Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 505/2021

Αριθμός     505/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας …………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Εμμανουήλ Τακάκη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Αυλωνίτη.

Ο καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4266/2019  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η καλούσα-εκκαλούσα την από   29.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αρχικά η  19η.3.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Ήδη με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  9.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιόν του στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ΄ου η κλήση-εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………/2020 κλήση η με αριθμό καταθ. στην αυτή γραμματεία ………../2020 έφεση για την οποία αρχικά είχε ορισθεί δικάσιμος η 19-3-2020 κατά την οποία η εκδίκαση αυτής   ματαιώθηκε λόγω του μέτρου της προσωρινής αναστολής  της λειτουργίας των δικαστηρίων  και των εισαγγελιών της Χώρας κατα το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID–19. .

Η κρινόμενη με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά ……../2020 έφεση κατά  της  υπ΄αριθμόν 4266/2019 οριστικής  αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε κατά την  διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  24-12-2019, επιδόθηκε στην εκκαλούσα τραπεζική εταιρία  στις 14-7-2020 (βλ. υπ΄αριθμόν …../2020 έκθεση  επίδοσης  του  δικαστικού  επιμελητή  στο Εφετείο Αθηνών, ………..), ενώ  η  έφεση κατατέθηκε   στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 5-2-2020   (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο κατ΄αρθρο 409 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  αριθμό  …………./2020 παράβολο).

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με την με αριθμό καταθ. ………./2019  ανακοπή  την οποία άσκησε  ενώπιον  του Μονομελούς   Πρωτοδικείου Πειραιά  κατά της ήδη εκκαλούσας  τραπεζικής  εταιρίας, ζήτησε για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ΄αριθμόν  ………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά   με την οποία υποχρεώθηκε  να καταβάλλει   στην καθ΄ης η ανακοπή  τραπεζική  εταιρία το ποσό των  140.858,33 ευρώ   πλέον τόκων και εξόδων και κατ΄επέκταση (ζήτησε)  και την ακύρωση  και της από 5-4-2019 επιταγής με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει για κεφάλαιο το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο υπερημερίας  από 9-10-2014, για δικαστική δαπάνη το ποσό των 2400 ευρώ, για λήψη απογράφου και αντιγραφικά δικαιώματα το ποσό των  10 ευρώ, για σύνταξη της επιταγής το ποσό των 400 ευρώ και για παραγγελία για επίδοση  και επίδοση το ποσό των 55 ευρώ, άπαντα τα κονδύλια πλην εκείνου του κεφαλαίου με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της επιταγής αυτής μέχρις εξοφλήσεως.  Επί της ανακοπής αυτής  στην οποία παραδεκτά σωρεύεται η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής με την ανακοπή κατά της εκτελέσεως (άρθρο 632  παρ 6 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν 4335/2016, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με την οποία ακυρώθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής καθώς και η ανακοπτομένη επιταγή προς πληρωμή. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει  η εκκαλούσα δανείστρια Τράπεζα παραπονούμενη     για εσφαλμένη ερμηνεία  και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητεί    την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης και απόρριψη της ανακοπής του αντιδίκου της.

Α. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ999/2019,  ΑΠ 917/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Β. Η διάταξη του άρθρ. 27 παρ. 1 ν. 2076/1992, όπως είχε τροποποιηθεί με τη διάταξη του άρθρ. 38 ν. 2937/2001, όριζε ότι: «Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τον εκτοκισμό δανείων μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος έξι μηνών, κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι. Μετά την πάροδο του ως άνω εξαμήνου επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανόμενων και τυχόν τόκων υπερημερίας, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται, όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι, προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του εξαμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων, προκειμένου να μη παύσει ο εκτοκισμός των δανείων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χρησιμοποιούμενος όρος «εκτοκισμός των δανείων» σημαίνει μονάχα τον λογιστικό υπολογισμό των τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων και ότι αν τέτοιοι τόκοι παραμείνουν ανείσπρακτοι για το χρονικό διάστημα έξι μηνών δεν επιτρέπεται να λογιστικοποιούνται, δηλαδή να εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και όχι ότι δεν οφείλονται, αφού γενεσιουργός αιτία της οφειλής τόκων επί τόκων, όπως και κάθε ενοχής, δεν μπορεί παρά να είναι είτε διάταξη νόμου είτε η σύμβαση. Αυτό ενισχύεται και από τη διάταξη του τελευταίου εδάφιου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 27 ν. 2076/1992, που όριζε ότι «απαγορεύεται επίσης η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών κατά τα ανωτέρω», και το οποίο, μολονότι αναφέρεται σε απαγόρευση της λογιστικής απλώς κεφαλαιοποίησης τόκων χάριν της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, αφήνει να εννοηθεί ότι οφείλονται γενικά τόκοι τόκων, τόσο όταν προβλέπεται η οφειλή τους σε σύμβαση – αρχική ή μεταγενέστερη – όσο και όταν δεν προβλέπεται τίποτα σχετικό στη σύμβαση, οπότε η οφειλή θα έχει έρεισμα το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 110-112 ΕισΝΑΚ. Ως εκ τούτου η παύση εκτοκισμού των δανείων συνεπάγεται μεν την παύση εμφάνισης των τόκων στο ενεργητικό του ισολογισμού, τα πιστωτικά, όμως, ιδρύματα δύνανται να αναγράφουν την αξία των οφειλόμενων τόκων σε εκτός ισολογισμού λογαριασμούς. Ο ν. 2076/1992 καταργήθηκε μεν με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007, ωστόσο, στο άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 3601/2007 περιλήφθηκε παρόμοιου περιεχομένου ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία: «1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανόμενων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α`), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων». Και τούτη, όμως, η διάταξη καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1 του ν. 4261/2014, στο άρθρο 150 του οποίου περιλήφθηκε πάντως και πάλι ομοίου περιεχομένου ρύθμιση. Συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου αυτού που φέρει τον τίτλο εκτοκισμός δανείων ή λοιπών πιστώσεων, ορίζεται: «1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (Α΄ 194), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων.2. Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να χορηγεί νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτό ληξιπρόθεσμων τόκων με αποτέλεσμα την αναστολή εφαρμογής της διάταξης της εν λόγω παραγράφου, καθώς και να προβαίνει σε ρύθμιση οφειλών ισοδύναμου αποτελέσματος εκτός εάν πρόκειται για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη, που θα στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη από το πιστωτικό ίδρυμα της δυνατότητας εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Απαγορεύεται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών, κατά το αμέσως προηγούμενο εδάφιο.» Οι παραπάνω διατάξεις θεσπίστηκαν αποκλειστικώς χάριν της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, ώστε οι τελευταίες να μην εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους έσοδα από τόκους που δεν έχουν εισπραχθεί – μέσω της λογιστικοποίησης των τόκων αυτών, αντί του εξωλογιστικού προσδιορισμού τους και της παρακολούθησής τους σε ιδιαίτερους λογαριασμούς – η τυχόν δε μη τήρηση των συγκεκριμένων εκ μέρους των τραπεζών, δηλαδή η λογιστικοποίηση τέτοιων τόκων παρά τη σχετική απαγόρευση, δεν σημαίνει ότι δεν οφείλονται οι τόκοι αυτοί από τους δανειολήπτες και αντιστοίχως ότι αποκλείεται η είσπραξή τους από τις τράπεζες [βλ. ΑΠ 490/2004 ΝΟΜΟΣ).Γ. Κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος («ΤτΕ») με την απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων («ΕΠΑΘ 116/25.8.2014» ή «Κώδικας») ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί με  αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους του Ν. 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (ί) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (ii) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω εντός 15 εργασίμων ημερών, (iii) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τους ανωτέρω, (iv) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του και (v) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα. Η ΔΕΚ του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντας τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξη τους στη ΔΕΚ, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της ΔΕΚ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται ενδεικτικά, στοιχεία όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύφος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητα του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ` όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητα του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση. Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης. Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδίασμά και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Κατ` αρχάς, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωση τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος («ΤτΕ»). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ  η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Δ. Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ. Μεταξύ των εκδηλώσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια που θέτει ο κανόνας του άρθρου 281 ΑΚ, περιλαμβάνονται και όσες αναιρούν το περιεχόμενο και τις συνέπειες μιας προηγούμενης συμπεριφοράς του ιδίου προσώπου, κατά τρόπο ώστε να διαψεύδεται η βεβαιότητα που προκλήθηκε σε σχέση με την αναμενόμενη και στο μέλλον τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει, στην πραγματικότητα, συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Εξάλλου, το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (βλ. ΑΠ 1603/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ. Περαιτέρω, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έτσι ώστε η άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου να συνεπάγεται αυξημένη ευθύνη και μέριμνα για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Η υποχρέωση αυτή εκδηλώνεται ειδικότερα και με τη δέσμευση της τράπεζας να μην προβάλλει και επιδιώκει μονομερώς τα συμφέροντά της, αλλά αντιθέτως κατά τη σύγκρουση αυτών με τα αντίστοιχα του αντισυμβαλλομένου της να επιχειρεί να προστατεύσει και τα τελευταία. Επίσης, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω οικονομικής αδυναμίας του, που υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ` αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν πρόκειται για πρόσκαιρη αδυναμία και η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια (ΑΠ 1352/2011).

Από  την χωρίς όρκο κατάθεση του ανακόπτοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και  όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό …………/5-8-2008 σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου που συνήψε η εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή  («……….») με τον εφεσίβλητο –  ανακόπτοντα (………..) η πρώτη μεταβίβασε κατά κυριότητα στον δεύτερο  το ποσό των 150.000 ευρώ  για την αγορά οικοπέδου για ανέγερση κατοικίας  κειμένου εντός των ορίων  του οικισμού … Τροιζηνίας και  εντός του δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Τροιζηνίας  στη θέση ……., με την συμφωνία να το αποδώσει στην δανείστρια Τράπεζα με το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας εντός προθεσμίας  δεκαεννέα (19) ετών  σε  228 μηνιαίες  τοκοχρεολυτικές  δόσεις. Τρία χρόνια αργότερα  με την από  13-4-2011  πρόσθετη πράξη  ο ανακόπτων αναγνώρισε το υπόλοιπο της οφειλής του το οποίο μετά την διαγραφή ποσοστού 30% επί των τόκων  κατ΄ άρθρο 88 παρ 2 του ν 3601/2007 ανερχόταν σε 125.425 ευρώ και ρύθμισε αυτήν αποδεχόμενος την εξόφληση αυτής σε 192 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές  δόσεις. Συμφωνήθηκε επίσης, ότι η πρόσθετη αυτή πράξη θα  τελούσε  υπό την διαλυτική αίρεση της μη τηρήσεως  των όρων αυτής ώστε πληρουμένης αυτής (της αιρέσεως)  η ρύθμιση θα θεωρούνταν  ως μη γενόμενη και θα ίσχυαν αυτοδικαίως οι όροι της αρχικής σύμβασης. Ένα χρόνο αργότερα  με  την από   21-3-2012 πρόσθετη πράξη ο ανακόπτων  αναγνώρισε εκ νέου  το υπόλοιπο της οφειλής του το οποίο μετά την διαγραφή ποσοστού 30% επι των τόκων κατ΄αρθρο 88 παρ 2 του ν 3601/2007 ανερχόταν σε 127.786,65 ευρώ και επαναρρύθμισε την οφειλή του αποδεχόμενος την εξόφληση αυτής σε 300 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Συμφωνήθηκε επίσης, ότι η πρόσθετη αυτή πράξη  θα τελούσε  υπό την διαλυτική αίρεση της μη τηρήσεως  των όρων αυτής ώστε πληρουμένης αυτής (της αιρέσεως)  η ρύθμιση θα θεωρούνταν  ως μη γενόμενη και θα  ίσχυαν  αυτοδικαίως οι όροι της αρχικής σύμβασης.

Ωστόσο, ο ανακόπτων καθυστέρησε την εξόφληση των συμφωνηθέντων δόσεων και  η δανείστρια  Τράπεζα  με την από 23-7-2014 εξώδικη  δήλωσή της  την οποία επέδωσε στον  ανακόπτοντα  στις  25-8-2014  (βλ. υπ΄αριθμόν ……/25-8-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο  Αθηνών …………), προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως δανείου και κάλεσε τον ανακόπτοντα να της καταβάλει το σύνολο της οφειλής ύψους  139.284,22 ευρώ  πλέον τόκων και εξόδων διευκρινίζοντας ότι τα οφειλόμενα κονδύλια κεφαλαίου και τόκων θα εκτοκίζονταν  με το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο υπερημερίας οι δε τόκοι που θα προέκυπταν θα   ανατοκίζονταν  ανά εξάμηνο.  Ο ανακόπτων δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει το ανωτέρω αίτημα της δανείστριας Τράπεζας η οποία, στη συνέχεια, αιτήθηκε την έκδοση της ανακοπτομένης υπ΄αριθμόν ………/2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει σ΄αυτήν  το ποσό των 140.858,33 ευρώ, το οποίο αποτελείται από χρεολύσια ύψους 128.906,35 ευρώ, τόκους κεφαλαίου ύψους 4526,76 ευρώ και  τόκους υπερημερίας ύψους  7425,22 ευρώ  με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 9-10-2014 πλέον τόκων υπερημερίας επι των καθυστερούμενων τόκων, οι οποίοι θα  ανατοκίζονταν   από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως  και θα προστίθεντο  στο κεφάλαιο ανα εξάμηνο, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του ποσού καθώς επίσης και δικαστική δαπάνη ύψους 2.400 ευρώ.  Στη συνέχεια, στις  9-1-2015  η δανείστρια Τράπεζα επέδωσε στον ανακόπτοντα  ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από απόγραφο πρώτο εκτελεστό της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιτάσσοντας αυτόν να της καταβάλει  για κεφάλαιο 140.858,33 ευρώ με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από 9-10-2014, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 2400 ευρώ, για λήψη απογράφου και αντιγραφικά δικαιώματα το ποσό των 10 ευρώ, για σύνταξη της επιταγής 400 ευρώ, και για παραγγελία προς επίδοση,  καθώς και για επίδοση το ποσό των 55 ευρώ, άπαντα τα κονδύλια αυτά πλην του πρώτου κονδυλίου με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της επιταγής μέχρις εξοφλήσεως. Τέσσερα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 16-4-2019 η δανείστρια Τράπεζα επέδωσε στον ανακόπτοντα ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο από απόγραφο πρώτο εκτελεστό  με την με ημερομηνία 5-4-2019 επιταγή επιτάσσοντας αυτόν εκ νέου  να της καταβάλει για κεφάλαιο 140.858,33 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 9-10-2014 μέχρι την εξόφληση, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 2400 ευρώ, για λήψη απογράφου και αντιγραφικά δικαιώματα το ποσό των 10 ευρώ , για σύνταξη της επιταγής αυτής το ποσό των 400 ευρώ και για παραγγελία προς επίδοση και επίδοση της επιταγής αυτής το ποσό των 55 ευρώ, άπαντα τα κονδύλια πλην του πρώτου με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της επιταγής  μέχρις εξοφλήσεως.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής  ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της δανείστριας Τράπεζας τυγχάνει μη εκκαθαρισμένη για το λόγο ότι περιλαμβάνεται αδιαφανώς σ΄αυτήν και η εισφορά του ν 128/1975,  η οποία  δεν συμφωνήθηκε  και η οποία  παρανόμως ανατοκίζεται. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος είναι νόμιμος, πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον στο άρθρο 15 της επίδικης σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου ορίζεται ότι το επιτόκιο του δανείου  θα ήταν κυμαινόμενο και ήταν ίσο  με το επιτόκιο προσφοράς Εuribor διατραπεζικών καταθέσεων σε ευρώ διάρκειας  ενός μηνός  στρογγυλοποιημένο στα τρία δεκαδικά ψηφία και προσαυξημένο κατά περιθώριο 1,30%,  καθώς και με τη νόμιμη κατά περίπτωση εισφορά του ν.128/75. Ως εκ τούτου το ποσό της  εισφοράς του ν 128/1975 ενσωματώθηκε  στο  επιτόκιο του επίδικου δανείου  όχι  αδιαφανώς αλλά  με σαφή όρο της συμβάσεως τον οποίο αποδέχτηκε ο ανακόπτων και επομένως οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι η μετακύλιση της εισφοράς του ν 128/1975  στον οφειλέτη δεν απαγορεύεται  αφού  από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου δεν  προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, καθώς σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης. Περαιτέρω, ούτε το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση  η εισφορά του ν. 128/1975 ανατοκίζεται  αντίκειται στο νόμο, καθώς συμφωνήθηκε ως τμήμα του επιτοκίου  και  επομένως, δεν δύναται να διακριθεί  και  ν΄αντιμετωπιστεί  ως  εισφορά του  ν. 128/1975  ξέχωρη του επιτοκίου και επιπρόσθετη  του επιτοκίου δοθέντος ότι ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως είναι νόμιμη γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ 3 του ν 128/1975,  ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου και εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α  μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ακύρωσε την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμή δεχόμενο  ότι η μετακύλιση της εισφοράς του ν 128/1975 στον ανακόπτοντα αντίκειται στο νόμο  όπως και ο ανατοκισμός αυτής  αυτής εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις.  Συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη να κρατηθεί η ανακοπή από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν. Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ακυρότητα του όρου της σύμβασης με τον οποίο μετακυλίεται σ΄αυτόν εισφορά του ν 128/1975 η οποία στη συνέχεια  ανατοκίζεται συνεπιφέρει την ακυρότητα της όλης δικαιοπραξίας καθόσον ούτε ο ίδιος ούτε  η δανείστρια Τράπεζα θα προχωρούσαν  στη σύναψη της επίδικης σύμβασης αν γνώριζαν  την ακυρότητα του όρου αυτού.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς ο όρος αυτός  δεν κρίθηκε άκυρος και ως εκ τούτου δεν δύναται να επηρεάσει την  υπόσταση της συναφθείσας σύμβασης. Με τον τρίτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η  διαταγή πληρωμής  πάσχει αοριστία καθόσον δεν αναφέρονται στο διατακτικό αυτής  οι τόκοι που θα έπρεπε  να καταβληθούν  μέχρι την ημερομηνία  έκδοσης αυτής (10-11-2014), ούτε αναφέρεται το επιτόκιο με το οποίο έπρεπε να υπολογιστούν. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον με την διαταγή πληρωμής διατάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει το ποσό των 140.858,33 ευρώ το οποίο απαρτίζεται από χρεολυσια ύψους 128.906,35 ευρώ, τόκους κεφαλαίου ύψους 4.526,76 ευρώ και τόκους υπερημερίας  ύψους 7.425,22 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 9-10-2014 πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, οι οποίοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως  και προστίθενται στο κεφάλαιο ανά εξάμηνο, μέχρι την ολοκληρωτική εξόφληση καθώς 2000 ευρώ για δικαστική δαπάνη έκδοσης της διαταγής πληρωμής και επομένως  οι τόκοι υπερημερίας από 9-10-2014 μέχρις εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (10-11-2014) δύνανται να υπολογιστούν με απλές μαθηματικές πράξεις, ενώ το επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται από την συναφθείσα σύμβαση (άρθρο 3) σε συνδυασμό με την υπ΄αριθμόν 2393/96 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ) και περιλαμβάνεται στο αντίγραφο του τηρηθέντος για την εξυπηρέτηση του δανείου με αριθμό ………….. λογαριασμού  στο οποίο προσκομίστηκε για την  έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής,  πέραν του ότι το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων  δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο  ούτε της αίτησης με την οποία ζητείται η καταβολή τόκων ούτε της διαταγής πληρωμής με την οποία επιδικάζονται τόκοι (ΑΠ 196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι από 13-4-2011 και 21-3-2012 πρόσθετες πράξεις  της αρχικής υπ΄αριθμόν ………. σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου είναι άκυρες καθόσον ο ανακόπτων τις υπέγραψε προκειμένου να πετύχει μικρότερη μηνιαία δόση αγνοώντας ότι με τις πράξεις αυτές  αναγνώριζε την μέχρι τότε  οφειλή του απέναντι στη δανείστρια Τράπεζα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς  προβαλλόμενος καθόσον η διαταγή πληρωμής δεν εκδόθηκε βάσει της αναγνώρισης της οφειλής από μέρους του ανακόπτοντος που περιέχεται στις πρόσθετες αυτές πράξεις αλλά βάσει της αρχικής σύμβασης όπως διαμορφώθηκε με τις δυο επόμενες πρόσθετες πράξεις και επομένως, και αν ακόμη θεωρηθεί  άκυρη  η αναγνώριση  από μέρους του ανακόπτοντος της οφειλής του σε 125.425 ευρώ με την πρώτη πρόσθετη πράξη και σε 127.995 ευρώ με την δεύτερη πρόσθετη πράξη, η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής δεν πλήττεται. Με τον  πέμπτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η δανείστρια Τράπεζα δεν τήρησε σε ξεχωριστό λογαριασμό τους εξωλογιστικούς τόκους όπως είχε υποχρέωση βάσει του άρθρου 150 του ν 4261/2014 με συνέπεια να προσαυξάνεται παράνομα η οφειλή του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος και εντεύθεν απορριπτέος  καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 150 του ν 4261/2014 θεσπίστηκαν αποκλειστικώς χάριν της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, ώστε οι τελευταίες να μην εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους έσοδα από τόκους που δεν έχουν εισπραχθεί  μέσω της λογιστικοποίησης των τόκων αυτών, αντί του εξωλογιστικού προσδιορισμού τους και της παρακολούθησής τους σε ιδιαίτερους λογαριασμούς. Επομένως, η   τυχόν  μη τήρηση της διαδικασίας αυτής  εκ μέρους των τραπεζών, δηλαδή η λογιστικοποίηση τέτοιων τόκων παρά τη σχετική απαγόρευση, δεν σημαίνει ότι δεν οφείλονται οι τόκοι αυτοί από τους δανειολήπτες και αντιστοίχως ότι αποκλείεται η είσπραξή τους από τις τράπεζες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β  μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.  Με τον έκτο λόγο ανακοπής  ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της συναφθείσας σύμβασης είναι άκυρη για το λόγο ότι η καθ΄ης  δανείστρια Τράπεζα δεν τήρησε τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας (ν. 4224/2013)  προτού προβεί σε καταγγελία της επίδικης συμβάσεως  καθώς δεν προέβη σε γραπτή ειδοποίηση αυτού (ανακόπτοντος), ούτε απέστειλε σ΄αυτόν προειδοποιητική επιστολή  για τον αποχαρακτηρισμό του ως συνεργάσιμο και επομένως η καταγγελία της συμβάσεως, αλλά και η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής  είναι άκυρες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η μη τήρηση των κανόνων της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων που προβλέπεται στο νόμο αυτό από τα πιστωτικά ιδρύματα   συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσης κυρώσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα   και δεν επιφέρει κατά την διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ αυτοδίκαιη ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως και κατ΄ επέκταση και της διαταγής πληρωμής  σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην  υπο στοιχείο  Γ μείζονα πρόταση της απόφασης. Επικουρικά,  ο ανακόπτων  ισχυρίζεται ότι κατά κατάχρηση δικαιώματος η δανείστρια Τράπεζα αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής καθόσον οι υπάλληλοι αυτής τον είχαν διαβεβαιώσει ότι θα ρυθμιζόταν η οφειλή του και ότι δεν θα προχωρούσαν σε νομικές ενέργειες σε βάρος του. Ο ισχυρισμός αυτος ο οποίος είναι νόμιμος ερειδόμενος στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ πρέπει ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον εκ των προσκομισθέντων εγγράφων προκύπτει ότι ο ανακόπτων απέστειλε το πρώτον αίτημα για ρύθμιση της οφειλής του τον Ιούλιο του έτους 2019 (βλ με ημερομηνία 23-7-2019 αίτηση – πρόταση ρύθμισης οφειλών ……… προς «………….»), ήτοι πέντε χρόνια μετά την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής. Ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται η από μέρους του (ανακόπτοντος)  επικαλούμενη υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος  πού άσκησε η δανείστρια Τράπεζα  καταγγέλλοντας την επίδικη σύμβαση και αιτούμενη την έκδοση της ανακοπτομένης  διαταγής  πληρωμής, ούτε και  διάψευση  της  βεβαιότητας  που  προκλήθηκε σ΄αυτόν  για  τήρηση  στο μέλλον  συγκεκριμένης συμπεριφοράς από την δανείστρια Τράπεζα η οποία δεν ακολουθήθηκε με την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, στοιχεία αναγκαία για τον χαρακτηρισμό της επιλογής της δικαστικής οδού για την  ικανοποίηση  της απαίτησης της δανείστριας  Τράπεζας ως καταχρηστικής κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.

Με τον έβδομο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι  η επιβληθείσα σε βάρος του με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής δικαστική δαπάνη ύψους 2.400 ευρώ υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στον Κώδικα περί δικηγόρων  και επομένως πρέπει ν΄ακυρωθεί κατά το υπερβάλλον. Ο λόγος αυτός πέραν του ότι είναι αόριστος καθόσον δεν αναφέρεται το ποσό κατά το οποίο υπερβαίνει, κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος,  η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη την υπό του κώδικα δικηγόρων οριζόμενη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν καθόσον σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 63παρ 1 περ α του ν. 4194/2013 (Κώδικας περί δικηγόρων) η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου ανέρχεται σε 2% επι της απαιτήσεως της δανείστριας Τράπεζας ήτοι σε (140.858,33 Χ 2% =) 2817,16 ευρώ πλέον του δικαστικού ενσήμου. Ως εκ τούτου το επιδικασθέν ως δικαστική δαπάνη ποσό των 2500 ευρώ δεν υπερβαίνει το οριζόμενο από τον Κώδικα περί δικηγόρων. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει ν΄απορριφθεί  η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Συνακόλουθα, πρέπει ν΄απορριφθεί και η ανακοπή κατά της με ημερομηνία 5-4-2019 επιταγής προς πληρωμή. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί και η επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης λόγω της νίκης αυτής (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ   αντιμωλία  διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ  έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την υπ΄αριθμόν 4266/2019  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ  και ΔΙΚΑΖΕΙ  την με αριθμό καταθ. στη γραμματεία  του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2019 ανακοπή κατά της υπ΄αριθμον ……./2014 Διαταγής πληρωμής και κατά της με ημερομηνία 5-4-2019 επιταγής προς πληρωμή

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ υπ΄ αριθμόν ……./2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  ανακοπή κατά της με ημερομηνία 5-4-2019 επιταγής προς πληρωμή

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 14 Οκτωβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ