Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 481/2021

Aριθμός 481/2021

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,  Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Μαρία Δανιήλ, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) εταιρείας πλοίων αναψυχής …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ανάργυρο Κουτσούκο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Επιχείρησης ιδιωτικής ασφάλισης ………………εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Απόστολο Μπουρνέλη.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018)  αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1434/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 19.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αρχικά η 22α.10.2020, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 19-2-2020 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ενδίκου μέσου ………./21-2-2020 έφεση κατά της με αριθμό 1434/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 11-5-2018 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογράφου …………./2018) αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων. Η έφεση  έχει ασκηθεί νομότυπα και παραδεκτά ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1 περ.β΄ , 516 παρ.1, 517 Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εφόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της. Επομένως, αφού έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο (495 παρ.3 Α ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της, μέσα στα καθοριζόμενα από αυτούς όρια (άρθρα 533 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ.), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία.

Με την από 11-5-2018 αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν  ότι  η δεύτερη εξ αυτών, ως πλοιοκτήτρια του επαγγελματικού θαλαμηγού πλοίου αναψυχής «Σ», κατάρτισε με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία σύμβαση   ασφάλισης αυτού,  για το χρονικό διάστημα από 15-7-2014 έως 15-7-2015 και για ζημίες από τους αναφερόμενους στο έγγραφο αυτής θαλάσσιους κινδύνους, διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, τις αγγλικές συναλλακτικές συνήθειες καθώς και τις ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses-1/11-1985). Ότι στις 22-3-2015 εκδηλώθηκε στο πλοίο πυρκαγιά για την κατάσβεση της οποίας ρίφθηκε μεγάλη ποσότητα νερού, περιστατικά που οδήγησαν στην ολική απώλεια του πλοίου της. Ότι προχώρησε σε δήλωση εγκατάλειψής του στην εναγομένη η οποία αποσιωπώντας τις γνωμοδοτήσεις των πραγματογνωμόνων της, όρισε νέους  ζητώντας συνεχώς και παρελκυστικά νέες επιθεωρήσεις του πλοίου ακόμα και μετά την πάροδο μηνών από το συμβάν, όταν  είχαν απομακρυνθεί από αυτό απανθρακωμένα υλικά, ενώ επιχείρησε να αποπροσανατολίσει θεσμικά όργανα  που επιλήφθηκαν του ένδικου περιστατικού, διαδίδοντας δυσμενείς και δυσφημιστικές πληροφορίες για την ενάγουσα, προκαλώντας της ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό και όσα εκθέτουν στην αγωγή, οι ενάγοντες, επιδιώκουν να καταβληθεί στον μεν πρώτο εξ αυτών  ως εκδοχέα των εκ της ασφαλιστικής σύμβασης δικαιωμάτων και απαιτήσεων της πρώτης –   εκχωρήτριας αυτών, το ποσό του 1.016.655 ευρώ ως αποζημίωση για την ολική απώλεια του πλοίου πλέον καλυπτόμενων δαπανών για την ανέλκυσή του κλπ. καθώς και τόκους υπερημερίας όπως αναλύονται στο αγωγικό δικόγραφο, στην δε πλοιοκτήτρια εταιρία το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής  βλάβης που υπέστη από την άνω περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος της.

Το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του  αφού  δέχθηκε την από μέρους της ενάγουσας παράβαση συμφωνηθείσας  (warranty) εγγύησης που επιφέρει απαλλαγή της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας από τη συμβατική υποχρέωση αποζημίωσης της πρώτης, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το σκέλος που αφορά την καταβολή του ασφαλίσματος,  ως αόριστη και με επάλληλη σκέψη ως νόμω αβάσιμη    κατά το σκέλος της χρηματικής ικανοποίησης. Ήδη οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της κρίσης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την έφεσή τους και τους  λόγους της  που ανάγονται κυρίως σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και επιδιώκουν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης προς το σκοπό να γίνει  δεκτή η αγωγή τους.

Ι.Το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο προσκομίστηκε προαποδεικτικά από τους διαδίκους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  με το οποίο κρίνεται  η επίδικη διαφορά και δη η νομική βάση τόσο της αγωγής, κατά το κεφάλαιό της  που αφορά τις εκ της ασφαλιστικής σύμβασης, όσο και των ισχυρισμών και ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία,  κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια, επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξάρτητα μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου του με αυτές, περιέχεται δε κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία «Marine Insurance Act 1906» (στο εξής: Μ.I.A. 1906), καθώς και,  στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice). Ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute yachts clauses 1/11/1985» (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα “Templeman on marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σ. 190-191). Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (ΕΠ 480/2014, 566/2007, 618/2005 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, οι γενικές αρχές για την ερμηνεία των συμβάσεων που διατρέχουν όλα τα σύγχρονα δίκαια συμπίπτουν με εκείνες που περιέχονται στους κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., πρέπει όμως η ερμηνεία να γίνεται κατά το πνεύμα που κρατεί στη χώρα του εφαρμοστέου δικαίου (ΟλΑΠ 87/1993 ΝοΒ 1994.1143 και ΕΠ 604/2019 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ ).

ΙΙ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1  της Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις : «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν, κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια»,  στο δε άρθρο 5 του ίδιου νόμου δίνεται ο ορισμός του ασφαλιστικού συμφέροντος: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και από το γεγονός αυτό μπορεί το εν λόγω πρόσωπο να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή μπορεί  να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή μπορεί  να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νόμος αυτός (Μ.Ι.Α. 1906) δεν προβλέπει τους επί μέρους, προς ασφάλιση κινδύνους, ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ιδίως σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις κ.λπ.), αντίθετα καταλείπει την διαμόρφωσή του (περιεχομένου) στην ελεύθερη  βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Under-writers), το οποίο ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης  των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Ειδικότερα για την ασφάλιση των θαλαμηγών πλοίων οι διεθνώς χρησιμοποιούμενοι  όροι είναι οι  έντυποι του Ινστιτούτου για θαλαμηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1/11/1985. Η παρεχόμενη με τους όρους αυτούς  ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (Perils of the sea-ρήτρα 9.1.1) ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση με την πλεύση του ασφαλισμένου πλοίου στη θάλασσα.  Ωστόσο ο όρος «Perils of the sea» δεν καλύπτει  κάθε ατύχημα ή συμβάν το οποίο είναι δυνατό να συμβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά  κίνδυνο εξ αιτίας της θάλασσας και  αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξ αιτίας της θάλασσας και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα και πρέπει να είναι εξ αιτίας της  θάλασσας, όχι απλώς επί της  θάλασσας (“but it is clear that there must be a peril, an unforseen and inevitable result ; and it must be of the seas, not merely on the seas” From the judgement of Lord Herschell in the Xantho ( 12 APP Cas Ρ 509) (βλ. Templeman on MARINE Insurance 6th edit P. 134). Ειδικότερα η γενική έκφραση «εναντίον κινδύνων θάλασσας» δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, ούτε κάθε απώλεια ή ζημία που από τη φύση της πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης η οποία περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.), όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς από το ταξίδι ή από ενέργεια ή αμέλεια του ασφαλισμένου ως άμεσου αίτιου (Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικό Δίκαιον, μετάφρ. Ιασ. Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σ. 302). Αφορά περιστατικά που συμβαίνουν στο ασφαλισμένο αντικείμενο (πλοίο) προερχόμενα από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την ίδια τη φύση του ασφαλισμένου  αντικειμένου, αποκλειόμενης κάθε ευθύνης για απώλεια ή ζημία ή δαπάνη η οποία είναι αναπόφευκτη, όπως συνήθη φθορά και ξέφτισμα, συνήθη διαρροή και θραύση  και πολύ περισσότερο  προερχόμενη από πράξεις του ίδιου του ασφαλισμένου (Templeman on Marine Insurance, 6th edition,  168-169). Αυτό διότι κάθε πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας ή ακόμα και όταν είναι παροπλισμένο, είναι φυσικό να εκτίθεται σε κάποια αναπόφευκτη, αν και σταδιακή, διαδικασία αποσύνθεσης-φθοράς.   (Templeman on Marine Insurance, 6th edition,  σελ. 164). Η ζημιά επομένως που προκαλείται από διαρροή θαλασσινού νερού στο εσωτερικό του πλοίου και οδηγεί στην βύθισή του, δεν αποτελεί βάρος του ασφαλιστή παρά μόνο στην περίπτωση που οφείλεται άμεσα σε απρόβλεπτο και τυχηρό γεγονός, ή σε ασύνηθες συμβάν, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, vol 1,  παρ. 798, σελ. 661).

ΙΙΙ. Περαιτέρω προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης από την  ασφαλιστική σύμβαση για ζημία ή απώλεια του ασφαλισθέντος πράγματος (πλοίου) και να θεμελιωθεί ευθύνη του ασφαλιστή,  πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε  ως έγγιστα από ασφαλισθέντα  κίνδυνο σύμφωνα με την αρχή που εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα “causa proxima non remota spectatur” (πρέπει ν’ αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη) και αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 55 (1)  της Μ.Ι.Α. 1906, με τον τίτλο «Καλυπτόμενες και Εξαιρούμενες Ζημίες» (ΕΠ 815/2000 ΕΝΔ 2001.157). Πρέπει ειδικότερα  να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, του επελθόντος κινδύνου – ο οποίος πρέπει να αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο – και της επελθούσας απώλειας ή προξενηθείσας ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας.  Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης, εν προκειμένω ο ασφαλιζόμενος φέρει το βάρος απόδειξης ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν κίνδυνο (σχετ. J. Kenneth Goodacre, A.C.I.I., MARINE INSURANCE CLAIMS, 3rd edition, σελ. 86, Τempleman, On MARINE INSURANCE, σελ. 200), πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει να αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕΠ 727/2014, 358/2007 δημοσ  στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο εμπεριέχει κανόνες γενικού δικαίου, που ισχύουν σε κάθε σύμβαση και η παραβίαση των οποίων έχει ως αποτέλεσμα την μη δέσμευση του ασφαλιστή αλλά και κανόνες του ασφαλιστικού δικαίου που ισχύουν ειδικά στις συμβάσεις ασφάλισης και η παραβίαση των οποίων οδηγεί στην απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Οι τελευταίοι αυτοί κανόνες προβλέπονται αφενός μεν στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 της Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της σύμβασης (to avoid the cοntract), στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενός του παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και αφετέρου  στους κανόνες των άρθρων 33 επόμ. του ίδιου νόμου (Μ.Ι.Α. 1906), των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση. Η απόδειξη της παραβίασης των εν λόγω κανόνων βαρύνει τον ασφαλιστή (σχετ. ΕΠ 996/2004, 1141/2004, 981/2002 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ, Χρ. Στυλιανέα: “Αι δηλώσεις εγγυήσεως (warranties) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν” ΕΝΔ 4, 55).

V. Ειδικότερα στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που διέπει, όπως ήδη έχει επισημανθεί στις προηγηθείσες σκέψεις και τις συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης, είναι δυνατή η ενσωμάτωση στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δηλώσεων – εγγυήσεων του ασφαλισμένου, οι οποίες αφορούν το αντικείμενο της ασφάλισης, οπότε αυτές καθίστανται περιεχόμενο του συμβολαίου, χαρακτηριζόμενες, μάλιστα, και ως πρόσθετοι όροι. Στην πρακτική, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τέτοιοι όροι ενσωματώνονται, με τον τύπο των ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων και οι «Institute Yacht Clauses» της 1/11/1985. Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την δυνατότητα να προσδίδουν ιδιαίτερη έμφαση και σπουδαιότητα σε ορισμένες δηλώσεις – εγγυήσεις, έτσι ώστε να ανάγουν αυτές σε ουσιώδεις όρους της ασφαλιστικής σύμβασης και, μάλιστα, κατά τρόπο, που η παράβαση κάποιας από αυτές να επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης αυτής και, συνακόλουθα, απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του έναντι του ασφαλισμένου. Οι ουσιώδεις αυτοί όροι (warranties) μπορεί να έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαιοπρακτικής ρύθμισης, οπότε είναι ρητοί (expressed warranties) ή, απλά, να εξυπακούονται (implied warranties). Αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή για την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων είτε σε σχέση με την κατάσταση του πλοίου είτε σε σχέση με τις συνθήκες ελλιμενισμού ή παροπλισμού αυτού. Από τα άνω εκτιθέμενα προκύπτει ότι ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γε­νικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition», όρο. Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλι­στικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση από την ασφαλιστική σύμβαση (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29, 225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29, 165). Η κύρωση από τη μη συμμόρφωση, κατά τα παραπάνω, δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση καθ’ εαυτή συνετέλεσε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη, ενδεχομένως, πριν από κάθε ζημία. Μόνη δε η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παράβασης του όρου. Την παράβαση αυτή, όπως αναφέρεται ήδη παραπάνω,  πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ασφαλιστής (Arnould`s  «Law of Marine Insurance and Average» Volume II, 16th ed., 1981, σελ. 579 επ.,  Χρ. Στυλιανέα: όπ.π. ΕΝΔ 4,55). H απαλλαγή από την ευθύνη είναι αυτόματη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δήλωση του ασφαλιστή περί περάτωσης της ασφαλιστικής σύμβασης (ΑΠ 1584/2011, ΕΠ 182/2008 και 204/2014 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Γενικός κανόνας είναι ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι καμία αιτία οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη οσονδήποτε επαρκής, καμία ανάγκη οσονδήποτε αναπόφευκτη, δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση.

VI. Εξαιρέσεις από το γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34, το οποίο ορίζει τα εξής: «1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της σύμβασης ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Όταν μια εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβίασης και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβίασης της εγγύησης. Μόνη η παραβίαση, καθ` εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβίασης. Το δε βάρος απόδειξης της παραβίασης φέρει ο ασφαλιστής».

Κατά συνέπεια των ανωτέρω απαιτείται η από μέρους του ασφαλιζόμενου ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση [Υπόθεση Overseas Commodities v. Style (1958) Lloyd`s Rep. 546] με τις δηλώσεις – εγγυήσεις που αποτελούν περιεχόμενο της ασφαλιστικής του σύμβασης, ενώ τέλος οι ισχυρισμοί της ασφαλιστικής εταιρίας περί απαλλαγής της από την ευθύνη για καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης στον ασφαλισμένο της, λόγω παράβασης ρητών όρων – εγγυήσεων (warranties), συνιστούν γνήσιες, μη αυτοτελείς και ουσιαστικές ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στην διάταξη του άρθρου  33 του ν. Μ.Ι.Α. 1906.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνομολογείται ρητά και με σαφήνεια από τους διαδίκους,  μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «………….», πλοιοκτήτριας του επαγγελματικού θαλαμηγού σκάφους αναψυχής «Σ» και της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» είχε καταρτισθεί σύμβαση ασφάλισης του πλοίου η οποία ανανεώθηκε με το με αριθμό ……. συμβόλαιο στις 15-7-2014  για ένα χρόνο και, αφού καταβλήθηκε από την πρώτη το ορισθέν ασφάλιστρο,  κάλυπτε  ζημία ή απώλεια προξενούμενη  από κίνδυνους της θάλασσας, σύμφωνα με τις ρήτρες σκαφών αναψυχής του Ινστιτούτου της 1/11/1985, πλην όσων είχε συμφωνηθεί η διαγραφή τους καθώς και (κάλυπτε) την αστική ευθύνη έναντι τρίτων. Από το περιεχόμενο του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποδεικνύεται η υπαγωγή της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης και συγκεκριμένα των καλύψεων του ίδιου του σκάφους και του εξοπλισμού του, με ρητό και σαφή όρο,   στο αγγλικό δίκαιο και η υπαγωγή  αυτής, καθ’ ο μέρος αφορά την αστική έναντι τρίτων ευθύνη,  στην ελληνική νομοθεσία.

Στο ίδιο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο υπό το τίτλο στοιχεία του σκάφους, άλλως «Πίνακας» ασφαλιστηρίου συμβολαίου εμπεριέχονται τα ακόλουθα στοιχεία : ο κατασκευαστής του σκάφους ήτοι η «……….», το έτος κατασκευής : 2009,  o τύπος της μηχανής του σκάφους και η ιπποδύναμή της, η χρήση του σκάφους: επαγγελματικό με πλήρωμα, τα όρια ναυσιπλοΐας, η περίοδος πλεύσης από 15-7-2014 έως 15-7-2015, το μόνιμο αγκυροβόλιο : η μαρίνα … και η τοποθεσία παροπλισμού: φυλασσόμενος χώρος, στο δε στοιχείο «περίοδος παροπλισμού» δεν προστέθηκε καμία διευκρίνιση. Με βάση επομένως τα άνω συμφωνηθέντα που συνομολογούνται από τους διαδίκους, η εκ της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης ένδικη διαφορά που αφορά την κάλυψη ζημιών του ίδιου του σκάφους από ασφαλιζόμενο κίνδυνο και ειδικότερα αυτόν της πυρκαγιάς, διέπεται από τον αγγλικό νόμο της θαλάσσιας ασφάλισης, το κοινό δίκαιο, αλλά και την αγγλική πρακτική και πλέον συγκεκριμένα  από τους επισυναπτόμενους στο ασφαλιστήριο Γενικούς Όρους  του από 15-7-2014 ασφαλιστηρίου Σκαφών και τις, ομοίως, επισυναπτόμενες  σ’ αυτό Ρήτρες του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985), αποτελούντα αμφότερα τα ανωτέρω αναπόσπαστο τμήμα αυτού (ασφαλιστηρίου συμβολαίου), ήτοι από το αλλοδαπό δίκαιο στο οποίο τα μέρη, με ρητό  όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, έγκυρα υποβλήθηκαν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 εδ. α Α.Κ.  όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το μη πληττόμενο σχετικό κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, δοθέντος ότι, όπως αναπτύχθηκε στις προηγηθείσες σκέψεις, αποτελεί καθιερωθείσα συναλλακτική πρακτική  οι ασφαλιστικές συμβάσεις, που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλωτά ναυπηγήματα (σκάφη) και πλοία, να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, λόγω της ευελιξίας του δικαίου αυτού, της αυστηρότητάς του, της πιστής τήρησης των υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει στους συμβαλλομένους, την επί σειρά ετών νομολογιακή διαμόρφωσή του και την καθιέρωσή του στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική (σχετ. με στοιχ Ι., ΙΙ σκέψεις.). Επομένως, λόγω της ανωτέρω συμφωνηθείσας μεταξύ των διαδίκων ρήτρας, η ύπαρξη και η εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως και οι όροι αυτής, θα κριθούν σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, αφού αυτό διέπει την επίδικη σύμβαση.

Με βάση τα ανωτέρω,  περιεχόμενο  της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης  αποτελεί και  ο όρος-ρήτρα του άνω Ινστιτούτου με στοιχείο 2 και με τίτλο «σε υπηρεσία και παροπλισμό»  ο οποίος ορίζει τα ακόλουθα: «2.1 Το πλοίο καλύπτεται με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων της παρούσας ασφάλισης : 2.1.1 κατά το χρόνο που βρίσκεται σε  υπηρεσία πάνω στη θάλασσα ή σε λιμάνι ή σε αποβάθρες μαρίνες, ναυτικές κλίνες κλπ.» και «2.1.2. Κατά το χρόνο παροπλισμού και εκτός υπηρεσίας, όπως προβλέπεται στον όρο 4 παρακάτω, περιλαμβανομένης της ανύψωσης ή ανέλκυσης και καθέλκυσης, ή μετακινείται μέσα στο  ναυπηγείο ή στο αγκυροβόλιο σκαφών αποσυναρμολογείται, συναρμολογείται, επιθεωρείται, υφίσταται συνήθη συντήρηση, ή τελεί υπό επιθεώρηση, εξαιρείται όμως, εκτός αν δοθεί ειδοποίηση στον ασφαλιστή και όποιο πρόσθετο απαιτούμενο ασφάλιστρο συμφωνηθεί, οποιαδήποτε περίοδος κατά την οποία το πλοίο χρησιμοποιείται ως κατοικία (houseboat) ή βρίσκεται υπό major repair or undergoing alternation, μείζονα επισκευή ή υφίσταται αλλαγή, μετασκευή».

Επιπρόσθετα περιεχόμενο του ένδικου ασφαλιστηρίου αποτέλεσε και ο όρος – ρήτρα με στοιχείο «4. Εγγύηση παροπλισμού» του ίδιου Ινστιτούτου  σύμφωνα με αυτόν το ένδικο πλοίο  θα είναι παροπλισμένο εκτός υπηρεσίας ή θα θεωρείται καλυπτόμενο από συμφωνηθησόμενους όρους, εφόσον θα έχει δοθεί προηγούμενη ειδοποίηση προς τον Ασφαλιστή.»

Τα ανωτέρω περιγραφέντα ως «στοιχεία του σκάφους» στον ονομαζόμενο «Πίνακα» του ασφαλιστηρίου, συνιστούν, κατόπιν συμφωνίας των μερών,  δήλωση με την οποία η δηλούσα ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια εταιρία εγγυήθηκε ότι το σκάφος της  θα έχει μόνιμη θέση αγκυροβολίου  αποκλειστικά την μαρίνα Φλοίσβου και σε περίπτωση παροπλισμού του, αποκλειστικά ομοίως,  φυλασσόμενο χώρο. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ρητή εγγύηση από μέρους της εναγόμενης εταιρίας  (expressed warranty) περί του μόνιμου αγκυροβολίου του ασφαλιζόμενου πλοίου στη συγκεκριμένη μαρίνα και σε φυλασσόμενο χώρο σε περίπτωση παροπλισμού (σχετ. με στοιχ. V σκέψη). Στη συνέχεια με τον συμφωνηθέντα όρο με στοιχείο 2.1.2 συμφωνήθηκε  με σαφήνεια ότι σε περίπτωση που το πλοίο ελλιμενιστεί εκτός υπηρεσίας (laid up out of commission), θα εξαιρείται της   ασφάλισης σύμφωνα με την πρόβλεψη στον προαναφερόμενο όρο 4, οποιαδήποτε περίοδος κατά την οποία γίνεται χρήση του  πλοίου ως κατοικία ή βρίσκεται υπό οποιαδήποτε εκτεταμένη επισκευή ή υποβάλλεται σε αλλαγή, μετασκευή. Σημαντική επομένως για την ευθύνη ή την απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρίας καθίσταται η έννοια του όρου (laid up out of commission), παροπλισμένο, ελλιμενισμένο εκτός υπηρεσίας για την οποία διαφωνούν οι διάδικοι και θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα  με τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., όπως μνημονεύεται στην με στοιχ.Ι σκέψη, κατά τα οποία, αντιστοίχως, «κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις» και «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Οι ρυθμίσεις των άρθρων αυτών εφαρμόζονται  όταν υφίσταται κενό ή σημείο αρρύθμιστο, το οποίο όμως πρέπει να ρυθμιστεί για να επιτευχθεί ο σκοπός της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1608/2014 δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος) ή γεννάται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως, οπότε το δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει την πραγματική βούληση των συμβαλλομένων βάσει των, ως άνω, ερμηνευτικών κανόνων, ο πρώτος των οποίων εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο, τη βούληση, δηλαδή, του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητείται η αληθής βούληση, ο δε δεύτερος εξαίρει τα αντικειμενικά στοιχεία και επιβάλλει να ερμηνεύεται η δήλωση όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη  και ιδίως στο πνεύμα του αγγλικού δικαίου που απαιτεί την αυστηρή τήρηση των συμφωνηθέντων  όρων που εμπεριέχονται σε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως εκτέθηκε ανωτέρω. Σύμφωνα με όσα αποτέλεσαν περιεχόμενο της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης το πλοίο της ενάγουσας ασφαλίστηκε το ίδιο καθώς και ο εξοπλισμός του για περίοδο πλεύσης από 15-7-2014 έως 15-7-2015, ως επαγγελματικό θαλαμηγό σκάφος αναψυχής με πλήρωμα καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν καθορίστηκε συγκεκριμένη περίοδος παροπλισμού, παρά μόνο η μαρίνα μόνιμου αγκυροβολίου του και, ως τόπος παροπλισμού, φυλασσόμενος χώρος. Με βάση τα αμέσως προηγούμενα σε συνδυασμό  με τις ρήτρες 2 και 4 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου καθίσταται σαφές ότι το ασφαλιζόμενο πλοίο θα είναι καθ’ όλη την (ετήσιας διάρκειας)    περίοδο ασφάλισης ενεργό για τον (επαγγελματικό) σκοπό που το χρησιμοποιούσε η πλοιοκτήτρια του  με το πλήρωμά του επί αυτού, ασφαλισμένο για τις οριζόμενες στην 2.1.1 περιπτώσεις, αφενός και αφετέρου στην περίπτωση που ελλιμενιζόταν εκτός υπηρεσίας, όταν  δεν θα πραγματοποιούσε επαγγελματικούς πλόες, αλλά θα παρέμενε αργό είτε σε αγκυροβόλιο είτε σε ναυπηγείο προκειμένου να αποσυναρμολογηθεί  ή να συναρμολογηθεί, να επισκευαστεί ή να επιθεωρηθεί,  έπρεπε προηγουμένως  να ενημερωθεί ο ασφαλιστής (όρος 4) και επιπρόσθετα αν σ’ αυτήν την περίοδο, εκτός ενεργού υπηρεσίας, που η «υπηρεσία» καθορίζεται από τον προορισμό του σκάφους ως επαγγελματική θαλαμηγός αναψυχής,  αυτό χρησιμοποιείτο ως κατοικία ή υφίστατο μεγάλη επισκευή ή μετασκευή, καλυπτόταν ασφαλιστικά μόνο εφόσον είχε ειδοποιηθεί η εναγομένη και είχε συμφωνηθεί και καταβληθεί πρόσθετο ασφάλιστρο (επασφάλιστρο). Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται  με την έφεσή τους ότι δεν ίσχυαν οι όροι 2.1.2 και 4 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου επειδή δεν είχε συμφωνηθεί περίοδος παροπλισμού του ένδικου πλοίου, ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος καθώς στον πίνακα του ασφαλιστηρίου  συμβολαίου είχε σαφώς οριστεί τόπος παροπλισμού και επομένως η μη αναφορά συγκεκριμένης χρονικής περιόδου παροπλισμού δεν οδηγεί άνευ άλλου τινός στο αυθαίρετο συμπέρασμα  ότι εφόσον δεν ορίστηκε συγκεκριμένος χρόνος παροπλισμού δεν ισχύουν οι όροι (ρήτρες) 2.1.2 και  4 του Ινστιτούτου των ασφαλιστών, καθώς όποια ρήτρα δεν θέλησαν  να ισχύει οι αντισυμβαλλόμενοι στο εν λόγω συμβόλαιο, κατά παγία πρακτική στο χώρο των ναυτασφαλίσεων, διαγράφηκε από αυτούς, σαφέστατα, με αντίστοιχη καταχώριση  στον Πίνακα του συμβολαίου υπό στοιχ. «όροι ασφάλισης». Μεταξύ δε των διαγραφέντων από τους αντισυμβαλλόμενους αντιδίκους, δεν περιλαμβάνονται οι ανωτέρω ρήτρες (2.2.2 και 4), οι οποίες ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης στην περίοδο που το ένδικο σκάφος, όπως όλα τα πλοία, θα είναι εκτός υπηρεσίας και όχι με την αυστηρή έννοια του παροπλισμού, αφήνοντας την ευχέρεια στην ασφαλιζόμενη πλοιοκτήτρια να καθορίσει το χρόνο που το πλοίο θα ήταν εκτός υπηρεσίας και στην οποία θα εξακολουθούσε να καλύπτεται υπό τους όρους 2.1.2 και 4. Εξάλλου σύμφωνα  και με την προβλεπόμενη στο άρθρο 17 της Μ.Ι.Α. 1906 αρχή της υπέρτατης καλής πίστης που εξακολουθεί να  ισχύει και κατά τον μετά  την κατάρτιση της σύμβασης χρόνο,  διατηρείται κατ’ αυτόν   ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστης προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφα­λισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περίπτωση επίτασης του κινδύνου (ΕΠ  350/2018 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια περίπτωση ακριβώς αποτελεί  η μεταφορά του πλοίου σε μη φυλασσόμενο χώρο όπου βρέθηκε εκτός υπηρεσίας επί μακρό χρόνο, επί πέντε και πλέον μήνες, χωρίς πλήρωμα, υποβληθέν σε  εκτεταμένη επισκευή και ουσιώδη αλλαγή του με την αντικατάσταση των κύριων μηχανών του,  ενώ συγχρόνως  χρησιμοποιείτο ως κατοικία από τρίτα πρόσωπα-μη μέλη του πληρώματος. Ουδείς ασφαλιστής θα δεχόταν να καλύπτει ασφαλιστικά χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και ορισμό επασφαλίστρου ένα πλοίο που  βρίσκεται σε μη φυλασσόμενο χώρο,  εκτός του συμφωνηθέντος χώρου ελλιμενισμού του,  υποβάλλεται σε ουσιώδη και εκτεταμένη επισκευή, χωρίς πλήρωμα αν και έχει συμφωνηθεί η διαρκής χρήση του με πλήρωμα  καθώς όλες οι περιστάσεις αυτές δημιουργούν επίταση των ασφαλιζόμενων κινδύνων και αυτό είναι μη  ανεκτό στα πλαίσια του εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου και πρακτικής που απαιτεί  την αυστηρή τήρηση των συμφωνηθέντων όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο δέχθηκε ότι υπήρξε ρητή συμφωνία με την έννοια της ρητής εγγύησης, κατά την οποία η πλοιοκτήτρια εταιρία ανέλαβε με τις ρήτρες 2.1.2. και 4 του ένδικο ασφαλιστηρίου τις άνω  αναφερόμενες υποχρεώσεις με και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τους οικείους λόγους (πρώτο έως και έκτο) της έφεσής του ο πρώτος ενάγων-εκκαλών είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Περαιτέρω  και σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1569/1985 «διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11  παρ. 1 του ν. 2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας δεν θεωρείται «αντιπρόσωπος» της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στην περίπτωση όμως που έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν η εξουσία σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων επ’ ονόματι της ασφαλιστικής επιχείρησης, αναγορεύεται σε αντιπρόσωπο αυτής κατά την έννοια του άρθρου 211 Α.Κ. (ΑΠ 134/ 2004, 1540/1992 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ)  και, κατά συνέπεια, τα ελαττώματα βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, όπως και η επίδρασή τους επί της δικαιοπραξίας κρίνονται από το πρόσωπό του (άρθρο 214 Α.Κ.).

Όπως αποδείχθηκε  από τα προσκομισθέντα με επίκληση, από τους διαδίκους,   αποδεικτικά μέσα, έγγραφα προς άμεση ή προς έμμεση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη, φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα (άρθρα 444 αριθμ. , 448 παρ. 2 και 457 ΚΠολΔ), τεχνικές εκθέσεις και πραγματογνωμοσύνες, τις σύμφωνα με το άρθρο 421επ. ΚΠολΔ ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις  και συγκεκριμένα τις με αριθμούς …/18-9-2018, …/18-9-2018, …./17-9-2018, …/14-9-2018, …./14-9-2018, …./16-7-2018, …./16-7-2018 και …/14-9-2018 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….  που λήφθηκαν μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (σχετ. οι ……../11-9-2018 και ……/11-9-2018 καθώς και η ……./9-7-2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ……….) τις με αριθμούς ……../3-10-2018 και ………/1-10-2018 που λήφθηκαν μετά τη συζήτηση προς αντίκρουση των ισχυρισμών της εναγομένης στα πλαίσια της προσθήκης αντίκρουσης  και μετά από νόμιμη κλήτευση  της εναγομένης σύμφωνα με τις ……../28-9-2018 και ………/26-9-2018 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου όπως και παραπάνω δικαστικού επιμελητή, τα νομίμως προσκομισθέντα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα, τα όσα ισχυρίζονται και συνομολογούν οι διάδικοι, ουδείς εκ των οποίων αμφισβητεί την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, το αποτυπωμένο σ’ αυτήν περιεχόμενό της (πλην της ερμηνείας του), τις ιδιότητες κάθε διάδικου καθώς και το ένδικο συμβάν, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται περαιτέρω τα ακόλουθα: το πλοίο «Σ» ναυπηγήθηκε το έτος 2009 και περιήλθε στην ιδιοκτησία της  δεύτερης ενάγουσας-εκκαλούσας εταιρίας, τον Ιούλιο 2009, οπότε και το νηολόγησε στο νηολόγιο Πειραιά με αριθμό ……. Το πλοίο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ασφαλίστηκε, το ίδιο και ο εξοπλισμός του, για το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με τους όρους και τις ειδικότερες συμφωνίες που αναφέρονται παραπάνω. Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, τον Οκτώβριο 2014 το πλοίο χωρίς να ενημερωθεί η εναγόμενη-εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, μετακινήθηκε από την συμφωνηθείσα θέση μόνιμου αγκυροβολίου του στην μαρίνα ….., στο μη φυλασσόμενο χώρο της μαρίνας ……, όπου  ανελκύστηκε και παρέμεινε εκτός υπηρεσίας, αργό και χωρίς πλήρωμα, έως τις 9-3-2015 οπότε και καθελκύστηκε στο θαλάσσιο χώρο της ίδιας μαρίνας. Στο διάστημα αυτό (10/2014 έως 9-3-2015),  το πλοίο υποβλήθηκε σε alternation ήτοι  σε αλλαγή,  αφού όπως και  ίδιοι οι ενάγοντες – εκκαλούντες αναφέρουν αντικαταστάθηκαν  οι «μητρικές» μηχανές κίνησής του  με άλλες νέας τεχνολογίας, αλλαγή που επέβαλε την αλλαγή και όσων μηχανών και συστημάτων απαιτείτο για να είναι συμβατά με τις νέες μηχανές. Από την καθέλκυσή του και μέχρι το χρόνο που σημειώθηκε η πυρκαγιά εκτελούνταν σ’ αυτό άλλες, προγραμματισμένες και όχι έκτακτες εργασίες,  ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές κυρίως. Συγχρόνως, στο ίδιο διάστημα και συγκεκριμένα από 14-3-2015, διέμεναν στο πλοίο δύο άτομα ολλανδικής υπηκοότητας, φιλοξενούμενοι των πλοιοκτητών, όπως οι ίδιοι εκθέτουν στα δικόγραφα της αγωγής και των προτάσεων τους και επιβεβαιώνει και ο νόμιμος αντιπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας, …………, στην 21300/2018 ένορκη βεβαίωσή του. Τα εν λόγω άτομα  πραγματοποιούσαν ταξίδι αναψυχής στην Ελλάδα και   χρησιμοποιούσαν το πλοίο ως κατοικία (houseboat),  χωρίς και σ’ αυτήν την περίπτωση να έχει ενημερωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη.   Στις 22-3-2015 και ενώ το πλοίο είχε καθελκυστεί και παρέμενε επισκευαζόμενο στην  μαρίνα ……… με διαμένοντες σ’ αυτό τους δυο αλλοδαπούς,  περί ώρα 5.15 εκδηλώθηκε  πυρκαγιά στο χώρο του κυρίως καταστρώματος που εξαπλώθηκε στο θαλαμίσκο του πληρώματος. Από την πυρκαγιά και τις ρίψεις νερού που έκανε προς κατάσβεσή της η πυροσβεστική υπηρεσία, καταστράφηκε σημαντικό τμήμα του πλοίου και του εξοπλισμού του (σχεδόν ολοσχερής καταστροφή του ξενοδοχειακού εξοπλισμού, υπερκατασκευών, ηλεκτρονικών μέσων ναυσιπλοΐας, τηλεπικοινωνίας καθώς και σημαντικό τμήμα της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης και των μέσων ελέγχου της λειτουργίας των μηχανών κίνησής του)  σε τέτοιο βαθμό που  δεν επιδέχονταν επισκευής. Ενόψει αυτής της ζημίας η ενάγουσα στις 29-6-2015 κοινοποίησε στην εναγομένη εξώδικη επιστολή με την οποία δήλωνε την εγκατάλειψη του πλοίου σ’ αυτήν και  ζητούσε να της καταβάλει η τελευταία το συμφωνηθέν ασφάλισμα ύψους 1.000.000 ευρώ λόγω πραγματικής άλλως τεκμαρτής ολικής απώλειας καθώς και τις συμπληρωματικά καλυπτόμενες δαπάνες της. Η εναγόμενη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία δεν κατέβαλε το ασφάλισμα και τις πρόσθετες δαπάνες και εξακολουθεί να αρνείται την καταβολή αυτών,  η δε άρνησή της στηρίζεται στην παραβίαση από μέρους της αντισυμβαλλομένης της όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και δη ρητών εγγυήσεων.

Όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω  για να εξακολουθεί η ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου να είναι σε ισχύ κατά την διάρκεια περιόδου που το πλοίο χρειαστεί να είναι  εκτός υπηρεσίας, (όπως στην επιθεώρηση ή την επισκευή του), όταν δεν πραγματοποιεί δηλ. τους κατά τον προορισμό του  επαγγελματικούς πλόες αλλά είναι αργό, πρέπει να προηγηθεί ειδοποίηση της ασφαλιστικής εταιρίας, επιπρόσθετα,  για  να καλυφθεί  αυτό όταν, κατά την άνω κατάσταση, χρησιμοποιείται και ως κατοικία ή υποβάλλεται σε εκτεταμένες και σημαντικές επισκευές και αλλαγές, πρέπει να ενημερωθεί  σχετικά  η ασφαλιστική εταιρία και να συμφωνηθεί η καταβολή όποιου πρόσθετου ασφαλίστρου απαιτηθεί  από την τελευταία και συμφωνηθεί με την αντισυμβαλλομένη της. Αυτές οι προϋποθέσεις για την ασφαλιστική κάλυψη του  ένδικου πλοίου δεν τηρήθηκαν στην κρινόμενη περίπτωση, όπως συνομολογούν άλλωστε οι ενάγοντες –εκκαλούντες, δεν τηρήθηκε , αυστηρά και κατά γράμμα δηλαδή η ρητή εγγύηση που δόθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρία που περιλαμβάνεται  στον όρο 4 ως  laid up warranty σε συνδυασμό  με εκείνη του όρου 2.1.2 και αποτελεί περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης και συνακόλουθα των αναληφθεισών με αυτήν υποχρεώσεων εκ μέρους της ενάγουσας εταιρίας, επομένως δεν καλύπτεται το πλοίο που ήταν παροπλισμένο με την έννοια ότι βρισκόταν «εκτός υπηρεσίας», όπως η έννοια,  αναλύθηκε παραπάνω, και αυτό διότι,  δεν υπήρξε προηγούμενη ειδοποίηση της ασφαλιστικής εταιρίας για την πραγματοποιηθείσα θέση του πλοίου εκτός υπηρεσίας και μετακίνησή του  σε μη συμφωνηθέντα τόπο και για την παραμονή σ’ αυτό ατόμων που το χρησιμοποιούσαν ως κατάλυμα για τις διακοπές τους, ενόσω το ίδιο υποβαλλόταν επί σειρά μηνών σε αλλαγές, ενώ δηλαδή συνέβαιναν περιστατικά που επέτειναν  τους κινδύνους στους οποίους εκτέθηκε το πλοίο και οδηγούν, ως παραβιάσεις ρητών υποσχέσεων από την ασφαλιζόμενη, στην απαλλαγή σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν προηγουμένως της ασφαλιστικής εταιρίας κατόπιν παραδοχής σχετικού ισχυρισμού της στηριζόμενου στο άρθρο 33 της Μ.Ι.Α. 1906 και μάλιστα ανεξάρτητα αν η εν λόγω παραβίαση συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση και επέκταση του ασφαλιζόμενου κινδύνου. Όπως έχει ήδη ανωτέρω επισημανθεί  κατά την διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση εκ του  άρθρου 17 Μ.Ι.Α. 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου, για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστης προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφο­ρίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περί­πτωση, όπως στην ένδικη υπόθεση, επίτασης του ασφαλιζόμενου κινδύνου με την απομάκρυνση του πληρώματος, τη χρήση του πλοίου ως κατοικίας αλλά και την  παραμονή του πλοίου σε μη φυλασσόμενο χώρο. Επομένως εφόσον συνέτρεξε περίπτωση μη τήρησης ρητής εγγύησης η ασφαλιστική εταιρία αυτόματα απαλλάσσεται από την συμβατική της υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα ενώ από την εκτίμηση των ίδιων, άνω αναφερόμενων, αποδεικτικών μέσων δεν συνέτρεξε καμία εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 34 της Μ.Ι.Α. 1906 περιπτώσεων  κατά τις οποίες ο ασφαλιστής κωλύεται να επικαλεστεί την απαλλαγή του.  Ο εμπεριεχόμενος στον έβδομο λόγο έφεσης ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι γνώριζε η εναγομένη-εφεσίβλητη για την παραμονή του πλοίου στον χερσαίο χώρο της μαρίνας …. και για τις εργασίες που πραγματοποιούνταν σ’ αυτό, όπως και για την  παραμονή των αλλοδαπών φιλοξενούμενων, επειδή τα περιστατικά αυτά ήταν γνωστά στον ……….., ασφαλιστικό πράκτορα και αντιπρόσωπό της, δεν είναι βάσιμος καθώς από την ίδια την ένορκη βεβαίωση του εν λόγω ασφαλιστικού πράκτορα, δεν αποδείχθηκε η εν λόγω ιδιότητά του, του αντιπροσώπου της εναγομένης. Αυτό διότι σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις ο ασφαλιστικός πράκτορας δεν είναι εκ του νόμου αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρίας με την οποία συνεργάζεται έναντι προμήθειας, παρά μόνο αν του έχει η τελευταία χορηγήσει την εξουσία  σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων στο όνομά της. Από την 21301/2018 ένορκη βεβαίωση του ίδιου του ασφαλιστικού πράκτορα δεν αποδεικνύεται η συνδρομή της  εν λόγω προϋπόθεσης συγκεκριμένα ως προς την εναγομένη, αφού αυτός αναφέρει ότι «από το 2000 και μετά ασχολήθηκε ως ασφαλιστικός πράκτορας με αντικείμενο εργασιών την ανάληψη ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες, ενίοτε ο ίδιος προσωπικά και ενίοτε η εταιρία …………. της οποίας ο ίδιος είναι διαχειριστής,  είναι συμβεβλημένοι» χωρίς να αναφέρει με σαφήνεια αν συμφώνησε να λειτουργεί ο ίδιος, κατά την σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων, ως αντιπρόσωπος, συγκεκριμένα, της εναγομένης. Ούτε μπορεί να συναχθεί  σιωπηρή παραίτηση της εναγομένης επειδή γνώριζε ότι στο πλοίο επέβαιναν  πλέον του πληρώματος και άλλα πρόσωπα, καθώς η χρήση του σκάφους από εκείνους που το ναύλωναν ήταν στα αυστηρά πλαίσια της συμφωνηθείσας μεταξύ των αντιδίκων χρήσης του, ως επαγγελματικό με πλήρωμα, όπως αναγράφεται στον πίνακα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και καμία εξίσωση δεν μπορεί να γίνει με την ένδικη περίπτωση  όπου αυτό χρησιμοποιούνταν ως χώρος φιλοξενίας τρίτων μη ναυλωτών και ενόσω το ίδιο υποβαλλόταν σε εκτεταμένες επισκευές και μετασκευές. Επειδή δε η απαλλαγή της εναγομένης επήλθε αυτόματα και χωρίς να απαιτείται κάποια δήλωσή της και μάλιστα από την ημέρα της παραβίασης της σχετικής  ρήτρας του συμβολαίου, καμία έννομη επιρροή δεν ασκεί το γεγονός ότι πληροφορήθηκε στις 22-3-2015 το ένδικο περιστατικό και δεν επικαλέστηκε την απαλλαγή της και επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον άνω λόγο (7ο) ο εκκαλών-εκδοχέας  αλλά και τον 8ο λόγο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα ενώ και οι 9ος  και 10ος λόγος είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι καθώς οι αποδιδόμενες με αυτούς αιτιάσεις στην εκκαλουμένη δεν οδηγούν, σε περίπτωση που ήθελε υποτεθούν βάσιμες, στην  εξαφάνισή της.

Ενόψει όλων των ανωτέρω ορθά ερμηνεύοντας το νόμο και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το κεφάλαιό της που αφορά την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στον ενάγοντα εκδοχέα, έστω και με συνοπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα.

Με τον ενδέκατο λόγο της υπό κρίση έφεσης η ενάγουσα εταιρία παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής της με την οποία επιδίωκε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής  βλάβης που υπέστη από την  βλαπτική για την πίστη, επάγγελμα και μέλλον της, συμπεριφορά της εναγομένης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα ως αόριστο, με επάλληλη δε σκέψη και ως νόμω αβάσιμο. Για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης  τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν κατά τρόπο ορισμένο ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (Α.Π. 932/2019, Α.Π. 382/2011, Εφ.Αθ. 6645/2019, Εφ.Πειρ. 644/2019, Εφ.Θεσ. 78/2018, Εφ.Πειρ. 566/2018, Εφ.Λαρ. 85/2016, Εφ.Πειρ. 541/2015, Εφ.Πειρ. 787/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1265/2010, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμ. IV, υπ’ άρθρο 932, αριθ. 13, σ. 817).

Το αγωγικό αίτημα με το ανωτέρω περιεχόμενο, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, περιοριζόμενο στην εκδηλωθείσα καταφρονητική και δυσφημιστική συμπεριφορά της εναγομένης που έβλαψε την πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον της ενάγουσας εταιρίας, που μόνο αυτή επιδιώκει να της καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητας της, είναι αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης καθώς  δεν περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για τη διαδικαστική της πληρότητα και τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης της ανωτέρω ενάγουσας σύμφωνα με την προηγηθείσα σκέψη, συγκεκριμένα δεν εξειδικεύει επαρκώς την επικαλούμενη ηθική βλάβη της, αφού δεν αναφέρει εάν η ηθική βλάβη της συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη στα έννομα συμφέροντά της η οποία έχει υλική υπόσταση (έστω με αναφορά της επιχειρηματικής και περιουσιακής της κατάστασης χωρίς την παρεμβολή της αδικοπραξίας και μετά από αυτή, ώστε να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά συγκεκριμένη βλάβη της με την άνω έννοια), δεδομένου ότι, στα νομικά πρόσωπα δεν αναγνωρίζεται ενδιάθετο συναίσθημα και εσωτερικός κόσμος που δικαιολογεί τη χρηματική τους ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής τους πίστης και επαγγελματικής τους υπόληψης. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε για τον ίδιο λόγο την αγωγή της ενάγουσας ως αόριστη με αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αυτής προς έρευνα, θα πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων-εναγόντων κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της αγωγής στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρα 176, 183, 191 κα 495 παρ.Γ τελ. εδαφ.).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 ΚΠολΔ «ο δικαστής μπορεί ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις. ..». Με την διάταξη αυτή, η οποία όπως και εκείνη του άρθρου 208 του ιδίου κώδικα αποβλέπει στην άμεση εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, η οποία πρέπει να συγκεντρώνει τα στοιχεία της ευπρεπούς και κόσμιας συμπεριφοράς από όλους του παράγοντες της δίκης, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο μετά από αίτηση κάποιου ή αυτεπαγγέλτως, χωρίς χρονικό περιορισμό να διατάσσει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις, ανεξάρτητα αν υπάρχουν σ’ αυτές θεμελιωτικά της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εξύβρισης περιστατικά ή άλλου (εγκλήματος), που ανάγεται στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης διαδίκου, πληρεξουσίου δικηγόρου ή και του Δικαστηρίου. Η απόφαση για τη διαγραφή εξυβριστικών ή ανάρμοστων φράσεων οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίες για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου (ΑΠ 680/1994 ΕλλΔνη 36. 1105, ΕφΑΘ 2180/2006 τνπ ΝΟΜΟΣ, 5779/2003 ΕλλΔνη 45. 209, ΕφΑΘ 1711/1991 Δ 22. 912) συνιστά ηθική κύρωση της οποίας οι συνέπειες αντανακλούν στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου, αφού εκείνος είναι ο συντάκτης του κειμένου, που οφείλει να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά των διαδίκων οριοθετείται στα όρια της ευπρέπειας. Συναφής είναι εξάλλου  και η διάταξη του  άρθρου  35 του Κώδικα Δικηγόρων με τίτλο «Θεμελιώδεις υποχρεώσεις  του δικηγόρου», σύμφωνα με το οποίο :  1. Ο δικηγόρος απευθύνεται προς τους δικαστές, τους εισαγγελείς, τους δικαστικούς γραμματείς, και στους υπαλλήλους της Δημόσιας Διοίκησης και κάθε άλλης Δημόσιας Αρχής, με υπευθυνότητα και σεβασμό. 2. Ο δικηγόρος τηρεί τους κανόνες ευπρέπειας, προς τους συναδέλφους του και αποφεύγει υβριστικές, προσβλητικές ή υπαινικτικές εκφράσεις προσωπικά εναντίον αυτών που υπερασπίζονται ή εκπροσωπούν αντιδίκους.Στην προκειμένη περίπτωση τόσο στο δικόγραφο της έφεσης όσο και αυτών των προτάσεων  οι ενάγοντες χρησιμοποιούν  ανάρμοστες, απρεπείς και ονειδιστικές εκφράσεις που υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την υπεράσπιση των εννόμων συμφερόντων τους στην παρούσα διαφορά, εξέρχονται από τα όρια που επιβάλλει η τήρηση του μέτρου στη διατύπωση του δικανικού λόγου κατά τη σύνταξη των δικογράφων αφού με αυτές  εκδηλώνεται καταφρόνηση και ονειδισμός κατά των μελών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Δεν εξυπηρετούν  τη θέση των εκκαλούντων (ενδεικτικά) οι λίαν ονειδιστικές για το δικάσαν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απρεπείς για τους ίδιους   φράσεις όπως : σελ.89 «…(το δικαστήριο), προκαταλήφθηκε εναντίον της επίδικης ασφαλιστικής απαίτησης και συντάχθηκε ψυχολογικά υπέρ της εναγομένης»,  σελ 36-37 «..έχοντας προφανώς επηρεαστεί από την παμπόνηρη και παρελκυστική αναφορά της αντιδίκου….. φορτίστηκε ψυχολογικά σε βάρος της αγωγής σε βαθμό που δεν δίστασε να θεωρήσει ως προταθέντα μη αληθώς προταθέντα ισχυρισμό», σελ.90 «με το πιο πάνω εδάφιο της εκκαλουμένης ανατρέπονται στοιχειώδεις αρχές του δικονομικού δικαίου και προτείνεται χαοτική δικονομική και λογική αταξία..», «το δικαστήριο επιδεικνύοντας ως μη όφειλε υπερβάλλοντα ζήλο, έτεινε ξανά ανέλπιστη χείρα βοηθείας στην εναγομένη..», σελ. 67 «…η σχετική παραδοχή….υπήρξε προκλητικά αόριστη, στερούμενη αντισωμάτων δικαστικής αυθαιρεσίας….»,  σελ. 70, 96 «από την πιο πάνω διατύπωση δεν καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία ότι  το δικαστήριο τελούσε σε πλήρη σύγχυση (ως προς τις πηγές του δικαίου)…», σελ 100 «σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης το εκδώσαν δικαστήριο..», σελ.88 «διαμόρφωσε με δικές του ενέργειες και πρωτοβουλία την άμυνα της εναγομένης..»,  σελ. 38 «γιατί ευνοήθηκε παρά το νόμο και ενάντια στην αλήθεια η εναγομένη..», «επιδείχθηκε ξεκάθαρη εύνοια υπέρ της εναγομένης..» «… σχηματισμό πεποίθησης (εννοεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο), όχι με επιστημονικό τρόπο …αλλά με ψυχολογικά κριτήρια..», σελ. 68 «.. έχοντας προαποφασίσει το απορριπτικό διατακτικό..». Θα πρέπει να διαταχθεί η διαγραφή των ανωτέρω φράσεων που περιέχονται στην έφεση των εκκαλούντων και εμπεριέχουν έντονη απαξία με αναφορά πειθαρχικά ελεγχόμενης συμπεριφοράς του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων την  από 19-2-2020 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./21-2-2020 έφεση κατά της με αριθμό 1434/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε ομοίως αντιμολία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και  επί της από 11-5-2018 αγωγής των εκκαλούντων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων – εναγόντων και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του …………….. ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διαγραφή από το δικόγραφο της έφεσης των αναφερόμενων στο σκεπτικό, μη ευπρεπών και ονειδιστικών για το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο φράσεων των εκκαλούντων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 24η Ιουνίου 2021 και δημοσιεύθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ