Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 458/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    458/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: ανώνυμης εταιρείας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Λύγουρη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……….. που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Δημητρίου.

Ο εφεσίβλητος – καλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.1.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./10.1.2014 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2969/2016 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η  καθ’ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα – καθ’ης η κλήση,  με την από 20.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./22.3.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/9.10.2017 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 3.5.2018 και μετ’αναβολές για τις 23.5.2019, οπότε ματαιώθηκε.

Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από 25.5.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………../25.5.2020 κλήση του εφεσιβλήτου, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν και κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 25.5.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../25.5.2020 κλήση του εφεσιβλήτου, νόμιμα φέρεται για συζήτηση η κρινόμενη από 20.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./22.3.2017 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../9.10.2017 έφεση,  της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας – καθ’ης η κλήση, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2969/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των ειδικών κανόνων που διέπουν τις δίκες περί την εκτέλεση, επί της από 10.1.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./10.1.2014 ανακοπής του ……….., ήδη εφεσιβλήτου – καλούντος κατά του υπ’αριθμ………/2013  πίνακα κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού του επίδικου πλοίου, συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ανακόπτοντος, στις 20.2.2017, συντασσομένης της υπ’αριθμ….΄/20.2.2017 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ………., που προσκομίζεται από τον ανακόπτοντα – εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22.3.2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ο ανακόπτων με την από 10.1.2014 ανακοπή του, επιδιώκει για τους αναφερόμενους λόγους την μεταρρύθμιση του υπ’αριθμ………../2013 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., για την διανομή του πλειστηριάσματος ποσού 40.000 ευρώ, του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής «Μ», κυριότητας της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….», μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, προκειμένου να καταταγεί αυτός, για την αναγγελθείσα και μη καταταγείσα απαίτηση του ύψους 200.000 ευρώ, για την οποία έχει ασκήσει την από 17.6.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 αγωγή κατά της καθ’ης η εκτέλεση, ένεκα υπαναχώρησης από την πώληση του εκπλειστηριασθέντος σκάφους και από αδικοπραξία, στο διανεμητέο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης εκ 4.331,61 ευρώ, ποσό των 35.668,39 ευρώ, στο οποίο κατετάγη η επισπεύδουσα καθ’ης η ανακοπή, για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της από τέλη ελλιμενισμού και παροχής συναφών υπηρεσιών, καθώς και έξοδα φύλαξης του εκπλειστηριασθέντος σκάφους, προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 7.834,79 ευρώ και για το ποσό 27.833,60 ευρώ με τον όρο της τελεσίδικης επιδικάσεως του υπολοίπου των απαιτήσεων της, αποβαλλομένης αυτής από το σύνολο των ως άνω καταταγεισών απαιτήσεων της, άλλως να καταταγεί ο ανακόπτων σύμμετρα κατά το λόγο της απαιτήσεως του οριστικά, άλλως τυχαία υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδικάσεως της αναγγελθείσης απαιτήσεως του, επικουρικά δε να καταταγεί η καθ’ης η ανακοπή τυχαία και συμμέτρως με τον ίδιο.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της ανακοπής περί άρνησης της ύπαρξης των αναγγελθεισών και καταταγεισών απαιτήσεων της καθ’ης η ανακοπή και του μεγέθους καθεμιάς και αοριστίας της γενόμενης αναγγελίας της και έκρινε ότι μόνο οι απαιτήσεις της καθ’ης η ανακοπή, ποσού 2.541,81 ευρώ, για τα έξοδα φύλαξης του κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος σκάφους έχουν προνομιακό χαρακτήρα, ενώ οι λοιπές απαιτήσεις της από την παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού στο πλοίο της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρίας, δεν εμπίπτουν στην έννοια των τελών, κατά την έννοια του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, αλλά αφορούν συμβατικό αντάλλαγμα από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και δεν είναι προνομιούχες, ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, κατατάσσοντας την καθ’ης η ανακοπή, στο εναπομείναν, μετά την αφαίρεση του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (4.331,61), για τα έξοδα εκτέλεσης, υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, προνομιακά, για το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα ενός ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (2.541,81), κατά το άρθρο 205 περ. β’ ΚΙΝΔ, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης της και στο υπόλοιπο ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν είκοσι έξι ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (33.126,58), σύμμετρα, τον μεν ανακόπτοντα για το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι ευρώ και δέκα λεπτών (26.820,10), υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης του, την δε καθ’ ης η ανακοπή οριστικά για το ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων έξι ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (6.306,47)

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η καθ’ης η ανακοπή για τον αναφερόμενο λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά το προσβαλλόμενο κεφάλαιο, επί τω τέλει να απορριφθεί στο σύνολο της η ανακοπή.

III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λόγο όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΙΝΔ (ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39.347). Προηγούνται οι κατ’άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητο του (ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου απλές ή προτιμώμενες (ΕΠ 552/94 ΕΕμπΔ 1994.464). Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (ΕΠ 81/88 ΕΝΔ 18.24, ΕΠ 1112/86 ΕλλΔνη 28.493). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ (ΕΠ 1112/86, ό.π., Μπρίνιας Αναγκ. Εκτέλεση παρ. 632 δ΄, σελ. 2047 2048, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρ. 1012 σελ. 456, 471, 473 Νικολόπουλος στην ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρ. 1012 σελ. 1981).

Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 214 του ν.4072/2012, ΦΕΚ Α΄87/11.4.2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα, που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολόγησης των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν). 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) Οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημιές σε πλοία, επιβάτες και φορτία.

Περαιτέρω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενόψει  του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και ειδικότερα της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου, οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους, και την ανακοπή, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαίτησης, το αναγγελτήριο, πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση, όπως και αίτημα για προνομιακή κατάταξη (ΑΠ 194/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυ­ρο λόγω αοριστίας της αναφερομένης σ’αυτό απαίτησης μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 του ΚΠολΔ, και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που απαιτείται επί ανακοπής (άρ­θρα 216 παρ.1 και 585 του ΚΠολΔ), για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαίτησης, ανεξαρτήτως της δικονομικής θέσης του στη δίκη της ανακοπής, διότι το αναγγελ­τήριο δεν αποτελεί προδικασία κυρίας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της περι­γραφής της αναγγελλομένης απαίτησης αρκεί η μορφολογική εξατομίκευση της ως προς το είδος και το προνόμιο της κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο, συνυποβαλλόμε­νο έγγραφο (ΑΠ 1580/2013 Νόμος, ΑΠ 949/2011, 31/2010, ΑΠ 1340/2006 Δ 2007.193, ΑΠ 545/2006 Νόμος, ΑΠ 472/2005 ΕλλΔνη 46.1434, ΑΠ 195/2003, 119/2003, ΑΠ 196/1999 ΕλλΔνη 40.1052, ΑΠ 77/1999 ΕΕΝ 2000.384, ΕφΠατρ 325/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 93/2014 Δικογραφία 2015.334, ΕφΠειρ 167/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΝαυπλ 412/2007 ΕΠολΔ 2008.583 με σημείωμα Β. Χατζηϊωάννου, ΕφΛαρ 7/2001 ΕλλΔνη 2004.534).

Εξάλλου, η σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους είναι σύμβαση μισθώσεως ακινήτου διεπομένη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕΑ 10868/1988 ΑρχΝ 1989, 426) και από τον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στη με στοιχεία Τ/9803/5-9-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Αναπτύξεως και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 ν.3105/2003, που αφορά την  «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄29/10-2-2003), και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16-9-2003) και έχει, επομένως, ισχύ νόμου (ΕΠ 605/2010 ΔΕΕ 2011, 220), οι από αυτή δε απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδάφ. β΄, 16 αριθμ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ αρμόδιο δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648 επόμ.  ΚΠολΔ και υπό την ισχύ του ν.4335/2015, για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 και 615 – 620 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από  τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει την δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997 Ελλ Δνη 39, 112, ΕφΛ 95/2012 Δικογραφία 2012, 494, ΕφΠ 481/2001 ΕΔΠ 2003.352). Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση καταβολής της οποίας ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυστέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινόχρηστων δαπανών που βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με την μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996 ΕλΔνη 1997, 108, ΕΕΝ 1998, 142, ΕφΑθ 8882/2006 ΕλΔνη 2008, 283, ΕΔΠ 2007, 170,  ΕφΑθ 8813/2002 ΕλΔνη 45, 1502, ΕφΑθ 2988/2001 ΕλΔνη 42, 1402). Εξάλλου, για το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της συμβάσεως ελλιμενισμού του σκάφους στον εκάστοτε Τουριστικό Λιμένα, μεταξύ των οποίων η Μαρίνα Ζέας, ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσεως των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα, στον εκμεταλλευόμενο αυτές Ε.Ο.Τ. καθώς και στους νόμιμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχειρίσεως του τουριστικού λιμένα), πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή, το τέλος ελλιμενισμού δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλόμενων διαπραγματεύσεως κατά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως, αλλά καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως του εν λόγω Τουριστικού Λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση όμως της εγκρίσεως της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, το αντάλλαγμα της χρήσεως των εγκαταστάσεων τουριστικού λιμένα καθοριζόταν, κατά το παρελθόν, από την διοίκηση είτε του Ε.Ο.Τ., στους καταστατικούς σκοπούς του οποίου κατά τον α.ν.1565/1959 «Περί συστάσεως Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού» (ΦΕΚ Α΄ 255/29-10-1950), ο οποίος τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και με το άρθρο πρώτο αυτού κυρώθηκε με τον ν. 1624/1951 (ΦΕΚ Α΄ 7/3-1-1951), ανήκει, μετά δε και την ισχύ του άρθρου 1 § 3 ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 118/19-7-1993), η εκμετάλλευση κάθε κατηγορίας τουριστικής εγκαταστάσεως και άλλης εγκαταστάσεως τουριστικής υποδομής είτε των αποκεντρωμένων ή μη μονάδων του (Ε.Ο.Τ.) είτε των αναδόχων (μισθωτών, επικαρπωτών ή εργολάβων), δια των οποίων αυτός ενεργούσε, κατά τα δια κανονισμού οριζόμενα (άρθρο 2  ν.δ.4109/1960 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 153/29-09-1960), είτε της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», η οποία συστήθηκε με το άρθρο 12 § 1 ν. 2636/1998 «Σύσταση εταιριών για την οργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και για τη διαχείριση της περιουσίας του Ε.Ο.Τ., σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού και τροποποιήσεις της νομοθεσίας για τον τουρισμό» (ΦΕΚ Α΄ 198/27-8-1998) με μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο αναλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ε.Ο.Τ. για να περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο, του οποίου η συμμετοχή δεν μπορούσε να κατέλθει του 51%, η οποία (ως άνω εταιρεία) μετονομάστηκε, στη συνέχεια, αρχικώς σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», με το άρθρο 9 § 4 ν. 2837/2000 «Ρύθμιση θεμάτων Ανταγωνισμού, Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, Τουρισμού και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 178/3-8-2000), ακολούθως, με το άρθρο 2 § 1 ν. 3270/2004 «Αρμοδιότητες του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης και θέματα τουρισμού» (ΦΕΚ Α΄ 11/27-1-2004), σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.» (Ε.Τ.Α. Α.Ε.) και τελικώς με την με στοιχεία Δ6Α 1162069ΕΞ/28-11-2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μαθήσεως και Θρησκευμάτων, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Πολιτισμού και Τουρισμού  (ΦΕΚ Β΄ 2779/2-12-2011), η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ» (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.) συγχωνεύθηκε με απορρόφηση της από την Ε.Τ.Α. Α.Ε., η οποία μετονομάστηκε σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ΕΤ.Α.Δ.  Α.Ε.). Το ίδιο καθεστώς εξακολούθησε ισχύον και μετά την εκμίσθωση των τουριστικών λιμένων της Χώρας σε ιδιωτικά νομικά πρόσωπα, χωρίς συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο, που πραγματοποιήθηκε, κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού, το έτος 2002. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 17 § 1  ν. 438/1976 «Περί τουριστικών πλοίων και πλοιαρίων και ναυταθλητικών σκαφών και ρυθμίσεως δασμολογικών και φορολογικών θεμάτων επί πλοίων ως και επί πλοιαρίων αναψυχής» (ΦΕΚ Α΄ 256/27-9-1976) ορίστηκε ότι: «Τα αφορώντα εις την διοίκησιν και διαχείρισιν των υφισταμένων εν τη   Χώρα ή μελλόντων να κατασκευασθώσιν υφ’ οιωνδήποτε λιμένων προοριζομένων δια την εξυπηρέτησιν τουριστικών πλοίων ή πλοιαρίων πάσης χρήσεως (μαρινών) ρυθμίζονται δια κανονισμών συντασσομένων υπό του Ε.Ο.Τ. και εγκρινομένων δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εμπορικής Ναυτιλίας και Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Κατ’εξουσιοδότηση της διατάξεως αυτής εκδόθηκε πράγματι η υπ΄αριθμ……/22-04-1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί κανονισμού λειτουργίας Μαρινών (λιμένων για θαλαμηγά πλοία και πλοιάρια αναψυχής)» (ΦΕΚ Β΄ 265/11.5.1981), στο άρθρο 12 της οποίας, ειδικώς για τα τέλη ελλιμενισμού των εν λόγω σκαφών στις ανά την Επικράτεια μαρίνες, ορίστηκε ότι: «Δια τας παρεχομένας υπηρεσίας προς τα σκάφη και της υπ’ αυτών χρήσεως των εγκαταστάσεων του λιμένος, η Μαρίνα εισπράττει υπό των υποχρέων τα ανάλογα δικαιώματα ή τέλη διακρινόμενα εις τέλη ελλιμενισμού και προσορμίσεως, ανελκύσεως σκαφών εις την ξηράν, χρήσεως πλυντηρίου ιστίων, παροχής ύδατος, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνικής συνδέσεως, χρήσεως αποθήκης τράνζιτ και λοιπών εξυπηρετήσεων (§ 1). Τα τιμολόγια και τα πάσης φύσεως δικαιώματα των Μαρινών καθορίζονται με παραρτήματα του παρόντος Κανονισμού, εκδιδόμενα κατά την διαδικασίαν του άρθρου 17 του Ν. 438/1976 (§ 2)». Επακολούθησε ο ανωτέρω ν. 2160/1993, με το τρίτο κεφάλαιο του οποίου (άρθρα 29 – 37) ρυθμιζόταν η δημιουργία και λειτουργία όλων των τουριστικών λιμένων της Χώρας είτε των ήδη κατά την εισαγωγή του υφισταμένων είτε των μελλόντων να κατασκευαστούν (άρθρο 29 § 6). Στο άρθρο 29 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι ως «τουριστικοί λιμένες σκαφών αναψυχής (Μαρίνες)» νοούνται οι χερσαίοι και θαλάσσιοι χώροι που προορίζονται, κατά κύριο λόγο, για την εξυπηρέτηση σκαφών αναψυχής «είτε για αγκυροβόλημα είτε για μακροχρόνια ή παροδική χερσαία εναπόθεση είτε για εξυπηρέτηση των διερχομένων σκαφών» (§ 1), ενώ ως «φορέας διαχείρισης τουριστικού λιμένα» νοείται «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα» (§ 3). Ορίστηκε δε περαιτέρω (άρθρο 30 § 1) ότι η διοίκηση, διαχείριση, εκμετάλλευση και έλεγχος των τουριστικών λιμένων ανήκει στο Δημόσιο.

Τα τιμολόγια των τελών και των δικαιωμάτων όλων των Μαρίνων του Ε.Ο.Τ. αναπροσαρμόστηκαν, τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις επακολουθήσασες, νομίμως δημοσιευθείσες, υπ’ αριθμ.500242/9-1-1990, 528622/19-9-1990 και 524018/139/17-7-1992 Κ.Υ.Α. των, ως άνω, συναρμόδιων Υπουργών. Και στα περί της Ε.Τ.Α. Α.Ε. μεταγενέστερα νομοθετικά κείμενα, περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικές με τους κανονισμούς λειτουργίας και τα τιμολόγια των τουριστικών λιμένων, επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., η διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των οποίων περιήλθε στην εταιρεία αυτή. Ειδικότερα, στην § 8 του άρθρου 21 ν. 2636/1998, η οποία αναριθμήθηκε σε § 5 με το άρθρο 9 § 13 ν. 2837/2000 και ίσχυσε μέχρι τις 28-1-2004, οπότε και καταργήθηκε με το άρθρο 49 § 16 ν 3220/2004 (ΦΕΚ Α΄ 15/28-1-2004), ορίστηκαν τα εξής: «Με αποφάσεις του Δ.Σ. της εταιρίας, που εγκρίνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να εκδίδονται, τροποποιούνται, καταργούνται ή να συμπληρώνονται οι κανονισμοί λειτουργίας των τουριστικών λιμένων που αναλαμβάνει η εταιρία. Με αποφάσεις του Δ.Σ. της εταιρίας, που εγκρίνονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα τιμολόγια των τουριστικών λιμένων και των ιαματικών πηγών που έχει αναλάβει η εταιρία. Μέχρι την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην εταιρία οι σχετικοί κανονισμοί λειτουργίας και τα σχετικά τιμολόγια του Ε.Ο.Τ.». Τέλος, στην § 2 του άρθρου 10 ν.2837/2000 ορίστηκε ότι: «Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται ο καθορισμός τιμολογίων υπηρεσιών που παρέχονται από επιχειρηματικές μονάδες του Ε.Ο.Τ., τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των οποίων έχει η εταιρία, τα τιμολόγια αυτά καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης». Η εγκριτική των τιμολογίων ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής υπουργική απόφαση, όπως ρυθμιζόταν από το, ως άνω, νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 17 ν. 438/1976, ν. 2160/1993 και άρθρο 21 § 8 ν. 2636/1998), υποβληθείσα στην κρίση του ακυρωτικού Δικαστή, κρίθηκε άκυρη, ως καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως εκδοθείσα, αφού, όπως νομολογήθηκε (ΣτΕ 2477/2000 ΔΔίκη 2001, 942, ΣτΕ 2478/2000), οι εξουσιοδοτικές εκείνες διατάξεις δεν καθόριζαν «ειδικότερα τα συγκεκριμένα κριτήρια, επί τη βάσει των οποίων γίνεται η επιβολή των επιδίκων τελών». Τις συνέπειες των ακυρωτικών αυτών κρίσεων θέλησε να θεραπεύσει ο νομοθέτης, ο οποίος με το άρθρο 38 § 3 ν. 3105/2003 πρόσθεσε στον ν. 2160/1993 άρθρο με στοιχεία 31 α και με τίτλο «Κανονισμοί λειτουργίας τουριστικών λιμένων», με το οποίο παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για την θέσπιση ή για την έγκριση, κατά περίπτωση, με υπουργικές αποφάσεις, γενικού και ειδικών κανονισμών λειτουργίας τουριστικών λιμένων, καθώς και τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες. Ειδικότερα, με την § 6 του άρθρου 31 α  ν.2160/1993, όπως ίσχυε, πριν την αντικατάσταση της με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου ν. 4254/2014 για τα  «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 85/7-4-2014), οριζόταν ότι: «Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση». Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διαμορφωθείσα νομολογία, οι νεότερες, ως άνω, διατάξεις προέβλεψαν την κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονται στα σκάφη, όπως και των ειδικών κανονισμών των τουριστικών λιμένων, των ζωνών αγκυροβολίου, των καταφυγίων τουριστικών σκαφών και των λιμένων ξενοδοχειακών μονάδων, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκριση τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν, ως κριτήρια, το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις. Κρίνοντας το κύρος υπουργικών αποφάσεων με τις οποίες εγκρίθηκαν πράξεις του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε. ή άλλου φορέα διαχειρίσεως σχετικές με τον καθορισμό των τιμολογίων υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής στις ανά την επικράτεια μαρίνες, μεταξύ δε αυτών και στη Μαρίνα Ζέας, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί, πρώτον, ότι η διαχείριση των κοινοχρήστων πραγμάτων, περί των οποίων ορίζει το άρθρο 967 ΑΚ μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι χώροι που εμπίπτουν σε ζώνη λιμένα, που ανήκουν στην δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, συνιστάμενου στην κοινοχρησία τους, συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας και αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου (ΟλΣτΕ 2403/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,  ΟλΣτΕ 414/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, ότι η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινόχρηστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ακόμη και αν επιδιώκεται δευτερευόντως και ταμειακός σκοπός (ΟλΣτΕ 1212/2010 ΕΔΔΔΔ 2010, 703, ΟλΣτΕ  891/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τρίτον, ότι η με τις διατάξεις του άρθρου 21 § 8 ν. 2636/1998, δυνάμει των οποίων επιτρέπεται η επιβολή τελών ελλιμενισμού στα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες (μαρίνες) σκάφη με αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε. ή του οικείου φορέα διαχειρίσεως, που εγκρίνονται με υπουργική απόφαση, παρεχόμενη εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, εφόσον κατά την έννοια τους ο καθορισμός του ύψους των τελών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, που εξαρτώνται από ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη και του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις (ΣτΕ 1155/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τέταρτον, ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε., με την οποία καθορίζονται τα, ως άνω, τιμολόγια συνιστά πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως όμως αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και συγκεκριμένα στην ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η προβλεπόμενη από τον νόμο υπουργική απόφαση, με την οποία κατόπιν ελέγχου τους, νόμω και ουσία, εγκρίνονται τα ίδια τιμολόγια, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αφού πρόκειται κατ’ ουσίαν για τέλη υπέρ του Ε.Ο.Τ., χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους εκ μόνου του λόγου ότι εισπράττονται από φορέα διοικήσεως και διαχειρίσεως με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος όμως αποδίδει στη συνέχεια το συμφωνηθέν μίσθωμα στην Ε.Τ.Α. Α.Ε. (ΟλΣτΕ 2404/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και, πέμπτον, ότι τα καθοριζόμενα με την υπουργική απόφαση τέλη δεν αποτελούν οικονομικά βάρη ούτε έχουν φορολογικό ή ανταποδοτικό χαρακτήρα έναντι παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αντιθέτως αποτελούν απλώς το τίμημα για τις παρεχόμενες από τον φορέα διαχειρίσεως του λιμένα υπηρεσίες ελλιμενισμού (ΣτΕ 1559/2015, ΣτΕ 1558/1015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Από την υπ’αριθμ……./25.11.2016 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς …………., που λήφθηκε με επιμέλεια του ανακόπτοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν δήλωσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της πληρεξούσιας δικηγόρου του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης  του και επέχει θέση κλήτευσης της καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσας, που δεν λήφθηκε υπόψη στην πρωτόδικη δίκη, διότι προσκομίστηκε με την προσθήκη των προτάσεων του ανακόπτοντος και κρίθηκε ότι δεν αφορούσε την αντίκρουση ισχυρισμών της αντιδίκου, νομότυπα προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης (527 αρ.1 ΚπολΔ), που εκτιμάται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της με αριθμό ………../10.7.2013 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου, στις 10.7.2013 εκπλειστηριάστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., με επίσπευση της καθ’ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, το κυριότητας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», με Ελληνική σημαία Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίο αναψυχής με το όνομα «Μ», νηολογίου Πειραιώς Α΄Κλάσης, με αριθμό …., κ.ο.χ. 46,24, κ.κ.χ 34,82 και ΔΔΣ SX …., που είχε κατασχεθεί αναγκαστικά από την ως άνω επισπεύδουσα, ως δανείστρια, δυνάμει του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ……/2010 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για το ποσό των 8.074,79 ευρώ, με την υπ’αριθμ…./23.11.2012 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………, κατακυρώθηκε δε αυτό στον υπερθεματιστή ……………, αντί πλειστηριάσματος 40.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως. Στον ανωτέρω πλειστηριασμό είχαν αναγγείλει νόμιμα και εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους οι κάτωθι δανειστές, της καθ’ης η εκτέλεση ως άνω ναυτικής εταιρείας: 1) το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Πλοίων Πειραιά α) με την υπ’ αρ. πρωτ. …./7.2.2013 αναγγελία του για απαιτήσεις συνολικού ποσού 41.055,17 €  ευρώ και β) με την με αρ.πρωτ. …../15.7.2013  αναγγελία του για απαιτήσεις συνολικού ποσού 42.528,01 ευρώ, ζητώντας την προνομιακή κατάταξη του, 2) η επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσα εταιρεία «………….», με την από 22.7.2013 αναγγελία της για επιπλέον απαιτήσεις συνολικού ποσού 38.297,11 ευρώ, πέραν των εξοπλισμένων με τον ως άνω εκτελεστό τίτλο, ζητώντας την προνομιακή κατάταξη της 3) ο ανακόπτων με την από 17.7.2013 αναγγελία του για το ποσό των 200.000 ευρώ και 4) Το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο για τα ποσά των 1.066,43 ευρώ, 1.102,35 ευρώ και 1.096,36 ευρώ.  Περαιτέρω, ενόψει του ότι το ανωτέρω εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών, η ως άνω Υπάλληλος επί του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμό ………/8.11.2013 πίνακα κατατάξεως δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, ύψους 4.331,61 ευρώ, που αφορούσαν ειδικότερα : α) έξοδα έκδοσης απογράφου του εκτελεστού τίτλου, αντιγράφου αυτού, σύνταξης και παραγγελίας επιταγής προς πληρωμή και εντολής προς εκτέλεση, του πληρεξουσίου δικηγόρου της επισπεύδουσας, …………, ποσού 240  ευρώ, β) τα ανήκοντα στην επισπεύδουσα έξοδα, που αφορούν στην επί της εκτελέσεως δικαστική επιμελήτρια, ποσού 3.124,63 ευρώ και γ) τα έξοδα της ίδιας της συμβολαιογράφου, ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού, για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης με τα επικυρωμένα αντίγραφα του, τη σύνταξη προσκλήσεως δανειστών με αντίγραφα και έξοδα κοινοποίησης της, καθώς και το ήμισυ των δικαιωμάτων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ποσού 246 ευρώ, συνολικά ποσού 966,98 ευρώ, στο υπόλοιπο ποσό των 35.668,39 ευρώ (40.000 – 4.331,61), που απέμεινε προς διανομή, κατέταξε την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσα: α) για το ποσό των 7.834,79 € προνομιακά και οριστικά, ήτοι την εκτελούμενη απαίτηση βάσει της επιταγής για εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου, αφαιρουμένων των εξόδων δευτέρου αντιγράφου του απογράφου και δεύτερης επιδόσεως και β) για το ποσό των 27.833,60 € προνομιακά μεν, υπό τον όρο όμως της τελεσιδίκου επιδικάσεως των επιπλέον απαιτήσεων της, τα οποία ποσά αφορούν σε έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου και τέλη ελλιμενισμού κατ’ άρθρο 205 περ. α’ και β΄ του ΚΙΝΔ.

Ειδικότερα, με την από 22.7.2013 αναγγελία της καθ’ ης η ανακοπή, που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), στην υπάλληλο του πλειστηριασμού και στην προαναφερόμενη καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία (υπ’ αριθ. ………/23.7.2013 και ………./23.7.2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….), η τελευταία εκθέτει, μεταξύ άλλων, επί λέξει τα ακόλουθα: «Ι…Ο πιο πάνω πλειστηριασμός έγινε για να πληρωθεί η εταιρεία μας απαίτηση της σε βάρος της καθ’ης, συνολικού ποσού οκτώ χιλιάδων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (8.074,79), που αναφέρεται και περιγράφεται στην υπ’ αριθμ. ……/2010 διαταγή πληρωμής του κ. Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 12.1.2012 παρά πόδας επιταγή προς πληρωμή, που κοινοποιήθηκε προς την καθής την 15.11.2012, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ………/15.11.2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, και το άνω ποσό νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, και μέχρις εξοφλήσεως… II. Επειδή κατά της καθ’ης οφειλέτριας διατηρούμε επιπλέον απαιτήσεις για τα έξοδα φύλαξης του άνω σκάφους, στο πλαίσιο των διατάξεων του ΠΔ 280/2000…Η εταιρεία μας, συμμορφούμενη με την άνω διάταξη, ανέθεσε στους υπαλλήλους της ……….. και …………., και την φύλαξη του άνω σκάφους για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2012 έως Ιούνιο 2013 αντί πρόσθετης αμοιβής ανερχόμενης: α. σε 523,50 ευρώ ανά μήνα για τον ………. και β. σε 261,78 ευρώ ανά μήνα για τον ………. Το κόστος της εταιρείας μας για τη φύλαξη του άνω σκάφους ανέρχεται στο ποσό των: α. [2 μήνες (Δεκέμβριος 2012 & Ιανουάριος 2013) Χ 523,50 ευρώ =] 1.047,12 ευρώ και β. [5 μήνες (Φεβρουάριος 2013 έως Ιούνιο 2013) Χ 261,78 ευρώ =] 1.308,90 ευρώ + 185,79 (261,78 ευρώ: 31 ημέρες = 8,45 ευρώ Χ 22 ημέρες =] 1.494,69 ευρώ, ήτοι ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (1.047,12 + 1.494,69 =) 2.541,81 ευρώ, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. ../31.1.2013, …/28.2.2013, ../29.3.2013, …/30.4.2013, …./31.5.2013, …./28.6.2013 και …/22.7.2013 αντίστοιχα αποδείξεις δαπανών… III. Επίσης κατά της καθ’ης οφειλέτριας διατηρούμε επιπλέον απαίτηση από την παροχή υπηρεσιών προς το ανωτέρω σκάφος της, στο πλαίσιο της συμβάσεως ελλιμενισμού που μας συνέδεε, που ανέρχεται, κατά κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α., στο ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (32.630,67), εντόκως, πλέον τόκων και εξόδων. Ειδικότερα, η ανωτέρω απαίτηση μας αφορά τέλη ελλιμενισμού (συμβατικό αντάλλαγμα για τον ελλιμενισμό του άνω σκάφους στον τουριστικό λιμένα Ζέας): α. κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2010 έως 31.12.2010 ανερχόμενα στο ποσό των 5.291,46 ευρώ… β. κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 31.12.2011 ανερχόμενα στο ποσό των 10.582,92 ευρώ… γ. κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2012 ανερχόμενα στο ποσό των 10.582,92 ευρώ… δ. κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.7.2013 ανερχόμενα στο ποσό των 6.173,37 ευρώ… IV. Επιπλέον η καθ’ης μας οφείλει, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α. 23%, το συνολικό ποσό των 3.124,63 ευρώ για έξοδα εκτέλεσης… Επειδή όλες οι άνω απαιτήσεις μας προέκυψαν από τη σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους «Μ», που μας συνέδεε με την οφειλέτιδα και είναι προνομιακές, ήτοι απολαύουν του γενικού προνομίου και πρέπει ως τέτοιες να καταταγούν και να ικανοποιηθούν προ παντός άλλου αναγγελθησόμενου δανειστού…».

Η καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσα αναγγελθείσα και καταταγείσα προνομιακά εταιρία, η οποία τυγχάνει ανώνυμη εταιρία, που έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση κανόνες ιδιωτικού δικαίου, διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται τον χερσαίο και θαλάσσιο χώρο του τουριστικού λιμένα (Μαρίνα) Ζέας, δυνάμει της από 23.12.2002 σύμβασης μίσθωσης και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης τουριστικού λιμένα Ζέας, που καταρτίστηκε μεταξύ της ίδιας, ως μισθώτριας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», ως εκμισθώτριας. Η τελευταία, ήδη μετονομασθείσα σε «ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΤΑΔ) Α.Ε.», μετά τη συγχώνευση της με την εταιρία με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε.» (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.), ασκεί, δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2636/1998, 2837/2000 και 3270/2004, τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας – μεταξύ άλλων – και των επιχειρηματικών μονάδων του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (Ε.Ο.Τ.), ως επιχειρηματικές δε μονάδες του Ε.Ο.Τ. νοούνται και οι μονάδες των τουριστικών λιμένων, οι οποίες ανήκουν κατά κυριότητα στον Ε.Ο.Τ., ή τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση αυτού, ή έχουν μισθωθεί απ’αυτόν, ή βρίσκονται στην εκμετάλλευση του με οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή. Με την από 30.6.2009 σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή-εκκαλούσας και της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρίας, η πρώτη παραχώρησε στη δεύτερη θέση ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους ιδιοκτησίας αυτής, στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα Ζέας, έναντι του συμφωνημένου μηνιαίου ανταλλάγματος, τιμολογίου, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2160/1993. Η εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού μετά τη παρέλευση της συμφωνημένης εξάμηνης διάρκειας της από την υπογραφή της, παρέμεινε σε ισχύ, σιωπηρά έκτοτε ανανεωθείσα ετησίως για το επόμενο κάθε φορά έτος, καθόσον κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβη σε καταγγελία της, το εν λόγω δε σκάφος εξακολούθησε να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της Μαρίνας Ζέας μέχρι τις 30.7.2013. Σύμφωνα με τα εγκριθέντα με τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις τιμολόγια ελλιμενισμού και υπηρεσιών του τουριστικού λιμένα Ζέας, που, κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 31 α του Ν. 2160/1993, είχε καταρτίσει και υποβάλει προς έγκριση η ενάγουσα εταιρεία, ως φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα Αλίμου, κατόπιν των οικείων αποφάσεων του διοικητικού της συμβουλίου, με βάση τα μέτρα ολικού μήκους του σκάφους, που αναγράφονται στα ναυτιλιακά του έγγραφα, τα τέλη ελλιμενισμού, ανέρχονταν μηνιαίως στο ποσό των 683 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, για το έτος 2009, βάσει του εγκριθέντος με την υπ’ αριθμ. 12381/17.6.2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Αναπτύξεως (ΦΕΚ Β΄1167/25.6.2008) για το έτος 2008 και στο ποσό των 717 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2010 και εφεξής, βάσει του εγκριθέντος με την με αριθμό 2714/2011 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού τιμολογίου (ΦΕΚ 421Β/16.3.2011), μη εφαρμοζομένης της ετήσιας προβλεπόμενης αναπροσαρμογής με βάση τον εκάστοτε πληθωρισμό και πάντως όχι λιγότερο από ποσοστό 5%. Η καθ’ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία, αν και προέβη σε μισθωτική χρήση των εγκαταστάσεων της Μαρίνας Ζέας ελλιμενίζοντας το εν λόγω σκάφος και σε απόληψη των πρόσθετων συναφών παροχών της Μαρίνας, αδιαλείπτως και ακωλύτως, παρά την υποχρέωση της, δεν κατέβαλε στην καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσα τα αναλογούντα ποσά μηνιαίων τελών ελλιμενισμού, για το χρονικό διάστημα από 1.11.2009 έως 31.7.2013, εκδοθέντων των προσκομιζόμενων, μετ’επικλήσεως, αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσα διατηρεί απαίτηση ύψους 598,92 ευρώ προερχόμενη από τον ελλιμενισμό του παραπάνω σκάφους, κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2009 έως 31.12.2009, κατόπιν μερικής καταβολής, καθώς και απαίτηση ύψους 5.191,08 ευρώ για τέλη ελλιμενισμού του σκάφους, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 30.6.2010 [717 ευρώ ανά μήνα Χ 6 μήνες = 4.302 + 889,08 για τον αναλογούντα ΦΠΑ = 5.191,08 ευρώ] και συνολικά ποσού 5.790 ευρώ, για την οποία, κατόπιν της από 19.11.2010 αίτησης της, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2803/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δεν προέκυψε ότι έχει προσβληθεί και με την οποία διατάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία να της καταβάλει το ποσό των 5.790 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της προθεσμίας, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, καθώς και το ποσό των 420 ευρώ, ως δικαστική της δαπάνη. Αντίγραφο του απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με την παρά πόδας από 12.11.2012 επιταγή προς πληρωμή ποσού, μετά τόκων και εξόδων, 8.074,79 ευρώ, επέδωσε στην καθ’ης η διαταγή πληρωμής, οφειλέτρια και ακολούθως προχώρησε στην αναγκαστική κατάσχεση του προαναφερόμενου πλοίου.

Περαιτέρω, η καθ’ ης η ανακοπή ανήγγειλε την απαίτηση της σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση, συνολικού ποσού 32.630,67 ευρώ, για τον ελλιμενισμό του παραπάνω πλοίου στις εγκαταστάσεις της Μαρίνας Ζέας, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2010 έως 31.7.2013 και συγκεκριμένα αξιώνει τα ακόλουθα οφειλόμενα ποσά: Α) το ποσό των 5.291,46 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.7.2010 έως 31.12.2010 [(717 ευρώ Χ 6 μήνες =) 4.302 ευρώ + 989,46 ευρώ (ΦΠΑ 23%) = 5.291,46 ευρώ], όπως προκύπτει από την με αριθμό 50722/23.12.2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, Β) το ποσό των 10.582,92 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 31.12.2011 [(717 ευρώ Χ 12 μήνες =) 8.604 ευρώ + 1.978,92 ευρώ (ΦΠΑ 23%) = 10.582,92 ευρώ], όπως προκύπτει από την με αριθμό 56911/21.12.2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, Γ) το ποσό των 10.582,92 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2012 [(717 ευρώ Χ 12 μήνες =) 8.604 ευρώ + 1.978,92 ευρώ (ΦΠΑ 23%) = 10.582,92 ευρώ], όπως προκύπτει από την με αριθμό 62106/27.12.2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και Δ) το ποσό των 6.173,37 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.7.2013 [(717 ευρώ Χ 7 μήνες =) 5.019 ευρώ + 1.154,37 ευρώ (ΦΠΑ 23%) = 6.173,37 ευρώ], όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……/23.1.2013, …../5.4.2013, …./30.4.2013, …./27.5.2013, …./20.6.2013, ……/15.7.2013 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που εξέδωσε η καθ’ ης η ανακοπή. Για την παραπάνω απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν της από 23.7.2013 αίτησης της, εκδόθηκε η υπ’αριθ.1919/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των 32.630,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της προθεσμίας, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο, καθώς και το ποσό των 670 ευρώ, ως δικαστική της δαπάνη. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής δεν προκύπτει ότι έχει προσβληθεί. Κατόπιν επιβολής της αναγκαστικής κατάσχεσης επί του ανωτέρω πλοίου από την καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, παρέστη ανάγκη πρόσληψης δύο φυλάκων για τη φύλαξη του κατασχεμένου πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 280/2000, το οποίο ορίζει ότι «κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο…». Σε συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα με την ανωτέρω νομοθετική διάταξη, η καθ’ ης η ανακοπή-εκκαλούσα, κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του έτους 2012 έως 22.7.2013, ανέθεσε τα καθήκοντα φύλαξης του κατασχεμένου πλοίου στους υπαλλήλους της, ………. και …………., έναντι αμοιβής ανερχόμενης, για τον πρώτο στο ποσό των 523,50 ευρώ μηνιαίως και για τον δεύτερο στο ποσό των 261,78 ευρώ μηνιαίως. Η αναγγελθείσα απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή για την παραπάνω αιτία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.541,81 ευρώ, που αναλύεται, ως εξής: α) Για τους μήνες Δεκέμβριο 2012 και Ιανουάριο 2013 (2 μήνες Χ 523,50 ευρώ μηνιαίως =) στο ποσό των 1.047,12 ευρώ και β) για τους μήνες Φεβρουάριο 2013 έως την 22-07-2013 [(5 μήνες Χ 261,78 ευρώ μηνιαίως =) 1.308,90 ευρώ + (261,78 ευρώ ανά μήνα: 31 ημέρες = 8,45 ευρώ Χ 22 ημέρες =) 185,79 ευρώ =] στο ποσό των 1.494,69 ευρώ, εκδιδομένων των μνημονευομένων στην αναγγελία της σχετικών αποδείξεων δαπανών. Για τις εν λόγω αναγγελθείσες απαιτήσεις της, παρεκτός της εκτελούμενης, συνολικού ποσού 35.172,48 ευρώ (32.630,67 + 2.541,81), η καθ’ ης η ανακοπή έχει ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.5.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2015 αγωγή της, στρεφόμενη σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτριας της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1956/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή κατά το ανωτέρω ποσό, πλην όμως δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί τελεσίδικη.

Οι κρινόμενες ως άνω απαιτήσεις της καθ’ης η ανακοπή, που αφορούν, αφενός τα βαρύνοντα το επίδικο σκάφος τέλη ελλιμενισμού του στον τουριστικό λιμένα Ζέας, ως φορέα διαχειρίσεως αυτής, τα οποία εκτείνονται χρονικά σε διάστημα τριετίας πριν από την κατάσχεση, που σημαίνει ότι, ως επί το πλείστον, δεν σχετίζονται με δαπάνες, που έγιναν εξαιτίας της παρεμπόδισης του να αποπλεύσει από τον εν λόγω λιμένα, συνεπεία της κατάσχεσης του, μέχρι και τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό τούτου, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται σε όλη τους την έκταση από το προνόμιο του άρθρου 205 εδ.β΄ ΚΙΝΔ, για τα από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, ως αβασίμως διαλαμβάνει η εκκαλούσα με την έφεση της  και αφετέρου, τα έξοδα φυλάξεως του κατασχεθέντος και εν συνεχεία εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον τελευταίο αυτόν λιμένα κατάπλου του, έχουν προνομιακό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205 στοιχ.α΄ και β΄ ΚΙΝΔ και συνεπώς, ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού, ως άνω συμβολαιογράφος, κατέταξε την καθ’ης η ανακοπή προνομιακά στο σύνολο του εναπομείναντος, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, πλειστηριάσματος των 35.668,39 ευρώ και όχι μόνο για το ποσό των 2.541,81 ευρώ, που αφορά στα έξοδα φύλαξης του κατασχεθέντος πλοίου, ενόψει του επιγενόμενου πλειστηριασμού του και κατά τα λοιπά, σύμμετρα με τον εγχειρόγραφο δανειστή ανακόπτοντα, ως αβασίμως έκρινε η εκκαλουμένη. Τούτο διότι, όσον αφορά την παρεχομένη με ειδική και ορισμένη νομοθετική εξουσιοδότηση, επιβολή τελών ελλιμενισμού στα ελλιμενιζόμενα σε τουριστικούς λιμένες (μαρίνες) σκάφη με αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε. ή του οικείου φορέα διαχειρίσεως, όπως εν προκειμένω της καθ’ης η ανακοπή-εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας «…………..», που εγκρίνονται με υπουργική απόφαση, ο καθορισμός του ύψους των τελών γίνεται κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, που εξαρτώνται από ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθήκες, λαμβανομένου όμως υπόψη και του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις, καθόσον η διαχείριση των κοινοχρήστων πραγμάτων, περί των οποίων ορίζει το άρθρο 967 ΑΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι χώροι που εμπίπτουν σε ζώνη λιμένα, που ανήκουν στην δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, συνιστάμενου στην κοινοχρησία τους, συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας και αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Ενόψει τούτων, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Ε.Τ.Α. Α.Ε. ή του εκάστοτε φορέα διαχειρίσεως, με την οποία καθορίζονται τα, ως άνω, τιμολόγια συνιστά πράξη διαχειρίσεως κοινόχρηστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως όμως αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και συγκεκριμένα στην ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η προβλεπόμενη από τον νόμο υπουργική απόφαση, με την οποία κατόπιν ελέγχου τους, νόμω και ουσία, εγκρίνονται τα ίδια τιμολόγια, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και συνεπώς, πρόκειται κατ’ ουσία για τέλη υπέρ του Ε.Ο.Τ., χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους εκ μόνου του λόγου ότι εισπράττονται από φορέα διοικήσεως και διαχειρίσεως με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, όπως εν προκειμένω, ο οποίος όμως αποδίδει στη συνέχεια το συμφωνηθέν μίσθωμα στην Ε.Τ.Α. Α.Ε. ήδη Ε.Τ.Α.Δ. Α.Ε.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι οι απαιτήσεις της καθ’ης από την επιβολή τελών παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού, δεν εμπίπτουν στην έννοια των τελών του άρθρου 205περ.α΄ ΚΠολΔ, αφού βασίζονται σε ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, που έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης πράγματος και έτσι στερούνται του εν λόγω προνομίου, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 976αρ.1, 1012παρ.4 ΚΠολΔ και 205 εδ.α΄ ΚΙΝΔ και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου του συναφούς μοναδικού λόγου της έφεσης της καθ’ης η ανακοπή, ως ουσιαστικά βασίμου.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της καθ’ης η ανακοπή, ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει, η προαναφερθείσα ανακοπή να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος του ανακόπτοντος – εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.2969/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 10.1.2014 ανακοπή.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επικυρώνει τον υπ’αριθμ……../8.11.2013 πίνακα κατατάξεως δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών ………..

Επιβάλλει στον ανακόπτοντα – εφεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 20 Σεπτεμβρίου 2021.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ