Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 454/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός Απόφασης:  454/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την ………………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Ανδρέα Κουλούρη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 03/11/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./04-11-2014 και Αριθμ. Κατάθ. ………./04-11-2014 ανακοπή, κατά της με αριθμ. ……../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 24/11/2017, ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015, με τη με αριθμό 4096/04-09-2018 οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, με την από 18/10/2019 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 21-10-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 21-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 07/05/2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.

΄ΗΔΗ με την υπ’ αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η ως άνω από 18/10/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεση, λόγω της ματαίωσης της συζήτησής της, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 07/05/2020, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, εκπροσωπήθηκε μόνον ο εκκαλών από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, όπως σημειώνεται ανωτέρω και αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το εδ. α΄ της παρ. 4του άρθρου 524 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με τον Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η έφεση κατατέθηκε στις 21-10-2019 (άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015), ήτοι μετά την 1-1-2016, «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. … Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις, που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δε δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις, που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση, που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από το μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς, λόγω της έλλειψης αυτής, δηλαδή να εκφέρει κρίση επί της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών (ΑΠ 119/2015 δημ. Νόμος, ΑΠ 122/2003, ΕλλΔ/νη 2003/1326, ΕφΔωδ 288/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 161/2006 Δημ. Νόμος). Επί παράλειψης κήρυξης του ανωτέρω προσωρινού απαραδέκτου, που επιβάλλεται από το νόμο προεχόντως προς κατοχύρωση του θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος της υπεράσπισης (βλ. άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 12/2000, ΑΠ 122/2003 ό.π., ΕφΠατρ 217/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 288/2017 ό.π., ΕφΘεσ 521/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 170/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 39/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 804/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 371/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 139/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4804/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 650/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ., Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδ. 2019 άρθρο 524 σημ. 10). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ερημοδικών διάδικος έχει κληθεί νομίμως, εμπροθέσμως και προσηκόντως να παρασταθεί στη συζήτηση, εφόσον δεν την επέσπευσε ο ίδιος (ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 280/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΑθ 146/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π.). Με τη διάταξη δε του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), ορίζεται, μεταξύ άλλων, σχετικά με την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, ότι «…2. Σε περίπτωση, που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από το γραμματέα στο δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία, επίσης, του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα…». Τέλος, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 Κ.Πολ.Δ.), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 Κ.Πολ.Δ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994, ΕλλΔνη 1995, 346, Α.Π, 1207/1985, Νο.Β. 1986, 516, ΤριμΕφΠειρ 321/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 411/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 148/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π., Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 518, αριθ. 5). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, η από 18/10/2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 21-10-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 21-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, λόγω της ματαίωσης της συζήτησής της, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 07/05/2020, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Η από 18/10/2019 έφεση στρέφεται κατά της με αριθμό 4096/04-09-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 24/11/2017, ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015 και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 03/11/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./04-11-2014 και Αριθμ. Κατάθ. …./04-11-2014 ανακοπή του εκκαλούντος, κατά της με αριθμ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Όπως προκύπτει δε από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση με αριθμ. …./25-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………., αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του εκκαλούντος στην εφεσίβλητη, μετά της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, πράξης κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 πράξης καταθέσεως δικογράφου της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία η συζήτηση αυτής προσδιορίστηκε, αρχικά, για τη δικάσιμο της 07/05/2020, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020). Με την ως άνω δε υπ’ αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, όπως προαναφέρθηκε, ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, προς συζήτηση της υπόθεσης, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020)(πρβλ. ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Ωστόσο, η εφεσίβλητη, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, η οποία ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, κατά τ’ ανωτέρω, δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, εφόσον προσκομίζονται τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 18/10/2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 21-10-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 21-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμό 4096/04-09-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 24/11/2017, ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015, επί της από 03/11/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/04-11-2014 και Αριθμ. Κατάθ. …./04-11-2014 ανακοπής του εκκαλούντος κατά της με αριθμ. ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εναντίον της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα εν μέρει ανακόπτοντα, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 04/09/2018, έως την κατάθεση της έφεσης, στις 21/10/2019, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου(άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση από 03/11/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./04-11-2014 και Αριθμ. Κατάθ. …./04-11-2014 ανακοπή του, την οποία άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό …./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον με την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……………..», το ποσό των 23.377,05 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση, που προέρχεται από μισθώματα, καθώς, επίσης, και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 24/11/2017, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμό 4096/04-09-2018 εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή, ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή, πλην, όμως, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 643 παρ. 2, 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν αυτά πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015), κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρ. 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) (άρθρ. 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 14 παρ. 1 ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 -βλ. σχετ άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 643, 591 ΚΠολΔ) και όχι κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία είχε εισαχθεί, έκρινε αυτήν τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.),καθώς η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 15/10/2014 (βλ. επισημείωση επί του αντιγράφου της ένδικης …../2014 διαταγής πληρωμής, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ανακόπτων) και η ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 04η/11/2014 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 05η/11/2014 (βλ. σχετ. τη με αριθμ. …/05.11.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δε θεωρούνται εργάσιμες ημέρες (άρθρο 144 παρ. 3 ΚΠολΔ), καθώς και η μέρα της 28ης/10/2014, η οποία δεν ήταν εργάσιμη, αλλά αργία. Μετά από έρευνα δε ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, έκανε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την ως άνω ανακοπή και ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το σκέλος της επιδίκασης του ποσού των 21.319,75 ευρώ, επικύρωσε δε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμή, κατά το σκέλος της καταβολής στην καθ’ ης η ανακοπή του ποσού των 2.057,30 ευρώ και όρισε το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ, επέβαλε δε σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή μέρος των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως ο ανακόπτων (εκκαλών), ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει στο σύνολό της δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777, 778 του ΑΚ, 18 του ΕμπΝ, 62, 286 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς, και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, ούτε καν επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρίας λογίζεται υφιστάμενη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η Εταιρία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια τη λύση της εταιρίας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρίας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό, ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρίας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση (βλ. σχετ.ΑΠ ποιν 1996/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 748/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3865/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 81/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΑθ 2448/2019, Αρμ. 2019, σελ. 867, ΜονΕφΘ 969/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 128/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 96/2005, ΕλλΔ/νη 2005/1445, ΑΠ 1427/2000, ΕΕμπΔ 2001/70, ΕφΛαρ 485/2006, ΕπισκΕμπΔ 2006/1125). Εξάλλου, η αρχή του κλειστού αριθμού των τύπων ή μορφών νο­μικής προσωπικότητας έχει τη συνέπεια ότι μπορεί να γίνει ίδρυση μόνο νομικού προσώπου ορισμένου είδους. Κάμψη του κανόνα αυτού είναι η μετατροπή, δηλαδή η δικαιοπραξία, με την οποία το «είδος» ή η «μορφή» νομικής προσωπικότητας ορισμένου νομικού προσώπου τροποποιείται, συ­νήθως από τα μέλη, χωρίς εκκαθάριση, ίδρυση ή μεταβίβα­ση περιουσίας, αλλά σαν «συνέχιση» του ίδιου υποκειμένου δικαίου (βλ. σχετ. ΤριμΕφΘεσ 574/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 54/2020 Αρμ. 2021, σελ. 377, με σχόλ. Χ. Σκαλίδη, ΜονΕφΑθ 2448/2019, Αρμ. 2019, σελ. 867, με σημείωση Ι.ΣΤΡ.Ρ, Αρμ 2019/870, Λ. Γεωργακόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου υπό ερμηνεία άρθρου 784 αρ. 15 σελ. 143 και Γιοβανόπουλος σε Συστηματική Ερμηνεία του Αστικού Κώ­δικα, έκδ. 2010, υπό ερμηνεία άρθρου 984, σελ. 1054 επ.). Πριν τη θέσπιση του Ν. 4072/2012 [ΦΕΚ Α` 86] στη νομοθεσία του εμπορικού δικαίου περί εταιριών δεν υπήρχε κατά τρό­πο συστηματικό ρύθμιση περί της μετατροπής εταιριών. Ει­δικοί νόμοι προέβλεψαν τις εξής περιπτώσεις μετατροπής εταιριών: (α) Μετατροπή ανώνυμης σε εταιρία περιορισμέ­νης ευθύνης (άρθρα 51 Ν. 3190/1955 και 66 Ν. 2190/1920), (β) μετατροπή προσωπικής εταιρίας (ομόρρυθμης ή ετε­ρόρρυθμης) σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης (άρθρο 53 Ν. 3190/1955), (γ) μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύ­νης σε ανώνυμη εταιρία (άρθρο 67 παρ. 1 Ν.2190/1920), (δ) μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε προσωπική εταιρία (ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη, άρθρο 66 στοιχ. α` Ν. 2190/1920) και (ε) Μετατροπή προσωπικής εταιρίας (ομόρρυθμης ή ετε­ρόρρυθμης σε ανώνυμη εταιρία (άρθρο 67 παρ. 2 Ν. 2190/1920). Γι` αυτό έχει γίνει δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι η μετατροπή επιτρέπεται γενικώς και εφαρμόζονται επ’ αυτής κοινοί κανόνες, ανεξαρτήτως αν υπάρ­χουν ή όχι ειδικές ρυθμίσεις. Μετατροπή (υπό νομική έν­νοια), λόγω ανάλογης εφαρμογής των υπαρχουσών διατά­ξεων, σε όλες τις περιπτώσεις, σημαίνει μεταβολή της νομι­κής μορφής («νομικού ενδύματος») της εταιρίας χωρίς εκ­καθάριση και χωρίς ανάγκη μεταβιβάσεως (με ειδική ή οιονεί καθολική διαδοχή) των εταιρικών αντικειμένων και εται­ρικών χρεών στην εταιρία υπό τη νέα της μορφή. Εξακολουθεί, δηλαδή, να παραμένει αναλλοίωτη η ταυτότητα του νομικού προσώπου της παλαιάς εταιρίας, η δε μεταβολή συνίσταται μόνο στην αλλαγή του ενδύματος του υφιστά­μενου νομικού προσώπου, με τις εντεύθεν επερχόμενες μεταλλαγές ως προς την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του, ήτοι δεν καταλύεται η παλαιά νομική προσωπικότητα και δημιουργείται νέα, αλλά, απλώς, συνεχίζεται η παλαιά εταιρία με διαφορετική μορφή, οι δε εκκρεμείς δίκες συνε­χίζονται υπό τη νέα μορφή του, χωρίς καμία ειδικότερη δια­τύπωση από μέρους της για τη συνέχιση, χωρίς να επέρχεται, λόγω της μετατροπής, βίαια διακοπή τυχόν εκκρεμών δικών, και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της, ενώ το ίδιο ισχύει και για την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλε­σης. Συνεπώς, είναι δυνατή μετατροπή (μετασχηματισμός) ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη, η μετατροπή δε αυ­τή από τον ένα τύπο στον άλλο, η οποία γίνεται με τροποποίηση του καταστατικού και δημοσίευση του σχετικού εγγράφου, κατά τα άρθρα 42-46 του ΕμπΝ, και των αναγκαίων λοιπών τροποποιήσεων (π.χ. αφαίρεση του ονόματος του ετερόρ­ρυθμου από την επωνυμία κ.ά.), δεν επιφέρει λύση της παλαιάς και σύσταση νέας εταιρίας, αλλά συνεχίζεται η εταιρία ως νομικό πρόσωπο με τις εντεύθεν νομικές συνέπειες, ήτοι η εταιρία συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της ομόρρυθμης και συνεχίζει ως φορέας υποχρεώσεων και δικαιωμάτων της (βλ. σχετ.ΤριμΕφΘεσ 574/2018 ό.π., ΜονΕφΘεσ  54/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 2448/2019 ό.π., ΕφΠατρ 947/1999, ΕφΑθ 6494/1994 Δημ. Νόμος, Λεβαντή, Προσωπικαί Εταιρείαι, έκδ. 1985 παρ. 47, σελ. 213-215, παρ. 50 σελ. 227, Τσιριντάνη, Στοιχεία Εμπ. Δικ., τεύχ. Β΄ παρ. 69 και 151, σελ. 26, 231).Άρα και η ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου, ο οποίος ευθύνεται εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της Ομόρρυθμης ή της Ετερόρρυθμης Εταιρίας, δεν επηρεάζεται από την τυχόν μετατροπή της ομόρρυθμης σε ετερόρρυθμη, εφόσον με την μετατροπή δεν κατέστη ετερόρρυθμος ή δεν αποχώρησε από την εταιρία, αλλά η εις ολόκληρον ενοχή του διατηρείται και μετά τη μετατροπή, τόσο για τις εταιρικές υποχρεώσεις, που είχαν αναληφθεί μέχρι της συντέλεσης της μετατροπής, όσο και για τις μετά τη μετατροπή αναληφθείσες. Απλώς με τη μετατροπή αυτή επέρχεται, από τη δημοσιότητα του σχετικού εγγράφου, περιορισμός ή αποκλεισμός της ευθύνης εκείνου του μέλους, που κατέστη ετερόρρυθμο ή αποχώρησε (ΕφΑθ 6494/1994 ό.π.). Όπως δε σε κάθε περίπτωση μετατροπής τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας δεν χρει­άζεται να μεταβιβαστούν, καθώς παραμένουν σε αυτήν υπό το νέο εταιρικό τύπο, αμετάβλητα δε μένουν και τα λοιπά χαρακτηριστικά της εταιρίας (όπως π.χ. η έδρα, ο σκοπός της, κ.λπ.), τα οποία χωρίς τροποποίηση του καταστατικού δεν μεταβάλλονται λόγω της μετατροπής, εκτός αν οι εταίροι αποφασίσουν σχετικά. Η ετερόρρυθμη πλέον εταιρία ανα­λαμβάνει, αυτοδικαίως, άνευ άλλης διατύπωσης, τα δικαιώ­ματα και τις υποχρεώσεις της ομόρρυθμης εταιρίας, ανεξάρτητα αν προέρχονται από συμβατική, αδικοπρακτική ή εκ του νόμου-έννομη σχέση (βλ. σχετ. ΑΠ 734/1994, ΕλλΔ/νη 36 (1996), 627, ΜονΕφΑθ 2448/2019 ό.π., ΕφΘεσ 1991/1996). Δεν μεταβάλλονται οι εγγυήσεις υπέρ ή σε βάρος της εταιρίας, οι διαρκείς ή στιγμιαίες συμβατικές σχέσεις της εταιρίας με τρίτους, ούτε και υπάρχει λόγος επανάληψης της κατάρτισης των συμβά­σεων. Επισημαίνεται δε, ως έχει ήδη αναφερθεί, και στην περίπτωση της μετατροπής ομόρρυθμης σε ετερόρρυθμη, οι τυχόν εκκρεμείς δίκες της ομόρρυθμης συνεχίζονται από την ετερόρρυθμη, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς – λόγω της μη επέλευ­σης διακοπής της δίκης – να απαιτείται δήλωση για την επα­νάληψή της, η δε δικαστική άσκηση των δικαιωμάτων της εταιρίας μετά τη μετατροπή γίνεται υπό τη νέα εταιρική μορφή, το ίδιο δε ισχύει και για την άσκηση δικαιωμάτων τρίτων προσώπων κατά της ομόρρυθμης μετά τη μετατροπή της σε ετερόρρυθμη, ενώ ισχύει ο κανόνας ότι η εσφαλμένη εγγραφή στο δικόγραφο του εταιρικού τύπου δεν δημιουρ­γεί δικονομική ακυρότητα ή αοριστία. Και τούτο διότι, από το συνδυασμό των άρθρων 118, 119 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλ­λων στοιχείων και την επωνυμία του νομικού προσώπου, που την ασκεί, κατά τρόπο ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Έτσι, η ενδεχομένως εσφαλμένη αναγραφή του ανωτέρω στοιχείου δεν επιφέρει ακυρότητα ή απαράδεκτο του δικογράφου -απαιτείται μάλιστα η επί­κληση δικονομικής βλάβης-, εφόσον εκ της εσφαλμένης αναγραφής του στοιχείου αυτού δεν δημιουργείται αμφισβή­τηση ως προς την ταυτότητα του διαδίκου, το δε δικαστήριο, για να την προσδιορίσει, χωρεί στη συνολική έρευνα του περιεχομένου του δικογράφου (βλ. σχετ. ΑΠ 968/2015Δημ. Νόμος, ΑΠ 1126/2010, ΑΠ 444/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1719/1997, ΤριμΕφΘεσ 574/2018 Δημ. Νόμος, Αρμ. 2018, σελ. 1312, ΜονΕφΘεσ 54/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 2448/2019 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2903/2017 Αρμ 2018.1315, με σχολ. Α.Δ.Μ., Π. Παναγιώτου, Το δίκαιο των μετασχηματισμών επιχειρήσεων, έκδ. 2021, σελ. 127-129). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά την αληθή έννοια των άρθ. 118, 626 και 630 ΚΠολΔ, στερείται δικονομικής σημασίας η κατά το στοιχείο του εταιρικού τύπου της καθ’ ης ελαττωματικότητα της αίτησης και της διαταγής πληρωμής, εφόσον δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του νομικού προσώπου. Συνεπώς, η εσφαλμένη αναγραφή στην αίτηση και τη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε επ’αυτής, του εταιρικού τύπου της καθ’ης εταιρίας, φερομένης υπό τον τύπο της ομόρρυθμης αντί του πραγματικού της ετερόρρυθμης, δεν συνιστά ελάττωμα της αίτησης, ούτε καθιστά άκυρη τη διαταγή, όταν δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα της αποδέκτριας οφειλέτιδας εταιρίας (ΕφΑθ 6494/1994 ό.π.).Ήδη ο ν. 4601/2019 περί εταιρικών μετασχηματισμών εισάγει ένα ολοκληρωμένο πλέγμα ρυθμίσεων για τους μετασχηματισμούς των εμπορικών επιχειρήσεων ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής. Διατηρείται μεν η αρχή του κλειστού αριθμού, διευρύνεται, όμως, σε μεγάλο βαθμό το υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου, ώστε να είναι ελάχιστες οι μορφές μετασχηματισμού, που δεν καλύπτονται (Χ. Σκαλίδη, Αρμ. 2021, σελ. 377,σχόλ. στην ΜονΕφΘεσ 54/2020, ΔιακόπουλοςΕισαγωγή στο νέο δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών – Μια συνοπτική παρουσίαση του νέου νόμου (Ν. 4601/2019), ΔΕΕ 2019 681). Το άρθρο δε 104 του ν. 4601/2019 ορίζει τη μετατροπή ως πράξη, με την οποία μια εταιρία, χωρίς να λυθεί και να τεθεί υπό εκκαθάριση, μεταβάλλει τη νομική μορφή της, διατηρώντας τη νομική της προσωπικότητα. Επομένως, σύμφωνα και με τον παραπάνω, νομοθετικό πλέον ορισμό, η μετατροπή είναι πράξη του εταιρικού δικαίου, με την οποία επέρχεται μεταβολή της νομικής μορφής (νομικού ενδύματος) χωρίς λύση και εκκαθάριση και ίδρυση νέας εταιρίας και χωρίς ανάγκη μεταβίβασης, με ειδική και καθολική διαδοχή, των εταιρικών αντικειμένων και των εταιρικών χρεών στην εταιρία με τη νέα της μορφή. Η μετατροπή δεν επηρεάζει την ταυτότητα της εταιρίας, η οποία παραμένει ίδια, ενώ οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια στο όνομα της εταιρίας με τη νέα της μορφή (βλ. σχετ. Χ. Σκαλίδη, Αρμ. 2021, σελ. 377, σχόλ. στην ΜονΕφΘεσ 54/2020, Γρηγοριάδης, Το δίκαιο των Εταιρικών Μετασχηματισμών, 2020, σελ. 459 και 505, Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες, 9η έκδ., 2019, σελ.625 επ., Αυγητίδης, ΔΕΕ 2019.162, Μαρίνος σε ΔικΑΕ, Τόμος 8, 2001, στους αρ. 10 επ. σελ. 73 επ., σελ. 74, στον αρ. περ. 10, 11, σελ. 75, στον αρ. περ. 11, βλ. και ΣτΕ 4632/1984, ΔΦΝ 40. 456.). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι αυτός, που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, κατά δε το άρθρο 61 του ΑΚ, ένωση προσώπων μπορεί να αποκτήσει προσωπικότητα και να καταστεί Νομικό Πρόσωπο, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο Νόμος. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 313 § 1 περ. δ` του ΚΠολΔ, δικαστική απόφαση, που εκδίδεται στο πλαίσιο δίκης, διεξαχθείσας κατά ανύπαρκτου Φυσικού ή Νομικού Προσώπου, είναι και η ίδια ανίσχυρη (ή αυτοδικαίως άκυρη) και δύναται να επιδιωχθεί η αναγνώριση της ανυπαρξίας της με δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής ή προβολής σχετικής ένστασης (ΑΠ 622/2016 Δημ. Νόμος). Αποκτά, συνεπώς, ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, η κατάφαση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ορισμένου Νομικού Προσώπου κατά την επιχεί­ρηση ορισμένης διαδικαστικής πράξης, ιδία στις περι­πτώσεις, που λαμβάνουν χώρα μεταβολές (π.χ. συγχώ­νευση Ανωνύμων Εταιριών), εξαιτίας των οποίων το πάλαι ποτέ υπαρκτό Νομικό Πρόσωπο παύει να υπάρχει και εφεξής τίθεται ως διάδοχός του, στη θέση του, ένα νέο νομικό πρόσωπο, που αποτελεί και το μόνο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που είναι δυνατόν να εναχθεί ή να εναγάγει. Στην περίπτωση της άσκησης αγωγής κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αφού το εναγόμενο στε­ρείται της ικανότητας διαδίκου, τούτο δε, ανεξαρτήτως του αν ο ενάγων γνώριζε ή αγνοούσε το ανωτέρω γεγο­νός κατά την άσκηση της αγωγής του (ΑΠ 147/2006, ΝοΒ 2006/832, ΑΠ 433/2005Δημ. Νόμος). Μερική διαφοροποίηση γίνεται δεκτή στην περίπτωση της άσκησης ενδίκων μέσων από ή σε βάρος ανύπαρκτου Νομι­κού Προσώπου, οπότε και κατ’ αρχάς επαναλαμβάνεται μεν ο κανόνας ότι το ένδικο μέσο, που ασκείται από ανύπαρκτο Νομικό Πρόσωπο ή σε βάρος τέτοιου προσώπου απορρίπτεται ως απαράδεκτο, δεκτού γενομένου, ωστόσο, για λόγους επιείκειας, ότι το ένδικο μέσο δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτο, στην περίπτωση, που ο ασκών αυτό δεν γνωρίζει την τυχόν επελθούσα μεταβολή (π.χ. τη συγχώνευση της εναγομένης Εταιρίας και εξ αυτού του λόγου την παύση της ύπαρξης στο νομικό κόσμο της συγχωνευθείσας Εταιρίας), οπότε και κηρύσσεται απλώς απαράδεκτη η συζήτηση του ενδίκου μέσου, αν δεν κλήθηκε να παραστεί κατά τη συζήτηση ή δεν παρέστη αυτοβούλως το νέο Νομικό Πρόσωπο, που αποτελεί τον (π.χ. οιονεί καθολικό) διάδοχο του προηγούμενου (Ολ. ΑΠ 22/1987, Δ 1988/573, ΑΠ 622/2016Δημ. Νόμος, ΑΠ 312/2015, ΑΠ 402/2014, ΑΠ 1612/2013, ΝοΒ 2014/612 σε περίλ., ΑΠ 883/2012Δημ. Νόμος, ΑΠ 512/2011, ΑΠ 568/2005, ΑΠ 1773/2001, ΕλλΔ/νη 2002/1354, ΕφΠειρ 56/2016 ΤΝΠ-Νόμος, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 62, στον αρ. παρ. 7 και υπό το άρθρο 558, στους αρ. παρ. 20 και 21). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επαναφέρει παραδεκτά με την έφεση, ισχυριζόμενος ότι αυτή τυγχάνει ανυπόστατη, καθόσον εκδόθηκε (και) κατά νομικού προσώπου, που δεν υφίστατο κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής για την έκδοσή της αίτησης, δεδομένου ότι αυτή εκδόθηκε σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………… και σε βάρος του, υπολαμβάνοντας ότι τυγχάνει ομόρρυθμος εταίρος της πιο πάνω (ανύπαρκτης) εταιρίας, ενώ,κατά τον κρίσιμο χρόνο, η τελευταία είχε ήδη, δυνάμει του νόμιμα δημοσιευμένου στα μητρώα εταιριών του Γ.Ε.ΜΗ από 14.02.12 ιδιωτικού συμφωνητικού, μετατραπεί σε ετερόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «………….» και ως εκ τούτου μισθώτρια κατέστη η τελευταία εταιρία, υπεισελθούσα πλέον αυτή στη μισθωτική σχέση, γεγονός, που τελούσε σε πλήρη και βέβαιη γνώση της καθ’ ης η ανακοπή. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που τον συγκροτούν, όντας δυνατή η μετατροπή (μετασχηματισμός) ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη, η μετατροπή αυτή από τον ένα τύπο στον άλλο, η οποία γί­νεται με τροποποίηση του καταστατικού και δημοσίευση του σχετικού εγγράφου, κατά τα άρθρο 42-46 του ΕμπΝ, και των αναγκαίων λοιπών τροποποιήσεων, δεν επιφέρει λύση της παλαιάς και σύσταση νέας εταιρίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ανακόπτων, αλλά συνεχίζεται η εταιρία ως νομικό πρόσωπο με τις εντεύθεν νομικές συνέ­πειες, εξακολουθεί δηλαδή, να παραμένει αναλλοίωτη η ταυτότητα του νομικού προσώπου της παλαιάς εταιρίας, η δε μεταβολή συνίσταται μόνο στην αλλαγή του ενδύματος του υφιστάμενου νομικού προσώπου, με τις εντεύθεν επερχόμενες μεταλλαγές ως προς την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του, ήτοι δεν καταλύεται η παλαιά νομική προ­σωπικότητα και δημιουργείται νέα, αλλά απλώς συνεχίζεται η παλαιά εταιρία με διαφορετική μορφή(βλ. σχετ. ΜονΕφΘεσ 54/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 2448/2019 ό.π., ΕφΑθ 6494/1994 ό.π.), με μόνη έννομη συνέπεια τον περιορισμό της ευθύνης του μέλους ή των μελών της, που με την μετατροπή έγιναν ετερόρρυθμα. Η έννομη συνέπεια, όμως, αυτή δεν αφορά τον ανακόπτοντα, η εις ολόκληρο ευθύνη του οποίου με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, εφόσον και με τους δύο εταιρικούς τύπους της εξακολούθησε να είναι ομόρρυθμο μέλος, δεν επηρεάστηκε από τη μετατροπή της (ΕφΑθ 6494/1994 ό.π.), τόσο για τις εταιρικές υποχρεώσεις, που είχαν αναληφθεί μέχρι τη συντέλεση της μετατροπής, όσο και για τις, μετά τη μετατροπή, αναληφθείσες. Η ύπαρξη δε χρηματικής οφειλής σε βάρος του ανακόπτοντος, έναντι της καθ’ ης η ανακοπή, δεν είναι ανύπαρκτη – ανυπόστατη, αφού εξεδόθη επί υπαρκτού και μετά τη μετατροπή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, νομικού προσώπου, του οποίου ο ανακόπτων είναι ομόρρυθμο μέλος, ευθυνομένου εις ολόκληρον με αυτό, ήτοι αυτή δεν εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 623 ΚΠολΔ, καθόσον η επιδικαζόμενη απαίτη­ση προκύπτει με έγγραφη απόδειξη και δη επιδικάσθηκε δια του συνδυασμού του έγγραφου μισθωτηρίου, που είχε συναφθεί μεταξύ της της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», η οποία, δυνάμει του νόμιμα δημοσιευμένου στα μητρώα εταιριών του Γ.Ε.ΜΗ από 14.02.12 ιδιωτικού συμφωνητικού, μετετράπη, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, σε ετερόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «………..», και της αναγκαστικής εκ του νόμου ισχύος της μισθωτικής συμβάσεως επί δώδεκα έτη (άρθρο 5 παρ. 1 και 2 π.δ. 34/95 ως είχαν οι παράγραφοι αυτές μετά την αντικατάστασή τους  με το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999),  ζήτημα, που  λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη ο δικαστής, και καλύπτει το διάστημα, στο οποίο εμπίπτουν τα ένδικα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Ιούνιο 2013 έως και τον Οκτώβριο 2014, οπότε και η ένδικη εμπορική μίσθωση εξακολουθούσε να ισχύει (βλ. σχετ. ΑΠ 1609/2000 ό.π.). Σύμφωνα δε με αυτά, κατά το χρόνο εκδόσεως της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του κύρους της και ιδίως η ύπαρξη της ενδίκου οφειλής, κατά της οποίας βάλλει η ανακοπή. Η επί της αίτησης δε για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά και η επί της διαταγής πληρωμής εσφαλμένη αναγραφή του εταιρικού τύπου της οφειλέτιδας εταιρίας, ως ομόρρυθμης εταιρίας (Ο.Ε) αντί ετερόρρυθμης εταιρίας (Ε.Ε.), ενώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διαταγής πληρωμής, αλλά και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η μετατροπή του εταιρικού τύπου της εταιρίας, στις οποίες ο ανακόπτων φέρεται ως ομόρρυθμο μέλος, είχε ήδη συντελεστεί, δεν επιφέρει ακυρότητα της αίτησης και της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ή απαράδεκτο του δικογράφου της αίτησης και στερείται δικονομικής σημασίας, εφόσον δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του νομικού προσώπου (βλ. ΤριμΕφΘεσ 574/2018 ό.π., ΜονΕφΘεσ 54/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 2448/2019 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2903/2017 ό.π., ΕφΑθ 6494/1994 ό.π.), το οποίο εξακολουθεί να ευθύνεται, ως μισθωτής, εις ολόκληρον με τον ανακόπτοντα, έναντι της εκμισθώτριας, με διαφορετικό μόνον εταιρικό τύπο (βλ. σχετ. ΕφΑθ 6494/1994 ό.π.), καθώς, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ως άνω μετατροπή δεν επιφέρει λύση της παλαιάς και σύσταση νέας εταιρίας, αλλά συνεχίζεται η εταιρία ως νομικό πρόσωπο, με τις εντεύθεν νομικές συνέπειες, λειτουργώντας πλέον απλώς υπό διαφορετικό νομικό ένδυμα. Σε κάθε δε περίπτωση, πέραν του γεγονότος ότι ο ανακόπτων δεν επικαλείται -ούτε, άλλωστε, προκύπτει- δικονομική βλάβη από την εσφαλμένη αναγραφή του στοιχείου αυτού, ως προς την ταυτότητα του διαδίκου, η συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της έκδοσης της διαταγής πληρωμής ερευνάται χωριστά για κάθε ομόδικο και το παραδεκτό αυτής ως προς ένα των ομοδίκων δεν επηρεάζεται από το απαράδεκτο αυτής ως προς τον άλλο, αφού στις ενοχές εις ολόκληρον η ομοδικία είναι απλή και δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα του ενός των ομοδίκων από τη δικαιολογητική σχέση του άλλου, όπως και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, συνεπεία ευδοκίμησης της ανακοπής, παράγει αποτελέσματα μόνον υπέρ του ανακόψαντος και όχι του απλού ομοδίκου του στη διαταγή πληρωμής (βλ. σχετ. Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4ηέκδ. 2019, σελ. 340 επ.). Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είναι αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ’ ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, αφού λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις, που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή, που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις, που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων, που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ, για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος, που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1609/2000 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ, και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Εκκαθαρισμένη, επίσης, είναι η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019). Κατά το άρθρο δε 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος), ώστε να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Νόμος). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στο εισαγωγικό δικόγραφο (αγωγής, ανακοπής κλπ), σε σχέση με όσα απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση του καταγομένου προς κρίση δικαιώματος χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία (Ολ ΑΠ 18/1998, ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ). Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται την ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 ό.π.). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1/2017), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση, που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1943/2017). Από την αληθή έννοια του άρθρου 633 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, παρέπεται, ότι αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019, ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1349/2013). Εξάλλου, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί και για την πληρωμή οφειλομένων μισθωμάτων, που συνίστανται σε ορισμένο χρηματικό ποσό, με βάση το μισθωτήριο συμφωνητικό, εφόσον από αυτό, που φέρει την υπογραφή και του μισθωτή – καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, προκύπτει η μισθωτική σχέση, η διάρκειά της, η παράδοση της χρήσης του μισθίου στο μισθωτή, το ύψος του μισθώματος καθώς και ότι τα οφειλόμενα μισθώματα, για τα οποία ζητείται η διαταγή πληρωμής είναι ληξιπρόθεσμα και ανάγονται στο χρόνο διάρκειας της μίσθωσης. Για να είναι δυνατόν να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, συνεπώς, με βάση το μισθωτήριο συμφωνητικό, απαιτείται, πλην των άλλων, το χρονικό διάστημα, για το οποίο οφείλονται τα επίδικα μισθώματα να εμπίπτει στη συμβατική ή τη νόμιμη διάρκεια της μίσθωσης (ΕΑ 7531/2007 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 Α.Κ., προκύπτει ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση από τη σύμβαση μισθώσεως να καταβάλει το μίσθωμα, που έχει συμφωνηθεί υπό την προϋπόθεση ότι έχει τη δυνατότητα χρήσεως του μισθίου ακινήτου, έστω και αν από λόγους που αφορούν τον ίδιο δεν το χρησιμοποιεί (ΑΠ 57/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 5 παρ. 1 του π.δ. 34/1995, που κωδικοποίησε τις διατάξεις των νόμων περί εμπορικών μισθώσεων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999, η μίσθωση ισχύει για δώδεκα έτη, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο, ανεξάρτητα αν οι συμβαλλόμενοι την ήθελαν ή όχι (ΑΠ 95/2020 ό.π.)και συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθ. 608 παρ. 1 ΑΚ, κατά την οποία η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο. Επομένως, ο μισθωτής δεν δικαιούται να εναντιωθεί στην επιμήκυνση της διάρκειας της μισθώσεως, ούτε να παραιτηθεί μονομερώς της προστασίας του νόμου και να θεωρήσει ότι η μίσθωση έληξε με την πάροδο του συμβατικού χρόνου (ΑΠ 973/2010Δημ. Νόμος), μπορεί, όμως, να λυθεί με νεότερη συμφωνία, που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (ΑΠ 57/2020 ό.π., Ι. Κατρά, Αστικές και νέες Εμπορικές Μισθώσεις, 3ηέκδ. 2020, σελ. 96 επ.).Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 §§ 1 και 2 περ. α του Ν. 4242/2014: «Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διέπονται από τους συμ­βατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του π.δ.34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6, 16-18, 20-26, 27 § 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρο­νολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ.34/1995 και έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκα­ετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται κατά το παρόν άρθρο». Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι οι εμπορικές μισθώσεις, οι μισθώσεις δηλαδή, που εμπί­πτουν στην προστασία του π.δ. 34/1995, που συνάπτο­νται μετά την ισχύ του νέου νόμου και οι οποίες ορίζονται στα άρθρο 1-3 του π.δ. ισχύουν για τρία χρόνια και όχι για δώδεκα όπως προβλεπόταν. Η τριετής αυτή διάρκεια είναι ο ελάχιστος χρόνος για τον οποίο ισχύει η μίσθωση, δεσμεύει δε τόσο τον εκμισθωτή όσο και τον μισθωτή. Η συνομολόγηση τέτοιας μίσθωσης για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών ετών μετατρέπεται από το νόμο σε μίσθωση με διάρκεια τριών ετών ανεξαρτήτως της θέλη­σης των συμβληθέντων. Οι συμβαλλόμενοι, βέβαια, μπο­ρούν να συμφωνήσουν διάρκεια μεγαλύτερη της τριε­τίας οπότε ο σχετικός όρος είναι ισχυρός και δεσμεύει τους συμβαλλόμενους(βλ. σχετ. Ι. Κατρά, ό.π., σελ. 96 επ., του ιδίου,Η λειτουργία των νέων εμπορικών μισθώσεων μετά την πάροδο του νόμιμου χρόνου διάρκειάς τους, Επιθ. Ακιν. 2019, τ. 4, σελ. 615, 618, του ιδίου, Οι εμπορικές Μισθώσεις μετά το Ν. 4242/2014, ΕλλΔνη 2014, σ. 20-25,ΑΠ 95/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 57/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 35/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 41/2020 Δημ. Νόμος, ΕΑ 7531/2007 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4242/2014, ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης των διατάξεων του η ημερομηνία δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ήτοι η 28.2.2014 (ΦΕΚ Α 50/28.2.2014) (βλ. σχετ. και ΜονΕφΛαμ 7/2021 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 58 παρ. 11 π.δ. 34/1995, ως χρόνος παραμονής στη χρήση του μισθίου, με βάση τον οποίο προσδιορίζεται η νόμιμη (δηλαδή η υποχρεωτική) διάρκεια της μισθώσεως, νοείται ο συνολικός χρόνος, που συμπληρώνεται χωρίς διακοπή, στο πρόσωπο του μισθωτή, συνυπολογιζομένου και του χρόνου των τυχόν δικαιοπαρόχων του, ανεξαρτήτως του είδους της συμβάσεως. Ως εκ τούτου, συνυπολογίζεται και ο χρόνος της προγενεστέρας μισθώσεως, στην περίπτωση, που αυτή ανανεώνεται ή στην περίπτωση, που αυτή καταργείται και συνάπτεται νέα μίσθωση μεταξύ των ιδίων προσώπων. Αν, όμως, οι συμβαλλόμενοι, στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 Α.Κ.), η οποία περιλαμβάνει και την ελευθερία διαμορφώσεως του περιεχομένου της συμβάσεως, ήθελαν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση την κατάργηση της παλαιάς και τη σύναψη νέας μισθώσεως, ανεξαρτήτως από την παλαιά, τότε στο νόμιμο χρόνο διαρκείας της μισθώσεως δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος της προηγουμένης μισθώσεως. Και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 58 παρ.11 π.δ. 34/1995 είναι ερμηνευτική των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων και δεν εφαρμόζεται, αν σαφώς προκύπτει, ότι με τις εκατέρωθεν δηλώσεις τους, οι συμβαλλόμενοι ήθελαν την κατάρτιση νέας μισθώσεως ανεξαρτήτως από την παλαιά (ΑΠ 314/2013 Δημ. Νόμος). Η εμπορική μίσθωση, όπως κάθε ενοχική σύμβαση (άρθρο 361 Α.Κ.), μπορεί να λυθεί με καταγγελία καθενός των συμβαλλομένων, καθώς και με νεώτερη αντίθετη συμφωνία τους. Νεότερη αντίθετη συμφωνία ή αντισυμφωνία είναι εκείνη, που συνάπτεται μεταξύ των συμβαλλομένων (εκμισθωτή και μισθωτή) ή των αντιπροσώπων τους (άρθρο 211 Α.Κ.) και έχει περιεχόμενο την κατάργηση της σύμβασης της μίσθωσης πριν περάσει ο χρόνος της λήξης της. Η αντίθετη αυτή συμφωνία, για πρόωρη λύση της μίσθωσης, σύμφωνα με την ανωτέρω ρητή διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, απαιτείται να αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία το μίσθιο αποδοθεί και ο εκμισθωτής το παραλάβει ανεπιφύλακτα, η οικειοθελής αυτή απόδοσή του από το μισθωτή συνιστά πρόταση προς τον εκμισθωτή για κατάρτιση σύμβασης λύσης της μίσθωσης και η ανεπιφύλακτη παραλαβή του από τον εκμισθωτή συνιστά αποδοχή της πρότασης και ολοκλήρωση επομένως αυτής (άρθρα 185, 189, 192 Α.Κ.), συγχρόνως δε αποτελεί και συμφωνία εκτέλεσης της σύμβασης πρόωρης (πριν από την πάροδο του συμβατικού ή νόμιμου χρόνου) απόδοσης του μισθίου. Η τελευταία αυτή συμφωνία, σύμφωνα με την οποία, ο μεν μισθωτής αποδίδει οικειοθελώς το μίσθιο, ο δε εκμισθωτής παραλαμβάνει χωρίς καμία επιφύλαξη αυτό, δεν απαιτείται να γίνει με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (άρθρο 5 παρ. 1 ΠΔ 34/1995), αλλά μπορεί να γίνει και προφορικά (ΑΠ 57/2020 ό.π., ΑΠ 2156/2007, ΑΠ 182/2002, ΑΠ 1086/2001). Εξάλλου, ενεργός είναι η μίσθωση όσο διαρκεί η συμβατικά ορισθείσα χρονική διάρκεια, η οποία, όμως, παρατείνεται με βάση τυχόν υπάρχουσες διατάξεις του νόμου αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες ορίζουν διαφορετικά το συγκεκριμένο ζήτημα (ΑΠ 1609/2000 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 354/2014 Δημ. Νόμος). Η αναγκαστική εκ του νόμου ισχύς της μίσθωσης λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστή, που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής ή από το Δικαστήριο και αρκεί, για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μισθώματα, το χρονικό διάστημα, για το οποίο οφείλονται τα επίδικα μισθώματα να εμπίπτει με τη συμβατική ή τη νόμιμη διάρκεια της μίσθωσης (ΜονΕφΠειρ 354/2014 ό.π., ΕΑ 7531/2007 ό.π., ΕΑ 7303/2000 ΕλΔ 2002.230). Επί εμπορικής δε μισθώσεως διεπόμενης από τις διατάξεις του π.δ/τος 34/1995 εφαρμόζονται συμπληρωματικώς οι περί μισθώσεως διατάξεις του Α.Κ., μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 611 Α.Κ. (σιωπηρή αναμίσθωση), που ορίζει, ότι επί μισθώσεως ορισμένου χρόνου, εάν μετά την πάροδο αυτού εξακολουθήσει ο μισθωτής να κάνει χρήση του μισθίου εν γνώσει και χωρίς εναντίωση του εκμισθωτή, η μίσθωση λογίζεται ότι ανανεώνεται για αόριστο χρόνο (ΑΠ 95/2020 ό.π., ΑΠ 139/2016). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με το δεύτερο λόγο της έφεσής του παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επαναφέρει παραδεκτά με την έφεση, ισχυριζόμενος ότι αυτή εκδόθηκε δυνάμει μισθωτικής σχέσης, η οποία άρχισε την 1η/5/2006 και ο μεν συμβατικός χρόνος διάρκειάς της είχε λήξει ήδη από την 30/04/2012, ο δε νόμιμος παρήλθε, με αποτέλεσμα η μίσθωση να μην αποδεικνύεται εγγράφως για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορούν τα επιδικασθέντα μισθώματα. Ο λόγος αυτός, όμως, είναι νομικά αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι, με βάση τα εκτιθέμενα στο λόγο αυτό πραγματικά περιστατικά, η μίσθωση αυτή, η οποία άρχισε την 01/05/2006, ως εμπορική, υπήχθη στις κωδικοποιημένες διατάξεις του Π.Δ.34/1995 και των τροποποιητικών αυτού νόμων και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 τούτου, εφόσον φέρεται ότι είχε συναφθεί πριν από την ισχύ του ν. 4242/2014, είχε υποχρεωτική ελάχιστη νόμιμη διάρκεια δώδεκα ετών, έστω και αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρόνο, αφού με τη ρύθμιση του πιο πάνω π.δ./τος οι εμπορικές μισθώσεις είναι ορισμένου χρόνου με καθορισμένη διάρκεια (βλ. σχετ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4242/2014). Συνεπώς, η ένδικη μίσθωση ήταν ενεργός κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2013 έως και τον Οκτώβριο 2014, κατά το οποίο φέρεται ότι οφείλονται μισθώματα με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς, με την υπογραφή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, η μισθώτρια εταιρία παρέλαβε τη χρήση του μισθίου και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα το χρησιμοποιούσε για το σκοπό, που συμφωνήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, μετετράπη δε, όπως αναφέρεται ανωτέρω, επί του πρώτου λόγου ανακοπής, σε ετερόρρυθμη εταιρία. Επομένως, συνέτρεχε η ανωτέρω τυπική προϋπόθεση εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, καθόσον προαπεδεικνύετο εγγράφως η απαίτηση, που επιδικάσθηκε, δια του συνδυασμού του μισθωτηρίου και της αναγκαστικής εκ του νόμου ισχύος της μισθωτικής  συμβάσεως επί δώδεκα  έτη (άρθρο 5 παρ. 1 και 2 π.δ. 34/95, ως είχαν οι παράγραφοι αυτές μετά την αντικατάστασή τους  με το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 2741/1999),  ζήτημα που  λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη ο δικαστής και καλύπτει το διάστημα, στο οποίο εμπίπτουν τα ανωτέρω μισθώματα του επίδικου χρονικού διαστήματος από τον Ιούνιο 2013 έως και τον Οκτώβριο 2014, οπότε και η ένδικη εμπορική μίσθωση εξακολουθούσε να ισχύει (βλ. σχετ. ΑΠ 1609/2000 ό.π.). Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το χρόνο εκδόσεως της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του κύρους της. Επομένως, ο εξεταζόμενος δεύτερος λόγος της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είναι αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω δεύτερο λόγο της ανακοπής, ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυσε μετά την τροποποίησή του από τα άρθρα 14 παρ. 1 και 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του ν. 4335/2015, στις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής (των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ), που ασκήθηκαν από την 2-4-2012 (άρθρο 113 Ν. 4055/2012 -έναρξη ισχύος ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 από 2 Απριλίου 2012-, βλ. σχετ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4ηέκδ. 2019, σελ. 313 επ.) έως και την 31η-12-2015, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ, δηλαδή αυτές εκδικάζονται πάντοτε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (κατά τα άρθρα 635-646 ΚΠολΔ), χωρίς να είναι νομικώς κρίσιμο, το αν με τη διαδικασία αυτή εκδικάζεται η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Στην παρ. 2 δε του άρθρου 643 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, (ΦΕΚ Α 87), που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 δικόγραφα, ορίζεται ότι εφαρμόζεται το άρθρο 649ΚΠολΔ, που με τη σειρά του αναφέρεται στο σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής σε όλες τις δίκες, ανεξάρτητα από τη διαδικασία εκδίκασής της, την τακτική ή κάποια ειδική, αν και προηγουμένως τούτο ίσχυε μόνο για τη δίκη της ανακοπής, που εκδικάζεται, λόγω της φύσης της απαίτησης από την ειδική διαδικασία  (ΜονΕφΠειρ 300/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 146/2017 Δημ. Νόμος, βλ. αναλυτικά για τη διαχρονική δικονομική μεταχείριση της ερημοδικίας του διαδίκου στη δίκη της ανακοπής σε Στ. Πανταζόπουλο, ό.π., σελ. 308-309, 313 επ., του ιδίου, παρατηρήσεις υπό την ΜΠρΣερ 84/2014, σε ΕλλΔνη 2014, σελ. 901-902). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, παρά την απουσία της καθ’ ης η ανακοπή, κατά τη γενομένη συζήτηση της υπό κρίση ασκηθείσας ανακοπής εναντίον της και κατά της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προχώρησε σε εκδίκαση αυτής (ανακοπής) ωσεί παρούσης της καθ’ ης η ανακοπή, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 643 παρ. 2 και 649 παρ. 2ΚΠολΔ και δεν δέχθηκε το σύνολο των πραγματικών ισχυρισμών του, δεδομένου ότι αυτοί ήταν ομολογημένοι, λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η ανακοπή, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, που, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχυρίζεται, εφαρμοζόταν και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, ώστε να γίνει δεκτό ότι οφείλει να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή μόνον το ποσό των 858,65 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται με την ένδικη ανακοπή του ότι οφείλει σε αυτήν και όχι το ποσό των 2.057,30 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη. Ως προς τον λόγο αυτό, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, την υπό κρίση από 03/11/2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/04-11-2014 και Αριθμ. Κατάθ. …../04-11-2014 ανακοπή του, η οποία κατατέθηκε, στις 04/11/2014, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 05.11.14 (βλ. υπ’ αριθμ. …../05.11.14 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………), ζητώντας, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, όπως προαναφέρθηκε, να ακυρωθεί η με αριθμό ………./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον με την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………………», το ποσό των 23.377,05 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση, που προέρχεται από μισθώματα. Συνεπώς, εφόσον η ανακοπή ασκήθηκε υπό την ισχύ του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 14 παρ. 1 ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την εκ νέου τροποποίησή του με τα άρθρα 4 § 1 και 9 § 2 του ν. 4335/2015 (δηλαδή όπως ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα από την 2/4/2012 έως και την 31/12/2015) και εκδικάσθηκε ορθώς, στις 24/11/2017, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (αφού αφορά διαταγή πληρωμής εκδοθείσα με βάση μισθώματα), δεν εφαρμόζεται το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ που καθιερώνει το σύστημα των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας του διαδίκου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ανακόπτων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, εφαρμόζεται το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής, με ωσεί παρούσα τη μη εμφανισθείσα καθ’ ης η ανακοπή, με βάση το (προϊσχύσαν) άρθρο 643 παρ. 2ΚΠολΔ, με το οποίο οριζόταν ότι εφαρμόζεται αναλόγως το (προϊσχύσαν) άρθρο 649 παρ. 2ΚΠολΔ, που, με τη σειρά του, όριζε ότι «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι» (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 300/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 146/2017 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, προχώρησε στην εκδίκαση της ως άνω ανακοπής με ωσεί παρούσα τη μη εμφανισθείσα καθ’ ης η ανακοπή, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 643 παρ. 2 και 649 παρ. 2ΚΠολΔ, κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρ. 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 επ. ΚΠολΔ) (άρθρ. 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 14 παρ. 1 ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 -βλ. σχετ άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-) και όχι κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία είχε εισαχθεί, και δεν δέχτηκε το σύνολο των πραγματικών ισχυρισμών του ως ομολογημένους, λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ανακόπτοντα, με το σχετικό (τρίτο) λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, η οποία εξετάστηκε με επιμέλεια του ανακόπτοντος νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα ο ανακόπτων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 01.05.06 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού η καθ’ης η ανακοπή εκμίσθωσε στον ανακόπτοντα ένα ισόγειο κατάστημα, ευρισκόμενο στον Κορυδαλλό Αττικής, επί των οδών ……………., το οποίο αποτελείται από έναν ενιαίο ισόγειο χώρο με WC, επιφάνειας περίπου 60,00 τ.μ. και από πατάρι, για να το χρησιμοποιήσει ο τελευταίος (μισθωτής) ως κατάστημα εμπορίας ειδών κιγκαλερίας, λευκών ειδών, χαλιών, μοκετών και συναφών ειδών. Η μίσθωση συμφωνήθηκε εξαετής, αρχόμενη την 01.05.06 και λήγουσα την 30.04.12. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για τα δύο πρώτα έτη στο ποσό των 1.500,00 ευρώ, προκαταβαλλόμενο τις πρώτες πέντε ημέρες κάθε μήνα, αναπροσαρμοζόμενο αυξητικά σε ετήσια βάση σε ποσοστό 5% και για όσο χρόνο διαρκούσε η μίσθωση. Με τον με αριθμό 4 όρο της σύμβασης μίσθωσης ο μισθωτής (ανακόπτων) κατέβαλε στην εκμισθώτρια (καθ’ης η ανακοπή) κατά τη σύναψη της σύμβασης το ποσό των 3.000,00 ευρώ (ισόποσο δύο μισθωμάτων) για την τήρηση των όρων της σύμβασης, το οποίο θα παρέμενε άτοκα στα χέρια της εκμισθώτριας και θα επιστρεφόταν στον μισθωτή μόνο με την νόμιμη απόδοση της χρήσης του μισθίου σε καλή κατάσταση. Επίσης, με τον με αριθμό 12 πρόσθετο όρο της ανωτέρω σύμβασης, συμφωνήθηκε να συστήσει ο ανακόπτων – μισθωτής προσωπική εμπορική εταιρία για την εκμετάλλευση της επιχείρησης, που θα συστεγαζόταν στο μίσθιο, η οποία θα υπεισερχόταν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της σύμβασης μίσθωσης. Προς τούτο, με το από 27.11.08 συμφωνητικό, δημοσιευθέν στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό μητρώου …/02.12.08 και αριθμό κατάθεσης …./2008, συνεστήθη από τον ανακόπτοντα η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………», η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εν λόγω μίσθωσης. Εν συνεχεία, η εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία και η εκμισθώτρια – καθ’ης η ανακοπή κατήρτισαν το από 15.01.12 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο τροποποιώντας το με αριθμό 3 όρο της αρχικής σύμβασης, συμφώνησαν στην μείωση του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 1.100,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01.12.11 μέχρι 31.05.13. Ακολούθως, η παραπάνω ομόρρυθμη εταιρία, με το από 14.02.12 συμφωνητικό, δημοσιευμένο στο Γ.Ε.ΜΗ. με ΚΑΚ ………../14.02.12, μετασχηματίστηκε σε ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………………..», με τον ανακόπτοντα να παραμένει ομόρρυθμος εταίρος, έχοντας ποσοστό 51% επί του εταιρικού κεφαλαίου. Μετά τη συμπλήρωση του συμβατικού χρόνου διάρκειας της μίσθωσης την 30.04.12, αυτή, ως εμπορική, εισήλθε σε καθεστώς αναγκαστικής εκ του νόμου παράτασης (δωδεκαετία, άρθρο 5 παρ. 1 του π.δ. 34/1995) και τελικά λύθηκε με την αποχώρηση του ανακόπτοντος από το μίσθιο τέλη Οκτωβρίου του 2014 και την απόδοση της χρήσης του στην καθ’ης η ανακοπή – εκμισθώτρια (βλ. την από 11.08.15 υπεύθυνη δήλωση της τελευταίας, δοθείσα κατά την εκχώρηση της σε βάρος του ανακόπτοντος απαίτησής της προς τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας). Κατόπιν δε της από 03.10.2014 αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή εκδόθηκε η ανακοπτόμενη (με αριθμό ………../2014) διαταγής πληρωμής, σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και του ανακόπτοντος, με την οποία διατάχθηκε τόσο αυτός, όσο και η ομόρρυθμη εταιρία να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 23.377,05 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε οφειλόμενα μισθώματα του διαστήματος από τον Ιούνιο του 2013 έως τον Οκτώβριο του 2014. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, μεταξύ των διαδίκων, υπήρξε νεότερη, προφορική, συμφωνία για διατήρηση του ως άνω μειωμένου μηνιαίου μισθώματος των 1.100,00 ευρώ μέχρι και τον Οκτώβριο του 2013. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, κατά το μη εκκληθέν αυτής κεφάλαιο, κρίθηκε ουσιαστικά βάσιμος, καθώς και η ίδια η εκμισθώτρια, στη με αριθμό πρωτ. …../11.08.15 δήλωση εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων προς τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, προσδιορίζει το μηνιαίο μίσθωμα για τη (μεταγενέστερη του παραπάνω διαστήματος) χρονική περίοδο από 01.01.14 μέχρι 31.10.14 στο ποσό των 1.100,00 ευρώ. Συνεπώς, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, εφόσον ο ανακόπτων, για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2013 κατέβαλε στην καθ’ης η ανακοπή, όπως η τελευταία συνομολογεί στην από 03.10.14 αίτησή της για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 1.100,00 ευρώ, το επιδικασθέν για τους μήνες αυτούς ποσό των 3.493,25 ευρώ [= 698,65 ευρώ (ήτοι, η διαφορά που προκύπτει μηνιαίως μεταξύ i. του ποσού των 1.798,65 ευρώ, στο οποίο η καθ’ης η ανακοπή προσδιορίζει το μηνιαίο μίσθωμα για τους επίδικους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2013, όπως θα είχε αυτό διαμορφωθεί, κατόπιν της προβλεπόμενης αναπροσαρμογής, χωρίς την συμφωνηθείσα μείωσή του και ii του ποσού των 1.100,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο μίσθωμα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά από την συμφωνημένη μείωσή του) X 5 μήνες] δεν οφείλεται. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, κατά το μη εκκληθέν με λόγο έφεσης κεφάλαιο της εκκαλουμένης, δεν έπρεπε να εκδοθεί για το ποσό των 3.493,25 ευρώ, με το υπόλοιπο της οφειλής του ανακόπτοντος να διαμορφώνεται στο ύψος των 19.883,80 ευρώ (23.377,05 – 3.493,25). Περαιτέρω, ο εκκαλών, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, ζητούσε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυριζόμενος ότι είχε καταβάλει τμηματικά στην καθ’ ης η ανακοπή, αφενός το συνολικό ποσό των 20.100,00 ευρώ, προς εξόφληση οφειλόμενων μισθωμάτων του επίδικου χρονικού διαστήματος, και αφετέρου α) το ποσό των 580,00 ευρώ προς εξόφληση του Ειδικού Ενιαίου Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ), β) το ποσό των 246,50 ευρώ προς εξόφληση του Ενιαίου Ειδικού Τέλους Ακινήτων (ΕΕΤΑ), καθώς και γ) το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως εγγυοδοσία για την τήρηση των όρων και συμφωνιών της ένδικης μισθωτικής σύμβασης, τα οποία, με δεδομένο ότι η τελευταία έληξε τον Οκτώβριο του 2014, ζήτησε να συμψηφιστούν με ενδεχόμενη οφειλή του. Ο προαναφερόμενος λόγος κρίθηκε με την εκκαλουμένη νόμιμος, στηριζόμενος, κατά το πρώτο σκέλος του στις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 481, 574 επ. ΑΚ, 44 του π.δ. 34/1995 και 632 επ., κατά δε το δεύτερο σκέλος αυτού, επιπλέον στην διάταξη του άρθρου 440 Α.Κ. και έγινε δεκτός εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμος. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι ο μισθωτής – ανακόπτων είχε καταβάλει, για οφειλόμενα μισθώματα, στον σύζυγο της καθ’ης η ανακοπή, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τα εξής ποσά: την 04.11.13 ποσό 1.000 ευρώ, την 19.11.13 ποσό 800 ευρώ, την 06.12.13 ποσό 1.000 ευρώ, την 23.12.13 ποσό 800 ευρώ, την 13.01.14 ποσό 1.000, την 30.01.14 ποσό 700 ευρώ, την 12.02.14 ποσό 800 ευρώ, την 24.02.14 ποσό 800 ευρώ, την 15.03.14 ποσό 800 ευρώ, την 29.03.14 ποσό 800 ευρώ, την 15.04.14 ποσό 800 ευρώ, την 30.04.14 ποσό 700 ευρώ, την 17.05.14 ποσό 800 ευρώ, την 11.06.14 ποσό 1000 ευρώ, την 30.06.14 ποσό 500 ευρώ, την 19.07.14 ποσό 700 ευρώ και την 13.08.14 ποσό 500 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 13.500,00 ευρώ, ποσό, κατά το οποίο η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε με την εκκαλουμένη. Περαιτέρω, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος δεν εκκαλείται με την έφεση, ο ανακόπτων είχε καταβάλει, πριν από την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, το ποσό των 580,00 ευρώ προς εξόφληση του Ειδικού Ενιαίου Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) και το ποσό των 246,50 ευρώ προς εξόφληση του Ενιαίου Ειδικού Τέλους Ακινήτων (ΕΕΤΑ), ποσά των οποίων η πληρωμή βάρυνε την καθ’ης η ανακοπή. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό ότι είχε καταβάλει στην τελευταία το ποσό 3.000,00 ευρώ, ως εγγυοδοσία για την τήρηση των όρων και συμφωνιών της ένδικης μισθωτικής σύμβασης (βλ. με αριθμό 4 όρο της από 01.05.06 μισθωτικής σύμβασης), ενώ, επιπλέον, για τη χρονική περίοδο Ιανουάριου – Οκτωβρίου, κατέβαλε σε αυτήν το ποσό των 11.500 ευρώ, αντί του οφειλόμενου 11.000 ευρώ (ήτοι 10 μισθωτικοί μήνες X 1.100 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα), ήτοι της κατέβαλε το επιπλέον ποσό των 500,00 ευρώ. Ως εκ τούτου, η απαίτηση του ανακόπτοντος, η οποία συνυπήρξε με την απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή μέχρι την έκδοση της διαταγής πληρωμής, κατά το μη εκκληθέν με λόγο έφεσης κεφάλαιο της εκκαλουμένης, ανέρχεται σε 4.326,50 ευρώ (580 + 246,50 + 3.000 + 500). Το ποσό αυτό κρίθηκε με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος αυτή δεν εκκαλείται, ότι παραδεκτά προτάθηκε προς συμψηφισμό (ΕφΑΘ 2781/1990 ΕλλΔ/νη 1991.157) και ότι οδηγεί σε μερική απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή. Επομένως, η ένδικη απαίτηση, κατά την εκκαλουμένη, ανερχόταν κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής σε [(19.883,80 – 13.500 =) 6.383,80 – 4.326,50 =] 2.057,30 ευρώ, γενομένου εν μέρει δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής. Με βάση τα ανωτέρω, με την εκκαλουμένη, έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η υπό κρίση ανακοπή, επικυρώθηκε η διαταγή πληρωμής, κατά τη διάταξη, με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 2.057,30 ευρώ και ακυρώθηκε κατά το σκέλος επιδίκασης του υπολοίπου ποσού των 21.319,75 ευρώ. Ο εκκαλών, με τον τελευταίο, επικουρικώς, προβαλλόμενο λόγο έφεσης, παραπονείται, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την έρευνα του ως άνω τρίτου λόγου της ανακοπής του, σχετικά με την αφαίρεση, με την εκκαλουμένη, μόνον του καταβληθέντος από αυτόν ποσού των 500 ευρώ (5° φύλλο εκκαλουμένης «…και την 13.08.14 ποσό 500 ευρώ…») και όχι του ποσού των 1.700 ευρώ, όπως ισχυρίστηκε με την ανακοπή του και ομολόγησε η ίδια η καθ’ ης στη με ημερομηνία 3/10/2014 αίτησή της για την έκδοση διαταγής πληρωμής (σελ. 3, «…Για το μήνα Αύγουστο 2014 έχει καταβάλει ποσό ευρώ 1.700 και οφείλει ποσό 98,65 ευρώ…) και ότι, εξάλλου, και η ίδια η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιά δέχεται ότι πράγματι τον Αύγουστο του 2014 κατέβαλε στην καθ’ ης το ποσό των 1.700,00 ευρώ και όχι αυτό των 500,00ευρώ (σελ. 3 αυτής «…Για το μήνα Αύγουστο 2014 έχει καταβάλει ποσό ευρώ 1.700 και οφείλει ποσό ευρώ 98,65…»), ως εκ τούτου ζητά την αφαίρεση από το ποσό των 2.057,30ευρώ, το οποίο εσφαλμένα δέχτηκε η εκκαλουμένη ότι οφείλει στην καθ’ ης, του ποσού των 1.200 ευρώ (1.700,00€ πραγματικά καταβληθέν – 500,00€, το οποίο δέχτηκε η εκκαλουμένη), καθώς το ποσό, το οποίο εξακολουθεί να οφείλει στην εφεσίβλητη ανέρχεται σε (2.057,30€ – 1.200,00€ =) 857,30 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει  από την επισκόπηση της ένδικης αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, στην οποία η καθ’ ης η ανακοπή εκθέτει, μεταξύ άλλων, ότι «…Για το μήνα Αύγουστο 2014 έχει καταβάλει ποσό 1.700 ευρώ και οφείλει ποσό ευρώ 98,65…» και την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…Για το μήνα Αύγουστο 2014 έχει καταβάλει ποσό 1.700 ευρώ και οφείλει ποσό ευρώ 98,65…»), σε συνδυασμό με το συνολικά αιτηθέν και επιδικασθέν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσό, προκύπτει ότι αφενός μεν η καθ’ ης η ανακοπή είχε προαφαιρέσει με την αίτησή της το ποσό των 1.700 ευρώ, το οποίο ισχυρίστηκε ότι κατεβλήθη για το μήνα Αύγουστο του έτους 2014 και δεν αιτήθηκε προς επιδίκαση το μίσθωμα για το μήνα αυτό, αφετέρου δε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου και του διατακτικού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και την άθροιση των επιμέρους ποσών, που αναφέρονται σε αυτήν, έχει αφαιρεθεί και δεν συμπεριλαμβάνεται, ως οφειλόμενο μίσθωμα, στο συνολικά επιδικασθέν με αυτήν φερόμενο ως οφειλόμενο ποσό των 23.377,05 ευρώ, το καταβληθέν στην καθ’ ης (πριν την εκχώρηση των οφειλομένων μισθωμάτων από την εκμισθώτρια στο Ελληνικό Δημόσιο), ποσό των 1.700 ευρώ, για το μήνα Αύγουστο του έτους 2014. Με βάση τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς το σκέλος του λόγου αυτού ανακοπής, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του επικουρικώς προβληθέντος τελευταίου λόγου της έφεσης. Τέλος, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι μολονότι στην αίτηση της καθ’ης η ανακοπή για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής υπάρχει το αίτημα να υποχρεωθεί αυτός (ανακόπτων) να καταβάλει στην τελευταία τα αιτούμενα ποσά μισθωμάτων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας, που το κάθε μηνιαίο μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, εντούτοις δεν προσδιορίζεται στην εν λόγω αίτηση η ημέρα, που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το μίσθωμα και για το λόγο αυτό ζητεί, κατά την ορθή εκτίμηση του αιτήματός του, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, κατά το μέρος, που επιδικαζόταν με αυτήν τόκοι επί των οφειλόμενων μισθωμάτων. Ο λόγος αυτός κρίθηκε με την εκκαλουμένη νόμιμος, στηριζόμενος στα άρθρα 340, 341, 345, 346 ΑΚ και 626 ΚΠολΔ, πλην, όμως, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι ο ανακόπτων, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης της βασιμότητάς του, δεν προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετ’ επικλήσεως την επίμαχη αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, έτσι ώστε να διακριβωθεί η βασιμότητα του σχετικού ισχυρισμού του. Σημειώνεται ότι ο λόγος αυτός ανακοπής δεν επαναφέρεται παραδεκτά με λόγο έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά το άρθρο δε 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών, τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση, σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως, και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση, που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ’ αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των προαναφερθέντων, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η υπόθεση με την έφεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα και έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά τη διάταξη, με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 2.057,30 ευρώ και ακύρωσε εν μέρει αυτήν κατά το σκέλος επιδίκασης του υπολοίπου ποσού των 21.319,75 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθά εκτίμησε, στο πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ανακοπής, τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση, όπου είναι αναγκαίο, των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες(άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 57/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 203/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος), να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, καθ’ όλα τους τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από τον εκκαλούντα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 4096/04-09-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, δεν συντρέχει, ενόψει της ερημοδικίας της εφεσίβλητης (άρθρα 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 18/10/2019 έφεση κατά της με αριθμ. 4096/04-09-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 15/09/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου Δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ