Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 498/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αριθμός     498/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.      ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Αεροπορικής εταιρίας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Τουκμακτσή, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Βερώνη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 2) …………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:        1) Αεροπορικής εταιρίας …………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Τουκμακτσή, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 2) …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Βερώνη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 3) …………….., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Και

Γ.    ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Αεροπορικής εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Τουκμακτσή, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 2) …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Βερώνη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 3) ……………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α έφεση – εφεσίβλητη στις υπό στοιχεία Β και Γ εφέσεις – άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-4-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …../25-5-2015 αγωγή και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1433/2017 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου α) η ενάγουσα με την από 25-7-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/27-7-2018 έφεσή της, β) ο πέμπτος εναγόμενος με την από 11-9-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../7-9-2017 έφεσή του και γ) ο δεύτερος εναγόμενος με την από 5-9-2017 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/13-9-2017 έφεσή του, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η 4-4-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιά ………, …….. και ………./6-9-2018 αντίστοιχα), κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε αντιμωλία των  διαδίκων.

Ήδη, με την υπ’ αριθ. 48/12-4-2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./13-4-2021) Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Αγγελικής Κόφφα, Προέδρου Εφετών, η υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθώς δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης από την ορισθείσα δικαστή.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τη με αριθμό 48/2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά παραδεκτά και νόμιμα φέρονται για νέα συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η από 25-7-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../27-7-2018 έφεση, β) η από 11-9-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../7-9-2017 έφεση και γ) η από 5-9-2017 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/13-9-2017 έφεση (στο εξής: εφέσεις Α, Β και Γ αντίστοιχα) κατά της με αριθ. 1433/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που είναι οριστική ως προς τους εκκαλούντες και εφεσίβλητους στις άνω εφέσεις και εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 3-4-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …../25-5-2015 αγωγής της εκκαλούσας στην Α’ έφεση. Η νέα αυτή συζήτηση των άνω εφέσεων, που αρχικά συζητήθηκαν στις 4-4-2019, αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επισπεύδεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ, καθώς δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης επ’ αυτών από την ορισθείσα Δικαστή. Οι άνω εφέσεις, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 524 παρ. 1α’ του ιδίου Κώδικα), έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου 2017 και εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών που ισχύει για τις ασκούμενες από 1-1-2016 εφέσεις, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. και τα άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ενώ για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – Φ.Ε.Κ. Α’ 240/22-12-2016).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη, όχι δε και κατά εκείνων που υπήρξαν απλοί ομόδικοί  του, οι οποίοι υφίστανται τις ίδιες συνέπειες από το διατακτικό της απόφασης, παρά μόνο εάν η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη σε βάρος αυτού και υπέρ άλλου ομοδίκου του και εφόσον η διάταξη αυτή εκδόθηκε κατά παραδοχή αίτησης του ομοδίκου του, η οποία κατά νόμο αποτελεί αντικείμενο της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η έφεση απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του εκκαλούντος, ως προς την οποία είναι απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον εκκαλούντα και δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ αυτών (Α.Π. 2081/2017, Α.Π. 1467/2009, Α.Π. 1352/2008, Α.Π. 642/2007, Α.Π. 1355/2005, Εφ.Κρητ. 10/2021, Εφ.Πειρ. 60/2021, Εφ.Θεσ. 297/2021, Εφ.Αθ. 585/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ολ.Α.Π. 24/1997, Νο.Β. 1998, 52, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, υπ’ άρθρο 517, αριθ. 5, σ. 916, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 2244, σ. 558).

Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τις Β’ και Γ’ εφέσεις, οι εκκαλούντες πέμπτος και δεύτερος των εναγομένων αντίστοιχα στρέφουν αυτές, πλην της ενάγουσας-ήδη πρώτης εφεσίβλητης, και κατά των (απλών) ομοδίκων τους, τρίτης και τετάρτου των εναγομένων, ήδη δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων αντίστοιχα, ως προς τους οποίους η αγωγή απορρίφθηκε. Σχετικά με αυτούς, όμως, οι άνω εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, διότι οι εκκαλούντες δεν αναφέρουν στα δικόγραφο των εφέσεών τους ειδικό παράπονο για την ύπαρξη διατάξεων στην εκκαλουμένη ευνοϊκών για τους άνω ομοδίκους τους και συγχρόνως δυσμενών για τους ίδιους, ούτε διώκεται η διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης κατά τις διατάξεις αυτές. Διάταξη για την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος των ανωτέρω εκκαλούντων ως προς τους ανωτέρω εφεσίβλητους δεν θα περιληφθεί στην παρούσα, καθόσον οι νικήσαντες εφεσίβλητοι (ως προς τους οποίους οι άνω εφέσεις είναι απαράδεκτες) δεν υπέβαλαν σχετικό αίτημα με τις προτάσεις τους (άρθρα 190 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Κατά τα λοιπά οι κρινόμενες Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές   (ήτοι η Α’ έφεση ως προς όλους τους εφεσίβλητους και οι Β’ και Γ’ εφέσεις ως προς την πρώτη εφεσίβλητη) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται απ’ αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), από το αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο τούτο, κατά την τακτική διαδικασία που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, καθώς η παρούσα συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής συζήτησης των άνω εφέσεων στις 4-4-2019 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την οποία όλοι οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ι. Κατά το άρθρο 2 του Β.Δ. της 2/14-5-1853 «περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων», εμπορική πράξη, εκτός από άλλες, είναι και η επιχείρηση πρακτορίας. Εξαιτίας της έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης γίνεται δεκτό από τη θεωρία ότι σύμβαση πρακτορίας θεωρείται η ανάληψη με αντάλλαγμα υποχρέωσης παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών ποικίλης φύσεως (Λουκόπουλος, Εμπ.Δικ, Β’ έκδ, σ. 59, Ν. Ρόκας, Στοιχεία Εμπ.Δικ, 1984, Γεν. Μέρος, σ. 48, 49, Λιακόπουλος, Η σύμβαση πρακτορείας, Ε.Εμπ.Δ. ΜΑ’, σ. 561, 569). Πράκτορες με την πιο πάνω έννοια είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πράκτορας ο οποίος κρατεί θέσεις για αεροπορικό ταξίδι και εκδίδει το εισιτήριο με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσης της πιο πάνω ειδικότερης σύμβασης πρακτορίας, δηλαδή της σχέσης που συνδέει τον αεροπορικό μεταφορέα και τον πράκτορα, είναι αυτή της εντολής, οι δε διατάξεις του Α.Κ. που ρυθμίζουν την εντολή διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών (Θ. Μητρούλη, Η νομική φύση των εργασιών των πρακτορείων ταξιδιών στο «Αφιέρωμα εις Ανδρέα Λουκόπουλο», σ. 371, 376, έτσι μάλλον Λιακόπουλος, ό.α, σ. 580, Λουκόπουλος, ό.α, σ. 60, και για το ναυτικό πράκτορα, Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτ.Δικ. 1992, σ. 236, 237, Δελούκας, Ναυτ.Δικ. 1979, παρ. 163, Α.Π. 3/1979, Ε.Εμπ.Δ. ΛΑ’, 616, Εφ.Αθ. 2149/2018, αδημ, Εφ.Θεσ. 290/2010, Εφ.Πειρ. 782/2010, Εφ.Πειρ. 157/2009, Εφ.Πειρ. 134/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 719 Α.Κ, ο εντολοδόχος υποχρεούται να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Η υποχρέωση αυτή του εντολοδόχου είναι ανεξάρτητη της υποχρέωσής του προς λογοδοσία (Α.Κ. 303) και επομένως ο εντολέας δικαιούται να ασκήσει αυτοτελώς την αγωγή από τη σύμβαση εντολής (Α.Π. 683/1977, Νο.Β. 26, 363, Εφ.Πειρ. 709/1996, Ε.Εμπ.Δ. 1997, 53). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι’ αυτό, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από τρίτους για λογαριασμό του εντολέα στα πλαίσια της σχετικής εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 Π.Κ. (Α.Π. 1237/2018, Α.Π. 1309/2016, www.areiospagos.gr, Α.Π. 867/2014, Α.Π. 493/2007, Α.Π. 1600/2004, A.Π. 335/2003, Εφ.Πειρ. 457/2020, Εφ.Πειρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη κατά οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει την γνώση του δράστη ότι το πράγμα είναι ξένο (εν όλω ή εν μέρει) και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του (Συμβ.Α.Π. 830/2004, Συμβ.Α.Π. 686/2004, Συμβ.Α.Π. 685/2004, Συμβ.Α.Π. 542/2004, Συμβ.Α.Π. 115/2004, Συμβ.Α.Π. 114/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Ο χρόνος δε αυτός της εξωτερίκευσης της ως άνω θέλησης είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης της παρ. 2 εδ. α’ του άρθρου 375 Π.Κ. (Π.Δ. 283/1985, ως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από 1-7-2019 με το Ν. 4619/2019) προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως αυτής του εντολοδόχου (Α.Π. 709/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 580/2006, Α.Π. 347/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στις περιοριστικά προβλεπόμενες αυτές περιπτώσεις δεν περιλαμβάνεται και εκείνη της ιδιότητας του θεματοφύλακα και ως εκ τούτου, για οτιδήποτε περιέρχεται στην κατοχή του θεματοφύλακα βάσει σύμβασης παρακαταθήκης, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κακουργηματική υπεξαίρεση. Για τα πράγματα – χρήματα όμως που κρατά ο εντολοδόχος με σύμβαση παρακαταθήκης, προκειμένου, μετά την αφαίρεση της προμηθείας του, να αποδώσει το υπόλοιπο στον εντολέα, γίνεται λόγος για κακουργηματική υπεξαίρεση, αφού η σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα έναντι της εντολής, η δε συμφωνία μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου ο τελευταίος να παρακρατεί ένα ποσοστό του τιμήματος ως προμήθεια δεν μετατρέπει την εντολή αυτή για το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος σε ανώμαλη παρακαταθήκη που αποκλείει την υπεξαίρεση (Α.Π. 867/2014, Α.Π. 818/2014, Α.Π. 1426/2004, Συμβ.Εφ.Πειρ. 152/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις για την αντιπροσωπεία του άρθρου 211 Α.Κ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, ενόψει της ανυπαρξίας ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, «Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο), στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου), μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης, ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο αντιπρόσωπος του αεροπορικού μεταφορέα, που μεσολαβεί μεταξύ αυτού και του ταξιδιωτικού πράκτορα, ο οποίος έχει ως αντικείμενο των εργασιών του την έκδοση (μεταξύ άλλων) και αεροπορικών εισιτηρίων από τις συμβάσεις αεροπορικής μεταφοράς που συνάπτει με τους επιβάτες, δεν δημιουργεί ίδια δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, αεροπορικού μεταφορέα (Εφ.Πειρ. 709/1996, ό.α,  Λιακόπουλος, ό.α, σ. 579, Γεωργακόπουλος, ό.α, σ. 52 και Α.Π. 3/1979, Ε.Εμπ.Δ. Λ’, σ. 616, Εφ.Πειρ. 157/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 288, για το ναυτικό πράκτορα).

ΙV. Kατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση (Α.Π. 14/2021, Α.Π. 184/2020, Α.Π. 587/2020, Α.Π. 895/2019,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία, ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την παρ’ αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, υπό την προϋπόθεση, ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο του γενικού, αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (Α.Π. 2039/2014, Εφ.Αθ. 1932/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (Α.Π. 1801/2014, Α.Π. 1596/2014, Α.Π. 878/2011, Α.Π. 347/2010, 1120/2005, Α.Π. 776/2004, Α.Π. 1600/2002, Α.Π. 212/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Και

V. Aπό τη διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ, που ορίζει, ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της, κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι: α) πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση άλλες διατάξεις του Α.Κ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 Α.Κ, β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται, όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του Α.Κ. (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, αν το όργανο ενήργησε, καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών, κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρο και αυτό και το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, από αυτήν του τελευταίου (Α.Π. 1219/2017, Α.Π. 380/2008, Εφ.Πειρ. 108/2021, Εφ.Πατρ. 222/2020, Εφ.Θεσ. 2227/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη αυτών προσωπικώς από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 Α.Κ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (Α.Κ. 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους (Α.Π. 1312/2015, Α.Π. 271/2015, Α.Π. 427/2013, Α.Π. 1565/2013, Α.Π. 1380/2013, Α.Π. 1485/2010, Α.Π. 365/2010, Α.Π. 840/2009, Εφ.Πειρ. 166/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με την από 3-4-2015 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ …../5-5-2015 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου της μετά και την παραδεκτή συμπλήρωσή του με τις πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας στην Α’ έφεση αεροπορικής εταιρίας «……………..», η τελευταία εξέθεσε ότι δυνάμει της από 5-8-2011 σύμβασης πρακτορείας πώλησης εισιτηρίων, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης εταιρίας «………….» και το διακριτικό τίτλο «…………» και της εκπροσωπούσης αεροπορικές εταιρίες Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών «ΙΑΤΑ», μέλος της οποίας είναι η ενάγουσα, με αποτέλεσμα η σύμβαση αυτή να επέχει και θέση σύμβασης μαζί της, η πρώτη εναγόμενη εξουσιοδοτήθηκε να πωλεί προς το επιβατικό κοινό αεροπορικά εισιτήρια της ενάγουσας και να εισπράττει, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της, το τίμημα αυτών, έναντι προμήθειας. Ότι με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα στο άρθρο 7 της σύμβασης, τα εισπραττόμενα από την πρώτη εναγόμενη χρήματα, συμπεριλαμβανόμενης της προμήθειας της ίδιας, αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο της (ενάγουσας) και τα  κρατούσε προσωρινά επ’ ονόματι και για λογαριασμό της (ενάγουσας) η πρώτη εναγόμενη ως θεματοφύλακας, υποχρεούμενη να της τα αποδίδει στις ορισθείσες δήλες ημέρες που προβλέπονταν με βάση το σύστημα κεντρικής διάθεσης των τίτλων μεταφοράς, λογιστικής παρακολούθησης και είσπραξης που είχε οργανώσει η «ΙΑΤΑ», σε συνδυασμό με τη συμβατικής ισχύος απόφαση της Συνδιάσκεψης Αερομεταφοράς και Ταξιδιωτικών Πρακτόρων της 24ης Αυγούστου 2011. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως και 30-6-2014 η πρώτη εναγόμενη πραγματοποίησε τις παρατιθέμενες στην αγωγή πωλήσεις αεροπορικών εισιτηρίων, συνολικής αξίας 364.198,78 ευρώ, από τα οποία ποσό 326.652,73 ευρώ αφορούσε εισιτήρια πωληθέντα κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 15-6-2014 και έπρεπε να της αποδοθεί το αργότερο στις 2-7-2014 και ποσό 37.546,05 ευρώ αφορούσε εισιτήρια πωληθέντα κατά το χρονικό διάστημα από 16-6-2014 έως 30-6-2014 και έπρεπε να της αποδοθεί το αργότερο στις 16-7-2014, στα οποία ποσά περιλαμβανόταν και τέλη αεροδρομίου, για τα οποία η ίδια (ενάγουσα) ήταν υπόλογος έναντι του Δημοσίου και τα κατέβαλε υποχρεωτικά κατά μήνα, ανεξάρτητα αν της τα απέδιδε η πρώτη εναγόμενη ή όχι. Ότι η πρώτη εναγόμενη, μολονότι εισέπραξε στο όνομα και για λογαριασμό της (ενάγουσας) τα άνω ποσά, παρά την πάροδο της κατά τα άνω εκάστοτε δήλης ημέρας καταβολής τους και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας), αρνείται να της τα αποδώσει δια των νομίμων εκπροσώπων της λοιπών εναγομένων, οι οποίοι ελάμβαναν τις επιχειρηματικές αποφάσεις της και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της, με αποτέλεσμα να της οφείλει συνολικά το ποσό των 306.181,41 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει μετά την είσπραξη απ’ αυτήν ποσού 58.017,37 ευρώ, λόγω κατάπτωσης εγγυητικής επιστολής της πρώτης εναγομένης προς την «ΙΑΤΑ», το οποίο η ίδια (ενάγουσα) καταλογίζει στο πρώτο από τα παραπάνω κονδύλια. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ως πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, η τρίτη εναγόμενη ως αντιπρόεδρος του Δ.Σ, ο τέταρτος εναγόμενος ως αντιπρόεδρος του Δ.Σ. από 18-9-2014 σε αντικατάσταση της τρίτης εναγομένης, καθώς και ο πέμπτος εναγόμενος, ο οποίος διοικούσε «εν τοις πράγμασι» την πρώτη εναγόμενη και εμφανίζονταν ως νόμιμος εκπρόσωπός της, ενεργώντας υπό τις άνω ιδιότητές τους και χωρίς δικαίωμα από τη σύμβαση, δεν της απέδωσαν τα άνω ποσά που εισέπραξε η πρώτη εναγόμενη στο όνομα και για λογαριασμό της (ενάγουσας), τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα και υπαίτια για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Ότι με την ως άνω συμπεριφορά τους οι εναγόμενοι διέπραξαν σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με κατάχρηση σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και η ίδια υπέστη ζημία ίση με το άνω ποσό που της υπεξαίρεσαν (306.181,41 ευρώ). Ότι ως εκ τούτου, η δεύτερος έως και πέμπτος των εναγομένων ευθύνονται απέναντί της (ενάγουσας), εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης, σε καταβολή ισόποσης αποζημίωσης. Επικουρικά, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί κατά της πρώτης εναγομένης την αξίωση προς καταβολή του πιο πάνω ποσού σύμφωνα με τα οριζόμενα στη μεταξύ τους σύμβαση πρακτορείας. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη κυρίως τις διατάξεις περί αδικοπραξιών ως προς όλους τους εναγόμενους και επικουρικά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ως προς την πρώτη εναγόμενη, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 306.181,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για ποσό 268.635,36 ευρώ από 3-7-2014 και για ποσό 37.546,05 ευρώ από 17-7-2014, άλλως με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακόμη, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί, λόγω της αδικοπραξίας και ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος των δεύτερου, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1433/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγόμενη, απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών και της ενάγουσας, έγινε δεκτή κατ’ ουσία η αγωγή ως προς τους δεύτερο και πέμπτο των εναγομένων, υποχρεώθηκαν αυτοί να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 306.181,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για ποσό 268.635,36 ευρώ από 3-7-2014 και για ποσό 37.546,05 ευρώ από 17-7-2014, με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 150.000,0 ευρώ, απαγγέλθηκε σε βάρος αυτών (δευτέρου και πέμπτου των εναγομένων) προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης και καταδικάστηκαν αυτοί και στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, ποσού 12.000,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής και ως προς το οριστικό σκέλος της που αφορά τους δεύτερο έως και πέμπτο των εναγομένων, παραπονούνται τόσο η ενάγουσα όσο και οι δεύτερος και πέμπτος των εναγομένων, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως ηττηθέντες εν μέρει και εν όλω διάδικοι αντίστοιχα, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που προσβάλλεται από τον καθένα τους, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, κατά μεν την ενάγουσα να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή και ως προς την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, κατά δε τους πέμπτο και δεύτερο των εναγομένων, να απορριφθεί η αγωγή εναντίον τους στο σύνολό της.

Με τον πρώτο λόγο των υπό στοιχεία Β και Γ εφέσεών τους, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι πέμπτος και δεύτερος των εναγομένων ισχυρίζονται ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας διότι δεν εκτίθενται στο δικόγραφό της τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της εναντίον τους. Ειδικότερα, ισχυρίζονται, αναφορικά με την κύρια βάση από αδικοπραξία, ότι δεν εκτίθεται ότι οι ίδιοι, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή ιδιότητές τους, δεν απέδωσαν το επίδικο χρηματικό ποσό στην ενάγουσα αλλά το ενσωμάτωσαν στην περιουσία της δεύτερης εναγομένης εταιρίας με δόλια προαίρεση παράνομης ιδιοποίησής του. Αναφορικά δε με την επικουρική βάση από σύμβαση πρακτορείας, ισχυρίζονται ότι δεν εκτίθεται ότι οι ίδιοι ενήργησαν ως κυρίαρχοι εταίροι της πρώτης εναγομένης εταιρίας, που χρησιμοποιούσαν τη νομική προσωπικότητά της για καταστρατήγηση του νόμου ή για την πρόκληση δολίως ζημίας σε τρίτους ή για την αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Κατά το δεύτερο σκέλος του ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η άνω επικουρική βάση δεν αφορά τους ανωτέρω εκκαλούντες αλλά αποκλειστικά την πρώτη εναγόμενη εταιρία, ως προς την οποία μάλιστα η εκκαλουμένη δεν περιέχει οριστική διάταξη. Ειδικότερα, η αγωγή αφορά τους ανωτέρω εκκαλούντες αποκλειστικά κατά την κύρια βάση της που στηρίζεται σε αδικοπραξία τους λόγω παράνομων και υπαίτιων παραλείψεών τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως διοικούντων το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης εταιρίας και συνακόλουθα δεν απαιτείτο να γίνεται στο δικόγραφό της επίκληση απαγορευμένης κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγομένης απ’ αυτούς και να ζητείται η κάμψη της νομικής προσωπικότητάς της και η μετακύληση σ’ αυτούς των συνεπειών που την αφορούν. Περαιτέρω, κατά το πρώτο σκέλος του ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των ανωτέρω εκκαλούντων, στην αγωγή προσδιορίζονται επαρκώς όλα τα απαιτούμενα από το νόμο περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης τους από αδικοπραξία, ήτοι σε τι συνίσταται η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά τους από την οποία ζημιώθηκε η ενάγουσα, καθώς και η ζημία αυτή και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της επελθούσας ζημίας  της τελευταίας (Α.Π. 78/2020, Α.Π. 1/2019, Α.Π. 135/2018, Α.Π. 114/2012, Α.Π. 17/2010, Α.Π. 1899/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αναφέρεται αναλυτικά ο αριθμός των εκδοθέντων εισιτηρίων (1η στήλη), η ημερομηνία της έκδοσης καθενός από αυτά (2η στήλη), η καθαρή αξία αυτών (3η στήλη), το ποσό του φόρου (4η στήλη), η προμήθεια της πρώτης εναγομένης εταιρίας (5η στήλη), η τυχόν πρόσθετη έκπτωση (6η στήλη), ο τυχόν φόρος επί προμηθείας (7η στήλη) και τέλος το καθαρό οφειλόμενο πληρωτέο χρηματικό ποσό στην ενάγουσα (8η στήλη), ενώ ενσωματώνονται και οι σχετικές καταστάσεις. Επίσης, αναφέρεται ο χρόνος που όφειλαν να αποδοθούν στην ενάγουσα τα άνω χρηματικά ποσά που εισέπραξε η πρώτη εναγόμενη, όπως αυτά αναλυτικά αναγράφονται στις προαναφερθείσες καταστάσεις – πίνακες και ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε κυριότητα επ’ αυτών. Αναφέρεται ακόμα ότι οι ανωτέρω εκκαλούντες – εναγόμενοι – οι οποίοι εκπροσωπούσαν νόμιμα την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, διηύθυναν τις υποθέσεις της, ελάμβαναν τις επιχειρηματικές αποφάσεις της και διαχειριζόταν τα οικονομικά της, ως «εν τοις πράγμασι νόμιμος εκπρόσωπός της ο πέμπτος εναγόμενος και ως πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής και ως καταστατικός νόμιμος εκπρόσωπός της ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας στην προκειμένη περίπτωση υπό τις ιδιότητές τους αυτές στα πλαίσια των σχετικών καθηκόντων τους, αν και γνώριζαν ότι τα ανωτέρω εισπραχθέντα χρηματικά ποσά από την πώληση αεροπορικών εισιτηρίων της ενάγουσας έπρεπε να αποδοθούν σ’ αυτήν από την εντολοδόχο της και θεματοφύλακα των χρηματικών αυτών ποσών πρώτη εναγόμενη με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία α) την τελευταία ημέρα κάθε μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη όσον αφορά τις εισπράξεις του πρώτου δεκαπενθημέρου του ίδιου μήνα και β) την 15η ημέρα κάθε μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη όσον αφορά τις εισπράξεις του τελευταίου δεκαπενθημέρου του προηγούμενου μήνα, δεν το έπραξαν παρά την πάροδο της κατά τα άνω εκάστοτε δήλης ημέρας πληρωμής και τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας και αρνούνται να της τα αποδώσουν χωρίς να τους παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τη σύμβαση, ζημιώνοντάς την, έτσι, κατά τα παραπάνω ποσά και διαπράττοντας σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με κατάχρηση σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Τα άνω εκτιθέμενα περιστατικά, τα οποία βέβαια είναι θέμα απόδειξης εάν συνέβησαν, υποδηλώνουν σαφώς (έστω και εάν τούτο δεν αναφέρεται επί λέξει) ότι οι ανωτέρω εκκαλούντες, κατά την τέλεση της άνω πράξης τους υπό τις άνω ιδιότητές τους, ενήργησαν με δόλια προαίρεση, δηλαδή με συνείδηση ότι ανήκαν στην ενάγουσα τα αιτούμενα προς απόδοση χρηματικά ποσά που περιήλθαν στην κατοχή της πρώτης εναγομένης εταιρίας βάσει της άνω σύμβασης πρακτορείας και παρά ταύτα αρνήθηκαν να τα αποδώσουν στην ενάγουσα με την ιστορούμενη υπαίτια συμπεριφορά τους, η οποία τελούσε σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων τους και εξωτερίκευε τη θέλησή τους να ενσωματώσουν τα χρηματικά αυτά ποσά στην περιουσία της πρώτης εναγομένης και για λογαριασμό της, χωρίς να τους παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τη σύμβαση. Επομένως η αγωγή περιέχει όλα τα κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. απαραίτητα στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση σε αδικοπραξία του πέμπτου και του δεύτερου των εναγομένων και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση, με πιο συνοπτικές έστω αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε τη σχετική ένσταση αοριστίας που προέβαλαν οι ανωτέρω εναγόμενοι, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των επικαλούμενων άρθρων 63, 67, 71, 481 επ, 714, 719, 822, 824, 914, 926, 934 Α.Κ. και 375 Π.Κ. (βλ. σχετ. Α.Π. 1646/2005, Εφ.Πειρ. 613/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 435/2018, www.efeteio-peir.gr). Επομένως, ο πρώτος λόγος των εφέσεων των ανωτέρω εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με το δεύτερο λόγο των υπό στοιχεία Β και Γ εφέσεών τους, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι πέμπτος και δεύτερος των εναγομένων αντίστοιχα ισχυρίζονται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως προς αυτούς ως παθητικά ανομιμοποίητη, άλλως ως νομικά αβάσιμη,  δεδομένου ότι η ενάγουσα όφειλε να στραφεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της αποκλειστικά εναντίον της πρώτης εναγομένης και όχι ατομικά εναντίον των ιδίων ως εν τοις πράγμασι και καταστατικού νομίμου εκπροσώπου της αντίστοιχα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, ανεξαρτήτως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης, τα διοικούντα αυτήν πρόσωπα, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο V νομική σκέψη, ευθύνονται προσωπικά σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, αν έχουν διαπράξει αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία (άρθρα 71, 914 επ. Α.Κ), όπως ιστορείται, τουλάχιστον, στην ένδικη αγωγή από την ενάγουσα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων της ενάγουσας και της τρίτης εναγομένης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία έχει ως αντικείμενο εργασιών την εκτέλεση, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, αερομεταφορών προσώπων και εμπορευμάτων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού και είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (International Αir Transport Association – ΙΑΤΑ). Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία είχε ως αντικείμενο εργασιών την πρακτόρευση αερομεταφορέων, δια της πώλησης των εισιτηρίων αυτών και τη διοργάνωση αεροπορικών ταξιδιών για λογαριασμό πελατών της. Δυνάμει της από 5-8-2011 «Σύμβασης Πρακτορείας Πωλήσεων προς επιβάτες», που συνάφθηκε μεταξύ της «ΙΑΤΑ», ενεργούσας για λογαριασμό όλων των μελών της, συμπεριλαμβανομένων της ενάγουσας εταιρίας και της ως άνω πρώτης εναγομένης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «…………..», η τελευταία ανέλαβε την πρακτόρευση της πρώτης και συγκεκριμένα τη διαμεσολάβηση κατά την πώληση αεροπορικών εισιτηρίων αυτής (ενάγουσας) προς το επιβατικό κοινό,  εισπράττοντας την καθαρή αξία των πωληθέντων εισιτηρίων, πλέον των αναλογούντων φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων επί του τιμήματος αυτών, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας, την οποία (αξία) απέδιδε ακολούθως στην τελευταία, αφού κρατούσε τη συμφωνηθείσα  προμήθεια. Πιο συγκεκριμένα, ως προς την έκδοση των αεροπορικών εισιτηρίων, η ΙΑΤΑ έχει οργανώσει ανά χώρα, για λογαριασμό των μελών της αεροπορικών εταιριών, ένα ηλεκτρονικό σύστημα κεντρικής διάθεσης των τίτλων μεταφοράς, λογιστικής παρακολούθησης και είσπραξης των χρημάτων που ανήκουν στις επιμέρους αεροπορικές εταιρίες, το λεγόμενο «Billing and Settlement Plan» ή «BSP» (Πρόγραμμα Τιμολόγησης και Διακανονισμού»). Σύμφωνα, δε, με το πρόγραμμα αυτό, η πρώτη εναγόμενη εταιρία, αλλά και κάθε άλλος, συνεργαζόμενος με την ΙΑΤΑ πράκτορας προέβαινε για τους πελάτες του σε κρατήσεις αεροπορικών εισιτηρίων, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος κρατήσεων (CRS), με αυτόματη καταχώρηση των κρατήσεων αυτών στο αρχείο της, ενώ, κατά την έκδοση των εισιτηρίων, τα ήδη καταχωρημένα στο σύστημα CRS στοιχεία διαβιβάζονταν στο ανωτέρω «Πρόγραμμα Τιμολόγησης και Διακανονισμού» (BSP) της ΙΑΤΑ υπέρ της ενάγουσας. Η πρώτη εναγόμενη είχε επιπλέον αναλάβει την υποχρέωση να πωλεί στους πελάτες της τα εκδοθέντα με τον ως άνω τρόπο εισιτήρια της ενάγουσας, έναντι εισπράξεως από αυτούς της αξίας τους, πλέον φόρων και λοιπών τελών και ακολούθως να την αποδίδει, στην ενάγουσα α) έως την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη όσον αφορά τις εισπράξεις του πρώτου δεκαπενθημέρου του ίδιου μήνα και β) έως την 15η  ημέρα κάθε μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη όσον αφορά τις εισπράξεις του τελευταίου δεκαπενθημέρου του προηγούμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου είχε γίνει η έκδοση – πώληση των  εισιτηρίων, οπότε και επακολουθούσε (δυο φορές κάθε μήνα) η εκκαθάριση του λογαριασμού και η απόδοση σ’ αυτήν της συμφωνημένης προμήθειας – αμοιβής της (σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 824 κανονισμό της ΙΑΤΑ, ο οποίος είναι δεσμευτικός για τα συμβαλλόμενα μέρη και τον όρο 2.1α της ως άνω από 5-8-2011 σύμβασης). Τα χρηματικά ποσά δε που εισέπραττε (η πρώτη εναγομένη), αποτελούσαν, σύμφωνα με τον όρο 7.2 της μεταξύ αυτής και της ενάγουσας ως άνω σύμβασης, περιουσία της τελευταίας (αερομεταφορέα) και η πρώτη εναγομένη (πράκτορας) τα κρατούσε, ως θεματοφύλακας, μέχρι το διακανονισμό. Η μεταξύ των διαδίκων εταιριών συνεργασία λειτούργησε ομαλά, κατά τα συμφωνηθέντα, για διάστημα περίπου τριών ετών. Κατά το χρονικό διάστημα όμως από 1-6-2014 έως 30-6-2014 η πρώτη εναγομένη εξέδωσε στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας τα εισιτήρια που αναφέρονται στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα καταστάσεις της αντίστοιχης περιόδου (στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, αναγράφονται αναλυτικά η αξία αυτών, η ημερομηνία έκδοσης, οι τυχόν επιβαρύνσεις και εκπτώσεις, καθώς και η προμήθεια της πρώτης εναγομένης και το τελικό καταβλητέο στην ενάγουσα ποσό), συνολικού ποσού, αφαιρούμενων των προμηθειών της ενάγουσας, 364.198,78 ευρώ (ήτοι α) 326.652,73 ευρώ για το διάστημα από 1 έως 15 Ιουνίου 2014, το οποίο ήταν καταβλητέο το αργότερο στις 2-7-2014 και β) 37.546,05 ευρώ για το διάστημα από 16 έως 30 Ιουνίου 2014, το οποίο ήταν καταβλητέο το αργότερο στις 16 Ιουλίου 2014), το οποίο οι νόμιμοι εκπρόσωποι και διοικούντες την πρώτη εναγόμενη, ενεργώντας υπό την άνω ιδιότητά τους και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα, αν και το εισέπραξαν στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας, παρά την πάροδο της κατά τα άνω εκάστοτε δήλης ημέρας καταβολής των επιμέρους ποσών αυτού στην ενάγουσα και τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας προς την πρώτη εναγόμενη, δεν το απέδωσαν σ’ αυτήν, ως όφειλαν, κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες. Ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη εταιρία, λόγω μη καταβολής οφειλομένων ποσών σε αεροπορικές εταιρίες όπως η ενάγουσα, κηρύχθηκε έκπτωτη (default) από την ΙΑΤΑ και κατέπεσε η εγγυητική επιστολή της προς την τελευταία, η οποία επιμέρισε την εγγυητική επιστολή αναλογικά σε όλες τις αεροπορικές εταιρίες μέλη της, συμπεριλαμβανομένης της ενάγουσας. Με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα έλαβε αναλογικά, έναντι της ένδικης οφειλής της πρώτης εναγομένης, το ποσό των 58.017,37 ευρώ και απέμεινε να λάβει το αιτούμενο με την αγωγή υπόλοιπο ποσό (364.198,78 – 58.017,37) 306.181,41 ευρώ, στο οποίο περιορίστηκε η περιουσιακή ζημία της για τα άνω πωληθέντα εισιτήριά της και το οποίο η πρώτη εναγόμενη αρνείται να της καταβάλει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Το ύψος της άνω οφειλής δεν αμφισβητείται από τους δεύτερο έως και πέμπτο των εναγομένων.  Οι εκκαλούντες δεύτερος και πέμπτος εξ αυτών, πέραν των ισχυρισμών τους ότι δεν είχαν γνώση και ανάμιξη επί των λογιστικών θεμάτων, της ταμειακής κατάστασης και των οικονομικών εκκρεμοτήτων της πρώτης εναγομένης και επιπλέον του ισχυρισμού του πέμπτου εναγόμενου ότι δεν υπήρξε ποτέ ο ίδιος «εν τοις πράγμασι» νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης (ισχυρισμούς τους οποίους δεν δέχθηκε η εκκαλουμένη και με τους οποίους θα ασχοληθεί το Δικαστήριο τούτο στη συνέχεια), υποστηρίζουν ότι η μη καταβολή των επίμαχων ποσών δεν έγινε από δόλο, αλλά οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας, συνιστάμενο σε σοβαρή ταμειακή δυσχέρεια της πρώτης εναγομένης. Η οικονομική δυσχέρεια, όμως, δεν συνιστά εύλογη αιτία μη καταβολής των οφειλομένων, ούτε, πολύ περισσότερο, γεγονός ανωτέρας βίας και δεν αίρει την αδικοπρακτική ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσώπων (Α.Π 1080/2001, Α.Π. 96/1989, Εφ.Αθ. 281/2019, Εφ.Θεσ. 1689/2011, Εφ. Πατρ. 1112/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 2149/2018, αδημ, Εφ.Πειρ. 435/2018, www.efeteio-peir.gr.). Άλλωστε, τα ως άνω χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν  στην ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε,  αποτελούν εισπράξεις που έγιναν στο όνομα και για λογαριασμό της, χωρίς δικαίωμα των εκκαλούντων εναγομένων να κάνουν χρήση αυτών για οποιαδήποτε αιτία, αλλά με υποχρέωσή τους να τα αποδώσουν σε εκείνη ως μόνη δικαιούχο. Πιο συγκεκριμένα, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, ο δεύτερος εναγόμενος κατά τον επίδικο χρόνο τύγχανε πρόεδρος του Δ.Σ, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, σύμφωνα με το από 4-12-2013 πρακτικό της γενικής της συνέλευσης, που καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο στις 14-1-2014 και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο με αριθμό 470/21-1-2014 Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε & Γ.Ε.ΜΗ.), στο οποίο αναφέρεται πως αυτός δεσμεύει την εταιρία με μόνη την υπογραφή του, συμμετείχε δε ενεργά στη διοίκηση του νομικού της προσώπου. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η με το άνω πρακτικό προς αυτόν εντολή και πληρεξουσιότητα δέσμευσης και εκπροσώπησης της πρώτης εναγομένης εταιρίας ήταν τυπική και χωρίς δικαίωμα να διαχειρίζεται από μόνος του τα διαθέσιμα κεφάλαιά της σε τράπεζες, ότι ο ίδιος ουδέποτε εμφανίστηκε σε εκπροσώπους της ενάγουσας ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, ότι δεν είχε γνώση και ανάμιξη επί των λογιστικών θεμάτων και των οικονομικών εκκρεμοτήτων της τελευταίας που διεκπεραιώνονταν ολοκληρωτικά από τους τότε υπαλλήλους της λογιστικής υπηρεσίας της και ότι δεν είχε πρόθεση να ιδιοποιηθεί παράνομα για λογαριασμό του ή της πρώτης εναγομένης εταιρίας τα επίδικα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά της ενάγουσας, με συνέπεια, σε κάθε περίπτωση, να μη συντρέχει στο πρόσωπό του και το απαραίτητο για την αδικοπραξία υποκειμενικό στοιχείο του δόλου παράνομης ιδιοποίησης αυτών. Πλην όμως οι άνω ισχυρισμοί του δεν αποδεικνύονται, αντίθετα αποδεικνύεται ότι αυτός συμμετείχε ενεργά στη διοίκηση του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρίας, μη εξαιρουμένων των αποφάσεων για τη διαχείριση των διαθεσίμων κεφαλαίων της και ότι υπό την ιδιότητά του αυτή ενήργησε υπαίτια με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα η τελευταία τα άνω χρηματικά ποσά που εισέπραξε στο όνομα της ενάγουσας στα πλαίσια της άνω σύμβασης πρακτορείας. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο από την αναλυτική και εμπεριστατωμένη σχετική κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας ……….., η οποία, επικαλούμενη σε μεγάλο βαθμό  ιδίαν αντίληψη για τα επίδικα ως άνω πραγματικά περιστατικά, ως οικονομική διευθύντρια του ομίλου της «…….», μέλη της οποίας είναι η ενάγουσα και οι εταιρίες «……», «…….» και «…………», κατέθεσε ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν σύμφωνα με το καταστατικό ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ότι γνώριζε όλες τις υποθέσεις της και τη διαδικασία στις πωλήσεις των εισιτηρίων που γινόντουσαν κατά 99% διαδικτυακά και περαιτέρω ότι αυτός είχε έρθει από τη Γερμανία ως ειδικός στα αεροπορικά ώστε να αναλάβει τη διοίκηση της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ότι είχε πολύ ενεργό ρόλο στη διοίκηση αυτής καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της και της συνεργασίας της με την ενάγουσα, που διήρκεσε από το έτος 2011 μέχρι τον Ιούνιο του 2014 που προέκυψε το πρόβλημα με το χρέος, ότι αυτός συμμετείχε και στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2014 με εκπροσώπους του ομίλου της ενάγουσας για να πάρει η τελευταία πίσω τα χρήματά της και ότι οι τελευταίοι αλλά και η άνω μάρτυρας προσωπικά είχαν συνέχεια τηλεφωνική επικοινωνία στα γερμανικά, και όταν ήταν και άλλοι παρόντες στα αγγλικά, και με αυτόν και με τον πέμπτο εναγόμενο ως νόμιμους εκπροσώπους της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι τους διαβεβαίωναν συνέχεια ότι τα χρήματα υπάρχουν, θα τα πληρώσουν και να μην ανησυχούν, αλλά στο τέλος δεν πλήρωσαν. Η κατάθεση της άνω μάρτυρος δεν αναιρείται από άλλο στοιχείο, αντίθετα ενισχύεται από την κατάθεση της μάρτυρος της τρίτης εναγομένης ……………., η οποία – υπό την ιδιότητα της υπαλλήλου στο τμήμα μάρκετινγκ της πρώτης εναγομένης από τον Απρίλιο του 2011 έως τις 7-8-2015 που όλοι οι εργαζόμενοι στην πρώτη εναγόμενη, μη εξαιρουμένης της τρίτης εναγομένης, προέβησαν σε επίσχεση εργασίας γιατί ήταν απλήρωτοι – κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι ο δεύτερος εναγόμενος, που ήταν μέσα στο Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης και διέμενε κυρίως στο εξωτερικό, συμμετείχε στη διοίκησή της, από πλευράς του ότι όλα τα συμβόλαια του τα μετέφραζαν και του τα έστελναν ηλεκτρονικά και τα υπέγραφε. Περαιτέρω, όσον αφορά στον πέμπτο εναγόμενο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο ίδιος υποστήριξε πρωτόδικα, όσο και με την κρινόμενη έφεσή του (δεύτερο λόγο της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο) ότι ποτέ δεν υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, ή μέλος του Δ.Σ. αυτής, ούτε του είχαν ανατεθεί τέτοια καθήκοντα με εξουσιοδότηση των μελών του, αλλά ήταν απλός υπάλληλος αυτής, ασχολούμενος με τις δημόσιες σχέσεις της, όπως προκύπτει από τη σχετική από 26-3-2010 ατομική σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης που προσκόμισε. Πλην όμως αποδείχθηκε ότι αυτός, παρόλο που δεν μετείχε στο Δ.Σ της πρώτης εναγομένης, εντούτοις ενεργούσε στην πραγματικότητα ως νόμιμος εκπρόσωπός της, έχοντας, από κοινού με το δεύτερο εναγόμενο την ουσιαστική διοίκηση και διαχείριση αυτής και της περιουσίας της, όπως συνάγεται εκ του ότι εμφανιζόταν στους εκπροσώπους της ενάγουσας ως νόμιμος εκπρόσωπός της πριν και μετά την κατάρτιση της άνω εμπορικής συμφωνίας, διαπραγματεύονταν με αυτούς και γενικά συναλλάσσονταν για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, γεγονός που προκύπτει από σωρεία στοιχείων (μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα). Ειδικότερα, η άνω μάρτυρας της ενάγουσας ………….., η οποία ως εκ της προαναφερθείσας ιδιότητάς της είχε άμεση γνώση του λογιστηρίου και των υποθέσεων της ενάγουσας, κατέθεσε χαρακτηριστικά ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι ο νούμερο ένα υπεύθυνος και εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης προς τα έξω ήταν ο πέμπτος εναγόμενος, ότι αυτός τη διοικούσε, έκανε τις προσλήψεις και τα επιχειρηματικά σχέδια και εμφανιζόταν σε όλες τις συμφωνίες και στις πωλήσεις για λογαριασμό της και δήλωνε και ήταν στην πραγματικότητα υπεύθυνος αυτής, ότι με αυτόν συνομιλούσαν για τα ζητήματα της πρώτης εναγομένης ήδη από το 2011 που έγινε η σύμβαση της τελευταίας με την ΙΑΤΑ, ότι υπό την ιδιότητά του αυτή πήγαν και τον είδαν στη συνάντηση που έγινε τον Ιούνιο του 2014 στο γραφείο του, όταν είχαν ακουστεί στην αγορά φήμες ότι η πρώτη εναγόμενη μπορεί και να μην πληρώσει το χρέος της προς τις αεροπορικές εταιρίες, το οποίο ανέρχονταν για ένα μήνα προς τον όμιλο της ενάγουσας σε 3.000.000,00 ευρώ, για όλες τις αεροπορικές εταιρίες στην Ελλάδα σε 13.000.000,00 ευρώ και μαζί με την Αγγλία και τη Γερμανία σε 45.000.000,00 ευρώ, ότι τα χρήματα αυτά τα έχει εισπράξει ο πέμπτος εναγόμενος και δεν τα έχει αποδώσει, εξ’ ου και κάνει πολυτελέστατη ζωή ακόμα και σήμερα, κυκλοφορεί με 30 αυτοκίνητα Ferrari, κάτι που δεν είναι και πολύ συνηθισμένο, ενώ το διάστημα που έκαναν τις διαπραγματεύσεις για την απόδοση στην ενάγουσα των χρημάτων των εισιτηρίων της που της οφείλονταν, το μοναδικό ακίνητο που υπήρχε στην περιουσία της πρώτης εναγομένης μεταβιβάστηκε σε μια βουλγάρικη εταιρία, για την οποία «εντελώς συμπτωματικά» νόμιμος εκπρόσωπος ήταν η μητέρα του πέμπτου εναγομένου. Η άνω κατάθεση δεν αναιρείται από άλλο στοιχείο, αντίθετα ενισχύεται από την κατάθεση της μάρτυρος της τρίτης εναγομένης ………., η οποία, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά της ως υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης στο τμήμα μάρκετινγκ, η οποία μάλιστα προσλήφθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την τρίτη εναγόμενη και συνυπηρέτησε με αυτήν καθ’ όλο το διάστημα που η τελευταία εργάστηκε στην πρώτη εναγόμενη, κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι ο πέμπτος εναγόμενος (…………) ήταν ο ιδιοκτήτης και αυτός που ασκούσε πραγματικά τη διοίκηση και εκπροσωπούσε την πρώτη εναγόμενη, ότι αυτός προσέλαβε την ίδια και ήταν το αφεντικό της και ότι καμία πληρωμή δεν γινόταν από το λογιστήριο της πρώτης εναγομένης χωρίς γραπτή εντολή της διοίκησης. Η άνω κατάθεση ενισχύεται έτι περαιτέρω από  πληθώρα  δημοσιευμάτων του έντυπου και του ηλεκτρονικού τύπου (π.χ. έντυπη εφημερίδα «……..» της 29-6-2014, Οικονομικά, σ. 3, έντυπη εφημερίδα «…….» της 29-6-2014, σ.σ. 30-33, έντυπο περιοδικό «…………» No 45 της 29-9-2016, ηλεκτρονικές εφημερίδες,………. της 12-3-2015, σ. 1-6,  ………………/8-7-2014, p. 1-5, ………..της 28-1-2015, p. 1-5, …………… 1-4), στα οποία o πέμπτος εναγόμενος …….. εμφανίζεται ως Πρόεδρος και ιδρυτής της πρώτης εναγομένης και γενικά το κεντρικό πρόσωπο αυτής και ως τέτοιο δίνει συνεντεύξεις, φωτογραφίζεται μαζί με διάσημα πρόσωπα και φέρεται να προσφέρει εισιτήρια της εταιρίας αυτής για φιλανθρωπικούς σκοπούς, χαρακτηριζόμενος ως ο «…………….». Το γεγονός δε ότι, όπως αναφέρει στην έφεσή του, ανέλαβε από τον Οκτώβριο του 2012, καθήκοντα Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου της «………..», μητρικής εταιρίας του ομίλου «……………», είναι ενισχυτικό της θέσης του ως «εν τοις πράγμασι» εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρίας, αντίθετα με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει. Μετά ταύτα αποδεικνύεται ότι οι δεύτερος και πέμπτος των εναγομένων, ενώ γνώριζαν, ως καταστατικός και εν τοις πράγμασι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης αντίστοιχα, ότι τα εισπραχθέντα στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας ποσά ως αντίτιμο από τα άνω πωληθέντα εισιτήρια δεν ανήκαν στην εταιρία τους, η οποία είχε την ιδιότητα του θεματοφύλακα, κατά τα προαναφερθέντα, αλλά ανήκαν στην ενάγουσα και έπρεπε με βάση την ως άνω σύμβαση πρακτορείας να αποδοθούν στην τελευταία α) οι εισπράξεις του πρώτου 15ημέρου κάθε ημερολογιακού μήνα την τελευταία ημέρα του μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη και β) οι εισπράξεις του τελευταίου 15ημέρου κάθε μήνα την 15η ημέρα του επομένου μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη, αφού αφαιρούνταν η συμφωνηθείσα προμήθεια της πρώτης εναγομένης, εντούτοις, κατά τη συμφωνηθείσα άνω δήλη ημέρα πληρωμής τους, δεν απέδωσαν στην ενάγουσα τα άνω ποσά, μετ’ αφαίρεση της προμηθείας της πρώτης εναγομένης, αλλά τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα για λογαριασμό της. Η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των δευτέρου και πέμπτου των εναγομένων, η οποία στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης [άρθρο 375 παρ. 2-1 του προϊσχύοντος Π.Κ. (Π.Δ. 283/1985] κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί περιουσιακή ζημία στη δικαιούχο ενάγουσα συνολικού ποσού 306.181,41 ευρώ, όσο δηλαδή και το σύνολο του μη αποδοθέντος τιμήματος των εισιτηρίων της, το οποίο  παρακράτησαν αυτοί για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, παρότι ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προαναφέρθηκαν, στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη τους, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, για την αποκατάσταση της ως άνω ζημίας που προκάλεσαν παράνομα και υπαίτια στην ενάγουσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ο ισχυρισμός τους ότι δεν ενθυλάκωσαν το άνω  χρηματικό ποσό σε προσωπικό τους λογαριασμό και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί επιρροή για τη στοιχειοθέτηση της σχετικής αδικοπραξίας εκ μέρους τους ως εκπροσώπων και διαχειριστών της πρώτης εναγομένης εταιρίας, καθώς αρκεί η ιδιοποίησή τους και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ανεξάρτητα αν τα ως άνω ποσά σώζονται ή χρησιμοποιήθηκαν για κάλυψη άλλων υποχρεώσεων της τελευταίας ή των ανωτέρω εκκαλούντων, αφού δεν είχαν δικαίωμα να πράξουν κάτι τέτοιο, διότι τα χρήματα αυτά δεν τους ανήκαν.

Εξάλλου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς αυτούς, η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων, ναι μεν συμμετείχαν στο Δ.Σ της πρώτης εναγομένης εταιρίας, αλλά η συμμετοχή τους ήταν τυπική και δεν είχαν ενεργό ρόλο στη διοίκησή της. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η τρίτη εναγόμενη ήταν απλή υπάλληλος της πρώτης εναγομένης και δεν είχε στην πραγματικότητα καμία αποφασιστική αρμοδιότητα στη διοίκηση. Η ίδια είχε προσληφθεί το έτος 2011, εργαζόταν στο λογιστήριο και διεκπεραίωνε τις εισπράξεις και τις πληρωμές της πρώτης εναγομένης εταιρίας κατόπιν έγγραφης εντολής των διοικούντων, χωρίς να υπογράψει ποτέ κάποιο έγγραφο στο οποίο να φαίνεται ότι εκπροσωπεί την εταιρία αυτή. Και ναι μεν, σύμφωνα με το προαναφερθέν από 4-12-2013 νόμιμα δημοσιευμένο πρακτικό της γενικής συνέλευσης της πρώτης εναγομένης, η τρίτη εναγόμενη είχε οριστεί αντιπρόεδρος του Δ.Σ. και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου, αυτός θα αναπληρωνόταν από εκείνη, η οποία, δρώντας ατομικά, θα δέσμευε την εταιρία στις περιπτώσεις αυτές με μόνη την υπογραφή της, πλην όμως η προβλεπόμενη αυτή συμμετοχή της, που διήρκεσε μέχρι την παραίτησή της στις 30-6-2014 (βλ. σχετ. το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγομένης που δημοσιεύτηκε νόμιμα – Φ.Ε.Κ. 9767/19-9-2014 /Τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε & Γ.Ε.ΜΗ.), ήταν εντελώς τυπική, χωρίς καμία αποφασιστική αρμοδιότητα και εξουσία. Συγκεκριμένα, η τρίτη εναγόμενη διεκπεραίωνε απλώς εντολές των δευτέρου και πέμπτου των εναγομένων, χωρίς να έχει ουσιαστική εξουσία να εκπροσωπήσει και να δεσμεύσει την πρώτη εναγόμενη εταιρία, δέχθηκε δε την προταθείσα αυτή τυπική συμμετοχή της στο Δ.Σ. προφανώς από φόβο μήπως χάσει την εργασία της. Δεν αποτελεί δε λογικά και νομικά απροσμάχητη απόδειξη της ενεργούς συμμετοχής της στη διοίκηση της πρώτης εναγομένης το ότι επίσπευσε πλειστηριασμό σε βάρος ακινήτου του πέμπτου εναγομένου (διαμερίσματος 110 τμ, με ανοιχτό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου σε πυλωτή 20 τμ), στον οποίον στις 29-7-2013 αναδείχθηκε πλειοδότρια η πρώτη εναγόμενη, η οποία στις 31-10-2014 μεταβίβασε το ακίνητο αυτό λόγω πώλησης σε βουλγαρική εταιρία, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος και μόνη μέτοχος ήταν η μητέρα του πέμπτου εναγομένου ……………., ενόψει του ότι η πρώτη εναγόμενη εργοδότριά της στερούνταν ακίνητης περιουσίας και καθυστερούσε δεδουλευμένες αποδοχές της και είναι εύλογο αυτή να επιδιώξει να εισπράξει αναγκαστικά τα χρήματα που της οφείλονταν από τον πέμπτο εναγόμενο που είχε στην κυριότητά του το άνω ακίνητο, χωρίς να την ενδιαφέρει σε ποιόν θα κατέληγε περαιτέρω το ακίνητο αυτό. Ούτε ακόμη είναι παράδοξο που αυτή υπέκυψε στις πιέσεις του ουσιαστικού εργοδότη της και εν τοις πράγμασι νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης πέμπτου εναγομένου και ανέλαβε από 21-1-2014 για τυπικούς λόγους αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας αυτής (αφού προηγουμένως αυτός της παρέστησε ότι δήθεν χρειάζονταν η συμμετοχή της στο Δ.Σ. προκειμένου μόνο να συμπληρωθεί ο ελάχιστος αριθμός των μελών του), καθότι αυτή, ως απλή υπάλληλος, ουσιαστικά υποχρεώθηκε να αναλάβει τη θέση αυτή για να μη χάσει τη δουλειά της, χωρίς να καταφέρει να αντιληφθεί έγκαιρα ότι με την άνω μεθόδευση ο πέμπτος εναγόμενος στην πραγματικότητα επιδίωκε να αποκρύψει την άνω πραγματική του ιδιότητα ως εν τοις πράγμασι νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρίας και να αποσείσει τις σχετικές ευθύνες του έναντι των δανειστών της. Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο τέταρτος εναγόμενος – ο οποίος είναι πατέρας του πέμπτου εναγομένου και αντικατέστησε τη δεύτερη εναγόμενη στο Δ.Σ, ως αντιπρόεδρος, όταν αυτή παραιτήθηκε από τη θέση αυτή στις 30-6-2014 (βλ. σχετ. το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο με αριθμό 9767/19-9-2014 Φ.Ε.Κ. / Τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε & Γ.Ε.ΜΗ.) – δεν είχε και αυτός παρά τυπική συμμετοχή στη διοίκηση και εκπροσώπηση της πρώτης εναγομένης εταιρίας, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (χρόνια καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια, με οξυγονοθεραπεία κατ’ οίκο), αλλά τοποθετήθηκε και αυτός στη διοίκηση, με πρωτοβουλία του πέμπτου εναγομένου, για λόγους τυπικούς, χωρίς να μετέχει στην ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των λοιπών εναγομένων (δεύτερου και πέμπτου). Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις συγκλίνουσες σχετικές καταθέσεις των άνω μαρτύρων της ενάγουσας και της τρίτης εναγομένης ……… και ………. αντίστοιχα και δεν αναιρούνται κατά τρόπο πείθοντα από αντίθετο στοιχείο. Ειδικότερα, η άνω μάρτυρας της ενάγουσας κατέθεσε για την τρίτη εναγόμενη ότι, πέραν του ότι είναι νόμιμος εκπρόσωπος όπως προκύπτει από τα έγγραφα, δεν γνωρίζει γι’ αυτήν κάτι άλλο και για τον τέταρτο εναγόμενο . …… ότι δεν γνωρίζει να διοικούσε αυτός την πρώτη εναγόμενη ή να είχε κάποιον ενεργό ρόλο σ’ αυτήν, ή να μιλούσε εμπορικά ο γενικός διευθυντής της «…….» με αυτόν ή την τρίτη εναγόμενη. Επίσης, η άνω μάρτυρας της τρίτης εναγομένης κατέθεσε για την τελευταία ότι δεν ήταν μέτοχος αλλά απλή υπάλληλος στην πρώτη εναγόμενη, συγκεκριμένα ήταν στο λογιστήριο και διαχειριζόταν καθημερινά θέματα, πληρωμές χωρίς να έχει κάποιες ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ότι απ’ όσο γνωρίζει σε κάποια φάση ζητήθηκε από την τρίτη εναγόμενη να μπει μέσα στο ΔΣ και από προσωπικές συζητήσεις που είχε μαζί της δεν είχε και δυνατότητα να αρνηθεί γιατί σε τέτοια περίπτωση φαντάζονταν ότι θα έχανε τη δουλειά της, ότι όσο η τρίτη εναγόμενη ήταν στο ΔΣ δεν μετείχε σε καμία απόφαση ούτε στις συμφωνίες που γίνονταν και δεν λειτουργούσε πέραν των γραπτών εντολών της διοίκησης, ακόμα και όταν απουσίαζε ή κωλυόταν ο δεύτερος εναγόμενος και ότι ο πέμπτος εναγόμενος δεν ήταν ένας απλός υπάλληλος, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της πρώτης εναγομένης αλλά ιδιοκτήτης της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με παρόμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν αναφορικά με την αποδιδόμενη στους δεύτερο έως και πέμπτο των εναγομένων αδικοπρακτική ευθύνη και ακολούθως, αφού απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς τους δεύτερο και πέμπτο των εναγομένων και τους υποχρέωσε να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 306.181,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τα αιτούμενα με την αγωγή, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί λόγοι των εφέσεων της ενάγουσας και των δευτέρου και πέμπτου των εναγομένων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ’ ουσία οι Α, Β και Γ εφέσεις κατά το άνω μέρος τους που έγιναν τυπικά δεκτές (ήτοι, η Α’ έφεση ως προς όλους τους εφεσίβλητους και οι Β’ και Γ’ εφέσεις ως προς την πρώτη εφεσίβλητη) και να καταδικαστεί ο εκκαλών σε κάθε έφεση, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των αμέσως ανωτέρω εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), έξοδα που θα οριστούν χωριστά για κάθε εφεσίβλητο, λόγω της ξεχωριστής νομικής του παράστασης (Α.Π. 21/2020, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πατρ. 432/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 556/1965, Νο.Β. 1966, 505). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ εκάστου, τα οποία κατέβαλαν οι εκκαλούντες σε κάθε έφεση, όπως προκύπτει από τα με κωδικούς ………, ……….. και ………. e-παράβολα άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα αντίστοιχα ηλεκτρονικά αποδεικτικά πληρωμής, που προσαρτώνται στις εκθέσεις κατάθεσης των άνω εφέσεων (άρθρο  495 παρ. 3 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό Α, Β και Γ’ εφέσεις.

Απορρίπτει τις Β’ και Γ’ εφέσεις ως απαράδεκτες ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά την Α’ έφεση ως προς όλους τους εφεσίβλητους και τις Β’ και Γ’ εφέσεις ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Απορρίπτει τις άνω εφέσεις κατ’ ουσία κατά το άνω μέρος που έγιναν τυπικά δεκτές.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα σε κάθε έφεση στα δικαστικά έξοδα των αμέσως ανωτέρω εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ για κάθε εφεσίβλητο.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αναφερομένων στο σκεπτικό e-παραβόλων άσκησης των Α, Β και Γ εφέσεων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ εκάστου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  23 Σεπτεμβρίου 2021 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Ελένης Τσίτου, στις 8 Οκτωβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ