Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 459/2021

Αριθμός   459/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……….. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννου Αλετρά.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Νίκης Χρηστάκου.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  22.12.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3724/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών  με την από 14.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………./2018) αρχικά η 21η.11.2019, μετά δε από αναβολές η 22α.10.2020 και η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Η προβολή δε των ισχυρισμών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις γίνεται μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως και όχι με τις προτάσεις (ΑΠ 1075/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68).

Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ………. άσκησε κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ……….. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία την από 22-12-2014 (γεν.αριθμ.καταθ…………./2014) αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία. Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου, αφου αυτός κατά την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16-3-2017, δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, δεδομένου ότι η πληρεξούσια δικηγόρος του, …………. παραστάθηκε στο Δικαστήριο μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής της υπόθεσης και μετά την απόρριψη αυτού από το Δικαστήριο, αποχώρησε (άρθρ.280 παρ.2 ΚΠολΔ).

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ΄αριθμ. 3724/2017 οριστική απόφαση με την οποία, αφου απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αγωγικό παρεπόμενο, κυρίως προβαλλόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων στο υπο στοιχ.1α αγωγικό κονδύλιο και έγινε δεκτό το επικουρικό, κατόπιν κρίθηκε νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147-149,297,298 εδ.α΄, 299,330,340,345,346,914 και 932 ΑΚ, 386 ΠΚ, 176,907 και 908 παρ.1 περ.δ΄ ΚΠολΔ και έγινε δεκτό ως κατ΄ουσίαν βάσιμο το κονδύλιο των 16.000,00 ευρώ που αποτελεί την αποζημίωση λόγω της ζημίας που υπέστη ο ενάγων (λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου) και ως προς το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να του επιδικασθεί το ποσόν των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.

Κατόπιν των ανωτέρω με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο ενάγομενος να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων (16.800,00) ευρώ (ήτοι 16.000,00 + 800,00), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και επιβλήθηκαν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των εξακοσίων εβδομήντα (670,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος, ως ηττηθείς διάδικος, άσκησε την από 14-11-2017 (γεν.αριθμ.καταθ……./2017) κρινόμενη έφεση (η συζήτηση της οποίας είχε αρχικώς ορισθεί για τη δικάσιμο της 21-11-2019 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22-10-2020 και κατόπιν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας) νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα παράβολο εκατό (100,00) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/ 2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.

Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να  προτείνει  πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ,ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ, η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός, με την έννοια της ενδιάθετης διάθεσης του υπαιτίου να μην εκτελέσει μελλοντική του υποχρέωση (ΑΠ 457/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 22-12-2014 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/2014) αγωγή του ο ενάγων εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι είναι πολιτικός μηχανικός, διπλωματούχος του Ε.Μ.Π., μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και από το έτος 1992 δραστηριοποιείται ως ελεύθερος επαγγελματίας. Ότι τον Ιανουάριο του 2009 ο εναγόμενος ισχυριζόμενος ότι ενεργούσε ως πληρεξούσιος, κατ΄εντολή και για λογαριασμό των Ανώνυμων Εταιρειών με τις επωνυμίες «………….», που εδρεύει στο Χαλάνδρι και «…………», που εδρεύει στο Δήμο ….. Κιλκίς, οι οποίες ήταν κυρίες ενός συγκροτήματος πολυκατοικιών στον Πειραιά, στο υπ΄αριθμ…. Ο.Τ, στην συμβολή των οδών …………, του ανέθεσε με την ως ανω ιδιότητά του, κατά δήλωσή του, την συνταξη οικονομικής και τεχνικής μελέτης, ενόψει της πώλησης του προαναφερόμενου κτιριακού συκροτήματος, με την υποχρέωση καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής του, εις ολόκληρον από τις ανωτέρω εταιρείες. Ότι η αμοιβή του (του ενάγοντος) για το έργο που του ανατέθηκε συμφωνήθηκε σε 52.000,00 ευρώ πλεον ΦΠΑ, εκ των οποίων ποσό 16.000,00 ευρώ (πλεον ΦΠΑ) συμφωνήθηκε καταβλητέο εντος ενός μηνός από την ημερομηνία παράδοσης της έκθεσης στις δύο προαναφερόμενες εταιρείες, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 36.000,00 ευρώ συμφωνήθηκε καταβλητέο μετά την πώληση των οριζόντιων ιδιοκτησιών του κτιριακού συγκροτήματος. Ότι θεωρώντας καλόπιστα ότι ο εναγόμενος ήταν πράγματι πληρεξούσιος που λειτουργούσε κατ΄εντολή και για λογαριασμό των ανωτέρω Ανώνυμων Εταιρειών, συνέταξε την από Φεβρουαρίου 2009 έκθεση οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης του παραπάνω συγκροτήματος, σύμφωνα με την οποία η αγοραία αξία του τελευταίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 68.592.000 ευρώ. Ότι την έκθεση που συνέταξε παρέδωσε την 18-02-2009 στον εναγόμενο, υπο την δηλωθείσα ιδιότητα του πληρεξουσίου και συνέταξαν μαζί και συνυπέγραψαν το από 18-02-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου βεβαιώθηκε η εκ μέρους του (του ενάγοντος) εκτέλεση του ανατεθέντος έργου, σύμφωνα με τις επιταγές της επιστήμης και της τέχνης και συμφωνήθηκε η καταβολή σ΄αυτόν (ενάγοντα) του ποσού των 16.000,00 ευρώ ,πλέον ΦΠΑ, έως την 18-03-2009. Ότι επειδή κανένα ποσό δεν του καταβλήθηκε για την ως ανω αμοιβή του, άσκησε την από 8-7-2009 (με αριθμό κατάθεσης ……./ ……/2009) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των δύο ως ανω Ανωνύμων Εταιρειών, αιτούμενος την καταβολή της αμοιβής του, ποσού 16.000,00 ευρώ. Ότι κατά τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής του την 23-2-2010 εμφανίστηκε ο εναγόμενος στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου ως μάρτυρας, όπου για πρώτη φορά κατέθεσε ότι δεν ήταν πληρεξούσιος των δύο ως ανω εταιρειών και μάλιστα ότι η εταιρεία «……………» δεν είχε λάβει καμία γνώση περι της ανάθεσης της έκθεσης εκτίμησης στον ενάγοντα. Ότι ενώ πρωτόδικα έγινε δεκτή η ως ανω αγωγή του δυνάμει της υπ΄αριθμ.148/ 2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εν συνεχεία το Εφετείο Αθηνών δυνάμει της υπ΄αριθμ.2927/ 2014 απόφασής του απέρριψε την αγωγή του με την αιτιολογία ότι ο εναγόμενος ενήργησε αυτοβούλως και ανευ οποιασδήποτε εντολής ή πληρεξουσιότητας. Στη συνέχεια ο ενάγων ισχυρίζεται ότι από όλα τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο εναγόμενος του παρέστησε ως αληθές το ψευδές γεγονός ότι ήταν δήθεν πληρεξούσιος και ότι ενεργούσε κατ΄εντολή και για λογαριασμό των παραπάνω ανώνυμων εταιρειών, του ανέθεσε δε με την ιδιότητά του αυτή την σύνταξη έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης του προαναφερόμενου συγκροτήματος, ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής του από τις εταιρειες αυτές, παρέλαβε την 18-2-2009 υπο την δηλωθείσα ιδιότητα του πληρεξουσίου την έκθεση που καλόπιστα συνέταξε ο ίδιος (ενάγων), ενώ συμφώνησε με το από 18-2-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό να του καταβληθεί το ποσό των 16.000,00 ευρώ (πλεον ΦΠΑ) μέχρι την 18-3-2009, ενώ το αληθές ήταν ότι ουδεμία εντολή ή πληρεξουσιότητα είχε από τις άνω εταιρείες για την ανωτέρω ανάθεση, την παραλαβή της έκθεσης και την πληρωμή της αμοιβής του. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου είναι παράνομη και υπαίτια, καθόσον ο τελευταίος εν γνώσει του τον εξαπάτησε ως προς την δηλωθείσα ιδιότητά του ως, δήθεν, πληρεξουσίου των ανωτέρω δύο Ανώνυμων Εταιρειών, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί τουλάχιστον κατά το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής του για την σύνταξη της παραδοθείσας σ΄αυτόν (τον εναγόμενο) από Φεβρουαρίου 2009 έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης του ανωτέρω συγκροτήματος, που ανέρχεται στο ποσό των 16.000,00 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος πρέπει να του καταβάλει νομιμοτόκως, δεδομένου ότι παρα τις συνεχείς οχλήσεις του αρνείται πεισματικά. Οτι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου έχει υποστεί ηθική βλάβη καθόσον περαν της εργασίας του για την σύνταξη της έκθεσής του και την μη καταβολή της αμοιβής του, ενεπλάκη και σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, έχει προσβληθεί η προσωπικότητά του, έχει απογοητευθεί και κλονιστεί η εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να έχει υποστεί ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί : 1. Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει : α) το ποσό των 16.000,00 ευρώ ως αποζημίωση, νομιμοτόκως από την 19-3-2009 έως την εξόφληση, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και  β) το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για τη ηθική του βλάβη, νομιμοτόκως από τη επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, 2) Να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 3) Να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των εν γένει δικαστικών του εξόδων.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπο κρίση αγωγή, η οποία αρμοδίως καθ΄ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία, είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297,298,299, 340,345,346,914,932 ΑΚ, 386 ΠΚ, 907,908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου, κυρίως προβαλλόμενου αγωγικού αιτήματος περι επιδίκασης τόκων ως προς το 1ααγωγικό κονδύλιο,το οποίο απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο καθόσον σε αξίωση αποζημίωσης στηριζόμενη σε αδικοπραξία, όπως εν προκειμένω, τόκοι οφείλονται από την μετά από όχληση υπερημερία του εναγομένου, άλλως από την επίδοση της αγωγής και σ΄αυτήν (υπο κρίση αγωγή) δεν γίνεται καμία αναφορά περι όχλησης του εναγομένου για την καταβολή του αιτούμενου ποσου των 16.000,00 ευρώ κατά την ως ανω ημεροχρονολογία.

Πρέπει επομένως η υπο κρίση αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την υπ΄αριθμ…  / 07-06-2021 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα του εναγομένου, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβ/φου Θεσ/νίκης …………… κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. σχετ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου), που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος στην παρούσα κατ΄έφεση δίκη παραδεκτά κατ άρθ.529 παρ.1 ΚΠολΔ, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας ,που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι πολιτικός μηχανικός, μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και από το έτος 1992 ασκεί το επάγγελμά του ως ελεύθερος επαγγελματίας. Τον Ιανουάριο του έτους 2009 εμφανίστηκε ο εναγόμενος και του δήλωσε τα παρακάτω: Ότι είναι πληρεξούσιος και ότι ενεργεί κατ΄εντολή και για λογαριασμό των ανώνυμων εταιρειών με τις επωνυμίες «…………….» που έχει έδρα στο ……… Αττικής και «…………..» που έχει έδρα στο Δήμο ……. Ν. Κιλκίς αντίστοιχα, και ότι οι εν λόγω εταιρείες ήταν κυρίες ενός συγκροτήματος πολυκατοικιών, το οποίο βρίσκεται στο Δήμο Πειραιώς, στο …. Οικοδομικό Τετράγωνο, επι της διασταυρώσεως των οδών …………..2, το κτιριακό δε αυτό συγκρότημα αποτελείται από εννέα (9) κτίρια πολυκατοικιών τα οποία έχουν ανεγερθεί επι οικοπέδου επιφάνειας 9.551,80 τ.μ, το οποίο έχει υπαχθεί στις διατάξεις περι οριζόντιας ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια με την ως ανω ιδιότητα που είχε δηλώσει στον ενάγοντα ο εναγόμενος και ενόψει της πώλησης του άνω συγκροτήματος, του ανέθεσε για λογαριασμό και κατ΄εντολή των ανωτέρω εταιρειών, τη σύνταξη έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης και ανέλαβε την υποχρέωση υπό την άνω ιδιότητά του, να του καταβάλουν οι εταιρείες αυτές, έκαστη εις ολόκληρον, τη συμφωνηθείσα αμοιβή του. Η αμοιβή δε για το ως άνω έργο που του ανατέθηκε και ανέλαβε να εκτελέσει, συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού (ενάγοντος) και του εναγομένου, υπο την προαναφερομένη από αυτόν ιδιότητα, στο συνολικό ποσό των 52.000,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ, από το οποίο συμφωνήθηκε να του καταβληθεί ποσό 16.000,00 ευρώ πλεον ΦΠΑ, εντος ενός (1) μηνός από την ημερομηνία παράδοσης σ΄αυτές (ανω εταιρείες) της έκθεσης που θα συνέτασσε και το υπόλοιπο ποσό των 36.000,00 ευρώ μετα την πώληση των οριζοντίων ιδιοκτησιών του άνω συγκροτήματος. Ετσι, ο ενάγων σε εκτέλεση των ανωτέρω και αφού θεώρησε καλόπιστα ότι ο εναγόμενος είναι πράγματι πληρεξούσιος και ενεργεί για λογαριασμό και κατ΄εντολή των προαναφερόμενων ανώνυμων εταιρειών, συνέταξε την από Φεβρουαρίου 2009 έκθεσή του οικονομικής και τεχνικής εκτιμησης του ανω συγκροτήματος, σύμφωνα με την οποία η αγοραία αξία αυτού εκτιμήθηκε στο ποσό των 68.592.000 ευρώ. Την εν λόγω έκθεσή του ο ενάγων την παρέδωσε στον εναγόμενο υπο την προαναφερθείσα ιδιότητά του, στις 18-02-2009,ενώ κατά την παράδοση της έκθεσης υπογράφηκε μεταξύ τους και το από 18-02-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο βεβαιώθηκε η από μέρους του ενάγοντος εκτέλεση του ανατεθέντος ως ανω έργου σύμφωνα με τις επιταγές της επιστήμης και της τέχνης και συμφωνήθηκε επίσης να του καταβληθεί το πιο πάνω ποσό των 16.000,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ μέχρι τις 18-3-2009. Στη συνέχεια από τα ίδια ως ανω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι λόγω του ότι παρα την εκτέλεση και παράδοση της παραπάνω έκθεσης, ουδεν ποσό καταβλήθηκε στον ενάγοντα για την ως ανω συμφωνηθείσα αμοιβή του, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των παραπάνω εταιρειών την από 8-7-2009 (γεν.αριθμ.καταθ……../2009) αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη στο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος» το ποσό των 16.000,00 ευρώ, άλλως επικουρικώς το ποσό των 8.000,00 ευρώ εκάστη, νομιμοτόκως από τις 19-3-2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Κατά την εκδίκαση της αγωγής αυτής στις 23-02-2010, κατέθεσε στο ακροατήριο του ως ανω Δικαστηρίου, ως μάρτυρας της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», (η πρώτη εναγόμενη  ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………» ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο) ο εδώ εκκαλών – εναγόμενος στην υπο κρίση αγωγή ……………. ο οποίος ρητά κατέθεσε ότι δεν είναι πληρεξούσιος των ανωτέρω ανώνυμων εταιρειών, ότι η εταιρεία «…….» δεν είχε ποτέ λάβει γνώση για την ανάθεση της εκτίμησης στον εδώ εφεσίβλητο-ενάγοντα της υπο κρίση αγωγής και ότι η πρώτη εταιρεία «……………» είναι της συζύγου του.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε στις 30-07-2010 η υπ΄αριθμ. 148/ 2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφου δέχθηκε ότι ο ……………… ενεργούσε κατ΄εντολή και για λογαριασμό των ανωτέρω εταιρειών και ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτών ως προς την ανάληψη των σχετικών υποχρεώσεών τους προς τον ενάγοντα ………….. αναφορικά με την συμφωνηθείσα ως ανω αμοιβή του τελευταίου και τον τρόπο καταβολής της, έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη στο σύνολό της και υποχρέωσε τις εναγόμενες εταιρείες να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος ,το ποσόν των δεκαέξι χιλιάδων (16.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από 19-3-2009,μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον του αναλογούντος κατά το χρόνο εξοφλήσεώς  του παραπάνω ποσού ΦΠΑ, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσόν των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ και καταδίκασε τις εναγόμενες εταιρείες στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία καθόρισε στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής η ηττηθείσα δεύτερη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «……………» άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 21-9-2010 (γεν.αριθμ. ……./2010) έφεσή της στρεφόμενη τόσο κατά του ενάγοντος ………….., όσο και κατά της πρώτης εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», η οποία πάλι ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και στη δευτεροβάθμια δίκη.

Επι της εφέσεως αυτής εκδόθηκε από το δευτεροβάθμιο ως άνω Δικαστήριο στις 9-5-2014,η υπ΄αριθμ.2927/ 2014 απόφαση, η οποία αφού απέρριψε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα έφεση ως προς την εταιρεία «……………» λόγω του ότι πρόκειται για αναγκαία ομόδικο της εκκαλούσας ως άνω εταιρείας στην πρωτοβάθμια δίκη, καθόσον η επίδικη διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση κατ΄άρθρο 76 ΚΠολΔ, κατόπιν δέχθηκε ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά μεταξύ άλλων, αυτολεξεί τα ακόλουθα: « …. Η εναγόμενη (εκκαλούσα) εταιρία με την επωνυμία «……………….» έχει κυριότητα επι των κάτωθι αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών και συγκυριότητα – με την εταιρία « ……………….», (ως προς αυτήν απορρίφθηκε η έφεση)  – επι των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων του κτιριακού συγκροτήματος εννέα (9) πολυκατοικιών κτισμένων σε οικόπεδο 9.551,80 τ.μ, που βρίσκεται στο Δήμο Πειραιά, περιοχή ….., εντος του ….. Ο.Τ. και επι της διασταυρώσεως των οδών …………….. Ειδικότερα, στην κυριότητα της εναγομένης ανήκουν 10 καταστήματα συνολικού εμβαδού 1.194,92 τμ, 231 διαμερίσματα συνολικού εμβαδού 16.402,29 τ.μ με ημιυπαίθριους χώρους συνολικού εμβαδού 3.382,79 τμ, 57 θέσεις χρήσης στάθμευσης στην πυλωτή, 206 θέσεις στάθμευσης υπογείου συνολικού εμβαδού 3.659,88 τμ, 47 αποθήκες υπογείου συνολικού εμβαδού 979,80 τμ και 22 κλειστές θέσεις στάθμευσης πυλωτής συνολικού εμβαδού 335,46 τμ. Η εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρία, εδρεύει στο Δήμο Θεσσαλονίκης και, σύμφωνα με το καταστατικό της, σκοπό έχει την εις την ημεδαπή ή την αλλοδαπή ανέγερση οικοδομών με κατοικίες ή με επαγγελματικές στέγες κλπ και με το σύστημα της αντιπαροχής, διαχείριση κτηρίων, εμπορικών κέντρων κλπ, ανάληψη και εκτέλεση κάθε φύσεως τεχνικών έργων, εκπόνηση μελετών, επίβλεψη και εκτέλεση τεχνικών έργων, παραγωγή και εμπορία δομικών, λατομικών προϊόντων και μηχανημάτων και εισαγωγή και εξαγωγή αυτών, ή εκμετάλλευση και εκμίσθωση κάθε είδους ακινήτων, διενέργεια πάσης φύσεως τεχνικών, οικοδομικών, ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, εκμετάλλευση γεωργικών εκτάσεων, παραγωγή και εμπορία γεωργικών προϊόντων, αγοραπωλησία και εκμετάλλευση ακινήτων και κάθε συναφής εργασία για την επίτευξη των σκοπών της εταιρίας που θα αποφασισθεί από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Σύμφωνα δε με το ίδιο καταστατικό και το Νόμο (18 και 22 ν.2190/ 1920), α) η εναγόμενη εταιρία εκπροσωπείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τρία εως επτά μέλη και εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση για πενταετή θητεία, β) Στο Διοικητικό Συμβούλιο ανήκει η διοίκηση (διαχείριση και διάθεση) της εταιρικής περιουσίας και γ) τούτο αποφασίζει για όλα γενικά τα ζητήματα για την επίτευξη των σκοπών της εταιρίας (με εξαίρεση βεβαίως εκείνα που σύμφωνα με το νόμο ή από το καταστατικό ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης). Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, το οποίο συγκροτήθηκε σε σώμα από το ίδιο το καταστατικό αυτής που καταρτίστηκε με την υπ΄αριθμ……../5-11-2003 πράξη του Συμβ/φου Θεσσαλονίκης …………, εγκρίθηκε με την υπ΄αρ.17/ 15421/ 7-11-2003 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και καταχωρήθηκε την 7-11-2003 στο ΜΑΕ με αριθμό μητρώου ………… ( ΦΕΚ ΤΑΕ – ΕΠΕ 12486/ 25-11-2003), είχε την εξής σύνθεση: 1) ………., 2) ……….. και 3) ………… και λήξη θητείας του την 30/6/2005.  Κατ΄αυτήν την ημεροχρονολογία το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης, αποτελούμενο από τα ίδια πρόσωπα που επανεξελέγησαν από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 30-6-2005 με πενταετή θητεία, συγκροτήθηκε σε σώμα και με το υπ΄αριθ.21/ 30-6-2005 πρακτικό του όρισε: 1) τον ………. ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο 2) την ……… ως Αντιπρόεδρο και 3) την ……… ως Μέλος. Με το ίδιο πρακτικό του το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης εξεχώρησε σύμφωνα με το καταστατικό της στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο . ….. την εξουσία εκπροσώπησης και δέσμευσης (δια της υπογραφής του) της εναγομένης, έναντι παντός φυσικού ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ενώπιον κάθε αρχής και ενώπιον κάθε δικαστηρίου, ακόμα και του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σε περίπτωση που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει η Αντιπρόεδρος ……………, ορισθείσας ούτω ως υποκατάστατο όργανο υπο του Δ.Σ., χωρις όμως να παράσχει το τελευταίο σε κάποιον από τα ανωτέρω πρόσωπα την εξουσία να εκχωρεί με ειδική απόφαση του περαιτέρω σε τρίτους τις παραπάνω εξουσίες εκπροσώπησης και δέσμευσης της εναγομένης (ΦΕΚ ΤΑΕ – ΕΠΕ 10227/ 27-9-2005). Ληξάσης της χρονικής διάρκειας θητείας του Δ.Σ, το επόμενο διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης, αποτελούμενο από τα ίδια ως ανω πρόσωπα που επανεξελέγησαν επίσης με πενταετή θητεία, συγκροτήθηκε σε σώμα και με το υπ΄αρ…./ 30-6-2010 πρακτικό του όρισε τα ίδια ως ανω πρόσωπα, ήτοι : 1) τον …….. ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, 2 ) την …….. ως Αντιπρόεδρο και 3) την ……… ως Μέλος. Με το ίδιο δε πρακτικό του το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης εξεχώρησε σύμφωνα με το καταστατικό της στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο ……….. την εξουσία εκπροσώπησης και δέσμευσης (δια της υπογραφής του) της εναγομένης, χωρις πάλι να παράσχει σ΄αυτόν την εξουσία να εκχωρεί με ειδική απόφασή του περαιτέρω σε τρίτους τις παραπάνω εξουσίες εκπροσώπησης και δέσμευσης της εναγόμενης (ΦΕΚ ΤΑΕ – ΕΠΕ 8736/ 29-7-2010). Ο ενάγων (δηλ. ο ……….) ισχυρίζεται ότι ενόψει πώλησης ως συνόλου του προαναφερόμενου συγκροτήματος πολυκατοικιών, οι εναγόμενες (δηλ. οι παραπάνω ανώνυμες εταιρείες) του ανέθεσαν από κοινού και ο ίδιος ανέλαβε τη σύνταξη έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης του εν λόγω συγκροτήματος έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής 52.000,00 ευρώ πλεον ΦΠΑ, εκ της οποίας καταβλητέα τα 16.000,00 ευρώ πλεον ΦΠΑ εντος μηνός από της παραδόσεως της έκθεσης, την οποία και παρέδωσε προσηκόντως στις 18/2/ 2009, εντούτοις δεν του καταβλήθηκε το συμφωνηθεν μέρος αμοιβής των 16.000,00 ευρώ πλεον ΦΠΑ. Προσκομίζει μάλιστα το από 18/2/2009 ιδιωτικό συμφωνητικό παράδοσης – παραλαβής της από Φεβρουαρίου 2009 έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης που εκπόνησε για το ανωτέρω συγκρότημα, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι συνεβλήθησαν και υπέγραψαν το ως ανω συμφωνητικό ο ενάγων αφενός και αφετέρου ο …………….. (εξετασθείς μάρτυς στην πρωτοβάθμια δίκη), ως ενεργών κατ΄εντολή και λογαριασμό των εναγόμενων εταιριών ……………της οποίας η σύζυγός του ……………. ήταν νόμιμη εκπρόσωπος. ΄Όπως όμως προκύπτει από το περιεχόμενο του ισχύοντος κατά το χρόνο της επίμαχης σύμβασης υπ΄αρ……../30-6-2005 πρακτικού (πενταετής ισχύς) του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης «……………..», όπως αυτό εκτίθεται παραπάνω, προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας δεν χορήγησε δικαίωμα στον διευθύνοντα σύμβουλο ………., είτε στη αναπληρώτρια αυτού αντιπρόεδρο …………… να εκχωρήσει εξουσίες εκπροσώπησης και δέσμευσης (της εναγόμενης), δια της υπογραφής, σε τρίτο πρόσωπο, εν προκειμένω στον ανωτέρω εμφανιζόμενο ……………. Ούτε μπορούσαν να εκχωρήσουν τα ως ανω (υποκατάστατα) πρόσωπα εξουσίες σε τρίτο αφού τέτοια εξουσία (εκχώρησης) ούτε οι ίδιοι είχαν. Τέτοια ανάθεση εκπροσώπησης και δέσμευση ήταν εφικτή μόνο από το ίδιο το Δ.Σ. της εναγόμενης, με προηγούμενη απόφαση του εν λόγω Δ.Σ. ενεργούντος ως συλλογικού οργάνου της. Απόφαση όμως του Δ.Σ. της εναγόμενης δεν προσκομίζεται ενώ ούτε καν γίνεται σχετική αναφορά στο ανωτέρω συμφωνητικό για το κύρος μιας τέτοιας συμβάσεως με αντισυμβαλλόμενη δηλαδή ανώνυμη εταιρία για τη συμβατική δέσμευση της τελευταίας. Συνεπώς ο ……………. δεν μπορούσε ως υποκατάστατος του Δ.Σ. της εναγομένης ούτε να συνάψει στο όνομα και για λογαριασμό της με τον ενάγοντα την επίδικη σύμβαση έργου ούτε να συμφωνήσει και να αποδεχθεί για λογαριασμό την καταβολή της αμοιβής του ενάγοντα, διότι τέτοια εξουσία δεν του είχε με απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης εκχωρηθεί και άρα τέτοια ιδιότητα ο ανωτέρω δεν είχε και δεν μπορούσε εγκύρως να την δεσμεύσει. Ούτε όμως αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ……….. συνάπτοντας την ανωτέρω συμφωνία και αποδεχόμενος ότι θα καταβληθεί από την εναγόμενη αμοιβή στον ενάγοντα σύμφωνα με το υπογραφεν μεταξύ τους από 18/2/2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, ενήργησε (ο …..…) ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγόμενης δυνάμει σχέσεων εντολής και πληρεξουσιότητας, διότι, δεν προέκυψε από τις προσκομισθείσες αποδείξεις ότι δόθηκε ποτέ σε αυτόν τέτοια εξουσία και οιονδήποτε τρόπο, ρητώς ή σιωπηρώς ,είτε από το δ.σ. της εναγομένης είτε από άλλο υποκατάστατο όργανο της δηλαδή τον διευθύνοντα σύμβουλο …… ή την αναπληρώτριά του …………… Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το ότι η εναγόμενη η οποία εδρεύει στο Δήμο Θεσσαλονίκης και, σύμφωνα με το καταστατικό της λειτουργεί από πολλών ετών ως οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα με αντικείμενο εκτός άλλων κατασκευές οικοδομών (κατοικίες ή επαγγελματικές στέγες κλπ και με το σύστημα της αντιπαροχής), είχε ήδη πωλήσει ιδιοκτησίες της, 23 το αριθμό, στο ανωτέρω συγκρότημα, κατά συνέπεια γνώριζε καλώς την πραγματική αγοραία αξία αυτών ούτως ώστε ουδένα σκοπό και χρεία εξυπηρετούσε να εκπονηθεί η ως ανω τεχνική μελέτη με σκοπό να διαπιστωθεί η αγοραία αξία τους από τον ενάγοντα πολιτικό μηχανικό. Ούτε όμως κάποιο σχετικό έγγραφο πληρεξουσιότητας του διοικητικού της συμβουλίου ή κάποιου εκ των ανω προσώπων που την εκπροσωπούσαν παραδόθηκε ποτέ στον ………… Σημειωτέον ότι ο τελευταίος εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλαδή κάθε ρητά έγγραφη ή έστω προφορική πληρεξουσιότητα των οργάνων της εναγόμενης προς αυτόν. Είναι δε όλως αβάσιμος κατ΄ουσία ο ισχυρισμός του τελευταίου (στην εν λόγω μαρτυρική του κατάθεση) ότι ένας μεσίτης, ονόματι …….., ανέθεσε στον ενάγοντα μηχανικό την εκπόνηση της επίμαχης έκθεσης εκτίμησης αφου στην περίπτωση αυτή, όχι ο ιδιος, αλλά ο …………. θα υπέγραφε το από 18/2/2009 ιδιωτικό συμφωνητικό. Επομένως ο ………. υπέγραφε το εν λόγω συμφωνητικό συνάπτοντας την επίδικη σύμβαση έργου με τον ενάγοντα και αποδεχόμενος την αναφερόμενη σ΄αυτό αμοιβή του τελευταίος, ενεργώντας αυτοβούλως και ανευ οιασδήποτε εντολής ή πληρεξουσιότητας του δ.σ. της εναγόμενης ή των οργάνων που την εκπροσωπούσαν. Ούτε μπορούσε να δημιουργηθεί εν προκειμένω κάποια εύλογη εντύπωση προς τους τρίτους ότι ο ανωτέρω (………………) συναλλασσόταν ως εντολοδόχος και πληρεξούσιος της εναγομένης, πολλώ δε μάλλον στον ενάγοντα ο οποίος εκ της επαγγελματικής του ενασχόλησης και εμπειρίας του δεν ήταν δυνατόν να μην γνώριζε για τον τρόπο κατάρτισης έγκυρης συμφωνίας με την ανώνυμη εταιρία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του έκρινε, αντιθέτως, ότι ο ………. είχε την εξουσία να καταρτίσει στο όνομα της εναγομένης την επίδικη σύμβαση με τον ενάγοντα, ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγομένης, ενεργώντας με εξουσιοδότηση (πληρεξουσιότητα) που του έδωσε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης …………., και ακολούθως έκανε δεκτή την υπο κρίση αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ουσία και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό που ζητούσε, εσφαλμένα αφενός μεν ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο αφετέρου δε εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατ΄ακολουθία, πρέπει, αφού γίνει δεκτή κατ΄ουσία η ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας εταιρίας, να απορριφθεί η υπο κρίση αγωγή ως κατ΄ουσία αβάσιμη». Μετά από τα ανωτέρω, το δευτεροβάθμιο ως άνω Δικαστήριο με την 2927/ 2014 απόφασή του αφου συνεκδίκασε την ασκηθείσα έφεση με τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και απέρριψε την έφεση για τη δεύτερη εφεσίβλητη ως απαράδεκτη, δέχθηκε κατά τα λοιπά την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος, εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ.148/2010 οριστική απόφαση του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε την αγωγή και δικάζοντας επι της ουσίας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή, δέχθηκε την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, υποχρέωσε τον ενάγοντα να επιστρέψει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ στην εναγόμενη- εκκαλούσα, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της απόφασης αυτής και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

Έτσι από όλα τα αποδεικτικά ως ανω στοιχεία προέκυψε ότι στην κρινόμενη αγωγή ο εναγόμενος ……….. παρέστησε στον ενάγοντα ……….. …. ψευδή γεγονότα ως αληθινά, και συγκεκριμένα παρέστησε ψευδώς ότι είναι πληρεξούσιος και ενεργεί κατ΄εντολή και για λογαριασμό των ανώνυμων εταιρειών «……………» και «……………..» με σκοπό να μην επιστρέψει στον ενάγοντα  το παραπάνω χρηματικό ποσό των 16.000,00 ευρώ που αφορούσε μέρος της συμφωνηθείσας αμοιβής του για τη σύνταξη της παραδοθείσας από αυτόν στον εναγόμενο της από Φεβρουαρίου 2009  έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης του ανωτέρω συγκροτήματος, αλλά να το ιδιοποιηθεί παράνομα δεδομένου, ότι το αληθές ήταν ότι ουδεμία εντολή ή πληρεξουσιότητα είχε από τις ανωτέρω εταιρείες για την ανάθεση, την παραλαβή της εκθέσεως και την πληρωμή της αμοιβής του ενάγοντα. Η κρίση δε του παρόντος Δικαστηρίου για όλα τα ανωτέρω, ενισχύεται τόσο από το ίδιο από 18-02-2009 προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους διαδίκους ιδιωτικό συμφωνητικό και βεβαίωση παραλαβής – παράδοσης της από Φεβρουαρίου 2009 έκθεσης οικονομικής και τεχνικής εκτίμησης ιδιοκτησιών των εταιρειών «……………» και «……………………», το περιεχόμενο και η γνησιότητα του οποίου ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο, όσο και από τις ομολογίες του ίδιου του εναγομένου τόσο στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέθεσε ως μάρτυρας και βεβαίωσε ότι δεν ήταν εκπρόσωπος, ούτε πληρεξούσιος της εταιρείας «…………», κατά τα ήδη προαναφερθέντα, αλλά και με το εφετήριο όπου δηλώνει ότι δεν ήταν πληρεξούσιος, ούτε εκπρόσωπος και της εταιρείας « ………..», εκπρόσωπος της οποίας ήταν η σύζυγός του ……………. Ο ισχυρισμός δε του εναγομένου ότι ένας κτηματομεσίτης με το όνομα « …………..» έδωσε εντολή στον ενάγοντα να προβεί στην εκτίμηση της αξίας του συγκροτήματος πολυκατοικιών και να συντάξει σχετική έκθεση, δηλώνοντάς του μάλιστα, ότι θα πληρωθεί από τον ίδιο, δηλ. τον …… και ότι αυτός (εναγόμενος) υπέγραψε το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό επειδή ο ενάγων φοβήθηκε ότι δεν θα πληρωθεί από τον ……, δεν αντέχει στην κοινή λογική και απορριπτέος κρίνεται ως αβάσιμος, αφού στην περίπτωση αυτή θα υπέγραφε όχι ο ίδιος (εναγόμενος), αλλά ο ανωτέρω μεσίτης, κατά του οποίου όμως δεν προέκυψε ότι έχει στραφεί με οποιονδήποτε τρόπο ο εναγομένος, ούτε άλλωστε προσκομίζεται από αυτόν (εναγόμενο) κανένα αποδεικτικό περι αυτών έγγραφο. Η κρίση δε του Δικαστηρίου τούτου για τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρείται ουσιώδως μόνο από τη γενικόλογη και σε πολλά σημεία αόριστη, ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του εναγομένου, ……………. στενού φίλου και συνεργάτη αυτού.

Ετσι, όπως αποδείχθηκε, τα προαναφερόμενα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν αδικοπραξία, με την μορφή της ποινικώς κολάσιμης πράξεως της απάτης (άρθρ.386 ΠΚ), από την οποία ο ενάγων υπέστη ζημία, ισόποση προς το ποσό των 16.000,00 ευρώ που έπρεπε να του καταβάλει ο εναγόμενος ως μέρος της αμοιβής του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα καθόσον, η αποδιδόμενη στον εναγόμενο υπαιτιότητά του πληροί την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της ποινικής απάτης σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.

Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των ανωτέρω και των ειδικότερων συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η παραπάνω αδικοπραξία, του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου, του είδους της φύσης και της έκτασης της ζημίας, του γεγονότος ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου ο ενάγων ενεπλάκη σε δαπανηρούς και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες (η πρώτη αγωγή με την οποία ζητούσε την ως άνω αμοιβή του αρχικώς από τις παραπάνω ανώνυμες εταιρείες, ασκήθηκε το έτος 2009), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και της στεναχώριας που δοκίμασε ο ενάγων από την παραπάνω αιτία, αυτός (ενάγων) υπέστη ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ .Το ποσό αυτά κρίνεται ως δίκαιο  και εύλογο  (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 εδαφ. α` του ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου, σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως, που προήλθε από αδικοπραξία, είναι η γνώση από τον παθόντα, τόσο της ζημίας, όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 72/2013, ΕφΑθ 1008/ 2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ομως, στο άρθρο 937 εδ. β` του ΑΚ ορίζεται ότι “Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”. Ο νομοθέτης αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή απέβλεψε προδήλως στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή άνευ συνυπολογισμού σ` αυτήν και του διαστήματος της κατ` άρθρ. 113 παρ. 3 Π.Κ. αναστολής (ΟλΑΠ 21/2003, ΕλλΔνη 2003.946, ΑΠ 994/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγόμενου, η οποία για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με την προπαρατεθεισα διάταξη, πρέπει να αναφέρει το χρόνο κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου σε αποζημίωση και τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής. Το δικαστήριο δε μπορεί να δεχθεί μετά από εκτίμηση των αποδείξεων μεταγενέστερο χρόνο έναρξης της παραγραφής, όχι όμως και το αντίστροφο (ΑΠ 1239/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών προβάλλει με το εφετήριο κατά της κατ΄ αυτού αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, τον ισχυρισμό (ένσταση παραγραφής), ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος υπέκυψε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ.5 του ΑΚ, εφόσον ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή του την 02-01-2015, ήτοι μετά την παρέλευση πενταετίας από το έτος που υπεγράφη το από 18-02-2009 ως ανω ιδιωτικό συμφωνητικό, ισχυριζόμενος δηλαδή ότι η αξίωση του ενάγοντος αφορά αμοιβή του ίδιου κατ΄αυτού (εναγόμενου). Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη και τούτο διότι κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα, οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος πηγάζουν από αδικοπραξία του εναγομένου, για την παραγραφή των οποίων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και δεν αφορούν αμοιβές για την παροχή εργασίας ή παροχή υπηρεσιών, όπως αβασίμως υποστηρίζει με την έν λόγω ένστασή του ο εναγόμενος.

Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων  η  υπο κρίση αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000,00) ευρώ, ήτοι 16.000,00 + 2.000,00, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ.178 παρ.1,183,191 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ.3724/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επι της από 22-12-2014 (γεν.αριθμ.καταθ……./2014) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e – παραβόλου με κωδικό ………/2017, άσκησης έφεσης που κατέθεσε αυτός, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  20 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ