕφΠειρ 72/2017 ό.π.). Συνεπώς, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις, που ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4 στοιχ. β’ και γ’ ΚΠολΔ, δηλαδή αν δεν παραδοθεί στον αστυνόμο κ.λπ. αντίγραφο του εγγράφου και δεν ταχυδρομηθεί σχετική έγγραφη ειδοποίηση σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και άρα είναι ανυπόστατη (βλ. ΤριμΕφΠειρ 373/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΕφΑθ 1999/2002 αδημ., Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, άρθρο 128, σελ. 121). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 438 και 440 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι έγγραφα συντασσόμενα κατά τους νομίμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή από πρόσωπο, που ασκεί δημόσια υπηρεσία, κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του αυτής, δηλαδή τα δημόσια έγγραφα, μεταξύ των οποίων, όπως προκύπτει από τις περί επιδόσεως διατάξεις του αυτού Κώδικα και ειδικότερα των άρθρων 122 παρ. 1, 139 παρ. 1 και 140 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, περιλαμβάνονται και οι από τους δικαστικούς επιμελητές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συντασσόμενες εκθέσεις επιδόσεως δικογράφων, ως προς τα περιεχόμενα σε αυτές περιστατικά, που δεν υποπίπτουν ως εκ της φύσεώς των στην άμεση αντίληψη του επιδίδοντος, μεταξύ των οποίων και του τόπου της κατοικίας, καταστήματος, γραφείου ή εργαστηρίου εκείνου, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, αποδεικνύουν μεν πλήρως (άρθρο 440) τα περιστατικά αυτά, όχι, όμως, μέχρι προσβολής των επί πλαστότητι, γι` αυτό και επιτρέπεται ως προς τις σχετικές με αυτά βεβαιώσεις του δικαστικού επιμελητή ανταπόδειξη. Το βάρος δε της ανταποδείξεως αυτής φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ εκείνος, που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαιώσεως στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1488/2018 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, το γεγονός ότι το οίκημα, στο οποίο έγινε η επίδοση, αποτελεί οικία ή γραφείο εκείνου, στον οποίο έγινε η επίδοση, δεν είναι από τα γεγονότα για τα οποία έχει άμεση αντίληψη ο δικαστικός επιμελητής. Επομένως αυτός, που ισχυρίζεται ότι το οίκημα, που έγινε η επίδοση δεν αποτελούσε την κατοικία του (όπως βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης) βαρύνεται με την απόδειξη του γεγονότος αυτού, χωρίς να είναι ανάγκη να προσβάλλει την έκθεση επίδοσης ως πλαστή (ΑΠ 1488/2018 ό.π., ΑΠ  1019/2009 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 373/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 679/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 411/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 72/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π., Β. Bαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 139 αρ.3). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται, διότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον προβληθέντα ισχυρισμό του ότι η ασκηθείσα, σε βάρος του, από 19-1-2018, με Γ.Ε.Κ./Ε.Α.Κ. …………/19-1-2018, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υπό κρίση αγωγή, ήταν ανυπόστατη, λόγω μη νομότυπης επίδοσής της, καθώς επιδόθηκε σε διεύθυνση, με την οποία αυτός δεν συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο και προχώρησε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, κάνοντας δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την ένδικη αγωγή. Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό ……../15-2-2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ΄……………, σε συνδυασμό με την από 15/02/2018 απόδειξη παραλαβής εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Κυψέλης, …………., Αρχιφύλακα και την από 16/02/2018 βεβαίωση της ιδίας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε, στις 15-02-2018, με θυροκόλληση στον εναγόμενο, στην οδό ……………. του Δήμου Αθήνας Αττικής. Ωστόσο, ο εναγόμενος ουδόλως συνδεόταν με την εν λόγω διεύθυνση, κατά τον ως άνω χρόνο της επίδοσης, όπως, άλλωστε, συνομολογεί και ο εφεσίβλητος, με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι «…από λάθος θυροκολλήθηκε σε παλιότερη διεύθυνση του αντιδίκου, η οποία κατά τον χρόνο της θυροκόλλησης δεν αποτελούσε πλέον διεύθυνσή του…» (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 107/2021 ό.π.). Η δυνατότητα πληροφόρησης του εναγομένου για την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, δεν ασκεί, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εν προκειμένω, έννομη επιρροή (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 679/2019 ό.π., Χ. Απαλαγάκη, ό.π.). Συνεπώς, εφόσον δεν έχει γίνει νομότυπη επίδοση της υπό κρίση αγωγής, αυτή θεωρείται εκ του λόγου αυτού ως μη ασκηθείσα. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την επίδοση νομότυπη και προχώρησε στην έρευνα του νόμω και ουσία βασίμου της αγωγής, την οποία θεώρησε υποστατή, κάνοντας μερικώς δεκτή αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου ως βασίμου του σχετικού λόγου έφεσης, παραβίασε δε την κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακή δικονομική αρχή της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, καθώς επιδίκασε στον ενάγοντα απαίτηση με βάση αγωγή, η οποία έπρεπε να θεωρηθεί και αυτεπαγγέλτως ως μη ασκηθείσα, διότι η μη επίδοση της αγωγής καθιστά αυτήν ανύπαρκτη αναδρομικά. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση από 11/11/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η ως άνω από 19-1-2018, με Γ.Ε.Κ./Ε.Α.Κ. …………./19-1-2018, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αγωγή, να θεωρηθεί αυτή ως μη ασκηθείσα.

Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση, που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 περ. β΄, 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, η δικαστική δαπάνη του εναγομένου καθορίζεται σε ποσοστό 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ, για δε τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που ηττήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 378/2016, ΜονΕφΑιγ 15/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 381/2015, ΕφΠειρ 100/2014, Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 4.934 ευρώ [ήτοι 3.150 ευρώ, για αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου -άρθρα 63 παρ. 1 περ. β΄ και 68 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων- (= 210.000 ευρώ η αξία του αντικειμένου της αγωγής Χ 1,5%), 584 ευρώ για γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής (προτάσεις – παράσταση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), μετά νομίμου Φ.Π.Α., 500 ευρώ για αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη και κατάθεση της ένδικης έφεσης, 700 ευρώ, για σύνταξη προτάσεων και έξοδα γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής για την κατάθεση των προτάσεων και παράσταση στο ακροατήριο, κατά τη δευτεροβάθμια συζήτηση, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, που αιτείται], κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού αιτήματος του εκκαλούντος, σε συνδυασμό και με τον υποβληθέντα εκ μέρους του κατάλογο εξόδων, η βασιμότητα του οποίου πιθανολογήθηκε εν μέρει (βλ. σχετ. ΤριμΕφΑθ 438/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 107/2021 ό.π.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 11/11/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 949/15-03-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την από 19-1-2018, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./19-1-2018, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εφεσιβλήτου τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων (4.934) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 05/10/2021, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ