Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 452/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 452/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Παναγιώτη Ποσνακίδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αλεξάνδρα Ασουρματζιάν με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και 2) ανώνυμης εταιρείας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ελένη Καϊτανίδου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε κατά της πρώτης εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26.2.2015 αγωγή της, με Γ.Α.Κ. …/2015 και με Αριθμό Κατάθεσης …/2015. Αντίστοιχα, η δεύτερη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του αμέσως παραπάνω Δικαστηρίου, την από 29.9.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πιο πάνω εναγόμενης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας αντιμωλία διαδίκων με την τακτική διαδικασία την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, εξέδωσε την 1643/2020 οριστική απόφαση, με την οποία δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε την αγωγή.

Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 19.6.2020, με Γ.Α.Κ. …../2020 και με Ε.Α.Κ. …./2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.6.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 7.7.2020 με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παραπάνω διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 19.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…………..” κατά της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “………..” και της υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…………..” προς εξαφάνιση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων 1643/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) που απέρριψε την από 26.2.2015 αγωγή της πρώτης κατά της δεύτερης, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 5.6.2020 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή …………… στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα αντίγραφο της εκκαλούμενης) και αυτή άσκησε την ένδικη έφεση στις 29.6.2020. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειωτέον ότι παραδεκτά αυτή στρέφεται και κατά της πρωτοδίκως απλής προσθέτως παρεμβαίνουσας και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, καθώς ναι μεν η έφεση του καθ’ ου η παρέμβαση επί ασκηθείσας πρωτοδίκως απλής πρόσθετης παρέμβασης δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, γιατί τότε η ισχύς της απόφασης δεν εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις του παρεμβάντος προς τον αντίδικό του (ΑΠ 1630/1998, ΑρχΝομ 2000, σελ. 501, ΑΠ 499/1981, ΝοΒ 1982, σελ. 55, ΕφΑθ 1595/2007, ΑρχΝομ 2007, σελ. 294), πλην όμως εξαιρείται η περίπτωση που η έφεση βάλλει και κατά της παραδοχής της παρέμβασης με την εκκαλούμενη απόφαση (ΕφΑθ 7812/1980, ΝοΒ 1981, σελ. 559, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, 2018, άρθρο 517, σελ. 799), όπως συμβαίνει στην υπό κρίση έφεση. Τέλος, σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ένδικου μέσου, η εκκαλούσα έχει καταθέσει κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Αβ’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ………….. e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. τα συνημμένα στην έκθεση κατάθεσης αντίγραφο του ως άνω e- παράβολου και την από 27.6.2020 απόδειξης συναλλαγής της Eurobank).

Με την από 26.2.2015 (με Γ.Α.Κ. …/2015 και Ε.Α.Κ. …./2015) αγωγή της η ενάγουσα εταιρία χρηματοδοτικών μισθώσεων υποστήριξε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../20-09-2005 Σύμβασης Γενικών Όρων Συνάψεως Χρηματοδοτικών Μισθώσεων, μετά των πρόσθετων όρων, των τροποποιήσεων αυτής και του υπ’ αριθ. ………./05-03-2009 παραρτήματος της, εκμίσθωσε χρηματοδοτικά με σύμβαση αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης (sale and lease back) στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “……………” (πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσα) και της παρέδωσε με αντιφώνηση της νομής αφού πρώτα αγόρασε από αυτή, τον λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αγωγή κινητό ιατρικό εξοπλισμό, καθαρής αξίας 150.000 ευρώ, του οποίου τυγχάνει κυρία και νομέας, με τους ειδικότερους όρους που περιέχονται στη σχετική σύμβαση και έναντι αρχικού μηνιαίου μισθώματος 837,21 ευρώ πλέον ΦΠΑ, όπως στη συνέχεια αυτό θα αναπροσαρμοζόταν, σε σύνολο εβδομήντα δύο μισθωμάτων κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα. Ότι με το άρθρο 20 των παραπάνω συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης (Γενικοί Όροι Χρηματοδοτικών Μισθώσεων) συμφωνήθηκε ότι ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, πριν λήξει η συμφωνημένη διάρκειά της, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση καθυστερήσεως της εξοφλήσεως οποιουδήποτε ποσού του χρέους από τον μισθωτή για πάνω από τριάντα ημέρες, στην περίπτωση δε της καταγγελίας, η ενάγουσα θα είχε το δικαίωμα να αφαιρέσει με δαπάνη του μισθωτή το μίσθιο, οπουδήποτε κι αν αυτό βρισκόταν και να επιδιώξει την είσπραξη όλων των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων μέχρι την καταγγελία της σύμβασης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Ότι στη συνέχεια, με βάση την από 30.3.2009 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (υπ’ αριθ. Πρωτ. ……), σύμφωνα με το ν. 3156/2003, δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος …, αριθμός …..) εκχωρήθηκαν και μεταβιβάσθηκαν στην εταιρία με την επωνυμία “…………………..”, με τη διαδικασία του ως άνω νόμου (τιτλοποίηση), όλες οι απαιτήσεις της ενάγουσας, εκ του προαναφερόμενου παραρτήματος της ως άνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, ενώ περαιτέρω συνήφθη ανάμεσα στην εκπροσωπούμενη από την ενάγουσα, εταιρία “…………………..” και την πιο πάνω χρηματοδοτική μισθώτρια η από 26.10.2010 πρόσθετη πράξη σύμβασης, με την οποία τροποποιήθηκαν τα άρθρα 3 και 4 της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης (η διάρκεια του ως άνω παραρτήματος επεκτάθηκε ως την 4.3.2015 και τα μισθώματα αναμορφώθηκαν, ενώ μέτρο αναφοράς ορίσθηκε το EURIBOR τριμήνου). Ότι η ως άνω τροποποίηση συνήφθη από την ενάγουσα, στην οποία είχε ανατεθεί από τον εκδοχέα η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων λόγω εκχώρησης απαιτήσεων, δυνάμει σχετικής σύμβασης που καταρτίσθηκε στις 26.1.2009 και καταχωρήθηκε στο ίδιο ως άνω βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος ….., αριθμός ……….). Ότι ήδη όλες οι ως άνω αναφερόμενες απαιτήσεις της εκμισθώτριας εκ της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης έχουν εκχωρηθεί και αναμεταβιβασθεί εκ νέου στην ενάγουσα (αποτιτλοποιήθηκαν), όπως προκύπτει από το από 3.12.2014 πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αντίγραφο από το καταχωρηθέν στα βιβλία του ν. 2844/2000, τόμος .., α.α. …, αρ. Πρωτ. ….-25.1.2011, ημερομηνία αποχαρακτηρισμού 25.1.2011). Ότι περαιτέρω, με το από 23.7.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης σε συνδυασμό με την από 19.2.2009 τροποποίησή του, η παραπάνω μισθώτρια εταιρία (προσθέτως παρεμβαίνουσα) υπεκμίσθωσε και παρέδωσε τον ως άνω εξοπλισμό στην εναγόμενη (διάρκεια μίσθωσης από 4.11.2008 έως 3.11.2014), έναντι μηνιαίου μισθώματος 3.570 ευρώ πλέον ΦΠΑ, πληρωτέου την 1η ημέρα κάθε μήνα και καταβαλλομένων των μισθωμάτων από το δεύτερο μισθωτικό έτος και μετά. Ότι μεταξύ άλλων, στο από 9.2.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης μεταξύ της υπεκμισθώτριας (προσθέτως παρεμβαίνουσας) και μισθώτριας (εναγόμενης) ορίσθηκε ότι η αγοράστρια του εξοπλισμού εταιρία (ενάγουσα) δεν θα υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πωλήτριας-υπεκμισθώτριας που απορρέουν από την παραπάνω σύμβαση μίσθωσης και ότι συνεπώς η αγοράστρια δεν θα καταστεί εκμισθώτρια του ως άνω εξοπλισμού που έχει εκμισθωθεί, αλλά η εν λόγω μίσθωση θα εξακολουθήσει να ισχύει και να λειτουργεί αδιατάρακτα και καθόλη τη διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης ως υπομίσθωση, δεσμεύουσα την υπεκμισθώτρια και την υπομισθώτρια. Ότι ακολούθως δικαιούχος των μισθωμάτων από την παραπάνω υπομίσθωση ορίσθηκε η ενάγουσα, δυνάμει της από 5.3.2009 σύμβασης εκχώρησης λόγω ενεχύρου, που συνήφθη μεταξύ αυτής και της προσθέτως παρεμβαίνουσας και επιδόθηκε νόμιμα στην εναγόμενη στις 9.4.2009. Ότι ωστόσο, αν και η χρηματοδοτική μισθώτρια παρέλαβε ανεπιφύλακτα τον παραπάνω εξοπλισμό, όπως προκύπτει από το από 5.3.2009 Πιστοποιητικό Αποδοχής Μισθίου, υπεκμισθώνοντας και παραδίδοντάς το στη συνέχεια στην εναγόμενη, η οποία και τον παρέλαβε ανεπιφύλακτα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, αρνείτο να της καταβάλει τα ληξιπρόθεσμα μισθώματα της ως άνω συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης και του ως άνω παραρτήματός της, συνολικού ποσού (για το παράρτημα 54) 73.659,77 ευρώ που αντιστοιχεί σε μηνιαία μισθώματα από 5.4.2013 έως και 5.9.2014, κατά τα αναλυτικώς παρατιθέμενα στην αγωγή. Ότι γι’ αυτό, η ενάγουσα κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση και το παράρτημα αυτής, με το από 29.4.2014 εξώδικο έγγραφό της, το οποίο επιδόθηκε στη χρηματοδοτική μισθώτρια στις 26.9.2014, ζητώντας την παράδοση του εξοπλισμού και την έντοκη καταβολή των ανωτέρω ποσών. Ότι περαιτέρω, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της, η εναγόμενη (υπομισθώτρια) αρνήθηκε να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα από την από 23.7.2008 σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 19.2.2009, ύψους 73.659,77 ευρώ, τα οποία κατά τα ανωτέρω είχαν εκχωρηθεί στην ενάγουσα και αφορούσαν στο χρονικό διάστημα μέχρι την καταγγελία της παραπάνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και του παραρτήματός της (3.402,77 ευρώ για μέρος του μισθώματος της 1.5.2013 και 4.391,10 ευρώ για καθένα από τα μισθώματα της 1.6.2013 έως και την 1.9.2014). Ότι στη συνέχεια, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη τις από 18.11.2014 και 5.12.2014 εξώδικες διαμαρτυρίες της, με τις οποίες της γνωστοποιούσε όλα τα ανωτέρω, χορηγώντας της προθεσμία τριών ημερών για να καταβάλει τις οφειλές της, πριν προβεί εκείνη στις νόμιμες ενέργειες για την αφαίρεση του ως άνω εξοπλισμού από τα χέρια της, οι δε διαμαρτυρίες της επιδόθηκαν στην εναγόμενη στις 25.11.2014 και στις 30.12.2014 αντίστοιχα. Ότι επειδή η ως άνω σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και το υπ’ αριθ. 54 παράρτημά της έχει ήδη καταγγελθεί, η ενάγουσα έχει δικαίωμα να αφαιρέσει το μίσθιο οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, η δε εναγόμενη υπομισθώτρια παρά τις συνεχείς οχλήσεις της ενάγουσας, αρνείται να της παραδώσει τον εξοπλισμό αυτό. Ότι ακόμη η χρονική διάρκεια της σύμβασης υπομίσθωσης, την οποία είχε συνάψει η εναγόμενη με την εταιρία “…………….” έχει παρέλθει, ομοίως και η τριήμερη προθεσμία που η ενάγουσα παρείχε στην εναγόμενη για να ρυθμίσει τις προς εκείνη οφειλές της, η δε εναγόμενη γνώριζε ότι ο ιατρικός εξοπλισμός τής είχε υπεκμισθωθεί στα πλαίσια της πιο πάνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ της ενάγουσας και της υπεκμισθώτριας, οπότε η εναγόμενη προσβάλλει και αντιποιείται την κυριότητα, τη νομή και την κατοχή της ενάγουσας, από την οποία κατά τον τρόπο αυτό την έχει αποβάλλει. Ζητούσε, λοιπόν, η ενάγουσα, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωρισθεί αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του κινητού εξοπλισμού που περιγράφεται στην αγωγή, να διαταχθεί η αποβολή της εναγόμενης από τη νομή και την κατοχή και η απόδοση του εξοπλισμού αυτού από την εναγόμενη στην ενάγουσα, καθώς και από κάθε τρίτο που στηρίζει τα δικαιώματά του σε αυτήν (την εναγόμενη) ή κατέχει για λογαριασμό της. Άλλως και σε περίπτωση που δεν ανευρεθεί ο εξοπλισμός αυτός κατά την εκτέλεση της απόφασης να καταδικασθεί η εναγόμενη να καταβάλει ως αποζημίωση στην ενάγουσα το ποσό των 97.500 ευρώ που αντιστοιχεί στη σημερινή αγοραία αξία του εξοπλισμού, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, ήτοι στο 65% της αρχικής καθαρής αξίας εκάστου εκ των αναφερόμενων στην αγωγή κινητών (150.000 ευρώ x 65%= 97.500 ευρώ), λόγω της φύσης του εξοπλισμού αυτού, της συνεχούς χρήσης του από την εναγόμενη και της απαξίωσής του από την πάροδο των ετών. Περαιτέρω, στην ίδια δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “………………” (στο εξής “……………………”) άσκησε υπέρ της εναγόμενης την από 29.9.2019 (με Γ.Α.Κ. ……./2019 και Ε.Α.Κ. ………/2019) πρόσθετη παρέμβαση, όπου διελάμβανε ότι δυνάμει του από 23.7.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού εκμίσθωσε στην υπέρ ης η παρέμβαση- ενάγομενη στην κύρια αγωγή, τον επίδικο ιατρικό εξοπλισμό, με διάρκεια μισθώσεως τα έξι έτη, αρχόμενη από την ημερομηνία παραλαβής του εξοπλισμού και με δικαίωμα εξαγοράς κατά τη λήξη της μίσθωσης έναντι ποσού του ενός ευρώ και με συνολικό οφειλόμενο μίσθωμα, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, 263.644 ευρώ, καταβλητέο σε εξήντα μηνιαίες δόσεις, με πρώτη καταβολή τον Δεκέμβριο του 2010. Ότι εν συνεχεία, η προσθέτως παρεμβαίνουσα πώλησε τον επίδικο εξοπλισμό στην καθ’ ης η παρέμβαση, η οποία τον εκμίσθωσε εκ νέου σε εκείνη, με σύμβαση “sale and lease back” και συνολικό μίσθωμα 218.237,80 ευρώ, οπότε η σύμβαση μισθώσεως της προσθέτως παρεμβαίνουσας με την υπέρ ης η παρέμβαση μετετράπη σε υπομίσθωση, δυνάμει του από 19.2.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης της μίσθωσης. Ότι λόγω της σύμβασης “sale and lease back” υπεγράφη μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της καθ’ ης η παρέμβαση η από 5.3.2009 σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου απαιτήσεων και σε κάθε περίπτωση καταπιστευτικώς, δυνάμει της οποίας η πρώτη εκχώρησε προς εξασφάλιση απαιτήσεων της δεύτερης σε αυτή, τις απαιτήσεις της από την παραπάνω σύμβαση υπομίσθωσης. Ότι η καθ’ ης η παρέμβαση εσφαλμένα ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι παραμένει ανεξόφλητο το ποσό των 73.659,77 ευρώ, το οποίο όμως έχει εξοφληθεί, καθώς εκείνη προέβη σε λανθασμένο και παράνομο καταλογισμό των ποσών που εισέπραττε τόσο από τον ανοιχτό λογαριασμό της προσθέτως παρεμβαίνουσας, όσο και από τα ποσά που κατέβαλε η εναγόμενη υπομισθώτρια στον δεσμευμένο λογαριασμό της εταιρίας. Ότι δεν συντρέχει περίπτωση προσωρινής εκτελεστότητας της τυχόν απόφασης του Δικαστηρίου για απόδοση του εξοπλισμού στην ενάγουσα, καθώς δεν προκύπτει κίνδυνος βλάβης ή καταστροφής του και ότι η παρακράτηση του εξοπλισμού από την υπομισθώτρια μετά την καταγγελία της κύριας μίσθωσης από την εκμισθώτρια λόγω της επικαλούμενης καθυστέρησης μισθωμάτων δεν συνιστά αντιποίηση της κυριότητας, νομής και κατοχής και δεν δίνει δικαίωμα στην ενάγουσα να εγείρει αγωγή για αποβολή από τη νομή του εξοπλισμού αυτού. Ζητούσε, λοιπόν, με επίκληση του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, ως έχουσα άμεσο έννομο συμφέρον, να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η αγωγή της καθ’ης και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης και της προσθέτως παρεμβαίνουσας. Ειδικά σχετικά με την αγωγή, η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι “είναι απορριπτέα ως αόριστη, για το λόγο, αφενός μεν ως προς το αίτημα αυτής περί αναγνώρισης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας επί του επίδικου κινητού εξοπλισμού, η ενάγουσα δεν επικαλείται ούτε εκθέτει τυχόν έννομο συμφέρον της στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι ουδόλως αναφέρει ότι η εναγόμενη αρνείται ή αμφισβητεί την κυριότητά της επ’ αυτού, την προστασία της οποίας ζητεί δια της αιτούμενης με την αγωγή αναγνώρισής της, αφετέρου δε ως προς το αίτημα αυτής να αποβληθεί η εναγομένη από τη νομή και να διαταχθεί η απόδοσή του στην ίδια, η τελευταία δεν επικαλείται αντιποίηση της νομής επί του επιδίκου από την εναγόμενη, ούτε ότι η τελευταία επιχειρεί να αποβάλει την ενάγουσα από τη νομή της επ’ αυτού και να θεμελιώσει δική της νομή. Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, ενόψει της σαφούς και ρητής διατύπωσης των αιτημάτων της, δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως ενοχική αγωγή απόδοσης του μισθίου, ερειδόμενη στην ΑΚ 599”. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για τους λόγους που αναφέρει, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση της αγωγής και λανθασμένη εφαρμογή του νόμου, καθώς και στο νόμω αβάσιμο της πρόσθετης παρέμβασης, ζητεί να εξαφανισθεί η παραπάνω απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 26.2.2015 αγωγή σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης και να απορριφθεί η από 29.9.2019 πρόσθετη παρέμβαση της δεύτερης εφεσίβλητης υπέρ της εναγόμενης, τέλος δε να καταδικασθούν οι εφεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ι. Σε ό,τι αφορά την ασκηθείσα πρωτοδίκως από τη δεύτερη εφεσίβλητη απλή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ “Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν”. Περαιτέρω δε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 81 παρ.1 του ίδιου Κώδικα “1. Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Το δικόγραφο της παρέμβασης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο, α) αναγραφή των διαδίκων και της διαφοράς που εκκρεμεί, β) προσδιορισμό του έννομου συμφέροντος που έχει ο παρεμβαίνων στην εκκρεμή δίκη καθώς και του δικαιώματος με βάση το οποίο αντιποιείται το επίδικο, γ) σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης, καθορισμό του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου γίνεται η παρέμβαση”. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες, αντανακλαστικές συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 3/2021, Ολ. ΑΠ 17/2015, Ολ. ΑΠ 12/2013, Ολ. ΑΠ 9/2012, Ολ. ΑΠ 11/2011, Ολ. ΑΠ 14/2008 στην ΤΝΠ Νόμος). Μάλιστα από τη διάταξη του άρθρου 81 παρ.1 εδαφ. β’ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα και μάλιστα να αναφέρεται ποιες θα είναι οι εις βάρος του παρεμβαίνοντος  συνέπειες της αποφάσεως, δηλαδή του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής συνέπειας σε περίπτωση που στην κύρια δίκη νικήσει ο καθ’ ου η παρέμβαση και αντίστοιχα ηττηθεί ο υπέρ ου αυτή (βλ. ΟλΑΠ 5/2003, ΝοΒ 2003, σελ. 1400, ΑΠ 1465/20018, στην areiospagos.gr).  Η έλλειψη του έννομου συμφέροντος, συνεπάγεται την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης (Ολ. ΑΠ 5/2003, Ολ. ΑΠ 8/1998, ΑΠ 1227/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της από 29.9.2019 πρόσθετης παρέμβασης της εταιρίας “……………………” δεν προκύπτει ότι αυτή επικαλείται δικό της έννομο συμφέρον (βλ. ΑΠ 1153/1988, ΕλλΔνη 31, σελ. 84), που να δικαιολογεί την πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ της εναγόμενης υπομισθώτριας στην από 26.2.2015 αγωγή και δη δεν επικαλείται ότι από την έκβαση της δίκης στην κύρια αγωγή, αυτή απειλείται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της απόφασης ή ότι τίθενται σε διακινδύνευση τα συμφέροντά της από τις αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης, αρκείται δε στην περιγραφή των έννομων σχέσεων που συνέδεαν αυτή με την ενάγουσα και την εναγόμενη και ακολούθως υποστηρίζει ότι έχουν εξοφληθεί τα μισθώματα που είχε η ίδια συμφωνήσει να καταβάλει στην ενάγουσα δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και ότι τόσο η ίδια, όσο και η υπέρ ης η παρέμβαση-εναγόμενη δεν αντιποιούνται τη νομή της ενάγουσας, αλλά παραμένουν κάτοχοι του ιατρικού εξοπλισμού. Τα ως άνω, όμως, διαλαμβανόμενα δεν στοιχειοθετούν από μόνα τους το έννομο συμφέρον της χρηματοδοτικής μισθώτριας εταιρίας “……………………” να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης στην κύρια αγωγή, καθώς η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν διευκρινίζει ποια δική της έννομη σχέση θίγεται σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση σε βάρος της υπέρ ης η παρέμβαση εναγόμενης. Επομένως, η από 29.9.2019 πρόσθετη παρέμβαση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, όπως η προϋπόθεση αυτή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο και προηγείται της επί της ουσίας κρίσης της πρόσθετης παρέμβασης, δεδομένου ότι η εκκαλούσα πλήττει με τον υπό στοιχείο 5 λόγο της έφεσής της την επί της ουσίας παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης από την εκκαλούμενη απόφαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την παραπάνω πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτή και στη συνέχεια δέχθηκε αυτή στην ουσία της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση του παραδεκτού της, δεχόμενο ότι περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο όλα τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 81 παρ.1 του ΚΠολΔ στοιχεία, μεταξύ άλλων δε και το ειδικό έννομο συμφέρον της προσθέτως παρεμβαίνουσας να παρέμβει υπέρ της εναγόμενης στην κύρια αγωγή (βλ. ΕφΑθ 7357/1993, Δίκη 26, σελ. 635).

ΙΙ. Σε ό,τι αφορά την από 26.2.2015 αγωγή, από την εκτίμηση του δικογράφου της προκύπτει ότι σε αυτό σωρεύονται διεκδικητική αγωγή με αγωγή προστασίας από την αποβολή της νομής και αγωγή αναγνώρισης της νομής και κατοχής και όχι αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή με αγωγή προστασίας από την αποβολή της νομής. Κατά το άρθρο 1094 ΑΚ “ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος”. Τα δύο αυτά αιτήματα της διεκδικητικής αγωγής περιέχονται στην από 26.2.2015 αγωγή, οπότε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εκτίμησε ότι εισήχθη ενώπιον του αναγνωριστική και όχι διεκδικητική αγωγή, έσφαλε ως προς τη σχετική κρίση. Περαιτέρω, για να είναι πλήρης και ορισμένη η διεκδικητική αγωγή κινητού πράγματος, κατά τα άρθρα 118 εδάφ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1094 ΑΚ, πρέπει, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κυριότητα του ενάγοντος στο πράγμα και δη τον τρόπο με την οποία αυτός απέκτησε την κυριότητα, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ήτοι του κινητού πράγματος ώστε να επέρχεται εξατομίκευσή του, γ) αφαίρεση ή κατακράτηση της νομής ή κατοχής του πράγματος από τον εναγόμενο, δ) αξία του πράγματος και ε) ορισμένο αίτημα για αναγνώριση της κυριότητας και απόδοση του πράγματος (βλ. βλ. Απ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, αστικός κώδιξ V, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, σελ. 572, 573). Η μη πλήρης αναφορά των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης (ΑΠ 1279/2005), το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη και γι’ αυτό το λόγο η αοριστία του δικογράφου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΜονΕφΑιγ 54/2020 στη ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, για να είναι ορισμένη η αγωγή αποβολής από τη νομή κινητού πράγματος πρέπει να εκτίθενται ως αναγκαία στοιχεία η νομή του ενάγοντος κατά τον χρόνο της αποβολής, δηλαδή η φυσική εξουσία του με τη θέληση να είναι κύριος του πράγματος, η οποία όμως φυσική εξουσία μπορεί να ασκείται μέσω τρίτου, εφόσον έχει παραχωρηθεί η κατοχή του πράγματος σε τρίτον βάσει ορισμένης έννομης σχέσης, η περιγραφή του κινητού πράγματος ώστε να καθίσταται εξατομικευμένο, η παράνομη και χωρίς τη θέληση του νομέα αποβολή του από αυτό, η οποία μπορεί να επήλθε συνεπεία αφαιρέσεως του κινητού ή λόγω αδικαιολόγητης αρνήσεως αποδόσεως του πράγματος από τον κάτοχο (π.χ. από τον μισθωτή ή τον υπομισθωτή μετά τη λήξη της μισθώσεως) και το αίτημα της αγωγής για να την απόδοση της νομής (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 269,  Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, έκδοση 2016, σελ. 903). Στην προκειμένη περίπτωση τόσο σε ό,τι αφορά τη διεκδικητική αγωγή, όσο και σε ό,τι αφορά την αγωγή αποβολής από τη νομή περιέχονται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία θεμελίωσης τους στο από 26.2.2015 αγωγικό δικόγραφο, ιδίως δε σχετικά με το έννομο συμφέρον της ενάγουσας να ασκήσει κατά της εναγόμενης διεκδικητική αγωγή και το αντίστοιχο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής αποβολής από τη νομή διαλαμβάνεται σαφώς ότι ενώ η ενάγουσα κατήγγειλε τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των μισθωμάτων, οπότε λύθηκε η παραπάνω σύμβαση και ζήτησε από τη χρηματοδοτική μισθώτρια την απόδοση του επίδικου ιατρικού εξοπλισμού και ενώ έληξε και η σύμβαση υπομίσθωσης μεταξύ της χρηματοδοτικής μισθώτριας και της εναγόμενης υπομισθώτριας, η τελευταία κι ενώ της γνωστοποιήθηκαν τα ανωτέρω, καίτοι οχλήθηκε σχετικά, αρνείται να παραδώσει τον παραπάνω εξοπλισμό, τον οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί και αντιποιείται έτσι την κυριότητα και τη νομή αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι δεν προσδιορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο, το έννομο συμφέρον της ενάγουσας να ασκήσει αγωγή αναγνωριστική κυριότητας και αποβολής από τη νομή, έσφαλε ως προς την εκτίμηση του παραπάνω δικογράφου. Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει και κατά τα λοιπά ορισμένη και παραδεκτή, παρά τα όσα υποστήριξε η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της τόσο πρωτοδίκως όσο και στον δεύτερο βαθμό με επαναφορά του ισχυρισμού της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ ότι η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα θα έπρεπε να προσδιορίζει στην αγωγή της με ποιον τρόπο υπήρξε η επανεκχώρηση στην ίδια και ποιοι ήταν οι όροι της αναμεταβίβασης και της αποτιτλοποίησης των απαιτήσεων από την ένδικη  χρηματοδοτική μίσθωση, τις οποίες είχε εκείνη εκχωρήσει στην εταιρία “…………………..”με βάση την από 30.3.2009 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (υπ’ αριθ. Πρωτ. …), σύμφωνα με το ν. 3156/2003, δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος .., αριθμός ..). Η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι ήδη, δηλαδή κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, όλες οι ως άνω αναφερόμενες απαιτήσεις εκ της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης έχουν εκχωρηθεί και αναμεταβιβασθεί εκ νέου σε αυτή,  (αποτιτλοποιήθηκαν), όπως προκύπτει από το από 3.12.2014 πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αντίγραφο από το καταχωρηθέν στα βιβλία του ν. 2844/2000, τόμος .., α.α. ……, αρ. Πρωτ. …-25.1.2011, ημερομηνία αποχαρακτηρισμού 25.1.2011). Τα στοιχεία τα οποία παραθέτει επαρκούν για την εξατομίκευση της σύμβασης επανεκχώρησης των παραπάνω απαιτήσεων από την εταιρία “…………………..” στην ενάγουσα, με την οποία (σύμβαση) προσδιορίζεται από την ενάγουσα ο τρόπος με τον οποίο επανέκτησε και την κυριότητα του επίδικου εξοπλισμού, έτσι ώστε να δύναται η εναγόμενη, εφόσον το επιθυμεί, να αμφισβητήσει ότι έχει γίνει η επανεκχώρηση αυτή. Εξάλλου και παρά τα όσα υποστήριξε η εναγόμενη πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της στον δεύτερο βαθμό κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, η ενάγουσα αναφέρει την ημερομηνία έναρξης καταβολής των μισθωμάτων από την εταιρία “.…………..” (5.3.2009), την ημερομηνία έναρξης καταβολής των μισθωμάτων από την εναγόμενη υπομισθώτρια κατά τη σχετική σύμβαση (έναρξη μίσθωσης την 4.11.2008 και υποχρέωση καταβολής μισθώματος από το δεύτερο μισθωτικό έτος κι εφεξής), ομοίως αναφέρεται ο αριθμός των μηνιαίων μισθωμάτων που  όφειλε η χρηματοδοτική μισθώτρια να καταβάλλει στην ενάγουσα και το αντίστοιχο μηνιαίο ποσό, η εκχώρηση των οφειλόμενων από την υπομισθώτρια μισθωμάτων στην ενάγουσα και τα μισθώματα από τη χρηματοδοτική μίσθωση που παρότι κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, έμειναν ανεξόφλητα και οδήγησαν την  ενάγουσα στην καταγγελία της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Συνακόλουθα, εφόσον η αγωγή είναι καθόλα ορισμένη, πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση που έκρινε αντίθετα και να κρατηθεί η από 26.2.2015 αγωγή για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι παραδεκτά σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο, η διεκδικητική αγωγή με την αγωγή αποβολής από τη νομή (βλ. ΑΠ 1707/2008, στην areiospagos.gr, ΑΠ 973/2004, ΕλλΔνη 2005, σελ. 389) και την αναγνώριση της κατοχής.  Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 288, 361, 574, 597, 599, 947, 948, 974, 977, 980, 981, 984, 987, 998, 1000, 1094, 1097 του ΑΚ, 1, 2, 3 και 4 του ν. 1665/1986 «περί σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης», 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Σε ό,τι αφορά όμως το μερικότερο αίτημα να υποχρεωθεί σε απόδοση του επίδικου εξοπλισμού, πέραν της εναγόμενης, και κάθε τρίτος που τυχόν στηρίζει δικαιώματα του σε αυτήν ή τον κατέχει για λογαριασμό της, τούτο είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας για όσους τρίτους δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης κατά τα άρθρα 325 περ. 2 και 3 και 919 περ. 1 ΚΠολΔ, ενώ, ενώ για όσους εμπίπτουν στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας της απόφασης, είναι άνευ αντικειμένου, αφού οι ανωτέρω διατάξεις διασφαλίζουν ότι η απόφαση, που ενδεχομένως θα εκδοθεί κατά της εναγόμενης, θα εκτελεσθεί και κατά αυτών. Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα να διαταχθεί η αποβολή της εναγόμενης από τη νομή και την κατοχή του επίδικου εξοπλισμού, καθόσον αυτό δεν διατάσσεται από το Δικαστήριο, αλλά αποτελεί ζήτημα εκτέλεσης που πραγματώνεται κατά τον τρόπο που οι διατάξεις του άρθρου 941 παρ.1 ΚΠολΔ προβλέπουν. Αντίθετα, παρά τα όσα προβάλλει με τις προτάσεις της η εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη είναι επαρκώς ορισμένο και νόμιμο το επικουρικό αίτημα να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει αποζημίωση για τον επίδικο εξοπλισμό για την περίπτωση που δεν ανευρεθεί αυτός κατά την εκτέλεση της απόφασης, ποσού 97.500 ευρώ που αντιστοιχεί στη σημερινή αγοραία αξία του εξοπλισμού, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, ήτοι στο 65% της αρχικής καθαρής αξίας εκάστου εκ των αναφερόμενων στην αγωγή κινητών (150.000 ευρώ x 65%= 97.500 ευρώ), λόγω της φύσης του εξοπλισμού αυτού, της συνεχούς χρήσης του από την εναγόμενη και της απαξίωσής του από την πάροδο των ετών, είναι δε θέμα ελεύθερης απόδειξης η αξία του αντικειμένου της δίκης και δη το κατά πόσο έχει μειωθεί η αξία του επίδικου ιατρικού εξοπλισμού από τον χρόνο αγοράς του από την ενάγουσα μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ειδικότερα δε κατά το άρθρο 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος, κατά δε το άρθρο 1097 ΑΚ ο νομέας από την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητά του το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας αυτού και την απόδοση του πράγματος και επικουρικά αποζημίωση ίση προς την αξία αυτού (πράγματος) σε κάθε περίπτωση που επικαλεστεί και αποδείξει τη χειροτέρευση ή καταστροφή ή άλλη αδυναμία προς απόδοση του (ΑΠ 427/2009 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4293/2006 ΔΕΕ 2007, 679). Επιπλέον, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 στοιχ. γ΄ ΚΠολΔ, ο κύριος κινητού πράγματος δικαιούται να εγείρει διεκδικητική αγωγή με σώρευση επικουρικού αιτήματος περί καταβολής αποζημίωσης κατά τη διάταξη του άρθρου 1097 ΑΚ για την περίπτωση αδυναμίας απόδοσης του πράγματος στο στάδιο της εκτέλεσης (ΑΠ 1647/2006 ΝοΒ 2007.651, ΕφΑθ 654/2008 ΕλλΔνη 2009.616, ΜονΕφΠειρ 516/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Για τον υπολογισμό της αξίας του πράγματος λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που ασκείται η αγωγή και ειδικότερα ο χρόνος που κατατίθεται αρμοδίως το δικόγραφο αυτής (βλ. ΑΠ 932/2004, ΕλλΔνη 46, σελ. 1664). Περαιτέρω και σχετικά με την άμυνα που μπορεί να προβάλλει ο εναγόμενος διεκδικητικής αγωγής, σημειώνεται ότι αυτός δύναται να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος αν δικαιούται έναντι του ενάγοντος κυρίου, να νέμεται ή να κατέχει το πράγμα (άρθρο 1095 ΑΚ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δικαιούται να νέμεται και να κατέχει το πράγμα αποτελεί γνήσια αναβλητική ένσταση, διότι με τον ισχυρισμό αυτό ο εναγόμενος δεν αρνείται τη βάση της αγωγής, δηλαδή το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντα, αλλά αντιτάσσει ένα γεγονός που παρέχει σ΄ αυτόν δικαίωμα να διατηρεί τη νομή ή την κατοχή του πράγματος και ν΄ αρνηθεί την απόδοσή του (ΑΠ 613/2007, στην ΤΝΠ Νόμος). Το δικαίωμα του εναγόμενου για νομή ή κατοχή του επίδικου πράγματος μπορεί να στηρίζεται σε οποιαδήποτε έννομη σχέση, εμπράγματη (π.χ. επικαρπία, οίκηση, ενέχυρο) ή ενοχική (π.χ. μίσθωση, χρησιδάνειο), οικογενειακή, κληρονομική ή δημοσίου δικαίου. Πρέπει, όμως, να ισχύει έναντι του ενάγοντος κυρίου. Κατ’ ουσία, προβάλλοντας ο εναγόμενος την ένσταση του άρθρου 1095 ΑΚ ομολογεί την κυριότητα του ενάγοντα, αφού ισχυρίζεται ότι απέναντι σε αυτόν ως κύριο (“έναντι του κυρίου”) δικαιούται σε νομή ή κατοχή. Ειδικότερα, αν η εξουσία για κατοχή στηρίζεται σε ενοχικό δικαίωμα, όπως μίσθωση, πρέπει αυτό να δεσμεύει τον ενάγοντα κύριο, είτε γιατί παραχωρήθηκε από αυτόν, είτε γιατί αυτός συναίνεσε στην παραχώρησή του από μη δικαιούχο (κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 239 ΑΚ), είτε γιατί αναδέχθηκε τη δέσμευση (πρβλ. άρθρο 471 ΑΚ), είτε γιατί ο αρχικός νομέας ή κάτοχος δικαιούται απέναντι στον κύριο να παραχωρήσει περαιτέρω σε τρίτο τη νομή ή την κατοχή, όπως στην υπομίσθωση κατ’ άρθρο 593 ΑΚ, είτε γιατί ορίζεται από το νόμο (π.χ. άρθρα 614-615 ΑΚ). Την ένσταση του άρθρου 1095 ΑΚ έχει όχι μόνο αυτός που έλκει το δικαίωμά του για νομή ή κατοχή απευθείας από τον κύριο, αλλά και καθένας στον οποίο ο πρώτος παραχώρησε παραπέρα την κατοχή του πράγματος, αρκεί να μπορεί να αντιτάξει την εξουσία του απέναντι στον κύριο (“δικαιούται έναντι του κυρίου”), όπως όταν εναγόμενος δεν είναι ο μισθωτής, αλλά εκείνος που υπομίσθωσε το μίσθιο από τον μισθωτή. Αυτονόητο δε είναι ότι η έννομη σχέση από την οποία απορρέει το δικαίωμα του εναγόμενου για νομή ή κατοχή, πρέπει να ισχύει ακόμη και να είναι έγκυρη (βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, αστικός κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, V, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, σελ. 579, 580). Επιπλέον, από τον συνδυασμό των άρθρων 593, 599 παρ. 2 ΑΚ με σαφήνεια προκύπτει ότι η σχέση της υπομίσθωσης ή της παραχώρησης της χρήσης, είναι παρεπόμενη της κύριας μίσθωσης δεδομένου ότι η σχέση δημιουργείται από την σύμβαση μεταξύ του μισθωτή (ως υπεκμισθωτή) και του τρίτου (ως υπομισθωτή), ότι ως προς τον αρχικό εκμισθωτή είναι η ενοχική αυτή σχέση ξένη και επομένως δεν δημιουργεί μεταξύ των προσώπων αυτών (αρχικού εκμισθωτή και υπομισθωτή) δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ειδικότερες συνέπειες του παρεπομένου αυτού χαρακτήρα της υπομίσθωσης είναι α) ότι ο εκμισθωτής δεν ωφελείται ούτε βλάπτεται από την σύναψή της και τις ειδικότερες συμφωνίες υπεκμισθωτή-υπομισθωτή, ακόμη και στην περίπτωση που η υπομίσθωση συνάπτεται επιτρεπτώς ή και όταν συναίνεσε ο εκμισθωτής, διότι η συναίνεσή του όπου απαιτείται, λειτουργεί απλώς στις σχέσεις του με τον μισθωτή και δεν αποτελεί η υπομίσθωση κακή χρήση. Από την συναίνεσή του αυτή δεν μετατρέπεται η υπομίσθωση σε νέα κύρια μίσθωση, αφού για να επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα απαιτείται ιδιαίτερη σύμβαση στην οποία πρέπει να λάβει μέρος και ο εκμισθωτής (δηλαδή τα πρόσωπα και των δύο ενοχικών σχέσεων) και να έχει ως αντικείμενο την κατάργηση της κυρίας μίσθωσης και την αναγόρευση της υπομισθώσεως σε κυρίας μίσθωσης, οπότε πλέον ο ενοχικός δεσμός δημιουργείται μεταξύ του αρχικού εκμισθωτή και του υπομισθωτή και αποκόπτεται από αυτόν ο μισθωτής, β) ότι η διάρκεια της υπομίσθωσης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της κυρίας μίσθωσης, γ) ότι αν λήξει η κυρία μίσθωση ή λυθεί για οποιονδήποτε λόγο, λύεται και η υπομίσθωση (A.Π. 155/87 Δ/νη 29, 482, Ε.Α. 8532/1988 Αρχ. Νομ. 41, 704, όπου παραπέμπει η ΕφΘεσσαλ 3015/1999, ΑρχΝομ 2000, σελ. 288, ΕφΑθ 8532/1989, ΑρχΝομ 1990, σελ. 704). Παρακάτω, επισημαίνεται ως προς την αγωγή αποβολής από τη νομή ότι παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την εφεσίβλητη-εναγόμενη, η τυχόν παρακράτηση του ιατρικού εξοπλισμού από την εναγόμενη μετά τη φερόμενη γνωστοποίηση σε αυτή της λύσης, λόγω καταγγελίας, της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που συνεπάγεται και τη λύση της υπομίσθωσης, ή της λήξης της υπομίσθωσης, καθώς και η άρνηση, μετά την όχληση της εναγόμενης υπομισθώτριας για τους λόγους αυτούς, να αποδώσει στη νομέα ενάγουσα τον εξοπλισμό συνιστά αντιποίηση της νομής του εξοπλισμού από την εναγόμενη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 997 και 998 ΑΚ προκύπτει ότι εναντίον εκείνων που απέκτησαν την κατοχή του πράγματος από τον νομέα ως μισθωτής ή θεματοφύλακας ή με άλλη παρόμοια σχέση, όπως όταν έχει επιτραπεί από τον νομέα εκμισθωτή στον μισθωτή η υπεκμίσθωση σε τρίτον και ο τρίτος έχει καταστεί άμεσος κάτοχος, δυνάμει της σύμβασης υπομίσθωσης, ο νομέας έχει κατ’ αυτού, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, τις αγωγές για τη νομή. Προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 998 ΑΚ είναι: α) ο κάτοχος να έλαβε την κατοχή από το νομέα δυνάμει ορισμένης ενοχικής σχέσης και β) ο κάτοχος να προσέβαλε τη νομή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 984 ΑΚ, δηλαδή με αποβολή ή με διατάραξη. Αποβολή υπάρχει όταν ο κάτοχος αντιποιείται τη νομή αρνούμενος μετά τη λήξη της ενοχικής σχέσης να αποδώσει το πράγμα, εξωτερικεύοντας τη θέληση να έχει εφεξής το πράγμα όχι για το νομέα αλλά για τον εαυτό του ή για κάποιο τρίτο (ΑΠ 233/1982, ΝοΒ 30, σελ. 1273). Αντίθετα δεν αποτελεί αντιποίηση: α) Η άρνηση του κατόχου να αποδώσει το πράγμα στο νομέα, όταν δικαιολογείται από το νόμο π.χ. όταν η μίσθωση δεν έληξε, ή έληξε μεν αλλά ο μισθωτής ασκεί δικαίωμα επισχέσεως για δαπάνες που έκανε στο μίσθιο. Στις περιπτώσεις αυτές, αφού ο κάτοχος δεν εκδηλώνει πρόθεση να εξουσιάσει του λοιπού το πράγμα ως νομέας, δεν υπάρχει διαφορά περί νομής. Αν ο κάτοχος εναχθεί ο σχετικός ισχυρισμός του παραδεκτά προτείνεται ως αναπτυγμένη άρνηση της αγωγής και οδηγεί, αν αποδειχθεί αληθινός, στην απόρριψη αυτής ως αβάσιμης κατ’ ουσία. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να εγερθεί η αγωγή της αποβολής (άρθρο 987 ΑΚ), ούτε να υποβληθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά τα άρθρα 733-734 ΚΠολΔ, αλλά υπάρχει απλώς διαφορά από την έννομη σχέση (π.χ. μίσθωση) μεταξύ νομέα και κατόχου (βλ. ΟλΑΠ 104/1952, ΕΕΝ 19, σελ. 303). Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, όπως η αμφισβήτηση της λύσης της μίσθωσης εκ μέρους του μισθωτή πρέπει να δείχνει ευλογοφανής και όχι να είναι καταφανώς αστήρικτος, γιατί τότε πρόκειται για συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής (ΕΑ 1670/1978, ΝοΒ 26.1377, βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ό.π., άρθρο 982, σελ. 252). Αν αποδεικνύεται συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής, η αγωγή γίνεται δεκτή και δεν ωφελεί το μισθωτή η ρηματική απλώς αναγνώριση της νομής του ενάγοντος, εάν δεν στηρίζεται σε εύλογη αιτία και πολύ περισσότερο όταν η άρνηση απόδοσης δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε δικαιολογία (Χ.Παπαδάκης, Αγωγές απόδοσης μισθίου, έκδ.1990, σελ. 629επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα όσα εκθέτει στην αγωγή της η ενάγουσα δεν υφίσταται νόμιμη αιτία διατήρησης της κατοχής του ιατρικού εξοπλισμού από την υπομισθώτρια εναγόμενη, καθώς η σύμβαση υπομίσθωσης φέρεται να έχει λυθεί, σε κάθε δε περίπτωση να έχει λήξει. Επομένως, νομίμως σωρεύει η ενάγουσα τη διεκδικητική με την αγωγή αποβολής από τη νομή κατά της εναγόμενης. Τέλος, σχετικά με τη λειτουργία της χρηματοδοτικής μίσθωσης σημειώνονται τα εξής: Με το ν. 1665/1986 «Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης», καθιερώθηκε και στην Ελλάδα η σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing). Ειδικότερα, με την εν λόγω σύμβαση, για τη σύναψη της οποίας απαιτείται έγγραφο ως συστατικός τύπος, χωρίς να απαιτείται να είναι βέβαιης χρονολογίας ή συμβολαιογραφικό, εκτός αν πρόκειται για μίσθωση φορτηγού αυτοκινήτου, οπότε απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο, η εκμισθώτρια ανώνυμη εταιρία υποχρεούται να παραχωρεί έναντι μισθώματος τη χρήση πράγματος κινητού ή ακινήτου (ή και των δύο μαζί) που προορίζεται αποκλειστικά για την επιχείρηση ή το επάγγελμα του αντισυμβαλλομένου της, παρέχοντας στον αντισυμβαλλόμενό της συγχρόνως το δικαίωμα, είτε να αγοράσει το πράγμα, είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο. Οι συμβαλλόμενοι έχουν την ευχέρεια να ορίσουν ότι το δικαίωμα της αγοράς μπορεί να ασκηθεί και πριν από την λήξη του χρόνου της μίσθωσης. Η εν λόγω σύμβαση leasing δεν είναι απλή σύμβαση μίσθωσης, αλλά αποτελεί μία σύνθετη ή μικτή σύμβαση, η οποία περιέχει τα στοιχεία α) της σύμβασης μίσθωσης πράγματος, παραλλαγμένης όμως σε πολλά σημεία από τον τύπο που καθιερώνουν οι διατάξεις των αρ 574 επ. ΑΚ, β) της σύμβασης εντολής, γ) της σύμβασης εκχώρησης (αρ. 455 επ. ΑΚ), με την οποία η εταιρία εκχωρεί τις απαιτήσεις που έχει κατά του προμηθευτή από τη σύμβαση πώλησης στον μισθωτή, ώστε να μπορεί αυτός, ασκώντας τις σχετικές αξιώσεις ως δικαιούχος, να εξαναγκάζει τον προμηθευτή σε τήρηση των υποχρεώσεών του και δ) του συμφώνου προαίρεσης, με το οποίο παρέχεται στον μισθωτή το δικαίωμα, με μονομερή δήλωσή του, είτε να αγοράσει το πράγμα με την καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο (ΑΠ 713/2007, ΤΝΠ Νόμος). Όσον αφορά το πράγμα, με την παράδοση αυτού από τον προμηθευτή στον μισθωτή, η εκμισθώτρια αποκτά την κυριότητα και τη νομή του μέσω του μισθωτή ως αντιπροσώπου της, κατ’ άρθρο 979 ΑΚ, που την ασκεί μέσω άλλου (άρ. 980 παρ. 1 ΑΚ), δηλαδή του μισθωτή, ο οποίος έχει την κατοχή αυτού (ΕφΑθ 8345/2006, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η διάρκεια της μίσθωσης αυτής (χρηματοδοτικής) είναι πάντοτε ορισμένη και δεν μπορεί να συμφωνηθεί μικρότερη από τρία (3) έτη για τα κινητά, ο εκμισθωτής όμως έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης και πριν από την λήξη της (αρ. 3 παρ. 1 και 2 ν. 1665/1986), αν ο μισθωτής αθετήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, κυρίως δε αν περιέλθει σε υπερημερία ως προς την πληρωμή του μισθώματος. Με την καταγγελία, λύεται η χρηματοδοτική μίσθωση και ο εκμισθωτής δικαιούται, εκτός των άλλων, να αναζητήσει το πράγμα από τον μισθωτή, είτε με διεκδικητική αγωγή (άρθρο 1094 ΑΚ), είτε με την αγωγή αποβολής από τη νομή κατά τα άρθρα 984, 987 και 998 ΑΚ (αντιποίηση της νομής), είτε με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων κατά τα άρθρα 733-734 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 6173/2012, ΜονΕφΑθ 82/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 1665/1986 “αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι κινητό ή ακίνητο που αγόρασε προηγουμένως ο εκμισθωτής από τον μισθωτή. Εξαιρείται η αγορά ακινήτου από ελεύθερο επαγγελματία”. Πρόκειται για την περίπτωση της αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης, όπου ως προς τα κινητά, η επιχείρηση ή ο επαγγελματίας, έχοντας ανάγκη χρηματικής ρευστότητας, πωλεί και μεταβιβάζει κατά κυριότητα μέρος ή το σύνολο του παραγωγικού του εξοπλισμού στον εκμισθωτή, ο οποίος ακολούθως του παραχωρεί τη χρήση του αντί μισθώματος. Ο νομοθέτης έκρινε ότι και ο επιχειρηματίας που έσπευσε να αγοράσει (με δικά του χρήματα ή με πίστωση) τα πράγματα που χρειάζεται για επαγγελματική χρήση δεν πρέπει να στερηθεί τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί μέσω του θεσμού leasing. Μπορεί να πωλήσει στον εκμισθωτή το αγαθό, ώστε να λάβει το αντίστοιχο τίμημα που του χρειάζεται ως χρηματοδότηση και στη συνέχεια να το μισθώσει, οπότε θα συνεχίσει να έχει τη χρήση του και την απόλαυση αυτού, όχι όμως πια ως κύριος, αλλά ως μισθωτής. Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ της μορφής αυτής χρηματοδοτικής μίσθωσης (ονομάζεται και sale and lease back) και της κλασικής μορφής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι ότι στην τελευταία υπάρχει τριγωνική σχέση εκμισθωτή- προμηθευτή του πράγματος- μισθωτή, ενώ αντίθετα στην αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση υπάρχουν δύο μόνο πρόσωπα, αφού οι ιδιότητες του προμηθευτή και του μισθωτή συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, πέμπτη έκδοση, σελ. 38, 39). Συνεπώς στη μορφή αυτή της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης περιέχονται στοιχεία της σύμβασης πώλησης, της σύμβασης μίσθωσης και του συμφώνου προαιρέσεως, με το οποίο παρέχεται στον μισθωτή το δικαίωμα, με μονομερή δήλωσή του, είτε να αγοράσει το πράγμα με την καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο. Περαιτέρω και δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενο της ένδικης αγωγής έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, μαζί με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. προσκομιζόμενη από την ενάγουσα βεβαίωση Online πληρωμής οργανισμού από την …….. με κωδικό παραβόλου ………..), πρέπει στη συνέχεια η αγωγή να ερευνηθεί στην ουσία της.

Η πρώτη εφεσίβλητη-εναγόμενη με τις προτάσεις της αρνείται ότι αμφισβητεί την κυριότητα και τη νομή της εκκαλούσας-ενάγουσας, υποστηρίζοντας ότι κάνει χρήση του επίδικου εξοπλισμού, βάσει των δικαιωμάτων της, όπως αυτά απορρέουν από τη σύμβαση μίσθωσης με την προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία “……………………”και ότι σέβεται τα δικαιώματα της ενάγουσας επί του εν λόγω εξοπλισμού. Επίσης προβάλλει ισχυρισμό τον οποίο χαρακτηρίζει ένσταση εξοφλήσεως, όπως αυτός παραδεκτά επαναφέρεται κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ από τον πρώτο βαθμό και ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει όχι μόνο τα μισθώματα που αναφέρει στην αγωγή του ο ενάγων ως ανεξόφλητα συνολικού ποσού 73.659,77 ευρώ και αναλύονται στις μηνιαίες δόσεις του διαστήματος από 5.4.2013 έως 5.9.2014, αλλά ολόκληρο το μίσθωμα που είχαν συμφωνήσει οι συμβαλλόμενοι στη χρηματοδοτική μίσθωση ύψους 218.237,80 ευρώ και ειδικότερα ότι: 1) ποσό 44.978,96 ευρώ κατέβαλε η εταιρία “……………………” από 5.3.2009 έως και τον  μήνα Οκτώβριο του 2010, ήτοι είκοσι μηνιαία μισθώματα που αναλύονται σε α) ποσό 837,21 ευρώ πλέον ΦΠΑ για καθένα από το 1ο έως και το 12ο μίσθωμα (σύνολο 11.988,86 ευρώ) και β) ποσό 3.373,22 ευρώ πλέον ΦΠΑ για καθένα από το 13ο έως και το 20ο μίσθωμα (σύνολο 32.990,10 ευρώ), ο δε υπολογιζόμενος ΦΠΑ ανερχόταν σε 19%, 2) ποσό 104.426,50 ευρώ κατέβαλε η ίδια η εναγόμενη στον υπ’ αριθ. …………. δεσμευμένο λογαριασμό της “……………………” στην τράπεζα …, τον οποίο διαχειριζόταν μόνο η ενάγουσα και όπως το ποσό αυτό καταβλήθηκε από την εναγόμενη δυνάμει της προαναφερθείσας σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων λόγω ενεχύρου, κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2010 έως και τον Ιανουάριο του 2012, 3) ποσό 68.832,34 ευρώ εισέπραξε η ενάγουσα από την “……………………”, και ειδικότερα 64.772,10 ευρώ μέσα στο έτος 2012 και 4.060,24 ευρώ μέσα στο έτος 2013, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος (ενν. του συνόλου των μισθωμάτων), καθώς τον Ιανουάριο του 2012 η εναγόμενη κατόπιν συνεννόησης με την “……………………” σταμάτησε να καταβάλλει στον δεσμευμένο λογαριασμό της, προκειμένου να διευκολυνθεί η ίδια, που δυσκολευόταν στην εμπρόθεσμη καταβολή προς τον δεσμευμένο λογαριασμό, λόγω καθυστερήσεων στην είσπραξη των απαιτήσεών της στον ΕΟΠΥΥ. Ο παραπάνω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς με την ένδικη αγωγή δεν εισάγεται αίτημα για καταβολή μισθωμάτων κατά της εναγόμενης, ώστε να την ωφελεί η προβολή της ένστασης εξοφλήσεως κατ’ άρθρο 416 ΑΚ, αλλά κατά τα ανωτέρω εισάγονται σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποβολής από τη νομή, μαζί με αναγνώριση της κατοχής. Η εναγόμενη δεν υποστηρίζει ότι λόγω εξόφλησης όλων των συμφωνημένων μισθωμάτων η καταγγελία της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης από την ενάγουσα που επικαλέσθηκε καθυστέρηση καταβολής των μισθωμάτων τυγχάνει άκυρη, βασιζόμενη σε αναληθή αιτία και δεν επέφερε γι’ αυτό τα αποτελέσματά της, δηλαδή λύση της χρηματοδοτικής μίσθωσης και ότι στη συνέχεια ασκώντας το δικαίωμα προαιρέσεως η χρηματοδοτική μισθώτρια πέτυχε την ανανέωση της κύριας μίσθωσης ή ότι εξαγόρασε από την ενάγουσα τον μίσθιο εξοπλισμό και ακολούθως είτε προχώρησε σε ανανέωση της λήξασας υπομίσθωσης, είτε πώλησε τον εξοπλισμό στην εναγόμενη, είτε ότι για άλλη νόμιμη αιτία της παραχώρησε την κατοχή του εν λόγω εξοπλισμού, ώστε να δικαιούται η τελευταία να παρακρατήσει τα επίδικα πράγματα και να αντικρούσει έτσι τη διεκδικητική αγωγή και την αγωγή αποβολής από τη νομή. Συνεπώς και το υποβαλλόμενο από την εφεσίβλητη αίτημα επικουρικά να διαταχθεί από το παρόν Δικαστήριο η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τις καταβολές που έγιναν για την εξόφληση οφειλών από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αλυσιτελώς κι αυτό προβάλλεται και τυγχάνει απορριπτέο κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η πρώτη εφεσίβλητη-εναγόμενη υποστηρίζει ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι δήθεν εκείνη είναι υποχρεωμένη να της παραδώσει τον επίδικο ιατρικό εξοπλισμό λόγω λήξης της χρονικής διάρκειας του επίδικου παραρτήματος χρηματοδοτικής μίσθωσης, επικαλούμενη το άρθρο 599 παρ.2 ΑΚ. Ότι όπως αποδεικνύεται από το με ημερομηνία 23.7.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας “……………………” και της εναγόμενης, καθώς με το από 19.2.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης, η διάρκεια της μίσθωσης και μετέπειτα υπομίσθωσης ορίστηκε στα έξι έτη από την ημερομηνία παραλαβής του εξοπλισμού, η δε διάρκεια των έξι ετών έχει παρέλθει από το έτος 2014, χωρίς η εκκαλούσα-ενάγουσα να έχει προβάλει αντίρρηση, όπως τούτο είχε η εναγόμενη επισημάνει και πρωτοδίκως. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 611 του ΑΚ “η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται” και ότι κατά συνέπεια ο ως άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ισχυρισμός αυτός της εφεσίβλητης που κατατείνει στο να στοιχειοθετήσει ένσταση κατ’ άρθρο 1095 ΑΚ σε σχέση με τη διεκδικητική αγωγή, ήτοι ότι η εναγόμενη έχει δικαίωμα να κατέχει τον επίδικο ιατρικό εξοπλισμό λόγω ανανέωσης της σύμβασης μίσθωσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 611 ΑΚ απαραδέκτως προτείνεται με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, καθώς δεν απαντά σε ισχυρισμό που το πρώτον προτάθηκε με τις προτάσεις της εκκαλούσας-ενάγουσας, αλλά απαντά στο περιεχόμενο της αγωγής, ενώ σε σχέση με την αγωγή αποβολής από τη νομή ο ίδιος ισχυρισμός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση αυτής, η οποία όμως τυγχάνει μη νόμιμη, καθώς στη σύμβαση υπομίσθωσης υπεκμισθώτρια είναι η εταιρία “……………………” και όχι η ενάγουσα, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η μη εναντίωση της ενάγουσας ως υπεκμισθώτριας μετά τη λήξη της υπομίσθωσης έχει σαν αποτέλεσμα την ανανέωση της σύμβασης αυτής.

Παρακάτω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της εναγόμενης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ………….., όπως περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παραπάνω Δικαστηρίου, από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των μαρτυρικών καταθέσεων που έχουν δοθεί στα πλαίσια άλλων δικών (βλ. τα υπ’ αριθ. 112/15 πρακτικά Ειρηνοδικείου Πειραιά), από τις επιμελεία της εναγόμενης δοθείσες ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά ………. υπ’ αριθ. ………./9.10.2019 και ………./9.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις του ………, Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας “……………………” και του ……….., Προϊσταμένου του λογιστηρίου της εναγόμενης, κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……./4.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………… της από 3.10.2019 κλήσης προς λήψη ένορκων βεβαιώσεων κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ………./4.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτρια στο Εφετείο Πειραιά, . ………. προς την δηλώσασα απλή πρόσθετη παρέμβαση εταιρία), τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται στον τομέα της σύναψης συμβάσεων χρηματοδοτικών μισθώσεων κινητών και ακινήτων. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, στην Αθήνα, στις 20.9.2005 και υπό την προηγούμενη επωνυμία και διακριτικό της τίτλο, ήτοι “……………” και “…………” αντίστοιχα σύναψε με την εταιρία “………………..” και τον διακριτικό τίτλο “……………………”, την υπ’ αριθ. ………./20.9.2005 Σύμβαση Γενικών Όρων Συνάψεως Χρηματοδοτικών Μισθώσεων, την υπ’ αριθ. ………….-10/20-9-2005 Συμφωνία Ειδικών Όρων, την από 12.12.2008 πρόσθετη πράξη σύμβασης Γενικών Όρων, την από 21.12.2005 Α’ τροποποίηση Συμφωνίας Ειδικών Όρων, την από 13.7.2006 Β’ τροποποίηση Συμφωνίας Ειδικών Όρων, την από 1.11.2006 Γ’ τροποποίηση Συμφωνίας Ειδικών Όρων, την από 22.11.2007 Δ’ τροποποίηση Συμφωνίας Ειδικών Όρων, την από 12.12.2008 Ε’ τροποποίηση Συμφωνίας Ειδικών Όρων, την από 26.10.2010 πρόσθετη πράξη τροποποίησης της ως άνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και σε εκτέλεση αυτών μεταξύ άλλων το υπ’ αριθ. 80005-10-0054/5.3.2009 παράρτημα της ως άνω σύμβασης, με διάρκεια παραρτήματος από 5.3.2009 έως 4.3.2015. Με βάση την ενιαία αυτή σύμβαση και το προαναφερόμενο παράρτημά της, η ενάγουσα εκμίσθωσε χρηματοδοτικά στην ως άνω εταιρία “……………………” κινητό ιατρικό εξοπλισμό αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής της, καθαρής αξίας 150.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, όπως περιγράφεται στο υπ’ αριθ. 5954/30.12.2008 τιμολόγιο- δελτίο αποστολής της τελευταίας εταιρίας, ήτοι ένα MRISM.00.002 μαγνητικό τομογράφο SIEMENS MAGNETOM VISION (1,5T) SET αξίας 83.446,64 ευρώ, ένα MRI00.01.013 βιομηχανικό ψύκτη νερού ACN16R407C αξίας 4.300 ευρώ, ένα MRI00.01.008 απομακρυσμένο χειριστήριο CHILLER αξίας 225 ευρώ, ένα RFLI0.00.002 σύστημα παράλληλης διόδου για ACN αξίας 110 ευρώ, ένα RADVI.01.003 Στοιχ. θωράκισης μαγνητικού τομογράφου (RF SET) αξίας 42.000 ευρώ, ένα RADVI.01.003 ΑΚΤΙΝ. ΓΕΝ. G100C 40KW (VILLA) αξίας 8.137,21 ευρώ, μία RADVI.02.041 Βάση χειριστηρίου G100 RAD50 IT 50KW αξίας 225,80 ευρώ, μία RADVI.00.003 Εξ. Τράπεζα MOVIPLAN (TF) με κολώνα δαπέδου αξίας 6.789,24 ευρώ, ένα RADVI.02.013 καλώδιο υψηλής τάσης (VILLA) αξίας 552,67 ευρώ, ένα RADVI.01.005 ΣΤΑΤΩ ΘΩΡ. TELE VD 3 POTTER SD (VILLA) αξίας 2.041,35 ευρώ, ένα RADVI.01.006 STANDARD GRID R12 F150 ΣΤΑΤΩ ΘΩΡ (VILLA) αξίας 211,28 ευρώ και μία RADVI.02017 ακτινολ. λυχνία Ε7242 (UX52H/42) 18/50 αξίας 1.960,81 ευρώ. Τα σειριακά νούμερα των μηχανημάτων του ως άνω εξοπλισμού (για όσους κωδικούς υπάρχουν αριθμοί σειράς), έχουν ως κάτωθι:  -Εξ. Τράπεζα MOVIPLAN (TF) με κολώνα δαπέδου, 8113255 – καλώδιο υψηλής τάσης (VILLA), 4271- Ακτιν. Γεν. G100C 40KW (VILLA), CPD04509K08 – ακτινολογ. λυχνία Ε7242 (UX52H/42) 18/50, 08K823- ΣΤΑΤΩ ΘΩΡ. TELE VD3 POTTER SD (VILLA), 8112197, σύμφωνα με το από 6.3.2009 έγγραφο της εταιρίας “……………………” προς την ενάγουσα. Οι ως άνω κωδικοί  των επίδικων μηχανημάτων περιέχονται σε σχετικό πίνακα της αγωγής, χωρίς να αμφισβητούνται από την εναγόμενη, καίτοι στο πιο πάνω τιμολόγιο-δελτίο αποστολής το σύστημα παράλληλης διόδου για ACN φέρει κωδικό MRI00.01.014 και το ΣΤΟΙΧ. ΘΩΡΑΚΙΣΗΣ ΜΑΓΝ. ΤΟΜΟΓΡΑΦΟΥ (RF SET) φέρει κωδικό RFLI0.00.002. Το μηνιαίο μίσθωμα για τον παραπάνω ιατρικό εξοπλισμό ορίστηκε σε 837,21 ευρώ πλέον ΦΠΑ για το 1ο μέχρι και το  12ο μίσθωμα, στο ποσό των 3.373,22 ευρώ για το 13ο έως και το 20ο μίσθωμα, στο ποσό των 555,42 ευρώ για το 21ο έως και το 32ο μίσθωμα και στο ποσό των 3.354,89 ευρώ για το 33ο έως και το 72ο μίσθωμα, συν το ΦΠΑ, αναπροσαρμοζόμενο κατά τις ειδικότερες συμφωνίες των συμβαλλομένων. Η σύμβαση καταρτίσθηκε υπό την ειδικότερη μορφή της αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης, καθώς ο ιατρικός εξοπλισμός ανήκε προηγουμένως στη μισθώτρια εταιρία, η οποία μεταβίβασε την κυριότητα του στην ενάγουσα, λόγω πωλήσεως, δυνάμει της από 5.3.2009 σύμβασης αγοραπωλησίας κινητών, αντί τιμήματος 150.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19%, παρακρατώντας την κατοχή με αντιφώνηση της νομής του (άρθρο 977 εδ.α’ ΑΚ), στα πλαίσια λειτουργίας μεταξύ τους της ως άνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης (περίπτωση sale and lease back). Έτσι, ο ανωτέρω εξοπλισμός παρελήφθη ανεπιφύλακτα από τη χρηματοδοτική μισθώτρια εταιρία σύμφωνα με το από 5.3.2009 πιστοποιητικό κατοχής μισθίου. Σχετικά με την πληρωμή των μηνιαίων μισθωμάτων συμφωνήθηκε ότι το πρώτο μίσθωμα θα ήταν καταβλητέο την ημερομηνία έναρξης της μίσθωσης, ήτοι στις 5.3.2009, τα δε επόμενα μισθώματα ορίστηκαν αρχικά καταβλητέα την αντίστοιχη ημέρα κάθε μήνα που θα ακολουθούσε και στη συνέχεια στις ημερομηνίες που ορίστηκαν στις τροποποιήσεις της ως άνω σύμβασης. Τα ως άνω μισθώματα συμφωνήθηκε να καταβληθούν στα γραφεία της ενάγουσας ή τα καταστήματα της Τράπεζας …………………., σε πίστωση του λογαριασμού …….. ή …………. Με το άρθρο 20 των Γενικών Όρων συνάψεως χρηματοδοτικών μισθώσεων (αριθμός ………… της 20.9.2005) συμφωνήθηκε ότι η εκμισθώτρια δικαιούται να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, πριν λήξει η συμφωνημένη διάρκειά της, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση καθυστερήσεως της εξοφλήσεως οποιουδήποτε ποσού του χρέους από τον μισθωτή πέραν των τριάντα ημερών, σε περίπτωση δε καταγγελίας, με το ίδιο πιο πάνω άρθρο (20.2.) της σύμβασης ορίστηκε ότι η εκμισθώτρια δύναται: α) να αφαιρέσει με δαπάνη του μισθωτή το μίσθιο, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται και β) να επιδιώξει την είσπραξη όλων των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων μέχρι την καταγγελία της σύμβασης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Εξάλλου, με το άρθρο 4 των ως άνω Γενικών Όρων συνάψεως χρηματοδοτικών μισθώσεων, ο μισθωτής συμφώνησε ότι η εκμισθώτρια δικαιούται, προς απόδειξη των πάσης φύσεως οφειλών του μισθωτή, οι οποίες απορρέουν από την ενιαία σύμβαση, όπως απαιτήσεις από μισθώματα, φόρους και λοιπά έξοδα και δαπάνες που βαρύνουν τον μισθωτή, καθώς και αποζημιώσεις οφειλόμενες με βάση ρήτρα της ενιαίας συμβάσεως και πάσης φύσεως τόκους, περιλαμβανομένων τόκων επί τόκων (περαιτέρω “Χρέος”), να τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς στα βιβλία της, στους οποίους θα καταχωρίζονται στη μεν στήλη χρέωσης τα ποσά του Χρέους, στη δε στήλη πίστωσης οι καταβολές του μισθωτή με τη σειρά καταλογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 7 της ως άνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Επίσης ότι απόσπασμα που εκδίδει η εκμισθώτρια από τα βιβλία της και στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του ή των λογαριασμών που τηρεί η εκμισθώτρια για την εξυπηρέτηση της ενιαίας σύμβασης και οι συναλλαγές που αφορούν την ενιαία σύμβαση συμφωνείται ότι αποτελεί υποστατό και νόμιμο αποδεικτικό μέσο που πληροί τους όρους του εγγράφου επέχον θέση πρωτοτύπου και παρέχει πλήρη απόδειξη για την απαίτηση της εκμισθώτριας που προκύπτει από την ενιαία σύμβαση κατά του μισθωτή. Ακολούθως, με την από 30.3.2009 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (υπ’ αριθ. Πρωτ. ………), σύμφωνα με το ν. 3156/2003, δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος .., αριθμός …….) εκχωρήθηκαν και μεταβιβάσθηκαν στην εταιρία με την επωνυμία “…………………..”, με τη διαδικασία του ως άνω νόμου 3156/2003 (τιτλοποίηση), όλες οι απαιτήσεις της ενάγουσας, εκ του προαναφερόμενου παραρτήματος της ως άνω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, ενώ περαιτέρω συνήφθη ανάμεσα στην ως άνω εταιρία “………………….”, εκπροσωπούμενη από την ενάγουσα και τη χρηματοδοτική μισθώτρια η από 26.10.2010 πρόσθετη πράξη σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, με την οποία τροποποιήθηκαν τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω σύμβασης, η διάρκεια του παραρτήματος επεκτάθηκε ως τις 4.3.2015 και τα μισθώματα αναμορφώθηκαν ως ανωτέρω, ενώ ως μέτρο αναφοράς ορίσθηκε το EURIBOR τριμήνου. Η τροποποίηση αυτή συνήφθη από την ενάγουσα, στην οποία είχε ανατεθεί από την εκδοχέα η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων λόγω εκχώρησης απαιτήσεων, δυνάμει σχετικής σύμβασης που καταρτίσθηκε στην Αθήνα στις 26.1.2009 και καταχωρίσθηκε στο ίδιο ως άνω βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος .., αριθμός ….). Ήδη όλες οι ως άνω αναφερόμενες απαιτήσεις εκ της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης έχουν εκχωρηθεί και αναμεταβιβασθεί εκ νέου στην ενάγουσα (αποτιτλοποιήθηκαν), όπως προκύπτει από το από 3.12.2014 πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (βλ. αντίγραφο από το καταχωρισθέν στα βιβλία του ν. 2844/2000, τόμος …, α.α. …., αρ. Πρωτ. …./25.1.2011, με ημερομηνία αποχαρακτηρισμού την 25.1.2011). Περαιτέρω, πριν την αγορά του επίδικου ιατρικού εξοπλισμού από την ενάγουσα, η εταιρία “……………………”,  με το από 23.7.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης είχε εκμισθώσει τον εξοπλισμό αυτό που κατά τον παραπάνω χρόνο της ανήκε, στην εναγόμενη εταιρία, που θα τον χρησιμοποιούσε στο διαγνωστικό της εργαστήριο στη ……….., στο Κερατσίνι. Η διάρκεια της μίσθωσης αυτής ορίστηκε για έξι έτη από την ημερομηνία παραλαβής των ιατρικών μηχανημάτων από τη μισθώτρια, που έλαβε χώρα στις 4.11.2008, έναντι συνολικού μισθώματος 185.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19% και μηνιαία δόση μισθώματος 3.570 ευρώ, με δικαίωμα εξαγοράς του εξοπλισμού από τη μισθώτρια με τη λήξη της μισθωτικής σύμβασης και την καταβολή ποσού 1 ευρώ ως τίμημα στην εκμισθώτρια, με έγγραφη ειδοποίηση αυτής που θα της επιδιδόταν εξήντα ημέρες πριν τη λήξη της μισθωτικής σχέσης. Για τους πρώτους δώδεκα μήνες της μισθωτικής σύμβασης, η μισθώτρια απαλλασσόταν από την καταβολή μισθώματος, οπότε η σχετική υποχρέωση ξεκινούσε από τον δεύτερο χρόνο της μίσθωσης και το τίμημα κατανεμόταν σε εξήντα μηνιαίες δόσεις που θα καταβάλλονταν την 1η ημέρα εκάστου ημερολογιακού μήνα. Στη συνέχεια, ενόψει της πώλησης του ιατρικού εξοπλισμού από την εταιρία “……………………” στην ενάγουσα και της σύναψης μεταξύ τους στη συνέχεια σύμβασης αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης οπότε η εταιρία “……………………” θα διατηρούσε την κατοχή των ιατρικών μηχανημάτων ως χρηματοδοτική μισθώτρια, καταρτίσθηκε μεταξύ της τελευταίας εταιρίας και της εναγόμενης, η από 19.2.2009 τροποποίηση της μεταξύ τους από 23.7.2008 μίσθωσης, με την οποία ορίσθηκε ότι από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης μεταβίβασης και χρηματοδοτικής μίσθωσης (sale & lease back), κατά τα ως άνω, η από 23.7.2008 συμφωνηθείσα μίσθωση θα συνεχίσει να ισχύει ως υπομίσθωση μεταξύ της πρώτης συμβαλλόμενης (υπεκμισθώτριας) και της δεύτερης συμβαλλόμενης (υπομισθώτριας) τροποποιούμενου του εν λόγω συμφωνητικού ως προς το σημείο αυτό. Επίσης ορίσθηκε ότι η αγοράστρια εταιρία (νυν εκκαλούσα-ενάγουσα) δεν θα υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πωλήτριας – υπεκμισθώτριας που απορρέουν από την παραπάνω σύμβαση μίσθωσης και ότι συνεπώς η αγοράστρια εταιρία δεν θα καταστεί εκμισθώτρια του ως άνω εξοπλισμού που έχει μισθωθεί, αλλά η εν λόγω μίσθωση θα εξακολουθήσει να ισχύει και να λειτουργεί αδιατάρακτα και καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της χρηματοδοτικής μίσθωσης, ως υπομίσθωση δεσμεύουσα τους παραπάνω συμβαλλόμενους (υπεκμισθώτρια και υπομισθώτρια). Έπειτα, με την από 5.3.2009 σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου απαιτήσεων και σε κάθε περίπτωση καταπιστευτικής, η ως άνω υπεκμισθώτρια εταιρία “……………………” εκχώρησε λόγω ενεχύρου όλες τις απαιτήσεις της κατά της εναγόμενης υπομισθώτριας από τη λειτουργία της σύμβασης υπομίσθωσης στην ενάγουσα. Η σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου απαιτήσεων επιδόθηκε νόμιμα στην εναγόμενη στις 7.4.2009, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …………/7.4.2009 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. Ωστόσο, αν και η εταιρία “……………………” παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραπάνω ιατρικά μηχανήματα, όπως προκύπτει από το από 5.3.2009 Πιστοποιητικό Αποδοχής Μισθίου, υπεκμισθώνοντας και παραδίδοντάς τα στη συνέχεια στην εναγόμενη, η οποία και τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα, από τον Απρίλιο του 2013 έως τον Σεπτέμβριο του 2014 έπαψε να πληρώνει τα οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα μισθώματα, ενώ και η εναγόμενη δεν κατέβαλε στην εκδοχέα ενάγουσα τα μισθώματα από την υπομίσθωση, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό ληξιπρόθεσμων οφειλών από τη ένδικη χρηματοδοτική μίσθωση (παράρτημα 54) για το διάστημα αυτό να ανέλθει στο συνολικό ποσό των 73.659,77 ευρώ, το οποίο η χρηματοδοτική μισθώτρια αρνήθηκε να καταβάλει. Συγκεκριμένα επρόκειτο για τις παρακάτω μηνιαίες δόσεις μισθωμάτων: Το καταβλητέο την 5.4.2013, 50ο μίσθωμα ποσού 4.091,02 ευρώ, το καταβλητέο την 5.5.2013, 51ο μίσθωμα ποσού 4.091,18 ευρώ, το καταβλητέο την 5.6.2013, 52ο μίσθωμα ποσού 4.091,07 ευρώ, το καταβλητέο την 5.7.2013, 53ο μίσθωμα ποσού 4.090,82 ευρώ, το καταβλητέο την 5.8.2013, 54ο μίσθωμα ποσού 4.091,56 ευρώ, το καταβλητέο την 5.9.2013, 55ο μίσθωμα ποσού 4.091,74 ευρώ, το καταβλητέο την 5.10.2013, 56ο μίσθωμα ποσού 4.091,66 ευρώ, το καταβλητέο την 5.11.2013, 57ο μίσθωμα ποσού 4.091,66 ευρώ, το καταβλητέο την 5.12.2013, 58ο μίσθωμα ποσού 4.091,68 ευρώ, το καταβλητέο την 5.1.2014, 59ο μίσθωμα ποσού 4.092,01 ευρώ, το καταβλητέο την 5.2.2014, 60ο μίσθωμα ποσού 4.093,14 ευρώ, το καταβλητέο την 5.3.2014, 61ο μίσθωμα ποσού 4.093,21 ευρώ, το καταβλητέο την 5.4.2014, 62ο μίσθωμα ποσού 4.093,13 ευρώ, το καταβλητέο την 5.5.2014, 63ο μίσθωμα ποσού 4.093,75 ευρώ, το καταβλητέο την 5.6.2014, 64ο μίσθωμα ποσού 4.094,08 ευρώ, το καταβλητέο την 5.7.2014, 65ο μίσθωμα ποσού 4.093,60 ευρώ, το καταβλητέο την 5.8.2014, 66ο μίσθωμα, ποσού 4.092,21 ευρώ και το καταβλητέο την 5.9.2014, 67ο μίσθωμα, ποσού 4.092,25 ευρώ. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη κατέβαλλε αρχικά τα εκχωρηθέντα στην ενάγουσα μισθώματα από την υπομίσθωση, με τελευταία καταβολή στις 26.7.2012, ενώ η προηγούμενη εκ μέρους της καταβολή είχε γίνει στις 20.1.2012, το δε διάστημα από τον Αύγουστο του 2012 έως τον Μάρτιο του 2013, τα μισθώματα από τη χρηματοδοτική μίσθωση καταβλήθηκαν από τη χρηματοδοτική μισθώτρια “……………………”.  Η εναγόμενη υποστηρίζει ότι μέχρι τον Ιανουάριο του 2012 κατέβαλλε κανονικά στον δεσμευμένο λογαριασμό που τηρείτο στην ……. για την οφειλή του παραρτήματος 54 της χρηματοδοτικής μίσθωσης, τα μισθώματα από την υπομίσθωση που είχαν εκχωρηθεί στην ενάγουσα, πλην όμως επειδή αντιμετώπιζε ως εταιρία δυσκολίες πληρωμής από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., κατόπιν συνεννόησης με την υπεκμισθώτρια-χρηματοδοτική μισθώτρια, συμφώνησε να καταβάλει σε εκείνη τα οφειλόμενα χρηματικά ποσά και με τη σειρά της η χρηματοδοτική μισθώτρια να τα καταβάλει στην ενάγουσα και ότι τούτο πράγματι έγινε. Ότι συγκεκριμένα εντός του έτους 2012 η εναγόμενη κατέβαλε το ποσό των 64.772,10 ευρώ και εντός του έτους 2013 το ποσό των 4.060,24 ευρώ και ότι οι παραπάνω καταβολές αποδεικνύονται από τις αποδείξεις εισπράξεως της “……………………” από την εναγόμενη, αλλά και από το από 30.10.2014 έγγραφο συμφωνίας λογαριασμού και υπολοίπου μεταξύ της εναγόμενης και της “……………………”. Ότι έτσι, αν αθροιστούν το ποσό των 44.978,96 ευρώ που κατέβαλε η χρηματοδοτική μισθώτρια στην ενάγουσα από την έναρξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης στις 5.3.2009 έως και τον μήνα Οκτώβριο του 2010, το ποσό των 104.426,50 ευρώ που κατέβαλε η ίδια η εναγόμενη υπομισθώτρια στην εκδοχέα ενάγουσα στον υπ’ αριθ. ……….. δεσμευμένο λογαριασμό της χρηματοδοτικής μισθώτριας από τον Νοέμβριο του 2010 έως και τον Ιανουάριο του 2012 και τα ποσά των 64.772,10 ευρώ και 4.060,24 ευρώ που κατέβαλε αυτή στην υπεκμισθώτρια-χρηματοδοτική μισθώτρια εντός των ετών 2012 και 2013 αντίστοιχα για να τα καταβάλει με τη σειρά της στην ενάγουσα, κάτι που έγινε σύμφωνα με τον ενόρκως βεβαιώσαντα στην υπ’ αριθ. …………/9.10.2019 ένορκη βεβαίωση, διευθύνοντα σύμβουλο της “……………………”, ………., έχει εξοφληθεί πλήρως το συνολικό μίσθωμα ύψους 218.237,80 ευρώ από τη χρηματοδοτική μίσθωση. Οι επικαλούμενες καταβολές πέραν αυτών που συνομολογεί η ενάγουσα, εκτός της αοριστίας τους, αφού δεν αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν από τη χρηματοδοτική μισθώτρια και ο ακριβής χρόνος της καταβολής κάθε επιμέρους ποσού (βλ. ΑΠ 1098/2009, ΤΝΠ ΔΣΑ), δεν αποδεικνύονται, πολλώ δε μάλλον που στη χρηματοδοτική μίσθωση είχε συμφωνηθεί κατά τα ανωτέρω έγγραφη απόδειξη των καταβολών, χωρίς να αρκεί η ένορκη βεβαίωση του διευθύνοντος συμβούλου της χρηματοδοτικής μισθώτριας “……………………”, ο οποίος έχει κάθε λόγο να ισχυρίζεται ότι έχει εξοφληθεί το χρέος της εταιρίας που εκπροσωπεί προς την ενάγουσα. Περαιτέρω, λόγω της μη καταβολής των παραπάνω ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων από τη χρηματοδοτική μίσθωση, ήτοι λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των ανωτέρω μισθωμάτων άνω των τριάντα ημερών (πλην της οφειλής του Σεπτεμβρίου, ως προς την οποία δεν είχαν συμπληρωθεί τριάντα ημέρες καθυστέρησης), η ενάγουσα με την από 24.9.2014 εξώδικη καταγγελία που επιδόθηκε στη χρηματοδοτική μισθώτρια στις 26.9.2014 σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …………./26.9.2014 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., κατήγγειλε την ενιαία σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος 54 που αφορά στη μίσθωση του επίδικου ιατρικού εξοπλισμού και ζήτησε εντός προθεσμίας τριών ημερών από την κοινοποίηση της καταγγελίας, την παράδοση της χρήσης του μίσθιου εξοπλισμού, καθώς και την καταβολή μεταξύ άλλων, των ως άνω ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων, ποσού 73.659,77 ευρώ. Με την καταγγελία αυτή λύθηκε στις 26.9.2014 η ένδικη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και η ενάγουσα είχε δικαίωμα να αναζητήσει να της αποδοθεί ο επίδικος ιατρικός εξοπλισμός, όχι μόνο από τη χρηματοδοτική μισθώτρια-υπεκμισθώτρια, έμμεση κάτοχο αυτού, αλλά και από την εναγόμενη υπομισθώτρια, άμεση κάτοχο του εξοπλισμού, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, καθώς η λύση της χρηματοδοτικής μίσθωσης επέφερε και τη λύση της παρεπόμενης σύμβασης υπομίσθωσης. Στη συνέχεια, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη την από 18.11.2014 εξώδικη διαμαρτυρία της, που της επιδόθηκε στις 25.11.2014 (βλ. την υπ’ αριθ. …………/25.11.2014 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………..) και με την οποία διαμαρτυρόταν για τη μη καταβολή εκ μέρους της εναγόμενης των εκχωρηθέντων στην ενάγουσα μισθωμάτων από την από 23.7.2008 υπομίσθωση και ζητούσε εντός προθεσμίας τριών ημερών από τη λήψη της διαμαρτυρίας, να της καταβάλει η εναγόμενη μισθώματα συνολικού ποσού 90.100,81 ευρώ, πλέον τόκων, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη απαιτητό έκαστο των μισθωμάτων, μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως θα προέβαινε σε όλες τις νόμιμες δικαστικές ενέργειες για την ικανοποίησή της και τη διεκδίκηση του εξοπλισμού της. Η εναγόμενη με την από 26.11.2014 εξώδικη απάντησή της που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 28.11.2014 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/28.11.2014 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) αρνήθηκε την ύπαρξη οφειλής του παραπάνω ποσού, καθώς και ότι είχε οχληθεί σχετικά με τη δήθεν εκκρεμούσα οφειλή και καλούσε την ενάγουσα εντός τριών ημερών να της προσκομίσει αναλυτική κίνηση της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης από το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια η ληξιπρόθεσμη οφειλή ποσού 73.659,77 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και συνολικής οφειλής 90.100,91 ευρώ, καθώς και να της επισημανθεί επακριβώς σε τι συνίστανται οι επικαλούμενες προς αυτή “συνεχείς οχλήσεις”. Με την από 5.12.2014 εξώδικη διαμαρτυρία της που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 30.12.2014 (βλ. την υπ’ αριθ. ……..’/30.12.2014 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικ. επιμελητή ………..), η ενάγουσα δήλωσε ότι το ποσό της οφειλής που αναγράφεται στην προηγούμενη εξώδικη διαμαρτυρία της αφορά ληξιπρόθεσμα μισθώματα από την από 23.7.2008 μίσθωση και την από 19.2.2009 τροποποίηση αυτής μεταξύ της “……………………” και της εναγόμενης, που εκχωρήθηκαν στην ενάγουσα με την από 5.3.2009 σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου απαιτήσεων και όχι οφειλές από τη χρηματοδοτική μίσθωση και ότι η διάρκεια της εν λόγω μίσθωσης έχει ήδη παρέλθει, επιπλέον δε ότι η ενάγουσα με την από 24.9.2014 εξώδικη καταγγελία της έχει καταγγείλει και τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και επαναλάμβανε το αίτημα καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων, άλλως θα προέβαινε σε όλες της νόμιμες δικαστικές ενέργειες για την ικανοποίησή της και τη διεκδίκηση του εξοπλισμού της. Τέλος, η εναγόμενη με την από 8.1.2015 εξώδικη απάντησή της, αφού ενέμεινε στον ισχυρισμό της ότι η ενάγουσα δεν της απαντούσε σε όσα ζητήματα της είχε θέσει με την από 26.11.2014 εξώδικη διαμαρτυρία της και αφού υποστήριζε ότι η σύμβαση υπομίσθωσης είχε διάρκεια έξι ετών και όχι εξήντα μηνών, χωρίς όμως να λαμβάνει θέση ως προς το θέμα της λήξης αυτής, ζητούσε και πάλι εντός τριών ημερών αναλυτική κίνηση της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και τον ορισμό υπαλλήλου της ενάγουσας με εξουσία εκπροσωπήσεως επί της συμβατικής σχέσης, προκειμένου καλόπιστα να επιλυθεί η προκύψασα διαφορά. Η εναγόμενη, μη αποδίδοντας, αλλά κατακρατώντας και χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό αυτό, καίτοι έχει οχληθεί από την ενάγουσα σχετικά να της τον αποδώσει και έχει λάβει γνώση τόσο της λύσης της ως άνω χρηματοδοτικής μίσθωσης ανάμεσα στην ενάγουσα και την υπεκμισθώτρια “……………….” με καταγγελία της μίσθωσης λόγω καθυστέρησης πληρωμής των οφειλόμενων μισθωμάτων που συνεπάγεται τη λύση και της σύμβασης υπομίσθωσης, όσο και της λήξης της σύμβασης υπομίσθωσης, βάσει της οποίας κατείχε η εναγόμενη τα ιατρικά μηχανήματα, απέβαλε την ενάγουσα από τον κινητό εξοπλισμό, παράνομα και παρά τη θέλησή της, αντιποιούμενη τη νομή του, δεδομένου ότι ο γενικός ισχυρισμός της με τις προτάσεις της ότι αναγνωρίζει κυρία και νομέα την ενάγουσα, αλλά η ίδια παραμένει κάτοχος του εξοπλισμού, χωρίς επίκληση κάποιας ενεργού έννομης σχέσης δυνάμει της οποίας παραμένει στην κατοχή του, δεν συνιστά εύλογη αιτία παρακράτησης της κατοχής των πραγμάτων, αλλά αποτελεί συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής. Σημειωτέον ότι παράλληλα με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 26.2.2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της εναγόμενης, με την οποία ζητούσε λόγω κινδύνου βλάβης και απαξίωσης του επίδικου ιατρικού εξοπλισμού και αντιποίησης της νομής από την υπομισθώτρια, κατόπιν καταγγελίας της χρηματοδοτικής μίσθωσης, καθώς η υπομισθώτρια παρακρατεί τον εξοπλισμό, να προστατευθεί προσωρινά η νομή της και να αποδοθεί αυτός στην αιτούσα (νυν ενάγουσα), πλην όμως η αίτησή της απορρίφθηκε με την 112/2015 απόφαση του  Ειρηνοδικείου Πειραιά ως νομικά αβάσιμη, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να εξακολουθεί μέχρι σήμερα να χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, αφού εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και κρατήθηκε από το παρόν Δικαστήριο η από 26.2.2015 αγωγή για να συνεκδικαστεί με τη ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, απορριπτομένης της τελευταίας, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή, να αναγνωριστεί η ενάγουσα κυρία, νομέας και κάτοχος του επίδικου ιατρικού εξοπλισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδώσει αυτόν στην ενάγουσα, άλλως σε περίπτωση μη ανεύρεσης του εξοπλισμού κατά την εκτέλεση της απόφασης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 97.500 ευρώ. Στο ποσό αυτό αποδεικνύεται ότι ανέρχεται η αξία του ως άνω ιατρικού εξοπλισμού κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ήτοι στο 65% της αρχικής του αξίας που ήταν κατά τα ανωτέρω 150.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου πώλησής του στην ενάγουσα από την εταιρία “…………………….”, ότι χρησιμοποιήθηκε από την υπομισθώτρια πάνω από έξι χρόνια, ότι κατά τα χρόνια αυτά έγινε τακτική συντήρησή του, όπως η ίδια η εναγόμενη υποστηρίζει, πλην όμως ότι υπόκειται στη φθορά του χρόνου και της συνεχούς χρήσης του από την εναγόμενη. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-ενάγουσας και από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει καθόσον αφορά στην πρώτη εφεσίβλητη-εναγόμενη στην τελευταία, ανάλογα με την έκταση της νίκης της πρώτης έναντι της δεύτερης κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, εν όλω δε καθόσον αφορά στη δεύτερη εφεσίβλητη-προσθέτως παρεμβαίνουσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 182, 176 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της εφέσεως e- παράβολου στην εκκαλούσα, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την 19.6.2020 έφεση.

Εξαφανίζει την 1643/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και συνεκδικάζει την από 26.2.2015 (με Γ.Α.Κ. …./2015 και Α.Κ. …../2015) αγωγή και την από 29.9.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) πρόσθετη παρέμβαση.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο στην αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει την ενάγουσα κυρία, νομέα και κάτοχο του κινητού ιατρικού εξοπλισμού που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, ήτοι ενός MRISM.00.002 μαγνητικού τομογράφου SIEMENS MAGNETOM VISION (1,5T) SET, ενός MRI00.01.013 βιομηχανικού ψύκτη νερού ACN16 R407C, ενός MRI00.01.008 απομακρυσμένου χειριστήριου CHILLER, ενός RFLI0.00.002 συστήματος παράλληλης διόδου για ACN, ενός RADVI.01.003 Στοιχ. θωράκισης μαγνητικού τομογράφου (RF SET), ενός RADVI.01.003 ΑΚΤΙΝ. ΓΕΝ. G100C 40KW (VILLA), μίας RADVI.02.041 Βάσης χειριστηρίου G100 RAD50 IT 50KW, μίας RADVI.00.003 Εξ. Τράπεζας MOVIPLAN (TF) με κολώνα δαπέδου, ενός RADVI.02.013 καλωδίου υψηλής τάσης (VILLA), ενός RADVI.01.005 ΣΤΑΤΩ ΘΩΡ. TELE VD 3 POTTER SD (VILLA), ενός RADVI.01.006 STANDARD GRID R12 F150 ΣΤΑΤΩ ΘΩΡ (VILLA) και μίας RADVI.02.017 ακτινολ. λυχνίας Ε7242 (UX52H/42) 18/50. Τα σειριακά νούμερα του ως άνω εξοπλισμού (για όσους κωδικούς υπάρχουν αριθμοί σειράς), έχουν ως κάτωθι:  -Εξ. Τράπεζα MOVIPLAN (TF) με κολώνα δαπέδου, 8113255 – καλώδιο υψηλής τάσης (VILLA), 4271- Ακτιν. Γεν. G100C 40KW (VILLA), CPD04509K08 – ακτινολογ. λυχνία Ε7242 (UX52H/42) 18/50, 08K823- ΣΤΑΤΩ ΘΩΡ. TELE VD3 POTTER SD (VILLA), 8112197.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να αποδώσει στην ενάγουσα τον πιο πάνω ιατρικό εξοπλισμό, άλλως σε περίπτωση μη ανεύρεσης αυτού κατά την εκτέλεση της παρούσας, υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ενενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων (97.500) ευρώ.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση έναντι της δεύτερης εφεσίβλητης- προσθέτως παρεμβαίνουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της τελευταίας και ορίζει αυτά στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-ενάγουσας έναντι της πρώτης εφεσίβλητης-εναγόμενης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της τελευταίας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό …………. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ, στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 15.9.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ