Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 502/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 502 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας εναγομένης: εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Νταλάκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας:   ανώνυμης εταιρείας ……………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καραγκούνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/29.6.2016) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 5682/2017  οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, το οποίο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, και παρέπεμψε την υπόθεση προς συζήτηση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο.

Με την από 23.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……………./10.11.2017) κλήση της ενάγουσας η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’αριθμ.501/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε αυτήν καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 10.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.5.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/13.5.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή της, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 21ης.5.2020, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ. 53/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη του ιδίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/2020,  σε συνδυασμό με την υπ’αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 10.5.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../10.5.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../13.5.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της από 27.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ………../29.6.2016) αγωγής, διώκουσας την καταβολή στην ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη του συνολικού ποσού των 170.124,89 ευρώ, που αφορά σε οφειλόμενο υπόλοιπο, αφενός μεν του τιμήματος πωληθέντων προς την εκκαλούσα εμπορευμάτων της, αφετέρου δε της αμοιβής της για εκτελεσθέντα για λογαριασμό της αντιδίκου της έργα, εκδοθέντων σχετικώς για τις ως άνω συναλλαγές τους των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο εννέα (9) συνολικά τιμολογίων της πώλησης και παροχής υπηρεσιών, που ασκήθηκε (η αγωγή) αρχικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την υπ’αριθμ. 5682/2017 οριστική απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκασή της, και παρέπεμψε αυτήν προς συζήτηση, λόγω της ναυτικής φύσης της καταγομένης προς κρίση διαφοράς, στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο Δικαστήριο, της υπόθεσης επαναφερθείσας προς συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής με την από 23.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../10.11.2017) κλήση της ενάγουσας, σε βάρος της εκδοθείσας τελικά επί της αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία υπ’αριθμ.501/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν όλω δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το σύνολο του αιτουμένου ποσού, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης 30 ημερών εκ της ημερομηνίας έκδοσης εκάστου παραστατικού για το αντίστοιχο ποσό, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.5.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../10.5.2019), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εναγόμενη, και συγκεκριμένα στον παρασταθέντα ως πληρεξούσιο δικηγόρο της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου Δικηγόρο Πειραιώς …………, με την ιδιότητα του αυτοδικαίως αντικλήτου  της για όλες τις επιδόσεις, που αφορούν στη δίκη επί της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ.1 του ΚΠολΔ, που συντελέσθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας, και ήδη εφεσίβλητης, στις 10.4.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την τελευταία υπ’αριθμ………/10.4.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της, ενόψει της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, με αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας το εμπόριο ανταλλακτικών μηχανών πλοίων και την εγκατάσταση και επιθεώρηση της εγκατάστασης αυτών στα πλοία, με την από 27.6.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………/29.6.2016) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίσθηκε ότι σε εκτέλεση εννέα (9) συνολικά συμβάσεων πώλησης και έργου, που κατήρτισε προφορικά με την εναγόμενη εταιρεία, εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Ιανουαρίου – Μαρτίου του έτους 2012, μεταβίβασε σ’αυτήν κατά κυριότητα και παρέδωσε κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας εμπορεύματα, και εκτέλεσε προσηκόντως για λογαριασμό της τις συνομολογηθείσες εργασίες, που σε όλες τις περιπτώσεις παραλήφθηκαν, δηλαδή τόσο τα εμπορεύματα, όσο και τα έργα, ανεπιφύλακτα από την αντισυμβαλλόμενή της, εκδοθέντων σχετικώς των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο εννέα (9) συνολικά τιμολογίων της πώλησης και παροχής υπηρεσιών, στα οποία περιγράφονται αναλυτικά, αφενός μεν τα πωληθέντα εμπορεύματα κατ’είδος, μονάδα μέτρησης, ποσότητα και αξία, αφετέρου δε τα εκτελεσθέντα έργα κατ’είδος και αξία, και επιπροσθέτως αναφέρεται η καθαρή αξία εκάστης συναλλαγής κατόπιν της προηγηθείσης από πλευράς της έκπτωσης επί του ποσού αυτής, και το τελικά συνολικά πληρωτέο ποσό, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ τους καταβλητέο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του κάθε τιμολογίου, όπως ρητά αναγράφηκε επί του σώματος αυτών.  Ότι από το συνολικό ποσό της αξίας των εκδοθέντων τιμολογίων των 209.093,77 ευρώ η εναγόμενη έχει ήδη καταβάλει το ποσό των 38.968,88 ευρώ, το οποίο καταλογίσθηκε στην αξία του εξ αυτών παλαιότερου, σε μερική εξόφλησή του, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 170.124,89 ευρώ, έχοντας καταστεί τοιουτοτρόπως υπερήμερη περί την εκπλήρωση της ανωτέρω συμβατικής της υποχρέωσης. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ανωτέρω εισέτι οφειλόμενο ποσό της ληξιπρόθεσμης και απαιτητής απαίτησής της, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρόδου της συμφωνηθείσας προθεσμίας των 30 ημερών για την εξόφληση εκάστου τιμολογίου κατά το αντίστοιχο ποσό αυτού, σύμφωνα με  τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα, και με το νόμιμο τόκο επιδικίας σε ποσοστό 2% ανώτερο του τόκου υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 5682/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, αφού έκρινε ότι με αυτήν κατάγεται εν προκειμένω προς κρίση ναυτική διαφορά από τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 51 παρ.3 Β στοιχ.β΄και ι΄του ν.2172/1993, διότι δέχθηκε ότι εκ των ενώπιόν του από αμφότερα τα διάδικα μέρη αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στο δικόγραφο και στα εκδοθέντα φορολογικά παραστατικά της ενάγουσας, τη συνολική αξία των οποίων ζήτησε με την αγωγή να της καταβληθεί, πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα και εκτελεσθέντα έργα, αφορούν σε προϊόντα και υλικά προοριζόμενα για τη συντήρηση, λειτουργία, εκμετάλλευση και χρήση των διαλαμβανομένων στα συγκεκριμένα παραστατικά δύο (2) πλοίων, καθώς και σε εργασίες επισκευής, διενεργηθείσες ομοίως στα εν λόγω πλοία, αλλά και στον εξοπλισμό τους, η οποία (επίδικη ναυτική διαφορά) υπάγεται στον πρώτο βαθμό στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του συσταθέντος Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ακολούθως κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, και παρέπεμψε την υπόθεση, λόγω του συνολικού ποσού του αγωγικού αιτήματος, στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου να επιληφθεί σχετικώς. Στη συνέχεια με την από 23.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../10.11.2017) κλήση της ενάγουσας, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση στο ανωτέρω δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο, με την εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’αριθμ.501/2019 οριστική απόφασή του, αφού δέχθηκε, ενόψει της έδρας της εναγομένης εταιρείας στην αλλοδαπή (στις νήσους Μάρσαλ), ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς και ότι, εφόσον εισάγεται εν προκειμένω προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, με βάση το οποίο η αγωγή κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν (ως άνω απόφαση) διατάξεις, ακολούθως, κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, κατόπιν της απόρριψης ως κατ’ουσίαν αβάσιμης της προβληθείσης ένστασης της εναγομένης ότι κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων λειτούργησε αποκλειστικά και μόνον ως διαχειρίστρια των πλοίων με την ονομασία “FJ” και “FI”, στα οποία παραδόθηκαν τα πωληθέντα εμπορεύματα, και επί των οποίων εκτελέσθηκαν τα συμφωνηθέντα έργα, και, συνεπώς, ως άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών τους με την επωνυμία “………” και “………….” αντίστοιχα, στο όνομα και για λογαριασμό των οποίων συμβλήθηκε, με αποτέλεσμα να μην ενέχεται η ίδια προσωπικά για την εκπλήρωση των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων και, συνακόλουθα, για την καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού του οφειλομένου υπολοίπου της αξίας των σχετικώς εκδοθέντων τιμολογίων πώλησης και παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, αλλά και της σιωπηρής απόρριψης της επίσης προβληθείσας και στηριζομένης στις διατάξεις των άρθρων 289 και 291 του Κ.Ι.Ν.Δ. ένστασης παραγραφής της αγωγικής αξίωσης,  δέχθηκε καθ’ολοκληρίαν την αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, καθώς έκρινε ότι η εναγόμενη ουσιαστικά συνομολόγησε κατά τα λοιπά την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων και την προσήκουσα εκτέλεση αυτών, και υποχρέωσε αυτήν να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 170.124,89 ευρώ του αγωγικού αιτήματος, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας των 30 ημερών από την έκδοση του κάθε τιμολογίου για το αντίστοιχο οφειλόμενο ποσό αυτού μέχρι την εξόφληση, και καταδίκασε την εναγόμενη, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας προσδιόρισε στο ποσό των 7.100 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε η εναγόμενη, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου σε βάρος της ενάγουσας την κρινόμενη από 10.5.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/10.5.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./13.5.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή της, με έννομο συμφέρον που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των ενώπιόν του προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων αναφορικά με την απορριπτική κρίση του, ρητή και σιωπηρή, επί των προβληθέντων προς απόρριψη της αγωγής αυτοτελών σχυρισμών της εναγομένης, που αφορούν, αφενός μεν στην έλλειψη προσωπικής ευθύνης της ιδίας προς καταβολή του οφειλομένου υπολοίπου της αξίας των επίμαχων τιμολογίων της ενάγουσας, καθόσον, όπως διατείνεται, συμβλήθηκε στις επίδικες συμβάσεις, για τις οποίες εκδόθηκαν τα εν λόγω παραστατικά, στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών, στα δύο πλοία των οποίων παραδόθηκαν τα πωληθέντα εμπορεύματα και εκτελέσθηκαν τα έργα, αποκλειστικά ως διαχειρίστρια των πλοίων αυτών, και συνεπώς, ως άμεση αντιπρόσωπος των ως άνω εταιρειών (ο πρώτος λόγος), αφετέρου δε στην παραγραφή της αγωγικής αξίωσης αντίστοιχα (ο δεύτερος λόγος), εξαιτίας της οποίας (πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων) οδηγήθηκε (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) στο μη ορθό συμπέρασμα ότι η ίδια (η εκκαλούσα) ενέχεται προσωπικά στην καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού, με αίτημα την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Σημειωτέον ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, κατ’εκτίμηση αυτού από το Δικαστήριο, με τον οποίο πλήττεται η ως άνω επί της ουσίας απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης, είναι επαρκώς ορισμένος, καθόσον η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, ως λόγος έφεσης, αναγόμενος σε πραγματικό σφάλμα του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστή, επαρκώς προσδιορίζεται με τη μνεία ότι εξ αυτής το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, η οποία (σχετική μνεία) έχει εν προκειμένω περιληφθεί στο εφετήριο, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των συγκεκριμένων σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, που εμφιλοχώρησαν στη δικαστική κρίση, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ) επανεκτιμά εξαρχής την ουσία της υπόθεσης, και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ άρθρο 534 του ιδίου Κώδικα (βλ.σχετ. ΑΠ 19/2018, ΑΠ 20/2018, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εφεσίβλητη απορριπτομένων ως αβασίμων.

Aπό τη διάταξη του άρθρου 211 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές σχέσεις ελλείψει ειδικότερων διατάξεων (ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝαυτΔ 2012.39, ΕΕμπΔ 2012/681 Αρμ. 2012.1288) και ορίζει ότι «Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του».  Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και όταν η δήλωση βούλησης απευθύνεται προς τον αντιπρόσωπο, προκύπτει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη δικαιοπρακτική δράση του αντιπροσώπου παράγονται απευθείας στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 271/2006 ΤΝΠ Νόμος), ο οποίος καθίσταται υποκείμενο της έννομης σχέσης που δημιουργείται από την ενέργεια του αμέσου αντιπροσώπου του, δεσμευόμενος αυτός και μόνον από τις επιχειρούμενες στο όνομα και για λογαριασμό του πράξεις του τελευταίου (ΑΠ 1128/2015 ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου, που κατά τον ΑΚ (άρθρα 211 § 1 εδαφ. β΄ και 212) διέπει την άμεση αντιπροσωπεία (ΜονΕφΠειρ 466/2016 ΔΕΕ 2016.1539, Μ. Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σελ. 160) και τη διακρίνει από την έμμεση (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, § 46, αριθμ. 18, σελ. 660), για να ενεργήσει η δήλωση βούλησης αμέσως υπέρ ή κατά του αντιπροσωπευομένου πρέπει να γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι αυτόν αφορά η ενέργεια της δικαιοπραξίας (ΑΠ 258/2009 ΕλλΔνη 2010.972). Πρέπει δηλαδή ο συμβαλλόμενος ως αντιπρόσωπος άλλου να καταστήσει γνωστό και φανερό στον τρίτο αντισυμβαλλόμενό του ότι η συμβατική δέσμευση θα παραχθεί, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο, χωρίς να απαιτείται ρητή περί αυτού μνεία, καθώς αρκεί να συνάγεται τούτο ερμηνευτικά από τη δήλωση του αντιπροσώπου προς τον τρίτο με αναγωγή και στις συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 676/2007 ΧρΙΔ 2007.889, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 2005/1661, ΧρΙΔ 2004.978). Πότε συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις ότι η δήλωση βούλησης επιχειρείται επ’ ονόματι άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας της δήλωσης βούλησης, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, εις τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήσαν τέτοια ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΕφΠειρ 147/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 76/2021 δημοσιευεμένη στην ιστοσελίδα στο διαδίκτυο του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 352/2019, ΕφΠειρ 63/2013, ΕφΠειρ 832/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Δεν απαιτείται μάλιστα ούτε ο υπό του αντιπροσώπου ακριβής προσδιορισμός του προσώπου του αντιπροσωπευόμενου αλλά είναι δυνατός ο καθορισμός τούτου με μεταγενέστερη δήλωση, η δε άγνοια του αντισυμβαλλομένου σχετικά με το πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου δεν ασκεί καμία επίδραση, αφού αυτός δεν είναι αναγκαίο να είναι γνωστός κατά τον χρόνο που καταρτίζεται η δικαιοπραξία ούτε και στον ίδιο τον αντιπρόσωπο (ΑΠ 258/2009, ο.π., Φ. Δωρής, ο.π., αρ. 77, σελ. 1023, Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 109, αριθμ. 3, σελ. 288). Στην πράξη, ο κατ’επάγγελμα συμβαλλόμενος στο όνομα και για λογαριασμό άλλων, όπως είναι ο εκτελωνιστής (ΕφΘεσ. 3532/1988 Αρμ. 1989/769) ή ο ναυτικός πράκτορας (ΕφΠειρ 1/2010, ΕΝαυτΔ 2010.339, ΜΕφΠειρ 54/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), θέτει κατά κανόνα σχετική διευκρινιστική σημείωση στη θέση της υπογραφής του, ανεξαρτήτως αν υπογράφει με το δικό του όνομα, ή το όνομα του αντιπροσωπευόμενου (Π. Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ΙΙ, 2009, § 50 IV, αρ. 54, σελ. 742). Στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών, ειδικότερα, περίπτωση άμεσης αντιπροσωπείας συνιστά η σύμβαση που συνάπτει με τρίτον ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο). Ο διαχειριστής δε μετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο της πλοιοκτησίας ή του εφοπλισμού ούτε αποβλέπει σε άμεσο οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου (Π. Αβραμέας, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε Εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία, Πρακτικά και Εισηγήσεις 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ, 1995, σελ. 299 επομ. [302]), αφού η έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επομ. του ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824, ΕΝαυτΔ 2013.110 ΕΕμπΔ 2013/950, ΜΕφΠειρ 195/2015 ΔΕΕ 2015.718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε Ελλνη 2004.973 επομ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003.603 επομ. [606]). Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής του πλοίου που συναλλάσσεται με τρίτους για υποθέσεις του πλοίου ενεργεί καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, του οποίου είναι άμεσος αντιπρόσωπος, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτόν υποχρέωσής του και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (ΜονΕφΠειρ 360/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 63/2013 ΕΝαυτΔ 2013.114, ΕλλΔνη 2014.181, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών, Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]). Ενεχόμενος, επομένως, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που γεννώνται από τη συναλλακτική δραστηριότητα του διαχειριστή του πλοίου δεν είναι ο ίδιος, αλλά ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο (ΤριμΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕΕμπΔ 2013.411, ΜΕφΠειρ 110/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και μόνον όταν είτε δε δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους, είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του, υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση ο διαχειριστής, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013/183, ΧρΙΔ 2013.688, ΕΕμπΔ 2013.946, ΔΕΕ 2014.65, ΤριμΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013.190, ΕΕμπΔ 2014.173, ΜΕφΠειρ 660/2015, ΜΕφΠειρ 362/2013, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαίτησής τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 449), του οποίου, άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωσή του προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού (όπως συμβαίνει με το άρθρο 12 § 1 εδαφ. β του Ν. 743/1977 ««Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» [ΦΕΚ Α΄ 319/17.10.1977], όπως ισχύει) ή πρόνοιας, είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (όπως συμβαίνει με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» [ΦΕΚ Α΄ 45/30.3.1978]), είτε της δημόσιας περιουσίας (όπως συμβαίνει με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων» [ΦΕΚ Α΄77/22.4.1975 και άλλες παρεμφερείς εξαιρετικές διατάξεις, περί των οποίων βλ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 452). Εξ όλων όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι η έννοια του όρου της διαχείρισης πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Επομένως, αν αγωγή τρίτου με αίτημα την εκπλήρωση συμβατικού χρέους στραφεί εναντίον του συμβληθέντος με τον ενάγοντα, χωρίς μνεία της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου, ο τελευταίος δύναται, αμυνόμενος κατά του αγωγικού ισχυρισμού ότι ανέλαβε ατομικά τη συμβατική υποχρέωση, να προβάλει ως ένσταση καταλυτική της αγωγής τον ισχυρισμό ότι δεν κατέστη ο ίδιος υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης, επειδή η παραγωγική της επίδικης απαίτησης δικαιοπραξία συνήφθη μεν από αυτόν, ενεργούντα όμως στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και, αν τον αποδείξει, να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΜονΕφΠειρ 19/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 289 παρ.3 του ΚΙΝΔ, οι αξιώσεις που προέρχονται από χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για την ναυπήγηση, επισκευή ή εξοπλισμό του πλοίου, υπόκεινται στην ετήσια παραγραφή του άρθρου αυτού η οποία αρχίζει από την λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της. Ως υλικά, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα και τα προοριζόμενα να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματά του ή ανταλλακτικά, ενώ αξιώσεις που προέρχονται από τον εξοπλισμό του (πλοίου), είναι εκείνες που αφορούν ουσιαστικά μέρη του τελευταίου, τα παραρτήματα και παρακολουθήματά του, τις μηχανές του, κύριες και βοηθητικές, σωσίβια μέσα και τεχνικά όργανα (ΕφΠειρ 1550/1987 ΕΝΔ 1991.83, ΕφΠειρ 1357/1981 ΕΝΔ 1982.219 ΕφΑθ 1780/1977 ΕΝΔ 1978.118) Β. Κιάντου «Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ.», εκδ. 1974, τ. β΄, σ.64 επ, Σ. Σταυρόπουλου «Ερμ. Εμπορ. και Ναυτ. Δικ», εκδ. 1987 σελ. 531 επ., No 3α, Κ. Αρβανίτη ΕΕΔ ΙΘ σ. 481, Σ. Βλαστού «Παραγραφές και αποσβεστικές προθεσμίες στο Ιδ. Ναυτ. Δικ.» ΕΝΔ 6.69 επ.).  Επομένως, ως «αξιώσεις από την χορήγηση υλικών και την εκτέλεση εργασιών», υπό την έννοια της ως άνω διάταξης, θεωρούνται οι απαιτήσεις του εργολάβου για την αμοιβή του (ΕφΠειρ 691/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.454). Η παραγραφή αυτή των ανωτέρω αξιώσεων, αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, διακόπτεται δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 270 παρ.1 του ΑΚ με την έγερση της αγωγής, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 260 του ΑΚ, με την αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1445/2002 ΕΝΔ 2002.435, ΑΠ 402/1994 ΕΝΔ 1996.6, ΕφΠειρ 872/2003 ΕΝΔ 2003.441, ΕφΠειρ 806/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 617 επ., ΕφΠειρ 267/1999 ΕΝΔ 1999.86 επ., ΕφΠειρ 255/1999 ΕΝΔ 1999.280 επ.). Εξάλλου, στο άρθρο 270 παρ.2 του ΑΚ  ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250 του ΑΚ η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, οι τελευταίες από τις οποίες (του ΑΚ) έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς, ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289  του ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενό τους με εκείνες του άρθρου 250 του ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της παραπάνω ετήσιας παραγραφής αυτών, η νέα παραγραφή αρχίζει όχι αμέσως από το πέρας του λόγου της διακοπής, αλλά από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα αυτός (ο λόγος της διακοπής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του υφιστάμενου ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (ΟλΑΠ 15/1992 ΕλλΔνη 1992.765, ΑΠ 684/1998 ΕλλΔνη 1999.138, ΑΠ 402/1994 ΕλλΔνη 1995.373, ΕφΠειρ 655/2010 ΕΝΔ 2010.392, ΕφΠειρ 458/2009 ΕΝΔ 2009.452). Περαιτέρω, από το άρθρο 260 του ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί, για τη διακοπή της παραγραφής, οποιαδήποτε συμπεριφορά ή πραγματική ενέργεια του οφειλέτη προς το δανειστή, με την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη, που έχει πλήρη επίγνωση για την ύπαρξη της υποχρέωσής του και της αξίωσης του δανειστή, κατά τρόπο, ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής (ΑΠ 1666/2010 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011.419), χωρίς να είναι απαραίτητο η συμπεριφορά αυτή ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα και χωρίς να εξετάζεται αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξίωσης ή σύμβαση αναγνώρισης χρέους κατά την έννοια του άρθρου 873 του ΑΚ (ΑΠ 232/2010 ΤΝΠ Νόμος) ή γίνεται με σκοπό ανάληψης υποχρέωσης ή να έγινε αποδεκτή από το δανειστή (ΑΠ 1018/2011 ΝοΒ 2011.1520, ΑΠ 1230/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η μερική καταβολή, με σκοπό εξόφλησης της ένδικης αξίωσης του χρηματικού ποσού που ζητείται με την αγωγή (ΑΠ 212/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, ο ισχυρισμός δε για διακοπή της παραγραφής αποτελεί αντένσταση, κατά της τελευταίας, προτεινόμενη από το δικαιούχο της αξίωσης (ΑΠ 232/2010 ό.π., ΕφΠειρ 592/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012.302, ΕφΑθ 3050/2009 ΔΕΕ 2009.965, ΕφΑθ 1481/2005 ΕλλΔνη 2005.929, ΕφΘεσ 2855/2004 ΔΕΕ 2004.1278). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από τις 01.01.2016 και στο εξής, και συνεπώς και στην κρινόμενη έφεση), είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 έως και 6 αυτού (ΑΠ 274/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, κατά τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ιδιότη­τας που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της πρότασης απεριορίστως νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της έ­φεσης, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βά­σης της αγωγής (ΑΠ 1162/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνον όσοι τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώμα­τος, και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξε­ων, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων [ΑΠ 284/2008, ΕφΔωδ (Μον) 203/2018, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος]. Ο διάδικος που προβάλλει με καθυστέρηση αυτοτελή ισχυρισμό για πρώτη φορά στο Εφετείο πρέπει να επικαλείται τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτόν, πρέπει να βεβαιώνει το παραδεκτό της καθυστερημένης προβολής του ισχυ­ρισμού και να δέχεται ότι συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή του (ΑΠ 442/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 234/2014 ΕπισκΕΔ 2014.316, ΑΠ 585/2011 ΔΕΕ 2012.1054).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την κατάθεση της εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρός της …….. ……….., η οποία δόθηκε, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ. ……./1.11.2016 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επμελήτριας ………….., και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ………/4.11.2016 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον τομέα της εμπορίας ανταλλακτικών μηχανών πλοίων, καθώς και στην εκτέλεση εργασιών εγκατάστασης αυτών στα πλοία, αλλά και στην επιθεώρηση της διενέργειας των σχετικών εργασιών. Στο πλαίσιο της ανωτέρω επιχειρηματικής της δραστηριότητας κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου του έτους 2012, σε εκτέλεση εννέα (9) συνολικά συμβάσεων πώλησης και έργου, που συνήψε προφορικά με την εναγόμενη, εταιρεία εδρεύουσα στις νήσους Μάρσαλ, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις των Α.Ν. 89/1967, 378/1968, και του άρθρου 25 του ν.27/1975 (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη Φ.Ε.Κ., τεύχος αναπτυξιακών πράξεων και συμβάσεων, υπ’αριθμ. 229/13.11.2003), μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στα κάτωθι αναφερόμενα πλοία εμπορεύματά της (ανταλλακτικά), με βάση τους όρους της κάθε φορά μεταξύ τους συμφωνίας, και εκτέλεσε προσηκόντως, ομοίως στα ίδια πλοία, τις συμφωνηθείσες εργασίες, εκδοθέντων δι’εκάστη συναλλαγή των επίσης κατωτέρω διαλαμβανομένων αντίστοιχων εννέα (9) τιμολογίων πώλησης – παροχής υπηρεσιών της επί πιστώσει, συνολικής αξίας 209.093,77 ευρώ, σε χρέωση της αντισυμβαλλομένης της, στα οποία περιγράφονται αναλυτικά, αφενός μεν τα πωληθέντα εμπορεύματα κατ’είδος, μονάδα μέτρησης, ποσότητα, τιμή μονάδος, και καθαρή αξία, αφετέρου δε τα εκτελεσθέντα έργα κατ’είδος εργασιών και αξία, και επιπροσθέτως γίνεται μνεία της συνολικής καθαρής αξίας εκάστης συναλλαγής κατόπιν της προηγηθείσης από πλευράς της (της ενάγουσας) έκπτωσης επί του ποσού αυτής, και του τελικά συνολικά οφειλομένου ποσού, το οποίο ορίσθηκε καταβλητέο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του κάθε τιμολογίου, όπως ρητά αναγράφηκε επί του σώματος αυτών. Ειδικότερα εκδόθηκαν για τις μεταξύ τους συναλλαγές: 1) Το με αριθμό ………/31.1.2012 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, που αφορά σε εργασίες για την προμήθεια πετρελαίου αντί αμοιβής της, ποσού 2.057,74 ευρώ, στην επιμέλεια της εργασίας εγκατάστασης, αντί αμοιβής της, ποσού 52.544,94 ευρώ, στην επιμέλεια της διεξαγωγής ελέγχων ασφαλείας, αντί αμοιβής της, ποσού 4.927,68 ευρώ, και στην αποκατάσταση στροφαλοφόρων αξόνων, αντί αμοιβής της, ποσού 7.710,46 ευρώ, ήτοι σε εν γένει εργασίες διενεργηθείσες στο πλοίο με την ονομασία «FJ», συνολικής καθαρής αξίας, κατόπιν της έκπτωσης, ποσού 67.240,82 ευρώ, καταβλητέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 1η.3.2012. 2) Το με αριθμό ………../22.2.2012 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας, το οποίο αφορά στην πώληση στην εναγόμενη δύο (2) PISTON HEAD REC, για τις ανάγκες του πλοίου με την ονομασία «FI», αντί τιμήματος εκάστου ποσού 3.540,43 ευρώ, συνολικού καθαρού ποσού 7.210,18 ευρώ, του κόστους μεταφοράς των πωληθέντων ανταλλακτικών συμπεριλαμβανομένου, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 23η.3.2012. 3) Το με αριθμό ………./28.2.2012 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας, το οποίο αφορά στην πώληση στην εναγόμενη για τις ανάγκες του πλοίου με την ονομασία «FJ» ροδελών (τύπου O-RING), ωστικής βαλβίδας, εκκεντροφόρου κομματιού αριστερόστροφα περιστρεφόμενου Ε, μεγάλου ρουλεμάν άκρης (το άνω ήμισυ), μεγάλου ρουλεμάν άκρης, ροδελών, θερμοστατικού στοιχείου 49Γ, μεγάλου ρουλεμάν άκρης (το άνω ήμισυ), μεγάλου ρουλεμάν άκρης, και εμβόλου PIN κουζινέτου, αντί συνολικού καθαρού τιμήματος κατόπιν της έκπτωσης, 6.924,50 ευρώ, καταβλητέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 29η.3.2012. 4) Το με αριθμό ………../28.2.2012 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, το οποίο αφορά σε εργασίες προμήθειας πετρελαίου, και επιμέλειας με 3 βοηθούς, στην αποστολή μηχανικού της επί τόπου (ομάδα εξυπηρέτησης βαθμονόμησης να ερευνήσει # 1 κάρτερ λαδιού), καθώς και στην επιθεώρηση και επισκευή «A/Ε # 1», ήτοι σε εργασίες διενεργηθείσες επί του πλοίου με την ονομασία «FJ», αντί αμοιβής της, συνολικού ποσού 42.322,79 ευρώ, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 29η.3.2012. 5)  Το με αριθμό ………/28.2.2012 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, το οποίο αφορά σε εργασίες στο πλοίο με την ονομασία «FI», για την προμήθεια πετρελαίου ΠΙΣΤΟΝΙΟΥ CROWN RTA72, αντί συνολικής της αμοιβής, ποσού 3.797,32 ευρώ, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 29η.3.2012. 6)  Το με αριθμό ………../29.2.2012 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας, το οποίο αφορά στην πώληση στην εναγόμενη για τις ανάγκες του πλοίου με την ονομασία «FJ», κουζινέτου, δακτυλίου τριβής ζεύγους, hexagon βίδας υποδοχής, πλάκας πίεσης – άξονα, ροδελών (0-ring), δακτυλίου στεγανοποίησης, οδηγού δακτυλίου, υποστηρικτικού δακτυλίου, λαστιχακίου, δακτυλίων στεγανοποίησης, οδηγού δακτυλίου, υποστηρικτικού δακτυλίου, hexagon υποδοχής, λαστιχακίου, δακτυλίου στεγανοποίησης, στεγανοποίησης v – προφίλ, άξονα ζυγοστάθμισης, κάλυψης για άξονα ζυγοστάθμισης, και αξονικού ρουλεμάν BUSH, αντί συνολικού τιμήματος 6.815,26 ευρώ, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 30η.3.2012. 7) Το με αριθμό ……../7.3.2012 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, το οποίο αφορά σε εργασίες, διενεργηθείσες επί του πλοίου με την ονομασία «FJ», για την προμήθεια πετρελαίου, αντί αμοιβής της, ποσού 18.817,52 ευρώ, και σε εργασίες εργαστηρίου αναμόρφωσης ανακαίνισης του κάρτερ λαδιού, αντί αμοιβής της, ποσού 32.584 ευρώ, συνολικού καθαρού ποσού 51.401,52 ευρώ, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 6η.4.2012. 8) Το με αριθμό ……../27.3.2012 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας, το οποίο αφορά στην πώληση στην εναγόμενη, για τις ανάγκες του πλοίου με την ονομασία «FI», 4 εξωτερικών συνδέσεων τύπου 3, και 2 εσωτερικών συνδέσεων τύπου 3, αντί συνολικού τιμήματος 2.222,72 ευρώ, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 26η.4.2012. 9) Το με αριθμό ………../30.3.2012 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, το οποίο αφορά στην αμοιβή της εργασίας, εντός ωραρίου και υπερωριακά, δύο (2) διατεθέντων μηχανικών εξυπηρέτησης X 28,5 ώρες, δύο (2) μηχανικών εξυπηρέτησης X 5,5 ώρες, δύο (2) μηχανικών εξυπηρέτησης X 19,5 ώρες, τριών (3) τεχνικών μηχανολόγων X 28,5 ώρες, τριών (3) τεχνικών μηχανολόγων X 5,5 ώρες, και τριών (3) τεχνικών μηχανολόγων X 19,5 ώρες, παρασχεθείσας επί του πλοίου με την ονομασία «FJ», συνολικού ποσού 21.158,56 ευρώ, των εξόδων μεταφοράς τους συμπεριλαμβανομένων, πληρωτέου, σύμφωνα με τη σημείωση επί του ανωτέρω τιμολογίου, εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, ήτοι μέχρι την 29η.4.2012. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγομένη εκ του ποσού της συνολικής αξίας των ανωτέρω φορολογικών παραστατικών των 209.093,77 ευρώ, που εκδόθηκαν για τις επίμαχες συναλλαγές, κατέβαλε στην ενάγουσα στις 3.2.2014 το ποσό των 38.968,88 ευρώ (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη καρτέλα του λογιστηρίου της, με την επισήμανση ότι το γεγονός της καταβολής του ανωτέρω ποσού συνομολογείται καθ’υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής από την ενάγουσα, η οποία και, κατόπιν αφαίρεσης του κατά τα προεκτεθέντα καταβληθέντος ποσού από το ποσό του αγωγικού αιτήματος, ζητά να της επιδικασθεί το υπόλοιπο), το οποίο καταλογίσθηκε στην αξία του υπ’αριθμ.1 τιμολογίου, με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, αλλά και τη διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, ως το τιμολόγιο, που αφορά στο αρχαιότερο χρέος, με αποτέλεσμα το οφειλόμενο υπόλοιπο να διαμορφώνεται πλέον στο ποσό των 170.124,89 ευρώ. Η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, κατά τη δέουσα εκτίμηση του συνόλου των σ’αυτές διαλαμβανομένων ισχυρισμών της, ουσιαστικά συνομολόγησε την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων, το ειδικότερο περιεχόμενο εκάστης, καθώς και την προσήκουσα εκπλήρωση από την ενάγουσα των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεών της, αλλά και την ανεπιφύλακτη παραλαβή από πλευράς της ιδίας (της εναγομένης), τόσο των πωληθέντων εμπορευμάτων, όσο και των εκτελεσθέντων έργων, πλην όμως προς απόκρουση της αγωγής επικαλέσθηκε κατ’ένσταση ότι κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων συναλλάχθηκε αποκλειστικά και μόνον ως διαχειρίστρια, και συνεπώς, ως άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών με την επωνυμία «……….» και «……………» των πλοίων με την ονομασία «FJ» και «FI» αντίστοιχα, στα οποία και παραδόθηκαν τα ανωτέρω εμπορεύματα και διενεργήθηκαν οι συμφωνηθείσες εργασίες, ήτοι στο όνομα και για λογαριασμό τους, και όχι στο δικό της όνομα και δι’ίδιον λογαριασμό, με αποτέλεσμα τα έννομα αποτελέσματα των συγκεκριμένων δικαιοπραξιών, που επιχείρησε στα πλαίσια της συμβατικής προς τις ως άνω εταιρείες υποχρέωσής της, και εντός των ορίων της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, η οποία της παραχωρήθηκε με τις μεταξύ τους καταρτισθείσες συμβάσεις διαχείρισης των πλοίων τους, να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο των εν λόγω εταιρειών, και η ίδια να μην υπέχει προσωπική ευθύνη έναντι της ενάγουσας για την εκπλήρωση των εκ των επίμαχων συμβάσεων υποχρεώσεων, και, συνακόλουθα για την καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού, για το οποίο ενέχονται οι πλοιοκτήτριες εταιρείες και μόνον. Μάλιστα προς θεμελίωση της ανωτέρω ένστασής της επικαλέσθηκε ειδικότερα στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, και επαναλαμβάνει, κατόπιν της απόρριψης της ένστασης αυτής με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο εφετήριο κατά την παράθεση του πρώτου λόγου της έφεσής της, ότι και μόνο το γεγονός πως η ενάγουσα, στο πλαίσιο της πολυετούς συνεργασίας τους, εφοδίαζε τα διάφορα κατά καιρούς υπό τη διαχείρισή της πλοία, πάντοτε περισσότερα του ενός, κατόπιν δικής της παραγγελίας, με ανταλλακτικά για τις μηχανές τους, και προέβαινε στην εκτέλεση επ’αυτών των αναγκαίων εργασιών συντήρησης και επισκευής, συνιστά επαρκή απόδειξη ότι τελούσε σε πλήρη γνώση της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας των εν λόγω πλοίων, αφού, ως μέλος πολυεθνικού ομίλου εταιρειών, που δραστηριοποιείται σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, είναι απόλυτα εξοικειωμένη με τις έννοιες της πλοιοκτησίας, του εφοπλισμού και της διαχείρισης, εξ ου και η πρόβλεψη στο προδιατυπωμένο κείμενο των τιμολογίων, που εξέδιδε για κάθε συναλλαγή, χωριστής θέσης για την αναγραφή του ονόματος του συγκεκριμένου πλοίου, στο οποίο θα παραδίδοντο τα εκάστοτε πωληθέντα εμπορεύματα, ή επί του οποίου θα εκτελούντο οι κατά περίπτωση συμφωνηθείσες εργασίες, επιπροσθέτως δε και σε κάθε περίπτωση η ιδιότητα της διαχειρίστριας των εν λόγω πλοίων, με την οποία πάντοτε συναλλασσόταν με την ενάγουσα, προέκυπτε κάθε φορά από το περιεχόμενο της μεταξύ τους αλληλογραφίας, και δη από το γεγονός ότι κάτωθεν της υπογραφής στο τέλος εκάστου ηλεκτρονικού μηνύματός της, πάγια, στερεότυπα και πανηγυρικά αναφερόταν η φράση «AS AGENTS ONLY» (= ΩΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΜΟΝΟ), όπερ αναμφίβολα καταδεικνύει ότι ενεργούσε αποκλειστικά και μόνον ως διαχειρίστρια των πλοίων αυτών. Επί του ανωτέρω νομότυπα προβληθέντος ισχυρισμού της εναγομένης, ο οποίος όντως συνιστά νόμιμη ένσταση, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, με την ενιστάμενη να φέρει, επομένως, το δικονομικό βάρος, να τον αποδείξει, αλλά και τις συνέπειες, για την περίπτωση που δεν επιτύχει να ανταποκριθεί στο βάρος της αυτό, λεκτέα τα κάτωθι: Από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη πιστοποιητικά νηολόγησης των ανωτέρω πλοίων προκύπτει, και δεν αμφισβητείται ειδικά από την ενάγουσα, ότι πλοιοκτήτριες των ανωτέρω πλοίων, στα οποία παραδόθηκαν τα πωληθέντα εμπορεύματα (ανταλλακτικά), και εκτελέσθηκαν οι προαναφερθείσες εργασίες, είναι πράγματι οι εταιρείες με την επωνυμία «………..» και «……………..», πλην όμως ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγομένη συμβλήθηκε με την ενάγουσα στις επίμαχες συμβάσεις, όχι στο όνομα και για λογαριασμό της, αλλά αποκλειστικά και μόνον ως διαχειρίστρια των προαναφερθέντων πλοίων και, συνεπώς, ως άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών, στο δικό τους όνομα και για δικό τους λογαριασμό, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται η ίδια προσωπικά για την καταβολή της αξίας των σχετικώς εκδοθέντων τιμολογίων της ενάγουσας, διότι από το σύνολο των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων δεν προέκυψε σε βαθμό σχηματισμού και στο παρόν Δικαστήριο πλήρους περί τούτου δικανικής πεποίθησης ότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών η εναγόμενη δήλωσε ρητά στην ενάγουσα ότι ενεργεί για τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, προκειμένου να της καταστήσει γνωστό και φανερό ότι η συμβατική δέσμευση θα παραχθεί, όχι για τον εαυτό της, αλλά για τις εταιρείες αυτές, ούτε, όμως, μπορούσε από το σύνολο των συντρεχουσών και διαγνωστών από την ενάγουσα περιστάσεων της υπόθεσης να συναχθεί ερμηνευτικά από την τελευταία ότι η εναγόμενη επιχειρούσε τις σχετικές δικαιοπραξίες για λογαριασμό άλλων. Αντίθετη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δε μπορεί να στηριχθεί ούτε στα προσκομιζόμενα από αμφότερα τα διάδικα μέρη τιμολόγια πώλησης και παροχής υπηρεσιών, τα οποία εξέδωσε η ενάγουσα για τις επίμαχες συναλλαγές, και στα οποία ως «πελάτης» της, στην οικεία θέση εκάστου παραστατικού, και, συνεπώς υπόχρεος για την καταβολή του ποσού εκάστου, έχει καταχωρηθεί η εναγόμενη, ενώ απουσιάζει παντελώς η αναγραφή επ’αυτών της επωνυμίας των πλοιοκτητριών εταιρειών και του εφαρμοζόμενου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και προσδιοριστικού της ιδιότητας του διαχειριστή όρου «as agent only» ή, όπερ το αυτό, «as manager only», που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο, ή έστω κάποιας άλλης παρεμφερούς φράσης ή όρου, της αυτής σημασίας, σύμφωνα με την καθιερωθείσα στον οικείο τομέα συναλλαγών πρακτική, κάτωθεν της επωνυμίας της εναγομένης, η οποία να καταδεικνύει κατά τρόπο σαφή γνώση της ενάγουσας περί της ιδιότητας της αντιδίκου της ως διαχειρίστριας των εν λόγω πλοίων, και άμεσης αντιπροσώπου των πλοιοκτητών τους, είτε διότι της δηλώθηκε τούτο ρητά από την εναγόμενη εξαρχής ή στη συνέχεια, είτε έστω διότι τέτοιο συμπέρασμα θα μπορούσε ευχερώς να συναχθεί ερμηνευτικά από το σύνολο των περιστάσεων της συνεργασίας τους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι από μόνη τη μνεία στα ανωτέρω παραστατικά της ενάγουσας της ονομασίας του πλοίου, στο οποίο κάθε φορά, κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, θα παραδίδοντο τα πωληθέντα εμπορεύματα, ή θα εκτελούντο οι εργασίες, που αποτελούσαν περιεχόμενο της σύμβασης, δε μπορεί βέβαια να εξαχθεί η παραδοχή ότι η εναγόμενη συμβλήθηκε στις επίμαχες συμβάσεις αποκλειστικά ως διαχειρίστρια των εν λόγω πλοίων, στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών, οι οποίες και μόνον, επομένως, δεσμεύονται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που γεννήθηκαν από τη συναλλακτική της αυτή δραστηριότητα, και όχι η ίδια προσωπικά. Εξάλλου, η μεταξύ τους ηλεκτρονική αλληλογραφία, στην οποία, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, πάντοτε περιλαμβανόταν στο τέλος του κειμένου εκάστου μηνύματός της, αναφορικά με την ίδια, η φράση «as agent only», κάτωθεν της επωνυμίας της, που παραπέμπει κατά τα ειωθότα στις ναυτιλιακές συναλλαγές, σε ιδιότητα διαχειριστή του πλοιοκτήτη των πλοίων, στα οποία αφορούσαν οι συναλλαγές, δεν προσκομίσθηκε στον πρώτο βαθμό, αλλά ούτε και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς επίρρωση της προβληθείσας ένστασής της, ώστε να εκτιμηθεί ως αποδεικτικό μέσο κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής της βασιμότητας. Ούτε όμως προσκομίσθηκε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά την επικαλούμενη από την εναγόμενη πολυετή συνεργασία της με την ενάγουσα κατά το παρελθόν στον τομέα του εφοδιασμού πλοίων με τα απαιτούμενα ανταλλακτικά των μηχανών τους, και της επ’αυτών εκτέλεσης εργασιών συντήρησης και επισκευής, αλλά και την εξ αυτής διαμορφωθείσα πρακτική στις μεταξύ τους συναλλαγές, που θα δικαιολογούσε την εξαγωγή ασφαλούς δικανικής κρίσης από το παρόν Δικαστήριο περί της γνώσης της ενάγουσας σχετικά με την ιδιότητα της εναγομένης ως διαχειρίστριας των εν λόγω πλοίων, και, επομένως, ως κάθε φορά συμβληθείσας όχι προσωπικά, για τον εαυτό της, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητών τους. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, εφόσον αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν αποκάλυψε κατά σαφή και έκδηλο τρόπο στην ενάγουσα κατά τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων ότι λειτουργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, καθώς και ότι ούτε εκ του συνόλου των περιστάσεων των μεταξύ τους συναλλαγών θα μπορούσε να γίνει ευχερώς αντιληπτό από την ενάγουσα ότι η δήλωση της εναγομένης επιχειρείται στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών, η τελευταία ενέχεται προσωπικά για την εκπλήρωσή τους με βάση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου, που κατά τον ΑΚ διέπει την άμεση αντιπροσώπευση, απορριπτομένης ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν της σχετικής ένστασής της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι η εναγόμενη ευθύνεται η ίδια ατομικά για την εκπλήρωση των εκ των επιδίκων συμβάσεων απορρεουσών υποχρεώσεων, και συνακόλουθα για την καταβολή του αιτουμένου ποσού του οφειλομένου υπολοίπου της αξίας των σχετικώς εκδοθέντων τιμολογίων πώλησης – παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, διότι συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και δι’ίδιον λογαριασμό, και όχι στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών, ως διαχειρίστρια των πλοίων, στα οποία παραδόθηκαν τα πωληθέντα εμπορεύματα, και εκτελέσθηκαν τα συμφωνηθέντα έργα, και απέρριψε τη σχετική ένσταση της εναγομένης ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ορθά τα ενώπιόν του προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε όμως ότι η σε βάρος της εναγομένης απαίτηση της ενάγουσας, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται με την άσκηση της αγωγής, και η οποία, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο ίδιο το αγωγικό δικόγραφο, και έχουν αναφερθεί προηγουμένως στην παρούσα απόφαση, αφορά σε οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης προς την εναγόμενη ανταλλακτικών μηχανών πλοίων και αμοιβής της ενάγουσας για την εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών σε μηχανές πλοίων, των αντίστοιχων συμβάσεων καταρτισθεισών μεταξύ τους εντός του χρονικού διαστήματος Ιανουαρίου – Μαρτίου του έτους 2012, όπως επίσης εκτίθεται στην αγωγή και έχει γίνει ήδη δεκτό, μη αμφισβητηθέν ειδικά από την εναγόμενη, έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 289 του Κ.Ι.Ν.Δ., η οποία και τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής λόγω της φύσης και του είδους της αγωγικής απαίτησης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης της νομότυπα προβληθείσας στον πρώτο βαθμό σχετικής ένστασης της εναγομένης, που εσφαλμένα απορρίφθηκε σιγή με την εκκαλουμένη απόφαση. Ειδικότερα, η ανωτέρω παραγραφή, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 291 εδαφ.α΄ του ιδίου Κώδικα, άρχισε με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αφετηριάσθηκε, και εν προκειμένω, την 1η.1.2013, καθώς οι ένδικες συμβάσεις καταρτίσθηκαν μεταξύ των μηνών Ιανουαρίου – Μαρτίου του έτους 2012 (τα σχετικώς εκδοθέντα τιμολόγια της ενάγουσας φέρουν ημερομηνίες έκδοσης από 31.1.2012 έως 30.3.2012, και το ποσό εκάστου συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη καταβλητέο εντός 30 ημερών από την έκδοσή του, οπότε και η αντίστοιχη απαίτηση της ενάγουσας κατέστη έκτοτε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή), και συμπληρώθηκε με την παρέλευση ολοκλήρου του έτους 2013, ήτοι στις 31.12.2013, χωρίς έως τότε να μεσολαβήσει οποιοδήποτε διακοπτικό της παραγραφής γεγονός. Η ενάγουσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στην έκκλητη δίκη με τις προτάσεις της, που νομότυπα κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης, προέβαλε ισχυρισμό περί διακοπής της παραγραφής της απαίτησής της, σύμφωνα με τον οποίο η ως άνω παραγραφή, ως προς την οποία δεν αμφισβητεί ότι τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 289 του Κ.Ι.Ν.Δ., διακόπηκε με τη μερική καταβολή από την εναγόμενη έναντι της οφειλής της από τις επίδικες συμβάσεις, στις 3.2.2014, ποσού 38.968,88 ευρώ, όπερ συνιστά αναγνώριση της αξίωσής της από την οφειλέτριά της, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 260 του ΑΚ, καθώς και με την κατ’επανάληψη προφορική αναγνώριση από την εναγόμενη του εν λόγω χρέους της, που επίσης επέφερε διακοπή της παραγραφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αυτή ως άνω διάταξη του ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά δικονομικά αντένσταση και παραδεκτά προτάθηκε το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη από την ενάγουσα ως εφεσίβλητη προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, και δη προς αντίκρουση του δεύτερου λόγου του ένδικου μέσου, με τον οποίο πλήττεται από την εκκαλούσα/εναγόμενη η σιωπηρή απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της ένστασης παραγραφής, που επίσης παραδεκτά προέβαλε στον πρώτο βαθμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθμ.1 του ΚΠολΔ, και όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όπερ διαλαμβάνεται και στις προτάσεις της εφεσίβλητης, ούτως ώστε να δικαιολογηθεί η καθυστερημένη προβολή του συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού της, απορριπτέος τυγχάνει, κατά μεν το πρώτο σκέλος, που αφορά στη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης της ενάγουσας, που φέρεται ότι επήλθε το πρώτον με την αναγνώριση από την εναγόμενη της οφειλής της διά της καταβολής έναντι αυτής στις 3.2.2014 του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού ως αλυσιτελώς προβληθείς, διότι το ως άνω επικαλούμενο ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθές, έλαβε χώρα καθ’ον χρόνο η αγωγική απαίτηση είχε ήδη υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 του Κ.Ι.Ν.Δ., η οποία (παραγραφή) άρχισε την 1η.1.2013 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2013 κατά τα προεκτεθέντα, και, επομένως, τοιαύτη καταβολή δεν είναι εξ ορισμού ικανή να επιφέρει κατά νόμο, ως ενέργεια της εναγομένης, που συνιστά αναγνώριση της οφειλής της, τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης απαίτησης, και ουδεμία έννομη επιρροή ως τέτοιο γεγονός ασκεί εν προκειμένω, κατά δε το δεύτερο σκέλος προεχόντως ως αόριστος, καθώς η ενάγουσα ως εφεσίβλητη και αντενιστάμενη δεν προσδιορίζει τις συγκεριμένες ημερομηνίες, κατά τις οποίες η εναγόμενη φέρεται ότι αναγνώρισε προφορικά την οφειλή της από τις επίμαχες συμβάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η συμπεριφορά αυτή της τελευταίας προηγείται ή έπεται του χρόνου συμπλήρωσης της παραγραφής της απαίτησης της ενάγουσας, ούτε όμως σε κάθε περίπτωση προέκυψε τούτο από τις προσκομισθείσες αποδείξεις.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε σιγή την παραδεκτά και νομότυπα προβληθείσα από την εναγόμενη ένστασή της περί παραγραφής της αγωγικής απαίτησης, εσφαλμένα τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και πλημμελώς εκτίμησε τις ενώπιόν του προσαχθείσες αποδεξεις, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, και κατά παραδοχήν ως βασίμου του ως άνω λόγου, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και κατ’ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, αφού η απαίτηση της ενάγουσας, που κατάγεται προς κρίση με αυτήν, έχει παραγραφεί. Το καταβληθέν από την εκκαλούσα παράβολο θα πρέπει να της επιστραφεί, καθώς η έφεσή της έγινε δεκτή (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) που περιέχεται στο εφετήριο, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 10.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/10.5.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../13.5.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 501/21019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 27.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./29.6.2016) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11.10.2021

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ