Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 500/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  500/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :

Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε  από   τον πληρεξούσιο  δικηγόρο της Πολυχρόνη Περιβολάρη.         

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Κοφινά

Η εφεσίβλητη  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13-12-2018 και με αριθ. εκθ. καταθ. ………./2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2601/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη  και ήδη εκκαλούσα με την από 10-10-2019 και με αριθ. εκθ. καταθ. ………/2019 έφεση, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε  δικάσιμος η 5-3-2020 οπότε αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 21-5-2020 και προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την άνω αναφερόμενη δικάσιμο με την με αριθμό 54/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, προέδρου εφετών Σπυριδούλας Μακρή, δυνάμει του άρθρου 21 του ν. 4786/2021-φεκ Α 43/23-3-2021, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020).

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας εταιρίας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η δικηγόρος της εφεσίβλητης παραστάθηκε με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου, η με  αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./10-10-2019 και προσδιορ. ………/22-10-2019, έφεση  κατά της 2601/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε στις 23-7-2019, κατόπιν συζήτησης της από 5-12-2018 αγωγής της εφεσίβλητης εταιρίας, με την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων. Ενόψει του ότι η έφεση  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα  άρθρα 495,  511, 513, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, μέσα στην προθεσμία των δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης,  δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ούτε άλλωστε και οι διάδικοι  επικαλούνται   επίδοση αυτής, κατατέθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3Αβ ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522 και 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη με την αγωγή της όπως εκτιμήθηκε το περιεχόμενό της από το Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι εδρεύει στην ……… Αττικής και έχει τη σημερινή μορφή της κατόπιν μετατροπής από Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………….» σε Ομόρρυθμη Εταιρία με την επωνυμία «…………..», με βάση την ……../21-12-2015 συμβολαιογραφική πράξη, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με κακ ……….., ότι έχει ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τον γενικό εφοδιασμό πλοίων με μηχανήματα και αναλώσιμα είδη. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο έως και τον Οκτώβριο έτους 2016 μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», καταρτίσθηκαν στον Πειραιά διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα πώλησε τα υλικά που περιγράφονται κατά είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, στα τιμολόγια που ενσωματώνονται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο, συνολικής αξίας 71.300,64 ευρώ, και παρέδωσε αυτά στο φ/γ πλοίο «ΝIII», το οποίο  ανήκε κατά το ως άνω  διάστημα στην  αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία και τελούσε υπό τη διαχείριση της εταιρίας με την επωνυμία «………………….». Ότι κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων πώλησης, η πλοιοκτήτρια εταιρία εκπροσωπείτο από την άνω  διαχειρίστρια η οποία ενήργησε κατ’ αυτές ως αντιπρόσωπος, στο όνομα και για λογαριασμό, της πρώτης. Ότι το τίμημα κάθε μιας  των συμβάσεων πώλησης πιστώθηκε για αόριστο χρόνο ενώ μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνήθηκε ότι ο προσδιορισμός της χρονικής διάρκειας της πίστωσης θα γινόταν σε μεταγενέστερο χρόνο από την ενάγουσα, σύμφωνα με την πρακτική που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της μακροχρόνιας εμπορικής συνεργασίας τους. Ότι ακολούθως και περί τους πρώτους μήνες του 2017 όχλησε την εναγομένη η οποία στο μεταξύ απέκτησε το πλοίο λόγω  πώλησής του από την προαναφερόμενη πλοιοκτήτρια, στις δε 23-5-2017 απέστειλε σ’ αυτήν ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο της γνωστοποιούσε την καρτέλα που τηρούσε  και στην οποία αναλύονταν το υπόλοιπο της οφειλής από τον εφοδιασμό του πλοίου, ότι στη συνέχεια και κατόπιν  τηλεφωνικών συνομιλιών με την ίδια διαχειρίστρια της νέας πλοιοκτήτριας, συμφωνήθηκε η εξόφληση των οφειλόμενων ποσών να γίνει μέχρι την 31-08-2017 και ότι μετά την άπρακτη παρέλευση του χρόνου της πίστωσης, κατόπιν αιτήματος της εναγομένης – αντισυμβαλλομένης της, παρατάθηκε η προθεσμία πληρωμής του μέχρι την 31-12-2017, πλην  όμως  το οφειλόμενο ποσό δεν εξοφλήθηκε και εξακολουθεί η εναγομένη να το οφείλει. Με το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα με βάση κυρίως τις διατάξεις της πώλησης σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 479 και 211 Α.Κ., επικουρικά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητά να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 71.300,64 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 01-01-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, όπως το κύριο αγωγικό αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτά με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση της ενάγουσας με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ). Η εναγομένη προέβαλε ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, έλλειψης ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης καθώς και παραγραφής των ένδικων αξιώσεων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή ως ορισμένη, νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εναγομένης και αναγνώρισε την οφειλή της τελευταίας προς την ενάγουσα, ποσού 71.300,64 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 01-01-2018 έως την εξόφληση. Ήδη με την κρινόμενη έφεσή της η εναγομένη και με  λόγους τους ανωτέρω ισχυρισμούς της, πλην εκείνου που αφορούσε την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, ζητά την αποδοχή της με το σκοπό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Ι. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία πράγματι συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή, δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ώστε, αν δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, στοιχείο  που ερευνάται  και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ, αν εκτίθενται αλλά δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,  η δε απόκρουση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση της εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 75/2018,  ΑΠ 1157/2017,  ΑΠ 772/2014, ΑΠ 1383/2010, ΕφΔωδ 134/2017 ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΘεσσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΠειρ 525/2015 και 151/2000 Νομος και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920). Ειδικότερα στην περίπτωση  που ο αντίδικος του ενάγοντος «αρνείται» είτε γενικά είτε ειδικά και αιτιολογημένα τη νομιμοποίηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ένσταση ελλείψεως ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης» (ΑΠ 1318/2007 ΝοΒ 2008.175, ΑΠ 1308/2004 ΧρΙΔ 2005.235, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339· ΕφΑθ 1854/2009 Νομος, 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528) αλλά για αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κατά συνέπεια ο ενάγων φέρει το βάρος απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού του, σύμφωνα με το άρθρο 338 παρ.1 ΚΠολΔ.

ΙΙ.  Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ (σε συνδ με 591 παρ.1 ΚΠολΔ) η αγωγή για να είναι ορισμένη, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, θα πρέπει να περιέχει: α. σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β. ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ. ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντα από νομική και ουσιαστική άποψη (άρθρα 106, 108 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό, να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις (άρθρο 224 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση δε που πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση οφειλής από την μη καταβολή του τιμήματος  πώλησης, όπως στην κρινόμενη υπόθεση,  στοιχεία της βάσης της τα οποία  ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 513 επ. Α.Κ. α) η κατάρτιση της οικείας σύμβασης, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) η τιμή των πωληθέντων πραγμάτων. Τα στοιχεία αυτά εμπεριέχονται με πληρότητα και σαφήνεια στην υπό κρίση αγωγή και  συγκεκριμένα εκτίθεται στο δικόγραφό της και σύμφωνα με τους εμπεριεχόμενους σ’ αυτό ισχυρισμούς της ενάγουσας,  ότι  κατά το χρονικό διάστημα  Απρίλιο με Οκτώβριο 2016 καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εφοδίων μεταξύ της ίδιας που εδρεύει στη ………. και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας που έχει εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, η οποία ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της  κυρίας  του πλοίου εταιρίας,  ότι τα πωληθέντα εφόδια που περιγράφονται στα ενσωματωμένα και αποτελούντα ενιαίο κείμενο με την αγωγή τιμολόγια,  παραδόθηκαν στο πλοίο που ανήκε κατά τον ένδικο χρόνο  στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……..» και στη συνέχεια πωλήθηκε στην εναγομένη και τέλος, τη συνολική αξία  αυτών. Επομένως αφού η ενάγουσα ιστορεί στο αγωγικό δικόγραφο τα αναγκαία για τη θεμελίωση της ένδικης αξίωσής της σε βάρος της εναγόμενης εταιρίας, στοιχεία, σύμφωνα με τα αναλυόμενα ανωτέρω και με στοιχ. ΙΙ, θα πρέπει ο σχετικός πρώτος  λόγος της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης, με τον οποίον παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε ως αόριστη την ένδικη αγωγή,  να απορριφθεί  ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Θα πρέπει να επισημανθεί ως προς τον  δεύτερο λόγο της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα-εναγομένη παραπονείται για την απόρριψη της ένστασης που προέβαλε πρωτοδίκως περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, ότι, όπως εκτιμάται ορθά από το Δικαστήριο,  ο λόγος αυτός συνιστά παράπονο της εκκαλούσας περί την εσφαλμένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων η οποία οδήγησε στην αποδοχή της αγωγής και ειδικά της ευθύνης της (εναγομένης) για τα ένδικα τιμολόγια. Η αγωγή κατά τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν σε βάρος της εναγομένης είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην με στοιχ. Ι σκέψη και επομένως το αν πράγματι αυτή υπέχει  ευθύνη για την εξόφληση των ένδικων τιμολογίων, θα ερευνηθεί  κατά την εκτίμηση των προσκομισθεισών από την ενάγουσα  αποδείξεων, καθώς η τελευταία, ενόψει της άρνησης της εναγομένης περί της εν λόγω ευθύνης της, έχει το βάρος απόδειξής της.

ΙΙΙ.     Με την εμπεριεχόμενη στις  διατάξεις του άρθρου 479 ΑΚ ρύθμιση σύμφωνα με την οποία : «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει», ιδρύεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ και δημιουργείται παθητική σ’ ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, ο οποίος ευθύνεται όχι απεριορίστως, αλλά μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων (ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32 433, ΕφΠειρ 702/1994 ΕλλΔνη 36 677). Ο κατά τα άνω  περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ένστασης αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της εναντίον του  αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (βλ. ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Συνέπεια όλων των προαναφερθέντων είναι ότι, εφόσον ο αποκτών περιουσία ή επιχείρηση προσλαμβάνει τη θέση του σ’  ολόκληρον υπόχρεου, μπορεί, κατ` επιλογή του ενάγοντος δανειστού, να εναχθεί είτε αυτοτελώς είτε συγχρόνως με τον μεταβιβάζοντα είτε διαδοχικά  και δεν μπορεί  να προβάλει ενστάσεις κατά του αποκτώντος που αφορούν τη σχέση του με αυτόν που μεταβίβασε (ΕφΠειρ 618/2003 δημ. στην τνπ Νόμος). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 451/2012, ΑΠ 910/2010, 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕΠ 545/2015, ΕΠ 94/2011, δημ. σε ΤΝΠ Nόμος). Στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από  την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής ( ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕΠ 726/2010, δημ. σε ΤΝΠ Nόμος). Ως «επιχείρηση» μάλιστα  η ελληνική νομολογία θεωρεί  και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο ( ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕΠ 545/2015, ΕΠ 372/2014, ΕΠ 207/2011, ΕΠ 726/2010, δημ. σε ΤΝΠ Νόμος),  δεδομένου  μάλιστα του ότι  συνηθέστατος τρόπος  εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (ΕΠ 726/2010 ό.π.)

Από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β ΑΚ   και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά  την 17.12.2009 (άρθρο 28) και με βάση το άρθρο 2 έχει οικουμενική εφαρμογή κατά την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι το εάν ο αποκτών από άλλον περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο καθίσταται συνυπόχρεος με τον μεταβιβάζοντα για χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης διέπεται, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα και αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα προς την έννομη σχέση. Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται o τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων και προκειμένου περί νομικών προσώπων, η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι κατ’ αρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού, το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (πρβλ. υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης Ρώμης 1980: ΑΠ 1908/2008 δημ. σε ΤΝΠ Nόμος, ΕΠ 676/2013 ΕΝΔ 2013, 409, ΕΠ 23/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011, 715).

Από την εκτίμηση των νόμιμα με επίκληση προσκομισθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων  και συγκεκριμένα των με αριθμούς  …../11.02.2019 και …../11.02.2019 ενόρκων βεβαιώσεων του …………. και της ………….. τις οποίες προσάγει με επίκληση η ενάγουσα και λήφθηκαν με επιμέλειά της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (σχετ. η με  αριθ. ………./14.12.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………), με την επισήμανση α] ότι επιτρέπεται αυτές να ληφθούν υπόψη κατά το άρθρο 394 παρ. 1 εδ. δ ΚΠολΔ προς απόδειξη των ένδικων συμβάσεων πωλήσεως οι οποίες έχουν εμπορικό χαρακτήρα αλλά και η κάθε μία υπολείπεται του ορίου του άρθρου 393 παρ. 1 ΚΠολΔ των 30.000 ευρώ   β] ότι μετά την κατάργηση της παρ.3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ, ο ……………. δεν θεωρείται πλέον εξαιρετέος μάρτυρας και γ] ότι η εναγομένη-εκκαλούσα δεν εξέτασε μάρτυρες,  σε συνδυασμό με  όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια,  μεταξύ των οποίων το από 05-10-2016 έγγραφο που προσάγει η εναγομένη σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, του συνολικού κειμένου του μνημονίου συμφωνίας  το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (ΑΠ 1627/2010 ΤΝΠ Nόμος) τα οποία  εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο αλλά και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο και με όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει  στη …………… και δραστηριοποιείται στην  εμπορία ναυτιλιακών ειδών και γενικών εφοδίων πλοίων, μετατράπηκε σε ομόρρυθμη εταιρία με την με αριθμό …/21-12-2015 πράξη μετατροπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ομόρρυθμη εταιρία της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., η οποία  καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. στις 28-12-2015, με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης  ……….., ενώ διαχειρίστριες και νόμιμες εκπρόσωποί της είναι οι δύο εταίροι, ……..και ………….  Αντίστοιχα η εναγόμενη εταιρία εδρεύει στο Δήμο  Πειραιά και ιδρύθηκε στις 24-11-2016 σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 959/1979 «περί ναυτικής εταιρείας» και έχει καταχωρηθεί στα βιβλία του Μητρώου Ναυτικών Εταιριών με αριθμό 4934, εκπροσωπείται δε νόμιμα από τον ………. που φέρει την ιδιότητα του Προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου  και την …………… που φέρει την ιδιότητα του αντιπροέδρου και γραμματέα του δ.σ., ενεργούντες από κοινού ή χωριστά (σχετ. το από 29-1-2019 και με α.π. 2212.3-1/4934/04/4804/2019 έγγραφο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής).   Η ναυτική αυτή εταιρία απέκτησε με αγορά το φ/γ πλοίο «NIII» με αριθμό ΙΜO …..  και ΔΔΣ …… δυνάμει του από 05-12-2016 συμφωνητικού πώλησης (Μ.Ο.Α. – Memorandum of Agreement) που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας με την επωνυμία «………………» το οποίο και νηολογήθηκε υπό ελληνική σημαία. Το μεταβιβασθέν πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μη διαδίκου πωλήτριας  εταιρίας, γεγονός που δεν το αρνείται η εναγομένη αγοράστρια εταιρία η οποία ως αποκτήσασα το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας ευθύνεται για τα χρέη αυτού, μέχρι την αξία του. Η  γνώση  δε της εναγομένης αγοράστριας του πλοίου ότι κατά τον χρόνο σύναψης του συμφωνητικού αγοραπωλησίας (ΜΟΑ)  αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας εταιρίας, συνάγεται από το γεγονός ότι αμφότερες οι συμβληθείσες εταιρίες είχαν κοινό νόμιμο εκπρόσωπο τον ……………… και επομένως η γνώση του τελευταίου για την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση κάθε μιας εταιρίας που εκπροσωπούσε, συνιστούσε και γνώση των νομικών προσώπων που αυτός αντιπροσώπευε, των δυο ως άνω εταιριών,  σε κάθε δε περίπτωση οι ίδιες ως άνω εταιρίες όπως και η διαχειρίστρια του πλοίου που παρέμεινε η ίδια και μετά την πώληση, της οποίας επίσης νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο  ……………..,  ανήκαν στα επιχειρηματικά συμφέροντα του τελευταίου και της οικογένειάς του οι οποίοι και τα διαχειρίζονταν από την πραγματική έδρα όλης της ναυτιλιακής δραστηριότητάς τους στην οδό ………… στον Πειραιά (σχετ. το προαναφερόμενο έγγραφο καθώς και το από 9-4-2019 με α.π. 2212-2-1/2168/25876/2019 έγγραφο του ίδιου Υπουργείου σε συνδυασμό με το ΜΟΑ όπου υπογράφει ο ………. ως νόμιμος εκπρόσωπος της «………………»).  Επομένως και σύμφωνα με την με στοιχ. ΙΙΙ σκέψη, η εναγομένη ενέχεται σ’ ολόκληρον  με την πωλήτρια του πλοίου εταιρία για τα χρέη της τελευταίας, που είχαν γεννηθεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης του πλοίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 479 και 481 ΑΚ.  Συγκεκριμένα  σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά το έτος 2016 μεταξύ της ενάγουσας, υπό την νέα εταιρική μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας, και της προηγούμενης πλοιοκτήτριας   που είχε συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας και  είχε  εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, και των Ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009, και 4150/2013, δυνάμει της Κ.Υ.Α. 1241.2168/13/22437/28.04.1995 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 106/τ.ΑΠΣ/11.05.1995 και 167/τ.ΑΠΣ/29.08.2005) και η οποία εκπροσωπείτο από την διαχειρίστρια εταιρία «………………….», που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης, κατά το χρονικό διάστημα από τις 13-07-2016 έως τις 08-12-2016, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο πλοίο «NIII» τα υλικά που περιγράφονται, κατά είδος, ποσότητα, και τιμή μονάδος, στα  αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή τιμολόγια με αριθμούς 22521 έως 22546, 22555 έως 22567, 22606 έως 22628, συνολικής αξίας (3.503,52 + 2.896,57 + 1.353,50 + 2.466,60 + 1.301,78 + 584,80 + 858,40 + 856,14 + 2.618,28 + 1.377,70 + 200,26 + 737,55 + 1.169,59 + 762,17 + 1.540,61 + 64,94 + 181,96 + 557,10 + 663,23 + 417,83 + 759,16 + 759,96 + 178,67 + 2.258,05 + 362,23 + 3.856,54 + 1.586,07 + 1.451,92 + 1.541,77 + 1.009,22 + 614,08 + 36,58 + 3.642,21 + 1.040,54 + 705,06 + 1.118 + 492,40 + 2.317,37 + 1.471,66 + 1.242,56 + 1.170,38 + 1.694,12 + 784,93 + 1.266,06 + 726,58 + 1.742,65 + 2.523,69 + 1.090,72 + 108,60 + 517,18 + 767,89 + 214,06 + 1.292,30 + 1.000,40 + 1.071,82 + 173,28 + 829,62 + 725,37 + 1.003,26 + 336,68 + 599,91 + 1.104,56 =) 71.300,64 ευρώ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αντικρούεται  από το γεγονός ότι τα τιμολόγια εκδόθηκαν από την ενάγουσα σε χρέωση της διαχειρίστριας εταιρίας, καθ’ υπόδειξη της τελευταίας, συνεκτιμωμένου ότι όλες οι αναφερόμενες εταιρίες στην πραγματικότητα ανήκαν στα ίδια φυσικά πρόσωπα που ασκούσαν τη δραστηριότητά τους μέσω αυτών οι οποίες, και οι τρείς, είχαν κοινό  νόμιμο εκπρόσωπο  και επομένως η διαχειρίστρια εταιρία,   η οποία παρέμεινε η ίδια μετά την πώληση και μεταβίβαση του πλοίου ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εκάστοτε πλοιοκτήτριας του πλοίου. Η δε  ένδικη αξίωση της ενάγουσας  από τα ανεξόφλητα τιμολόγια πώλησης κατά της  εναγομένης διέπεται, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το ελληνικό δίκαιο το οποίο είναι εφαρμοστέο σύμφωνα με την με στοιχ. ΙΙΙ  σκέψη,  αφού με βάση το σύνολο των ειδικών συνθηκών με αυτό το δίκαιο  συνδέεται στενότερα η εν λόγω σχέση και επομένως το ελληνικό δίκαιο  αρμόζει σ’ αυτήν με βάση την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β`Α.Κ. και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι). Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης των ένδικων διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων που είναι κατά τα ως άνω αποδειχθέντα ο Πειραιάς  ακόμα και για  τα νομικά πρόσωπα των πλοιοκτητριών (πωλήτρια και αγοράστρια)  αφού ο Πειραιάς είναι η πραγματική τους έδρα παρά την διαφορετική  καταστατική έδρα αυτών.  Δεν διέπεται  δε η άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου, όπως αναλύθηκε στην ίδια ως άνω σκέψη,  από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η  υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι κατ’ αρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού, το αγγλικό  δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη και αφορά αποκλειστικά τις μεταξύ τους σχέσεις  και ειδικά την  ερμηνεία και εφαρμογή της σύμβασης  πώλησης του πλοίου και μόνο, χωρίς να μπορεί να προταθεί κατά της μη συμβληθείσας στην σύμβαση αυτή, ενάγουσας εταιρίας  (ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ Nόμος, ΕΠ 676/2013 ΕΝΔ 2013, 409, ΕΠ 23/2011 Ι ΕπισκΕμπΔ 2011, 715). Επομένως και ενόψει όλων αυτών ορθά ερμηνεύοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση με αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), όσον αφορά την ευθύνη της εναγομένης για την εξόφληση των ένδικων τιμολογίων με βάση τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ. δηλαδή του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου,  και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα εναγόμενη με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσής της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα .

Από τα ίδια άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μεταξύ της ενάγουσας και των πλοιοκτητριών και διαχειρίστριας του πλοίου, οι οποίες όπως αναφέρθηκε ανήκουν στα ίδια φυσικά πρόσωπα, υπήρχε μακροχρόνια συνεργασία και στο πλαίσιο αυτής η ενάγουσα εξέδωσε τα τιμολόγια με ημερομηνία πληρωμής την αναγραφόμενη σ’ αυτά ως ημερομηνία παράδοσης των πωλουμένων εφοδίων, ωστόσο χορηγούσε πίστωση λίγων μηνών στην αντισυμβαλλομένη της προς εξόφλησή τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση λίγους μήνες μετά την έκδοση και του τελευταίου από τα ένδικα τιμολόγια, με αριθμό ……./8-12-2016, η ενάγουσα όχλησε  την εναγομένη και στις 23-5-2017 της απέστειλε με ηλεκτρονικό μήνυμα την καρτέλα που διατηρούσε και ανέγραφε τα οφειλόμενα ποσά. Η εναγομένη δια της αντιπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρίας,  ζήτησε προθεσμία για την εξόφλησή τους και συμφωνήθηκε με την ενάγουσα η εξόφληση να γίνει το αργότερο με το τέλος του θέρους 2017, όταν δε παρήλθε άπρακτη η  συμφωνηθείσα προθεσμία, επανήλθε και επικαλούμενη έλλειψη ρευστότητας ζήτησε νέα προθεσμία μέχρι το τέλος του έτους 2017,  αίτημα που έγινε δεκτό από την ενάγουσα.  Οι εν λόγω συμφωνίες μεταξύ των αντιδίκων μερών συνιστούν από μέρους της εναγομένης αναγνώριση της οφειλής της και συνεπώς η αρξάμενη την 1-1-2017 ενιαύσια παραγραφή των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας  με βάση τα άρθρα 289 αριθμ. 3 ΚΙΝΔ και 251 Α.Κ. που εφαρμόζεται συμπληρωματικά  στην παραγραφή αξιώσεων με βάση τον ΚΙΝΔ, διακόπηκε σύμφωνα με το άρθρο 260 Α.Κ. και άρχισε εκ νέου την 1-1-2018 για να διακοπεί και πάλι με την άσκηση της αγωγής (άρθρο 261 Α.Κ.),  η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 14-12-2018 σύμφωνα με την ……./14-12-2018 έκθεση επίδοσης  της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας, μέσα στην ενιαύσια προθεσμία παραγραφής. Επομένως ορθά εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση και απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων ο οποίος επαναφέρεται από την εναγομένη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της ο οποίος κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ορθά εφαρμόζοντας περαιτέρω το ίδιο Δικαστήριο το νόμο, στήριξε την κρίση του  στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε η ενάγουσα οι οποίες επιβεβαιώνουν τις συμφωνίες των διαδίκων για τον καθορισμό προθεσμίας εξόφλησης των ένδικων τιμολογίων  αν και σ’ αυτά αναγράφεται η ημέρα παράδοσης ως ημέρα εξόφλησης, χωρίς να υφίσταται κώλυμα εκ του άρθρου 393 παρ. 2 ΚΠολΔ αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης.  Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγομένη παραπονείται για την αποδοχή της αγωγής από την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά βάσιμης κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων είναι ομοίως απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και αυτό διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και το παρόν, δεν στήριξε την κρίση του μόνο στη συναχθείσα ομολογία των αγωγικών ισχυρισμών από την έλλειψη σαφούς άρνησής τους από την  εναγομένη σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ αλλά από την εκτίμηση του συνόλου των ενώπιον του προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων  και ιδίως αυτών  που προσκόμισε η ενάγουσα προς απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής της   και ειδικά τις ένορκες βεβαιώσεις,  οι οποίες δεν αντικρούονται από αντίθετα αποδεικτικά μέσα αφού, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η εναγομένη δεν εξέτασε μάρτυρες.   Εξάλλου η εναγομένη ουδόλως αμφισβήτησε κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία το περιεχόμενο των ένδικων τιμολογίων ως προς την περιγραφή των πωληθέντων εφοδίων κατά παράβασή της, εκ του ως άνω άρθρου, 261 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το καθήκον αληθείας (άρθρο 116 ΚΠολΔ), υποχρέωσής της να απαντά με ειλικρίνεια στους ισχυρισμούς της αντιδίκου της. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της αρνείται τα πωληθέντα εφόδια ωστόσο δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο προς υποστήριξη της άρνησής της αυτής αντίθετα, όπως ήδη επισημάνθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ένδικων αξιώσεων στηρίζεται ιδίως στις ένορκες βεβαιώσεις προσώπων που είχαν άμεση γνώση της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα .

Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα, θα πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας σε βάρος της εκκαλούσας – εναγομένης που ηττήθηκε στη δίκη αυτή κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος της τελευταίας και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), τέλος δε, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο δημόσιο ταμείο, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με  αριθμ. εκθ. καταθ. ………/10-10-2019 και προσδιορ. ………../22-10-2019, έφεση  κατά της 2601/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία και παρουσία  των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας και τα ορίζει σε  χίλια πεντακόσια  (1.500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του ………… ηλεκτρονικού παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά στις 8 Οκτωβρίου 2021.

    Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ