Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 496/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

[Τμήμα Β΄]

Αριθμός Απόφασης:     496/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ]

[Τμήμα Β΄]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………, στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Τεθείσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας ……….., η οποία παραστάθηκε μετά της νομίμου εκπροσώπου της, Δέσποινας Στειροπούλου, ασφαλιστικής εκκαθαρίστριας – Δικηγόρου, που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου της Δικηγόρου Θεόφιλου Ρουμελιώτη.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας ………….. η οποία παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου της Νικολάου Αμίλλη, που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου της Δικηγόρου Λάζαρου Στεφανίδη και 2) ……….. ο οποίος στο Δικαστήριο παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Λάζαρου Στεφανίδη.

Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 4-11-2013 (με αύξ. αριθμ. καταθ. ………../2013) αγωγή, ζητώντας να γίνει δεκτή, με την από 27-9-2017 (με αύξ. αριθμ. καταθ. …………./2017) δε κλήση της, η ανωτέρω αγωγή εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 239 § 5 του ν.4364/2016. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 19-12-2017, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εκδόθηκε η με αριθμ. 136/2018 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.

Εν συνεχεία, η ενάγουσα, με την από 5-3-2018 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 22-03-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 22-03-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή της κεφάλαια. Επί της εφέσεως αυτής, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 07-02-2019, μετά από συζήτηση, που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμ. 491/30-08-2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας έγινε τυπικά δεκτή η ως άνω έφεση και αναβλήθηκε, κατά τα λοιπά, η έκδοση οριστικής αποφάσεως, διατάχθηκε δε η εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως της εκκαθαρίστριας και του δεύτερου εναγομένου, προς υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως.

΄ΗΔΗ η εκκαλούσα, με την από 10-09-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../11-09-2019 κλήση της, φέρει προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, την ως άνω από 05-03-2018 έφεση.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, αφού έλαβαν το λόγο  από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται, με την από 10-09-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 κλήση της εκκαλούσας, προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η από 05-03-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 22-03-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γ.Ε.Κ.. ……./2018 και Ε.Α.Κ.. ……../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 22-03-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γ.Ε.Κ.. …../2018 και Ε.Α.Κ.. …../2018, μετά την έκδοση της με αριθμ. 491/30-08-2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 07-02-2019, έγινε τυπικά δεκτή η ως άνω έφεση και αναβλήθηκε, κατά τα λοιπά, η έκδοση οριστικής αποφάσεως, διατάχθηκε δε η εμφάνιση, ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτοπροσώπως, της εκκαθαρίστριας της εκκαλούσας και του δεύτερου εναγομένου – εφεσιβλήτου, προς υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως. Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η συγκρότηση του Δικαστηρίου από τη Δικαστή, η οποία εξέδωσε τη με αριθμ. 491/2019 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, διότι υπηρετεί στο Γ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου.

Η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας με τη με αριθμ. 7/29-03-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, εξέθετε στην υπό κρίση αγωγή της ότι, δυνάμει της από 18-2-2005 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη από το δεύτερο, όπως αυτή τροποποιήθηκε διαδοχικά, η τελευταία ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων κλάδων με τρίτους και την είσπραξη των ασφαλίστρων, ως εντολοδόχος της. Ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θα θεωρούνταν παρακαταθήκη και αυτή θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης αυτής και του νόμου. Ότι ο πράκτορας, σύμφωνα με το άρθρο 9 της σύμβασης, είχε υποχρέωση να αποστέλλει προς την ενάγουσα για ακύρωση εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους, καθώς και αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, άλλως, σύμφωνα με το άρθρο 10 της σύμβασης, με την παρέλευση άπρακτης της εν λόγω προθεσμίας είχε την υποχρέωση να αποδώσει σ’ αυτή τα σχετικά ασφάλιστρα, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ότι με την από 25/5/2010 έγγραφη τροποποίηση σύμβασης πρακτότερευσης σε μεσίτη ασφαλίσεων, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, τροποποιήθηκε η ανωτέρω σύμβαση σε σύμβαση συνεργασίας μεσιτείας ασφαλίσεων και ότι συμφωνήθηκε όλοι οι όροι της συνεργασίας τους να παραμείνουν ως έχουν. Ότι διορίσθηκε σε αυτήν επόπτης εκκαθάρισης, με αποτέλεσμα, λόγω της θέσης της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, στις 29/03/2011, να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα και να εισέλθει στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση όλων των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι με την ίδια απόφαση δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.1, 2 και 3 και 17γ παρ.3 και 4 του ν. δ/τος 400/1970, όλα τα στοιχεία του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις του κατά τρίτων. Ότι κατά την εκτέλεση της σύμβασης δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πρώτης εναγομένης, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 21-3-2011, ύψους 63.703,69 ευρώ, όπως αυτό αποτυπώνεται στα πινάκια παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων αυτοκινήτων της χρονικής περιόδου από την 01/10/2010 έως τις 29/03/2011, που ενσωματώνονται στην αγωγή, μετά και την αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειάς της, και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων, το οποίο δεν της έχει αποδώσει μέχρι σήμερα δια του νομίμου εκπροσώπου της, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής του. Για τους λόγους αυτούς, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού, να αναγνωριστεί, κυρίως λόγω της μεταξύ τους σύμβασης και της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας και, επικουρικά, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ότι οι εναγόμενοι της οφείλουν εις ολόκληρον το παραπάνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από τις 31-5-2011 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, ως μέσον εκτελέσεώς της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη, με αριθμ. 136/2018 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε μεν, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, πλην, όμως, δεν αποτελεί γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 07-02-2019, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, κατά τις βάσεις της περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, απορρίπτοντας την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως νομικά αβάσιμη, διότι, όπως έκρινε, εν προκειμένω η αγωγή, ως προς την ως άνω σωρευόμενη επικουρική βάση, στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 380/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), καθώς, επίσης, απορρίπτοντας ως μη νόμιμα και τα παρεπόμενα αιτήματα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστή και απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, απέρριψε την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η ως άνω αγωγή. Σημειώνεται ότι, όσον αφορά στην απορριφθείσα πρωτοδίκως επικουρική βάση της αγωγής, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αυτή δεν μεταβιβάσθηκε κατά το αντίστοιχο μέρος της στο παρόν Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 47/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ), με τη με αριθμ. 491/2019 μη οριστική δε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι, για την πληρότητα της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου -και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων- για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’ άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό της προμήθειάς του, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος- ή ο πράκτορας ή ο μεσίτης ασφαλίσεων- όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν και ότι, παρά τα όσα αντιθέτως υποστηρίζουν οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, και όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η υπό κρίση αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού σαφώς αναφέρονται σε αυτήν όλα τα παραπάνω στοιχεία.

Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, παράνομη δε συμπεριφορά, που μπορεί, συντρεχόντων και των λοιπών προϋποθέσεων, να οδηγήσει σε ευθύνη με τις διατάξεις της αδικοπραξίας, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό κανόνα δικαίου, που θεμελιώνει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος ή σε απαγορευτικό κανόνα δικαίου, όπως συντρέχει στην περίπτωση της υπεξαίρεσης της διάταξης του άρθρου 375 Π.Κ., όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 212/2018 ό.π.), δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας (ΑΠ 419/2018 ό.π.). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 325/2018 ό.π., ΑΠ 253/2013 ό.π.). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτήν το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 4/2015).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, της ευθυνόμενος κατά την εκπλήρωση των άνω υποχρεώσεών του σύμφωνα με το άρθρο 714 Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 297, 298 Α.Κ., για κάθε πταίσμα επομένως και για ελαφρά αμέλεια και υποχρεούται να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία είχε ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου (ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. (ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2012 Ποιν Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 716/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 47/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 627/2016 Δημ. Νόμος), ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 828/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Χρόνος δε τελέσεως της πράξης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2009 Δημ. Νόμος). Δεν συνιστά, όμως, υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν “οπωσδήποτε περιελθόντα” σ` αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε (ΑΠ 2039/2014 ό.π., ΜονΕφΠειρ 716/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 543/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν στο άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τ’ ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά το χρόνο, που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα, που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου τής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακας μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 867/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2012 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 394/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΠειρ 716/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.). Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (ΑΠ 3/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2010, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 282/2010 ό.π., ΑΠ 1382/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 518/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1320/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1490/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1799/2008 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 47/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΣυμβΕφΘεσ 715/2015 Δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 167/2013 Δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΠειρ 262/2011 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 του Ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λ.π.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος … ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της συμβάσεως πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης» (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 543/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ,  ΜονΕφΠειρ 671/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΑθ 627/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1932/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕΑ 691/2011 Δημ. Νόμος). Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε το ΠΔ 298/1986 (δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται: Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, παρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Επίσης, στο άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ ορίζεται ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί κατά το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχειρήσεως θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΑΠ 430/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 543/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 ό.π., ΕφΑθ 4753/2014 ό.π., ΕΑ 1932/2011  ό.π., ΕΑ 692/2011 ό.π., ΕφΑθ 189/2009, ΕφΑθ 313/2005 Νόμος).  Κατά τις διατάξεις δε της παρ. 3 του άρθρου 3 του ιδίου Π.Δ., «Ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια έγγραφα, που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία ζημίας. Σε περίπτωση, που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω ασφαλιστήρια έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή, και εφόσον του κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή σχετική όχληση από την ασφαλιστική επιχείρηση, για την απόδοση των ασφαλίστρων, εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158, 159 παρ. 1, 174, 180 Α.Κ.), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορεύσεως (Βλ. ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΑΘ 10956/1996 ΕΕμπΔ Ν,345,1. Ρόκα, «Ιδιωτική Ασφάλιση» έκδ. 1998, παρ. 299 σελ. 245, Γ. Βελέντζα, «Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης», έκδ. 1998, σελ. 226), ενώ η θέσπιση ελάχιστου υποχρεωτικού περιεχομένου στην εν λόγω σύμβαση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική υποβολή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης, γίνεται για να ελεγχθεί το περιεχόμενό της από το Κράτος και προς προστασία των ασφαλισμένων (ΕΑ 1932/2011 ό.π., Ζ. Σκουλούδη, «Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού πράκτορα στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο» ΝοΒ 1986,961 επ.). Έτσι, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, ότι τηρήθηκε ο ουσιαστικός έγγραφος τύπος της πρακτορικής συμβάσεως, διαφορετικά, λόγω της ατελούς περιγραφής του επίδικου βιοτικού συμβάντος στην αγωγή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αν πληρούται ή όχι το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και κατά συνέπεια η αγωγή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1029/1990 ΕΕΝ 1991,414, ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΠειρ 827/2009, ΕφΠειρ 553/2008, ΕφΠειρ 422/2007, ΕφΑΘ 5998/2007, Εφθεσ 612/2007, ΕφΑΘ 5712/2006 Νοmος, βλ. και Κ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, σελ. 217). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 Α.Κ., σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ` είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. ΄Οπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. Α.Κ., για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 430/2019 ό.π., ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 692/2011 Δημ. Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής του παρακαταθέτη κατά του θεματοφύλακα προς απόδοση των παρακατατεθέντων πραγμάτων δεν απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν τα στοιχεία που καθιστούν τον παρακαταθέτη κύριο των παρακατατεθέντων πραγμάτων (ΑΠ 647/2017 Δημ. Νόμος). Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. 298/1986, συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα, μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π.).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση, με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο, που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 97/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση, δηλαδή, του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 97/2020 ό.π., ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Επομένως, δεν δύναται να υπάρχει μια τέτοια σύμβαση, όταν, από τη φύση της, ο ένας από τους συμβαλλομένους γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης του άλλου, ο άλλος δε, μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος απλώς να εξοφλεί τμηματικώς το χρέος του, αντίστοιχη απαλλαγή από το οποίο επιφέρει κάθε μία τμηματική καταβολή (Βλ. ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 430/2019 ό.π.). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός, έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του Εμπορικού Νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΜονΕφΠειρ 716/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008, 207). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Πάντως το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΚΠολΔ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο, που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνο δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου (ΑΠ 97/2020 ό.π.). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς το δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι συμβάσεως αναγνωρίσεως του καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ. α` ΑΚ, η σύμβαση, με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως, ενώ, κατά το άρθρο 874 ΑΚ, το έγγραφο, που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο, δεν απαιτείται, αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά σε υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που έχει κλείσει (ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006. 638, ΕφΘεσ 2788/2009 ό.π.). Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας, που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1234/2012 ό.π., ΑΠ 192/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 577/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2788/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 61/2004 ΕΕμπΔ 2005, 87). Ο όρος της συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, κατά τον οποίο, αν ο πιστούχος δεν αντιλέξει μέσα στην οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία από της γνωστοποιήσεως σ` αυτόν του καταλοίπου του λογαριασμού, το κατάλοιπο θα θεωρείται αναγνωρισμένο, είναι κατ` αρχήν έγκυρος, διότι με αυτόν δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταποδείξεως, αλλά απλώς περιορίζεται με την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία (ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2788/2009 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή ενέχεται κατά τα άρθρα 361, 873 και 874 ΑΚ, από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία δημιουργεί ανεξάρτητη από τη βασική σχέση ενοχή και αποτελεί αυτό τη βάση αγωγής ή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής κ.λ.π., που μπορεί να σωρευθεί, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, στο ίδιο δικόγραφο με την αξίωση από τη βασική σχέση (ΑΠ 192/2005 ό.π.). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλειά τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.).

Περαιτέρω, με το ν.δ. 400/1970 “περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως”, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4364/2016, ρυθμίζονταν οι σχέσεις όλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφάλισης. Ειδικότερα, κύριο αντικείμενο της ασφάλισης είναι η υποχρέωση κάλυψης των οικονομικών αναγκών που προκαλούνται από συμβάντα στη ζωή του ανθρώπου, στηρίζεται δε στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών αυτών με αντικαταβολές των μελών της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των ασφαλισμένων σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστή, με την καθιέρωση κρατικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στη ρύθμιση της οποίας προέβαινε το ως άνω ν.δ., με το άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου οριζόταν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου (άρθρο 1 παρ. 3), ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 20 του ν. 2496/1997, του Υπουργείου Ανάπτυξης, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3229/2004, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από ασφαλιστική σύμβαση. Με το ίδιο πιο πάνω νομοθετικό διάταγμα (400/1970), και ειδικότερα με τα άρθρα 7 παρ. 1 εδ. α`, 8 παρ. 1, 9 παρ. 1, 10 παρ. 1 εδ. α`, 12α παρ. 1, 5 και 10 και 12β` παρ. 2 και 3 περ. α` αυτού ορίζονταν τα εξής: “Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν και των αντασφαλίσεων που αναλαμβάνουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη-μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών” (άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α`, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 παρ. 1 του ν. 3746/2009). “Ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται σε ασφαλιστική τοποθέτηση που συνίσταται στη διάθεση στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. περιουσιακών στοιχείων, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων οποιασδήποτε παροχής από ασφαλιστική σύμβαση (ασφάλισμα). Τα περιουσιακά στοιχεία, που διατίθενται σε ασφαλιστική τοποθέτηση, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το είδος των εργασιών, που ασκεί η ασφαλιστική επιχείρηση, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, η απόδοση και η ρευστότητα των επενδύσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μεριμνά για την διαφοροποίηση και την επαρκή διασπορά αυτών των επενδύσεων. Σε ασφαλιστική τοποθέτηση διατίθενται τα περιουσιακά στοιχεία, που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα, συμπεριλαμβανομένου του αποθέματος εξισορρόπησης του άρθρου 7 του παρόντος, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία, που καλύπτουν το τέταρτο του ελαχίστου ορίου, που αναφέρεται στην περίπτωση ε` του εδαφίου α` της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του παρόντος” (άρθρο 8 παρ. 1, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 3746/2009). “Αν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος περί τεχνικών αποθεμάτων, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως την πρόθεσή του στις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών, όπου ενδεχόμενα λειτουργεί η επιχείρηση με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να χαρακτηρίζει ως ασφαλιστική τοποθέτηση μέρος ή το σύνολο της ελεύθερης περιουσίας της, να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση μέρους ή και του συνόλου της περιουσίας της, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί και να λαμβάνει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων ως και κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος” (άρθρο 9 παρ. 1). “Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος” (άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 35 παρ. 9 του ν. 2496/1997), ήτοι του προνομίου των αμοιβών του επόπτη εκκαθάρισης ή πτώχευσης και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου. “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο δίκαιο καταχωρείται στο Μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος καταχωρείται στο μητρώο, που τηρείται για το λόγο αυτό στο Υπουργείο Ανάπτυξης, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση” (άρθρο 12α παρ. 1) (ΟλΑΠ 1/2020 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 235 του ν. 4364/2016: “1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση… 2… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.” Η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι μία συλλογική διαδικασία που ανοίγει με πράξη της εποπτικής αρχής και όχι των πιστωτών, και αποβλέπει στη σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων από ασφάλιση από το προϊόν της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων από τον εκκαθαριστή (άρθρο 242 § 4 Ν. 4363/2016) (ΑΠ 672/2019 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο 3 § 6 του Ν.Δ. 400/1970 (περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως): “Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή”. Επίσης, κατά το άρθρο 38 § 3 του Π.Δ. 237/1986 (Κωδικοποίηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως οχημάτων) “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που έχει εκδώσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11, και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια, εφ’ όσον δεν προηγήθηκε έγκριση του Υπουργού Εμπορίου αιτήσεως άλλης ασφαλιστικής επιχειρήσεως περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου εντός του μηνός, τότε είναι υπεύθυνη να επιστρέψει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στους ασφαλισθέντες πελάτες της, εφ` όσον αυτά εισπράχθηκαν από τον ασφαλιστικό της πράκτορα και αποδόθηκαν από αυτόν στην εταιρία. Εάν, όμως, δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ` αυτού για την απόδοση τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της, που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, ανεξάρτητα εάν αυτοί έχουν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της. Η τυχόν επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες, δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής να επιδιώξει την ικανοποίησή της σχετικής αξιώσεως από τον ασφαλιστικό πράκτορα, εντεύθεν και την ενεργητική της νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός, που, εφ` όσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2015).

Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1218/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1048/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 218/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 584/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 ό.π., ΑΠ 20/2017, ΑΠ 1088/2014 ό.π., ΑΠ 891/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2655/2019 Δημ. Νόμος). Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 891/2012 ό.π.). Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρα 460, 461, 463 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 1088/2014 ό.π., ΑΠ 891/2012 ό.π., ΑΠ 1254/2010). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 1930/2013, ΑΠ 891/2012 ό.π., ΑΠ 1051/2010, ΑΠ 1071/2010). Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΚΠολΔ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης, που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες, που δεν τον δεσμεύουν (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1445/2017). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου, καθώς και η προσβολή του ως πλαστού, χωρίς να αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, πρέπει να γίνει κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία το έγγραφο προσκομίζεται, με προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε να είναι ρητή, σαφής και ειδική, τυχόν δε αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη συζήτηση, όπως π.χ. το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 239/2017 ό.π., ΤριμΕφΑθ 215/2019 Δημ. Νόμος). Στον ισχυρισμό δε περί πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχεται εννοιολογικά, ως κάτι λιγότερο, η από μέρους του προτείνοντος την πλαστότητα άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής, για τον ισχυρισμό δε της άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του εκδότη, η οποία συνιστά άρνηση, δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Συνεπώς, αν η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου δεν υποβληθεί παραδεκτά είναι ερευνητέος ο ισχυρισμός περί γνησιότητας της υπογραφής αυτού, το βάρος δε απόδειξης της γνησιότητας φέρει ο διάδικος, που προσκομίζει το ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 816/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2001 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π., ΜονΕφΑιγ 30/2020 ό.π.].

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις διευκρινήσεις, που έδωσαν, κατόπιν της με αριθμ. 491/30-08-2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η εκκαθαρίστρια της ενάγουσας και ο δεύτερος εναγόμενος, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 245 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. ΑΠ 282/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 274/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’αριθμ. …… σύμβασης πρακτόρευσης, που συνήφθη, μεταξύ των διαδίκων, στις 18-2-2005, του δεύτερου εναγομένου συμβληθέντος ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη ευρισκόμενη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την υπ’ αριθμ. 7/29-3-2011 απόφασή της (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ 3435/2-6-2011), διόρισε το δεύτερο εναγόμενο, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, ως ασφαλιστικό πράκτορά της στην περιφέρεια, όπου αυτός δραστηριοποιείτο ήδη επαγγελματικά, αντί προμήθειας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της. Στη συνέχεια με την από 8-1-2010 συμφωνία τους, τροποποιήθηκε η προβλεπόμενη προμήθειά του αναφορικά με τον κλάδο των αυτοκινήτων και των χερσαίων οχημάτων, με έναρξη ισχύος για τα συμβόλαια ή τις πρόσθετες πράξεις, που επρόκειτο να εκδοθούν από την 1-2-2010 και εφεξής, ενώ με την από 25-5-2010 νεώτερη συμφωνία τους, η σύμβαση τροποποιήθηκε σε σύμβαση συνεργασίας μεσιτείας ασφαλίσεων, χωρίς, ωστόσο, καμία μεταβολή στους όρους της. Άλλωστε, παρ’ ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 A § 1 του ν. 1569/1985, ο μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο, το οποίο, κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού, ασκεί διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής, που καταβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει από την ασφαλιστική επιχείρηση την έγκριση των ασφαλιζομένων και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, όντας εντολοδόχος του εκάστοτε ασφαλιζόμενου, δεν αποκλείεται, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση, η ασφαλιστική εταιρεία να τον διορίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 211 και 713 επ του ΑΚ, ως πληρεξούσιό της για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και εντολοδόχο, οπότε αυτός, ήτοι ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητά του αυτή, θα αντιπροσώπευε την ενάγουσα στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους (ΑΠ 1329/2017 Δημ. Νόμος), εισπράττοντας παράλληλα για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει ο ίδιος τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων, εκδοθέντων από την ενάγουσα, έχοντας την υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, τα οποία θεωρούνταν ως παρακαταθήκη του ιδίου ευθυνόμενου ως θεματοφύλακα. Επομένως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, είχε την εντολή να εισπράττει και αποδίδει ασφάλιστρα, όντας εντολοδόχος της ενάγουσας, της σύμβασης παρακαταθήκης έχουσας παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Αυτός, κάθε δίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα, το αργότερα έως το τέλος του μήνα αυτού, άλλως θα υπολογίζονταν επ’αυτού νόμιμος τόκος υπερημερίας και θα στοιχειοθετείτο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης από την ενάγουσα. Εντός δύο μηνών δε από την παραλαβή τους, όφειλε να αποστείλει προς την εταιρεία για ακύρωση, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους, καθώς και εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον όρο 9. Η ακύρωση μπορούσε να γίνει μόνο από την εταιρεία, η οποία και ειδοποιούσε σχετικά το δεύτερο εναγόμενο, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του. Αν δεν απέστειλε τα αναφερόμενα στο άρθρο 9 της σύμβασης ασφαλιστήρια έγγραφα εμπρόθεσμα, υποχρεούτο στην απόδοση των ασφαλίστρων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 8 της σύμβασης (άρθρο 10 της σύμβασης). Επίσης, για την περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από οποιοδήποτε μέρος, προβλέφθηκε ότι θα οφείλεται προμήθεια μόνον εφόσον είχαν εκδοθεί τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια και είχαν εισπραχθεί από την εταιρεία τα ασφάλιστρα. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που συνήπτε με την ενάγουσα, εκτός από τα προβλεπόμενα εμπορικά βιβλία, ο δεύτερος εναγόμενος είχε, επίσης, υποχρέωση να τηρεί βιβλίο καταχώρησής τους. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, δεν μπορούσε να προβαίνει σε επιστροφές ασφαλίστρων χωρίς τη γραπτή εξουσιοδότηση της ενάγουσας. Η τελευταία, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του και για την τήρηση των υποχρεώσεών του, είχε την υποχρέωση να του παρέχει προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισπράττονταν πραγματικά και θα αφορούσαν σε ασφαλιστικές συμβάσεις, που θα γίνονταν με τη διαμεσολάβησή του, καταβαλλόμενη μετά την απόδοση των ασφαλίστρων, και δεν αναγνωριζόταν στον ίδιο καμία άλλη πρόσθετη απαίτηση. Το ποσοστό αυτής, ανά κλάδο, οριζόταν συγκεκριμένα για ορισμένες περιπτώσεις σε σχετικό πίνακα, που ενσωματωνόταν στη σύμβαση, ενώ για λοιπούς κλάδους της δραστηριότητας της ενάγουσας, ορίστηκε ότι η προμήθεια θα καθορίζεται κατά περίπτωση, μη υπερβαίνουσα, όμως, τα όρια που θα καθόριζαν οι ανάλογες Υπουργικές Αποφάσεις. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών, για τις οποίες η προμήθεια οριζόταν σε συγκεκριμένο ποσοστό, συμπεριλαμβάνετο και η κάλυψη αυτοκινήτων, το οποίο ανερχόταν αρχικά σε 23% και μετά την πρώτη τροποποίηση, σε 24%. Συμφωνήθηκε ακόμη ότι ο εναγόμενος, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, είχε την υποχρέωση να αποστέλλει συστημένη επιστολή στην ενάγουσα, σχετικά με τις εγγραφές της στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματά της, άλλως θα θεωρείτο ότι αποδέχεται την ορθότητά τους. Η ενάγουσα ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή της ότι από τη συνεργασία της με την πρώτη εναγομένη, όπως αυτή εκπροσωπείτο από το δεύτερο εναγόμενο, κατά το χρονικό διάστημα από 1/10/2010 μέχρι την 29/03/2011, πριν δηλαδή τη θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, προέκυψε χρεωστικό υπόλοιπο προς την ενάγουσα, ύψους 63.703,69 ευρώ, όπως αναλύεται στα πινάκια παραγωγής ασφαλιστικών συμβολαίων αυτοκινήτων, που ενσωματώνονται στην αγωγή. Μεταξύ δε των πινακίων αυτών περιλαμβάνονται και πινάκια ακυρωθέντων συμβολαίων με αρνητικό πρόσημο. Ωστόσο, πιθανολογήθηκε ότι την 1-2-2011 παραδόθηκαν από την πρώτη εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου, στην έδρα της ενάγουσας και δη στην υπάλληλο αυτής, …………, όλα τα πρωτότυπα συμβόλαια παραγωγής, με τη μεσολάβηση του δευτέρου, από την 1-5-2010 έως και τις 28-2-2011, με σκοπό την ακύρωσή τους, γεγονός, που βεβαιώνει και ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, συνεργάτης του δεύτερου εναγομένου, ……………., προσκομίζεται δε και σχετική χειρόγραφη απόδειξη, όπου η προαναφερθείσα υπάλληλος βεβαιώνει την παράδοση των συμβολαίων, θέτοντας την υπογραφή της και το όνομά της, υπό την έντυπη εταιρική επωνυμία. Πιθανολογείται δε ότι υπήρχε πράγματι υπάλληλος της ενάγουσας με αυτά τα στοιχεία, εξουσιοδοτημένη προς παραλαβή εγγράφων, για λογαριασμό της ενάγουσας, καθώς και κατά το παρελθόν είχε λάβει χώρα ακύρωση συμβολαίων, με την παράδοσή τους στην ίδια υπάλληλο. Εν συνεχεία, μετά την προσκόμιση προς ακύρωση όλων των παραπάνω συμβολαίων, προς επιβεβαίωση της ακύρωσής τους, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους εναγομένους καταστάσεις με δελτία αποστολής της ενάγουσας, για το χρονικό διάστημα από 01/05/2010 έως 31/05/2011, επί των οποίων σε κάθε φύλλο υπάρχει πρωτότυπη υπογραφή υπό τη σφραγίδα της και αφορούν μεταξύ άλλων και το επίδικο χρονικό διάστημα, με ημερομηνία εκτύπωσής τους από τα εμπορικά της βιβλία την 21η-03-2011, η ενάγουσα απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη, στις 21/3/2011, λίστα, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα ακυρωθέντα του επιδίκου χρονικού διαστήματος συμβόλαια, ενώ, στις 29/03/2011, ανακλήθηκε, κατά τα ανωτέρω, η άδεια λειτουργία της. Η ενάγουσα δεν αρνήθηκε την αποστολή στην πρώτη εναγομένη των ως άνω δελτίων αποστολής, αλλά ούτε και αμφισβήτησε παραδεκτά τη γνησιότητά τους, κατά την προσκόμιση και επίδειξή τους, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τους εναγομένους. Όπως συνομολογεί δε στην προσθήκη – αντίκρουσή της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, βρέθηκε στο αρχείο της εκκαλούσας η από 21-3-2011 κατάσταση με τον τίτλο «Δελτίο Αποστολής». ΄Αλλωστε, η ενάγουσα δε επικαλέσθηκε την αιτία αποστολής, στις 21/03/2011, στην πρώτη εναγομένη, της κατάστασης αυτής, με ημερομηνία εκτύπωσης 21/03/2011, με τα δελτία αποστολής της, για το χρονικό διάστημα από 01/05/2010 έως 31/05/2011, ήτοι για χρονικό διάστημα, που συμπεριλαμβάνει και το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχουν ακυρωθεί τα επίδικα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ισχυρίστηκε μόνον η ενάγουσα ότι αφορούν την ετήσια παραγωγή των εναγομένων και όχι ακυρωθέντα στο σύνολό τους συμβόλαια, ισχυρισμός, όμως, που δεν πιθανολογήθηκε βάσιμος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εφόσον, σύμφωνα με τους ως άνω όρους των ένδικων συμβάσεων, εντός δύο μηνών από την παραλαβή των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, όφειλε η πρώτη εναγομένη να αποστείλει προς την εταιρεία για ακύρωση, όσα δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους, καθώς και εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί ασφάλιστρα, πιθανολογείται ότι, την 01η/02/2011, παραδόθηκαν εμπρόθεσμα και προσηκόντως από την πρώτη εναγόμενη, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα από το δεύτερο των εναγομένων, προς ακύρωση όλα τα πρωτότυπα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα οποία εμπίπτουν στο επίδικο χρονικό διάστημα από 1/10/2010 έως 28/02/2011, έγιναν δε δεκτά, σε κάθε περίπτωση, προς ακύρωση από την ενάγουσα με την αποστολή της ως άνω λίστας, στις 21/03/2011, στην πρώτη εναγομένη. Σημειώνεται δε ότι, ενώ αμφισβητείται από την ενάγουσα το ως άνω από 1/2/2011 έγγραφο και η παράδοση σε αυτήν, την 01/02/2011, όλων των προς ακύρωση πρωτοτύπων ασφαλιστηρίων συμβολαίων του επίδικου χρονικού διαστήματος, στις συνημμένες στην αγωγή καταστάσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων του επίδικου χρονικού διαστήματος, είναι καταχωρημένα, μεταξύ άλλων, αφενός μεν εκδοθέντα και κατά το χρονικό διάστημα από 01/10/2010 έως 1/12/2010 ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία χαρακτηρίζονται με αρνητικό πρόσημο, ήτοι πρόκειται, όπως προαναφέρθηκε, για ακυρωθέντα συμβόλαια, όπως επεξηγεί η ενάγουσα στη σελ. 6 της αγωγής της, τη στιγμή, που, όπως η ίδια ισχυρίζεται, δεν ήταν εφικτή για ασφαλιστικά συμβόλαια, που εκδόθηκαν πριν την 1-12-2010, η εμπρόθεσμη ακύρωσή τους από τους εναγομένους, χωρίς να αιτιολογείται η διαφοροποίηση ως προς αυτά, αφετέρου δε και μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος, τα οποία έχουν ακυρωθεί μετά από σχετικά έρευνα της ενάγουσας πριν τη θέση της εταιρίας σε εκκαθάριση, ενώ ισχυρίζεται ότι δεν είχαν παραδοθεί ασφαλιστήρια συμβόλαια με το από 1/2/2011 έγγραφο προς ακύρωσή τους, αλλά και μετά από αυτήν. Σε κάθε δε περίπτωση ως προς τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αυτοκινήτων παραγωγής της χρονικής περιόδου από 1/10/2010 μέχρι 30/11/2010, δεν πιθανολογήθηκε ο ακριβής χρόνος παραλαβής τους εκ μέρους των εναγομένων, κατά το άρθρο 9 της συμβάσεως, και ειδικότερα, ότι έλαβε χώρα προ της 01/12/2010. Επίσης, δεν πιθανολογήθηκε αφενός μεν η είσπραξη από τους εναγομένους των ασφαλίστρων των φερομένων ως μεταγενέστερων της 1ης/02/2011 και μέχρι την 29/03/2011 εκδοθέντων από την ενάγουσα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, αφετέρου δε η παραλαβή αυτών, κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Η μάρτυρας δε, που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και η κατάθεσή της περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εργαζόταν δε, ως ιδιωτική υπάλληλος, στο λογιστήριο της ενάγουσας και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, εργαζόταν στην εκκαθάριση, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «…Το υπόλοιπο 63.000 ευρώ είναι από συμβόλαια 11ου και 12ου του 2010. Τα συμβόλαια όσα έλαβε η εκκαθάριση τα ακύρωσε…», ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή της ότι από τη συνεργασία της με την πρώτη εναγομένη, όπως αυτή εκπροσωπείτο από το δεύτερο εναγόμενο, κατά το χρονικό διάστημα από 1/10/2010 μέχρι την 29/03/2011, πριν δηλαδή τη θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, προέκυψε χρεωστικό υπόλοιπο προς την ενάγουσα, ύψους 63.703,69 ευρώ, όπως αναλύεται στα πινάκια παραγωγής ασφαλιστικών συμβολαίων αυτοκινήτων, ιδίας χρονικής περιόδου, που ενσωματώνονται στην αγωγή (βλ. σελ. 6η αγωγής). Εν προκειμένω, όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν επρόκειτο για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού (βλ. σχετ. ΑΠ 430/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 518/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 328/2019 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμόν 20ο όρο της από 18-02-2005 σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα, η πρώτη εναγομένη είχε μεν την υποχρέωση εντός των πρώτων δεκαπέντε ημερών κάθε μήνα να διατυπώσει εγγράφως, τις τυχόν αντιρρήσεις της σχετικά με τις εγγραφές, που περιλαμβάνονται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα, τα οποία η εκκαλούσα θα της απέστελνε κάθε μήνα και σε περίπτωση μη διατύπωσης αντιρρήσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, οι εγγραφές θα θεωρούντο ορθές, πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυψε η αποστολή των μηνιαίων εκκαθαριστικών σημειωμάτων στην πρώτη εναγομένη, ώστε να πιθανολογηθεί ότι ουδέποτε προέβαλε αντιρρήσεις επί του περιεχομένου αυτών και ότι ως εκ τούτου η τελευταία έχει αναγνωρίσει το φερόμενο ως χρεωστικό υπόλοιπό της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Εξάλλου, ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική βάση της αγωγής, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τους ως άνω όρους των ένδικων συμβάσεων, όσα ασφαλιστήρια συμβόλαια δεν ακυρώνονταν εντός της προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή τους, θεωρείται μεν ότι έχουν εισπραχθεί τα αντίστοιχα ασφάλιστρα και οι εναγόμενοι υποχρεούνται σε απόδοση αυτών, πλην, όμως, ως προς το συνολικό ποσό, το οποίο φέρεται με την αγωγή να «ιδιοποιήθηκε παρανόμως», κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο δεύτερος εναγόμενος δύναται να ενέχεται από αδικοπραξία [εν προκειμένω υπεξαίρεση] μόνο για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτόν χρηματικά ποσά, που, εν προκειμένω δεν πιθανολογήθηκε, και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει και δεν εισέπραξε. Τούτο, διότι, από τις λογιστικές εγγραφές στις μηνιαίες καταστάσεις της ενάγουσας, προκύπτουν μεν οι χρεώσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, όμως, λόγω της μη παράθεσης των πράγματι εισπραχθέντων ποσών από τους ασφαλισμένους, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί ποια είναι τα πράγματι εισπραχθέντα ασφάλιστρα από αυτήν δια του δευτέρου εναγομένου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 716/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 543/2019 ό.π.). Ούτε, άλλωστε, προέκυψε καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα η υποβολή σχετικής εγκλήσεως σε βάρος του τελευταίου (δευτέρου των εναγομένων), εκ μέρους της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπουμένης, ενώ φέρεται με την αγωγή ως εισπραχθέν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και οφειλόμενο σε αυτήν από την 29/03/2011, το συνολικό ποσό των 63.703,69 ευρώ. Συνεπώς, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο από τις ένδικες συμβάσεις του επίδικου χρονικού διαστήματος από 1/10/2010 έως 29/03/2011, ανερχόταν, στις 29/03/2011, στο συνολικό ποσό των 63.703,69 ευρώ και ότι οι εναγόμενοι ενώ εισέπραξαν, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, το συνολικό αυτό αυτό, δεν το απέδωσαν στην ενάγουσα και ότι το οφείλουν, με βάση τη σύμβαση, άλλως την αδικοπραξία, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την υπό κρίση αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 05/03/2018 έφεση, κατά της με αριθμ. 136/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 05-03-2018 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ, σε βάρος της εκκαλούσας, το σύνολο της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 05/10/2021, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ