Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 484/2021

Αριθμός     484/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Δημήτριο Βολτή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ουρανία Ζερβομπεάκου.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  17.11.2008 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2010), επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1124/2011 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  που ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ.  251/2019 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από  13.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αρχικά η 19η.3.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 60/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του  με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 13-3-2019 (με αριθμ. κατάθ. ………../15-3-2019) έφεση του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 251/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής με αριθμ. 1124/2011 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η καταβολή του κατά το άρθρο 495 παρ. 3ΚΠολΔ παραβόλου των 100 ευρώ, εφόσον το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται της καταβολής τελών για τη διεξαγωγή της δίκης, κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ. 26.6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων, περί δικών του Δημοσίου». Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην από 17-11-2008 (με αριθμ. καταθ. …………../13-1-2010  αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, κειμένου στη θέση «…….» της πρώην Κοινότητας ……., του Δήμου Αίγινας, εκτάσεως 1.536 τ.μ. κατά τον τίτλο κτήσης του, μετά δε από νεότερη καταμέτρηση, 2065 τ.μ., όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα κατά τα όρια και κατά τις πλευρικές του διαστάσεις. Ότι το ως άνω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του, αιτία πωλήσεως, από το ……………., δυνάμει της νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αίγινας υπ’ αριθμ. …………./1966 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Αίγινας ………… Ότι στο δικαιοπάροχό του περιήλθε το ακίνητο αυτό λόγω πωλήσεως από τους ……………… και ……………. σε μεγαλύτερη έκταση, οκτώ στρεμμάτων, δυνάμει της, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αίγινας, υπ’ αριθμ. ……/1939 συμβολαιογραφικής πράξης του Συμβολαιογράφου Αίγινας …………… Ότι η μεγαλύτερη ως άνω έκταση περιήλθε στη μεν ………………, κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου, στο δε ……………, κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής του συζύγου της πρώτης και πατέρα του δεύτερου, ……………, που απεβίωσε το έτος 1925. Ότι ο …………….. απέκτησε την ανωτέρω έκταση από τον ………….., δυνάμει του, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αίγινας, υπ’ αριθμ. 2302/1919 συμβολαίου πώλησης του Συμβολαιογράφου Αίγινας ………………. Ότι ο ίδιος (ενάγων) κατέστη κύριος του ως άνω επίδικου ακινήτου δια παραγώγου, άλλως δια πρωτοτύπου τρόπου, καθώς, από την περιέλευση τούτου στην κατοχή του, ήτοι από το χρόνο της ως άνω μεταβίβασης, ασκούσε επ’ αυτού, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι τις αρχές του έτους 2006, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, με διάνοια κυρίου, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις, όπως συνεχείς επισκέψεις, αγροτικές καλλιέργειες με αμπέλια και ελαιόδενδρα, προσμετρουμένου στο χρόνο νομής αυτού και του χρόνου της, με τα ως άνω προσόντα και δια της ασκήσεως των ανωτέρω πράξεων, νομής των δικαιοπαρόχων του. Ότι, ακόμη και εάν το επίδικο ακίνητο κρινόταν ως δασική έκταση, η κυριότητά του εδράζεται σε έκτακτη χρησικτησία, με προσμέτρηση του χρόνου νομής του στο χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του, εφόσον, ήδη προ του έτους 1915, ο αρχικός δικαιοπάροχος είχε καταστεί κύριος του επιδίκου, με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενος, με τα ως άνω προσόντα, αυτό, συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1870. Ότι, η Διεύθυνση Δασών Πειραιώς του επέδωσε το υπ’ αριθμ. …../28-9-2005 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, δια του οποίου το εναγόμενο, διατεινόμενο ότι το επίδικο αποτελούσε δασική έκταση, τον απέβαλε από αυτό, ενώ η ανακοπή, που άσκησε κατά του πρωτοκόλλου αυτού, απορρίφθηκε από το Ειρηνοδικείο της Αίγινας. Ότι με την ως άνω αποβολή του από το ανωτέρω ακίνητο, που έλαβε χώρα στις αρχές του έτους 2006 εκ μέρους του εναγομένου, προσβλήθηκε το δικαίωμα κυριότητάς του επί του ακινήτου αυτού. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε: α) να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου κατά παράγωγο, άλλως κατά πρωτότυπο τρόπο, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του το αποδώσει και να παραλείπει οποιαδήποτε μελλοντική αποβολή, προσβολή και διατάραξη της κυριότητάς του, με απειλή, για κάθε μία περίπτωση παράβασης της απόφασης εκ μέρους του, χρηματικής ποινής 300 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.

Από τις ρυθμίσεις που ακολούθησαν τη Συνθήκη του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του Ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ` όλης της γης που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3.2.1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17.11./1.12.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνταν δημόσια δάση. Με τον τρόπο αυτό θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ`/1888 “περί διακρίσεως της οριοθεσίας των δασών”, κατά το οποίο “ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος” και “ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτομένη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών”, ορισμός που επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, όπως στο άρθρο 57 του Ν. 3077/1924, στο άρθρο 45 του Ν. 4173/1929, όπως ισχύει, 1 του ΝΔ 69/1969 και βασικά δεν διαφέρει από τον ορισμό του δάσους με τις διατάξεις του άρθρου 3 §§ 1 και 2 του Ν. 998/1979, όπως ίσχυε πριν από τις τροποποιήσεις του με το Ν. 3208/24.12.2003 και τους μεταγενέστερους (βλ. ΑΠ 1291/2011, ΑΠ 400/2011 ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος είναι κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή σποραδικά από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία αποτελούν, με την μεταξύ τους απόσταση και την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδρασή τους ιδιαίτερη οργανική ενότητα, που μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα ως άνω φυτά και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον. Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, οποιασδήποτε διάπλασης, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά ή πενιχρή. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης, είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (βλ. ΑΕΔ 27/1997 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλυτίες αυτών. Δεν ασκεί εξάλλου επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (βλ. ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 309/2012 ΝΟΜΟΣ).Σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (23.02.1946) βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτες ακόμη και σε έκταση χαρακτηριζόμενη ως δημόσια δασική, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ` απλώς με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Η ύπαρξη ταπί, χοτζέτ ή άλλου οθωμανικού τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η υποβολή των τίτλων αυτών στη διαδικασία του άρθρου 3 του β.δ. της 17.11/29.11.1836 δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης (βλ. ΑΠ 52/2014 ΝΟΜΟΣ), αλλά έχει σημασία για την κρίση ότι η νομή ήταν ανεπίληπτη, κατά τη συνείδηση του νομέα (βλ. ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004 ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προς εκείνες του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, και ακόμη του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/26.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σ` αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915. Αν βέβαια δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11-9-1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (βλ. ΑΠ 148/2016, 34/2019, ΑΠ 1840/2017 ΝΟΜΟΣ). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11.9.1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 § 1 του Ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 975/2008 ΝΟΜΟΣ). Ούτε έχουν εφαρμογή μεταγενέστερες διατάξεις των δασικών κωδίκων, που τέθηκαν σε ισχύ αργότερα, ειδικότερα δε, και εκείνες του άρθρου 215 του Ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 37 του ΑΝ 1539/1938 και του άρθρου 16 του ΑΝ 192/1946, που επαναλήφθηκε με το άρθρο 58 του ΝΔ 86/1969 `περί δασικού κώδικος`, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων γενικά δασών, θεωρείται νομέας το δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ` αυτών καμία πράξη νομής και ότι η εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά, βοσκή και λοιπές αγροτικές πράξεις επί των δημοσίων γενικά δασών, δεν θεωρούνται ποτέ ως πράξεις νομής ή οιονεί νομής (βλ. ΑΠ 1132/2020,  ΑΠ 815/2013, ΑΠ 1524/2012 ΝΟΜΟΣ).

Η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1αΚΠολΔ, τόσο ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, προσδιορίζονται σαφώς η θέση του, τα όριά του, ακόμη δε και οι πλευρικές του διαστάσεις, όσο και ως προς τον προσδιορισμό του είδους και των χρόνων των επιμέρους πράξεων νομής του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του, που επικαλείται ο ενάγων, για τη θεμελίωση της βάσης της αγωγής του, που στηρίζεται στη χρησικτησία. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ως ορισμένη την αγωγή, γι’ αυτό είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 1124/2011 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, της με αριθμό …………./11-3-2010 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……………, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας …………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. τη με αριθμό ………../8-3-2010 έκθεση επίδοσης κλήσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), της με αριθμό καταθέσεως …../2014 και με ημερομηνία 7-2-2014 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ……………., αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού Ε.Μ.Π. και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων (περιλαμβανομένων των τεχνικών εκθέσεων), που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους,  είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/1966  συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αίγινας …………, που μεταγράφηκε νόμιμα  στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αίγινας, ο εφεσίβλητος αγόρασε από το ………… το επίδικο ακίνητο, που αναφέρεται στον τίτλο κτήσης ως αγροτεμάχιο, ευρισκόμενο στη θέση «…….» της πρώην Κοινότητας …….., του Δήμου Αίγινας, εμβαδού 1.536 τ.μ. κατά τον τίτλο κτήσεως αυτού, όπως εμφανίζεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ στο από Μαρτίου 1966 σχεδιάγραμμα του …………, συνορευόμενο ανατολικά, σε πλευρά ΑΕ, μήκους 90 μέτρων, με δημόσια οδό, δυτικά σε πλευρά ΓΔ, μήκους 40 μέτρων, με κληρονόμους ……., βόρεια επί προσώπου ΔΕ 17 μέτρων, με οδό πλάτους 2 μέτρων και πέραν αυτής με ………. και νοτιοδυτικά σε πλευρά ΑΒΓ, 56,40 μέτρων, με κληρονόμους ……….. Διατείνεται δε ο εφεσίβλητος στην αγωγή του ότι, σύμφωνα με νεότερη καταμέτρηση, το επίδικο ακίνητο έχει έκταση 2.065 τ.μ., εμφαινόμενο με τα στοιχεία ΑΒΓΔ…ΟΠΡΑ στο από 3-12-2003 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού ………., συνορευόμενο βόρεια, σε πλευρά ΑΡΠ μήκους 21,60 μέτρων, με ιδιωτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία κληρονόμων …………, ανατολικά, σε πρόσωπο Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ, μήκους 101,10 μέτρων, με δημοτική οδό πλάτους 7 περίπου μέτρων, δυτικά, σε πλευρά Π-Ο-Ξ-Ν-Μ, μήκους 51,70 μέτρων, με ιδιοκτησία κληρονόμων ……….. και νοτιοδυτικά, σε πλευρά Μ-Λ-Κ-Ι-Θ, μήκους 56,50 μέτρων, με ιδιοκτησία κληρονόμων ……….. Δυνάμει της με αριθμό …/1939 πράξης του συμβολαιογράφου Αίγινας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αίγινας, ο ……… είχε αγοράσει από τους ………….. και ……….. ευρύτερη  έκταση, οκτώ στρεμμάτων περίπου, τμήμα της οποίας αποκτήθηκε από τον εφεσίβλητο κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω, η μεγαλύτερη ως άνω έκταση των οκτώ στρεμμάτων περίπου είχε περιέλθει στην κυριότητα της μεν . ………., κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου, του δε ………., κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, αιτία κληρονομικής διαδοχής του συζύγου της πρώτης και πατέρα του δεύτερου, ……………, που απεβίωσε το έτος 1925. Ο ……….. είχε αποκτήσει την ανωτέρω έκταση, λόγω πωλήσεως, από τον ………… δυνάμει της, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας, υπ’ αριθμ. ………./1919 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Αίγινας ………….. Επί της από 10-12-2003 αιτήσεως του εφεσιβλήτου στο Δασαρχείο Πειραιά, για την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού του επίδικου ακινήτου, με εμφανιζόμενο εμβαδόν 2.065 τ.μ. και τη χορήγηση σ’ αυτόν βεβαίωσης ότι δεν πρόκειται για  δημόσια δασική έκταση, το Δασαρχείο, με το υπ’αριθμ.πρωτ. ………./1-7-2004 έγγραφό του, γνωστοποίησε στον τελευταίο ότι ο Δασάρχης Πειραιά δεν μπορούσε να προβεί σε έκδοση πράξης χαρακτηρισμού, καθώς για την εν λόγω έκταση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις κήρυξης αυτής ως αναδασωτέας, ενώ, στη συνέχεια, επί της από 17-12-2004 συμπληρωματικής αιτήσεως του εφεσιβλήτου με το ίδιο αίτημα, το Δασαρχείο Πειραιά εξέδωσε το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../21-12-2004 έγγραφό του, στο οποίο, επίσης, αναφερόταν ότι το επίδικο ακίνητο έφερε δασικό χαρακτήρα και ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις κήρυξης αυτού ως αναδασωτέου. Ακολούθως, η Διεύθυνση Δασών Πειραιά επέδωσε στον ενάγοντα το υπ’ αριθμ. …../28-9-2005 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, δια του οποίου το εκκαλούν, διατεινόμενο ότι το επίδικο αποτελούσε δασική έκταση, απέβαλε τον ενάγοντα από τούτο. Ο εφεσίβλητος, κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου, άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας, την από 10-3-2006 ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 19/2007 απορριπτική απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου. Με την υπ’ αριθμ. 1124/2011 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διατάχθηκε η τεχνική πραγματογνωμοσύνη στο επίδικο ακίνητο, που διενεργήθηκε από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα ……….., αγρονόμο – τοπογράφο μηχανικό, ο οποίος  συνέταξε την από 7-2-2014 και με αριθμό κατάθεσης ……../2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Στην έκθεση αυτή το επίδικο απεικονίζεται στα συνοδευτικά της τοπογραφικά διαγράμματα Α1 και Α2, υπό τα κεφαλαία περιμετρικά αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΣΑ, με εμβαδόν 2.065 τ.μ., συνορεύει δε βόρεια, σε πλευρά Α,Σ, μήκους μέτρων 20,04 με πευκόφυτη έκταση, φερόμενης ιδιοκτησίας κληρονόμων ………., νοτιοδυτικά, σε πλευρά ΛΚΙΘΗΖΕ, συνολικού μήκους 55,70 τ.μ., με πευκόφυτη έκταση φερόμενης ιδιοκτησίας κληρονόμων ………, νοτιοανατολικά, σε πρόσωπο ΑΒΓΔΕ, συνολικού μήκους 99,37 μ., με δημόσια οδό και βορειοδυτικά, σε πλευρά ΛΜΝΞΟΠΡΣ, συνολικού μήκους 52,53 μ., με πευκόφυτη έκταση φερόμενης ιδιοκτησίας κληρονόμων …………. Ο ως άνω πραγματογνώμονας, αφού μελέτησε τους τίτλους κτήσεως του ακινήτου του εφεσιβλήτου, που προαναφέρθηκαν, ήτοι τα πωλητήρια συμβόλαια με αριθμούς ../1966, …/1939 και …../1919, τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1964, 1979, 1984 και 1992, καθώς επίσης και όλα τα τεθέντα στη διάθεσή του στοιχεία, αποφάνθηκε ως ακολούθως: Α) το ακίνητο, εμβαδού 8 στρεμμάτων περίπου, που περιγράφεται στο συμβόλαιο …../1919, εφαρμόζεται στο απεικονιζόμενο ακίνητο, στα συνημμένα στην πραγματογνωμοσύνη, τοπογραφικά διαγράμματα, με στοιχεία Α1, Β1,Γ1, Δ1, Ε1, Ζ1, Η1, Θ1, Ι1, Κ1, Λ1, Μ1, Ν1, Ξ1, Ο1, Π1, Α1, συνολικού εμβαδού 8.046 τ.μ.. Β) Ένα τμήμα αυτού, εμβαδού 1.536 τ.μ., που απεικονίζεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α1,Β1,Γ1,Δ1,Ε1,Α1 και συνορεύει, βόρεια, σε πλευρά Δ1,Ε1, μήκους 17 μέτρων, με το υπόλοιπο τμήμα του επιδίκου ακινήτου, νοτιοδυτικά, σε πλευρά Α1,Β1,Γ1, συνολικού μήκους 56,40 μ., με το υπόλοιπο τμήμα του επιδίκου ακινήτου, νοτιοανατολικά, με πρόσωπο Α1,Ε1, μήκους 90 μ., με δημόσια οδό και βορειοδυτικά, σε πλευρά Γ1, Δ1, μήκους 40 μ., με το υπόλοιπο τμήμα του επιδίκου ακινήτου, περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας …./1966, …/1939 και …../1919 του εφεσιβλήτου. Γ) Το υπόλοιπο τμήμα, εμβαδού 529 τ.μ., που απεικονίζεται με περιμετρικά στοιχεία Α1,Β1,Γ1,Δ1,Ε1,Α,Σ,Ρ,Π,Ο,Ν,Μ,Λ,Κ,Ι,Θ,Η,Ζ,Ε,Α1 στα ως άνω τοπογραφικά διαγράμματα, δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου. Δ) Το τμήμα του επιδίκου ακινήτου, εμβαδού 1.536.00 τ.μ., το οποίο περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου, αποτελεί καλλιεργήσιμο αγρό, καθόσον διαπιστώνονται ίχνη καλλιέργειάς του ήδη στις αεροφωτογραφίες του 1945, όπως και στις μεταγενέστερες. Βάσει δε της περιγραφής των τίτλων κυριότητας ../1939 και …/1919, συμπεραίνεται ότι το τμήμα αυτό του επιδίκου ακινήτου αποτελούσε αγρό και κατά τα έτη 1939 και 1919. Ε) Το υπόλοιπο τμήμα του επιδικου ακινήτου, εμβαδού 529 τ.μ., το οποίο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου, αποτελούσε, κατά τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης, καλλιεργήσιμο αγρό με ομάδα καλλιέργειας τα ελαιόδενδρα. ΣΤ) Η μορφολογία των υπόλοιπων εκτάσεων, που ευρίσκονται νοτιοανατολικά του επίδικου  ακινήτου και πέραν της δημόσιας οδού, είναι η ίδια με αυτήν του επιδίκου, ενώ η μορφολογία της εκτάσεως, που βρίσκεται δυτικά (ακριβέστερα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά) του επιδίκου ακινήτου,  είναι, από το έτος 1945, δασικού χαρακτήρα. Εξάλλου, στην από ΔΥ/30-6-2004 έκθεση φωτοερμηνείας, που διενήργησε για το επίδικο ακίνητο ο δασολόγος του Δασαρχείου Πειραιά …………, διαπιστώνονται τα ακόλουθα: Α) Βάσει των αεροφωτογραφιών του 1945, «Η έκταση καλύπτεται από δάσος πεύκης με υπόροφοαειφύλλων και αποτελεί μέρος ευρύτερου δάσους πεύκης, το οποίο εκτείνεται βόρεια, νότια και δυτικά της έκτασης, με ποσοστό κάλυψης άνω του 50% και με έκταση πολύ μεγαλύτερη των τριών στρεμμάτων και διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες των 30 μέτρων και διακρίνεται δρόμος στο ανατολικό άκρο της και πέραν αυτού αγροτικές εκτάσεις». Β) Βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1964, «Η έκταση έχει εκχερσωθεί, εκτός από ελάχιστα άτομα πεύκης στο βόρειο τμήμα της, ενώ το δάσος, που την περιβάλλει, βόρεια, νότια και δυτικά, έχει πυκνότητα άνω του 70%. Γ) Βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1979, «Ομοίως ως 1964», Δ) Βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1984, «Η έκταση έχει ελάχιστα άτομα πεύκης στο βόρειο τμήμα της και συκιές». Ε) Βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1992, «Ομοίως ως 1984». Εν τέλει, προστίθεται ότι: «Σήμερα η έκταση έχει και νεαρά ελαιόδενδρα εντός αυτής». Όπως αποδείχθηκε, η επίδικη έκταση, εμβαδού 2065 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «……….» της πρώην Κοινότητας … του Δήμου Αίγινας, βρίσκεται σε υψόμετρο 60 μ. περίπου, σε απόσταση 400 μ. περίπου από τη θάλασσα, έχει έδαφος γαιώδες και κλίση 5%. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, το επίδικο παρουσίαζε εικόνα χέρσου, με μικρούς μεμονωμένους θάμνους και επιπλέον, δύο συκιές μεγάλης ηλικίας, 1 ελιά μεγάλης ηλικίας, 16 μεσαίες ελιές, 12 μικρές ελιές, 2 κλήματα μεγάλης ηλικίας και 4 πεύκα στο βορειοδυτικό τμήμα του ακινήτου, μη έχοντας οποιαδήποτε ομοιότητα με την εκτεινόμενη ανατολικά, πέραν της οδού, αγροτική – καλλιεργούμενη έκταση. Μέχρι το 1919,αποτελούσε μέρος του ευρύτερου πυκνού δημόσιου δάσους πεύκης της περιοχής, με υπόροφοαειφύλλων πλατυφύλλων. Ήδη, από εκείνη τη χρονική περίοδο, αλλά και προγενέστερα, η έκταση αυτή χωριζόταν προς τα ανατολικά από τις πέραν αυτής αγροτικές εκτάσεις με έναν καρόδρομο. Με το ανωτέρω υπ’ αριθμ. 2303/1919 συμβόλαιο πώλησης ο πωλητής ……….. ενέταξε αυθαίρετα στην πωληθείσα αγροτική έκταση, που βρισκόταν πέραν του ως άνω καρόδρομου, εμβαδού 6,5 στρεμμάτων περίπου και την ανωτέρω, έναντι αυτής δασική έκταση των 1.536τ.μ.,όπως η έκταση αυτή προσδιορίσθηκε στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………… Με το υπ’ αριθμ. …./1939 συμβόλαιο πώλησης μεταβιβάσθηκε στον ………… η ίδια έκταση των 8 στρεμμάτων περίπου. Με το μεταγενέστερο υπ’ αριθμ. …../1966 συμβόλαιο πώλησης, ο εφεσίβλητος αγόρασε την ως άνω δασική έκταση των 1.536τ.μ.,που στο μεταξύ είχε εκχερσωθεί,  εμφανίζοντας ότι δήθεν πρόκειται για αγροτεμάχιο. Ο δασικός χαρακτήρας της όλης επίδικης έκτασης προκύπτει σαφέστατα από τις αεροφωτογραφίες του έτους 1945. Πέραν όμως αυτού, το γεγονός αυτό συνάγεται και από το περιεχόμενο των ίδιων των παραπάνω υπ’ αριθμ. …/1919 και …../1939 συμβολαίων. Πράγματι, στο πρώτο αναφέρεται ότι το πωλούμενο αποτελείται από «αγρούς ημέρους και αγρίους, μετά των εν αυτοίς διαφόρων δένδρων», ενώ στο δεύτερο αναφέρεται ότι το πωλούμενο αποτελείται από «αγρούς εκτάσεως οκτώ (8) στρεμμάτων, πλέον ή έλαττον, εξ ων εν στρέμμα άμπελος, μετά των εν αυτοίς ένδεκα μικρών ελαιοδένδρων, δεκαπέντε (15) πευκοδένδρων και μιας συκής». Όπως προεκτέθηκε, η έννοια του δάσους προϋποθέτει έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή σποραδικά από άγρια, ήτοι αυτοφυή – μη καλλιεργούμενα, ξυλώδη φυτά. Συνεπώς, τόσο η αναφορά στο πρώτο συμβόλαιο ότι το πωλούμενο περιλαμβάνει και άγριους αγρούς, όσο και ο προσδιορισμός στο δεύτερο συμβόλαιο των επ’ αυτού δασικών, δηλαδή άγριων δένδρων, ήτοι δεκαπέντε (15) πευκοδένδρων, καταδεικνύει το δασικό χαρακτήρα της ως άνω έκτασης των 1.536τ.μ., (όπου προδήλως βρίσκονταν τα παραπάνω πευκόδενδρα) και ασφαλώς και της επιπλέον έκτασης των 529 τ.μ., που ο εφεσίβλητος επιχείρησε προσθέτως να εντάξει στην ιδιοκτησία του. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις αεροφωτογραφίες του 1964, κατά το χρονικό διάστημα από το 1945 έως το 1964, το επίδικο ακίνητο εκχερσώθηκε, πλην ελάχιστων πευκόδενδρων στο βόρειο τμήμα του. Προς στήριξη των ισχυρισμών του για τον αγροτικό χαρακτήρα του επιδίκου, ο εφεσίβλητος διατείνεται ότι αυτό συνάγεται από το γεγονός της ύπαρξης δύο αναβαθμίδων (ξερολιθιών) σ’ αυτό, που συνεχίζονταν μέχρι το απέναντι τμήμα του αρχικώς ενιαίου αγροτεμαχίου των 8 στρεμμάτων, όπου επίσης υφίστανται και ότι κόπηκαν μεταγενέστερα από την κατασκευή του δρόμου, που διαχώρισε τα δύο τμήματα του ενιαίου ακινήτου. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, όπως και ο ίδιος ο εφεσίβλητος δέχεται, ήδη το 1919 και προγενέστερα υπήρχε μεταξύ του επιδίκου και του απέναντι αγροτεμαχίου ένας καρόδρομος, που εξυπηρετούσε τις μετακινήσεις των κατοίκων. Επειδή ακριβώς τα πωληθέντα ήταν δύο, γίνεται αναφορά στα υπ’ αριθμ. …../1919 και …../1939 συμβόλαια για αγρούς και όχι για αγρό. Μάλιστα, στο δεύτερο συμβόλαιο αναφέρεται ότι «δια μέσου του κτήματος διέρχεται δημοσία οδός». Η οδός αυτή αργότερα ασφαλτοστρώθηκε και αποτελεί το ανατολικό όριο του επιδίκου. Επομένως, εφόσον υπήρχε ο καρόδρομος, δεν ήταν δυνατό να υφίσταται και ξηρολιθιά από το επίδικο μέχρι το απέναντι αγροτεμάχιο. Απλώς, οι ξηρολιθιές αυτές κατασκευάστηκαν αυτοτελώς στα δύο τμήματα. Ειδικότερα, στο επίδικο κατασκευάστηκαν μετά την παράνομη εκχέρσωσή του, όταν άρχισε να καλλιεργείται, ιδίως με αμπέλια, για να συγκρατούνται τα χώματα. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά το δασικό χαρακτήρα της ως άνω έκτασης των 1.536τ.μ., που είχε αγοράσει, μολονότι η εκχέρσωσή της είχε γίνει προ του 1966, καθόσον η παρέμβαση που είχε προηγηθεί ήταν εμφανής, επιχείρησε να ιδιοποιηθεί ακόμη μεγαλύτερο μέρος δημόσιας δασικής έκτασης, ήτοι επιπλέον το ανωτέρω τμήμα των  529 τ.μ., παρουσιάζοντας ότι δήθεν, κατά νεότερη καταμέτρηση, το εμβαδόν του ακινήτου του ανερχόταν σε 2.065 τ.μ και όχι σε 1.536τ.μ., όπως αναγραφόταν στο συμβόλαιο αγοράς αυτού. Μάλιστα, προς ενίσχυση των παράνομων επιδιώξεών του, ο εφεσίβλητος το 2004 προέβη στη φύτευση στο επίδικο επιπλέον ελαιόδενδρων, πράξη για την οποία υποβλήθηκε σε βάρος του μηνυτήρια αναφορά από το Δασαρχείο Πειραιά. Από τα ανωτέρω, είναι φανερό ότι όλη η  έκταση των 2065 τ.μ και όχι μόνο αυτή των 529 τ.μ., όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, έχει δασικό χαρακτήρα και εντάσσεται στο ευρύτερο δάσος της περιοχής, που, κατά τα προεκτεθέντα,  ανήκει στο Δημόσιο. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι του εφεσιβλήτου ασκούσαν πράξεις νομής με καλή πίστη στο τμήμα των 1.536τ.μ., επί μια τριακονταετία προ του έτους 1915, ώστε, αν και αυτό έχει δασική μορφή, να θεωρηθεί ότι  αποκτήθηκε έκτοτε με έκτακτη χρησικτησία από τον αρχικό δικαιοπάροχο του εφεσιβλήτου. Συνεπώς, έσφαλε η εκκαλουμένη, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την ανωτέρω έκταση των 1.536τ.μ..  Γι’ αυτό πρέπει, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί ως προς το μέρος της, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγκαίως και ως προς τη δικαστική δαπάνη. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή και ως προς το ως άνω μέρος της. Πρέπει, τέλος, να καταδικαστεί  ο  εφεσίβλητος – ενάγων, λόγω της ήττας του, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ` εφαρμογή του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με τη με αριθμό 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ, 11 Β/20.01.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 251/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και τη συμπροσβαλλόμενη μη οριστική με αριθμ. 1124/2011  απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατά το μέρος της που δέχθηκε την αγωγή ως προς το εδαφικό τμήμα του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 1536 τ.μ.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή ως προς το παραπάνω μέρος της.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή και ως προς αυτό το μέρος.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο – ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, τα οποία καθορίζει για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε εξακόσια (600)  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του δικαστικού πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ