Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 473/2021

Αριθμός     473/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) Ανώνυμης εταιρείας …………….και 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Κρυσταλλία Δικαιάκου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Δήμητρα Δημοπούλου.

Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.4.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2015) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3821/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την απο 15.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2020) αρχικά η 18η.2.2021,  οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11-2-2021 εως 22-3-2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021), περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς  και την υπ΄αριθμ. 93/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 15-01-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……../2020) έφεση  κατά της υπ΄αριθμ.3821/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 18-02-2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 11-2-2021 έως 22-3-2021,για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.93/ 2021  Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα Πρόεδρο Εφετών Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 3-6-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν.4786/ 2021 (ΦΕΚ Α΄43/ 23-3-2021).

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68).

Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν κατά της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία την από 28-04-205 (γεν.αριθμ.καταθ……./2015) ανακοπή και ζητούσαν για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση της με αριθμό ……./2015 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθής η ανακοπή, ο καθένας έκαστος εις ολόκληρον, το ποσό των 512.625,01 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προέρχεται από σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και σύμβαση εγγύησης επ΄αυτής αντίστοιχα.

Το ως ανω Δικαστήριο εκδίκασε την ανακοπή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των ανακοπτόντων, αφού αυτοί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-11-2019, δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο η υπ΄αριθμ.3821/2019 οριστική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή, επικυρώθηκε η υπ΄αριθμ. …../2015 ως ανω διαταγή πληρωμής και επιβλήθηκαν σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 8.700,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής οι ανακόπτοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν την από 15-01-2020 (γεν.αριθμ.καταθ…../2020) κρινόμενη έφεση νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες παράβολο εκατό (100,00) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.

Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διαδίκους οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκαν ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή της ανακοπής τους με σκοπό να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη ανακοπή, ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση για ορισμένο χρόνο και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, είτε με τη λήψη του χρηματικού ποσού, είτε με προεξόφληση και από αυτή γεννιέται απαίτηση κατ` αυτού υπέρ του οποίου έχει καταρτισθεί, όταν και στο μέτρο που θα εκτελεσθεί. Η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως συνιστά κατά την ορθότερη άποψη δάνειο που καταρτίζεται με μόνη την κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων. Αυτή είναι δυνατό να συνδυάζεται με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό, οπότε έχουν εφαρμογή και οι σχετικοί με τον αλληλόχρεο λογαριασμό κανόνες (Βλ. και Ι. Ρόκα στον Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, άρθρα 806-809, αρ. 27, 28, Εφθεσ 1042/1997 ΕλλΔνη 39,139). Συνεπώς επί ανοίγματος πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό υπάρχουν δύο συμβάσεις που διακρίνονται μεταξύ τους, δηλαδή από το ένα μέρος το άνοιγμα της πιστώσεως (δάνειο) και από το άλλο μέρος, παραλλήλως προς εξυπηρέτηση της πιστώσεως, ο αλληλόχρεος λογαριασμός. Για τις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου που αφορούν την καθεμία. Ειδικότερα, το άνοιγμα πιστώσεως (δάνειο) λήγει, είτε από λόγους γενικούς, όπως κάθε σύμβαση, δηλαδή π.χ. με την πάροδο προθεσμίας, με αντίθετη συμφωνία, είτε ως διαρκής σύμβαση με καταγγελία, εάν συμφωνήθηκε για αόριστο χρόνο. Μόλις λήξει η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως (κυρία σχέση), κλείνεται και η παρεπόμενη σύμβαση του αλληλοχρέου λογαριασμού (βλ. και ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32,62, Κονδύλη, Έννοια, λειτουργία και αποτελέσματα του αλληλοχρέου λογαριασμού, ΕλλΔνη 37,498,1. Βελέντζα, Δίκαιο αλληλοχρέου λογαριασμού, σελ. 36, Γεωργιάδη/Σταθόπουλο υπ` άρθρο 806, αρ. 20). Περαιτέρω, από τα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος (όπως η ανώνυμη εταιρία, κατά το άρθρο 1 Ν 2190/1920), με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό, με τύπο πιστοχρεωστικών κονδυλίων, οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, το κατάλοιπο. Στην έννοια του αλληλοχρέου λογαριασμού περιλαμβάνεται, κατά την νομολογία, και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου(πιστώσεως) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45,90, ΑΠ 667/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001,73, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43,419, ΕφΠατρ 906/2005 ΔΕΕ 2006,641, Εφθεσ 1853/2003 Αρμ 2005,550, Εφθεσ 1042/1997 ό.π., ΕφΑΘ 2442/1994 ΕλλΔνη 36,1266, Εφθεσ 394/1989 ΕλλΔνη 30,1006, Κονδύλη, ό.π.).

Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικώς στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινώς κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17.7/13.8.1923) το λογαριασμό αυτό της πιστώτριας να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει. Σε περίπτωση που κατά το περιοδικό ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο που προέκυψε από αυτό, το υπόλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση. Με αναγνώριση δε του καταλοίπου κάποιας περιόδου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών με την παρέλευση της προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να προβάλει αντιρρήσεις κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου. Διαταγή πληρωμής εξάλλου μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλοχρέου  λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση αυτού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (ΕφΠειρ 619/2009 ΔΕΕ 2011,72, Εφθεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010,332).

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1,217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν, ο μεν καθ` ου η ανακοπή, να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο, να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας (ΑΠ 1684/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΕφΑΘ 5900/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σινανιώτης, Ειδικές διαδικασίες έκδ. Β` σελ. 193, Βαθρακοκοίλης, «ΚΠολΔ» άρθρο 632 αρ. 27), μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια, ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ, του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή, ενστάσεις. Γι` αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής, που αναφέρονται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού (ΑΠ 491/1994 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 317/2010 ΕπισκΕμπΔ 2818. 1127, ΕφΘεσ 317/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 794/2007 Αρμ 2888. 1.198, ΕφΑθ 5900/2006 ό.π.).

Κατά το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 § 24 του ν.2741/1992 και το εδ. α΄ αυτής μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του ν.3587/2007, που έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975), οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί καταναλωτικά ή στεγαστικά ή άλλης μορφής δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την § 7 του ίδιου άρθρου, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που : α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν  προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή, δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει  σε ορισμένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος ν’ αναφέρεται στη σύμβαση, στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η)επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό ν’ ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις για τον καταναλωτή προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της, ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια)χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, ιδ)προβλέπουν τη μετακύλιση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή ή να παρακρατείται ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματά του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική γι’ αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να  προτείνει σε συμψηφισμό προς τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή ν’ απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τ’ αποδεικτικά του μέσα, κη)περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας και λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τη ζημία που υπέστη. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994.

Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει ν’ αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ τέλος πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 του Συμβουλίου της ΕΟΚ «σχετικώς με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων συναπτομένων μετά των καταναλωτών» (ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011. 562, ΑΠ 1001/2010Ε ΕμπΔ 2010. 943, ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010. 714, ΕφΠειρ 11/2011 ΔΕΕ 2011. 814,ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535, ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011. 339, ΕφΘεσ/κης 312/2010 Αρμεν 2011. 979, ΕφΘράκ 261/2009 Νόμος, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη2007. 902, ΕφΑθ 776/2006 ΕλλΔνη 2006. 1499 ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 α’ του ν. 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος και ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ του καταναλωτή, εφόσον διενενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο που επιζητεί την προστασία του νόμου, είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης τους. Καταναλωτής άλλωστε θεωρείται ο τελικός οικονομικός αποδέκτης των ανωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αυτά (υπηρεσίες ή προϊόντα) προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση και δεν αποβλέπουν στην ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών, όπως απαιτούσε το προηγούμενο δίκαιο (άρθρο 2 § 1 του ν. 1961/1991). Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται ευθέως ή κατ’ αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την Τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της Τράπεζας (ΕφΠειρ 72/ 2011 ΔΕΕ 2011. 701, ΕφΑθ 730/2005 ΕΕμπΔ2005. 741, οι οποίες έκριναν ότι καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση, παρέβαλε ΑΠ 1343/2012 Νόμος, ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΔ 2011.819, ΑΠ 16/2009 Νόμος, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 2005. 517, ΕφΛάρ 133/2010 ΕΕμπΔ2011. 145, ΕφΘεσ/κης 1215/2008 ΕΕμπΔ 2008. 1154, οι οποίες έκριναν ότι υπάγονται στο ν. 2251/1994 οι ζημίες σε περιουσιακά αγαθά που προορίζονται για επαγγελματική χρήση, αντίθετα ΑΠ 1738/2009 ΕφΑΔ 2010. 439, ΕφΑθ 3670/2012ΔΕΕ 2012. 1039, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676, Εφ Λάρ 806/2010 ΕΕμπΔ 2011.461, ΕφΘεσ/κης 1429/2009 ΕΕμπΔ 2009. 1010, Εφ Θεσ/κης 317/2009 ΔΕΕ 2009.819, ΠΠΑθ 7169/2010 ΝοΒ 2011. 351, ΠΠΙωανν 206/ 2010 ΕΕμπΔ 2011. 430, κατά τις οποίες μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος ).Η προστασία του καταναλωτή του ν. 2251/1994 επεκτείνεται και στον εγγυητή είτε όταν η κύρια οφειλή υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού είτε όταν ο εγγυητής θεωρείται τελικός αποδέκτης παρέχοντας εγγύηση στα πλαίσια μη επαγγελματικής του δραστηριότητας για εξυπηρέτηση όχι δικών του συμφερόντων, αλλά για την εξασφάλιση της οφειλής εμπόρου (ΕφΠειρ 52/2011 Αρμεν 2012. 1711). Καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με την οποία χορηγείται πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει περαιτέρω με αντάλλαγμα και όταν συνάπτει συναλλαγές που είναι βοηθητικές για τη συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα (ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535, ΕφΘεσ/κης 2788/2009 ΕΕμπΔ 2010. 196). Άλλωστε, ο έλεγχος που επιβάλλει ο νόμος 2251/1994 έχει σκοπό την προστασία του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου όχι μόνο του πελάτη της Τράπεζας, ο οποίος είναι ο πιστολήπτης, αλλά και του εγγυητή του, ο οποίος δεν είναι πελάτης και συνεπώς αποδέκτης των υπηρεσιών της Τράπεζας, διότι, ενόψει της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενης της πίστωσης σύμβασης και της άρνησης των Τραπεζών να καταρτίσουν τη σύμβαση παροχής πίστωσης αν η εγγύηση δεν προσλάβει το περιεχόμενο που αυτές προτείνουν, καθίσταται αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή (ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244,αντίθετα ΑΠ 904/2011 Αρμεν 2012. 1708, ΕφΑθ 3670/2012 ό. π., ΕφΑθ 3984/2011ΔΕΕ 2011. 1276, ΕφΘεσ/κης 492/2010 ΕΕμπΔ 2011. 81, ΕφΛάρ 114/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 91/2002 Ε ΕμπΔ 2002. 778, κατά τις οποίες ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση εγγύησης δεν είναι αποδέκτης των προσφερομένων από την Τράπεζα υπηρεσιών και συνεπώς δεν είναι καταναλωτής). Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, ΕφΘεσ 459/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 570/2010, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 5/2018, ΕφΘεσ 2256/2018, ΕφΑθ 327/2018, ΕφΑθ 130/2018, ΕφΒορΑιγ 31/2018, ΕφΘεσ 1224/2017, ΕφΘεσ 473/2017, ΕφΘεσ 16/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΘεσ 1034/2013, Νόμος, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012/1039, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 4424/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει της υπ΄αριθμ……./ 16-11-1999 ιδιωτικής σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε στον Πειραιά, η οποία έλαβε μεταγενέστερα τον αριθμό ……/ 16-11-1999,η καθής η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», συμφώνησε με την αναφερόμενη σ΄αυτήν πιστούχο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» και ήδη πρώτη ανακόπτουσα, όπως χορηγήσει σ΄αυτήν πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, μέχρι του ποσού των 50.000.000 δραχμών ή 146.735,14 ευρώ, υπο την εγγύηση των ……………. και ήδη δεύτερο ανακόπτοντα και ……….. (μη διαδίκου στην προκειμενη δίκη). Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθμ……. από 22-01-2001 συμπληρωματική (αυξητική) σύμβαση, η οποία αναφερόταν στην ως ανω αρχική σύμβαση, διεπόμενη από τους ίδιους όρους όπως και η αρχική, αποτελούσες έτσι ένα ενιαίο όλο, αυξήθηκε το όριο πίστωσης κατά το ποσόν των 1.000.000 δραχμών ή 2.934,70 ευρώ και έτσι το όριο του ποσού της ανωτέρω πίστωσης ανήλθε έκτοτε στο ποσό των 51.000.000 δραχμών ή 149.669,85 ευρώ. Κατόπιν, με τις υπ΄αριθμ………. από 13-02-2003, ……….. από 09-01-2004 και ………….. από 18-09-2008 συμπληρωματικές (αυξητικές) συμβάσεις, αυξήθηκε διαδοχικά το όριο της πίστωσης κατά τα ποσά των 100.330,15, 350.000,00 και 400.000,00 ευρώ αντίστοιχα, και έτσι το όριο του ποσού της παραπάνω πίστωσης ανήλθε έκτοτε συνολικά και τελικά στο συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ.

Με την από 2-2-2015 αίτηση της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδόθηκε σε βάρος : 1. Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………» και ήδη πρώτης ανακόπτουσας  2. Του …………… και ήδη δεύτερου ανακόπτοντα και 3. Της ………….. (μη διαδίκου στην προκειμένη δίκη) η υπ΄αριθμ. ……/2015 προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκαν οι ανωτέρω να καταβάλουν στην αιτούσα και ήδη καθής η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 512.625,01 ευρώ, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον για την απαίτηση της καθής τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανα εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων ως εξής: α) ποσό 8.120,71 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο του υπ΄αριθμ…………. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης, εντόκως, με το εκάστοτε ισχύον, για την απαίτησή της αυτήν, τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανα εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 04-08-2014 μέχρις εξοφλήσεως, β) ποσό 112.073,31 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο του υπ΄αριθμ…………… λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον, για την απαίτησή της αυτή, τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανα εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 04-08-2014 μέχρις εξοφλήσεως και γ) ποσό 392.430,99 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο του υπ΄αριθμ…………….. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον για τη απαίτησή της αυτή, τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 04-08-2014 μέχρις εξοφλήσεως, ακόμη δε και 9.980,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη έκδοσης της διαταγής πληρωμής.

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ένδικη υπ΄αριθμ…………….. σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό επι της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι άκυρη, ως περιέχουσα άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) και ότι για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν συγκεκριμένα ποιοι από τους παραπάνω όρους της ένδικης σύμβασης είναι άκυροι και για ποιο λόγο. Εκτός αυτού, ενόψει του ότι η καθής, κατά τα ισχυριζόμενα από τους ανακόπτοντες, διατύπωσε μονομερώς τους όρους των συμβάσεων (αφού πρόκειται για προδιατυπωμένους ΓΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.2251/ 1994), γνώριζε την ακυρότητά τους και δη γνώριζε ότι οι ως ανω όροι έχουν κριθεί άκυροι δυνάμει της υπ΄αριθμ.1219/2001 απόφασης του Αρείου Πάγου και παρά ταύτα τους συμπεριέλαβε στις επίδικες συμβάσεις, η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι ότι τα δικαιοπρακτήσαντα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους ή έστω είχαν υποψίες περί αυτής, καθόσον άλλως δεν θα περιελάμβαναν το άκυρο μέρος στη δικαιοπραξία, εάν δέ παρά ταύτα το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας, δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διάταξη, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα (ΑΠ 804/ 1980, ΕφΑθ 3327/ 1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον υπο στοιχ.1.ΙΙ. λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται  ότι ο Γενικός όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) των επίδικων συμβάσεων, με τον οποίο (όρο) η εισφορά του Ν.128/1975 μετακυλίεται σ΄αυτούς καθ΄υπέρβαση των εκάστοτε ισχυόντων ανωτάτων επιτρεπτών επιτοκίων, είναι άκυρος, επιβλήθηκε από την καθής καταχρηστικά και αντίκειται στο νόμο περι προστασίας των καταναλωτών (Ν.2251/ 1994) και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις αναφερόμενες ως ανω διατάξεις του Ν.2251/ 1994 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αρχικής υπ΄αριθμ……/ 16-11-1999 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, της υπ΄αριθμ……/16-11-1999 πρόσθετης πράξης αυτής και της υπ΄αριθμ……./1/22-01-2001 επίσης πρόσθετης πράξης της αρχικής ως ανω σύμβασης που καταρτιστηκαν μεταξύ της καθής και των ανακοπτόντων, σύμφωνα με το αρθρο 2 (όρος 2 αυτών), ορίστηκε ότι το ποσοστό της εισφοράς του Ν.128/1975 συνυπολογίζεται για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της καθής Τράπεζας, με αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στη δανειολήπτρια πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία.  Αφου όμως στον σχετικό όρο (ΓΟΣ) γίνεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ειδική αναφορά για τη χρέωση της δανειολήπτριας ανακόπτουσας και με την ειδική εισφορά του Ν.128/ 1975, oι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημερώσεως έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση σχετικής ρήτρας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης με τον ίδιο λόγο ανακοπής, και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες αμφισβητούν το ύψος της οφειλής τους προς την καθής, λόγω της παράνομης και καταχρηστικής μετακύλισης σε βάρος τους της εισφοράς του Ν. 128/1975, η οποία κατά τους ισχυρισμούς τους επέδρασε στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσβάλλεται με αυτόν συγκεκριμένο κονδύλιο του αλληλόχρεου λογαριασμού, παρά μόνον προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων μερών λειτουργούσας σύμβασης παροχής πίστωσης.

Περαιτέρω, την επιδιωκόμενη δικαστική προστασία των καταναλωτών χαρακτηρίζει ο Ν. 2251/1994, ως συλλογική, διότι αποβλέπει στην προστασία περισσοτέρων ατόμων, τα οποία ως σύνολο αποτελούν φορείς συλλογικών εννόμων αγαθών ή συμφερόντων, όπως είναι τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η συλλογική αγωγή, που προβλέπεται από το άρθρο 10 παρ. 1 του άνω νόμου, και έχει καθιερωθεί με βάση το πρότυπο της γερμανικής Verbandsklage, είναι ένας νέος δικονομικός θεσμός που συμπληρώνει την κλασική μορφή δικαστικής προστασίας, που είναι η ατομική αγωγή. Η συλλογική αγωγή δεν προϋποθέτει ατομική προσβολή, αλλά προσβολή συλλογικού εννόμου συμφέροντος, και δεν αποβλέπει στην προστασία ατομικού αλλά συλλογικού συμφέροντος. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994 “οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 10 του άνω νόμου ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια [500] ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο [2] τουλάχιστον έτη μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού [συλλoγική αγωγή]. Ιδίως μπορούν να ζητήσουν: α} την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών., β] χρηματική ικανοποίηση λόγω βλάβης. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης, που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και ιδίως τον ετήσιο κύκλο των εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόσληψης.¨ Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 9 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι.” Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η υπόθεση που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσης ή του ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης. Από την απόφαση δε που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή, παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων (βλ. ΑΠ 1219/2001 Ελλ. Δνη (2001). 1495, ΑΠ 296/2001 Ελλ. Δνη (2001). 1326, ΑΠ 1030/2001 ΕεμπΔ/2001. (740), ΑΠ 1401/1999 ΕλλΔνη. (2000). 63, ΕφΑθ 744/2001 ΔΕΕ/2001. (1144), ΕφΑθ 6921/2000. (1122), ΕφΑθ 7950/1999 ΔΕΕ/2000. (1121), ΕφΑθ 3285/1998 ΕλλΔνη. (1998), 1335, ΠπρΑΘ 523/2000 ΔΕΕ/2000. (1136), ΠπρΑΘ 1208/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ/1999 (1), ΠΠρΑΘ 2411/1997 ΕλλΔνη (1998), 936, ΠπρΑΘ 3229/1996 ΕλλΔνη. (1998). 940].

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής, και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη ως ανω διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί, καθώς υπάρχει δεδικασμένο ως προς τους επικαλούμενους ως καταχρηστικούς όρους υπέρ του συνόλου των καταναλωτών που απορρέει από δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών Ενώσεων Καταναλωτών εναντίον Τραπεζών και δη από την υπ΄αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς από την απόφαση που εκδίδεται σε δίκη που δέχεται συλλογική αγωγή παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων, η οποία δικαιολογεί έννομο συμφέρον τρίτου προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αρθ. 752 παρ. 2 ΚΠολΔ για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του εναγομένου με τη συλλογική αγωγή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της αγωγής αυτής. Αντίθετα, δεν συνάγεται από τα ανωτέρω ότι η εκδοθησόμενη απόφαση επί της συλλογικής αγωγής παράγει δεδικασμένο ανατρέποντας τις προϋποθέσεις αυτού (βλ. ΑΠ 1219/2001, ΕφΑθ 147/2004, ΕφΑθ 744/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη δηλαδή περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου των άρθρων 324 και 325 Κ.Πολ.Δ. και κυρίως δεν υφίσταται ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα ιστορικής αιτίας.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 33/2005, 19/1998, 17/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ.1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος πρέπει να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα, για την αιτία αυτή. (Ολ ΑΠ 472/1983 ΤΝΠ ΝΟΜΣ).Στην προκείμενη περίπτωση για να στοιχειοθετηθεί προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, απαιτείται η καθής πιστοδότρια Τράπεζα να ασκεί το συμβατικό της δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε έναν αλληλόχρεο λογαριασμό, χωρις να έχει κάποιο ίδιον συμφέρον ενώ ταυτόχρονα η ζημία που προκαλείται στον πιστούχο εξαιτίας του κλεισίματος του λογαριασμού να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα να ζητήσει και να πετύχει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι όπως αυτολεξεί αναφέρουν : «η συνολική άσκηση του δικαιώματος της καθής δηλαδή η άσκηση του καθ΄όσον αφορά τόσο το νόμιμο όσο και το παράνομο μέρος, που επιδιώκεται με την έκδοση διαταγής πληρωμής ΚΑΙ ΟΧΙ α) με έκδοση διαταγής πληρωμής, χωρις όμως τα κονδύλια που προκύπτουν από ΓΟΣ που με δύναμη δεδικασμένου έχουν κριθεί άκυροι ή β) με την άσκηση τακτικής αγωγής, συνάγεται ότι ασκείται άκρως καταχρηστικώς (κατ.άρθρ.ΑΚ 281) αφού η έκδοση διαταγής συνιστά επαχθέστατη για εμάς συνέπεια, διοτι τα στοιχεία της ταυτότητάς μας, θα εισαχθούν (για αυτή την οφειλή μας) στη βάση δεδομένων Σ.Ο.Σ (Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς) που τηρεί το Ν. Π. με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ» με τις γνωστές συνέπειες….και η προηγούμενη γνώση της αιτούσας την έκδοση διαταγής πληρωμής περι της υπάρξεως δεδικασμένου καθώ και η γνώση των όρων αυτού και η παρα ταύτα ταυτόχρονη απεύθυνση αιτήματος προς το Δικαστή για έκδοση διαταγής πληρωμής δίχως όμως η αίτηση να περιορίζει την απαίτηση σύμφωνα με τους όρους του δεδικασμένου, αλλά αντίθετα να ενσωματώνει κονδύλια που προκύπτουν από ΓΟΣ για το άκυρο των οποίων υπάρχει δεδικασμένο, συνιστά την κατ΄άρθρ.281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής».

Ο λόγος αυτός σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη απορριπτέος τυγχάνει ως αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος και τούτο διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ανυπαρξία συμφέροντος για την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων της από την καθής Τράπεζα και δεν προσδιορίζουν το ύψος και το είδος της ζημίας που υπέστησαν οι ίδιοι οι ανακόπτοντες.

Με τον πέμπτο λόγο της υπο κρίση ανακοπής, οι ανακόπτοντες επικαλούμενοι απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών κατ΄άρθρο 388 του ΑΚ λόγω της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη Χώρα, με συνέπεια και τη δραστική μείωση του τζίρου της πρώτης εξ αυτών ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄αυτόν (ανω λόγο ανακοπής), ζητούν, όπως αυτολεξεί αναφέρουν: «να αναγάγει το Δικαστήριο τις υποχρεώσεις τους στο νόμιμο μέτρο που αρμόζει αφαιρουμένων όλων των παρανόμων χρεώσεων από παράνομους, άλλως άκυρους ως καταχρηστικούς ΓΟΣ, καθώς και εκ των συνθηκών, συνυπολογίζοντας τις συνολικές μέχρι τούδε καταβολές μας και να αποφασίσει τη μείωση όλων των πιστώσεων, εξ αυτής της αιτίας, τουλάχιστον κατά το μέρος της αντίστοιχης μειώσεως του ελληνικού ΑΕΠ, ήτοι κατά τουλάχιστον 50% και με την επιφύλαξη περαιτέρω μειώσεως, τόσο του ΑΕΠ, όσο και των εισοδημάτων τους, άλλως να αποφασίσει τη λύση όλων των συμβάσεων κατά το μέρος που επιδιώκεται η ικανοποίηση αισχροκερδών απαιτήσεων, άλλως να αποφασίσει τη λύση όλων των συμβάσεων κατά το μέρος που επιδιώκεται η ικανοποίηση αισχροκερδών απαιτήσεων, άλλως να αναγνωριστεί ότι εκτελέστηκαν σε βάρος μας παρανόμως συμβατικοί όροι ευθέως παράνομοι, άλλως άκυροι ως καταχρηστικοί, επερχομένης κατ΄αυτό τον τρόπο, απόσβεσης των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν από τις προσβαλλόμενες συμβάσεις, κατά το υπερβάλλον μέρος, άλλως κατά το παράνομο μέρος, άλλως κατά το άκυρο ως καταχρηστικό μέρος των εξεταζομένων συμβάσεων, για όσους λόγους ήδη αναφέρθηκαν και για όσους θα προστεθούν με ειδικό δικόγραφο αλλά και στη συζήτηση της παρούσας. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της ανακοπής μας και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής».

Ο λόγος αυτός της ανακοπής απορριπτέος τυγχάνει ως παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, ομοίως και ο έκτος και τελευταίος λόγος ανακοπής χαρακτηριζόμενος από τους ανακόπτοντες ως « Η πλασματική αναγνώριση χρέους (ΑΚ 873)», καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αναφέρονται σ΄αυτούς με σαφήνεια οι αντιρρήσεις και ενστάσεις των ανακοπτόντων κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, και ούτε περιέχονται συγκεκριμένοι ισχυρισμοί που αναφέρονται στην απαίτηση και δη στα κατ΄ιδιαν κονδύλια του ένδικου αλληλόχρεου λογαριασμού, αφου δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού, δεδομένου ότι  εν προκειμένω πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, με αποτέλεσμα λόγω της μη σαφήνειας και αοριστίας αυτών να μη δύναται η καθης η ανακοπή να αμυνθεί, αλλά και το παρόν Δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους.

Τούτων δοθέντων και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα λόγου ανακοπής, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί η υπ΄αριθμ……./ 2015 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να καταδικασθούν οι ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ.178 παρ.1,183,191 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ.΄αριθμ.3821/2019  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επι της από 28-04-2015 (γεν.αριθμ.καταθ. ……./2015) ανακοπής.

Απορρίπτει αυτήν (ανακοπή).

Επικυρώνει την υπ΄αριθμ……./2015 Διαταγή Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει τους ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του  e – παραβόλου με κωδικό ………………/2020,άσκησης έφεσης που κατέθεσαν αυτοί, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  24 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ