Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 464/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    464/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………….. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ειρήνη Ανδρουλάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας ………………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ……….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/14.11.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 509/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 4.4.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.5.2020 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 15.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/16.6.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 4.4.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./21.5.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./22.5.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 15.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/16.6.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/16.6.2020 έφεση της εφεσίβλητης – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 509/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 23.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/14.11.2018 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 3.2.2020, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ο ενάγων ………………. ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BΡ, ολικής χωρητικότητας πέντε χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τεσσάρων κόρων και δέκα εκατοστών (5.664,10 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, αντί των προβλεπόμενων από την συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2016 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινώς ακτοπλοϊκά δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαέξι [16] ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 9.3.2018, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη. Προσθέτως ισχυρίστηκε ότι η εναγόμενη, που αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει, δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση που του όφειλε επειδή η σύμβαση αυτή λύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου συνεπεία της υποβολής του στην ετήσια επιθεώρηση, που διήρκεσε πέραν των εξήντα [60] ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατά το ήμισυ εκάστου αγωγικού κονδυλίου, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων εξακοσίων τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (30.603,83 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν του χορηγήθηκαν, για αποζημίωση λόγω διακοπής δρομολογίων και για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες κατά μέσο όρο, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του συνολικώς καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή οκτώ χιλιάδων εκατόν πενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (8.158,81 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, ως αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν, καθώς και ως αποζημίωση του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις 9.3.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ απέρριψε σιωπηρά τις ενστάσεις της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση χρηματικού ποσού χιλίων εβδομήντα τριών ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (1.073,98 €), που του είχαν καταβληθεί ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Προς εξυπηρέτηση του σκοπού της έκδοσης ορθότερης, ως προς το οντολογικό μέρος της, αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και για την ασφαλέστερη διαπίστωση της ουσιαστικής αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, η διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ επιτρέπει την επίκληση και προσκομιδή στο εφετείο νέων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ δε αυτών και ενόρκων βεβαιώσεων, καταρχήν απεριόριστα, με την εξαίρεση εκείνων που οι διάδικοι δεν είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως με πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλειά τους (ΑΠ 913/2019, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), η αρχή δε αυτή ισχύει και στην έκκλητη δίκη επί αποφάσεως που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αφού δεν αντιβαίνει σε ειδικότερη ρύθμιση (Α. Διακονής, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 529, αρ. 4, σελ. 311). Όμως, η επίκληση και η προσκομιδή και των νέων αποδείξεων υπακούει στο γενικό κανόνα που απορρέει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 524 § 1 εδαφ. β και 591 § 1 εδαφ. β περ. γ και δ του ιδίου Κώδικα, κατά τον οποίο όλα τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προσκομίζονται στο ακροατήριο και η επίκλησή τους να λαμβάνει χώρα με τις προτάσεις που κατατίθενται κατά τη συζήτηση (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 414/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 81, σελ. 729, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.[ Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 431, σελ. 200), εκτός αν με αυτά αποδεικνύεται ισχυρισμός του προσκομίζοντος που προτάθηκε παραδεκτώς με την προσθήκη των προτάσεών του, δηλαδή προς αντίκρουση ισχυρισμού του αντιδίκου του, που προβλήθηκε με τις προτάσεις του για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 543/2014, ΕφΑΔ 2014/415, ΑΠ 1272/2002, ΕΕΔ 2003/493 = Δνη 2004/405, ΜονΕφΔωδ. 29/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 476/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 620/2009, ΑχΝομ 2010/376). Ο ισχυρισμός μάλιστα για την απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσκομιδή των νέων αποδεικτικών μέσων πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της προσθήκης – αντίκρουσης (ΑΠ 613/2018, ΑΠ 74/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε κάθε άλλη περίπτωση, επίκληση και προσκομιδή αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, εφόσον γίνεται με την προσθήκη στις προτάσεις τους, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 537/2016, ΑΠ 163/2014, ΑΠ 1103/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 233 επομ.), ιδρυομένου άλλως λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. β ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου ως αποδείξεις που λήφθηκαν υπόψη μολονότι δεν προσκομίστηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (ΟλΑΠ 30/1997, Δνη 1997/1522 = ΝοΒ 1998/188, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2017, αρ. 476, σελ. 355).

IV. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τη με αριθμό …../3.5.2019 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση του …………., ναύτη στο πιο κάτω πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………/24.4.2019 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………, σε συνδυασμό προς την από 22.4.2019 έγγραφη εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στην εναγομένη, η οποία (ένορκη βεβαίωση) σταθμίζεται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας του μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι αυτός τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, για όσους λόγους ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας εκτέθηκαν, να λαμβάνει υπόψη τις με αριθμούς ………../23.11.2020 και ………../20.11.2020 δύο [2] ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. βεβαιώσεις του ως άνω ……………… και του ……………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος η πρώτη και της εναγομένης η δεύτερη, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου τους, αφού προσκομίζονται απαραδέκτως μετά τη συζήτηση των εφέσεων και επίκλησή τους γίνεται το πρώτον με την προσθήκη των διαδίκων στις προτάσεις τους, χωρίς να κατατείνουν στην αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν από τον αντίδικο εκάστου προσκομίζοντος για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση στο δεύτερο βαθμό, δεδομένου, αφενός, ότι οι διάδικοι δεν προτείνουν στα πλαίσια της έκκλητης δίκης κανέναν ισχυρισμό που δεν είχαν υποστηρίξει και πρωτοδίκως και, αφετέρου, ότι οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις δε θα μπορούσαν να αντικρούσουν κανέναν όψιμο ισχυρισμό τους [τέτοιος άλλωστε δεν αναφέρεται στα δικόγραφα της προσθήκης τους], αφού η πρόσκληση εκάστου επισπεύσαντος τη λήψη τους προς τον αντίδικό του έγινε πριν τη συζήτηση της έφεσής του (βλ. τις από 7.11.2020 δύο [2] εξώδικες προσκλήσεις, που επισυνάπτονται στις αντίστοιχες με αριθμούς …………./18.11.2020 και ………./17.11.2020 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. και ………….). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 14.6.2016 μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BP, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …… και αριθμό ΙΜΟ ……, ολικής χωρητικότητας πέντε χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τεσσάρων κόρων και δέκα εκατοστών [5.664,10 κ.ο.χ.], υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……… και του ενάγοντος …………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου της ΛΕ ναυτικής περιφέρειας, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 12η.2.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 13.3.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 28η.3.2017, οπότε και απολύθηκε στον ίδια λιμένα και για το ίδιο λόγο. Ακολούθησαν δύο (2) ακόμη ναυτολογήσεις του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα στις 12.5.2017 και στις 11.11.2017, που διήρκεσαν η πρώτη έως την 12η.10.2017, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε λόγω λήψεως άδειας αναψυχής και η δεύτερη έως τις 9.3.2018, οπότε ο ενάγων απολύθηκε λόγω υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρηση, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Για δύο [2] από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 14.6.2016 και από 13.3.2017 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε «κλειστός», ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν δεκαεπτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (3.117,21 €) με την πρώτη και των δύο χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (2.825,41 €) με τη δεύτερη. Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (1.1.2017 έως 9.3.2018) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005) στις 17.11.2017 και τούτο διότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, η οποία κατέλαβε έτσι και τους διαδίκους (οι οποίοι αμφότεροι ήσαν κατά το έτος 2017 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας [ΠΝΟ], όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας [ΣΕΕΝ], όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί), για το λόγο ότι κατά το χρόνο της υπογραφής της ΣΣΝΕ η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος δεν είχε λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς όσες ατομικές συμβάσεις των μελών των οργανώσεων που συμβλήθηκαν καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η ίδια ΣΣΝΕ, η οποία, πάντως, δε διαφοροποίησε τις απολαβές των ναυτικών που απασχολούνται στην ακτοπλοΐα έναντι όσων ίσχυαν υπό το κράτος της προηγούμενης ΣΣΝΕ των εργαζομένων σε πλοία της ιδίας κατηγορίας του έτους 2016 (που επικαλέστηκαν οι διάδικοι και εφάρμοσε η εκκαλουμένη), ρύθμισε τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του στο πλοίο BP και κατά το επόμενο έτος 2018, καθώς οι διατάξεις της διάδοχης ΣΣΝΕ (του έτους 2018), που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, ουδέποτε κατέλαβε τους διαδίκους, παρά την περί αναδρομικής από 1.1.2018 ισχύος της ρητή πρόβλεψή της, επειδή κατά την υπογραφή της (στις 31.10.2018) η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως συνομολογείται, λυθεί, με αποτέλεσμα η από 11.11.2017 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που εξακολούθησε να ισχύει και μετά τη λήξη της ισχύος της ΣΣΝΕ του έτους 2017 στις 31.12.2017 και, παράλληλα, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ναυτολογούμενου παρέπεμψε, όπως δεν αμφισβητείται, στην «εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», να συνεχίσει να διέπεται από την, ελλείψει νεότερης, τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 205/2019, αδημ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του τα έτη 2017 και 2018 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €) και ήταν κατώτερες από το συμφωνημένο μισθό του. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, η εργοδότρια του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατ’ αμφότερα τα επίδικα έτη (2017 και 2018) κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία που αντιστοιχούσε σε τριάντα πέντε [35] ώρες κατά τα Σάββατα, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 της ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε τετρακόσια πενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (458,44 €). Προσθέτως, από τα ίδια έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη κατά τα ίδια έτη του κατέβαλε, επιπλέον των ανωτέρω, παγίως, χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες και τις Κυριακές. Συγκεκριμένα, στον ενάγοντα καταβλήθηκαν, κατά τους μήνες πλήρους απασχόλησής του, χρηματικά ποσά διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών 234,28 € για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, πεντακοσίων είκοσι ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (520,43 €) για το μήνα Ιούνιο του αυτού έτους, πεντακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και έξι λεπτών (594,06 €) για καθένα των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του ιδίου εκείνου έτους, τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (447,08 €) για το μήνα Ιανουάριο του επομένου έτους 2018 και τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (412,78 €) για τον επόμενο μήνα Φεβρουάριο. Η αναγωγή των χρηματικών αυτών ποσών σε ώρες υπερωριακής εργασίας, με βάση την απλή προσαύξηση του ωρομισθίου του ενάγοντος (25%), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων έλαβε αμοιβή που αντιστοιχεί σε είκοσι οκτώ (28), σε περίπου εξήντα δύο (62,20), σε εβδομήντα μία (71), σε περίπου πενήντα τρείς (53,44) και σε περίπου πενήντα (49,34) ώρες μηνιαίως αντίστοιχα και, ειδικότερα, για απασχόλησή του πέραν του οκταώρου του επί περίπου μία [1,11] ώρα κατά το μήνα Ιανουάριο 2017 (234,28 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 27,95 ώρες υπερωριακής εργασίας ÷ 25 καθημερινές και Κυριακές = 1,11 ώρες ανά ημέρα), επί περίπου δυόμιση [2,48] ώρες κατά το μήνα Ιούνιο 2017 (520,43 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 62,10 ώρες υπερωριακής εργασίας ÷ 25 καθημερινές και Κυριακές = 2,48 ώρες ανά ημέρα), επί περίπου τρεις [2,83] ώρες κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο 2017 (594,06 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 70,89 ώρες υπερωριακής εργασίας ÷ 25 καθημερινές και Κυριακές = 2,83 ώρες ανά ημέρα), επί περίπου δύο [2,13] ώρες το μήνα Ιανουάριο 2018 (447,08 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 53,35 ώρες υπερωριακής εργασίας ÷ 25 καθημερινές και Κυριακές = 2,13 ώρες ανά ημέρα) και επί περίπου δύο [1.97] ώρες κατά το μήνα Φεβρουάριο 2018 (412,78 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 49,25 ώρες υπερωριακής εργασίας ÷ 25 καθημερινές ημέρες και Κυριακές = 1,97 ώρες ανά ημέρα). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ναυτολόγιό του και δεν αμφισβητείται, κατά την ίδια χρονική περίοδο (1.1.2017 – 9.3.2018) στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BP απασχολούνταν ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος ένας [1] ναύκληρος, ένας [1] υποναύκληρος, εννέα [9] ναύτες και δύο [2] ναυτόπαιδες. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων,  πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτων, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεως του ενάγοντος, δηλαδή επί συνολικά τριακόσιες τριάντα μία [331] ημέρες, το ίδιο πλοίο διενεργούσε τους ακόλουθους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 25.3.2017, από 14.1.2018 έως 8.2.2018 και από 23.2.2018 έως 9.3.2018, ήτοι για τις περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1.1.2017 έως 12.2.2017, από 13.3.2017 έως 25.3.2017, από 14.1.2018 έως 8.2.2018 και από 23.2.2018 έως 9.3.2018, δηλαδή επί συνολικά ενενήντα επτά [97] ημέρες, το πλοίο εκτελούσε ημερινούς πλόες και, συγκεκριμένα, αναχωρούσε καθημερινά από τον Πειραιά στις 07:30 και κατέπλεε διαδοχικά στη Σύρο στις 11:15 και στην Τήνο στις 12:00 και μετά από δεκαπεντάλεπτη παραμονή σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα κατέπλεε στη Μύκονο στις 12:45, από όπου αναχωρούσε στις 14:15 για το δρομολόγιο της επιστροφής και ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία (άφιξη στην Τήνο στις 15:00 και στη Σύρο στις 16:00) κατέπλεε στην αφετηρία του (στον Πειραιά) στις 19:45, δηλαδή μετά από ταξίδι περίπου δώδεκα [12] ωρών, έχοντας παραμείνει σε καθέναν ενδιάμεσο λιμένα ίσο χρόνο όπως και στον πλου της μεταβάσεως. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο την 1.1.2017, ενώ ανεκτέλεστα λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, που προκάλεσε την απαγόρευση του απόπλου του από την αρμόδια λιμενική αρχή, παρέμειναν τα δρομολόγια του πλοίου στις 13.2.2017 και στις 18, 24 και 25.1.2018. Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.3.2017 έως 23.5.2017, από 3.6.2017 έως 23.6.2017 και από 9.2.2018 έως 22.2.2018, ήτοι για τις περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος από 26.3.2017 έως 28.3.2017, από 12.5.2017 έως 23.5.2017, από 3.6.2017 έως 23.6.2017 και από 9.2.2018 έως 22.2.2018, δηλαδή επί πενήντα [50] συνολικά ημέρες, το πλοίο απέπλεε καθημερινά από τον Πειραιά στις 17:30 και εκτελούσε δρομολόγιο προς Αμοργό, Αστυπάλαια και Σαντορίνη με επιστροφή ως εξής: κάθε Δευτέρα και Τετάρτη μετά την αναχώρηση από την αφετηρία του προσέγγιζε διαδοχικά τους λιμένες της Πάρου στις 21:45, της Νάξου στις 22:45, της Δονούσας στις 00:15 της επομένης και της Αιγιάλης στην Αμοργό στις 01:10, για να αφιχθεί στην Αστυπάλαια στις 02:50 εκάστης Τρίτης και Πέμπτης. Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε την ίδια ώρα από τον Πειραιά (17:30) και κατέπλεε στα Κατάπολα της Αμοργού στις 02:00 του Σαββάτου, έχοντας στο μεταξύ πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Πάρο και τη Νάξο, όπου κατέπλεε τις ίδιες, όπως και στα δρομολόγια της Δευτέρας και της Τετάρτης, ώρες και, επιπλέον, στην Ηρακλειά, τη Σχοινούσα και το Κουφονήσι, όπου κατέπλεε, αντιστοίχως, στις 00:00, στις 00:20 και στις 01:05 του Σαββάτου, παραμένοντας σε καθέναν από τους λιμένες αυτούς επί δεκαπέντε πρώτα λεπτά. Κάθε Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη το πλοίο πριν την Πάρο προσέγγιζε και στο λιμένα της Σύρου στις 21:10 και μετά τη Νάξο κατέπλεε, τις μεν Τρίτες και Κυριακές στα Κατάπολα της Αμοργού στις 02:50 της επομένης ημέρας (Τετάρτης και Δευτέρας αντίστοιχα), τις δε Πέμπτες στην Αιγιάλη της Αμοργού στις 02:00 της Παρασκευής, για να καταλήξει στην Αστυπάλαια, όπου κατέφθανε στις 03:40. Κάθε δε Σάββατο το πλοίο προσέγγιζε μόνο στην Πάρο και τη Νάξο, στις 21:45 και στις 22:45 αντίστοιχα και ολοκλήρωνε τον πλου του στη Σαντορίνη, όπου κατέπλεε στις 01:15 της Κυριακής. Το δρομολόγιο της επιστροφής προς Πειραιά ήταν συντομότερο, καθώς το πλοίο αναχωρούσε κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή στις 05:15 από την Αστυπάλαια και δια μέσου της Αιγιάλης (άφιξη στις 06:55), της Δονούσας (άφιξη στις 07:35), της Νάξου (άφιξη στις 09:30) και της Πάρου (άφιξη στις 10:45), κατέπλεε στον Πειραιά στις 15:00 της ίδιας εκάστης ημέρας. Η παραμονή του πλοίου σε καθέναν από τους ενδιάμεσους λιμένες δεν υπερέβαινε τα δεκαπέντε πρώτα λεπτά της ώρας. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο το πλοίο αναχωρούσε από τα Κατάπολα της Αμοργού στις 06:00 και αφού προσέγγιζε διαδοχικά στο Κουφονήσι στις 06:40, στη Σχοινούσα στις 07:25, στην Ηρακλειά στις 07:45, στη Νάξο στις 09:00 και στην Πάρο στις 10:45, κατέπλεε στον Πειραιά στις 15:00, ενώ κάθε Κυριακή το ταξίδι του από τη Σαντορίνη, όπου είχε καταπλεύσει στις 01:15, ξεκινούσε στις 07:00 και δια μέσου της Νάξου και της Πάρου, όπου αφικνείτο στις 09:30 και στις 10:45 αντίστοιχα, ολοκληρωνόταν στον Πειραιά στις 15:00. Τα δρομολόγια αυτά για την περίοδο 3.6.2017 έως 23.6.2017 ολοκληρώθηκαν με την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά στις 15:00 του Σαββάτου 24.6.2017. Να σημειωθεί εδώ ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.3.2017 έως 28.3.2017 και από 9.2.2018 έως 22.2.2018 δεν είχε προγραμματιστεί δρομολόγιο από Πειραιά προς Σαντορίνη κάθε Σάββατο, καθώς το πλοίο μετά τον κατάπλου στα Κατάπολα στις 02:00 του Σαββάτου παρέμενε εκεί, όπου διανυκτέρευε μέχρι τον επόμενο απόπλου του προς Πειραιά στις 06:00 το πρωί της Κυριακής. Να σημειωθεί ακόμα ότι δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια στις 16, 17, 18 και 19.5.2017, λόγω συμμετοχής του πληρώματος του πλοίου σε απεργία προκηρυχθείσα από την ΠΝΟ, καθώς και ότι το Ε/Γ – Ο/Γ BP παρέμεινε σε ακινησία κατά το χρονικό διάστημα από 23.5.2017 έως και 2.6.2017. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2017 έως 4.9.2017, δηλαδή επί συνολικά εβδομήντα δύο [72] ημέρες το πλοίο εκτελούσε υπερδωδεκάωρης διάρκειας δρομολόγια από Πειραιά προς Ρόδο και Καστελόριζο των Δωδεκανήσων με επιστροφή και, συγκεκριμένα, από τον Πειραιά αναχωρούσε κάθε Τρίτη και Πέμπτη στις 15:00 και κάθε Κυριακή στις 08:00, από τη Ρόδο κάθε Τετάρτη στις 15:00 και από το Καστελόριζο κάθε Δευτέρα στις 11:00 και κάθε Παρασκευή στις 14:00. Ειδικότερα, κάθε Τρίτη και Πέμπτη το πλοίο μετά την αναχώρησή του από τον Πειραιά προσέγγιζε διαδοχικά σε μόνιμη βάση την Πάρο, τη Νάξο, την Κάλυμνο, την Κω και τη Σύμη, όπου κατέπλεε στις 19:30, στις 20:30, στις 03:50 της επομένης, στις 05:10 και στις 08:00 εκάστης Τετάρτης και Παρασκευής, για να ολοκληρώσει τον πλου της μεταβάσεως κάθε Τετάρτη στη Ρόδο, όπου αφικνείτο στις 09:40 και κάθε Παρασκευή στο Καστελόριζο, όπου μετά την προσέγγιση της Ρόδου στις 09:10 κατέφθανε στις 13:40. Στο δρομολόγιο της Τρίτης από Πειραιά το πλοίο μετά τη Νάξο και πριν την Κάλυμνο προσέγγιζε και στους λιμένες της Πάτμου στις 23:40, των Λειψών στις 00:45 και της Λέρου στις 01:55, ενώ στο δρομολόγιο της Πέμπτης από Πειραιά το πλοίο μετά την Κω και πριν από τη Σύμη προσέγγιζε και τους λιμένες της Νισύρου και της Τήλου, όπου κατέπλεε στις 04:10 και στις 05:40 της Παρασκευής αντίστοιχα. Τις Κυριακές το πλοίο μετά την αναχώρησή του από τον Πειραιά στις 08:00 προσέγγιζε διαδοχικά στην Πάρο στις 12:10, στη Νάξο στις 13:10, στην Αστυπάλαια στις 16:30, στην Κάλυμνο στις 19:10, στην Κω στις 20:30, στη Νίσυρο στις 22:15, στην Τήλο στις 23:40, στη Σύμη στις 01:40 της επομένης και στη Ρόδο στις 03:05, για να καταλήξει στο Καστελόριζο στις 10:40 το πρωί της Δευτέρας. Ο πλους της επιστροφής ξεκινούσε από εκεί αμέσως, στις 11:00 και μετά από αποεπιβιβάσεις επιβατών διαδοχικά στη Ρόδο στις 16:00, στη Σύμη στις 17:35, στην Τήλο στις 19:30, στη Νίσυρο στις 20:45, στην Κω στις 22:30, στην Κάλυμνο στις 23:40 και στην Αστυπάλαια στις 02:10 της επομένης κατέληγε στον Πειραιά στις 10:20 το πρωί της Τρίτης. Το δρομολόγιο της επιστροφής της Τετάρτης ξεκινούσε στις 15:00 το μεσημέρι από τη Ρόδο και δια μέσου της Σύμης (άφιξη στις 16:40), της Κω (άφιξη στις 19:25), της Καλύμνου (άφιξη στις 20:45), της Λέρου (άφιξη στις 22:45), των Λειψών (άφιξη στις 23:55) και της Πάτμου (άφιξη στις 01:00 της επομένης) κατέληγε στον Πειραιά στις 09:40 το πρωί της Πέμπτης, ενώ το δρομολόγιο της επιστροφής της Παρασκευής εκκινούσε από το Καστελόριζο στις 14:00 και μετά από διαδοχικές προσεγγίσεις στη Ρόδο στις 19:00, στη Σύμη στις 20:40, στην Τήλο στις 22:30, στη Νίσυρο στις 23:59, στην Κω στις 01:50 της επομένης και στην Κάλυμνο στις 03:10 κατέληγε στον Πειραιά στις 13:10 το μεσημέρι του Σαββάτου, όπου το πλοίο διανυκτέρευε μέχρι την επόμενη αναχώρησή του στις 08:00 το πρωί της Κυριακής. Τόσο στο ταξίδι της μεταβάσεως όσο και στον πλου της επιστροφής το πλοίο παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, εκτός από εκείνους της Κω και της Καλύμνου, όπου ελλιμενιζόταν για τριάντα [30] και είκοσι [20] πρώτα λεπτά αντίστοιχα. Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 5.9.2017 έως 12.1.2018, ήτοι κατά τις περιόδους ναυτολογήσεως του ενάγοντος από 5.9.2017 έως 12.10.2017 και από 11.11.2017 έως 12.1.2018, δηλαδή επί εκατό [100] συνολικά ημέρες, το πλοίο εκτελούσε το ίδιο κατά βάση δρομολόγιο προς Ρόδο – Καστελόριζο με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις: από τον Πειραιά απέπλεε κάθε Τρίτη και Πέμπτη στις 15:00 και κάθε Σάββατο στις 17:00 και τις Τρίτες προσέγγιζε διαδοχικά στην Πάτμο στις 23:40, στους Λειψούς στις 00:45 της επομένης, στη Λέρο στις 01:55, στην Κάλυμνο στις 03:50, στην Κω στις 05:10 και στη Σύμη στις 08:00, για να καταλήξει στη Ρόδο στις 09:40 το πρωί της Τετάρτης, ενώ τις Πέμπτες πραγματοποιούσε αποεπιβιβάσεις επιβατών διαδοχικά στην Κάλυμνο στις 01:00 της επομένης, στην Κω στις 02:20, στη Νίσυρο στις 04:10, στην Τήλο στις 05:40, στη Σύμη στις 07:30 και στη Ρόδο στις 09:10, για να καταλήξει από εκεί στο Καστελόριζο, όπου κατέπλεε στις 13:40 το μεσημέρι της Παρασκευής. Κάθε Σάββατο μετά την αναχώρησή του από τον Πειραιά κατέπλεε διαδοχικά στην Αστυπάλαια στις 01:30 της επομένης, στην Κάλυμνο στις 04:10, στην Κω στις 05:40, στη Νίσυρο στις 07:20, στην Τήλο στις 08:50 και στη Ρόδο στις 11:15 το πρωί της Κυριακής, όπου διανυκτέρευε, για να αποπλεύσει το πρωί της Δευτέρας στις 07:00 κατευθυνόμενο στο Καστελόριζο, όπου αφικνείτο στις 10:40. Από το Καστελόριζο αναχωρούσε αμέσως στις 11:00 και προσέγγιζε διαδοχικά στη Ρόδο στις 16:00, στην Τήλο στις 18:30, στη Νίσυρο στις 20:00, στην Κω στις 21:50, στην Κάλυμνο στις 23:10 και στην Αστυπάλαια στις 01:50 της επομένης, για να καταπλεύσει τελικά στον Πειραιά στις 10:20 το πρωί της Τρίτης. Ο πλους της επιστροφής τις Τετάρτες εκκινούσε στις 15:00 από τη Ρόδο και μετά από διαδοχικές αποεπιβιβάσεις επιβατών στη Σύμη στις 16:40, στην Κω στις 19:25, στην Κάλυμνο στις 20:45, στη Λέρο στις 22:45, στους Λειψούς στις 23:55 και στην Πάτμο στις 01:00 της επομένης, κατέληγε στον Πειραιά στις 09:40 το πρωί της Πέμπτης, ενώ τις Παρασκευές για το ταξίδι της επιστροφής το πλοίο αναχωρούσε από το Καστελόριζο στις 14:00 και, αφού αποεπιβίβαζε επιβάτες στη Ρόδο (άφιξη στις 19:00), στη Σύμη (άφιξη στις 20:40), στην Τήλο (άφιξη στις 22:30), στη Νίσυρο (άφιξη στις 23:59), στην Κω (άφιξη στις 01:50 της επομένης) και στην Κάλυμνο (άφιξη στις 03:10), κατέπλεε στον Πειραιά στις 13:10 το μεσημέρι του Σαββάτου, για να αναχωρήσει πάλι από εκεί στις 17:00 για το επόμενο δρομολόγιο προς Ρόδο και Καστελόριζο. Τόσο στο ταξίδι της μεταβάσεως όσο και στον πλου της επιστροφής το πλοίο παρέμενε επί δεκαπεντάλεπτο της ώρας σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, εκτός από εκείνους της Κω και της Καλύμνου, όπου ελλιμενιζόταν για τριάντα [30] και είκοσι [20] πρώτα λεπτά αντίστοιχα. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2017 έως 12.1.2018 το πλοίο κατά το δρομολόγιο της Τρίτης από Πειραιά ανέπτυσσε μεγαλύτερη ταχύτητα και προσέγγιζε διαδοχικά στην Πάτμο στις 22:35, στους Λειψούς στις 23:20, στη Λέρο στις 00:20 της επομένης, στην Κάλυμνο στις 01:35, στην Κω στις 02:45 και στη Σύμη στις 05:35, για να καταλήξει στη Ρόδο στις 07:05 το πρωί της Τετάρτης, για να ακολουθήσει από εκεί πλους προς την Κάρπαθο, όπου αφικνείτο στις 12:55 της ιδίας ημέρας. Από την Κάρπαθο αναχωρούσε αμέσως στις 13:15 και ακολουθώντας αντίστροφο δρομολόγιο κατέληγε, δια μέσου της Ρόδου (άφιξη στις 18:00), της Σύμης (άφιξη 19:35), της Κω (άφιξη στις 22:30), της Καλύμνου (άφιξη στις 23:45), της Λέρου (άφιξη στις 01:10 της επομένης), των Λειψών (άφιξη στις 02:10) και της Πάτμου (άφιξη στις 02:55), στον Πειραιά όπου κατέπλεε στις 11:10 το πρωί της Πέμπτης. Να σημειωθεί εδώ ότι ανεκτέλεστα παρέμειναν τα δρομολόγια της 20.11.2017 από Ρόδο – Καστελόριζο, της 23.12.2017 από Πειραιά, της 25.12.2017 από Ρόδο, της 30.12.2017 από Πειραιά, της 1.1.2018 από Ρόδο, καθώς και της 4.1.2018 από Πειραιά, της 5.1.2018 προς Πειραιά και της 6.1.2018 από Πειραιά, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BP απασχολήθηκε υπερωριακά και, συγκεκριμένα, ότι εργαζόταν επί δεκαέξι [16] ώρες ημερησίως επί τριακόσιες σαράντα [340] ημέρες. Καταρχάς επισημαίνεται ότι οι ημέρες ναυτολόγησής του δεν υπερέβησαν τις τριακόσιες τριάντα μία [331]. Ακολούθως, ο ισχυρισμός του κρίνεται αβάσιμος τουλάχιστον όσον αφορά α] τις ένδεκα [11] ημέρες της ακινησίας του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 23.5.2017 έως και 2.6.2017, β] τις τέσσερις [4] ημέρες, που όπως πιο κάτω υπό στοιχ. VI της παρούσας θα αναφερθεί, απουσίαζε από το πλοίο έχοντας λάβει άδεια διανυκτέρευσης, κατά τις οποίες δεν εργάστηκε καθόλου, επομένως, ούτε και υπερωριακά και γ] τις δεκαεπτά [17] ημέρες, που προαναφέρθηκαν, κατά τις οποίες το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Κατά τα λοιπά με την αγωγή του ο ενάγων, όπως οι ισχυρισμοί του διευκρινίστηκαν με τις  πρωτόδικες προτάσεις του, υποστήριξε ότι απασχολήθηκε ως ναύτης βάρδιας εκτελώντας δύο [2] τετράωρες βάρδιες ημερησίως, παρατεινόμενες κατ’ εντολή του πλοιάρχου επί δύο [2] ώρες τόσο πριν την έναρξή τους όσο και μετά τη λήξη τους, με αποτέλεσμα να εκτελεί κατ’ ουσίαν δύο [2] οκτάωρες βάρδιες, απασχολούμενος με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στους λιμένες προσεγγίσεως του πλοίου, με την ασφάλισή τους, με εργασίες καθαρισμού του χώρου φόρτωσής τους (γκαράζ) και με εργασίες πρόσδεσης, αγκυροβολίας, απόδεσης και απάρσεως του πλοίου. Η εναγόμενη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες της βάρδιας του και μόνον κατ’ εξαίρεση, κατά τους θερινούς μήνες, παρείχε υπερωριακή εργασία, η οποία, όμως, ουδέποτε υπερέβη τις δύο [2] ώρες ημερησίως. Ειδικότερα, ο μεν ενάγων ισχυρίζεται ότι κάθε ημέρα στο πλοίο απασχολούνταν ταυτόχρονα οι επτά [7] τουλάχιστον από τους εννέα [9] ναύτες που στελέχωναν το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ενώ η εναγομένη υποστηρίζει ότι δεν ήταν απαραίτητη η ταυτόχρονη εργασία ναυτών πλέον των πέντε [5], εξαιτίας της κατανομής έξι [6] ναυτών σε βάρδιες και της απασχόλησης των τριών [3] υπολοίπων ως ημερεργατών (daymen: ντεϊμάνηδων). Επισημαίνεται εδώ ότι οι αντίδικοι ομονοούν ως προς το ότι υπήρχαν μέλη του πληρώματος καταστρώματος που δεν απασχολούνταν σε όλα τα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου, μολονότι η συμμετοχή της πλήρους οργανικής συνθέσεώς του στις εργασίες αγκυροβολίας και απάρσεως είναι κατά νόμο υποχρεωτική. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ενόψει των αμοιβών που κατά τα ανωτέρω λάμβανε ο ενάγων, πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η [όχι εξαιρετική αλλά] καθημερινή υπερωριακή απασχόλησή του, τουλάχιστον κατά μία [1] ώρα το μήνα Ιανουάριο 2017, κατά τρεις [3] περίπου ώρες κατά το θέρος και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 και κατά δύο [2] ώρες τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2018, με αποτέλεσμα ερευνητέα να αποβαίνει πλέον η υπερβάλλουσα χρονική διάρκεια της καθημερινής εργασίας του και μέχρι τις δεκαέξι [16] ώρες, που επικαλείται ο ενάγων. Σχετική είναι η ένορκη βεβαίωση του …………, ο οποίος επιβεβαιώνει την κατανομή των εννέα [9] ναυτών σε ναύτες βάρδιας και ημερεργάτες και αναφέρει ειδικότερα ότι οι πρώτοι ήσαν χωρισμένοι σε τρεις [3] ομάδες των δύο [2] και αναλάμβαναν εκ περιτροπής τις έξι [6] κυλιόμενες τετράωρες βάρδιες του εικοσιτετραώρου, κατά τρόπον ώστε ανά δύο [2] να εργάζονται κάθε ημέρα καταρχήν δύο [2] τετράωρα με χρονική απόσταση οκτώ [8] ωρών μεταξύ τους. Όπως η εναγομένη ισχυρίζεται χωρίς να αντικρούεται, δύο [2] ναύτες αναλάμβαναν τις βάρδιες 04:00 έως 08:00 και 16:00 έως 20:00, άλλοι δύο [2] τις βάρδιες 08:00 – 12:00 και 20:00 – 24:00 και οι υπόλοιποι, ανά δύο [2], τις βάρδιες 12:00 – 16:00 και 00:00 – 04:00. Ο ως άνω ενόρκως βεβαιών, όμως, αναφέρει περαιτέρω ότι εκάστη βάρδια επεκτεινόταν κατά δύο [2] ώρες πριν την έναρξή της και κατά δύο [2] ώρες μετά τη λήξη της και ότι οι τρεις [3] ημερεργάτες ναύτες, αν και το ωράριό τους εκτεινόταν καταρχήν από τις 06:00 έως και τις 18:00 κάθε ημέρα, απασχολούνταν σε όλα τα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου εκτελώντας τις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφορτώσεως και απόπλου. Ο ίδιος μάρτυρας δεν διευκρινίζει αν ο ενάγων ήταν ημερεργάτης ή ναύτης βάρδιας, δεν μνημονεύει το ωράριο της βάρδιας του ούτε εξηγεί αν αυτό παρέμενε πάντοτε σταθερό ή μεταβαλλόταν, επειδή όμως οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι ο ενάγων απασχολούταν σε βάρδιες το Δικαστήριο δέχεται ως αληθή τον ισχυρισμό τους ως προς τα καθήκοντά του. Αποδεδειγμένο επίσης, με βάση την ένορκη βεβαίωση, θεωρείται ότι ο ενάγων, όπως και το σύνολο των ναυτών, εργαζόταν επί δύο [2] ώρες μετά το πέρας κάθε δρομολογίου με τον καθαρισμό των εξωτερικών χώρων των καταστρωμάτων και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων (γκαράζ), ενώ ως αυτονόητο γίνεται δεκτό ότι κατά τη διάρκεια εκάστης βάρδιας του απασχολούταν με όλες τις εργασίες της ειδικότητας του, ότι δηλαδή συμμετείχε στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποιήσεώς τους δια της προσδέσεώς τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί κίνδυνος μετακινήσεώς τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές του αποδείξεις. Στις εργασίες αυτές, που επέβλεπε ο ναύκληρος ή ο υποναύκληρος, τους δύο [2] ναύτες βάρδιας δεν αμφισβητείται ότι επικουρούσαν οι τρεις [3] ημερεργάτες και οι δύο [2] ναυτόπαιδες. Περαιτέρω, ενόψει, πρώτον, της σταθερής καταβολής στον ενάγοντα αμοιβής υπερωριακής εργασίας και, δεύτερον, της παραδοχής της εναγομένης ότι όταν, κατά τους θερινούς μήνες, η επιβατική κίνηση ήταν αυξημένη ο ενάγων καλούταν να συνδράμει τους ναύτες βάρδιας και τους ημερεργάτες ακόμα και αν ο ίδιος δεν είχε βάρδια, αποδεδειγμένη κρίνεται και η εκτός βάρδιας απασχόλησή του, τουλάχιστον κατά τους μήνες αυτούς, στις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφορτώσεως του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες προσεγγίσεώς του. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν επιβεβαιώθηκε ότι ο ενάγων, στα δρομολόγια της Δωδεκανήσου, απασχολούταν πάντοτε, δηλαδή ανεξαρτήτως της βάρδιας του, επί τρεις [3] ώρες πριν τον απόπλου με εργασίες φόρτωσης οχημάτων. Ούτε άλλες εργασίες της ειδικότητάς του (χρωματισμούς, αποσκοριώσεις) προέκυψε ότι εκτελούσε ο ενάγων, δεδομένου ότι τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου το πλοίο βρισκόταν εν πλω, ενώ στους λιμένες οι ίδιες εργασίες εκτελούνταν από τους ημερεργάτες ναύτες. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BP η καθημερινή εργασία του καθοριζόταν από το ωράριο εκάστης βάρδιας του και από το πρόγραμμα των δρομολογίων του πλοίου. Αποδεικνύεται έτσι ότι κατά τα δρομολόγια του πλοίου από Πειραιά προς Σύρο, Τήνο και Μύκονο με επιστροφή, κατά τις χρονικές περιόδους από 1.1.2017 έως 12.2.2017, από 13.3.2017 έως 25.3.2017, από 14.1.2018 έως 8.2.2018 και από 23.2.2018 έως 9.3.2018, δηλαδή επί συνολικά ενενήντα επτά [97] ημέρες, που το πλοίο εκτελούσε αποκλειστικά ημερινούς πλόες και πραγματοποιούσε αποεπιβιβάσεις επιβατών και οχημάτων σε τέσσερις [4] λιμένες, στους οποίους η άφιξή του δε συνέπιπτε με αλλαγή βάρδιας των ναυτών παρά μόνο στην Τήνο το πρωί και στη Σύρο το απόγευμα, ο ενάγων απασχολούταν επί δέκα [10] ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, για την εξαγωγή του οποίου συνεκτιμάται και η εργασία του καθημερινώς επί δίωρο μετά το πέρας εκάστου δρομολογίου στην καθαριότητα των εξωτερικών καταστρωμάτων και του γκαράζ, η οποία συνέπιπτε με τη λήξη της βάρδιας του (και επομένως εκτελούταν εντός του οκταώρου του) μόνον δύο φορές κατά μέσο όρο την εβδομάδα (όταν αυτός είχε βάρδια 20:00 – 00:00), καθώς και η συμμετοχή του επί δίωρο στις εργασίες φορτώσεως και απόπλου στον Πειραιά, δύο [2] φορές κατά μέσο όρο την εβδομάδα, όταν αυτός είχε βάρδια 08:00 – 12:00, οπότε το ωράριό του εκκινούσε πριν από την έναρξή της. Επομένως, κατά τις ως άνω περιόδους ο ενάγων απασχολούταν κατά μέσο όρο εβδομήντα [70] ώρες την εβδομάδα και επί δέκα [10] ώρες την ημέρα, οι οποίες αναγόμενες στο σύνολο των ως άνω χρονικών διαστημάτων αθροίζουν εννιακόσιες εβδομήντα ώρες (10 ώρες/ημέρα Χ 97 ημέρες = 970 ώρες). Κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.3.2017 έως 28.3.2017, από 12.5.2017 έως 23.5.2017, από 3.6.2017 έως 23.6.2017 και από 9.2.2018 έως 22.2.2018, δηλαδή επί πενήντα [50] συνολικά ημέρες, που το πλοίο εκτελούσε βραδινά κατά τη μετάβαση και ημερινά κατά την επιστροφή δρομολόγια προς Αμοργό, Αστυπάλαια και Σαντορίνη, προσεγγίζοντας σε κάθε πλου οκτώ [8] λιμένες κατ’ ανώτατο όριο, ο ενάγων απασχολούταν ομοίως επί δέκα [10] ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, καθώς λόγω της ώρας άφιξης του πλοίου σε καθέναν ενδιάμεσο λιμένα, που δε συνέπιπτε με την αλλαγή της βάρδιας των ναυτών, δεν ήταν απαραίτητη η επέκτασή της, με αποτέλεσμα, πέραν του οκταώρου του ο ενάγων να εργάζεται υπερωριακά μόνο κατά τους καθαρισμούς του πλοίου στον Πειραιά, στην Αμοργό και στη Σαντορίνη επί δεκαέξι [16] ώρες κάθε εβδομάδα και, συνολικά, σε εβδομαδιαία βάση επί εβδομήντα δύο [72] ώρες, που αναγόμενες στο σύνολο των ως άνω χρονικών διαστημάτων αθροίζουν πεντακόσιες δεκατέσσερις [514] περίπου ώρες. Τέλος, κατά τα δρομολόγια προς τη Δωδεκάνησο κατά τις χρονικές περιόδους από 25.6.2017 έως 12.10.2017 και από 11.11.2017 έως 12.1.2018, δηλαδή επί συνολικά εκατόν εβδομήντα δύο [172] ημέρες, οπότε το πλοίο εκτελούσε ημερινούς και βραδινούς πλόες και προσέγγιζε έως και ένδεκα [11] λιμένες ημερησίως, σε χρονικά σημεία, που συνέπιπταν με την αλλαγή της βάρδιας των ναυτών, με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη επεκτάσεώς τους πριν την έναρξη και μετά τη λήξη εκάστης, όπως λ.χ συνέβαινε κατά τα δρομολόγια της μεταβάσεως στις αφίξεις στην Πάρο (19:30), τη Νάξο (20:30), την Κάλυμνο (03:50) και τη Σύμη (08:00) και κατά τα δρομολόγια της επιστροφής στη Ρόδο (16:00) και κατά τις αφίξεις στον Πειραιά (10:20 τις Τρίτες και 09:40 τις Πέμπτες), ο ενάγων απασχολούταν επί δεκατέσσερις [14] ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, για την εξαγωγή του οποίου λαμβάνεται υπόψη τόσο η αυξημένη επιβατική κίνηση κατά την θερινή περίοδο, όσο και η συχνότητα προσεγγίσεως του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες, όπως και ο αυξημένος χρόνος παραμονής του ιδίως σ’ αυτούς της Καλύμνου  και της Κω. Συνολικά δε κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα ο ενάγων απασχολήθηκε επί δύο χιλιάδες τετρακόσιες οκτώ (172 ημέρες Χ 14 ώρες/ημέρα = 2.408) ώρες. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι ο μέσος όρος της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος καθ’ ολόκληρο το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δώδεκα [12] ώρες και όχι σε ένδεκα [11], όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων θεώρησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και ο ενάγων υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της ένδικης Α έφεσής του, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης που με τον δεύτερο λόγο της Β έφεσής της υποστηρίζει ότι η ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του δεν υπερέβαινε τις δέκα [10] ώρες. Αποδεικτικό σφάλμα, όμως, της πρωτοβάθμιας απόφασης εντοπίζεται και ως προς τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερών απασχόλησης του ενάγοντος για τις οποίες δικαιούται υπερωριακής αμοιβής, αφού από τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του δεν αφαιρέθηκαν οι ημέρες ακινησίας του πλοίου και απουσίας του ιδίου από αυτό και συνολικά σαράντα [40] ημέρες από τις συνολικά τριακόσιες τριάντα μια [331]. Επομένως, για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούται α] για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τα σαράντα δύο [42] Σάββατα και τις έξι [5] αργίες (εορτή Θεοφανίων, 25η Μαρτίου, 15η Αυγούστου, εορτή του Αγίου Νικολάου και δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 2017) και για τις αντίστοιχες συνολικά πεντακόσιες εξήντα τέσσερις [(42 + 5 =) 47 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 564] ώρες εργασίας το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και δώδεκα λεπτών [564 ώρες Χ 10,05 € το ωρομίσθιο = 5.668,12 €] και β] για τις σαράντα επτά [47] Κυριακές και τις εκατόν ενενήντα επτά [197] καθημερινές ημέρες και για τις αντίστοιχες συνολικά εννιακόσιες εβδομήντα έξι [(47 + 197 =) 244 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 976] ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν εβδομήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών [976 ώρες Χ 8,38 € το ωρομίσθιο = 8.178,88 €]. Από το σύνολο των δεκατριών χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα επτά ευρώ (5.668,12 € + 8.178,88 € = 13.847 €) αφαιρείται το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (10.330,81 €), το οποίο έλαβε από την εναγομένη, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του και δέχθηκε η εκκαλουμένη, με αποτέλεσμα να απομένει ανεξόφλητο χρηματικό υπόλοιπο για την αιτία αυτή ύψους τριών χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (13.847 € – 10.330,81 € = 3,516,19 €), στο οποίο ανέρχεται η διαφορά της οφειλόμενης από την καταβληθείσα αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας και την οποία βασίμως αξιώνει ο ενάγων.

V. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

Με τον πρώτο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος χίλια εβδομήντα τρία ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (1.073,98 €), που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις υπόλοιπες άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή του νόμου και, αφού παρατεθούν οι ελλείπουσες αιτιολογίες της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης Β έφεσης.

VΙ. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Εν προκειμένω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι δεν του καταβλήθηκε πλήρες το νόμιμο αντάλλαγμα για δεκαεπτά [17] διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος και, αφαιρώντας τις τέσσερις [4] διανυκτερεύσεις που έκρινε ότι πράγματι του χορηγήθηκαν στις 24.8.2017, 14.9.2017, 9.12.2017 και 12.2.2018, καθώς και σαράντα δύο ευρώ και ένδεκα λεπτά (42,11 €), που ο ενάγων συνομολογεί ότι του καταβλήθηκαν το μήνα Μάιο του έτους 2017, του επιδίκασε ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (589,52 €). Το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττουν αμφότεροι οι διάδικοι και, μολονότι ο αγωγικός ισχυρισμός αφορούσε δεκαεπτά [17] συνολικά διανυκτερεύσεις και η εκκαλουμένη (επιδικάζοντας αποζημίωση για δώδεκα [12]) έκρινε επί συνολικώς δεκαέξι [12 + 4 = 16], ο μεν ενάγων προσβάλλει το σχετικό κεφάλαιό της μόνον κατά το απορριπτικό του σκέλος, η δε εναγόμενη μόνον κατά τις θετικές παραδοχές του. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ BP προκύπτει πράγματι ότι ο ενάγων έλαβε ανά μία [1] άδεια διανυκτέρευσης το πρωί της 24ης.8.2017, ημέρα Πέμπτη, της 14ης.9.2017, ημέρα Πέμπτη και αργία, της 9ης.12.2017, ημέρα Σάββατο και της 12ης.2.2018, ημέρα Δευτέρα και εξήλθε του πλοίου στον Πειραιά για να επανέλθει σ’ αυτό την επομένη, με αποτέλεσμα να μην εργαστεί καθόλου την ημέρα της άδειας που κάθε φορά έλαβε. Επομένως, ο ενάγων έλαβε την προβλεπόμενη άδεια για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2017 και μία [1] από τις προβλεπόμενες άδειες για τους μήνες Δεκέμβριο 2017 και Φεβρουάριο 2018 και δεν δικαιούται αποζημιώσεως, αφού εξαντλήθηκε η νόμιμη υποχρέωση της εναγομένης να του χορηγήσει από μία [1] διανυκτέρευση για τους πρώτους δύο [2] μήνες και τη μοναδική οφειλόμενη για τους λοιπούς δύο [2]. Ο ενάγων δεν αμφισβητεί ότι οι παραπάνω άδειες του χορηγήθηκαν. Ο ισχυρισμός του, που διατυπώνεται στον τέταρτο λόγο της Α έφεσής του, συνίσταται στο ότι εσφαλμένα αποδικάστηκαν οι σχετικές απαιτήσεις του για τις τέσσερις [4] ως άνω διανυκτερεύσεις, επειδή η χορήγησή τους δεν ήταν νόμιμη, καθόσον οι σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου δεν είχαν επικυρωθεί από τη λιμενική αρχή. Ο ισχυρισμός του είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι στις σελίδες 388, 275 και 198 του ημερολογίου του πλοίου, όπου περιέχονται οι εγγραφές της 24ης.8.2017, της 9ης.12.2017 και της 12ης.2.2018 αντίστοιχα έχει παραπλεύρως αυτών τεθεί δια σφραγίδας βεβαίωση της θεωρήσεώς τους από τον αρμόδιο λιμενικό υπάλληλο του Τομέα Ναυτολογίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, ενώ η έλλειψη σχετικής σφραγίδας στη σελίδα 130, όπου έχει καταχωρηθεί η μνεία της άδειας που χορηγήθηκε στον ενάγοντα στις 14.9.2017, δεν αναιρεί το πραγματικό γεγονός της χορηγήσεώς της. Άλλωστε, η εκδοχή που υποστηρίζει ο ενάγων, ότι δηλαδή η μη νομότυπη καταχώρηση στο ημερολόγιο του πλοίου της άδειας, που χορηγήθηκε πράγματι, παρέχει στο ναυτικό δικαίωμα να αποζημιωθεί για την άδεια αυτή, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα μη ανεκτό από την έννομη τάξη γενικά, που αποκρούει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στις ενοχικές σχέσεις και από το δίκαιο της αποζημιώσεως ειδικότερα, αρχή του οποίου είναι η κάλυψη της πραγματικής μόνον ζημίας. Η δε επαναφορά στο εφετείο με λόγο έφεσης αγωγικού ισχυρισμού, του οποίου η αβασιμότητα έχει προκύψει πρωτοδίκως από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, των οποίων αμφισβητείται αναιτιολόγητα και αναπόδεικτα η ακρίβεια, εγγίζει τα όρια της αντιδικονομικής συμπεριφοράς και για το νομικό παραστάτη του διαδίκου που δε σέβεται το καθήκον αληθείας και παραβαίνει την εκ του άρθρου 116 ΚΠολΔ υποχρέωση καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης μπορεί να επισύρει ποινή τάξεως κατά το άρθρο 205 του ιδίου Κώδικα. Εξάλλου, η εναγομένη ισχυρίζεται συναφώς ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκαν όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις, όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας», καθόσον όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στον Πειραιά οι λόγοι αυτοί εξέλιπαν. Όμως, η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός τρίτος λόγος της ένδικης Β έφεσης.

VIΙ. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της ένδικης Β έφεσης, κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποτελεί κατά τα προαναφερθέντα και κατά παραδοχή της βασιμότητας του τρίτου λόγου της Α έφεσης, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος επί τη βάσει αμοιβών ελαττωμένων έναντι αυτών που πράγματι δικαιούται. Επομένως, ενόψει του ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, που ισούται προς χίλια διακόσια πενήντα πέντε ευρώ [13.847 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 331 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 1.255 €] στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, όπως αυτές ανωτέρω υπό στοιχ. ΙV της παρούσας προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.441,37 €), στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.441,37 € + 1.255 € = 3.696,37 €), ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [3.696,37 € ÷ 2 = 1.848,18 € ÷ 15 = 123,21 € Χ 7,25 οκταήμερα (58 ημέρες ÷ 8) = 893,27 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως αποδεικνύεται από τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, καταβάλει πεντακόσια είκοσι ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (520,17 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και δέκα λεπτών (893,27 € – 520,17 € = 373,10 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν σαράντα τριών ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών [3.696,37 €) Χ 2/25 = 295,70 € Χ 10,63 δεκαεννεαήμερα (202 ημέρες ÷ 19) = 3.143,39 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως αναγνωρίζει ο ενάγων, καταβάλει δύο χιλιάδες εβδομήντα ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (2.070,14 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων εβδομήντα τριών ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (3.143,39 € – 2.070,14 € = 1.073,25 €) και Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018 το χρηματικό ποσόν των χιλίων εξήντα δύο ευρώ και επτά λεπτών [(3.696,37 € ÷ 2 = 1.848.18 € ÷ 15 = 123,21 € Χ 8,62 οκταήμερα (69 ημέρες ÷ 8) = 1.062,07 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως καθ’ υποφοράν με την αγωγή του συνομολόγησε ο ενάγων, καταβάλει εξακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (668,53 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (1.062,07 € – 668,53 € = 393,54 €).  Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των χιλίων οκτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (373,10 € + 393,54 € + 1.073,25 € = 1.839,89 €).

VIIΙ. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της αυτής ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124) και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BP Α] κατά τα χρονικά διαστήματα από 12.5.2017 έως 21.5.2017 και από 28.5.2017 έως 24.6.2017, στα οποία αναφέρεται ο ενάγων, με την εξαίρεση βέβαια της περιόδου της ακινησίας του από 23.5.2017 έως και 2.6.2017, είχε ανά εβδομάδα πράγματι τις επικαλούμενες πέντε [5] πρόωρες αναχωρήσεις από τον Πειραιά, αφού από Δευτέρα έως και Παρασκευή απέπλεε από εκεί, όπου είχε αφιχθεί στις 15:00, στις 17:30 και συνολικά 17,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να εκτελεί 2,18 κυκλικά και εξπρές δρομολόγια (17,5 ώρες ÷ 8 = 2,18) σε εβδομαδιαία βάση επί τριάντα δύο [32] ημέρες, δηλαδή επί 4,57 εβδομάδες (32 ÷ 7 = 4,57). Για τα συνολικά (2,18 Χ 4,57 =) 9,96 αυτά δρομολόγια, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε χίλια διακόσια είκοσι επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτά [3.696,37 € οι μηνιαίες αποδοχές του Χ 1/30 = 123,21 € Χ 9,96 = 1.227,17 €]. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2017 έως 4.9.2017 είχε ανά εβδομάδα δύο [2] πρόωρες αναχωρήσεις από τον Πειραιά από όπου, συγκεκριμένα, απέπλεε κάθε Τρίτη και Πέμπτη στις 15:00, έχοντας αφιχθεί στις 10:20 και στις 09:40 αντίστοιχα της ίδιας ημέρας και, συνολικά, δυόμιση [2,5] ώρες κατά μέσο όρο πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να εκτελεί 0,31 κυκλικά και εξπρές δρομολόγια (2,5 ώρες ÷ 8 = 0,31) σε εβδομαδιαία βάση επί εβδομήντα δύο [72] ημέρες, δηλαδή επί 10,28 εβδομάδες (72 ÷ 7 = 10,28). Για τα συνολικά (0,31 Χ 10,28 =) 3,18 αυτά δρομολόγια, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε τριακόσια ενενήντα ένα ευρώ και ογδόντα λεπτά (123,21 € Χ 3,18 = 391,80 €). Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 5.9.2017 έως 30.9.2017, στο οποίο αναφέρεται ο ενάγων, είχε ανά εβδομάδα τουλάχιστον μία [1] πρόωρη αναχώρηση, αφού κάθε Σάββατο, έχοντας καταπλεύσει εκεί στις 13:20 αναχωρούσε από τον Πειραιά ξανά στις 17:00, με αποτέλεσμα, με δύο [2] ώρες πρόωρης αναχώρησης, να εκτελεί 0,25 κυκλικά και εξπρές δρομολόγια (2 ώρες ÷ 8 = 0,25) σε εβδομαδιαία βάση επί τις είκοσι έξι [26] ημέρες που επικαλείται ο ενάγων, δηλαδή επί 3,7 εβδομάδες (26 ÷ 7 = 3,7). Για τα συνολικά (0,25 Χ 3,7 =) 0,92 αυτά δρομολόγια, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε εκατόν δεκατρία ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (123,21 € Χ 0,92 = 113,35 €) και, τέλος, Δ] κατά το χρονικό διάστημα από 9.2.2018 έως και 22.2.2018, δηλαδή επί δύο [2] εβδομάδες το ίδιο πλοίο εκτελούσε έξι [6] δρομολόγια ανά επταήμερο, κατά τα προαναφερθέντα, με διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών και επομένως ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε διακόσια σαράντα έξι ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (123,21 € Χ 2 = 246,42 €), όπως και η εναγόμενη ισχυρίζεται με το τέταρτο λόγο της Β έφεσής της κατά το συναφές σκέλος του. Ο ίδιος λόγος, σημειωτέον, κατά το μέρος του με το οποίο η εκκαλούσα διαμαρτύρεται για εσφαλμένο συνυπολογισμό του επιδόματος άδειας στον καθορισμό της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ είναι, για τους λόγους που προπαρατέθηκαν, νομικά αβάσιμος και απορριπτέος. Συνεπώς, για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούται συνολικά χίλια εννιακόσια εβδομήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (1.227,17 € + 391,80 € + 113,35 € + 246,42 € = 1.978,74 €), έναντι των οποίων έχει ήδη λάβει δύο χιλιάδες διακόσια τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (2.236,71 €), όπως αποδεικνύεται από τις καταστάσεις της μισθοδοσίας του των ετών 2017 και 2018, με αποτέλεσμα η απαίτησή του να έχει πλήρως εξοφληθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα και επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων δέκα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (510,79 €), εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει κατά το σχετικό κεφάλαιό της η εκκαλουμένη να εξαφανιστεί.

ΙΧ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΊΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15)  ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημιώσεως οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απολύσεώς τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτελέσεώς τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επαναλήψεώς τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημιώσεως των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διατάξεως του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επελεύσεως των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ και 77 ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 [και] της εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και του ΚΙΝΔ, υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυση του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές που καταβλήθηκαν στο ναυτικό κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα, κατά τον οποίο εργάστηκε υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στις δε αποδοχές αυτές περιλαμβάνεται και το επίδομα άδειας, που, όπως προαναφέρθηκε, καταβάλλεται στο ναυτικό ως συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο.

Εν προκειμένω, ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι στις 9.3.2018 ο πλοίαρχος κατήγγειλε τη σύμβασή του λόγω της ετήσιας επιθεώρησης του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου BP, καθώς και ότι ο ίδιος δεν επαναπροσλήφθηκε σ’ αυτό, μολονότι το ζήτησε και, επικαλούμενος τις διατάξεις του ΚΙΝΔ και της ΣΣΝΕ, αιτήθηκε αποζημίωση ανερχόμενη στις αποδοχές του είκοσι δύο [22] ημερών. Παρόλο που από τη βάση υπολογισμού της κατά τους ισχυρισμούς του οφειλόμενης αποζημίωσης καθίσταται σαφές ότι ο ενάγων θεμελίωσε την απαίτησή του στη διάταξη του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε εν προκειμένω εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ και, με την ουσιαστική παραδοχή ότι ο ενάγων απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου, το οποίο για το λόγο αυτό παροπλίστηκε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε (15) ημερών και δεν επαναπροσλήφθηκε καίτοι το ζήτησε, επιδίκασε σ’ αυτόν ως αποζημίωσή του το χρηματικό ποσόν των χιλίων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (1.946,79 €), που αντιστοιχούσε στις τακτικές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυσή του. Την πρωτοβάθμια αυτή κρίση πλήττουν αμφότεροι οι διάδικοι, επικαλούμενοι ο μεν ενάγων με τον πέμπτο λόγο της Α έφεσής του εσφαλμένη μη εφαρμογή του άρθρου 27 της ΣΣΝΕ, η δε εναγόμενη, με τον έκτο λόγο της δικής της (Β) έφεσης πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Από τον οικείο πίνακα των εγκεκριμένων δρομολογίων του, τον οποίο η ίδια η εναγόμενη προσκομίζει, προκύπτει ότι το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BP είχε δρομολογηθεί στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Σύρος – Τήνος – Μύκονος με επιστροφή για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 23.2.2018 έως και 18.4.2018, εντός του οποίου είχε προγραμματιστεί η ακινησία του από 10.3.2018 έως και 18.3.2018. Επομένως, η υποβολή του στην ετήσια επιθεώρηση προκάλεσε διακοπή των διοικητικώς εγκεκριμένων δρομολογίων του και η μη αμφισβητούμενη μη επαναπρόσληψη του ενάγοντος σ’ αυτό μετά τις 18.3.2018 επέσυρε την εφαρμογή της (ειδικότερης του άρθρου 77 ΚΙΝΔ) διάταξης του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εφάρμοσε μη εφαρμοστέα και παρέλειψε να εφαρμόσει την εφαρμοστέα διάταξη έσφαλε και το σφάλμα του αυτό είχε ως συνέπεια την επιδίκαση μειωμένης αποζημιώσεως έναντι της πράγματι οφειλόμενης. Κατά  συνέπεια πρέπει να γίνει δεκτός ο ως άνω λόγος της Α έφεσης. Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της Β έφεσης, διότι από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στις επανειλημμένες προσκλήσεις της να επαναναυτολογηθεί. Κατ’ ακολουθία στον τελευταίο οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές του είκοσι δύο [22] ημερών, υπολογιζόμενη με βάση τις τακτικές αποδοχές του κατά τον (τελευταίο πριν την απόλυσή του) μήνα Φεβρουάριο του έτους 2018, που εργάστηκε στο πλοίο υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το επίδομα άδειας (απορριπτομένων των συναφών αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης) και ανερχόμενη σε δύο χιλιάδες επτακόσια δέκα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (3.696,37 € Χ 30 ÷ 22 = 2.710,67 €).

Χ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της Β έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και σιγή απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού παρατεθούν οι παραλειφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΧΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, ακολούθως, με την επισήμανση ότι ως προς την αποζημίωση των διανυκτερεύσεων που δεν χορηγήθηκαν και την αποζημίωση απολύσεως του ενάγοντος τα επιδικαζόμενα κονδύλια υπερβαίνουν το ήμισυ των αντιστοίχως αιτηθέντων, πρέπει, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων επτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και δέκα λεπτών (3.516,19 € ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης + 1.839,89 € ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών + 426,35 € ως διαφορά αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης + 1.932,67 € ως διαφορά αποζημίωσης απολύσεως = 7.715,10 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (9.3.2018), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην καταβολή εννιακοσίων σαράντα ενός ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (163,17 € ως αναγνωριστικώς αιτηθέν υπόλοιπο αποζημίωσης διανυκτερεύσεων + 778 € ως αναγνωριστικώς αιτηθέν υπόλοιπο αποζημίωσης απολύσεως = 941,17 €), με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο σημείο.

ΧΙΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Β έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των τριών χιλιάδων  ευρώ (3.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων επτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και δέκα λεπτών (7.715,10 €), με το νόμιμο τόκο από την 10.3.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων σαράντα ενός ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (941,17 €), με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε εννιακόσια ευρώ (900 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ