Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 455/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός   455/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ ΤΜΗΜΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Τελούσας υπό ειδική διαχείριση, κατ’ άρθρο 68 επ. του ν. 4307/2014, Ανώνυμης Εταιρείας ……………..που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Φίλιππο Καρδαρά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Γεώργιο Καραζάνο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης …………… και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Γεώργιο Καραζάνο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας …………., που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Φίλιππο Καρδαρά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 2) …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο, Παύλο Σιούφα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε, εναντίον της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στο Δήμο ……… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 18/5/2016 αγωγή της, που κατατέθηκε, στις 19/05/2016, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με Γ.Α.Κ. ………/2016 και Α.Κ. δικογρ. ………./2016, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.

Εν συνεχεία, η εναγομένη της από 18/05/2016 αγωγής, ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης – εφεσίβλητη υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, «……….» και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στο Δήμο Περάματος Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, άσκησε, εναντίον του ………., ήδη δευτέρου των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με Γ.Α.Κ. …../2016 και Α.Κ. Δικογράφ. …./2016.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 1251/21-03-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/11/2016, κατά την τακτική διαδικασία, αφού συνεκδίκασε τις ανωτέρω από 18/05/2016 αγωγή και από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, έκανε δεκτή εν μέρει την από 18/05/2016 αγωγή και απέρριψε την από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

΄ΗΔΗ Α) η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με την από 24-09-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 24-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 05/12/2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή της κεφάλαια και Β) η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με την από 24-09-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 24-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………../2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 05/12/2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή της κεφάλαια.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξαν τις απόψεις των διαδίκων, που έκαστος εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν προς συζήτηση: Α) η από 24-09-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 24-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Β) η από 24-09-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 24-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμ. 1251/21-03-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/11/2016, κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Α) Η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ από 24-09-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 24-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμ. 1251/21-03-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/11/2016, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εν μέρει ενάγουσα της από 18/5/2016, με Γ.Α.Κ. …./19-05-2016 και Α.Κ. δικογρ. …/19-05-2016, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εναγομένη της αγωγής αυτής, με επιμέλεια της ενάγουσας, στις 25-07-2018 (βλ. σχετ. με αριθμ. …../25-07-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-09-2018. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με την υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατά τα προεκτεθέντα.

Β) Η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ από 24-09-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 24-09-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμ. 1251/21-03-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/11/2016, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα εναγομένη της από 18/5/2016, με Γ.Α.Κ. …../19-05-2016 και Α.Κ. δικογρ. ……/19-05-2016, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αγωγής – ηττηθείσα παρεμπιπτόντως ενάγουσα της από 11/7/2016, με Γ.Α.Κ. …../2016 και Α.Κ. Δικογράφ. …../2016,  στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εναγομένη της κύριας αγωγής, με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας, στις 25-07-2018 (βλ. σχετ. με αριθμ. ……./25-07-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-09-2018. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016)], η υπό κρίση υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη με την υπό στοιχείο Α΄ έφεση κατά τα προεκτεθέντα.

Με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Δ΄ 207/16.12.1993) (ο οποίος, ως προς το άρθρο 51 άρχισε να ισχύει ύστερα από τρεις μήνες από τη δημοσίευσή του στην Εφ. Κυβ. στις 16.12.1993, δηλ. άρχισε να ισχύει από 16-3-1994),  όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο ένατο παρ. 17 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α ΦΕΚ Α 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με τη παρ. 4 του ίδιου άρθρου και νόμου από 1.1.2016), ορίζονται τα εξής: «1. Συνιστάται στο Πρωτοδικείο Πειραιά ειδικό τμήμα, στο οποίο εκδικάζονται: α) οι ναυτικές διαφορές, που εισάγονται στο Πρωτοδικείο αυτό, β) οι υποθέσεις, που εισάγονται στο ίδιο Πρωτοδικείο και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον αφορούν τη ρύθμιση δικαιωμάτων ή καταστάσεων που σχετίζονται άμεσα με πράξεις αναφερόμενες στην παράγραφο 3 και γ) οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων των περιφερειών των Πρωτοδικείων Πειραιά και Αθήνας, που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις των προηγουμένων εδαφίων (τμήμα ναυτικών διαφορών). 2. Για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα. 3. Α. Ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία πλοίου ή την παροχή εργασίας σε αυτό. Β. Ενδεικτικά ναυτικές διαφορές είναι εκείνες, που έχουν αιτία: α. τη ναυπήγηση, την πώληση και γενικότερα την εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία, β. την επισκευή, μετασκευή, εξοπλισμό, καταμέτρηση, χάραξη γραμμών φόρτωσης, επιθεώρηση σκάφους, μηχανής και εξαρτισμού και το δεξαμενισμό πλοίου, γ. δικαιοπραξίες, που επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δ. αδικοπραξίες, που διέπραξε, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο πλοίαρχος, μέλος του πληρώματος, ο πλοηγός ή άλλο πρόσωπο ευρισκόμενο στην υπηρεσία του πλοίου, καθώς και οι ζημίες από ναυάγιο πλοίου ή φορτίου, ε. συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου, τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, την αλιεία, τη ρυμούλκηση, τη θαλάσσια αρωγή, την αναψυχή ή τη χρήση πλοίου για την πόντιση υποβρύχιων καλωδίων, τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών ή άλλου σκοπού, καθώς και με τη χρήση ή εκμετάλλευση εμπορευματοκιβωτίων, στ. την απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, αποσκευών ή εμπορευματοκιβωτίων μεταφερομένη με πλοίο, ζ. την πλοήγηση, η. την κοινή αβαρία, θ. τη θαλάσσια ασφάλιση, ι. την προμήθεια προϊόντων ή υλικών για τη συντήρηση, λειτουργία, εκμετάλλευση ή τη χρήση πλοίου, ια. δαπάνες του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος για λογαριασμό του πλοίου, του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, ιγ. την κυριότητα, νομή ή κατοχή πλοίου, ιβ. δαπάνες του μισθωτή, ναυλωτή ή πράκτορα για λογαριασμό του πλοίου, υποθήκη (απλή ή προτιμώμενη) ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα αρωγής σε πλοίο ή άλλο περιουσιακό αγαθό, την ανέλευση, μετατόπιση ή διάλυση πλοίου ή ναυαγίου πλοίου ή φορτίου, καθώς και ενέργειες για την πρόληψη ή τον περιορισμό ζημίας στο θαλάσσιο περιβάλλον από το πλοίο με σύγκρουση, πρόσκρουση, ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος ή άλλο τρόπο, ιζ. το θάνατο ή τη σωματική βλάβη προσώπων, που έχει αιτία το πλοίο, τη λειτουργία, εκμετάλλευση ή χρήση. 4. Για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου, πλοίο είναι κάθε πλωτή κατασκευή ικανή για την εκτέλεση ορισμένου έργου ή υπηρεσίας στο θαλάσσιο χώρο. 5. α) Διαφορές και υποθέσεις, που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Πρωτοδικείου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών. Διαφορές από υποθέσεις που δεν υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και εισάγονται σ’ αυτό, μπορούν να δικαστούν από το τμήμα αυτό ή να παραπεμφθούν στο αρμόδιο τμήμα, β) Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 46 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. ΕφΠειρ 145/2006 ΠειρΝομ 28.359, ΕφΠειρ 2768/2004 ΠειρΝομ 28.354, ΕφΠειρ 1082/2001, ΕπΝαυτΔ 2002.209).  6.  α)  Συνιστάται  στο  Εφετείο  Πειραιά  ειδικό  τμήμα, στο  οποίο εκδικάζονται  οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κρίνουν ναυτικές διαφορές και υποθέσεις (τμήμα ναυτικών διαφορών) (ΑΠ 1296/2012 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΤριμΕφΠειρ 34/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 422/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 300/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 145/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 151/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 274/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 386/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 629/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58). Ειδικότερα, είναι ναυτικές διαφορές και αυτές, που προκύπτουν από συμβατικές ή εξωσυμβατικές σχέσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε χερσαίο χώρο, αλλά σχετίζονται με πλοίο, ανεξάρτητα αν η ανεξάρτητα αν η γενεσιουργός αιτία τους είναι σύμβαση ή αδικοπραξία. Ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκόψουν ναυτικές διαφορές, (51 παρ. 3 εδ. Β περ. α – ιζ, ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές, που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, που συνδέεται κατά πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός, που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς, που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, κλπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ακόμη και οι αδικοπραξίες αποτελούν την παθολογία μιας κατονομαζόμενης ναυτικής διαφοράς και τελούνται στο πλαίσιο αυτής. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα, που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά, ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς (βλ. Πολύχρονης Τσιρίδης, «Η ποινική δικαιοδοσία των πειραϊκών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών επί αδικημάτων σχετικών με ναυτικές διαφορές ή τελουμένων επί πλοίου», ΠειρΝομ 1/2013, σελ. 6, Α. Αντάπασης, ΕΕμπΔ 2015, σελ. 233 και εκεί αναφερόμενη θεωρία και Νομολογία, ΤριμΕφΠειρ 253/2016 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 67/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 442/2014 ό.π.). Με τη σύσταση του ειδικού τμήματος ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους, αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (ΜονΕφΠειρ 629/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΑθ 71/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 67/2020 Δημ. Νόμος, Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363, ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47). Νομοθετικός σκοπός, δηλαδή, ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων, που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238], ΜονΕφΠειρ 629/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 456/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 743/2014 Δημ. Νόμος). Ενόψει του ότι, για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σε αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι, κατ’ ουσίαν, καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, Δημ. Νόμος, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537, Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 67/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 629/2020 ό.π., Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις σε ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (ΑΠ 1602/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1285/2006, Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 614/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 300/2014 ό.π., ΕφΠειρ 145/2006 ό.π., ΜονΕφΠειρ 151/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 629/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π. ΜονΕφΑθ 67/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 339/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Γ. Ρήγος, σημείωση σε ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574, ΜονΕφΠειρ 629/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π.), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 67/2020 Δημ. Νόμος ό.π., ΜονΕφΠειρ. 442/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ. 228/2014 Δημ. Νόμος). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος I, 1996, σελ. 45 επομ. [57], ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 67/2020 ό.π.). Η ένσταση δε της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου, που δικάζει την αγωγή, αφορά τη δημόσια τάξη και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, προτείνεται δε σε κάθε στάση της δίκης και στον Άρειο Πάγο για πρώτη φορά, εφόσον στην τελευταία περίπτωση τα πραγματικά περιστατικά, που τη συγκροτούν, προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση ή έχουν τεθεί νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1602/2012, ΑΠ 51/2004 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 422/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 67/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 300/2014 ό.π.). Αν η επίδικη διαφορά έχει χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς, έτσι ώστε η αγωγή και η σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εκδίκασή της να υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, αυτή η υπαγωγή έχει χαρακτήρα ρύθμισης της λειτουργικής ή της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, που θα δικάσει. Παγίως γίνεται δεκτό, ότι η εκδίκαση διαφοράς από άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου δεν παραβιάζει τους κανόνες για την κατανομή της υλικής ή λειτουργικής αρμοδιότητας, αν η κατανομή των διαφορών ανάμεσα σε τμήματα του ίδιου δικαστηρίου προβλέπεται απλώς και μόνον από τον εσωτερικό κανονισμό του. Κάθε τμήμα του δικαστηρίου έχει την ίδια υλική ή λειτουργική αρμοδιότητα. Και τούτο, επειδή η λειτουργία περισσότερων τμημάτων αποβλέπει κυρίως στην ορθολογικότερη οργάνωση του δικαστηρίου και δευτερευόντως στην εξοικείωση των δικαστών με ορισμένη ειδική ύλη του δικαίου. Διαφορετική διάσταση, όμως, έχει η, διαμέσου νόμου, ίδρυση ειδικών τμημάτων του ίδιου δικαστηρίου, όπως συμβαίνει με το τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Εδώ η νομοθετική σύσταση του τμήματος υπαγορεύεται από την έντονη ανάγκη να διασφαλιστεί για τους διαδίκους η συγκρότηση του δικαστηρίου από δικαστές ειδικής εμπειρίας και ενασχόλησης και τα τμήματα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς έχουν ξεχωριστή υλική ή λειτουργική αρμοδιότητα σε σχέση με τα άλλα τμήματα του ίδιου δικαστηρίου (ΤριμΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 422/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 300/2014 ό.π., Παρατηρήσεις Κ. Μπέη στη Δίκη 2004/965). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 18/5/2016 κύρια αγωγή, που κατατέθηκε, στις 19/05/2016, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με Γ.Α.Κ. …../2016 και Α.Κ. δικογρ. ……/2016, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης – πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης εταιρία, Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στο ……. Αττικής, τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νομίμως από το διορισθέντα με δικαστική απόφαση εκκκαθαριστή αυτής, ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων και στον ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα και ότι συνήψε, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της αυτών, σύμβαση πλαίσιο με την εναγομένη, με βάση την οποία η τελευταία αναλάμβανε, ως υπεργολάβος, την εκτέλεση εργασιών σε πλοία, τα οποία επισκεύαζε η ενάγουσα. ΄Οτι (η ενάγουσα) ανέλαβε, το έτος 2003, την εκτέλεση των αναφερομένων στην αγωγή εργασιών στο περιγραφόμενο στην αγωγή πλοίο, οπότε και υπεγράφη ειδικό μεταξύ των διαδίκων αυτών συμφωνητικό, ενώ η εναγομένη, η οποία έφερε το βάρος της ευθύνης και για την τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας, όρισε, ως υπεύθυνο τεχνικό ασφαλείας, για την παρακολούθηση και επίβλεψη των εργασιών αυτών, που αναφέρονται στο συμφωνητικό, τον καθ’ ου η ανακοίνωση προσεπικαλούμενο – παρεμπιπτόντως εναγόμενο. Ότι, το μήνα Απρίλιο του έτους 2003, έλαβε χώρα, κατά τη διενέργεια των εργασιών αυτών, εργατικό ατύχημα, στο οποίο υπέστη σοβαρό τραυματισμό εργαζόμενος, ο οποίος είχε προσληφθεί από την εναγομένη, ατύχημα, που, κατά την ενάγουσα, οφείλεται στη μη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας εκ μέρους της εναγομένης, με αποτέλεσμα εκείνος να υποστεί τις αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες. ΄Οτι ο εργαζόμενος αυτός άσκησε αγωγή κατά της ιδίας και άλλων προσώπων, αξιώνοντας την αποζημίωσή του και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, ένεκα του εργατικού αυτού ατυχήματος. Ότι επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 801/2009 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η αγωγή αυτή και αναγνωρίστηκε ότι η ενάγουσα και η εναγομένη της κύριας αγωγής οφείλουν, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, στον εργαζόμενο αυτό, το συνολικό ποσό των 93.500,00 ευρώ. ΄Οτι η ενάγουσα εξόφλησε ολοσχερώς τον εργαζόμενο. Ότι η ενάγουσα δεν βαρύνεται με κανένα πταίσμα για την επέλευση του ένδικου ατυχήματος και ότι η ευθύνη της, έναντι του τραυματισθέντος εργαζομένου, θεμελιώνεται μόνο στη μεταξύ των διαδίκων σχέση πρόστησης, ενώ, αντίθετα, αποκλειστικά υπαίτια για την επέλευση του εργατικού αυτού ατυχήματος χαρακτηρίζει την εναγομένη. ΄Οτι, σύμφωνα με τη σύμβαση πλαίσιο, που είχε καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων, είχε συμφωνηθεί ότι, για την περίπτωση επέλευσης εργατικών ατυχημάτων, αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο εργολάβος (εναγομένη), με την ανάληψη, παράλληλα, σχετικής υποχρέωσης, εκ μέρους του εργολάβου, για την αποκατάσταση κάθε ζημίας, που ήθελε υποστεί ο εργοδότης (ενάγουσα) ή για οποιαδήποτε αξίωση υποβληθεί κατά του εργοδότη, λόγω ζημίας στην περιουσία του εργοδότη ή τρίτων ή λόγω θανάτου ή τραυματισμού τρίτων προσώπων, που ο εργολάβος ή το προσωπικό του θα προκαλούν στο προσωπικό του κατά την εκτέλεση του έργου και ότι ο εργολάβος θα έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον εργοδότη, καταβάλλοντας σε εκείνον κάθε ποσό, που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στα ζημιωθέντα πρόσωπα. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό, που η ίδια κατέβαλε στον παθόντα του εργατικού ατυχήματος, σε συμμόρφωση της υπ’ αριθμ. 801/2009 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, με το νόμιμο τόκο από την 26.10.2010 (χρόνο εξόφλησης προς τον παθόντα), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει και κάθε άλλο ποσό, που τυχόν υποχρεωθεί (η ενάγουσα) να καταβάλει στον ανωτέρω παθόντα μελλοντικά και από την ίδια αυτή αιτία. Περαιτέρω, με την από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με το με αριθμ. Γ.Α.Κ. …./2016 και Α.Κ. Δικογράφ. ……../2016 ιδιαίτερο δικόγραφο, στο οποίο ενσωματώνεται η ανωτέρω από 18/05/2016 κύρια αγωγή, η εναγομένη αυτής, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» αναφέρει ότι έχει ασκηθεί σε βάρος της η ως άνω από 18/05/2016 κύρια αγωγή. ΄Οτι έχει συνάψει με την ενάγουσα της κύριας αγωγής την από 28.02.2003 σύμβαση για την επισκευή του αναφερόμενου πλοίου, στο πλαίσιο της οποίας ανατέθηκε σε αυτήν η διενέργεια των ελασματουργικών εργασιών. Ότι, για την επίβλεψη της εκτέλεσης των επισκευαστικών εργασιών αυτών, είχε ορίσει τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο τεχνικό ασφαλείας, ο οποίος είχε συντάξει σχετική μελέτη, ενώ, με βάση σχετική δήλωσή του, ενσωματωθείσα στην από 28.02.2003 σύμβαση, εκείνος ανελάμβανε την ευθύνη για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας από το προσωπικό του εργολάβου. Ότι έλαβε χώρα ο αναφερόμενος στην κύρια αγωγή τραυματισμός, κατά τη διάρκεια της επισκευής του πλοίου και εκδόθηκε η με αριθμ. 801/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα της κύριας αγωγής κατέβαλε το ποσό των 93.500 ευρώ στον παθόντα, το οποίο (ποσό) με την κύρια αγωγή αξιώνεται από αυτήν (εναγομένη), διότι, με την ως άνω απόφαση του Εφετείου, κρίθηκε ότι το ένδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται στην έλλειψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας εκ μέρους της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ήτοι των μέτρων ασφαλείας, την τήρηση των οποίων είχε αναλάβει ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος ως προστηθείς αυτής (και ως δικονομικός εγγυητής), ο οποίος ουδέποτε υπέδειξε, στο νόμιμο εκπρόσωπο της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, έλλειψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας, συνεπεία των οποίων προκλήθηκε το ένδικο εργατικό ατύχημα, ούτε και συνέστησε διακοπή των εργασιών αυτών. Για τους λόγους δε αυτούς, ζητεί να γίνει δεκτή η προσεπίκληση και η σε αυτή σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, να παρέμβει ο προσεπικαλούμενος προς απόκρουση και απόρριψη της ως άνω κύριας αγωγής, που στρέφεται εναντίον της και, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτή η αγωγή αυτή, εν όλω ή εν μέρει, να υποχρεωθεί ο προσεπικαλούμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος να της καταβάλει το ίδιο ποσό των 93.500,00 ευρώ ή όποιο άλλο ήθελε υποχρεωθεί εκείνη να πληρώσει, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής προς την ενάγουσα της κύριας αγωγής και να αποτελέσει, για τον προσεπικαλούμενο – παρεμπιπτόντως εναγόμενο, δεδικασμένο, η απόφαση, που θα εκδοθεί επί της κύριας αγωγής (αναγωγής), που άσκησε η ενάγουσα αυτής κατά της προσεπικαλούσας — παρεμπιπτόντως ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 1251/21-03-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 02/11/2016, κατά την τακτική διαδικασία, αφού συνεκδίκασε την ανωτέρω από 18/05/2016 κύρια αγωγή και την από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη την από 18/05/2016 κύρια αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων εφτακοσίων πενήντα (46.750,000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της προς τον παθόντα (…………) καταβολής (26.10.2010) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή μέχρι το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα αυτής και οποιοδήποτε άλλο ποσό τυχόν υποχρεωθεί εκείνη να καταβάλει στον ίδιο παθόντα μελλοντικά και από την ίδια αιτία, με την ίδια αναλογία, όπως στο αιτιολογικό αυτής αναφέρεται [ένα δεύτερο (1/2)], απέρριψε δε, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, την από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα της κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούσα, με την υπό στοιχείο Α΄ από 24/09/2018 έφεσή της και η εναγομένη της κύριας αγωγής – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα με την υπό στοιχείο Β΄ από 24/09/2018 έφεσή της παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, η μεν κύρια ενάγουσα για να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της η δε εναγομένη της κύριας αγωγής για να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η υπό κρίση κύρια αγωγή, άλλως να γίνει δεκτή η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της. Από το ως άνω περιεχόμενο της κύριας αγωγής, της προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή προκύπτει, όμως, ότι πρόκειται για ναυτική διαφορά, υπό την αναφερθείσα στη μείζονα της παρούσας έννοια, καθόσον η διαφορά αυτή, που ανέκυψε στη μεταξύ των διαδίκων σχέση, προέρχεται από το θαλάσσιο εμπόριο, και συγκεκριμένα, η ένδικη απαίτηση αναγωγής έχει ως αιτία τη μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα σύμβαση επισκευής πλοίου, υπό την έννοια του νόμου (ήτοι σκάφους χωρητικότητας μεγαλύτερης των 10 κόρων, που δύναται να κινείται αυτοδυνάμως στη θάλασσα) (51 ν. 2172/1993) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 228/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 122/2021 Δημ. Ιστ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 743/2020 Δημ. Ιστ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 708/2020 Δημ. Ιστ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 701/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΕφΠειρ (Ναυτ) 919/2005 αδημ., ΕφΠειρ 126/2000 αδημ., ΜονΕφΠειρ 386/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 203/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 535/2019 Δημ. Ιστ. ΕφΠειρ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4548/2018 (Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών) η ανώνυμη εταιρεία είναι εμπορική, έστω και αν ο σκοπός της δεν είναι η άσκηση εμπορικής επιχείρησης. Έτσι, ανώνυμη εταιρεία ναυπήγησης και επισκευής πλοίων, που έχει την εμπορική ιδιότητα, κάθε σύμβαση, που συνάπτει θεωρείται ότι γίνεται χάριν της εμπορίας της, ήτοι χάριν της ναυπήγησης και της επισκευής των πλοίων και, γι’ αυτό το λόγο, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές θεωρούνται ναυτικές διαφορές, που εκδικάζονται από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιά (Τριμ ΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 αρ. 1 του π.δ. 70/1990, ως ναυπηγοεπισκευαστικό έργο θεωρείται κάθε ναυπηγική ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση (άρθρο 2 αρ. 1) (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 411/2018 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα ζητήματα, που προκύπτουν, απαιτούν την εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες της ναυτικής αυτής διαφοράς και ως εκ τούτου αποκλειστικώς αρμόδιο λειτουργικά για την εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως είναι το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς σε πρώτο και δεύτερο βαθμό αντιστοίχως. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δίκασε την υπόθεση, ενώ δεν ήταν λειτουργικά αρμόδιο, έσφαλε. Κατά συνέπεια, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 46, 535 παρ 2α Κ.Πολ.Δ και 51 παρ. 5 του Ν. 2172/1993, οι εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές και ως κατ’ ουσία βάσιμες και η με αριθμ. 1251/21-03-2017 εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία να εξαφανισθεί, να παραπεμφθούν δε αυτεπαγγέλτως, στο στάδιο τούτο της δίκης, καθώς το σχετικό ζήτημα ανάγεται στη δημόσια τάξη, η ως άνω κύρια αγωγή, καθώς η προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση, με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, για να δικαστούν από το λειτουργικά αρμόδιο δικαστήριο, που είναι το ναυτικό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (βλ. σχετ. ΑΠ 1296/2012 ό.π., ΑΠ 1602/2012 ό.π., ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007 978, ΑΠ 338/2003 ΕλλΔνη 2004 407, ΤρΕφΠειρ 425/2021 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 34/2021 ό.π., Τριμ ΕφΠειρ 614/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 253/2016 ό.π., ΜονΕφΠειρ 151/2021 ό.π., ΜονΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 67/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 274/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 411/2018 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Α. Αντάπαση «Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς», ΕΕμπΔ 2015 σελ. 233 επ.). Τέλος, περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων, σε βάρος κάποιου διαδίκου, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, διότι η παρούσα δεν είναι οριστική, εφόσον δεν τέμνει ολοκληρωτικά τη διαφορά της δίκης μεταξύ αυτών (βλ. άρθρο 535 παρ. 2 α΄ του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 34/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, Τριμ ΕφΠειρ 614/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 422/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 253/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 71/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 67/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 442/2014 Δημ. Νόμος, βλ. και Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, κάτω από το άρθρο 535 σημ. 6), ενώ, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης για την άσκησή της σε αυτήν, καθώς και η επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης για την άσκησή της σε αυτήν, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 24-09-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση και Β) την από 24-09-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση.

Α) ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 24-09-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου, που κατέθεσε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης για την άσκησή της, σε αυτήν.

Β) ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 24-09-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου, που κατέθεσε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης για την άσκησή της, σε αυτήν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμ. 1251/21-03-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ: α) την από 18/5/2016 αγωγή, που κατατέθηκε, στις 19/05/2016, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γ.Α.Κ. ……./2016 και Α.Κ. δικογρ. ……/2016 και β) την από 11/7/2016 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γ.Α.Κ. …../2016 και Α.Κ. Δικογράφ. ……/2016, προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο έχει την καθ’ ύλη, κατά τόπο και λειτουργική αρμοδιότητα προς τούτο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15/09/2021, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ